Επιφάνιος, ο εν Αγίοις Πατήρ ημών, εγεννήθη περί το έτος 310 εις το χωρίον της Παλαιστίνης Βησανδούκη, απέχον της Ελευθεροπόλεως περί τα τρία μίλια. Οι γονείς του ήσαν Εβραίοι, και ο μεν πατήρ αυτού ήτο γεωργός το επάγγελμα, η δε μήτηρ του κατειργάζετο λινάρι. Ούτοι είχον δύο τέκνα, τον Επιφάνιον και μίαν θυγατέρα, ονομαζομένην Καλλίτροπον. Συνέβη δε να αποθάνη ο πατήρ του Επιφανίου, ότε ούτος ήτο εισέτι μικρός, έως δέκα ετών, έμεινε δε με την μητέρα του και την αδελφήν του, ευρισκόμενοι εις στενοχωρίαν μεγάλην, ως μη έχοντες τα προς το ζην απαραίτητα. Επειδή δε είχον δια τας ανάγκας των εν υποζύγιον άτακτον, είπεν η μήτηρ αυτού προς τον Επιφάνιον·
«Λάβε, τέκνον μου, το υποζύγιον και ύπαγε εις την πανήγυριν να το πωλήσης, δια να αγοράσωμεν τα αναγκαιούντα εις ημάς τρόφιμα». Ο δε Επιφάνιος, δυσκολευόμενος ένεκεν της αταξίας του ζώου, απεκρίθη εις την μητέρα του· «Γνωρίζεις, μήτερ, ότι το υποζύγιόν μας είναι άτακτον και εάν υπάγω δια νατο πωλήσω, εκείνοι οι οποίοι συναθροίζονται εις την πανήγυριν, βλέποντες την αταξίαν του, θέλουν με τιμωρήσει». Αλλ’ η μήτηρ αυτού είπεν· «΄Υπαγε, τέκνον, και ο Θεός των Πατέρων ημών Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ, θέλει σωφρονίσει το υποζύγιον, δια να το πωλήσης και με τα χρήματα, τα οποία θα λάβης, να κυβερνήσωμεν την ανάγκην μας». Τότε ο Επιφάνιος, αφού επεκαλέσθη τον Θεόν εις βοήθειαν, παρέλαβε το ζώον και μετέβη δια να το πωλήση, υπακούων ούτω εις την μητέρα του. Ως δε έφθασεν εις τον τόπον όπου εγίνετο η πανήγυρις, το υποζύγιον ημέρευσε και εγένετο εύτακτον. Τούτο ιδών πραγματευτής τις Εβραίος, Ιακώβ ονομαζόμενος, είπε προς τον Επιφάνιον· «Πωλείς, τέκνον, το υποζύγιον;» Ο δε Επιφάνιος απεκρίθη· «Ναι, το πωλώ, δια τούτο το έφερα εδώ». Ο Ιακώβ κατόπιν τον ηρώτησεν εις ποίαν θρησκείαν ανήκει, ο δε Επιφάνιος απεκρίθη, ότι είναι Εβραίος. Τότε ο Ιακώβ είπεν· «Επειδή είμεθα από μίαν θρησκείαν, τέκνον, και δούλοι δικαίου Θεού, ας φανώμεν δίκαιοι κατά την πώλησιν του υποζυγίου, ώστε μήτε συ να αδικηθής μήτε εγώ να ζημιωθώ, δια να μη προκαλέσωμεν εναντίον μας κατάρας και αγανακτήση ο Θεός καθ’ ημών. Ευλογίας δε μάλλον πρέπει να προσπαθήσωμεν να επιτύχωμεν, επειδή ο Θεός είπεν· «Ο ευλογών είναι ευλογημένος και ο καταρώμενος είναι κατηραμένος». Ακούσας ταύτα ο Επιφάνιος εφοβήθη πολύ την κατάραν του Ιακώβ και είπε προς αυτόν· «Δεν θέλω πλέον να πωλήσω το υποζύγιον». Ο δε Ιακώβ είπε· «Διατί, τέκνον;» Απεκρίθη ο Επιφάνιος· «Διότι το ζώον τούτο είναι άτακτον. Αλλ’ η μήτηρ μου με επρόσταξε να το πωλήσω δια να εξοικονομήσωμεν τα αναγκαία προς τροφήν, επειδή ο πατήρ μου απέθανε και έχομεν μεγάλην στενοχωρίαν. Τώρα όμως, ότε ήκουσα από σε, ότι είναι κακόν το να βλάπτη κανείς τον πλησίον, φοβούμαι τον Θεόν, μήπως με τιμωρήση, αν συ ποτέ με καταρασθής δια την αταξίαν του ζώου». Ταύτα ακούσας ο Ιακώβ εθαύμασε δια την απόκρισιν του παιδίου και δώσας εις αυτό τρία αργύρια, είπε· «Λάβε την ευλογίαν ταύτην, τέκνον, και όταν μεταβής εις την μητέρα σου, δος ταύτα δια να αγοράσετε τροφάς. Παράλαβε δε και το υποζύγιόν σου και εάν δεν κάμη αταξίαν, κρατήσατέ το δια την υπηρεσίαν σας. Εάν δε δεν σταθή φρόνιμον, απομακρύνατέ το της οικίας σας, δια να μη θανατώση κανένα». Αφού λοιπόν ο Επιφάνιος παρέλαβε το υποζύγιον και τα τρία νομίσματα, μετέβαινεν εις το χωρίον του. Καθ’ οδόν δε συνήντησεν αυτόν Χριστιανός τις, Κλεόβιος καλούμενος, όστις τον ηρώτησε· «Πωλείς το υποζύγιον, τέκνον;» Ο δε Επιφάνιος απεκρίθη· «Όχι, δεν το πωλώ». Λέγει ο Κλεόβιος· «Εάν το πωλής, λάβε την τιμήν του και δος μοι το». Ενώ δε ο Κλεόβιος έλεγε ταύτα, το υποζύγιον ήρχισε να ατακτή και να κτυπά δια του ποδός του τον Επιφάνιον εις τον μηρόν τόσον ισχυρώς, ώστε τον έρριψε κατά γης, εκείνο δε έφυγε τρέχον. Έκειτο λοιπόν ο Επιφάνιος κατά γης κλαίων και μη δυνάμενος να εγερθή εκ των πόνων. Ο δε Κλεόβιος εσημείωσε δια του σημείου του ζωοποιού Σταυρού τρεις φοράς τον μηρόν του Επιφανίου, εις το μέρος όπου τον εκτύπησε το ζώον και, ω του θαύματος! ευθύς ηγέρθη ο Επιφάνιος χωρίς να αισθάνεται ουδέ τον ελάχιστον πόνον. Τότε ο Κλεόβιος στραφείς προς το υποζύγιον, είπεν· «Ω ζώον άτακτον, επειδή ηθέλησες να θανατώσης τον αυθέντην σου, εν τω ονόματι του Ιησού Χριστού του Εσταυρωμένου να μη κινηθής πλέον από αυτόν τον τόπον». Ευθύς τότε με τον λόγον του Κλεοβίου έπεσε κάτω το ζώον και απέθανε. Έκπληκτος τότε ο Επιφάνιος εκ του συμβάντος τούτου ηρώτησε τον Κλεόβιον· «Ποίος είναι ο Ιησούς ο Εσταυρωμένος, δια του ονόματος του οποίου γίνονται τοιαύτα σημεία και θαύματα;» Και ο Κλεόβιος του απεκρίθη· «Ούτος ο Ιησούς είναι ο Υιός του Θεού, τον οποίον εσταύρωσαν οι Εβραίοι». Εφοβήθη τότε ο Επιφάνιος να αποκαλύψη εις τον Κλεόβιον, ότι είναι Εβραίος. Ούτω, ο μεν Κλεόβιος συνέχισε τον δρόμον του, ο δε Επιφάνιος μετέβη εις την μητέρα του και διηγήθη εις αυτήν όσα συνέβησαν. Αφού παρήλθεν ολίγος καιρός, είπεν η μήτηρ του εις τον Επιφάνιον· «Ιδού, τέκνον μου, ότι δεν ημπορούμεν να καλλιεργήσωμεν τον αγρόν μας και κανένα καρπόν δεν συγκομίζομεν εξ αυτού. Εν όσω έζη ο πατήρ σου εκαλλιέργει τούτον και από τον καρπόν του εκυβερνώμεθα. Τώρα, λοιπόν, ας τον πωλήσωμεν και από την τιμήν του να κυβερνηθώμεν πτωχικά, εγώ και η αδελφή σου. Συ δε, τέκνον μου, ύπαγε εις κανένα τεχνίτην θεοφοβούμενον, δια να μάθης καμμίαν τέχνην, με την οποίαν να ημπορής να τρέφης τον εαυτόν σου και να βοηθής και ημάς εις τας ανάγκας μας». Εις την Ελευθερόπολιν έζη τότε Εβραίος τις νομοδιδάσκαλος, άνθρωπος θαυμαστός και θεοσεβής, κατά τον νόμον του Μωϋσέως, Τρύφων ονομαζόμενος, ο οποίος είχεν υποστατικά εις το χωρίον του Επιφανίου και εγνώριζε και αυτόν και τους γονείς του. Ούτος, μεταβάς δια να επισκεφθή τα υποστατικά του, είδε την μητέρα του Επιφανίου και είπε προς αυτήν· «Θέλεις να μου δώσης τον Επιφάνιον; Να τον κάμω θετόν υιόν μου και να προσφέρω και εις σε και εις την θυγατέρα σου τα αναγκαία προς συντήρησίν σας;» Η μήτηρ του Επιφανίου, ακούσασα ταύτα, εχάρη πολύ και ευθύς παρέδωσεν εις αυτόν τον Επιφάνιον, ίνα τον υιοθετήση. Είχε δε ο Τρύφων θυγατέρα μονογενή, την οποίαν επεθύμει να δώση ως σύζυγον εις τον Επιφάνιον. Όθεν, αφού τον παρέλαβε, του εδίδαξεν επιπόνως και με πάσαν ακρίβειαν όλον τον Μωσαϊκόν Νόμον και τα Εβραϊκά γράμματα. Μετά τινα δε καιρόν απέθανεν η θυγάτηρ του Τρύφωνος, έμεινε δε εις την οικίαν αυτού μόνος ο Επιφάνιος, όστις προώδευε κατά την ηλικίαν και κατά την Εβραϊκήν σοφίαν. Έπειτα απέθανε και ο Τρύφων, καταλιπών όλην αυτού την περιουσίαν εις τον Επιφάνιον. Απέθανε δε μετά ταύτα και η μήτηρ του Επιφανίου και ούτω παρέλαβε την αδελφήν του εις την οικίαν του Τρύφωνος, οπότε εφένοντο και οι δύο συγκληρονόμοι όλων των υπαρχόντων εκείνου. Ημέραν δε τινα, ενώ ο Επιφάνιος μετέβαινεν εις το χωρίον του, δια να επισκεφθήτα υποστατικά, τα οποία εκληρονόμησεν από τον Τρύφωνα, συνήντησε Μοναχόν τινα, Λουκιανόν ονόματι, ο οποίος ήτο λόγιος και θαυμαστός άνθρωπος, έχων ως τέχνην την καλλιγραφίαν, από την οποίαν εκέρδιζε τα προς το ζην, αν δε επερίσσευε κάτι, έδιδε τούτο ειςτους πτωχούς. Συνοδοιπορούντες λοιπόν, ο μεν Επιφάνιος έφιππος, ο δε Λουκιανός πεζός, συνήντησαν πτωχόν τινα, ο οποίος, προσπεσών εις τους πόδας του Λουκιανού, είπεν· «Άνθρωπε του Θεού, ελέησόν με, διότι είμαι νήστις τρεις ημέρας». Ο δε μακάριος Λουκιανός, μη έχων τι να του δώση, εξεδύθη το ένδυμά του και το έδωσεν εις τον πτωχόν, ειπών· «Ύπαγε εις την χώραν, πώλησέ το και αγόρασε άρτους». Ως δε εξήγαγεν ο Λουκιανός το ένδυμά του, ίνα προσφέρη τούτο εις τον πτωχόν, είδεν ο Επιφάνιος στολήν λευκήν, ήτις κατήλθεν εξ ουρανού και εκάλυψε τούτον. Φόβος μέγας κατέλαβε τότε τον Επιφάνιον, κατελθών δε από το υποζύγιον έπεσεν εις τους πόδας του Λουκιανού και είπε προς αυτόν· «Παρακαλώ σε, άνθρωπε, ειπέ μου, ποίος είσαι»; Ο δε μακάριος Λουκιανός απεκρίθη· «Ειπέ μοι, συ, πρώτον ποίαν θρησκείαν ακολουθείς και τότε θέλω σου είπει και εγώ εις ποίαν θρησκείαν πιστεύω». Ο Λουκιανός όμως, ως προορατικός, εγνώρισεν εν τω μεταξύ, ότι Χάρις Θεού ήλθεν εις τον Επιφάνιον και είπε πάλιν· «Πως συ, Εβραίος ων, ερωτάς Χριστιανόν, δια να μάθης ποίος είμαι, εφόσον, ως γνωρίζεις, οι Εβραίοι είναι βδέλυγμα δια τους Χριστιανούς, καθώς επίσης τούτο φρονούν δια τους Χριστιανούς και οι Εβραίοι; Ιδού λοιπόν ήκουσας, ότι είμαι Χριστιανός. Τώρα δεν πρέπει να ακούσης άλλο τι από εμέ». Ο καλοπροαίρετος όμως Επιφάνιος είπε· «Και τι εμπόδιον υπάρχει δια να γίνω και εγώ Χριστιανός; Ειπέ μοι, παρακαλώ». Απεκρίθη ο Λουκιανός· «Εμπόδιον είναι το να μη θέλης, διότι, εάν θέλης, ημπορείς να γίνης». Κατανυγείς ο Επιφάνιος εκ των λόγων του Λουκιανού, δεν μετέβη εις το χωρίον του, δια να επισκεφθή τα υποστατικά του, αλλ’ ωδήγησε τον Λουκιανόν εις την οικίαν, την οποίαν εκληρονόμησεν, έδειξεν εις αυτόν τον πλούτον, όστις ήτο εντός αυτής, και είπε· «Ταύτα, τα οποία βλέπεις, είναι τα υποστατικά μου, Πάτερ, και αύτη είναι η αδελφή μου. Εγώ όμως θέλω να γίνω Χριστιανός και να ζήσω εν μοναδική πολιτεία. Τι λέγεις δια τούτο»; Ο μακάριος Λουκιανός είπε τότε προς αυτόν· «Δεν δύνασαι, τέκνον, να ζήσης εις την μοναδικήν πολιτείαν, εάν έχης όλα ταύτα τα υλικά αγαθά. Αλλά υπάνδρευσον την αδελφήν σου, δος εις ταύτην τα πρέποντα, δος και τα υπόλοιπα εις τους πτωχούς και έπειτα θέλεις δυνηθή να διαβιώσης εν μοναδική πολιτεία, καθώς πρέπει». Είπε τότε ο Επιφάνιος προς αυτόν· «Πρώτον, Πάτερ, κάμε με Χριστιανόν και κατόπιν θέλω πράξει ό,τι με προστάξης». Ο δε Λουκιανός απήντησε· «Δεν ημπορώ εγώ να σε κάμω Χριστιανόν, αλλ’ ο Επίσκοπος των Χριστιανών». Ταύτα ειπών ο Λουκιανός και αφού συνεφώνησε δια τα περαιτέρω με τον Επιφάνιον, εξήλθε της οικίας αυτού και μετέβη κατ’ ευθείαν εις τον Επίσκοπον. Ο δε Επιφάνιος, χωρίς να χάση καιρόν, είπε προς την αδελφήν του· «Εγώ θέλω να γίνω Χριστιανός και να πολιτευθώ εν μοναδική ζωή». Η αδελφή του είπε τότε προς αυτόν· «Καθώς θέλεις συ, θέλω και εγώ και καθώς θέλεις πράξει συ, ούτωθα πράξω και εγώ». Εν τω μεταξύ ο Λουκιανός, ελθών εις τον Επίσκοπον, ανήγγειλεν εις αυτόν τον σκοπόν του Επιφανίου, ο δε Επίσκοπος είπεν· «Ύπαγε, κατήχησέ τον και όταν θα ευρίσκωμαι εις την Εκκλησίαν, οδήγησον αυτόν εκεί, δια να προσπέση εις τον φιλάνθρωπον Θεόν». Επέστρεψε τότε ο Λουκιανός εις την οικίαν του Επιφανίου, ευθύς δε ως τον είδον ο Επιφάνιος και η αδελφή του προσέπεσαν εις τους πόδας του, κλαίοντες και λέγοντες· «Παρακαλούμεν σε, Πάτερ, να μας κάμης Χριστιανούς». Ο Λουκιανός λοιπόν αφού κατήχησε τούτους ωδήγησε κατόπιν και τους δύο εις την Εκκλησίαν. Ενώ δε ευρίσκοντο εισέτι καθ’ οδόν, συνήντησαν τον Επίσκοπον, όστις μετέβαινε και αυτός εις την Εκκλησίαν. Ευθύς τότε προσέπεσαν εις τους πόδας αυτού, παρακαλούντες να τους βαπτίση. Εισήλθον λοιπόν όλοι ομού εις την Εκκλησίαν. Όταν δε ο Επιφάνιος έφθασεν εις τας έξω θύρας του Ναού και ευθύς ως ανήλθεν εις το πρώτον σκαλοπάτι, έπεσε το υπόδημα του αριστερού του ποδός. Πατών δε δια του αριστερού, ίνα αναβιβάση και τον δεξιόν του πόδα, έπεσε και το υπόδημα του δεξιού του ποδός και ευρέθησαν και τα δύο του υποδήματα έξω της κλίμακος της Εκκλησίας. Τούτο ιδών ο Λουκιανός εθαύμασεν. Ο δε μακάριος Επιφάνιος δεν ηθέλησεν ούτε να ανασηκώση καν τα υποδήματα, τα οποία έπεσαν από των ποδών του, αλλ’ ούτε και ηθέλησε πλέον εις όλην του την ζωήν να φορέση άλλα υποδήματα. Ως δε ίσταντο ο Επιφάνιος και η αδελφή του ακούοντες τας Αγίας Γραφάς, είδεν ο Επίσκοπος, ότι το πρόσωπον του Επιφανίου ήτο δεδοξασμένον και λαμπρόν και στέφανος ωραίος ευρίσκετο επί της κεφαλής του. Μετά δε την ανάγνωσιν του Ευαγγελίου εισήλθεν ο Επίσκοπος εις το Βαπτιστήριον και επρόσταξε να εισέλθη και ο Επιφάνιος, η αδελφή του και ο Λουκιανός, όστις και έγινε πνευματικός πατήρ του Επιφανίου. Ο δε Επίσκοπος, αφού τους εδίδαξεν άπαντα τα χρειώδη, εβάπτισε τούτους και τους εκοινώνησε δια των Αχράντων Μυστηρίων. Κατόπιν τους επρόσταξε να μεταβούν εις την Επισκοπήν, δια να γευματίσουν μετ’ αυτού και να μείνουν εκεί επί επτά ημέρας κατά την τάξιν. Αφού παρήλθον αι επτά ημέραι, ο Επιφάνιος έφερεν εις την οικίαν του τον Λουκιανόν και παρθένον τινά Βρνίκην ονόματι, ήτις δια του Αγίου Βαπτίσματος έγινε πνευματική μήτηρ της αδελφής του. Έδωσε δε εις την Βερνίκην χίλια νομίσματα και παρέδωκεν εις αυτήν και την αδελφήν του, δια να την παραλάβη μαζί της εις το Μοναστήριόν της, δια να μονάση ομού μετά των άλλων παρθένων εις τας οποιας η Βερνίκη ήτο Ηγουμένη. Ο δε Επιφάνιος, αφού επώλησεν όλα τα υπάρχοντά του, διένειμεν εις τους πτωχούς ό,τι εξ αυτών εισέπραξε και εκράτησε μόνον τεσσαράκοντα νομίσματα, δια να αγοράση θεία και ξείδωρα βιβλία. Μετά ταύτα ανεχώρησεν εκ της πόλεως μετά του Λουκιανο΄θ και κατηυθύνθησαν εις Μοναστήριόν τι, εις το οποίον ησύχαζον δέκα Μοναχοί, οίτινες ήσαν καλλιγράφοι και από την καλλιγραφίαν εκέρδιζον τα αναγκαιούντα εις αυτούς. Εκεί λοιπόν μετέβη και ο Επιφάνιος και εγένετο Μοναχός ων τότε ηλικίας δεκαέξ ετών. Εντός του Μοναστηρίου εκείνου έζη και Μοναχός τις, Ιλαρίων καλούμενος, όστις ήτο δεύτερος από τον Λουκιανόν, εστολισμένος με πολλάς αρετάς και χάριτας. Κατά μίμησιν δε τούτου επολιτεύετο και έτερος Μοναχός, Κλαύδιος ονομαζόμενος. Τούτους ιδών ο Επιφάνιος ευθύς τους εμιμήθη εις τας αρετάς. Διότι ο μέγας Λουκιανός παρέδωκε τον Επιφάνιον εις τον θείον Ιλαρίωνα, δια να διδάξη εις τούτον τας θείας Γραφάς. Ο δε Επιφάνιος ηγωνίζετο με πολύν κόπον να μιμηθή τον Ιλαρίωνα εις τα χρηστά ήθη και ούτω, με την χάριν του Χριστού, προώδευεν εις την μοναδικήν πολιτείαν. Μετ’ ολίγον καιρόν απήλθεν εις τας ουρανίους μονάς ο μέγας Λουκιανός και εγένετο Ηγούμενος των αδελφών ο Ιλαρίων. Ήτο δε η τροφή τούτου ολίγος άρτος με άλας και ύδωρ μέτριον. Ανά δύο δε ημέρας έτρωγε μόνον μίαν φοράν, πολλάκις δε και ανά τρεις ημέρας και τας περισσοτέρας φοράς ανά τέσσαρας, πολλάκις δε και ανά εκάστην εβδομάδα. Ταύτην την πολιτείαν εξέλεξε και ο Επιφάνιος, την οποίαν και διεφύλαξεν εις όλην αυτού την ζωήν. Ήτο δε ο τόπος εκείνος άνυδρος και μόνον εις απόστασιν πέντε μιλίων (8 χλμ. Περίπου) από του Μοναστηρίου υπήρχεν ύδωρ. Όθεν οι αδελφοί ένεκα του καύσωνος, που επεκράτει κατά την ημέραν, ηναγκάζοντο να μεταβαίνουν την νύκτα δια να φέρουν ύδωρ εις το Μοναστήριον. Μίαν δε φοράν, μερικοί οδοιπόροι, έχοντες φορτωμένα τα ζώα των με οίνον, διήρχοντο εκείθεν και επειδή ήτο καύμα σφοδρότατον, εδίψασαν πολύ. Όθεν εισελθόντες εις το Μοναστήριον εζήτησαν ύδωρ δια να πίουν. Έτυχε δε να μη ευρεθή ύδωρ, δια να τους δώσουν. Και οι μεν οδοιπόροι εκινδύνευον να αποθάνουν από την δίψαν, οι δε αδελφοί εκυπούντο πολύ δια την κατάστασιν αυτήν και έκλαιον. Τότε ο θείος Επιφάνιος, λαβών εις τας χείρας του τους ασκούς, τους περιέχοντας τον οίνον, είπε· «Πιστεύσατε, αδελφοί, ότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, όστις μετέβαλε το ύδωρ εις οίνον εν Κανά της Γαλιλαίας, θέλει κάμει και τούτον τον οίνον ύδωρ». Και ω του θαύματος! Οι ασκοί, οίτινες ήσαν πλήρεις οίνου, ευρέθησαν πλήρεις ύδατος, εκ του οποίου έπιον οι οδοιπόροι εκείνοι καθώς και τα ζώα των και ανέζησαν. Έμειναν δε εκστατικοί προ του τοιούτου θαύματος και οι αδελφοί και οι οδοιπόροι. Από της ημέρας όμως εκείνης δεν ηθέλησεν ο Άγιος να κατοικήση εις εκείνον τον τόπον, διότι οι οδοιπόροι διεκήρυξαν το θαύμα το οποίον ετέλεσεν ο Άγιος και ούτω εγένετο γνωστή η φήμη αυτού εις όλα τα μέρη. Όθεν έφυγε κρυφίως εκείθεν και μετέβη εις άλλον τόπον αγριώτερον. Όλοι τότε οι αδελφοί ελυπούντο δια τον Επιφάνιον, διότι δεν εγνώριζον εις ποίον τόπον ευρίσκετο. Έμεινε λοιπόν ο Άγιος εις εκείνον τον έρημον τόπον νήστις επί τρεις ημέρας, ήτο δε και ούτος ο τόπος άνυδρος. Κατ’ εκείνον δε τον καιρόν διήρχοντο εκείθεν τεσσαράκοντα Σαρακηνοί, οίτινες βλέποντες τον Άγιον διαβιούντα εις τοιούτον τόπον και εις τοιαύτην κατάστασιν τον περιέπαιζον. Εις δε εξ αυτών, τυφλός κατά τον ένα οφθαλμόν, έχων γνώμην θηριώδη και απάνθρωπον, εξήγαγεν εκ της θήκης την μάχαιραν και, πλησιάσας τον Άγιον, ανεσήκωσε ταύτην δια να τον κτυπήση. Αλλ’ ω του θαύματος! ήνοιξεν ο τετυφλωμένος οφθαλμός του και τόσος φόβος κατέλαβε τούτον, ώστε έρριψε κατά γης την μάχαιραν και εστάθη ακίνητος. Οι δε συνοδοιπόροι αυτού, ιδόντες την ακινησίαν του, επλησίασαν εις τον Άγιον και εις τον μονόφθαλμον, αλλά μόλις είδον, ότι ήνοιξεν ο τετυφλωμένος οφθαλμός του, έμειναν εκστατικοί. Ιδών ο Άγιος την ταραχήν αυτών, ήρχισε να ομιλή προς αυτούς με πολλήν ιλαρότητα και ταπείνωσιν. Εκείνοι τότε, δια των λόγων του Αγίου ήλθον εις φρόνιμον κατάστασιν και μεταβληθέντες, έλεγον, ότι είναι ο Άγιος Θεός. Τότε δια της βίας παρέλαβον αυτόν μεθ’ εαυτών, λέγοντες· «Συ είσαι ο Θεός ημών και ακολούθει μας, δια να μας διαφυλάττης από κάθε κακόν που ημπορεί να μας κάμουν εκείνοι, οι οποίοι μας καταδιώκουν». Ακολουθών δε αυτούς ο Άγιος επί τρεις μήνας, ημπόδιζε τούτους από κάθε αταξίαν. Βλέποντες όμως εκείνοι, ότι δια των νουθεσιών αυτού επροξένει εις αυτούς στενοχωρίαν, διότι έλεγεν εις αυτούς να απέχουν από τας κλοπάς και τας αρπαγάς, έπεσαν όλοι ομού προ των ποδών του και τον παρεκάλουν να αναχωρήση. Τότε ο Άγιος, αφού είπεν εις αυτούς πολλάς νουθεσίας, τέλος προσέθεσεν· «Εάν δεν παύσετε να κάμνετε αυτάς τας κακάς πράξεις, δεν είναι δυνατόν να διέλθετε καλάς ημέρας και να ευτυχήσετε εις την παρούσαν ζωήν». Μετά ταύτα, συνοδεύοντες τον Άγιον όλοι ομού, τον έφεραν πάλιν εις τον τόπον, όπου κατώκει πρότερον και κτίσαντες δι’ αυτόν κατοικίαν, τον απεχαιρέτησαν και ανεχώρησαν εν ειρήνη. Εγώ δε (λέγει ο συγγράψας τον Βίον του), ων εις εξ αυτών, έμεινα μετά του Αγίου, κατηχηθείς παρ’ αυτού τον λόγον της αληθείας και την Πίστιν του Χριστού. Αφ’ ου παρήλθον εξ μήνες, με ωδήγησεν ο Άγιος εις το Μοναστήριον, προς τον μέγαν Ιλαρίωνα. Ιδόντες τότε αυτόν οι αδελφοί όλοι ησθάνθησαν χαράν μεγάλην. Μετά δε τρεις ημέρας παρεκάλεσεν ο Άγιος τον μέγαν Ιλαρίωνα να με βαπτίση, επειδή ο Ιλαρίων είχε γίνει Ιερεύς. Αφού λοιπόν με εδίδαξεν όλα τα αναγκαία, με εβάπτισε και με ωνόμασεν Ιωάννην. Παρεμείναμεν δε εκεί επί δέκα ημέρας και οι αδελφοί παρεκάλουν τον Άγιον Επιφάνιον να μείνη μετ’ αυτών εις το Μοναστήριον. Αλλ’ αυτός δεν ηθέλησεν. Ενώ δε μετεβαίνομεν προς την κατοικίαν μας, συνηντήσαμεν, καθ’ οδόν, νέον τινά, όστις είχε φρικτόν δαιμόνιον και πολύ εβασανίζετο υπ’ αυτού. Ως δε είδεν ο Άγιος τούτον γυμνόν και τρέχοντα ατάκτως, τον ελυπήθη και εφώναξεν· «Εν τω ονόματι του Εσταυρωμένου Ιησού Χριστού, σε προστάζω, ακάθαρτον δαιμόνιον, να εξέλθης από το πλάσμα του Θεού». Ευθύς τότε το δαιμόνιον, αφού εσπάραξε τον νέον και τον έρριψε κατά γης, εξήλθεν εξ αυτού κραυγάζον· «Με διώκεις, Επιφάνιε, από τον τόπον μου. Αλλά να ηξεύρης, ότι έχω να υπάγω εις τον βασιλέα της Περσίας και ότι θα σε κάμω να έλθης εκεί με πολλήν θλίψιν». Ο δε νέος εκείνος εσωφρονίσθη τελείως και, ελθών, έπεσε προ των ποδών του Αγίου. Τότε ο Άγιος ανεσήκωσεν αυτόν και τον απέστειλεν εις τον οίκον του εν ειρήνη υγιαίνοντα. Εκείνο όμως το πονηρόν δαιμόνιον μετέβη εις την Περσίαν και εισήλθεν εις την θυγατέρα του βασιλέως. Εβασάνιζε δε ταύτην, όπως και τον νέον, κραυγάζον και λέγον· «Εάν δεν έλθη εδώ ο Επιφάνιος, όστις με έστειλεν εις την θυγατέρα σου, βασιλεύ, δεν εξέρχομαι εξ αυτής». Και πάλιν έλεγεν· «Επιφάνιε, συ, όστις είσαι εις την Φοινίκην, ελθέ εδώ δια να εξέλθω από την θυγατέρα του βασιλέως». Όθεν ο βασιλεύς, ακούσας τα λεγόμενα υπό του δαιμονίου, έστειλε πλήθος εκλεκτών ανθρώπων εις την Φοινίκην, δια να ανεύρουν τον Επιφάνιον. Ούτοι δε, μεταβάντες εις την Φοινίκην, ανεζήτησαν τον Άγιον εις όλα τα μέρη, αλλά δεν τον εύρον. Ούτω επέστρεψαν άπρακτοι. Τινές δε εξ αυτών εκακοποιήθησαν από τους Ρωμαίους, ως κατάσκοποι. Αλλά το δαιμόνιον εφώναζεν, ότι ο Επιφάνιος κατοικεί εις τον τόπον, τον καλούμενον Σπανύδριον. Ακούσας δε τούτο ο βασιλεύς, απέστειλε πάλιν τριάκοντα ανθρώπους και παρήγγειλεν εις αυτούς να ενδυθούν καθώς ενδύονται οι Ρωμαίοι, να αναχωρήσουν δια την Φοινίκην και να αναζητήσουν τον τόπον, όστις καλείται Σπανύδριον, διότι εκεί κατοικεί ο Επιφάνιος. Οι δε απεσταλμένοι, ενδυθέντες τας στολάς των Ρωμαίων, μετέβησαν εις την Φοινίκην και εξετάσαντες ακριβώς εύρον το Σπανύδριον. Μεταβάντες τότε, εν ώρα νυκτός, προ της θύρας του κελλίου, έκρουσαν ταύτην.Αλλ’ ο Άγιος, προσευχόμενος την ώραν εκείνην, δεν ήνοιξεν, ουδέ εταράχθη. Εκείνοι δε, θυμωθέντες, ηθέλησαν να θραύσουν την θύραν. Εις δε εξ αυτών εξήγαγε μάχαιραν και ήπλωσε την χείραν του δια να σχίση την θύραν. Αλλ’ η χειρ του έμεινεν ακίνητος ως τελείως ξηρά. Τότε οι άλλοι φοβηθέντες ανεχώρησαν μακράν του κελλίου. Αφού δε ο Άγιος ετελείωσε την προσευχήν του, ήνοιξε την θύραν. Ως δε είδε τον Άγιον εκείνος όστις είχε την χείρα του ακίνητον και ξηράν, έπεσε προ των ποδών του Αγίου, λέγων· «Ελέησόν με, δούλε των αθανάτων θεών». Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Τι ζητείς από άνθρωπον αμαρτωλόν;» Εκείνος τότε είπεν· «Ήλθον εις τον τόπον τούτον υγιής και ιδού ότι εξηράνθη η χείρ μου». Είπεν ο Άγιος· «Ηγιής ήλθες, γενού πάλιν υγιής». Ευθύς δε ως ήγγισε την χείρα τού πάσχοντος ευεραπεύθη. Ιδόντες οι άλλοι το θαύμα, προσέπεσαν και αυτοί εις τους πόδας του Αγίου και προσεκύνουν αυτόν. Κατόπιν απεκάλυψαν την αιτίαν δια την οποίαν ήλθον να τον εύρουν. Ακούσας ο Άγιος τους λόγους των απεσταλμένων, ηννόησεν, ότι το δαιμόνιον, το οποίον είχεν εκδιώξει από τον νέον εκείνον, προσέβαλε την θυγατέρα του βασιλέως και την εβασάνιζεν. Είπε τότε προς εμέ· «Ας υπάγωμεν, τέκνον, μετά των ανθρώπων τούτων εις την Περσίαν». Εκείνοι δε είπον· «Ο βασιλεύς, Πάτερ, δεν μας έστειλε δι’ άλλον, ει μη μόνον δια σε και εφέραμεν και ζώον, ίνα καθίσης». Αλλ’ ο Άγιος απεκρίθη· «Εγώ μεταβαίνω πεζός. Όμως τον μαθητήν μου δεν θα τον αφήσω εδώ μόνον». Λέγουν οι απεσταλμένοι· «Έχομεν ζώα και δια τους δύο, μόνον σας παρακαλούμεν να ακολουθήσητε ημάς τους δούλους σας». Ευθύς τότε εις εξ αυτών, νέος, χαριέστατος εις το πρόσωπον, προσεκύνησε τον Άγιον, ειπών· «Συγχώρησόν μοι, Πάτερ». Ο δε Άγιος απήντησε με γλυκύτητα· «Ο Θεός να σε ευλογήση, τέκνον». Τότε ο νέος, εναγκαλισθείς με πολλήν ευλάβειαν τον Άγιον, εσήκωσεν αυτόν και τον εκάθισεν επί δρομικής τινος καμήλου, την οποίαν είχε, κατόπιν δε ήλθεν εις εμέ και έπραξεν ομοίως, και ούτω ανεχωρήσαμεν, αυτός δε εβάδιζεν έμπροσθεν των καμήλων. Αφού επεριπατήσαμεν επί τριάκοντα ημέρας, εφθάσαμεν εις την χώραν, εις την οποίαν ήτο ο βασιλεύς. Και ημείς μεν εμείναμεν εις τόπον καλούμενον Ούριον, τρεις δε εξ αυτών μετέβησαν εις την χώραν και ανήγγειλαν εις τον βασιλέα τον ερχομόν μας, ούτος δε επρόσταξε να μεταβώμεν προς αυτόν. Και ο μεν Άγιος μετέβαινε με θάρρος μεγάλο, ως να μη επρόκειτο να συναντηθή με βασιλέα, εγώ όμως, ιδών τόσον πλήθος ανθρώπων ισταμένων πέριξ αυτού, εφοβήθην πολύ. Ως δε ο Άγιος επλησίασε τον βασιλέα, ηγέρθη εκείνος από του θρόνου του. Ο δε Άγιος είπε προς αυτόν· «Κάθησε, τέκνον, εις τον θρόνον σου και μη λυπήσαι δια την θυγατέρα σου, διότι έχω τον φιλάνθρωπον Θεόν βοηθόν, όστις διώκει το πονηρόν δαιμόνιον. Μόνον πίστευε εις Αυτόν και θέλεις ίδει την κόρην σου υγιά. Διότι ο παγκάκιστος δαίμων, επειδή εξεδιώχθη από εκεί όπου ευρίσκετο, ήλθεν εις την θυγατέρα σου. Όμως, εάν πιστεύης εις τον Εσταυρωμένον Ιησούν Χριστόν, Εκείνος θέλει τον διώξει και από εδώ. Φέρε λοιπόν εδώ την κόρην σου και θέλεις ίδει την χάριν του φιλανθρώπου Ιησού». Επρόσταξε τότε ο βασιλεύς να φέρουν την θυγατέρα του, ευθύς δε ως ήλθεν εκείνη, είπε προς αυτήν ο Άγιος· «Σωφρονίσου, κόρη, και προσκύνησον τον πατέρα σου, διότι ο λύκος δεν θέλει σε κυριεύσει πλέον». Σφραγίσας τότε αυτήν τρεις φοράς δια του σημείου του Τιμίου και ζωοποιού Σταυρού, είπε προς το δαιμόνιον· «Κακώς ήλθες εις την θυγατέρα του βασιλέως. Φύγε εξ αυτής και πήγαινε εις τόπους ακατοικήτους». Ευθύς τότε εξήλθε το δαιμόνιον από την κόρην και έφυγεν· Ιδών δε ο Άγιος, ότι ο βασιλεύς έμεινεν εκστατικός προ του θαύματος, είπεν προς αυτόν· «Χαίρε, ω βασιλεύς, διότι ο λύκος έφυγεν από την κόρην σου. Ύπαγε και συ, θύγατερ, εις την μητέρα σου και χαίρε μετ’ αυτής. Μόνον πρόσεχε καλώς, να φυλάττης το σώμα σου καθαρόν και αμόλυντον από αμαρτίας και πλέον δεν θέλει σε πλησιάσει ο κακούργος δοάβολος». Τότε ο βασιλεύς και όλοι οι παρευρισκόμενοι έπεσαν προ των ποδών του Αγίου και προσεκύνησαν αυτόν, παρακαλούντες να παραμείνη μετ’ αυτών πάντοτε και να τον έχουν εις πατέρα του βασιλέως. Εις δε εκ των μεγαλυτέρων μάγων της Περσίας είπε προς τον Άγιον· «Ω μάκαρ Επιφάνιε, μάγε ηγαπημένε, ήλθες εδώ δια να κάμης πολλά κατορθώματα. Δίδαξον λοιπόν την τέχνην σου εις τους μάγους μας και αυτοί θέλουν πλέον υπακούει εις σε». Αλλ’ ο Άγιος, ακούσας ταύτα, είπε προς αυτόν· «Ω μάγε, εχθρέ της αληθείας, μάθε να μη λαλής ατάκτους λόγους και να μη νομίζης, ότι ο δούλος του Θεού είναι μάγος της αδικίας. Όθεν, προς σωφρονισμόν σου, λέγω εις σε να μείνης άφωνος και να μη δύνασαι να λαλήσης πλέον». Τότε, ω του θαύματος! Ευθύς, με τον λόγον του Αγίου, ο μάγος έμεινεν άλαλος και ακίνητος. Ταύτα ιδόντες ο βασιλεύς και όλον το εκεί παρευρισκόμενον πλήθος, ετρόμαξαν και έπεσαν όλοι κατά γης. Ο δε Άγιος, εκτείνας την χείρα του και κρατήσας τον βασιλέα, είπε προς αυτόν με ιλαρότητα· «Ανάστα, βασιλεύ, ελθέ εις τον εαυτόν σου και μη φοβείσαι». Ούτως ηγέρθησαν όλοι. Στραφείς δε ο Άγιος προς τον μάγον, είπε· «Συλλογίσθητι καλώς τι βλέπεις και τι ακούεις και πρόσεχε εις την αλήθειαν, ώστε να μη νομίζης εμέ μάγον. Διότι εγώ είμαι δούλος του Εσταυρωμένου Ιησού Χριστού και, εν τω ονόματι Αυτού, λάλει πάλιν, άκουε ως και πρότερον και γίνου φίλος της αληθείας». Ευθύς τότε ο μάγος ήρχισε να ομιλή και εζήτει συγχώρησιν από τον Άγιον, αναγνωρίσας ότι έσφαλε. Μετά ταύτα ο βασιλεύς επρόσταξε και έφεραν χρυσόν, άργυρον, μαργαρίτας και πολυτίμους λίθους, τα οποία, αφού απέθεσε προ του Αγίου, είπε προς αυτόν· «Λάβε ταύτα, ω Πάτερ, και έχε με εις την μνήμην σου». Ο Άγιος όμως απεκρίθη προς τον βασιλέα· «Ημείς καταφρονούμεν όλα αυτά, ως ψευδή και ασήμαντα αγαθά τούτου του κόσμου, δια να απολαύσωμεν τα αληθή και αιώνια αγαθά του ουρανού. Μη λοιπόν δίδης μερίμνας εις εμέ δια τούτων, διότι ο Χριστός με εδίδαξε να μη χρειάζωμαι τοιούτους θησαυρούς. Όθεν λάβε και θάψε πάλιν αυτά εις το θησαυροφυλάκιόν σου. Γνώριζε όμως, ότι όσον καιρόν θα ευρίσκωνται εκεί θα είναι νεκρά και ανενέργητα, διότι προσέχεις μόνον εις αυτά και έχεις πολλήν περί τούτου φροντίδα, καμμίαν όμως ωφέλειαν εις την ψυχήν σου δεν δύνασαι να λάβης εκ τούτων. Μάλιστα έχεις κατά νουν να απολέσης πολλάς ψυχάς δια μέσου του χρυσού, όστις εδωρήθη εις σε παρά του Κυρίου, ίνα δίδης τούτον εις τους έχοντας ανάγκην. Γίνου λοιπόν δίκαιος, πλησιάζων προς τον Θεόν των όλων, καθώς δε ο Θεός έδωκε το χρυσίον εις σε, δίδε αυτό και συ εις τους πτωχούς, δια να μη καταδικασθής εις την μέλλουσαν Κρίσιν και ριφθής εις το αιώνιον σκότος. Διότι τότε θέλεις ενθυμηθή τους ιδικούς μου λόγους χωρίς όφελος. Άκουσον όμως τώρα τους λόγους μου, ίνα τότε αγάλλεσαι πάντοτε. Μη έχης τας βλέψεις επί του κόσμου τούτου και των αγαθών του και τότε όλος ο κόσμος θέλει υποταχθή εις σε. Φυλάττου δε προσεκτικώς από τους μάγους, διότι σε πλανούν δια των σκοτεινών των πράξεων». Μετά ταύτα, ιδών ο Άγιος, ότι έφθασεν η ώρα του γεύματος, είπεν προς τον βασιλέα· «Ήθελον να σου είπω και άλλα πολλά, αλλά δεν προσέχεις. Γνωρίζω, ότι ο λογισμός σου είναι τώρα εις την τράπεζαν. Όθεν ύπαγε, φάγε εξ όλων των φαγητών με μετριότητα, διότι προς ταύτα έχεις εστραμμένον τον λογισμόν σου». Είπε τότε ο βασιλεύς προς τον Άγιον· «Ελθέ, Πάτερ, ίνα συμφάγωμεν». Αλλ’ ο Άγιος απεκρίθη· «Ύπαγε εις την τράπεζαν και φάγε, καθώς σου είπον, εξ όλων των φαγητών, κατά την συνήθειάν σου. Μόνον άπεχε από την αταξίαν. Και εγώ με ολίγον άρτον από πίτυρα και με ολίγον άλας θέλω ικανοποιήσει την ανάγκην του σώματος». Τότε ο βασιλεύς απέλυσεν όλους τους άλλους, και επρόσταξε δε να εισέλθωμεν ημείς εις το κουβούκλιον, όπου και έστειλε προς ημάς διάφορα φαγητά. Ο δε Άγιος, αφού εκράτησε μόνον ένα άρτον, επέστρεψε τα άλλα, φαγόντες δε τούτον εχορτάσθημεν και ηυχαριστήσαμεν τον των όλων Θεόν. Την επομένην έστειλεν ο βασιλεύς και προσεκάλεσε τον Άγιον, όστις και μετέβη προς αυτόν. Καθώς δε επλησίασεν, ηγέρθη ο βασιλεύς από του θρόνου του και απέθεσε το βασιλικόν του σκήπτρον εις την γην, ο δε Άγιος είπεν· «Ανάλαβε, ω βασιλεύ, την άσκησιν του αξιώματος της βασιλείας και ευχαρίστει τον Θεόν, όστις σου το εδώρησε». Και ο βασιλεύς απεκρίθη· «Παρακαλώ σε, Πάτερ, μείνε εδώ μεθ’ ημών και εγώ θέλω πράξει ό,τι μου είπης». Αλλ’ ο Άγιος είπεν· «Εάν διαφυλάξης τους λόγους μου, θα σε ενθυμούμαι και εγώ, όπου και αν ευρίσκομαι». Εμείναμεν δε εις το παλάτιον του βασιλέως δέκα ημέρας. Κατόπιν ο Άγιος είπε προς τον βασιλέα· «Θέλω να αναχωρήσω δια τον τόπον μου, διότι αποζητώ εκείνους οίτινες ευρίσκονται εκεί, συ δε κάθησε εις τον θρόνον σου ήσυχος και μη κηρύξης πόλεμον εναντίον των Ρωμαίων. Διότι, εάν γίνης εχθρός των, θέλεις γίνει εχθρός και με τον Εσταυρωμένον Ιησούν Χριστόν. Εάν δε γίνης εχθρός του Εσταυρωμένου Ιησού, θέλεις κακώς αφανισθή από τους αντιδίκους σου». Τότε ο βασιλεύς, προπορευόμενος και ακολουθούμενος υφ’ όλων των οικείων του, κατευώδωσεν ημάς, αναχωρούντας δια τον τόπον μας. Όταν δε εξήλθομεν του βασιλικού παλατίου και ενώ ακόμη συνώδευεν ημάς ο βασιλεύς μετά της συνοδείας του, συνηντήσαμεν το λείψανον παιδίου άρχοντος τινός, το οποίον μετέφερον με νεκροκρέββατον, δια να το ρίψουν εις τους αστροκύνας, ίνα το φάγουν. Διότι τοιαύτην συνήθειαν έχουν οι Πέρσαι. Ναρίπτουν τους νεκρούς εις τους κύνας, δια να τους τρώγουν. Τότε ο Άγιος είπε προς εκείνους, οίτινες το μετέφερον· «Αποθέσατε, ω τέκνα, το λείψανον, εις την γην, δια να ίδωμεν και ημείς τον νεκρόν». Ευθύς τότε εκείνοι έπραξαν τούτο. Στραφείς δε ο Άγιος προς τον βασιλέα, είπε προς αυτόν· «Ω βασιλεύ, έπρεπε να θάπτετε εις την γην τους νεκρούς σας και όχι να τους ρίπτετε εις τους κύνας δια να τους φάγουν. Γνώριζε δε ότι εις το βασίλειόν σου έχεις πολλούς κακούς ανθρώπους, οι οποίοι θανατώνουν προώρως τους ανθρώπους. Και τούτον δε τον νεκρόν, τον οποίον βλέπεις, άνθρωπος κακότροπος τον εθανάτωσεν αδίκως με μαγείας. Όμως ο Θεός μου, όστις εσταυρώθη επί του ξύλου, θέλει αναστήσει αυτόν προ των οφθαλμών όλων σας». Ως δε είπε ταύτα ο Άγιος, ήγγισε τον νεκρόν δια των χειρών του και προσηυχήθη προς τον φιλάνθρωπον Θεόν, ειπών· «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ο αναστήσας εκ νεκρών τον τετραήμερον Λάζαρον, ανάστησον και τούτον τον νέον». Αφού δε εξεδύθη το επανωφόριόν του, ενέδυσε δια τούτου τον νέον. Διότι συνηθίζουν οι Πέρσαι να κηδεύουν γυμνούς τους αποθνήσκοντας. Ευθύς τότε, ω του θαύματος! ανέστη ο νεκρός και ηυχαρίστει τον Άγιον, ο οποίος είπεν εις τον νέον· «Ύπαγε, τέκνον, εις τον οίκον σου και ενδύθητι με τα συνήθη ενδύματά σου, φέρε δε εις εμέ το επανωφόριόν μου». Τούτο δε είπε, διότι ο Άγιος έφερεν εσωτερικώς τρίχινον υποκάμισον και επ’ αυτού το επανωφόριόν του. Ιδών ο βασιλεύς το θαύμα αυτό, το οποίον ετέλεσεν ο Άγιος, ενόμισεν ότι είναι Θεός. Ο δε Άγιος είπε προς αυτόν· «Μη λογίζεσαι τοιαύτα δι΄ εμέ, ω βασιλεύ, διότι είμαι άνθρωπος ομοιοπαθής και θνητός. Όμως ο Θεός μου, εις τον οποίον επίστευσα, παραχωρεί ταύτα τα σημεία εις εκείνους τους οποίους αγαπά». Αφού δε είπεν ο Άγιος ταύτα και άλλα περισσότερα, προσέθεσεν· «Επίστρεψον, τέκνον, εις το παλάτιόν σου και ημείς αναχωρούμεν δια την πατρίδα μας». Ο δε βασιλεύς ηρώτησεν τον Άγιον· «Πόσους ενόπλους θέλεις, Πάτερ, δια να σε συνοδεύσουν και να σε φυλάττουν καθ’ οδόν;» Ο δε Άγιος απήντησεν· «Έχω τον Θεόν, όστις με φυλάττει και στρατιώτας έχω τους Αγίους Αυτού Αγγέλους». Τότε ο βασιλεύς, προσκυνήσας τον Άγιον, είπεν· «Ύπαγε υγιαίνων, Επιφάνιε, η δόξα των Ρωμαίων, και ενθυμού και ημάς τους ευρισκομένους εις την Περσίαν». Αναχωρήσαντες εκείθεν, ήλθομεν εις την κατοικίαν μας, εις την οποίαν επί τρεις ημέρας δεν είχομεν ύδωρ ούτε δια να πίωμεν. Όθεν, σταθείς ο Άγιος κατ’ ανατολάς, ανέπεμψε προσευχήν προς τον Θεόν τοιαύτα λέγων· «Κύριε ο Θεός ημών, ο την ακρότομον πέτρα διαχαράξας και από ταύτης ύδωρ αναβλύσας και λαόν εκλείποντα ύδωρ ποτίσας, διασπάραξον και την γην ταύτην και ποίησον εξ αυτής ύδωρ πηγάζειν, επί κατοικεσία πενήτων ανθρώπων». Μετά δε την ευχήν ταύτην, ευωδία άρρητος ηπλώθη εις τον τόπον εκείνον. Κλίνας δε τρεις φοράς εις την γην και προσευχηθείς πάλιν, έλαβε μίαν σκαπάνην και ανέσκαψεν ολίγον την γην. Ευθύς τότε ανέβλυσεν ολίγον ύδωρ. Κατόπιν, αφού έσκαψε πάλιν, ανέβλυσεν ύδωρ πολύ, από του οποίου εποτίζετο η γη εκείνη και εφύτρωσε πολλά λαχανικά εις απόλαυσιν και τροφήν μας. Επειδή όμως ήρχοντο εκεί άγρια ζώα και μας έτρωγαν τα λάχανα, εστάθη ο Άγιος εν μέσω των λαχάνων και συνωμίλει μετά των θηρίων, ως να ήσαν άνθρωποι, λέγων· «Διατί, ω θηρία, δίδετε κόπους εις ημάς; Εγώ, επειδή είμαι αμαρτωλός και πτωχός, ήλθον εις τούτον τον τόπον, δια να κλαύσω το πλήθος των αμαρτιών μου και ο Θεός μού έδωκε την παρηγορίαν ταύτην των λαχάνων προς τροφήν, σεις όμως έρχεσθε και τα τρώγετε. Όθεν Αυτός ο Θεός σας προστάζει να μη έλθετε πλέον εδώ και να βλάπτετε τα λαχανικά». Ευθύς δε ως ήκουσαν τα θηρία τούτους τους λόγους, ωσάν να ήσαν άνθρωποι λογικοί ανεχώρησαν και από την ημέραν εκείνην δεν ήλθον πλέον εις τον τόπον μας. Οι δε Σαρακηνοί εκείνοι, οίτινες έκτισαν το κελλίον, ακούσαντες ότι ήλθεν ο Άγιος από την Περσίαν, ήλθον δια να τον ίδουν και να λάβουν την ευλογίαν του. Τότε μας έκτισαν τρία ακόμη κελλία και έπειτα ανεχώρησαν δια τους τόπους των. Διεδόθη δε εις όλην την Φοινίκην, ότι ο Άγιος Επιφάνιος κατοικεί εις το Σπανύδριον και τότε συνηθροίσθησαν εκεί και άλλοι αδελφοί και ούτω είμεθα εν όλω οκτώ. Μίαν ημέραν, αφού ο Άγιος με εκάλεσε, μετέβημεν εις το Μοναστήριον του Αγίου Ιλαρίωνος, προς επίσκεψιν των αδελφών, οι οποίοι μας εδέχθησαν μετά χαράς μεγάλης και μας εφιλοξένησαν επί πολλάς ημέρας. Αλλ’ ο διάβολος, όστις εξ αρχής καταδιώκει τους δούλους τού Θεού, μετεσχηματίσθη εις το σχήμα του Αγίου Επιφανίου και μετέβη εις το Μοναστήριόν μας. Ιδών τότε αυτόν εις αδελφός, εκ των αμελεστέρων, έσπευσεν, ίνα τον προσκυνήση. Πεσών δε κατά γης προσεκύνησε τον πονηρότατον δαίμονα και ευθύς εδαιμονίσθη και έτρεχεν ατάκτως ένθεν κακείθεν. Ο δε Άγιος είπεν εις τον μέγαν Ιλαρίωνα· «Λύκος εισώρμησεν εις το Μοναστήριον και ετάραξεν όλους τους αδελφούς». Όθεν, αφού ησπάσθη τους αδελφούς άπαντας, επεστρέψαμεν εις το Μοναστήριόν μας. Αναπέμψας τότε προσευχήν εις τον φιλάνθρωπον Θεόν, ελύτρωσε τον αδελφόν εκείνον από το δαιμόνιον που τον ηνώχλησεν. Άλλοτε πάλιν ήλθον εις το Μοναστήριον τρεις χωρικοί, εκ των οποίων ο εις κατείχετο υπό δαιμονίου, οι δε άλλοι δύο παρεκάλουν τον Άγιον να αποδιώξη απ’ αυτού το δαιμόνιον. Ο δε Άγιος είπε· «Λάβετε, τέκνα, τον φίλον σας και αναχωρήσατε εν ειρήνη. Διότι, δια του ονόματος του Ιησού Χριστού, δεν υπάρχει πλέον κανέν κακόν εις αυτόν». Πιστεύσαντες τότε εκείνοι εις τον λόγον του Αγίου ανεχώρησαν και έως να φθάσουν εις τας οικίας των έφυγε το δαιμόνιον από τον άνθρωπόν των, όστις και ιάθη τελείως από της ώρας εκείνης. Εις τινα τόπον έρημον, μακράν από το Μοναστήριόν μας έως εξήκοντα στάδια, λέων τις εξήρχετο από την λόχμην του και έτρωγε πολλούς ανθρώπους, εκ των εκείθεν διερχομένων. Όθεν, συναθροισθέντες πάντες οι έχοντες ανάγκην να διαβαίνουν από τον τόπον εκείνον, ήλθον εις το Μοναστήριον και παρεκάλουν μετά δακρύων τον Άγιον να προσευχηθή προς τον Θεόν, ίνα διώξη εκείθεν τον λέοντα. Ο δε Άγιος είπεν· «Εν τω ονόματι του Κυρίου, ας υπάγωμεν εκεί δια να ίδωμεν τον ανθρωποφάγον λέοντα». Όταν λοιπόν έφθασαν εις τον τόπον εκείνον, εξήλθεν ο λέων από του δάσους. Και ως είδε τον Άγιον, έπεσε κατά γης και απέθανεν. Ιδόντες δε οι άνθρωποι το θηρίον νεκρόν, εθαύμαζον. Ο Άγιος είπε τότε προς αυτούς· «Εάν έχετε πίστιν εις τον Ιησούν Χριστόν, κατά τον ίδιον τούτον τρόπον θέλουν πέσει όλοι, όσοι σας επιβουλεύονται». Μεταξύ των άλλων αρετών, τας οποίας εχάρισεν ο Θεός εις τον Άγιον, παρεχώρησε και ταύτην. Να εξηγή τας θείας Γραφάς με όλην την αλήθειαν. όταν λοιπόν ανεγίνωσκεν εις τους αδελφούς την Παλαιάν ή την Νέαν Γραφήν, ηρμήνευεν εις αυτούς και όλα τα αναγινωσκόμενα. Κατ’ εκείνον δε τον καιρόν ευρίσκετο εις την πόλιν Έδεσσαν φιλόσοφός τις και ρήτωρ θαυμαστός, Επιφάνιος το όνομα, ο οποιος, ακούσας δια τον Άγιον, ότι είναι λόγιος και εξηγεί τας Γραφάς, επεθύμησε να συνομιλήση μετ’ αυτού. Εξεκίνησε λοιπόν από την Έδεσσαν και ήλθεν εις το Μοναστήριον. Ως δε είδε τον Άγιον, εγνώρισεν αυτόν και πλησιάσας τον προσεκύνησεν. Ο δε Άγιος είπε προς αυτόν· «Θαυμάζω, φιλόσοφε, και απορώ, δια ποίαν αιτίαν συ, ο μέγας ρήτωρ, να οδοιπορήσης τόσον, διανύων τόσον μακράν οδόν, δια να έλθης εις εμέ τον αμαθή και αμαρτωλόν». Και ο φιλόσοφος είπε· «Μη θαυμάζης δια τούτο, διδάσκαλε πεποθημένε, διότι η μετά σοφών συνομιλία απαιτεί και πολλούς λόγους και όπου λέγονται υπό τούτων λόγοι πολλοί, εκεί αποκτάται και η μάθησις διαφόρων πραγμάτων». Ταύτα ειπών ο φιλόσοφος εσιώπησεν. Ο δε Άγιος ήρχισεν αναγινώσκων το πρώτον βιβλίον της Παλαιάς Γραφής, το της Κοσμοποιϊας, ο δε φιλόσοφος άλλα μεν εκ των γραφομένων παρεδέχετο και εις άλλα αντέλεγεν. Επί τρεις ημέρας λοιπόν αυνδιελέγοντο και δεν συνεφώνουν. Πεισθείς όμως ο φιλόσοφος δια την πολιτείαν και τα ήθη του Άγίου, τον ηγάπησε πολύ και την τετάρτην ημέραν είπε προς τον Άγιον· «Διδάσκαλε, η παραμονή εις τούτον τον τόπον είναι καλή και, εάν ορίζης, αγαπώ να κατοικήσω και εγώ εδώ». Ο Άγιος απεκρίθη· «Τούτο είναι εις την προαίρεσίν σου. Ώστε, εάν θέλης, κατοίκησον». Ο δε φιλόσοφος ηρώτησε· «Να φέρω και τα βιβλία μου;» Ο Άγιος απεκρίθη· «Φέρε ταύτα». Ο δε φιλόσοφος είπεν· «Εγώ δεν φεύγω πλέον από εδώ, αλλά παρακαλώ να στείλης τον Κάλλιστον, δια να φέρη τα βιβλία και όλα μου τα πράγματα». Ήτο δε ο Κάλλιστος υιός Αετίου, του πρώτου επάρχου της Ρώμης, και είχε δαιμόνιον. Νύκτα δε τινα είδεν εν οράματι τον Άγιον Επιφάνιον, λέγοντα προς αυτόν· «Θέλεις, Κάλλιστε, να διώξω από σου το δαιμόνιον»; Και ο Κάλλιστος είπε· «Ποίος είσαι συ, αυθέντα μου, όστις δύνασαι να διώξης το δαιμόνιον»; Και ο Άγιος απήντησεν· «Εγώ είμαι ο Επιφάνιος, από την Φοινίκην της Παλαιστίνης, κατοικώ δε εις το Μοναστήριον το εν τω Σπανυδρίω. Εάν λοιπόν διώξω το δαιμόνιον από σε, έρχεσαι να κατοικήσης μετ’ εμού εις το Μοναστήριον τούτο»; Και ο Κάλλιστος απεκρίθη· «Δίωξον, αυθέντα μου, το δαιμόνιον απ’ εμού και μετά χαράς έρχομαι να κατοικήσω μετά σου». Λέγει ο Άγιος· «Πρόσεξε μη πράξης άλλως, διότι πάλιν θέλει έλθει εις σε το δαιμόνιον». Αφυπνισθείς τότε ο Κάλλιστος διηγήθη εις τον πατέρα του εκείνα τα οποία είδεν εν οράματι και από της ημέρας εκείνης δεν ηνωχλήθη πλέον από το δαιμόνιον. Όθεν, μετά τρεις μήνας, είπε προς τον πατέρα του· «Θέλω, πάτερ, να υπάγω εις την Φοινίκην, δια να εύρω τον Επιφάνιον και να κατοικήσω μετ’ αυτού εις το Σπανύδριον». Ευθύς τότε ο πατήρ του έδωκεν εις αυτόν αργυρά νομίσματα πολλά και απέστειλε τούτον. Ως δε έφθασεν ο Κάλλιστος εις την Φοινίκην, εύρε τον Άγιον και αφού διηγήθη εις αυτόν όλα τα συμβάντα, κατώκησε μεθ’ ημών. Ούτος λοιπόν ο Κάλλιστος, λαβών μεθ’ εαυτού δύο υποτακτικούς και τρεις καμήλους, μετέβη, δια προσταγής του Αγίου, εις την Έδεσσαν και έφερεν εις το Μοναστήριον τα βιβλία του φιλοσόφου. Έκτοτε ο Άγιος και ο φιλόσοφος ευρίσκοντο καθ’ εκάστην εις μεγάλην φιλονεικίαν. Είπε δε προς τον φιλόσοφον ημέραν τινά ο Άγιος· «Ο Προφήτης Δανιήλ λέγει· «Κριτήριον εκάθισε και βίβλοι ηνεώχθησαν» (Δαν. ζ:10), φέρε μου λοιπόν συ, τα ιδικά σου βιβλία και εγώ τα ιδικά μου, εκείνα τα οποία μοι εχάρισεν ο Θεός και ας καθήσωμεν να κριθώμεν μεταξύ μας». Όθεν ετοποθέτησεν ο Άγιος τας θείας Γραφάς εκ δεξιών και ο φιλόσοφος τα βιβλία του εξ αριστερών και ήρχισεν από την αρχήν της Κοσμοποιϊας. Ο μεν Άγιος από της Γενέσεως, την οποίαν συνέγραψεν ο Μωϋσής, ο δε φιλόσοφος από την γένεσιν, την οποίαν συνέγραψεν ο Ησίοδος. Αναγιγνώσκοντες δε τα δύο βιβλία εφιλονείκουν μεταξύ των. Όμως το φως ήτο φως και το σκότος, σκότος. Η Γένεσις, δηλαδή, του Μωϋσέως ήτο αληθής, και η γένεσις του Ησιόδου ήτο ψευδής. Διότι ο Μωϋσής συνέγραψε την Γένεσιν με την χάριν του Θεού, ο δε Ησίοδος εκ Θεού είχε την ζωήν και από των δαιμόνων την πλάνην. Ένα χρόνον ολόκληρον διελέγετο ο Άγιος μετά του φιλοσόφου περίτου θέματος τούτου και δεν ηδύνατο να τον καταπείση δια των λόγων. Ενώ δε ούτως ηγωνίζετο ο Άγιος να καταπείση τον φιλόσοφον, επτά χωρικοί έφεραν εις το Μοναστήριον νέον τινά δαιμονιζόμενον και επειδή δεν ηδύναντο ούτοι να τον κρατήσον, τον έδεσαν με αλυσίδας και τον έφερον. Είπε τότε ο Άγιος προς τον φιλόσοφον, να επικαλεσθή το πλήθος των θεών του, δια να διώξουν το δαιμόνιον από τον νέον. Αλλ’ ο φιλόσοφος ενόμισεν, ότι ενικήθη ο Άγιος και επειδή δεν είχε πλέον τίποτε να προσθέση, είπε τον λόγον τούτον προς αυτόν. Ο δε Άγιος ηννόησε ταύτα και είπε προς τον φιλόσοφον· «Τι λέγεις, ω φιλόσοφε, δια τον νέον τούτον; Ή θεράπευσέ τον συ με τους θεούς σου και εγώ να πιστεύσω εις αυτούς ή θεραπεύει τούτον ο Θεός μου, ο Εσταυρωμένος, και να πιστεύσης συ εις Αυτόν». Ο φιλόσοφος όμως δεν επίστευεν, ότι έλεγε ταύτα αληθώς ο Άγιος, αλλ’ ενόμιζεν, ότι λέγει τι το αστείον. Ο Άγιος όμως επλησίασε τον δαιμονιζόμενον και τον ηρώτησε· «Θέλεις να λύσω τα σίδηρα από τας χείρας σου;» Ακούσας ταύτα ο φιλόσοφος, έτρεξεν ευθύς εντός του κελλίου και έκλεισε καλώς την θύραν, συλλογιζόμενος· «Ούτος ο Μοναχός, ως άπειρος, θέλει να λύση από των δεσμών τον πάσχοντα. Ας φύγω λοιπόν εγώ, δια να μη πάθω κανέν κακόν από αυτόν». Έλυσε δε πράγματι αυτόν ο Άγιος από τα σίδηρα και σφραγίσας τούτον τρις δια του σημείου του ζωοποιού Σταυρού, είπε προς το δαιμόνιον· «Εγώ ο αμαρτωλός Επιφάνιος, ο δούλος του Κυρίου, σε προστάζω εν ονόματι του Ιησού Χριστού, του Εσταυρωμένου Υιού του Θεού, έξελθε από τον άνθρωπον τούτον και μη τον ενοχλήσης πλέον». Ευθύς τότε, ω του θαύματος! εξήλθεν το δαιμόνιον και ο νέος εσωφρονίσθη και επανήλθεν εις καλήν κατάστασιν. Ο δε φιλόσοφος, ανοίξας την θύραν και ιδών τον νέον τεθεραπευμένον, έσπευσε να προσκυνήση τον Άγιον, λέγων· «Ω Επιφάνιε, νικητά και στεφανηφόρε, πιστεύω εις τους λόγους σου δια μέσου των έργων, τα οποία τελούνται, ήτοι δια του θαύματος τούτου, το οποίον βλάπω. Διότι οι λόγοι πετούν εις τον αέρα, αλλά τα έργα καρποφορούν και φαίνονται. Δια τούτο θέλω και εγώ να γίνω δούλος του Εσταυρωμένου». Ο Άγιος είπε τότε προς αυτόν· «Τι θαυμάζεις δια τούτο, ω φιλόσοφε, νομίζων, ότι εγώ ετέλεσα το θαύμα τούτο; Όχι· δεν ενήργησα τούτο εγώ, αλλ’ ο Υιός του Θεού κάμνειτα καλά ταύτα, δια μέσου εκείνων οίτινες πιστεύουν εις Αυτόν». Ακούσας ταύτα ο φιλόσοφος, παρεκάλεσε τον Άγιον να τον βαπτίση. Ωδήγησε τότε αυτόν και εμέ ο Άγιος προς τον μέγαν Ιλαρίωνα, όστις και τον εβάπτισε δια του Αγίου Βαπτίσματος. Έπειτα παρεκάλεσεν ο Άγιος τον μέγαν Ιλαρίωνα και έστειλεν ένα αδελφόν, μετα του Επιφανίου του νεοφωτίστου, εις την Ελευθερόπολιν, προς τον Επίσκοπον, όστις και εχειροτόνησεν αυτόν Ιερέα, μετά δε ταύτα επεστρέψαμεν πάλιν εις το Μοναστήριόν μας. Τότε, προσκαλέσας ο Άγιος άπαντας τους αδελφούς, είπε προς αυτούς· «Αυτός, όστις ενόμιζε πρότερον, ότι είναι μέγας φιλόσοφος, αν και δεν ήτο τίποτε, ιδού ότι τώρα, με την χάριν του Χριστού, έγινε αληθώς φιλόσοφος και άξιος Ιερεύς. Ούτος θέλει είναι εις το εξής και ο Πνευματικός σας πατήρ». Ο Επιφάνιος, λοιπόν, ο φιλόσοφος, κατηξιώθη να λάβη από τον Θεόν τοιούτον εξαίσιον χάρισμα, να γίνη δε και Ηγούμενος των αδελφών. Επειδή δε ήρχοντο πολλοί εις το Μοναστήριον και δεν άφηνον τον Άγιον να ησυχάση, απεφάσισε να αναχωρήση εκείθεν εις τα μέρη της Αιγύπτου. Όθεν, προσκαλέσας τους αδελφούς, είπε προς αυτούς· «Θέλω, τέκνα, να υπάγω εις το Μοναστήριον του μεγάλου Ιλαρίωνος προς επίσκεψιν των εκεί αδελφών». Εκείνοι όμως ηννόησαν ότι θέλει να φύγη και πεσόντες προ των ποδών αυτού παρεκάλουν τούτον, με πολύν κλαυθμόν και οδυρμόν, να μη αναχωρήση. Ευσπλαγχνισθείς τότε αυτούς ο Άγιος είπεν, ότι δεν φεύγει. Αλλά δεν παρήλθον δέκα ημέραι και νύκτα τινά με εκάλεσε να τον ακολουθήσω. Μετέβημεν τότε εις τα Ιεροσόλυμα, όπου προσεκυνήσαμεν την ζωήν ημών, τον Τίμιον Σταυρόν του Κυρίου. Αφού δε διήλθομεν εξ όλων των Αγίων Τόπων και προσεκυνήσαμεν, εξήλθομεν από την Ιερουσαλήμ δια να μεταβώμεν εις την Αίγυπτον. Καθ’ οδόν, συνήντησεν ημάς γυνή τις δαιμονιζομένη, ήτις, ορμήσασα κατά του Αγίου, έσχισε το επανωφόριον αυτού. Ευθύς τότε εξήλθεν εξ αυτής το δαιμόνιον και προσπεσούσα εις τους πόδας του Αγίου παρεκάλει τούτον να την συγχωρήση και να μη οργισθή κατ’ αυτής. Ο Άγιος είπε τότε προς την γυναίκα· «Ύπαγε υγιής εις τον οίκον σου, διότι εκείνος όστις έσχισε το επανωφόριόν μου έφυγεν». Ούτως η γυνή επέστρεψεν εις τον οίκον της υγιής και ημείς κατήλθομεν εις την Ιόππην, την κοινώς λεγομένην Γιάφαν, από όπου, εισελθόντες εις πλοιάριον, επλεύσαμεν εις την Αλεξάνδρειαν. Εκεί συνηντήσαμεν νομοδιδάσκαλόν τινα των Εβραίων, Ακύλαν το όνομα, μετά του οποίου ο Άγιος ήρχισε να συνδιαλέγεται επί χωρίων της Παλαιάς Γραφής και ήλθον εις πολλήν φιλονικίαν την ημέραν εκείνην. Την δε επομένην, ενώ συνωμίλουν πάλιν, εμάκρυνον τον λόγον, εις δε το τέλος ο Ακύλας, καταπεισθείς εκ των λόγων του Αγίου, εζήτησε να γίνη Χριστιανός. Όθεν, παραλαβών τούτον μεθ’ εαυτού ο Άγιος, τον ωδήγησε προς τον μέγαν Αθανάσιον, τον Πάπαν και Πατριάρχην της Αλεξανδρείας, δια να τον κατηχήση. Ημείς δε, εξελθόντες της πόλεως, μετεβαίνομεν προς τα μέρη της άνω Θηβαϊδος. Καθ’ οδόν συνηντήσαμεν μαθητήν τινα του μεγάλου Αντωνίου, Παφνούτιον καλούμενον, προς τον οποίον είπεν ο Άγιος· «Ευλόγησον ημάς, Πάτερ». Εκείνος δε απεκρίθη· «Ευλογημένοι υμείς εν ονόματι Κυρίου». Αφού δε ο Παφνούτιος ούτος είπε την εχήν, αντηλλάξαμεν τον ασπασμόν και εκαθήσαμεν ολίγον εις τον τόπον εκείνον, δια να λάβωμεν αναψυχήν. Τότε ο Άγιος ηρώτησε τον Παφνούτιον δι’ όλα εκείνα τα οποία κατώρθωσεν ο Μέγας Αντώνιος, ούτος δε διηγήθη πάντα. Έπειτα ο Άγιος είπε· «Θέλω, Πάτερ, να κατοικήσω εις την Νιτρίαν». Απεκρίθη ο Παφνούτιος· «Ύπαγε υγιαίνων και απόλαυε τους εκεί Πατέρας. Σύναξε δε και χόρτον θερμόν· έπειτα πήγαινε εις την Κύπρον και τρέφε πρόβατα εις ιματισμόν και τίμα παίδας, ίνα ώσιν άρνες». Κατόπιν, αφού πάλιν προσηυχήθησαν επ’ αρκετόν, ηκολουθήσαμεν ο καθ’ εις τον δρόμον του. Ήτο δε εις τα περίχωρα της Λεοντοπόλεως Μοναχός τις, Ιέραξ καλούμενος, ο οποίος ενήστευε πολύ και ούτε έλαιον έτρωγεν, ούτε οίνον έπινε και υπό τινων ενομίζετο, ότι είναι άνθρωπος αγαθός και ότι έχει προορατικόν. Ακούσας ταύτα ο Άγιος, επόθησε να ίδη τούτον. Όθεν, μεταβάντες εις το Μοναστήριόν του, εύρομεν πλήθος ανθρώπων, οίτινες ηκροώντο την διδασκαλίαν του. Ιδών δε ο Ιέραξ τον Άγιον, ηρώτησε πόθεν ήτο και πως ωνομάζετο. Μαθών τότε ότι ήτο από την Παλαιστίνην και ωνομάζετο Επιφάνιος, εδειλίασε πολύ, διότι είχεν ακούσει δια τον Άγιον, ότι ήτο λόγιος και είχε προορατικόν, όμως εξηκολούθησε να διδάσκη τον λαόν. Ομιλών δε περί της αναστάσεως των νεκρών, έλεγεν, ότι εις τον μέλλοντα αιώνα, δεν ανασταίνεται αυτή η ιδία σαρξ του ανθρώπου, αλλ’ αντ’ αυτής ανασταίνεται άλλη και ότι αύτη διαλύεται εις την γην, κατά το «Γη ει και εις γην απελεύση» (Γεν. γ:19) και ότι όσοι απέθανον παιδία, εν τη αναστάσει δεν θα είναι τέλειοι κατά την ηλικίαν. Ακούσας ταύτα ο Άγιος ηδημόνησε και είπε προς αυτόν· «Να μείνη άλαλον το στόμα σου, δια να μάθης να μη βλασφημής». Ευθύς δε, με τον λόγον του Αγίου, έμεινεν ο Ιέραξ εις τον τόπον ακίνητος και άλαλος. Ιδόντες τότε οι άνθρωποι το θαύμα, το οποίον ετελέσθη δια του Αγίου ειςτον Ιέρακα, έμειναν όλοι εκστατικοί. Ήρχισε λοιπόν ο Άγιος να τους διδάσκη περί αναστάσεως, φέρων μαρτυρίας από τας θείας Γραφάς. Παρήλθον δε έως τρεις ώραι και ο Ιέραξ έμεινεν άλαλος. Μετά δε ταύτα είπεν ο Άγιος προς αυτόν· «Ήκουσας την πίστιν την βεβαίαν και λάλει πλέον τον λόγον τον αληθινόν». Ευθύς τότε ελύθη ο δεσμός της γλώσσης του Ιέρακος και έλεγεν, ότι έσφαλε και μετανοεί δια το σφαλερόν εκείνο φρόνημα, το οποίον είχε περί της αναστάσεως των νεκρών. Αναχωρήσαντες εκείθεν μετέβημεν εις την άνω Θηβαϊδα προς τον Ιωάννην, άνδρα θαυμάσιον και πολύ ενάρετον, όστις μας εδέχθη με πολλήν αγάπην και ιλαρότητα. Τινές δε άνθρωποι, από τους τόπους εκείνους, είχον φέρει εις τον Ιωάννην νέον τινά δαιμονιζόμενον, τον οποίον είχον δεμένον, δια να μένη πλησίον τούτου. Και ως ο πάσχων είδε τον Άγιον, έλεγε μεγαλοφώνως· «Τι ήλθες εδώ, Επιφάνιε, δούλε του Θεού;» Από δε της έκτης ώρας έως της ενάτης τοιουτοτρόπως εφώναζεν. Έπειτα, κόπτων εξαίφνης τα δεσμά, έδραμε προς τον Άγιον και εγγίζων τους πόδας του Αγίου εφώναζε· «Δούλε του Θεού, απόλυσόν με, δια τον Θεόν, τον οποίον συ πιστεύεις». Διότι ο Άγιος Επιφάνιος είχεν είπει πρότερον εις το δαιμόνιον να μη εξέλθη από τον νέον, δια να μη γνωρίση ο Ιωάννης, ότι διώκει δαιμόνια. Τότε ο Άγιος είπε προς τον νέον· «Εγέρθητι, άνθρωπε, διατί με ενοχλείς»; Ευθύςδε, ω του θαύματος! εξήλθεν από τον νέον το δαιμόνιον και ούτος ηγέρθη υγιής, ευχαριστών τον Άγιον. Εμείναμεν δε πλησίον του Ιωάννου τρεις ημέρας και έπειτα κατήλθομεν εις τα Βουκόλια, όπου εμείναμεν επτά χρόνους. Όμως εκεί είχεν πολλήν ενόχλησιν ο Άγιος από τους ανθρώπους. Ήλθε δε ποτε εις τον Άγιον και φιλόσοφος τις, Ευδαίμων καλούμενος, και συνδιελέγετο επί δέκα ημέρας. Και ο μεν Άγιος απεδείκνυε την αλήθειαν από τας θείας Γραφάς, ο δε φιλόσοφος αντέλεγεν, ανωφελώς φιλονεικών. Είχε δε ο Ευδαίμων μετ’ αυτού και το παιδίον του τυφλόν από τον ένα οφθαλμόν. Ο δε Άγιος είπε μίαν ημέραν· «Βλέπω, φιλόσοφε, ότι είσαι εστολισμένος και με λόγον και με πλούτον και έχεις ακόμη και πολλούς θεούς. Αλλά διατί δεν φροντίζεις δια το παιδίον σου, να ιατρευθή ο οφθαλμός του»; Ακούσας τούτο εγέλασεν ο φιλόσοφος και είπε προς τον Άγιον· «Αν εις όλην την οικουμένην ήτο μόνον το ιδικόν μου παιδίον να μη έχη οφθαλμόν, ήθελον φροντίσει δι’ αυτό· αλλ’ αφού είναι αναρίθμητοι εις τον κόσμον εκείνοι, οίτινες δεν έχουν κανένα οφθαλμόν, τι να φροντίσω εγώ δια τούτο, το οποίον, επί τέλους έχει τον ένα οφθαλμόν»; Του λέγει ο Άγιος· «Αν όμως ήτο μόνον το ιδικόν σου παιδίον, τι ήθελες κάμει δια να το ιατρεύσης»; Εκείνος είπε· «Τίποτε άλλο, εκτός του να συλλογίζωμαι πολλάκις και να λέγω, ότι ουδείς είναι εις όλον τον κόσμον, ως το ιδικόν μου παιδίον». Ο δε Άγιος είπε· «Μη εκλαμβάνης τους λόγους μου, φιλόσοφε, ως αστείους, διότι εν μέσω ημών είναι ο Θεός· αλλά φέρετο παιδίον σου και ιδέ την δόξαν του Θεού». Ευθύς τότε, λαβών εκ της χειρός το παιδίον του Ευδαίμονος, εσφράγισε με το σημείον του ζωοποιού Σταυρού τον τυφλόν οφθαλμόν του τρεις φοράς και, ω του θαύματος! αμέσως ανέβλεψεν. Ως δε είδεν ο Ευδαίμων τούτο το θαύμα, παρεκάλεσε τον Άγιον να τον κάμη Χριστιανόν. Αλλ’ ο Άγιος του είπε να μεταβή εις τον Επίσκοπον, όστις και τον εβάπτισε δια του Αγίου Βαπτίσματος. Εγένετο δε ο Άγιος περιβόητος εις όλην την Αίγυπτον και εζήτουν οι Επίσκοποι να εύρουν την ευκαιρίαν, δια να τον χειροτονήσουν Επίσκοπον. Ο Θεός όμως, όστις ήτο οδηγός του Αγίου, απεκάλυψε τούτο εις αυτόν. Όθεν, αναχωρήσαντες εκείθεν, επεστρέψαμεν πάλιν εις την πατρίδα μας και μετέβημεν εις το Μοναστήριον του μεγάλου Ιλαρίωνος. Ως δε οι αδελφοί είδον τον Άγιον, εχάρησαν χαράν μεγάλην, διότι εις μεγάλην λύπην ευρίσκοντο, επειδή ο μέγας Ιλαρίων είχεν αναχωρήσει από το Μοναστήριον, δια την πολλήν ενόχλησιν την οποίαν επροξένουν οι άνθρωποι εις αυτόν, και είχε μεταβή εις την Κύπρον, εις τα μέρη της Πάφου. Εμείναμεν δε εκεί τεσσαράκοντα ημέρας και έπειτα ανεχωρήσαμεν δια το Μοναστήριόν μας, εις το οποίον ο Άγιος έκαμεν Ηγούμενον, ως προείπομεν, τον Εδεσσηνόν Επιφάνιον, όστις συνήθροισεν εκεί πλήθος Μοναχών, τους οποίους πολύ επεμελείτο, διότι και αυτός ήτο άνθρωπος θαυμαστός. Βλέποντες δε τον Άγιον οι αδελφοί, έχαιρον μεγάλως και εδόξαζον τον Θεόν. Επειδή δε ενέσκηψε πείνα εις όλην την Φοινίκην και ανομβρία μεγάλη, συνήχθησαν πλήθη ανθρώπων και ήλθον προς τον Άγιον, παρακαλούντες να αναπέμψη προσευχήν προς τον φιλάνθρωπον Θεόν, ίνα δώση βροχήν εις την γην και ούτω να παραγάγη αύτη τους καρπούς της. Ο δε Άγιος είπε προς αυτούς· «Τι με ενοχλείτε, άνθρωποι; Και εγώ άνθρωπος αμαρτωλός είμαι». Εκείνοι όμως δεν παρητούντο, αλλά παρεκάλουν τούτον περισσότερον, έως ότου έφθασεν η ενάτη ώρα της ημέρας. Τότε ο Άγιος είπε προς τον Ηγούμενον· «Πρόσταξον τους αδελφούς να ετοιμάσουν τράπεζαν δια τους ανθρώπους τούτους, δια να φάγουν, να ευφρανθούν και κατόπιν να επιστρέψουν εις τον τόπον των». Ως δε εκείνοι μετέβησαν εις την τράπεζαν, εισήλθε και ο Άγιος εντός του κελλίου του και κλίνας τα γόνατα εις την γην παρεκάλει τον Θεόν να πέμψη βροχήν εις την διψώσαν γην. Ευθύς τότε με την προσευχήν του Αγίου εγέμισεν ο ουρανός από νέφη και αστραπαί και βρονταί εγένοντο και έβρεξε βροχήν μεγάλην. Οι δε άνθρωποι ηγέρθησαν από της τραπέζης και εδόξαζον τον Θεόν. Έβρεχε δε συνεχώς επί τρεις ημέρας εις όλην την Φοινίκην. Οι δε άνθρωποι εκείνοι ήλθον εις το κελλίον του Αγίου και παρεκάλουν τούτον να σταματήση, δια στόματός του, την βροχήν. Ο δε Άγιος είπε προς αυτούς· «Διατί, τέκνα μου, έχετε δι’ εμέ τοιούτους λογισμούς; Άνθρωπος είμαι και εγώ, όπως και σεις. Όμως ο ευεργέτης ημών Θεός γνωρίζει τίνος έχομεν ανάγκην και μας το προσφέρει». Εκείνοι δε παρεκάλουν περισσότερον τον Άγιον. Είπε τότε πάλιν ο Άγιος προς τον Ηγούμενον· «Πρόσταξον να ετοιμάσουν τράπεζαν δια τους ανθρώπους, δια να φάγουν και να πίουν και κατόπιν να επιστρέψουν εις τον τόπον των». Μεταβάντες δε ούτοι εις την τράπεζαν, παρεκάλεσαν τον Άγιον να ευλογήση. Ως δε ο Άγιος είπεν· «Ευλογητός ο Κύριος», ευθύς εστάθη η βροχή. Αλλ’ εξ αιτίας της πολλής ενοχλήσεως την οποίαν έδιδον οι άνθρωποι εις τον Άγιον, εζήτησεν ούτος πάλιν να αναχωρήση εκείθεν. Κατ’ εκείνον δε τον καιρόν συνηθροίσθησαν οι Επίσκοποι του τόπου εκείνου, ίνα χειροτονήσουν Επίσκοπον δια τινα χηρεύουσαν Επισκοπήν. Εξετάζοντες δε να εύρουν άξιον τινα δια το αξίωμα τούτο, έκριναν εύλογον να χειροτονήσουν τον Επιφάνιον. Προσκαλέσαντες τότε Μοναχόν τινά, πολύ ευλαβή, Πολύβιον ονομαζόμενον, όστις εγνώριζε τον Άγιον, είπον προς αυτόν· «Παράλαβε ταχύ τι υποζύγιον και ύπαγε εις το Μοναστήριον να ίδης εάν είναι εκεί ο Επιφάνιος και επίστρεψον ταχέως να μας φέρης απάντησιν, πρόσεξε μόνον να μη φανερώσης εις ουδένα, ούτε εις τον Επιφάνιον, ότι σε απεστείλαμεν ημείς». Ως δε ο Πολύβιος έφθασεν εις το Μοναστήριον, μετέβη προς τον Άγιον, ίνα τον ασπασθή. Και ο Άγιος τον ηρώτησε· «Δια ποίαν αιτίαν ήλθες εδώ, τέκνον»; Απεκρίθη ο Πολύβιος· «Εγώ, Πάτερ μου, θέλω να λέγω πάντοτε την αλήθειαν». Είπε τότε προς αυτόν ο Άγιος· «Ήλθες, τέκνον, διότι σε έστειλαν οι Επίσκοποι να ίδης, εάν είμαι εδώ. Όμως ο αμαρτωλός Επιφάνιος οδοιπορεί από τόπου εις τόπον, στενάζων και τρέμων δια τας αμαρτίας του και δεν είναι άξιος να γίνη Επίσκοπος. Συ δε, τέκνον μου, μείνε εδώ και άφες τους Επισκόπους να ζητούν τους αξίους δια την Επισκοπήν». Ο Πολύβιος τότε εδέχθη τον λόγον του Αγίου και, αποστείλας το υποζύγιον, έμεινεν εκεί. Ο δε Κύριος, όστις ήτο οδηγός του Αγίου, εφώτισεν αυτόν να υπάγη εις την Κύπρον· και την νύκτα εκείνην, παραλαβών εμέ και τον Πολύβιον, εξήλθομεν από το Μοναστήριον και μετέβημεν εις τα Ιεροσόλυμα, δια να προσκυνήσωμεν την ζωήν ημών, τον Τίμιον Σταυρόν. Μετά τρεις ημέρας, κατελθόντες εις την παραλίαν, εισήλθομεν εις πλοιάριον και εταξιδεύσαμεν εις την Πάφον, ερωτώντες δε μετέβημεν προς τον μέγαν Ιλαρίωνα, μετά του οποίου, ότε συνηντήθημεν, μεγάλην χαράν ησθάνθημεν άπαντες και εμείναμεν εκεί δύο μήνας. Μεγάλην δε ενόχλησιν είχεν ο Ιλαρίων από τους ανθρώπους, οίτινες ήρχοντο προς αυτόν. Ότε δε απεφάσισεν ο Άγιος να αναχωρήσωμεν εκείθεν, ηρώτησεν αυτόν ο Ιλαρίων· «Που θέλεις να υπάγης, τέκνον»; Και ο Άγιος απεκρίθη· «Θέλω να υπάγω εις την Γάζαν». Εκείνος τότε είπε· «Να υπάγης εις την Σαλαμίνα και εκεί θέλεις εύρει τόπον δια να κατοικησης». Αλλ’ ο Άγιος δεν ήθελε να υπάγη εκεί. Όθεν ο μέγας Ιλαρίων είπε πάλιν· «Σοι είπον, τέκνον, ότι εκεί είναι ανάγκη να υπάγης και εκεί να κατοικήσης και μη παρακούσης τους λόγους μου, δια να μη κινδυνεύσης εις την θάλασσαν». Καυελθόντες τότε ημείς εις την παραλίαν, εύρομεν δύο πλοιάρια, εκ των οποίων το εν ανεχώρει δια την Γάζαν, το δε έτερον δια την Σαλαμίνα, εισήλθομεν δε εντός εκείνου το οποίον έμελλε να ταξιδεύση δια την Γάζαν. Ενώ δε εταξιδεύομεν, τόσον μεγάλη τρικυμία εξέσπασεν, ώστε το πλοίον εκινδύνευε να συντριβή, επί τρεις δε ημέρας είμεθα απηλπισμένοι. Και την τετάρτην ημέραν μετά βίας εφθάσαμεν εις την Σαλαμίνα και ότε εξήλθομεν του πλοιαρίου εκείνου, επέσαμεν άπαντες εις την γην ως νεκροί εκ της πολλής ταλαιπωρίας και ασιτίας. Αφού δε εμείναμεν εκεί τρεις ημέρας, επανήλθομεν, με την Χάριν του Θεού, εις καλήν κατάστασιν. Αλλά πάλιν ο Άγιος ήθελε να αναχωρήσωμεν εκείθεν. Ήσαν δε εκεί συνηγμένοι όλοι οι Επίσκοποι της Κύπρου, επειδή ο Επίσκοπος της Σαλαμίνος είχε αποθάνει και ήθελον να χειροτονήσουν έτερον. Παρεκάλουν δε τον Θεόν να αποκαλύψη εις αυτούς εκείνον όστις θα έχη την δύναμιν να ποιμάνη θεαρέστως το ποίμνιον του Χριστού. Ο δε Επίσκοπος της Κυθρίας ήτο άνθρωπος αγιώτατος αξιωθείς να λάβη και Μαρτύριον, διότι πολλά βασανιστήρια υπέστη από τους ειδωλολάτρας δια τον Χριστόν, κατόπιν δε τούτων απελύθη. Ήτο δε γηραιός πολύ και επί πεντήκοντα οκτώ χρόνους ήτο Επίσκοπος. Όθεν όλοι οι Επίσκοποι είχον τούτον ως πατέρα, διότι, συν ταις άλλαις αρεταίς, ήτο Ομολογητής και γέρων, ήτο δε και προορατικός. Εις τούτον λοιπόν τον αγιώτατον Επίσκοπον, Πάππον ονομαζόμενον, απεκάλυψεν ο Θεός να χειροτονήσουν Επίσκοπον Σαλαμίνος τον Επιφάνιον. Ήτο δε τότε ο καιρός των σταφυλών και ως απεφάσισεν ο Άγιος να εισέλθωμεν εις το πλοιάριον, δια να μεταβώμεν εις την Γάζαν, είπε προς εμέ και τον Πολύβιον· «Ας υπάγωμεν εις την αγοράν δια να αγοράσωμεν σταφυλάς, ίνα έχωμεν κατά το ταξίδιόν μας». Εις δε την αγοράν ηγόρασεν ο Άγιος δύο ωραίας σταφυλάς και είπε προς τον πωλητήν· «Τι θέλεις να σου δώσω δι’ αυτάς»; Είχε δε συνήθειαν να μη αντιλέγη, αλλ’ ό,τι εζήτει ο πωλητής το έδιδεν. Ενώ δε ο πωλητής έλεγεν εις αυτόν την τιμήν των σταφυλών, έφθασεν εκεί ο Όσιος Πάππος, βασταζόμενος υπό δύο Διακόνων. Ήσαν δε μετ’ αυτού και έτεροι τρεις Επίσκοποι. Και είπε προς τον Επιφάνιον· «Άφησε, Αββά, τας σταφυλάς και ακολούθησον ημάς εις την Εκκλησίαν». Εκείνος τότε, ενθυμηθείς τον θείον εκείνον λόγον, καθ’ ον «Ευφράνθην επί τοις ειρηκόσι μοι, εις οίκον Κυρίου πορευσόμεθα» (Ψαλμ. ρκα:1), ηκολούθησε τον Πάππον εις την Εκκλησίαν. Τότε ο Πάππος είπε· «Κάμε ευχήν, ω Πάτερ». Ο δε Επιφάνιος απεκρίθη· «Συγχώρησόν μοι, Πάτερ, διότι δεν είμαι Ιερωμένος». Ακούσας τότε τούτο ο Πάππος έψαλε το «Ειρήνη πάσι» και ευθύς εις Διάκονος έλαβεν εκ της κεφαλής τον Επιφάνιον, συμβοηθούντων δε και άλλων πολλών Διακόνων, με βίαν πολλήν ωδήγησαν αυτόν εις το Άγιον Βήμα, προς τον Πάππον, όστις τον εχειροτόνησε Διάκονον, την επομένην ημέραν Ιερέα και την τρίτην, μετά των άλλων Επισκόπων, εχειροτόνησεν αυτόν Επίσκοπον. Μετά την απόλυσιν, ενώ ανήρχοντο εις την Επισκοπήν, είπεν ο Πάππος προς τον Επιφάνιον· «Πρόσταξε να ετοιμάσουν τράπεζαν δια τους Πατέρας, ίνα φάγωμεν και ευφρανθώμεν δια την Αρχιερωσύνην σου». Εκείνος όμως, λογιζόμενος το βάρος της Αρχιερωσύνης και λυπούμενος δια τούτο πολύ, έκλαιε και εθρήνει απαρηγόρητα. Τότε ο Πάππος, βλέπων αυτόν κλαίοντα, είπεν· «Έπρεπεν εγώ να σιωπήσω, αλλά συ, τέκνον, μου δίδεις αιτίαν να γίνω άφρων και να σου αποκαλύψω τα γενόμενα. Γνώριζε λοιπόν, ότι άπαντες ούτοι οι Επίσκοποι, οίτινες συνηθροίσθησαν εδώ με τον σκοπόν να εύρουν άξιον τινα δια να χειροτονήσουν Αρχιεπίσκοπον, ανέθεσαν εις εμέ, τον αμαρτωλόν, τούτον τον αγώνα, λέγοντές μοι να παρακαλέσω τον Θεόν, να μου αποκαλύψη τον άξιον. Λοιπόν, τότε εκλείσθην εις το κελλίον και παρεκάλουν τον Θεόν δια τούτο, έλαμψεν αστραπή εντός του κελλίου και ήκουσα φωνήν, λέγουσαν προς εμέ τον αμαρτωλόν· «Πάππε, Πάππε, άκουσον!» Εγώ δε εφοβήθην πολύ και είπον· «Τι με προστάζει ο Κύριός μου;» Είπε τότε η φωνή ιλαρώς· «Παράλαβε μετά σου τους Διακόνους, κάτελθε εις την αγοράν και εκεί θα εύρης Μοναχόν τινα, αγοράζοντα σταφυλάς. Μετ’ αυτού θα είναι και δύο Μοναχοί, το δε πρόσωπόν του ομοιάζει με την εικόνα του Προφήτου Ελισσαίου και ονομάζεται Επιφάνιος. Τούτον χειροτόνησον Επίσκοπον. Αλλά μη φανερώσης τούτο ευθύς εις αυτόν, δια να μη φύγη». Ιδού έγινα άφρων, λέγων ταύτα, διότι συ με ηνάγκασες. Λοιπόν συλλογίσθητι τι κάμνεις και πρόσεχε καλώς τον εαυτόν σου, δια να μη φανής αντίθετος εις το θέλημα του Θεού. διότι εγώ απεστάλην από τον Θεόν και έπραξα εκείνο το οποίον είχον χρέος να πράξω και είμαι αθώος ως προς τούτο. Συ δε όψη δι’ όλα ταύτα». Ακούσας ταύτα ο Άγιος, έπεσε κατά γης και προσεκύνησε τον Όσιον Πάππον ειπών· «Μη οργίζεσαι, Πάτερ, κατ’ εμού, διότι είμαι αμαρτωλός άνθρωπος και δεν ήμην άξιος να ανέλθω εις το ύψος της Αρχιερωσύνης, δια τούτο λυπούμαι». Ταύτα ειπών και προσκυνήσας όλους τους Επισκόπους, επρόσταξε και ητοίμασαν τράπεζαν δι’ αυτούς. Αφού δε έφαγον και ηυφράνθησαν, μετέβη έκαστος Επίσκοπος εις την ιδίαν αυτού Επισκοπήν. Μετά τρεις ημέρας καλός τις και ευλαβής Χριστιανός, Ευγνώμων καλούμενος, εφυλακίσθη από πλούσιον τινά, Δράκοντα ονομαζόμενον, δι’ εκατόν νομίσματα, τα οποία ώφειλεν εις αυτόν. Επειδή δε ο Ευγνώμων ήτο από την Ρώμην, ως ξένος δεν είχε κανένα, ο οποίος να τον απελευθερώση από την φυλακήν. Μαθών τούτο ο Άγιος μετέβη εις τον Δράκοντα και τον παρεκάλεσε να απολύση εκ της φυλακής τον Ευγνώμονα. Αλλ’ ο Δράκων, θηριώδης ων και ανήμερος κατά την γνώμην, απεκρίθη προς τον Άγιον· «Ύπαγε, παραβάτα των νόμων της πολιτείας μας, και φέρε μου τα εκατόν νομίσματα, τα οποία μου χρεωστεί ο φίλος σου και κατόπιν παράλαβέ τον». Μετέβη λοιπόν ο Άγιος εις την Επισκοπήν και αφού έλαβε τα εκατόν νομίσματα, τα οποία ευρίσκοντο εις την Επισκοπήν δια τας ανάγκας της Εκκλησίας, έδωκε ταύτα εις τον Δράκοντα και ούτω ο Ευγνώμων εξήλθε της φυλακής. Διάκονος δε τις της Εκκλησίας, Χαρίνος το όνομα, πολύ άτακτος, εξήγειρεν άπαντας τους Κληρικούς εναντίον του Αγίου, λέγων προς αυτούς· «Ούτος ο ξένος (δηλαδή ο Επιφάνιος) θέλει καταφάγει όλα τα υπάρχοντα της Εκκλησίας. Έλθετε λοιπόν ίνα τον εκδιώξωμεν, διότι θα είμεθα και ημείς ένοχοι δια την αμαρτίαν ταύτην». Ήτο δε ο Χαρίνος πλούσιος πολύ και εζήτει να εκδιώξη τον Άγιον δια να γίνη αυτός Επίσκοπος. Ως δε μετέβησαν οι Κληρικοί προς τον Άγιον, είπε προς αυτόν ο Χαρίνος· «Δεν ηυχαριστήθης, Επιφάνιε, όπου ήλθες χωρίς επανωφόριον και απέλαβες την Εκκλησίαν, αλλά διασκορπίζεις, ως ξένος, τα υπάρχοντα αυτής; Ποίος θέλει ανεχθή τούτο; Ή επίστρεψον τα εκατόν νομίσματα της Εκκλησίας ή πήγαινε εις την πατρίδα σου». Μαθών ο Ευγνώμων τα γενόμενα μετέβη εις την Ρώμην και αφού επώλησεν όλα τα υπάρχοντά του, έφερεν όσα χρήματα εσύναξεν εις τον Άγιον και έμεινε μετ’ αυτού έως του θανάτου του. Ο δε Άγιος, αφού παρέλαβε τα χρήματα, έδωκε τα εκατόν νομίσματα εις τον Χαρίνον, τα δε άλλα διένειμεν εις τους πτωχούς. Ο Χαρίνος όμως ως δόλιος προσκάλεσε τους Κληρικούς και είπε προς αυτούς· «Λάβετε τα εκατόν νομίσματα, τα οποία διέσωσα από τον Επιφάνιον, όστις τα είχε διασκορπίσει». Οι δε Κληρικοί γνωρίσαντες την αλήθειαν δεν ηθέλησαν κατ’ ουδένα τρόπον να τα κρατήσουν, αλλ’ είπον προς αυτόν να τα επιστρέψη εις τον Άγιον, από τον οποίον αδίκως τα έλαβεν. Εκείνος όμως ούτε με τον λόγον των Κληρικών τα απέδωκεν εις τον Άγιον, αλλά τα εκράτησε. Και άλλας δε πολλάς ραδουργίας εμηχανεύθη ούτος κατά του Αγίου, όστις όμως ουδόλως εμνησικάκησε κατ’ αυτού, δι’ όσα εναντίον του ενήργησε εκείνος. Μίαν δε φοράν, ότε, ως συνήθως, εφιλοξενούντο οι Κληρικοί εις την Επισκοπήν και άπαντες ήσαν εις την τράπεζαν τρώγοντες, ο δε Άγιος εδίδασκεν αυτούς, διότι συνήθιζε πάντοτε να κρατή εις τας χείρας του το Άγιον Ευαγγέλιον και να διδάσκη νύκτα και ημέραν τον λόγον του Θεού, κόραξ τις εξέβαλε κραυγάς δυνατάς, ο δε Χαρίνος είπε προς τους συντρώγοντας Κληρικούς· Ποίος εξ υμών γνωρίζει τι είπεν ο κόραξ;» Αλλ’ οι Κληρικοί, ακούοντες με προσοχήν τον λόγον του Θεού, τον οποίον εδίδασκεν ο Άγιος, δεν έδωσαν ακρόασιν εις τους λόγουςτου Χαρίνου. Εφώναξε δε και δια δευτέραν και τρίτην φοράν ο κόραξ, οπότε και πάλιν ο Χαρίνος είπε προς τους συνδαιτυμόνας· «Σας ηρώτησα, ποίος εξ υμών γνωρίζει τι είπεν ο κόραξ;» Τότε ο Άγιος, χωρίς ουδόλως να ταραχθή, αλλά με πολλήν ιλαρότητα, είπε προς τον Χαρίνον· «Εγώ γνωρίζω τι είπεν ο κόραξ». Ο Χαρίνος συνέχισε· «Φανέρωσόν μοι τι είπεν ο κόραξ και θέλεις εξουσιάσει όλα μου τα υπάρχοντα». Ο Άγιος τότε απεκρίθη· «Ο κόραξ είπεν, ότι δεν είσαι άξιος να είσαι Διάκονος». Ευθύς δε με τον λόγον του Αγίου, τρόμος κατέλαβε τον Χαρίνον και ούτε ελάλησε πλέον, ούτε έφαγεν, ούτε έπιε. Βαστάζοντες δε αυτόν οι δούλοι του, μετέφερον τούτον εις την οικίαν του και τον ετοποθέτησαν επί της κλίνης, την δε επομένην απέθανεν. Είχε δε ούτος σύζυγον ευλαβή πολύ και αγαθήν, η οποία, επειδή δεν είχε τέκνον, προσέφερεν όλα τα υπάρχοντά της εις τον Άγιον και εγένετο Διάκονος της Εκκλησίας. Αλλ’ η χειρ της ήτο παράλυτος επί δέκα χρόνους, ως δε εσφράγισε ταύτην ο Άγιος με το σημείον του ζωοποιού Σταυρού, ευθύς ιατρεύθη. Έκτοτε άπαντες οι Κληρικοί της Επισκοπής υπετάσσοντο εις τον Άγιον με φόβον και σεβασμόν. Εφύλαττε δε και τούτο ο μακάριος Επιφάνιος. Όταν ετέλει την θείαν Λειτουργίαν, καθ’ ην στιγμήν προσέφερετα Άγια εις τον Θεόν, δεόμενος δια των λόγων, «ποίησον τον μεν άρτον τούτον…», εάν δεν έβλεπε την οπτασίαν, δεν ετελείωνε την ιεράν Λειτουργίαν. Κάποτε λοιπόν, ενώ εις την ωρισμένην στιγμήν επανέλαβε τρις τους λόγους τούτους, δεν είδε την οπτασίαν. Ενώ δε παρεκάλει μετά δακρύων τον Θεόν ίνα φανερώση εις αυτόν την αιτίαν, παρετήρησε τον Διάκονον, όστις ήτο εις το αριστερόν μέρος και εκράτει το ριπίδιον και είδεν, ότι είχε λέπραν εις το μέτωπόν του. Εκ τούτου εγνώρισεν ότι αυτός ήτο η αιτία δια την οποίαν δεν είδε την οπτασίαν. Λαβών τότε εκ των χειρών τού Διακόνου το ριπίδιον, είπε με ιλαρότητα· «Ύπαγε, τέκνον, εις την οικίαν σου και μη μεταλάβης σήμερον». Ακολούθως έδωκεν εις άλλον Διάκονον το ριπίδιον. Ως δε απήγγειλε πάλιν, μετά φόβου και δακρύων, τους ιδίους εκείνους θείους λόγους, είδε την οπτασίαν και τότε ετελείωσε την θείαν Λειτουργίαν. Μετά την απόλυσιν της θείας Λειτουργίας προσεκάλεσεν ο Άγιος τον Διάκονον και ηρώτα αυτόν, δια να μάθη την αιτίαν. Τότε ο Διάκονος ωμολόγησεν, ότι κατ’ εκείνην την νύκτα εκοιμήθη μετά της συζύγου του. Όθεν προσκαλέσας ο Άγιος όλον το ιερατείον, είπε με ιλαρότητα· «Τέκνα μου, όσοι ηξιώθητε να λάβετε το χάρισμα του ιερατείου, πρέπει να φυλάττετε τον εαυτόν σας καθαρόν από παντός μιάσματος σαρκός και πνεύματος, δια να μη τελήτε αναξίως τα θεία Μυστήρια. Έκτοτε πλέον ο Άγιος δεν εχειροτόνει τους έχοντας συζύγους, αλλά Μοναχούς, άνδρας Οσίους και χηρευομένους, δεδοκιμασμένους. Και πράγματι, ο καθείς έβλεπε την Εκκλησίαν ως νύμφην ωραίαν και εστολισμένην υπό ιερατείου αγίου και εναρέτου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου