Ιάκωβος ο μακάριος ούτος Πατήρ ημών, επιποθών και αγωνιζόμενος ίνα κερδήση τον Χριστόν, πρώτον μεν περιώρισε τον εαυτόν του εντός μικροτάτου οίκου, είτα δε προσηλώσας τον νουν εις την μνήμην και ενθύμησιν του ονόματος του Θεού, προέκοπτε τοιουτοτρόπως εις την τελειότητα της αρετής. Αφ’ ου δε εγυμνάσθη άριστα και απέδειξε την ψυχήν του συνήθη εις τους αγαθούς πόνους και αγώνας της αρετής, ετόλμησε να αναβή και εις τους μεγαλυτέρους αγώνας.
Φθάσας λοιπόν εις το όρος, το οποίον κείται τριάκοντα στάδια μακράν της πόλεως Κύρου, ήτοι παρ’ ολίγον τέσσαρα μίλια, εκαρτέρει εις αυτό και υπέμεινε, χωρίς να έχη σπήλαιον προς καταφυγήν, άνευ σκηνής και παραπήγματος, άνευ καλύβης, άνευ τοίχου εκτισμένου καν με ξηράς πέτρας και χωρίς κανέν άλλο περίφραγμα, αλλά μόνον στέγην και σκέπασμα έχων τον ουρανόν· όθεν ήτο ορατός εις πάντας και όταν προσηύχετο, και όταν ανεπαύετο, και όταν ίστατο, και όταν εκάθητο, και όταν ήτο υγιής, και όταν ησθένει. Επειδή δε έτυχε ποτέ να ασθενήση, ηγωνία προ των οφθαλμών πάντων. Όθεν και απέβαλε την ανάγκην της φύσεως, ήτις εβίαζε μεν αυτόν να εκβάλη τα περιττώματα της κοιλίας, αυτός δε επάλαιε με την φύσιν και την ημπόδιζεν. Αυτά δε τα λέγω όχι εξ ακοής, αλλ’ εγώ ο ίδιος τα εθεώρησα με τους οφθαλμούς μου· η δε ασθένειά του ήτο μία πλήμμυρα και αύξησις της χολής, η οποία εφέρετο εις τα κάτω μέρη της κοιλίας και εκίνει το ουροδόχον αγγείον. Τότε λοιπόν εγώ είδον την πολλήν του ανδρός καρτερίαν και υπομονήν· διότι πληροφορηθέντα περί της ασθενείας του πολλά πλήθη Χριστιανών, συνήχθησαν από πολλά χωρία, ίνα αρπάσωσι μετά θάνατον το νικηφόρον του λείψανον. Ο δε Άγιος εκάθητο στενοχωρούμενος από τα δύο μέρη· διότι η μεν φύσις ηνάγκαζεν αυτόν έσωθεν δια να υπάγη προς χρείαν, αυτός δε εντρεπόμενος το έξωθεν ευρισκόμενον πλήθος των ανθρώπων εβίαζεν εαυτόν να μένη ακίνητος εις τον τόπον του· αλλ’ ουδέ όταν το πλήθος ανεχώρησεν ενικήθη ο γενναίος ούτος υπό της φύσεως, αλλά πάλιν έμεινε καρτερών, έως ου η νυξ ελθούσα, αυτή ηνάγκασεν όλους τους παρευρισκομένους να απέλθωσιν εις τα ίδια. Εφόρει δε ο Όσιος ούτος έσωθεν του υποκαμίσου και ένα όγκον σιδήρου, δια του οποίου έδενε και την οσφύν και τον λαιμόν του. Ομοίως είχε και αλυσίδας κρεμασμένας εκ του κύκλου του λαιμού του, δύο μεν εις το έμπροσθεν μέρος, δύο δε εις το όπισθεν, αι οποίαι διαπερώσαι πλαγίως εις τον κάτω κύκλον, έκαμνον το σχήμα του Χ στοιχείου, και ετύπωνον τον Σταυρόν συνδέουσαι έμπροσθεν και όπισθεν τους κύκλους· αλλά και αι χείρες του ιδιαιτέρως είχον άλλους τοιούτους σιδηρούς δεσμούς κατά το μέρος των αγκώνων. Όθεν ο γενναίος ούτος της ευσεβείας αγωνιστής επάλαιε και με τα βαρύτατα ταύτα φορτία των σιδήρων, και με την δεινήν ασθένειαν του σώματος. Μετά παρέλευσιν δε χρόνου τινός περιέπεσεν ο αοίδιμος εις χειροτέραν ασθένειαν· το δε φαγητόν του ήτο φακή βεβρεγμένη, την οποίαν έτρωγε ανά εκάστην εσπέραν. Μίαν φοράν έπεσε χιών πολλή επί τρία ολόκληρα ημερονύκτια· όθεν τόσον πολύ εχώσθη εντός της χιόνος ο αοίδιμος Ιάκωβος κειτόμενος πρηνής και παρακαλών τον Θεόν, ώστε τελείως δεν εφαίνετο. Τότε οι γείτονές του με αξίνας επήγαν και μετετόπισαν την καλύπτουσαν αυτόν χιόνα, και ούτως ηδυνήθησαν να τον σύρωσιν έξω και τον ανήγειραν· τούτο δε συνέβη εις αυτόν όχι άπαξ ή δις, αλλά πολλάκις, ούτως ώστε εθαύμαζον όλοι την υπέρ άνθρωπον καρτερίαν και υπομονήν του. Δια τους πόνους λοιπόν τούτους έδρεψεν ο τρισόλβιος και τας δωρεάς της θείας Χάριτος, των οποίων ο βουλόμενος εκοινώνει· διότι δια της ευλογίας αυτού πολλαί θέρμαι εσβέσθησαν, πολλά ριγώματα, τα οποία συνήθως προηγούνται της θέρμης, έπαυσαν και πάντη εξηφανίσθησαν και πολλοί δαίμονες ηναγκάσθησαν να απέλθωσιν από τους δαιμονιζομένους. Αλλά και το ύδωρ, το οποίον ήθελεν ευλογηθή υπό της δεξιάς χειρός εκείνου, εγίνετο ιατρικόν εις πάσαν ασθένειαν. Ούτος ο Άγιος ανέστησε και παιδίον νεκρόν τοιουτοτρόπως. Οι γονείς του παιδίου τούτου εγέννησαν μεν πολλά τέκνα, όλα όμως τα έθαψαν άωρα και ανήλικα. Όταν δε εγέννησαν ύστερον το παιδίον τούτο, έδραμεν ο πατήρ του προς τον άνθρωπον τούτον του Θεού Ιάκωβον παρακαλών αυτόν να ευχηθή εις το παιδίον του μακροζωϊαν, και υπέσχετο, εάν ζήση, να το αφιερώση εις τον Θεόν. Αφού δε το παιδίον έζησε μόνον τέσσαρα έτη, απέθανε, χωρίς να ευρεθή παρών ο πατήρ του· ερχόμενος δε αυτός εις τον οίκον του, βλέπει να κομίζωσι νεκρόν το τέκνον του. Όθεν αρπάσας αυτό από το νεκροκράββατον είπε· «Πρέπει, όπως εκπληρώσω την υπόσχεσίν μου, να αποδώσω αυτό και νεκρόν εις τον του Θεού άνθρωπον». Λαβών λοιπόν αυτό νεκρόν, μετέβη εις τον Άγιον και το απέθεσε προ των ποδών του Αγίου, λέγων τους αυτούς εκείνους λόγους, τους οποίους γράφομεν και προηγουμένως. Ο δε Ιάκωβος, βαλών έμπροσθέν του το παιδίον και κλίνας τα γόνατα, έπεσε πρηνής παρακαλών υπέρ του παιδός τον ζωής και θανάτου Κύριον. Όταν δε ήλθε το δειλινόν, ω του θαύματος! εφώναξε το παιδίον και εκάλεσε τον πατέρα του. Όθεν αισθανθείς ο θεσπέσιος Ιάκωβος ότι ο Δεσπότης Χριστός εδέχθη την παράκλησίν του και εχάρισε ζωήν εις το παιδίον, ηγέρθη από την προσευχήν· και προσκυνήσας τον Θεόν, τον ποιούντα το θέλημα των φοβουμένων αυτόν και εισακούοντα της δεήσεώς των, απέδωκε το παιδίον ζων εις τον πατέρα του. Και άλλα δε πολλά τοιαύτα θαύματα ετέλεσεν ο μέγας ούτος Πατήρ, τα οποία παραλείπομεν ένεκα του πλήθους αυτών. Ούτος ο μακάριος διηγήθη και τας διαφόρους προσβολάς και τους πολέμους, τους οποίους εδοκίμασεν υπό των δαιμόνων, εκ των οποίων εις είναι και ούτος τον οποίον μέλλω να αφηγηθώ. Έλεγεν ούτος, ότι εφαίνετο συνεχώς ενώπιόν του γυμνός τις, έχων είδος Αιθίοπος, και πυρ χέων εκ των οφθαλμών του. «Εγώ δε, έλεγε, βλέπων αυτόν, εφοβούμην· όθεν ήρχισα να προσεύχωμαι· αλλ’ ουδέ να φάγω ηδυνάμην, διότι καθ’ ην στιγμήν συνήθως έτρωγον, τότε εφαίνετο έμπροσθέν μου ο ρηθείς Αιθίοψ. Επειδή δε παρήλθον επτά και οκτώ ή και δέκα ημέραι, καθ’ ας έμενον νήστις, κατεφρόνησα τέλος πάντων την φαντασίαν του δαίμονος και καθήσας εγευόμην· ο δε δαίμων, μη υποφέρων την τοιαύτην μεγαλοψυχίαν μου, με εφοβέριζε δια ραβδίου. Εγώ δε είπον εις αυτόν· «Ει μεν και εσυγχωρήθης από τον Δεσπότην των όλων Θεόν, κτύπα κατ’ εμού και θέλω δεχθή μετά χαράς την πληγήν, ως υπέρ του Θεού δερόμενος· ει δε από τον Θεόν δεν εσυγχωρήθης, ποτέ δεν θέλεις με κτυπήσει, αν και μυριάκις λυσσάξης». Ταύτα ακούσας ο δαίμων τότε, εις το φανερόν ενεχώρησε μεν, κρυφίως όμως δεν έπαυε λυσσών εναντίον του Οσίου. Διότι αυτός ο πολυμήχανος, απαντών καθ’ οδόν τον διακονητήν, όστις εκόμιζεν εις αυτόν ύδωρ δις της εβδομάδος, μετεμορφούτο εις το ιδικόν του σχήμα· και το μεν ύδωρ έχυνε, τον δε διακονητήν επρόσταζε να υπάγη εις τον οίκον του. Τοιουτοτρόπως επεδίωκεν ο μιαρός τον δια της δίψης θάνατον του Οσίου, διότι τούτο έπραξεν όχι άπαξ, ούτε δις, αλλά και δια τρίτην κατά συνέχειαν φοράν. Όθεν λυπούμενος πολύ δια τούτο ο Όσιος και κινδυνεύων εκ της δίψης ηρώτησε τον άνθρωπον, ο οποίος έφερε το ύδωρ, λέγων· «Διατί, ω άνθρωπε, παρήλθον πέντε και δέκα ημέραι και συ δεν μοι έφερες ύδωρ»; Ο δε διακονητής απεκρίθη· «Τρις, ω Πάτερ, και τετράκις έφερα ύδωρ και συ το αφήρεσας από της χειρός μου». Ο Άγιος είπε· «Και εις ποίον τόπον επήρα το ύδωρ από σού»; Ο δε διακονητής έδειξεν εις αυτόν τον τόπον. Τότε ο Όσιος του λέγει· «Καν μυριάκις με ίδης να έλθω εκεί και να σου ζητώ το ύδωρ, πρόσεχε να μη μου δώσης το αγγείον, έως ου να έλθης ενταύθα». Αυτούς και άλλους πολλούς πειρασμούς του διαβόλου εδοκίμασεν ο αοίδιμος, τους οποίους δύναται να μάθη όστις αναγνώση τον εικοστόν πρώτον αριθμόν της «Φιλοθέου Ιστορίας» του μακαρίου Θεοδωρήτου. Ούτω λοιπόν καλώς αγωνισθείς ο θαυμάσιος και γενόμενος μέγας και ονομαστός πανταχού, απήλθε προς Κύριον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου