Θεοδώρα η μακαριωτάτη και αοίδιμος Μήτηρ ημών η σήμερον εορταζομένη, της Ηπείρου το καύχημα, της οποίας και εχρημάτισε βασίλισσα κατά τον ΙΓ΄ αιώνα, ήτο από την Ανατολήν. Εβλάστησε δε η μακαρία αύτη εις το γένος της και εις την πατρίδα της ως ρόδον πολύτιμον και ηδύπνοον, λίαν αρωματισμένον, από την ενάρετον και θαυμαστήν πολιτείαν της. Διότι αφ’ ου αυξηθείσα έφθασεν η τρισολβία εις την ηλικίαν του κορασίου, δεν ησχολείτο, ως του τωρινού καιρού τα κοράσια, εις μάταια και άσεμνα παίγνια, ούτε εις καλλωπισμούς ή εις άλλα άτακτα έργα, αλλ’ ως αγγείον εκλεκτόν του Θεού εφαίνετο εξ αρχής οποία ήθελε γίνει κατόπιν, ως παράδειγμα έχουσα και μιμουμένη τους ιδίους αυτής γονείς, πολλά εναρέτους και ευλαβείς εις τα θεία, ελεήμονας και θεοσεβείς, φερομένους προς πάντας με μεγάλην ταπείνωσιν και αγάπην. Προς τούτους έχουσα η Αγία την πρέπουσαν ευλάβειαν και υπακούουσα πάντοτε, υπετάσσετο μετά χαράς εις όσα ήθελον την προστάξει και πάντα έπραττε χωρίς οκνηρίαν.
Όθεν και κατέστη πλέον ενάρετος και με παν είδος αρετής εστολίσθη, ως καρπός ωραιότατος από δένδρον καλόν αναδειχθείσα και επιβεβαιούσα την αρετήν των γονέων της, καθώς και ο Κύριος ημών εις το ιερόν Ευαγγέλιον λέγει· «Εκ γαρ του καρπού το δένδρον γινώσκεται» (Ματθ. ιβ: 33). Βλέποντες λοιπόν οι γονείς της, ότι η θυγάτηρ αυτών επρόκοπτεν εις τα θεάρεστα έργα, έχαιρον και υπερευφραίνοντο, δοξάζοντες τον Θεόν και εσκέπτοντο να εύρουν άνδρα ομοίως ενάρετον και πρέποντα δι’ αυτήν. Πριν ή όμως είπωμεν περί τούτου, καλόν κρίνομεν να μη στερήσωμεν τους ευσεβείς ακροατάς, οι οποίοι αγαπώσι να ακούσωσιν εξ αρχής την διήγησιν. Όθεν άρχομαι ταύτης και σας παρακαλώ να ακούσητε μετά προσοχής. Ότε εβασίλευσεν ο Αλέξιος ο Κομνηνός εις την Κωνσταντινούπολιν (1081 – 1118), ήτο ειρήνη και ομόνοια εις τους Χριστιανούς. Αλλ’ ακούσατε τι ενήργησεν ο εχθρός της αληθείας διάβολος, όστις πάντοτε φθονεί την σωτηρίαν των ανθρώπων. Ο Αλέξιος ούτος ο Κομνηνός εχειροτόνησε τον Μιχαήλ Κομνηνόν αυθέντην εις όλον τον Μωρέαν, δηλαδή την Πελοπόνησον, ως όντα από το γένος του. Ήτο δε εις την Νικόπολιν και Αιτωλίαν άλλος αυθέντης ονομαζόμενος Σενναχηρείμ. Αυτός και ο Μιχαήλ είχον γυναίκας νομίμους, δύο πρώτας εξαδέλφας, από καθολικόν αίμα του βασιλέως Αλεξίου. Και εις τούτων τον καιρόν ο κόσμος επολιτεύετο και έζη με ειρήνην και αγάπην, δια την καλήν των ηγεμόνων διοίκησιν. Ο δε Ιωάννης ο Πετραλίφας, ο πατήρ της μακαριωτάτης Αγίας Θεοδώρας, ήτο τότε νέος κατά την ηλικίαν και ανύπανδρος και εις τον οποίον ο βασιλεύς Αλέξιος έδωκεν ως νόμιμον σύζυγον μίαν ευγενεστάτην αρχοντοπούλαν , θυγατέρα άρχοντος τινός του παλατίου του, διότι και ο πατήρ της Αγίας ήτο από γένος ευγενές και λαμπρόν. Έπειτα τον έκαμε και μέγαν αυθέντην, ίνα εξουσιάζη όλην την Θεσσαλονίκην και Μακεδονίαν. Aφ’ ου λοιπόν αυτός ανέλαβε την αυθεντίαν, ακόμη περισσότερον εβελτιώθησαν οι Χριστιανοί και έμεινε σταθερά η ειρηνική κατάστασις επ’ αρκετόν. Αλλά μετ’ ολίγον καιρόν, έξαφνα, εγένετο φοβερός πόλεμος των Φράγκων κατά της Κωνσταντινουπόλεως και κατά παραχώρησιν Θεού, δια τας αμαρτίας των ανθρώπων, φεύ και αλλοίμονον! Παρεδόθη η Κωνσταντινούπολις εις χείρας των Λατίνων, οι οποίοι, όταν εισήλθον εντός της πόλεως, τις λόγος δύναται να διηγηθή λεπτομερώς τας αρπαγάς όπου έκαμαν; Επήραν τότε πολλούς Χριστιανούς αιχμαλώτους και πολλά άλλα κακά έκαμαν. Αλλ’ ενώ ταύτα συνέβαινον, αποστατήσαντες τινές από τους τόπους της επικρατείας του Σενναχηρείμ, ήγειραν πόλεμον εναντίον του αυθέντου των τούτου. Εβιάσθη λοιπόν αυτός να στείλη ταχυδρόμους εις τον Μιχαήλ Κομνημόν, παρακαλών αυτόν να του στείλη βοήθειαν, δηλαδή στρατόν, ίνα καταπολεμήση τους εχθρούς του. Έως ότου όμως έλθη ο Μιχαήλ με τον στρατόν του εις την Νικόπολιν, εφονεύθη ο Σενναχηρείμ από τους ανθρώπους του με δόλον. Όταν δε έφθασεν ο Μιχαήλ Κομνηνός, εξετάσας με επιμονήν και επιτηδειότητα, εύρε τους φονείς του Σενναχηρείμ, τους οποίους και εφόνευσεν ως εχθρούς και επιβούλους του αυθέντου των, την δε γυναίκα του Σενναχηρείμ μετά των υπαρχόντων του και όλης του της εξουσίας ήρπασεν αυτός ο Μιχαήλ. Αποθνήσκων δε ο Μιχαήλ Κομνηνός αφήκε τέσσαρας υιούς από την γυναίκα του φονευθέντος Σενναχηρείμ, από τους οποίους τον μεν ένα ωνόμασε Μιχαήλ Δούκα, τον δεύτερον Θεόδωρον, τον τρίτον Μανουήλ και τον τέταρτον Κωνσταντίνον. Μετά δε τον θάνατόν του εβασίλευσεν ο μεγαλύτερος υιός του, ο Μιχαήλ Δούκας, εις την Παλαιάν Πρέβεζαν και εις όλον τον Μωρέαν και ως γνωστικός, ως μεγαλύτερος, ως επιτήδειος άνθρωπος και οξύς και ταχύς εις το να αντιλαμβάνεται τας αιτίας των πραγμάτων και τα αποτελέσματα. Δια να είπω δε με συντομίαν, ήτο οικονόμος άριστος εις όλα και πείραν μεγάλην είχεν εις το πως να κτίζωνται τα φρούρια και ουδείς άλλος τον έφθανεν εις τας ευστόχους και θαυμασίας αυτού νοήσεις. Ούτος λοιπόν ωχύρωσε πρώτον τα Ιωάννινα, δεύτερον τα Βελλέγραδα, τρίτον την Βόνιτσαν και τέταρτον την Κέρκυραν. Έπειτα ωχύρωσε την Όχριδα, το Δυρράχιον και όλην την Θεσσαλίαν· τελευταίον δε ωχύρωσε την Ελλάδα. Επίσης εκαλλώπισε την Θεσσαλονίκην με τα πέριξ αυτής φρούρια και χωρία, και κατά πολύ την ηύξησε και την επλάτυνε, δια να κατοική εις αυτήν. Φονευθείς όμως από κακούς και φθονερούς ανθρώπους, άφησε μικρόν παιδίον, το οποίον είχεν ονομάσει με το ίδιόν του όνομα Μιχαήλ Δούκαν. Επειδή όμως τούτο ήτο ανήλικον, εβασίλευσεν ο αδελφός του Θεόδωρος, όστις εσυλλογίζετο να φονεύση το παιδίον δια να του πάρη την βασιλείαν. Αλλά, κατ’ οικονομίαν Θεού, αντελήφθη τούτο η μήτηρ τού παιδός και αμέσως το επήρε κρυφίως και έφυγεν εις την Πελοπόννησον. Ο δε Θεόδωρος Δούκας, ως ανδρείος και επιτήδειος εις τους πολέμους, μετέβη με τον στρατόν του εις την Θεσσαλονίκην και αναλαβών μέγαν και δυνατόν πόλεμον κατά των Φράγκων, την ηλευθέρωσεν από τας χείρας των και αποκατέστη αυτός βασιλεύς. Έπειτα υπέταξεν όλα τα δυτικά μέρη εις την εξουσίαν του, έως εις την Χριστόπολιν. Ο δε σεβαστοκράτωρ Ιωάννης ο Πετραλίφας, ο πατήρ της Αγίας Θεοδώρας, όστις πρότερον ήτο αυθέντης της Θεσσαλονίκης και όλης της Μακεδονίας, μεταξύ των άλλων παιδίων όπου εγέννησεν εις την Θεσαλονίκην, προτού την καταλάβουν οι Φράγκοι, εγέννησε και την Αγίαν Θεοδώραν. Όλα δε τα παιδία του ως και η Αγία Θεοδώρα, μετά τον θάνατον του πατρός των, έμειναν εις την εξουσίαν του Θεοδώρου Δουκός, ο οποίος εφύλαττε την Αγίαν Θεοδώραν ως κόρην οφθαλμού. Κατ’ εκείνον όμως τον καιρόν, ο βασιλεύς των Βουλγάρων Ασάν, ευρισκόμενος εις τον τόπον καλούμενον Ζαγορά, δεν ήθελε να υποταχθή εις τον βασιλέα Θεόδωρον. Όθεν ο Θεόδωρος ωδήγησε στρατόν και επετέθη εναντίον του Ασάν. Αλλ’ ούτος, επειδή είχε πολύν στρατόν, ενίκησε τον βασιλέα Θεόδωρον και καταδιώξας αυτόν τον συνέλαβε ζώντα και τον ετύφλωσε. Μετά την επιτυχίαν του αυτήν ο Ασάν έστειλε και έφεραν τον Μιχαήλ Δούκα, υιόν του Μιχαήλ Δούκα αδελφού του Θεοδώρου, ομού με την μητέρα του την Πελοπόννησον, εις την οποίαν είχε καταφύγει, ως προείπομεν, δια να μη τον φονεύση ο πατράδελφός του Θεόδωρος. Ήτο δε ο Μιχαήλ ούτος νέος εις την ηλικίαν, όμως παρά ταύτα ο Ασάν του έδωκεν ευθύς όλην την εξουσίαν, την οποίαν είχε ο πατήρ του, ο δε νέος μετέβη εις τα Σέρβια της Κοζάνης, όπου υπήρχε φρούριον οχυρόν. Εκεί ήτο και η Αγία Θεοδώρα, παρθένος ελευθέρα, νεωτάτη, κατά πολύ ωραία, εστολισμένη δια πολλών αρετών και ως χρυσίον καθαρόν διαλάμπουσα, την οποίαν ο Μιχαήλ Δούκας την ηράσθη και επεθύμησε να λάβη αυτήν νόμιμον σύζυγον, όπερ και εγένετο. Τελειωθέντων δε των γάμων και καθήσας έτι ικανόν καιρόν εκεί, έπειτα μετά της συζύγου του, της Αγίας ταύτης Θεοδώρας, ήλθον με μεγάλην και λαμπράν δορυφορίαν εις την Άρταν, της οποίας κτίσας το εξώτειχον φρούριον, κατώκησε του λοιπού εις αυτήν. Έκτοτε ο μεν Μιχαήλ Δούκας εφρόντιζε πως να κυβερνά βασιλικώς και να διοική επαινετώς και ενδόξως την βασιλείαν του, η δε Αγία Θεοδώρα, ελθούσα εις το ύψος της βασιλείας, δεν υπερηφανεύετο δια την εξουσίαν και μεγαλειότητα, καθώς κάμνουσι γυναίκες τινές ανόητοι σήμερον, όπου όχι να βασιλεύωσι, αλλά μόνον ολίγην ανάπαυσιν να έχωσι, κενοδοξούν και καταφρονούν τας ομοπίστους των Χριστιανάς, νομίζουσαι τον εαυτόν των ως αθάνατον. Ούτε υπελόγιζεν αυτή η μακαρία ουδόλως την βασιλικήν τιμήν όπου είχεν, αλλά μάλλον ελθούσα τότε εις περισσοτέραν ταπείνωσιν, δια τον δι’ ημάς ταπεινωθέντα Χριστόν, δι’ εν και μόνον εφρόντιζε· πως να κατακοσμήση τον εαυτόν της με κάθε είδος αρετής, δια να αρέσκη εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν και Θεόν. Δεν επλανήθη δε, ώστε να νικηθή από το κάλλος της νεότητός της, ή να στολίζεται με μάταια στολίδια, ή να ενδύεται μεταξωτά και μαλακά φορέματα, ή να καλλωπίζη τον εαυτόν της με αναίσχυντα καλλυντικά, καθώς πλανώνται και κάμνουσι σήμερον αι νέαι γυναίκες. Αλλά καταφρονήσασα τα πάντα, εφρόντιζε πως να χορτάση τους πεινασμένους πτωχούς αδελφούς του Χριστού και πως να ενδύση τους γυμνούς, στολίζουσα την ψυχήν της με την ελεημοσύνην. Δεν παρεδόθη εις απολαύσεις του σώματος, αλλ’ εις νηστείας και προσευχάς. Προσέτι δεν έκρινεν εύλογον η μακαρία Θεοδώρα να περιπατή εις κήπους και άλλους περιπάτους με δούλας και άλλας νέας ή αρχόντισσας, καθώς σήμερον κάμνουσιν αι γυναίκες, χαίρουσαι μεν αύται και εντρυφώσαι, ενώ οι αδελφοί του Χριστού πεινώσι και ταλαιπωρούνται· αλλ’ εσυλλογίζετο πάντοτε και επεμελείτο πως να ευεργετήση και αγαθοποιήση τους αξίους ελέους, δια την αγάπην του ελεήμονος Θεού· να γίνη μήτηρ των ορφανών, προστάτις των χηρών και ως μήτηρ φιλόστοργος προς πάντας φερομένη, πολλούς ομού και κατά μέρος, ένα προς ένα, μετά πολλής προθυμίας, ως βασίλισσα να ευεργετή, ως μήτηρ να περιποιείται τα τέκνα της, ως αδελφούς τους άλλους να δεξιούται και ως συνδούλους τούς λοιπούς να θεραπεύη, μηδενός καταφρονούσα, αλλ’ ακολουθούσα και ποιούσα τον λόγον του Ιερού Ευαγγελίου, τον λέγοντα· «Οράτε μη καταφρονήσητεενός των μικρών τούτων» (Ματθ. ιη: 10) και «εφ’ όσον εποιήσατεενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε» (Ματθ. κε: 40). Ούτω, με σωφροσύνην μεγάλην, με άκραν ταπείνωσιν, με υπερβολικήν πραότητα διάγουσα, είχεν ανεωγμένας τας χείρας της πάντοτε εις τους πτωχούς, ακούουσα το Ιερόν Ευαγγέλιον, το οποίον μακαρίζει τους ελεήμονας. Διότι αυτοί οι ελεήμονες μέλλουν να κληρονομήσωσι την Βασιλείαν των ουρανών (Ματθ. ε: 3-10) και εν συντομία, ολοψύχως εδούλευε τον Θεόν, κοπιάζουσα πάντοτε και επιφορτίζουσα την ζωήν της με παν θεοφιλές έργον, δια να έχη την ανάπαυσίν της εις την αιώνιον Βασιλείαν των ουρανών κατά την Ευαγγελικήν φωνήν, ήτις λέγει· «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς» (Ματθ. ια: 28). Αλλ’ ο ανθρωποκτόνος διάβολος, όστις προσπαθεί καθ’ εκάστην, με κάθε τρόπον, να κλέψη την σωτηρίαν των ανθρώπων, βλέπων την Αγίαν να καταγίνεται με τόσην χαράν και αγαλλίασιν της ψυχής της εις τον αγώνα της αρετής και εις την αδιάκοπον ελεημοσύνην, όπου καθ’ εκάστην ημέραν έκαμνε και φθονών τον ένθεον αυτής ζήλον και τας αρετάς, ακόμη δε και την πολλήν αγάπην όπου είχε προς αυτήν ο σύζυγός της Μιχαήλ, ουδέ υποφέρων να βλέπη την τόσην προς τον Θεόν ευσέβειαν και υπακοήν της Αγίας και του ανδρός της, μετεχειρίσθη διαφόρους τρόπους και μηχανάς, ίνα κλέψη τον σωτήριον της Αγίας θησαυρόν. Μη δυνάμενος δε ουδέ και εις τα θελήματα της σαρκός να την ρίψη, επειδή πολλάκις εγείρας πόλεμον σαρκός κατ’ αυτής, δεν ηδυνήθη ο αλιτήριος να κρημνίση την αδαμάντινον Θεοδώραν εις το θανατηφόρον του θέλημα, ωπλίσθη ο κακός πολέμιος δια να την πολεμήση κατ’ άλλον τρόπον, νομίζων ότι ούτω θα εξασθενίση την προθυμίαν της και θα την απομακρύνη από την αρετήν. Ακούσατε δε τι μετεχειρίσθη. Αφού κατ’ άλλον τρόπον δεν ηδύνατο να λυπήση την Αγίαν, έτρωσε την καρδίαν του συζύγου της Μιχαήλ δι’ έρωτος προς αρχόντισσαν τινά χήραν, ήτις κατώκει εκεί πλησίον, Γαγγρινήν ονομαζομένην και η οποία με τας μαγικάς της τέχνας κατήντησε τον βασιλέα έξω φρενών. Εις τόσην δε μανίαν τον έφερεν, ώστε πλέον την πόρνην ως ιδίαν γυναίκα συνανεστρέφετο, την δε Θεοδώραν κατεφρόνει, έδερε και διαφοροτρόπως εκακοποίει, χωρίς να σκέπτεται ούτε φόβον Θεού ούτε εντροπήν ανθρώπων. Επρόσταξε δε και τους δούλους του και όλους του παλατίου να μη υπακούωσιν εις την Αγίαν ούτε να αναφέρουν το όνομά της, αλλά καταφρονούντες αυτήν, να υπακούωσι και να γνωρίζωσιν ως κυρίαν των την μοιχαλίδα και εκείνης τας προσταγάς να εκτελώσιν. Ω της μακροθυμίας σου, Χριστέ Βασιλεύ! Θεέ μου! Πως δεν επρόσταξες την γην να καταπίη την πόρνην εκείνην δια τα κακά και τας μαγείας όπου έκαμνεν εις την δούλην σου την Αγίαν! Μακροθυμείς, Δέσποτα των απάντων, αναμένων την επιστροφήν των αμαρτωλών και την μετάνοιαν. Ταύτα λοιπόν πάντα υπέμενε γενναίως η μακαριωτάτη Θεοδώρα, χωρίς να σαέύση ουδόλως ο στερρός και αδαμάντινος πύργος της υπομονής της. Δια μέσου δε των πειρασμών, τους οποίους υπέφερεν, ηυχαρίστει τον Θεόν με αγρυπνίας, νηστείας και προσευχάς, λογιζομένη όλας εκείνας τας θλίψεις ως πολυτελείς ουρανίους μαργαρίτας, ουδόλως αδημονούσα, ούτε γογγύζουσα, ούτε λόγον ποτέ δυσάρεστον προς τον Θεόν λέγουσα. Αποξενωθείσα δε του βασιλέως και αποδιωχθείσα, περιεπάτει πέντε χρόνους ένθεν κακείθεν, πεινασμένη, ξενητευμένη, κακονυχτισμένη, ταλαιπωρουμένη, πικρίας και μυρία κακά δοκιμάζουσα. Παρά ταύτα όμως ύψωνε πάντοτε τας χείρας της προς τον Θεόν και τον ηυχαρίστει παρακαλούσα να επιβλέψη εις την ταπείνωσίν της και να συγχωρήση τον σύζυγόν της, οικονομών φιλανθρώπως τα κατ’ αυτόν δια την σωτηρίαν της ψυχής του. Και δεν είναι μόνον τούτο, διότι δεν υπέφερε μόνη, αλλ’ εκράτει και μικρόν βρέφος εις τας αγκάλας της, το οποίον είχε με τον βασιλέα πριν εκείνος την αποδιώξη. Τοιουτοτρόπως λοιπόν περιπλανωμένη η μακαρία Θεοδώρα προς τα όρια της Πρενήστας, εις τόπους ερήμους και αβάτους, εξήλθεν ημέραν τινά τυχαίως εκ του δάσους ή μάλλον δια θελήματος Θεού, και τότε είδεν αυτήν Ιερεύς τις από την Πρένησταν, ευλαβής και ενάρετος άνθρωπος, όστις την ηρώτησε ποία είναι και πόθεν και πως ευρέθη εκεί. Η μακαρία όμως Θεοδώρα δεν ήθελε να αποκαλύψη την αλήθειαν, και τότε ο Ιερεύς ώρκισεν αυτήν εις τον Θεόν να μη κρύψη τίποτε από αυτόν. Όθεν ήρχισεν εκείνη κλαίουσα να του ομολογή πάσαν την αλήθειαν. Μαθών δε ο Ιερεύς το όνομα αυτής και ποία ήτο, την ωδήγησεν ευθύς εις τον οίκον του μετά του τέκνουτης και ανέλαβεν ο Ιερεύς αυτός την φροντίδα και αυτής και του παιδός της εις ό,τι εχρειάζοντο, έως ότου, Θεού οικονομία, έφθασε το τέλος της εξορίας της και των δεινών τα οποία υπέφερεν. Ακούσατε δε πως. Ημέραν τινά, όταν απουσίαζεν ο βασιλεύς μακράν της πόλεως, ως εκ θελήματος Θεού, συναχθέντες οι πρώτοι άρχοντες εισήλθον έξαφνα εις τον κοιτώνα του βασιλέως και συλλαβόντες την μοιχαλίδα εκείνην την Γαγγρινήν, την εστενοχώρησαν τόσον πολύ, με επιτηδείουςτρόπους, ώστε ηναγκάσθη να μαρτυρήση ότι αυτή ήτο η αφορμή όπου εξεδίωξεν ο βασιλεύς την νόμιμον σύζυγόν του και ότι με τας μαγείας της έσυρε τον βασιλέα πλησίον της, εν συντομία δε, ωμολόγησεν ότι όλα όσα συνέβησαν εις τον οίκον του βασιλέως εγένοντο εξ αιτίας της. Καθ’ ον δε χρόνον οι άρχοντες ετιμώρουν την πόρνην εκείνην, έφθασεν ο βασιλεύς και μαθών τα γενόμενα, ότι ωμολόγησε, δηλαδή, η Γαγγρινή, ότι με μαγείας τον έσυρε πλησίον της, συνήλθεν εις εαυτόν και μετανοήσας δια την αμαρτίαν την οποίαν έκαμεν, έστειλεν ευθύς ανθρώπους πανταχού, ίνα εύρουν την Αγίαν Θεοδώραν. Ερευνώντες δε οι απεσταλμένοι από τόπου εις τόπον, έφθασαν και εις την Πρένησταν, όπου η Αγία εφυλάσσετο υπό του Ιερέως. Μαθούσα τότε η Θεοδώρα την μετάνοιαν του βασιλέως και όσα συνέβησαν εις την Γαγγρινήν, εφανερώθη, κατά την συμβουλήν και παρακίνησιν του Ιερέως, εις εκείνους, οίτινες την εζήτουν και με αυτούς επέστρεψεν εις τα βασίλεια. Η είδησις της επιστροφής της Αγίας, ακουσθείσα εις τον λαόν, επροξένησε πολλήν ευφροσύνην εις όλους και μεγάλη χαρά και αγαλλίασις εγένετο εις όλην την Άρταν κατ’ εκείνας τας ημέρας δια την εύρεσιν και αποκατάστασιν αυτής, του λοιπού δε η μακαριωτάτηΑγία Θεοδώρα εγένετο οδηγός της ψυχικής σωτηρίας του συζύγου της βασιλέως Μιχαήλ, μετά του οποίου έζη ζωήν ειρηνικήν και εφρόντιζον δια την σωτηρίαν των με ελεημοσύνας και προσευχάς, με αγρυπνίας και άλλα θεάρεστα έργα. Παρ’ όλον δε ότι είχον την επίγειον βασιλείαν, εφρόντιζον μάλλον πως να αποκτήσωσι την ουράνιον, δια μέσου των καλών και εναρέτων πράξεων, των οποίων αρχηγός και διδάσκαλος ήτο η Αγία. Τοιούτους κάμνει ο φόβος του Θεού εκείνους, οίτινες είναι ευλαβείς εις τα θεία, επειδή έχοντες αυτόν τον φόβον του Θεού ερριζωμένον εις την καρδίαν των, υποχρεώνουσιν αυτόν τον Θεόν να τους ανταμείψη πλουσίως, όχι μόνον αποδίδων εις αυτούς την ουράνιον Βασιλείαν, αλλά και εδώ εις την πρόσκαιρον ζωήν να εκπληροί τας επιθυμίας των. Πράγματι, τόσον κατέπεισεν η Αγία Θεοδώρα τον βασιλέα Μιχαήλ εις το καλόν, ώστε τον έκαμε και κατεφρόνησεν όλα τα πρόσκαιρα και φθαρτά τούτου του κόσμου και έγιναν και οι δύο των πηγή της ελεημοσύνης. Προς τούτοις συνεβούλευσε τον βασιλέα και έκτισε δύο ωραιοτάτους και πανσέπτους Ναούς, της Παναγίας Παντανάσσης και της Παναγίας εν τη Οδώ της Βρύσεως, κτίσασα εκ θεμελίων και η ιδία Αγία Θεοδώρα Ναόν εις το όνομα του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, όπου έγινε και γυναικείον Μοναστήριον. Μετ’ ολίγον καιρόν απέθανεν ο βασιλεύς Μιχαήλ. Όθεν μείνασα η Αγία ελευθέρα να κάμη όσα αυτή επεθύμει, έγινεν ευθύς Μοναχή. Έκτοτε ηύξησε τας νηστείας και αγρυπνίας και λοιπάς αγαθοεργίας όπου έκαμνε, προσθέτουσα εις τους κόπους της, κόπους, εις τας αγρυπνίας της, αγρυπνίας, εις τας ολονυκτίας και στάσεις και προσευχάς, περισσοτέρας, εις τας ψαλμωδίας και ύμνους, ύμνον και ψαλμωδίαν, μανθάνουσα και εκπαιδεύουσα τον εαυτόν της εις τους κόπους της αρετής. Εταλαιπώρει το σώμα με τας μεγάλας νηστείας· υπετάσσετο εις όλας τας Μοναχάς εκείνας, αι οποίαι ήσαν τότε μετ’ αυτής και υπηρέτει όλας, χωρίς οκνηρίαν. Αν έβλεπε τινά όστις ηδικείτο, έμενε πλησίον του και τον εβοήθει· εις τα ορφανά και χήρας έδιδεν όσον έπρεπε, τας πικραμένας και λυπημένας επαρηγόρει και «τοις πάσιν εγένετο τα πάντα», καθώς λέγει ο θεσπέσιος Παύλος (Α΄ Κοριν. θ:22), δια να τους κερδίση όλους και να τους φέρη εις το δίκτυον της αρετής και της καλής πράξεως, ως ορίζει ο θείος Ματθαίος, σήμερον. Ούτως έζησε χρόνους ικανούς, στολίζουσα όχι μόνον τον εαυτόν της με αρετάς, αλλά και τον Ναόν με κάθε είδους ιερά και άλλα πολύτιμα αφιερώματα. Ενώ λοιπόν εις τοιαύτα έργα καθημερινώς ειργάζετο η μακαρία, επλησίασε και ο θάνατός της· ο δε πανάγαθος Θεός, όστις αποκαλύπτει τα πάντα εις εκείνους οίτινες τον φοβούνται και κάμνουσι το θέλημά Του το Άγιον, έδειξε και εις την Οσίαν Μητέρα ημών Θεοδώραν την ώραν του θανάτου της. Αλλ’ επειδή εκείνη ηγάπα να ζήση ακόμη, έως ότου τελειώση τον θείον αυτής Ναόν καλώς, όσον αυτή ήθελε, παρεκάλεσε τον Άγιον Γεώργιον και την Υπεραγίαν Θεοτόκον να παρακαλέσουν τον Μονογενή της Υιόν, να την αφήση να ζήση ακόμη εξ μήνας, ότε και απετελείωσε τον Ναόν, καθώς αυτή επεθύμει. Όταν δε ετελείωσαν οι έξ μήνες, εκάλεσεν όλας τας Μοναχάς και παρήγγειλεν εις αυτάς να κάμνωσι πάντοτε προθύμως όσα είναι ωφέλιμα προς ψυχικήν σωτηρίαν, καθώς ευαρεστείται ο Θεός. Ούτω λοιπόν καλώς διδάξασα τους πάντας, με πολλήν χαράν και αγαλλίασιν παρέδωκε την αγίαν ψυχήν της εις χείρας Θεού, τον οποίον εδούλευεν εις όλην την ζωήν της με κόπους και μόχθους, με νηστείας και αγρυπνίας, με εγκρατείας και ελεημοσύνας, με σωφροσύνην και κάθε είδους αρετήν και εις τα οποία δεν την ημπόδισε να καταγίνεται η επίγειος εξουσία, ούτε εις το να κατορθώση τας τοιαύτας αρετάς, δια τας οποίας μάλλον συνεργός εγένετο. Δι’ ο και ο Θεός την ανέπαυσεν εις την ουράνιον Αυτού Βασιλείαν, εις τας αιωνίους Μονάς, με όλους τους απ’ αιώνος Αγίους, των οποίων εμιμήθη τα έργα και τα κατορθώματα. Πρέπον λοιπόν είναι να καυχάται και η μακαρία αύτη Θεοδώρα, λέγουσα μετά του Αποστόλου Παύλου· «Τον δρόμον τετέλεκα, την πίστιν τετήρηκα, λοιπόν απόκειταί μοι ο της δικαιοσύνης στέφανος» (Β΄ Τιμ. δ: 7-8), τον οποίον απέδωκεν ως χρέος εις αυτήν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, με το να την δοξάση όχι μόνον εν ουρανοίς, αλλά και επί γης, με άπειρα θαύματα. Διότι όσοι προσήλθον εις τον Ναόν της Αγίας και προσέπεσον εις αυτήν μετά πίστεως ελυτρώθησαν από δεινάς ασθενείας και μεγάλα νοσήματα δια πρεσβειών της Αγίας. Εις τυφλούς απέδωσε το φως των, δαιμονισμένους ιάτρευσε και άλλων πολλών ειδών ασθενείας εθεράπευσε. Όχι δε μόνον τότε,αλλά και σήμερον, εκείνος όστις θέλει επικαλεσθή την Αγίαν μετά πίστεως, την ευρίσκει βοηθόν και ιατρόν, εις πάσαν αυτού θλίψιν και ασθένειαν. Και όχι μόνον όσοι έρχονται εις τον Ναόν της, αλλά και όσοι από μακρόθεν ήθελον την επικαλεσθή μετά πίστεως, είτε εάν εις την θάλασσαν κινδυνεύωσιν, είτε εάν εις ληστάς περιπέσωσιν, είτε εις ό,τι άλλο θλιβερόν συμβάν ήθελε συμβή, φθάνει ευθύς, θεραπεύουσα την ανάγκην ενός εκάστου και πάντων τα αιτήματα αποπληρούσα. Ούτως ο Θεός αντιδοξάζει εκείνους οίτινες τον δοξάζουσιν εδώ εις τον κόσμον, με αρετάς και καλά έργα, ως λέγει ο Απόστολος Παύλος. «Δοξάσατε δη τον Θεόν εν τω σώματι υμών και εν τω πνεύματι υμών, άτινα εστι του Θεού» (Α΄ Κορ. στ: 20). Δηλαδή τιμήσατε τον Θεόν με το σώμα σας και με το πνεύμα σας, τα οποία είναι του Θεού. Ακούσατε δε πως τιμώμεν τον Θεόν με το σώμα μας και με το πνεύμα μας. Όταν ο διάβολος μάς φέρη εις λογισμούς της πορνείας και άλλων κακών και ημείς δεν τους δεχόμεθα, τότε τιμώμεν τον Θεόν· όταν μας εμβάλλη φθόνον κατά των αδελφών και ομοπίστων μας Χριστιανών και γειτόνων μας και ημείς δεν τους φθονούμεν, τότε τιμώμεν τον Θεόν· όταν μας συγχύζη και μας κινή εις έχθραν κατά τινων και ημείς δεν τους εχθρευόμεθα, τότε καταισχύνεται ο διάβολος, τότε δοξάζεται ο Θεός· όταν δεν απλώνωμεν τας χείρας μας εις αδικίας και κλοπάς, τότε δοξάζεται ο Θεός και καταισχύνεται ο διάβολος· όταν με τας χείρας μας δίδωμεν ελεημοσύνην και με το στόμα μας προσευχόμεθα, τότε δοξάζεται ο Θεός· όταν μετά προσευχής ακούωμεν τας Θείας Γραφάς και το Άγιον Ευαγγέλιον, τότε δοξάζομεν τον Θεόν με το πνεύμα μας και με το σώμα μας, με όλα δηλαδή τα μέλη μας, τα οποία δεν είναι ιδικά μας, αλλά του Θεού, ως ο ίδιος ο θείος Παύλος αλλού λέγει· «Υμείς δε εστέ σώμα Χριστού και μέλη εκ μέρους» (Α΄ Κορ. ιβ: 27). Διότι ο Θεός τα έπλασε, τα ανεγέννησε με το Άγιον Βάπτισμα, τα υπερέλαμψε και με τας θείας Αυτού Χάριτας, τα απεθέωσε με την ένσαρκον Αυτού οικονομίαν, με τα Πάθη του τα Άγια και με την Θείαν του Ανάστασιν. Αυτάς τας θείας και ιεράς παραγγελίας του Ευαγγελίου ακούσασα εξετέλεσεν η μακαρία Θεοδώρα και καταφρονήσασα όλα τα επίγεια, ηξιώθη και απέλαβε των ουρανίων αγαθών. Ταύτα λοιπόν ας επιδιώξωμεν και ημείς ως καλά και ωφέλιμα δια την ψυχήν μας. Μάλιστα τώρα, ότε είναι η αγία Τεσσαρακοστή, ας φροντίσωμεν περισσότερον να δοξάσωμεν τον Θεόν με τα μέλη μας και με το σώμα μας και καθώς αφίσαμεν τα οψάρια και τα άλλα αρτύματα, ούτως ας διώξωμεν από τον εαυτόν μας και τα άλλα κακά, την κατάκρισιν, την συκοφαντίαν, την αρπαγήν, την αδικίαν, τον φθόνον, την κενοδοξίαν, τον φόνον, την έχθραν, την υπερηφάνειαν, την πορνείαν και τα άλλα, δια να δοξασθή από ημάς ο Θεός, τουλάχιστον εις αυτάς τας αγίας ημέρας της αποδεκατώσεως του όλου χρόνου, δια να καυχηθώμεν και ημείς δικαίως και να έχωμεν ελπίδας καλάς δια την μέλλουσαν ζωήν. Ούτω λοιπόν ποιούντες, νηστεύοντες, δηλαδή, πνευματικώς με την αποχήν των κακών και σωματικώς με την πρέπουσαν ολιγοφαγίαν και ολιγοποσίαν, με αποστροφήν και των λοιπών, καθώς οι Πατέρες της Εκκλησίας μας εις τας τοιαύτας ημέρας διώρισαν, ας συντροφεύωμεν την νηστείαν μας με την ελεημοσύνην, η οποία ελευθερώνει την ψυχήν μας από την αιώνιον κόλασιν και το σώμα, εις την παρούσαν ζωήν, από μεγάλους κινδύνους, όπως από πολλά παραδείγματα και σεις το γνωρίζετε. Αυτήν την ελεημοσύνην να κάμνωμεν μας παραγγέλλει και ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, καθώς μας λέγει εις το Ιερόν Ευαγγέλιον· «Συ δε νηστεύων, άλειψαί σου την κεφαλήν και το πρόσωπόν σου νίψαι» (Ματθ. στ: 17), δηλαδή να δίδωμεν ελεημοσύνην. Διότι κεφαλή του ανθρώπου ερμηνεύεται η ψυχή, το δε έλαιον είναι η ελεημοσύνη, την οποίαν κάμνοντες, λεγόμεθα ότι αλείφομεν την κεφαλήν μας, δηλαδή την ψυχήν μας και την κάμνομεν αξίαν της Βασιλείας των ουρανών. Πρέπει ακόμη να νίψωμεν το πρόσωπόν μας, δηλαδή, να πλύνωμεν και να καθαρίσωμεν το σώμα μας, όχι με νερόν και με άλλας καθαριότητας δια λουτρών, ως κάμνουν τα έθνη, αλλά με εξομολόγησιν και μετάνοιαν, με δάκρυα κατανύξεως και μετανοίας. Και εάν έως τώρα, πλανώμενοι υπό του διαβόλου, εμολύναμεν την ψυχήν και το σώμα μας με τας αμαρτίας, ας δράμωμεν καν τώρα να εξομολογηθώμεν και με συντετριμμένην καρδίαν να ομολογήσωμεν ενώπιον του Θεού και του Πνευματικού μας Πατρός τας αμαρτίας μας, κάμνοντες με προθυμίαν τον κανόνα, τον οποίον ο Πνευματικός μας ήθελε μας προστάξει. Ας μετανοήσωμεν, αδελφοί, ας κλαύσωμεν τας αμαρτίας μας εξ όλης καρδίας και θέλομεν ασφαλώς καθαρίσει την ψυχήν μας και το εσπιλωμένον τούτο σώμα μας από τον ρύπον της αμαρτίας, ίνα τα καταστήσωμεν άξια της μεταδόσεως του ζωοποιού Σώματος και Αίματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Επειδή, εκείνος όστις μεταλαμβάνει ανεξομολόγητος, εκείνος γίνεται φονεύς της ψυχής του και δεύτερος Ιούδας. Διότι, καθώς ο Ιούδας παρέδωκε τον Κύριον από την φιλαργυρίαν του εις τους ασεβείς Ιουδαίους, ούτως ο μεταλαμβάνων αναξίως Τον παραδίδει εις την μεμολυσμένην του καρδίαν, δια την αναξιότητά του. Δια τούτο ας εξομολογηθώμεν όλας τας αμαρτίας, τας οποίας εκάμαμεν έως τώρα και κάμνοντες αποχήν από του κακού, ας κλαύσωμεν δι’ αυτάς και μετά συντετριμμένης καρδίας ας προσπέσωμεν εις τον εύσπλαγχνον και πανοικτίρμονα Κύριον Ιησούν Χριστόν, δια να μας αξιώση, κατά την λαμπροφόρον ημέραν της Αυτού Αναστάσεως, να τον δεχθώμεν και να τον λάβωμεν εις τον εαυτόν μας με καθαράν καρδίαν, ως λέγει ο θείος Γρηγόριος· «Πρώτον δει καθαρτέον, έπειτα και τω καθαρώ προσομιλητέον». Δηλαδή, πρώτον πρέπει να καθαρισθήτε από τας αμαρτίας και έπειτα να ενωθήτε με τον καθαρόν και αμόλυντον Χριστόν και Θεόν, ως λέγει ο Ησαϊας· «Ότι ανομίαν ουκ εποίησεν ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού». (Ησαϊας νγ:9). Ας μη τολμήση λοιπόν κανείς ανεξομολόγητος να κοινωνήση, διότι προς κατάκρισίν του και τιμωρίαν του γίνεται η μετάδοσις και φλογίζει την ψυχήν του ο ασυνείδητος, καθώς λέγει ο Υμνωδός· «Πυρ γαρ υπάρχει τους αναξίους φλέγον». Και καθώς τους μεν αξίους φωτίζει και ως χρυσίον και αργύριον λαμπρύνει, ούτω τους αναξίους φλογίζει και κατακαίει, ως άχυρα άχρηστα. Ω αλλοίμονον! Πως αποτολμώσι τινές αναίσχυντοι και δαιμονοκάρδιοι και κοινωνούσιν αμετανόητοι; Ω μακρόθυμε Κύριε, Ιησού Χριστέ, πως δεν ραγίζεις μερικών αναισχύντων τα σώματα, ίνα οι λοιποί βλέποντες σωφρονίζωνται; Αλλ’ αναμένεις ίσως, φιλάνθρωπε, να ανταποδώσης εις ένα έκαστον κατά τα έργα του εις την Δευτέραν Σου Παρουσίαν! Βεβαίως, αδελφοί, όστις ως άνθρωπος ήμαρτε και δεν ήθελε μετανοήσει, δεν κάμη αποχήν του κακού, δεν εξομολογηθή, αλλ’ αναξίως ήθελε πλησιάσει εις τα Θεία Μυστήρια, εκείνος βεβαίως θέλει καταδικασθή από τον Θεόν εν τη ημέρα της Κρίσεως, εις το άσβεστον πυρ της αιωνίου κολάσεως. Δια τούτο ας παύσωμεν από την τοιαύτην αντίθεον πράξιν, ίνα μη κατακαιώμεθα εν πυρί αιωνίω. «Φοβερόν το εμπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος». (Εβρ. ι: 31). Διότι Αυτός είναι εξεταστής ενθυμήσεων και εννοιών καρδίας. Δια τούτο, αδελφοί, αξίως ας πλησιάζωμεν εις την Αγίαν Κοινωνίαν, μετανοούντες και εξομολογούμενοι με συντετριμμένην καρδίαν, διότι άλλως, μη μετανοούντες εξ όλης ψυχής και καρδίας και μη εξομολογούμενοι με μίαν βεβαίαν απόφασιν της ψυχής μας, να λείψωμεν εις το εξής από την εργασίαν των κακών έργων και από το να κυλιώμεθα εις τον βόρβορον της αμαρτίας, αναξίως βέβαια μεταλαμβάνομεν και γενόμεθα φονείς της ψυχής μας, ως ο αδελφοκτόνος Κάϊν, όστις εφόνευσε τον αδελφόν του Άβελ. Δια τούτο δικαίως ο Θεός θέλει μάς πέμψει «εις το πυρ το αιώνιον, το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού» (Ματθ. κε: 41). Δια να αποφύγωμεν λοιπόν την δικαίαν ταύτην καταδίκην, ας φροντίσωμεν του λοιπού να δοξάσωμεν τον Θεόν με τα μέλη μας και με το σώμα μας δια μέσου της εργασίας των καλών και θεαρέστων έργων, τώρα εν όσω εθρισκόμεθα εις την παρούσαν ζωήν, εν όσω ευρίσκεται εις την ιδικήν μας χείρα η σωτηρία μας. Τι δύσκολον είναι να απέχωμεν από τα κακά; Και πάλιν, τι άλλο ευκολώτερον από τα καλά και θεάρεστα έργα; Ας αποφασίσωμεν λοιπόν, αδελφοί, δια τον εαυτόν μας μίαν βεβαίαν απάρνησιν των αμαρτιών. Ας εναγκαλισθώμεν την εγκράτειαν, την αποχήν των βρωμάτων, επειδή και αυτά κάμνουσι το σώμα να πηδά και να τρέχη εις τα κακά πάθη της αμαρτίας. Ας εγίναμεν αποστάται της θείας Χάριτος έως τώρα, ας επιστρέψωμεν προς τον Θεόν, τουλάχιστον εις το εξής, και ολοψύχως ας μετανοήσωμεν, προθύμως εξομολογούμενοι δι’ όσα έως τώρα εις τον Θεόν επταίσαμεν. Ας κλαύσωμεν ενώπιον Κυρίου ζητούντες την άφεσιν των αμαρτιών μας· ας προσφέρωμεν δάκρυα μετανοίας· ας νηστεύσωμεν εν ελέει, απλώνοντες τας χείρας εις τους πτωχούς· ας βοήσωμεν εκ βαθέων καρδίας, ημάρτομεν· ναι, Κύριε, ημάρτομεν, και βέβαια θέλει μάς συγχωρήσει και θέλει μας αξιώσει ο Κύριος ημών, Ιησούς Χριστός, εδώ μεν να μεταλαμβάνωμεν αξίως, αεί πανηγυρίζοντες εν χαρά την λαμπροφόρον ημέραν της Αυτού Αναστάσεως, εκεί δε δια πρεσβειών της σήμερον εορταζομένης Οσίας Μητρός ημών Θεοδώρας να εντρυφώμεν εις την αιώνιον συνεχή και ανεκλάλητον χαράν και άρρητον αγαλλίασιν της Βασιλείας των ουρανών, ης γένοιτο πάνταςημάς επιτυχείν, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών. Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις συν τω ανάρχω αυτού Πατρί και τω Παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ αυτού Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου