Αλύπιος ο Όσιος πατήρ ημών εγεννήθη κατά τας αρχάς στ΄ αιώνος εις την Ανδριανούπολιν της Παφλαγονίας. Τούτου τον υπεράνθρωπον Βίον θέλομεν διηγηθή ενταύθα, επειδή καλόν είναι μεν και θεάρεστον να διηγήται τις των Μαρτύρων τους αγώνας, οίτινες δίδουν πολλήν την ωφέλειαν με τα εξαίρετα παραδείγματα της μεγάλης ανδρείας και της προς τον Θεόν αγάπης, αλλά δεν είναι ολιγώτερον ψυχωφελές και σωτήριον το να γράφωνται οι ασκητικοί πόνοι και ιδρώτες των Οσίων Πατέρων εκείνων, όσοι υπέμειναν δια τον Χριστόν τοσαύτην κακοπάθειαν, κατοικούντες εις τα όρη, τα σπήλαια και τας οπάς της γης, στενοχωρούμενοι, υστερούμενοι και απορούμενοι πάντων των αναγκαίων του σώματος, των οποίων τον ισάγγελον βίον πρέπει έκαστος να θαυμάζη, διότι και αν ακόμη οι Άγιοι Μάρτυρες υπερτερούν τους Οσίους κατά την δριμύτητα των πόνων και την σφοδρότητα των κολάσεων, τας οποίας υπέστησαν, όμως αυτοί πάλιν υπέμειναν καθ’ όλην την ζωήν των πολεμούντες με την σάρκα και με τους ασπλάγχνους και ανελεήμονας δαίμονας, οι οποίοι τους εκόλαζαν καθώς οι τύραννοι εβασάνιζον και έδερον, ελίθαζον και ποικιλοτρόπως εταλαιπώρουν αυτούς, δια τούτο θα γράψωμεν και ημείς ενταύθα τον Βίον του θαυμασίου τούτου και μεγάλου εις την αρετήν Αλυπίου, όστις είναι εις εξ αυτών.
Ούτος πατρίδα είχεν, ως είπομεν, την Ανδριανούπολιν, ήτις είναι πόλις της Παφλαγονίας και η οποία δεν καυχάται ούτε επαινείται τοσούτον δι’ εκείνον, όστις την έκτισεν, όσον σεμνύνεται ότι εγεννήθη εις αυτήν και ανετράφη τοιούτος ενάρετος άνθρωπος. Ούτος είχε γονείς ευγενείς και εναρέτους, και εις τα ήθη χρηστούς και ευγνώμονας· η δε μήτηρ αυτού, όταν εκυοφόρει τον Όσιον, είδεν εν οράματι ότι εκράτει αρνίον εύμορφον, έχον εις τα κέρατα λαμπάδας ανημμένας, και εφώτιζαν όλον τον οίκον πληρέστατα. Τούτο ήτο σημείον της αρετής και λαμπρότητος αυτού, με την οποίαν έμελλε να φωτίση κόσμον πολύν δια της θαυμασίου πολιτείας του· και πάλιν αφού τον εγέννησεν, είδεν άλλο όραμα, ότι εσυνάχθη όλη η χώρα με υμνωδίας και ιερά άσματα και τον επροσκύνησαν με μεγάλην ευλάβειαν· αφού δε απεγαλακτίσθη το βρέφος, απέθανεν ο πατήρ του και έμεινε μόνον η μήτηρ αυτού, ήτις κατενόησεν από τα προρρηθέντα οράματα και από άλλα τινά σημεία, ότι έμελλε να γίνη το παιδίον του Θεού δούλος γνήσιος και το επήγεν εις την Εκκλησίαν, παραδώσασα αυτό εις τας χείρας του τότε Αρχιερέως Θεοδώρου. Ούτος το επεμελήθη ως πατήρ πνευματικός και ευσεβώς το ανέτρεφε, διδάσκων αυτό τον Νόμον του Κυρίου· και τόσον ήτο από μικρόν γνωστικόν και εύτακτον, ώστε εφαίνετο θαύμα εξαίσιον, και όντως εφαίνετο ως το φυτόν, όπερ είναι πεφυτευμένον πλησίον του ύδατος· όθεν και με τον καιρόν απέδωκε τον καρπόν καλόν εις βρώσιν, ωραιότατον και πολλαπλάσιον, καθώς θέλομεν είπει εν συνεχεία σαφέστερον. Έβαλε λοιπόν παιδιόθεν ο Άγιος πρώτα θεμέλια την σωφροσύνην και εγκράτειαν, και όταν ήθελε του έλθει επιθυμία να φάγη κανέν είδος από τα βρώσιμα, επολέμει ανδρικώς τον πολέμιον και ούτε άρτον δεν εχόρταινεν, αλλά εδάμαζε την σάρκα και έσβυνε τας ορμάς και κινήματα αυτής με την αντίδικον εγκράτειαν· τον δε θυμόν ενίκα με την ταπείνωσιν, ομοίως και τα επίλοιπα πάθη εκυρίευε με τας εναντίας αρετάς και τα έκαμνεν υπήκοα της ψυχής. Ιδών λοιπόν την ενάρετον αυτού πολιτείαν τον εχειροτόνησεν ο Αρχιερεύς Ιεροδιάκονον και του έδωκε πάσαν την φροντίδα και διοίκησιν της Εκκλησίας να την κυβερνά επιμελέστατα, την οποίαν ευρίσκων υπό πολλών ακανθών αγριαίνουσαν και ξηραινομένην από την των θείων υδάτων υστέρησιν, έβαλε πολλήν επιμέλειαν και κόπον ανείκαστον, με νηστείας και προσευχάς, να μεταβάλη με τέχνην την αγριότητα εις ημερότητα, και το άγονον ταύτης εις γονιμότητα. Και κατά αλήθειαν (δια να είπωμεν τα προφητικά λόγια), μετέβαλεν εις λίμνας υδάτων την έρημον, κατώκισεν εκεί τους πεινώντας, έσπειρεν αγρούς καρδίας εξ αλογίας κεχερσωμένας και αμπελώνας εφύτευσε, και απλώς ειπείν κατά πολλά εβοήθησε τον Αρχιερέα εις τους πόνους και τας φροντίδας της Εκκλησίας ο θαυμαστός Αλύπιος. Επειδή όμως ο Άγιος είχε πόθον ανείκαστον να αναχωρήση από τον κόσμον, δια να εύρη την σωτηρίαν της ψυχής αυτού κατά μόνας πολιτευόμενος, εφανέρωσεν εις την μητέρα αυτού μόνον πνευματικά την γνώμην του, λέγων ότι εμελέτησε να υπάγη εις την Ανατολήν, εις την οποίαν ήσαν Ησυχαστήρια και να του δώση συγχώρησιν· η δε ευλαβής μήτηρ δεν ελυπήθη ως γυνή χήρα και ασθενής του φιλτάτου παιδός την υστέρησιν, αλλά μάλιστα τον επροθυμοποίησε λέγουσα· «Ύπαγε, τέκνον, όπου σε φωτίση ο Κύριος, εις τον οποίον σε παραδίδω να στείλη τον Άγγελον αυτού προ προσώπου σου να σε οδηγή εις το Άγιον αυτού και σωτήριον θέλημα, και να λάμψη ως μεσημβρία η δικαιοσύνη των έργων σου, επειδή πανσόφως ηγάπησες Αυτόν τον Δεσπότην και Σωτήρα σου και επροτίμησες Αυτόν υπέρ τους γονείς και φίλους και την πατρίδα σου». Ταύτα λέγουσα έκαμε προσευχήν δι’ αυτόν με θερμά δάκτυα, και εναγκαλισθέντες εφίλησαν αλλήλους στενάζοντες και ούτως αυτός μεν ανεχώρησεν, οι δε συμπολίται του όλοι ελυπήθησαν μαθόντες την αιφνίδιον αυτού αναχώρησιν και εξόχως ο Αρχιερεύς Θεόδωρος, όστις, ως το ήκουσεν, έδραμεν ευθύς κατόπιν και τον επρόφθασεν εις τα Ευχάϊτα, εις την οποίαν έκαμναν την πανήγυριν του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου, και τον παρεκάλεσε με δέησιν και δάκρυα να επιστρέψη εις την πατρίδα του. Ο δε Άγιος ελυπήθη, ότι τον ημπόδιζεν ο Αρχιερεύς από τον σκοπόν του· κατά δε την νύκτα ήκουσε θείαν φωνήν, ήτις του έλεγε· «Μη λυπείσαι ότι επιστρέφεις εις τα οπίσω, ότι, όπου αν ζήση τις ευσεβώς και θεάρεστα, εκεί είναι τα Ιεροσόλυμα». Ούτω λοιπόν Θεού ευδοκούντος επέστρεψε πάλιν ο γλυκύς καρπός εις τα ίδια και ζητών εις τας ερήμους, τόπον κατά τον σκοπόν αυτού επιτήδειον, ανέβηκεν εις όρος τι προς τον νότιον μέρος της πόλεως και σταθείς εις την κορυφήν του όρους ηυφράνθη η ψυχή του, επειδή ήτο ο τόπος πολλά επιτήδειος· επειδή όμως δεν είχεν ύδωρ, έμεινε περίλυπος ο Αλύπιος· και την άλλην ημέραν πάλιν ανέβη βαστάζων σκαφείον και δικέλλιον, και σκάπτων διαφόρους τόπους δεν εύρισκεν υγρασίαν ύδατος· όθεν από τον πολύν του κόπον εκάθισε και υπνώσας είδεν άνθρωπον τινά εις το όραμά του, όστις του έδειξε τόπον τινά και του είπε να σκάψη εκεί να εύρη το ποθούμενον. Όθεν εγερθείς έσκαψε και εξήλθεν ύδωρ πολύ και γλυκύτατον, η δε ψυχή του Αγίου ηγαλλιάσατο και ευχαριστήσας τον Κύριον επήγεν εις την χώραν και το ανήγγειλεν εις τον Επίσκοπον, ζητών να οικοδομήση Εκκλησίαν εκεί όπου το ύδωρ ανέβλυσεν· ο δε έταξε, κατά το φαινόμενον, να εκτελέση την επιθυμίαν του Αλυπίου, αλλά κρυφίως έστειλεν ανθρώπους και έφραξαν το στόμιον της πηγής, δια να μη κατοικήση εκεί ο Άγιος, διότι ήτο ο τόπος κακός και δύσβατος, αλλά να μείνη κάτω εις το επίπεδον δια να ημπορούν οι άνθρωποι να πηγαίνωσιν εις αυτόν προς ψυχικήν των ωφέλειαν. Βλέπων ο Όσιος ότι τον ημπόδισαν και απ’ εκεί, έβαλεν εις τον νουν του να αναβή εις τινα στύλον να γίνη μετέωρος· αλλά γνωρίζων, ως γνωστικός, ότι το τάχος πολλάκις και το αιφνίδιον της πολλής σκληραγωγίας φέρει τον άνθρωπον εις κίνδυνον, ηθέλησε να δοκιμάση πρώτον εις οίκον τινά ήσυχον, έπειτα να δοκιμάση και αγώνα μεγαλύτερον. Ευρήκε λοιπόν μακράν από την διατριβήν των ανθρώπων έρημον τινά τόπον, εις τον οποίον ούτε δένδρον ήτο πλησίον, ούτε άλλη παρηγορία του σώματος, αλλά μάλλον πληθύς δαιμόνων κατώκει εκεί, διότι ήσαν Ελλήνων μνήματα και ουδείς άνθρωπος δεν ηδύνατο να πλησιάση τελείως. Οι δε οικήτορες της πόλεως τον ημπόδιζαν και τον ωνείδιζον, βλέποντες αυτόν ότι έκτισε καλύβην εις τοιούτον τόπον κινδυνώδη και επικίνδυνον λέγοντες· «Τις πονηρός δαίμων σε ωδήγησεν εκεί να κινδυνεύσης ψυχή τε και σώματι; Φύγε απ’ εκεί μη σε φονεύσουν οι δαίμονες»· ο δε Άγιος έμεινεν άφοβος έχων εις τον Θεόν την ελπίδα του και ποσώς δεν εσυλλογίζετο κίνδυνον. Αφού έκαμεν εις την καλύβην ολίγον καιρόν, ηθέλησε να γίνη μετέωρος και βλέπων εις τάφον στύλον, εις το άνω μέρος του οποίου είχον θεμελιωμένον από παλαιόν καιρόν ταυρολέοντα, έβαλεν εις τον νουν του να τον κρημνίση εκείθεν και να οικήση αυτός εις τον κίονα. Όθεν επήγεν εις την χώραν και επήρε μίαν εικόνα του Δεσπότου Χριστού, ένα Σταυρόν και ένα μοχλόν σιδηρούν, με τον οποίον εξερρίζωσε μετά βίας από τον στύλον το ξόανον, διότι ήτο ανδρείος και είχε μεγάλην σωματικήν δύναμιν· αφού δε εκρήμνισεν αυτό, έβαλε τον Σταυρόν ως τρόπαιον του Χριστού και την εικόνα αυτού, από δε τον κόπον απεκοιμήθη και βλέπει δύο άνδρας ως Ιερείς και του λέγουσι· «Πολύν καιρόν σε ανεμένομεν, ότι θέλημα Θεού είναι να ευθύνης τούτους τους τόπους, και να κτίσης περικαλλή Ναόν της πανευφήμου Ευφημίας». Ο δε Όσιος εγερθείς ήρχισεν ευθύς τα θεμέλια και τότε εφάνησαν πάλιν εις αυτόν οι προαναφερθέντες ιεροπρεπείς εκείνοι άνδρες, εκ των οποίων ο μεν εις εβάσταζε θυμιατήριον και εσημείωνε τον τόπον, ο δε έτερος έλεγεν· «Ωσαννά, ωσαννά εις τούτο το θυσιαστήριον». Ταύτα βλέπων ο Όσιος εβεβαιώθη ότι ήτο Θεού οικονομία να οικοδομήση την Εκκλησίαν, καθώς εποίησεν ύστερα, ως θα ίδωμεν. Διότι πηγαίνων ο Αρχιερεύς της πόλεως εις τον βασιλέα δια τινα υπόθεσιν, έλαβεν εις την συνοδείαν του και τον Αλύπιον, ο δε Άγιος επήγε και παρά την θέλησίν του έως εις την Χαλκηδόνα δια να μη φανή προς τον προεστώτα παρήκοος, εκεί δε εισελθόντος του Αρχιερέως εις λέμβον την νύκτα μετά της λοιπής συνοδείας του, παρεμέρισεν ο Όσιος χωρίς να τον αντιληφθώσι και έμεινεν εις τον Ναόν της Αγίας Μάρτυρος Βάσης όπου και εκρύβη. Εις τον Ναόν τούτον υπνώσας ολίγον ο Άγιος είδε την Αγίαν Ευφημίαν με κάλλος άρρητον, προστάσσουσαν τούτον να εγερθή πάραυτα· ο δε Όσιος βλέπων τόσην ωραιότητα εθαύμασε· και ερωτήσας αυτήν τις ήτο, του απεκρίθη εκείνη λέγουσα· «Εγώ είμαι η Μάρτυς και δούλη του Χριστού Ευφημία· λοιπόν εγέρθητι να υπάγωμεν μαζί εις την πατρίδα σου και εγώ θα σου ελαφρύνω τον πόνον και την κάκωσιν της οδοιπορίας». Εγερθείς λοιπόν επέστρεψεν όπισθεν ενθυμούμενος πάντοτε εις την διάνοιάν του της Αγίας την ωραιότητα· αφού δε ήλθεν εις τον προρρηθέντα τόπον, έκτισε Ναόν της Αγίας όχι καθώς έπρεπε μεγαλοπρεπή και πλούσιον, αλλά καθώς ηδυνήθη, διότι δεν είχεν ούτε ράβδον ούτε πήραν, αλλά επορεύετο με πολλην πτωχείαν, κατά το ιερόν Ευαγγέλιον, μόνον εις την πίστιν υπάρχων πλούσιος. Έκαμε δε πριν να αναβή εις τον κίονα δύο έτη εις την καλύβην, την οποίαν έκτισε, δια να προγυμνασθή εις τον πόλεμον κατά των πονηρών πνευμάτων να μη τον νικήσωσι, τα οποία βλέποντα την σπουδήν του και την προθυμίαν εις τους αγώνας εξηγέρθησαν κατ’ αυτού και εδείκνυον ότι ήθελον να κατεδαφίσουν εκ θεμελίων την κέλλαν του· αλλ’ αυτός, ως γενναίος, ουδέ ποσώς εδειλίασεν, αλλ’ ίστατο ως όρος στερεόν και πύργος ισχυρός, έχων εις τον Θεόν τας ελπίδας του. Αφήνοντες δε εκείνοι την κέλλαν, επολεμούσαν να ρίψουν την Εκκλησίαν, ήτις δεν ήτο ακόμη εγκαινιασμένη κατά το σύνηθες· όθεν συναχθέντες ευλαβείς Ιερείς και λαϊκοί με τον Αρχιερέα και τελέσαντες λειτουργίαν αφιέρωσαν τον Ναόν εις την Αγίαν Μάρτυρα Ευφημίαν, από τότε δε εσκόρπισαν τα δαιμόνια και δεν ετόλμησαν πλέον να πλησιάσωσιν εις αυτόν. Επήγαιναν λοιπόν εκεί οι άνθρωποι και συνωμίλουν με τον Όσιον αφόβως, όστις βλέπων ότι πολλοί συνήγοντο και τον εσύγχυζον εις την ησυχίαν, ανέβη εις τον στύλον καρφώνων εις την κορυφήν του γύρωθεν ολίγας σανίδας δια να μη δυνηθή να κοιμηθή κοιτώμενος δίπλα, αλλά να στέκη όρθιος πάντοτε αγρυπνών και κοιμώμενος, να φαντάζεται δια παντός τα ουράνια· ήτο δε τότε ετών τριάκοντα και ίστατο, ω του θαύματος! ως χαλκούν ή λίθινον είδωλον υπομένων καρτερικώς και γενναίως τας βροχάς και τας χιόνας του χειμώνος, την αγριότητα των ανέμων, την καύσιν του θέρους και την ψυχρότητα της νυκτός, ως και πάσαν άλλην δεινήν κακοπάθειαν· ω της ανδρείας και της αρρήτου καρτερίας και γενναιότητος! Πως υπέμεινε των ανέμων την βίαν, τας νιφάδας των χιόνων και την των βροχών δριμύτητα; Ω αδαμαντίνου ψυχής! Και πάλιν να ήτο χαλκός ή λίθος ή σίδηρος δεν ήθελε βαστάσει τοσούτον γενναίως και ανδρικώτατα, ότι και ταύτα με την πολυκαιρίαν ρέουσιν από ολίγον εις ολίγον και φθείρονται· αλλ’ εκείνος ο της ουρανίου Βασιλείας βιαστής απαραίτητος και κατά της σαρκός παλαιστής καρτερόψυχος δεν ενικήθη από τας ηδονάς του σώματος, αλλά υπέμεινε κυβερνών το σώμα με ολίγον άρτον και ύδωρ σύμμετρον και τούτο ουχί καθ’ εκάστην, αλλά κάθε τόσας ημέρας άπαξ· ούτω δε βασανιζόμενος δεν εσαλεύθη ποτέ την διάνοιαν, καθ’ ημέραν σχεδόν θανατούμενος και μαχόμενος με τα πνεύματα της πονηρίας, τα οποία ενίκα παλαίων μρτ’ αυτών και υπ’ αυτών λιθαζόμενος και με τα βέλη των προσευχών εσφενδόνιζεν αυτά μακράν απ’ εκεί, ούτως ώστε δεν ημπορούσαν να πλησιάσωσιν. Εν μια δε των ημερών, θυμωθέντες οι δαίμονες κατ’ αυτού, του έρριψαν τόσους λίθους, ώστε έθραυσαν τας σανίδας, τας οποίας είχε γύρωθεν, ένας δε λίθος μεγάλος τον εκτύπησεν εις τον ώμον δυνατά και τον επλήγωσεν· ο δε Όσιος ύψωσε τας χείρας προς τον ουρανόν και δεικνύων την πληγήν προς τους δαίμονας έλεγε· «Διατί πολεμείτε τους δούλους του Θεού εις μάτην, ταλαίπωροι; Βλέπετε τούτον τον λίθον, τον οποίον μου ερρίψατε; Αυτός θέλει είναι μάρτυς της μοχθηρίας σας κατά την ώραν της κρίσεως· αλλά δια να ίδητε ότι ως βέλη των παίδων τας πληγάς σας λογίζομαι, ιδού ότι κρημνίζω και το ολίγον σκέπασμα, το οποίον είχα δια την κεφαλήν μου και το οποίον ημπόδισε πολλάκις τους λίθους σας και δεν με εφονεύσατε, ως τον Πρωτομάρτυρα Στέφανον». Ταύτα ακούοντες οι δαίμονες έφυγαν φωνάζοντες και οδυρόμενοι και έλεγον ταύτα προς τινας, τους οποίους καθ’ οδόν συνήντησαν· «Ο Αλύπιος μας εδίωξεν από την οικίαν μας και δεν ηξεύρομεν εις ποίον τόπον πάλιν να οικήσωμεν». Ο δε καλός στρατιώτης του Χριστού Αλύπιος εζήτησεν από την μητέρα αυτού σκέπαρνον, με το οποίον εχάλασε την ολίγην στέγην, ήτις του έδιδε μικράν παραμυθίαν, και ρίπτων αυτήν εις την γην έμεινε καθ’ όλην του την ζωήν ούτω άστεγος τελείως και αίθριος. Ταύτα βλέπουσα η στοργική μήτηρ αυτού διαρκώς ωδύρετο και έδερε το στήθος της λέγουσα· «Διατί εχάλασες την μικράν σκέπην σου, τέκνον μου; Πως θα υπομείνης την θανατηφόρον χάλαζαν; Την βίαν των ανέμων, την καύσιν του ηλίου, τας μεγάλας βροχάς του χειμώνος και την λοιπήν κακοπάθειαν;» Λέγει προς αυτήν ο Όσιος· «Ας ριγήσωμεν, μήτερ μου, και ας υπομείνωμεν της ημέρας τον καύσωνα, δια να λυτρωθώμεν από την φλόγα της αιωνίου κολάσεως και να λάβωμεν μισθόν της εργασίας επάξιον». Αυτά και άλλα πλείονα λέγων, έκαμε την φιλόθεον μητέρα του και του είπεν, ότι όχι μόνον τας σανίδας αλλά και το ιμάτιον όπερ εφόρει να ρίψη και να μείνη τελείως ολόγυμνος· διότι αν και ήτο φιλότεκνος, επειδή έβλεπε τον υιόν της και έπασχε δια τον Χριστόν τόσην κακοπάθειαν, ηρνείτο την φύσιν δια να προκρίνη υπέρ τον υιόν της τον Κύριον· ω ευλογημένον τέκνον και μήτηρ φιλόθεος ομού και φιλότεκνος! Ήτις έμεινεν έως τέλους εις τον στύλον κάτωθεν εις κελλίον και υπηρέτει το τέκνον της και εκοπίαζε να κερδίζη την τροφήν των με το εργόχειρον, από το οποίον έδιδε και ελεημοσύνην εις πένητας. Ελθών δε τις ευλαβής της έδωκεν ένα τρίτον του νομίσματος και λαβούσα τούτο επήγεν εις την χώραν με το θέλημα του υιού της να αγοράση ει τι εχρειάζοντο, αλλ’ αυτή η ευσπλαγχνος ελυπήθη τους πτωχούς και έδωκεν εις αυτούς τα χρήματα· όταν δε επέστρεψε την ηρώτησεν ο Όσιος τι ηγόρασεν· η δε απεκρίνατο· «Των πτωχών τα έδωσα, τέκνον μου, και ελπίζω εις τον Θεόν να μας στείλη δια τας ευχάς αυτών έλεος». Ο δε Όσιος εχάρη δια ταύτην την φιλόπτωχον γνώμην αυτής και εξ όλης ψυχής την ηυλόγησεν. Διεδόθη λοιπόν πανταχού η φήμη του Οσίου, και ήρχοντο όχι μόνον άνδρες, αλλά και γυναίκες να τον βλέπωσι και πολλαί απαρνούμεναι του κόσμου το μάταιον εμόναζαν και επροτιμούσαν την στενήν και τεθλιμμένην οδόν υπέρ πάσαν σωματικήν ηδυπάθειαν, και δια της προσκαίρου κακοπαθείας ηξιώθησαν της ουρανίου απολαύσεως και συνευφραίνονται τώρα μετά των φρονίμων παρθένων εις τα ουράνια. Εξόχως δε γυνή τις ευγενής και πανεύφημος, Ευφημία ονόματι, ήτις εμίσησε τον κόσμον και αφήκε τους συγγενείς και τον πλούτον της, και κτίσασα μικρόν κελλίον πλησίον του στύλου, ησκήτευον με άλλην τινά αρχόντισσαν καλουμένην Ευβούλην, ήτις εχήρευσε και επήγεν εις τον στύλον να συναγωνίζεται με την μητέρα του Αγίου και άλλην τινά συγγενή του, Μαρίαν ονόματι, ήτις κατεφρόνησε πάσαν τρυφήν σαρκός και απόλαυσιν· και τόσον επεμελείτο την αρετήν, ώστε έγινεν η πολιτεία της τύπος εις τας άλλας έως την σήμερον, επειδή συνήχθησαν πολλαί κατά μίμησιν των άνωθεν, εις τας οποίας έδωκε νόμον και κανόνας ο Άγιος πως να πορεύωνται, προ πάντων δε να μη τολμήση καμμία να ομιλήση με άνδρα πώποτε, την οποίαν εντολήν εφύλαξαν ακριβώς ως ψυχοσωτήριον. Η δε μήτηρ του Οσίου δεν ήθελε να γίνη Μοναχή περ’ όλον ότι πολλάκις εις τούτο ο υιός της την συνεβπύλευσεν, αλλά έλεγεν ότι η υπηρέτρια δεν έπρεπε να είναι μονάζουσα, και ταύτην την γνώμην είχε δια ταπείνωσιν· ο δε Θεός, δια να την λυτρώση ταύτης της πλάνης, της έδειξεν εις τον ύπνον της όραμα ότι έψαλλαν αι Μοναχαί εις την σύναξιν και εξήρχετο ευωδία θαυμάσιος· όθεν επήγε και αυτή να έμβη εκεί οπόθεν εξήρχετο η γλυκυτάτη ευωδία και ψαλμωδία η εναρμόνιος, αλλ’ εις όστις εφύλαττεν εις την θύραν δεν την αφήκεν, λέγων εις αυτήν ότι δεν ημπορεί να ενωθή με τας δούλας του Θεού, αύτη ήτις δεν έβαλεν ακόμη το άγιον Σχήμα· τότε εξύπνησε και λέγουσα το όραμα προς τον Όσιον, τον παρεκάλεσε να την κάμη Μοναχήν, ενώ πρότερον δεν ήθελε και ούτως ηξιώθη η μακαρία του Αγγελικού Σχήματος, και εκοπίαζε με τας άλλας εναρέτως, πολιτευόμεναι και ομοφρόνως ανυμνούσαι νύκτα και ημέραν επτάκις τον Κύριον· ξεχωριστά δε πάλιν είχον οι άνδρες άλλο Μοναστήριον, από το άλλο μέρος του στύλου, και έψαλλον ανυμνούντες τον Θεόν ακατάπαυστα, ο Όσιος δε άνωθεν από τον στύλον συνέψαλλε πάλιν μετά των Αγγέλων, ως τούτων συνόμιλος και τας χοροστασίας αυτών φανταζόμενος· μόνον δε εις τούτο είχε διαφοράν από τους Αγγέλους, ότι εφόρει το πήλινον σώμα ως άνθρωπος, ενώ είχε τα επίλοιπα των ασωμάτων χαρίσματα. Ακούσατε δε και το εξής θαυμάσιον, όπερ εφάνη πολλάκις εις αυτόν, δια να πιστεύση εις έκαστος την αλήθειαν. Φως λαμπρότατον κατήρχετο πολλάκις από τον ουρανόν και ίστατο άνωθεν της κεφαλής του Οσίου και επί ώραν πολλήν τον εφώτιζε· τούτο δε συνέβαινεν όταν ήτο νύκτα και ήστραπτε και εβρόντα και έβρεχεν, ίσως δια να μη βλέπωσι τοιαύτην δόξαν οι άνθρωποι· αλλά πάλιν πολλοί το είδον, δια να μη μείνη εις την λήθην της σιωπής τοιούτον μέγα θαυμάσιον· και τόσον πολύ ο τόπος όλος εκείνος έφεγγεν, ώστε ενόμιζαν οι ορώντες ότι αι σανίδες, αίτινες ήσαν γύρωθεν του Οσίου, εκαίοντο· αυτός δε με τρόμον και χαράν αγαλλόμενος έλεγε ταπεινά τούτο το τροπάριον: «Του δείπνου σου του μυστικού» και τα τούτου συνεχόμενα· τούτο δε είδον πολλοί όχι μόνον τρεις ή δέκα φοράς ή πεντήκοντα, αλλά αμετρήτους· επρομήνυε δε τον ερχομόν του φωτός ο Σταυρός τον οποίον είχεν εμπεπηγμένον ο Όσιος εις την κορυφήν του κλωβού, ήτοι της μικράς σκέπης των σανίδων, ο οποίος έτρεμε πρωτύτερα ώραν πολλήν όταν έμελλε να καταβή το φως, και ύστερα μετά την του φωτός προς τους ουρανούς ανέλευσιν, έμενε πάλιν ο Σταυρός ακίνητος! Τούτο το θαύμα ακούσασα η βασίλισσα του τότε καιρού, επήγε και το είδεν οφθαλμοφανώς, αφού δε επέστρεψεν εις το παλάτιον έστειλε προς τον Άγιον δύο άρχοντας με γράμματα και χρήματα πολλά και τον παρεκάλεσε να της δώση τον Σταυρόν εκείνον, να τον έχη εις τα βασίλεια. Ο δε Όσιος μεταξύ των άλλων χαρισμάτων είχε και το προορατικόν, γνωρίζων όχι μόνον τα παρόντα ει και μακράν γενόμενα, αλλά και τα μέλλοντα· όθεν γνωρίζων ότι εις ολίγας ημέρας έμελλε να κοιμηθή η βασίλισσα, της απήντησε να έχη ολίγην υπομονήν, και θέλει λάβει ως προίκα το ζητούμενον· προς δε τους δύο, οίτινες του έφεραν την επιστολήν και τα αργύρια, είπεν ότι ο εις μέλλει να γίνη βασιλεύς και ο άλλος Αρχιεπίσκοπος, τα οποία εις ολίγον ετελειώθησαν. Όχι δε μόνον ταύτα προεφήτευσεν ο αείμνηστος, αλλά και πολλοί άλλοι ήρχοντο και τον ηρώτων δια συγγενείς και φίλους των, οίτινες έλειπαν εις χώρας μακρινάς να τους είπη ως προφήτης, εάν θα ήρχοντο κατευόδιον· έτεροι δε έχοντες ασθενείς, και άλλοι άλλα διάφορα βάσανα, ήρχοντο ζητούντες λύσιν των λυπηρών και παράκλησιν. Εις πάντας τούτους ήτο ιατρός άμισθος και πανάριστος, θεραπεύων πάσαν ασθένειαν με λόγον, χωρίς να βάλη αλοιφήν τινα ή βότανον εις την πληγήν· άλλοι δε πάλιν, οίτινες είχον έχθραν προς αλλήλους τοσαύτην ώστε επεθύμουν ο εις του ετέρου τον θάνατον, ήρχοντο προς τον Άγιον και ακούοντες την διδαχήν και παραίνεσιν αυτού, έστρεφον το μίσος εις φιλίαν ανείκαστον και πάντες εδόξαζον τον Θεόν· ο δε Όσιος, ως μεσίτης της ειρήνης, υιός Θεού εγνωρίζετο, κατά το ιερόν Ευαγγέλιον. Εάν δε είναι «μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται» (Ματθ ε:4), κατά την του Κυρίου φωνήν, τις του Αλυπίου μακαριώτερος, όστις ελυπείτο καθ’ εκάστην, εκδιηγούμενος του Κυρίου το πάθος και ραίνων από τον πόνον της καρδίας του τόσα δάκρυα, ώσπερ να έβλεπε τον Χριστόν εις τον Σταυρόν καθηλούμενον; Εις δε την ελεημοσύνην ήτο τοσούτον επιμελέστατος, ώστε, όταν έδιδε τίποτε, εχαίρετο αυτός περισσότερον παρά εκείνος όστις την ελάμβανεν. Ελθών δε ποτε πτωχός τις και γυμνός, εδέετο κάτωθεν του στύλου να του δώση, εάν έχη, κανέν παλαιόρρασον· ο δε Όσιος εξεδύθη το ένδυμά τουκαι του το έρριψε· λαβών δε τούτο ο πτωχός το επήρε και ευχαριστήσας τον Άγιον ανεχώρησε χαίρων· ο δε Όσιος έμεινε στενοχωρούμενος από το ψύχος, έως ότου τον είδε τις από την ποίμνην του και του έφερεν άλλο ιμάτιον. Εν έτος έκαμε βαρύτερον χειμώνα από τους άλλους και πλέον δριμύτερον και τόση χάλαζα έπεσεν, ώστε εσκέπασε τον Άγιον και δεν ηδύνατο να σηκωθή τελείως· όθεν σχεδόν απεναρκώθη, διότι ήτο γέρων και αδύνατος από την πολλήν εγκράτειαν, διήλθε δε ο πάγος εις όλα τα μέλη του, εξόχως δε εις τα νεύρα, τα οποία είναι εις τα σκέλη των ποδών και έμειναν ανενέργητα, ώστε δεν ηδύνατο πλέον να σταθή ποσώς όρθιος· όθεν από την τόσην κακοπάθειαν κα τας άλλας οδύνας, τας οποίας είχεν από διαφόρους αιτίας, ολίγον κατ’ ολίγον απενεκρώθη ο τρισμακάριος· διότι εκτός από την παράλυσιν των γονάτων, είχε πληγήν κακήν εις τον πόδα από την πολλήν ορθοστασίαν, όπου προσηύχετο ώρας πολλάς ιστάμενος όρθιος. Ούτω λοιπόν υπερανθρώπως αγωνιζόμενος ο Όσιος και φθάσας εις το ογδοηκοστόν τρίτον (83) έτος της ζωής του, ή να είπω αληθέστερον κατ’ άλλους εκατόν (100) της νεκρώσεως, απενεκρώθη τελείως, και χαίρων απέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού περί το χη΄ (608) ή το χι΄ (610) έτος, ότε εβασίλευσεν ο Ηράκλειος· ετέλεσε δε εις τον στύλον επάνω έτη εξήκοντα εξ αίθριος και παλαίων με την φλόγα του ηλίου, με ψύχραν χειμέρειον, με βίαν ανέμων, με βροχών και χιόνων δριμύτητα και άλλας ανάγκας της φύσεως, το δε τρομερώτερον πάντων αντιμαχόμενος με τους ανελεήμονας δαίμονας. Από τους χρόνους δε τούτους έκαμε δεκατέσσαρας, τους υστερινούς της ζωής του, όπου δεν ηδύνατο να γυρίση από τον πόνον της πληγής, αλλ’ έκειτο εις μίαν πλευράν έτη δεκατέσσαρα, και τότε από των λυπηρών απήλθεν εις τα πανευφρόσυνα χαίρων και ευφραινόμενος. Ω της ανδρείας και γενναιότητος! Με ποίον από τους Αγίους, αδελφοί, να παρομοιάσωμεν τούτον τον αδαμάντινον και θαυμάσιον; Και οι Άγιοι τρεις Παίδες εις την Βαβυλώνα εφάνησαν, αλλά μόνον μίαν ημέραν και με ένα στοιχείον αντεπολέμησαν· αλλ’ ούτος όχι μόνον με το πυρ, αλλά και με το ύδωρ και το ψύχος όλην του την ζωήν ηγωνίζετο. Μίαν και μόνην νύκτα χειμέριον έκαμαν εις την λίμνην οι τεσσαράκοντα Μάρτυρες και έγιναν δι’ αυτό εις όλον τον κόσμον περιφανείς και πανεύφημοι και ουρανών Βασιλείαν εκληρονόμησαν, ούτος δε όλην την ζωήν του με τόσας βροχάς και χιόνας επάλαιεν. Εάν δε τινες Άγιοι κατά θηρίων ηγωνίσθησαν, ούτος επάλαισε και ανδρείως ενίκησε τους αγριωτέρους των θηρίων και ανημέρους δαίμονας. Αλλ’ επί το προκείμενον επανέλθωμεν, ίνα δώσωμεν τέλος της διηγήσεως. Εις την κοίμησιν του Οσίου συνήχθησαν αναρίθμητοι άνθρωποι, όχι μόνον άνδρες αλλά και γυναίκες δια να λάβουν αγιασμόν από τον ασπασμόν των ιερών λειψάνων του και έμειναν αγρυπνούντες πλησίον του Αγίου και ψάλλοντες ημέρας τέσσαρας από την πολλήν των ευλάβειαν. Κατά δε την τελευταίαν ημέραν, όταν τον ενεταφίαζον, έδραμε νέος τις δαιμονιζόμενος και πίπτων εις τον τάφον του Αγίου, τον εσπάραξε δεινώς το δαιμόνιον δια πρεσβειών όμως του Οσίου έφυγεν απ’ αυτού ο μισάνθρωπος και έμεινεν υγιής δοξάζων τον Κύριον, ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, εις τους αιώνας. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου