Ακάκιος ο Όσιος Πατήρ ημών εμόναζεν εις εν Μοναστήριον της Ασίας, Κελλιβάρα ονομαζόμενον, ευρισκόμενον εις το όρος του Λάτρου, μετεχειρίζετο δε από της νεανικής του ηλικίας την ασκητικήν ζωήν, απλούστατος εις την γνώμην, φρονιμώτατος εις τον λογισμόν και αγαθοπροαίρετος εις όλους τους λόγους του και τας πράξεις του. Ούτος είχεν επιστάτην και Γέροντα Μοναχόν τινα πολύ αμελή, θυμώδη και ανυπομόνητον, και τόσα δεινά και βασάνους εδοκίμαζεν από αυτόν ο αοίδιμος, ώστε ίσως δυσκολεύονται οι περισσότεροι να το πιστεύσωσι, διότι δεν τον ετιμώρει μόνον με ύβρεις και εξουθενώσεις, αλλά τον εβασάνιζε δέρων καθ’ ημέραν και προξενών εις αυτόν πληγάς φοβεράς και αφορήτους.
Ο δε αξιομακάριστος Ακάκιος υπέμενεν όλας αυτάς τας φρικτάς δοκιμασίας με άκραν σιωπήν και υπακοήν και με καρδίαν καθαράν και αμνησίκακον· αύτη δε η υπομονή ήτο τόσον πολλά μεγάλη και ταπεινή και θαυμάσιος, ώστε εκίνει τους πάντας εις θάμβος και έκπληξιν. Έτυχε δε τότε να ευρίσκεται εκεί εις την πατρίδα του, πλησίον του όρους του Λάτρου ευρισκομένην, ο Καθηγούμενος του Σιναίου Όρους Όσιος Ιωάννης ο της Κλίμακος, όστις βλέπων τον Άγιον Ακάκιον καθ’ εκάστην ημέραν ταλαιπωρούμενον, και καθ’ υπερβολήν βασανιζόμενον, ως πωλημένον αιχμάλωτον και δούλον αργυρώνητον, έλεγε προς αυτόν· «Πως είσαι σήμερον, αδελφέ Ακάκιε; Απεκόμισας κέρδος τι ή όχι»; Και παρευθύς αυτός ο μακάριος εδείκνυε πότε μεν τον οφθαλμόν του μεμελανωμένον, πότε δε πρησμένον τον τράχηλον, άλλοτε δε πάλιν την κεφαλήν καταπληγωμένην από τα κτυπήματα. Ο δε Όσιος Ιωάννης, γνωρίζων την υπερθαύμαστον αυτού υπομονήν, έλεγε προς αυτόν· «Καλώς, καλώς, υπόμενον και πάντως θέλεις κερδίσει εκ τούτου μέγα όφελος». Αφού δε διήλθεν εννέα έτη υπό την υπακοήν τού ασπλάγχνου εκείνου Γέροντος απήλθε προς Κύριον, και ενεταφιάσθη εις το κοιμητήριον των Πατέρων. Τότε ο επιστάτης αυτού και Γέρων επήγεν εις μέγαν τινά και διακριτικόν Πατέρα και λέγει προς αυτόν· «Ο αδελφός Ακάκιος απέθανεν». Ο δε διακριτικός εκείνος Πατήρ δεν επίστευσεν εις τον λόγον τούτον. Όθεν ο Γέρων του Οσίου λέγει πάλιν προς αυτόν· «Έρχου και ίδε», και επορεύθησαν αμφότεροι εις το κοιμητήριον. Τότε ο μέγας εκείνος Πατήρ ηρώτησε τον Όσιον Ακάκιον ώσπερ να ήτο ζων, λέγων ούτω· «Αδελφέ Ακάκιε, απέθανες»; Ο δε ευγνώμων και αληθής υποτακτικός έδειξεν ακόμη και μετά θάνατον την υπακοήν και αποκριθείς είπε· «Και πως είναι δυνατόν, Πάτερ Όσιε, να αποθάνη άνθρωπος εργάτης της υπακοής»; Τότε ο πρώην επιστάτης και Γέρων αυτού, έμφοβος γενόμενος δια το παράδοξον τούτο θαύμα, έπεσε πρηνής και δακρύων. Όθεν ποιήσας κελλίον παρά τον τάφον του Οσίου, εκεί διήνυσε την ζωήν του με σωφροσύνην, εξομολογούμενος εις τους Πατέρας τους δαρμούς και τας βασάνους τας οποίας εποίησεν εις τον ευλογημένον Άγιον Ακάκιον και λέγων διαρκώς τον λόγον τούτον: «Φόνον εποίησα». Ο μεν λοιπόν θείος Ακάκιος με τοιούτον αγώνα και μαρτύριον της υπακοής τελειώσας την μακαρίαν ζωήν του ηξιώθη και μακαρίου τέλους· το δε τίμιον αυτού λείψανον εφυλάχθη υπό της θείας Δυνάμεως ανώτερον πάσης φθοράς και φυσικής διαλύσεως και έμεινε σώον και ολόκληρον εις πολλάς ετών περιόδους. Συνέβη δε ποτε να εξέλθωσιν οι Μοναχοί του Μοναστηρίου εκείνου προς θερισμόν, επειδή ήτο ο καιρός του θέρους· δύο δε μόνον αδελφοί έμειναν εις το Μοναστήριον, ο μεν εις δια να το φυλάττη, ο δε άλλος διότι ήτο ασθενής. Έτυχε λοιπόν να αποθάνη ο τελευταίος, ο δε άλλος αδελφός, μόνος ων, δεν ηδύνατο να ανορύξη τάφον και να πράξη τα εις ταφήν αναγκαία· όθεν ανοίξας τον έτοιμον τάφον του Αγίου Ακακίου, εκεί έβαλε τον αποθανόντα ομού με τον Άγιον. Την επαύριον, πορευθείς εις τον τάφον, εύρεν ερριμμένον έξω τον αποθανόντα αδελφόν, και πάλιν έθηκεν αυτόν εντός του τάφου του Αγίου. Επειδή δε πάλιν εύρεν αυτόν έξω ερριμμένον, παρεπονείτο προς τον Άγιον, δικαιολογούμενος και λέγων· «Ήκουσα, Άγιε Ακάκιε, ότι ουδείς άλλος επρόκοψεν εις την υπακοήν καθώς συ, αλλά τώρα, ως βλέπω, έγινες παρήκοος και υπερήφανος τόσον, ώστε δεν δέχεσαι τον αδελφόν εντός του τάφου σου, αλλά τον αποβάλλεις. Λοιπόν ή άφες αυτόν να ευρίσκηται μαζί σου εις ένα τάφον, ή εάν πάλιν ρίψης αυτόν έξω, δεν θέλω σε υποφέρει πλέον, αλλά θέλω σε εκβάλει εκ του τάφου». Όθεν έθηκεν αύθις τον αδελφόν εις τον τάφον του Αγίου, και ανεχώρησε. Την επιούσαν, πορευθείς πάλιν, τον μεν αποθανόντα αδελφόν εύρε κείμενον εις τον τάφον, τον δε Άγιον Ακάκιον δεν εύρεν· όθεν έως την σήμερον ο τάφος φαίνεται κενός, έχων την επωνυμίαν του Αγίου Ακακίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου