Γερμανός ο εν Αγίοις Πατήρ ημών εγεννήθη εν Κωνσταντινουπόλει περί το έτος χν΄ (650) επί της βασιλείας του βασιλέως Κώνσταντος του Β΄ του βασιλεύσαντος κατά τα έτη χμα΄ - χξη΄ (641 – 668) εγγόνου όντος του βασιλέως Ηρακλείου. Ο πατήρ αυτού ήτο κατά την τάξιν πατρίκιος, δοξαζόμενος και τιμώμενος υπέρ πάντα άλλον εν τη βασιλική αυλή, Ιουστινιανός το όνομα, περιβόητος κατά την αρετήν, ο οποίος κατά τους χρόνους του βασιλέως Ηρακλείου (610 – 641) έλαβε πολλάς δημοσίας εξουσίας· όθεν και εθαύμαζον αυτόν δια την ευσέβειάν του και την αρετήν του όλοι οι άρχοντες του βασιλέως. Ο δε του Ηρακλείου δισέγγονος Κωνσταντίνος Δ΄ ο Πωγωνάτος (668 – 685) φθονήσας αυτόν τον εθανάτωσε και εδικαιολογείτο λέγων, ότι εβουλεύθη να επαναστατήση κατά της βασιλείας του. Μετά τον φόνον του εξαιρέτου εκείνου συγκλητικού, ευθύς επρόσταξεν ο βασιλεύς να ευνουχίσωσι τον υιόν αυτού, τούτον δηλαδή τον μακάριον Γερμανόν, αν και είχεν υπερβή την ηλικίαν εκείνην κατά την οποίαν ήτο συνήθεια να ευνουχίζωνται.
Κατόπιν δε και Κληρικόν της Μεγάλης Εκκλησίας, δια προσταγής του, εψήφισαν αυτόν. Τούτο δε έπραξεν ο Κωνσταντίνος ο Πωγωνάτος, δια να μη δυνηθή πλέον ο Γερμανός να έλθη εις κοσμικήν τάξιν και εις το πατρικόν αυτού οφφίκιον, να γίνη δηλαδή συγκλητικός και να εκδικηθή το γένος του Πωγωνάτου δια τον φόνον του πατρός του. Διαβιών εν τω Κληρικώ τάγματι ο μακάριος Γερμανός, επολιτεύετο ως Άγγελος Θεού, επειδή εμίσησε πάσαν προσπάθειαν και ματαιότητα του κόσμου τούτου. Όθεν αφοσιωθείς εις την μελέτην και την θεωρίαν των θείων Γραφών καθώς και την αίνεσιν του Κυρίου εν τω στόματι αυτού διαρκώς διατηρών, εγένετο δοχείον του Αγίου Πνεύματος. Εκείθεν δε ήντλησε τα νάματα των ζωηρών και θεοπνεύστων διδαγμάτων, δια των οποίων επότιζε την Εκκλησίαν του Χριστού, χρηματίσας Ποιμήν αυτής και Διδάσκαλος. Δια του παραδείγματος δε της εναρέτου αυτού πολιτείας έλαμψεν ως λύχνος λαμπρότατος. Και πρώτον μεν εγένετο Επίσκοπος Κυζίκου, ηγωνίσθη δε τότε κατά της αιρέσεως των Μονοθελητών, συνεργαζόμενος μετά του τότε αγιωτάτου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Κύρου (706 – 711), μετά του οποίου και συνεξωρίσθη υπό του κακοδόξου βασιλέως Φιλιππικού (711- 713) του τυράννου και διώκτου, όστις ταχέως ηφανίσθη μετ’ ήχου δια την πολλήν του κακίαν. Του δε αγιωτάτου Πατριάρχου Κύρου εις την εξορίαν αποθανόντος και του ψευδοπατριάρχου Ιωάννου (712 – 714) του αιρετικού καθαιρεθέντος, ούτος ο Άγιος Γερμανός προεβιβάσθη εις τον Πατριαρχικόν θρόνον της Κωνσταντινουπόλεως εν έτει ψιε΄ (715). Η εκλογή του δεν εγένετο υπό του Πάπα Γρηγορίου του δευτέρου, ως ψευδώς λέγουσιν οι Παπικοί, αλλά υπό της συναθροισθείσης εν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου επί της βασιλείας Αρτεμίου, του και Αναστασίου Β΄ ονομαζομένου, με πολλήν μάλιστα χαράν των Ορθοδόξων, ως αξίου και πλήρους της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Ο χρονογράφος Θεοφάνης περιέσωσε το της εκλογής υπόμνημα, όπερ διαλαμβάνει επί λέξει τα εξής: «Ψήφω και δοκιμασία των θεοσεβεστάτων Πρεσβυτέρων και Διακόνων και παντός του ευαγούς Κλήρου και της Ιεράς Συγκλήτου και του φιλοχρίστου λαού της θεοφυλάκτου ταύτης και βασιλίδος πόλεως, η θεία Χάρις η πάντοτε τα ασθενή θεραπεύουσα και τα ελλείποντα αναπληρούσα, μετατίθεται Γερμανόν τον Οσιώτατον Μητροπολίτην και Πρόεδρον της Κυζίκου Μητροπόλεως εις Επίσκοπον ταύτης της θεοφυλάκτου και βασιλίδος των πόλεων». Όταν δε συνώδευον αυτόν μεταβαίνοντα εις την Καθολικήν Εκκλησίαν της Αγίας Σοφίας, συνέτρεχεν ο λαός προς την Εκκλησίαν με πόθον πολύν, ίνα ίδουν τον νεοεκλεγέντα Πατριάρχην, επειδή ήτο ούτος περιφανής και ενάρετος. Διέπρεψε δε ο Άγιος εν τω θρόνω εν πάση αρετή και αγιότητι και προφητικού χαρίσματος ηξιώθη και τα μέλλοντα προέβλεπε και προέλεγε προφητικώς, εν των οποίων είναι και το εξής, το οποίον συνέβη τότε. Γυνή τις, ονόματι Άννα, έγκυος ούσα, επλησίασε προς τον Άγιον και εφώναξε προς αυτόν, μετά πίστεως ειπούσα· «Ευλόγησον, Δέσποτα, το συλληφθέν εν τη γαστρί μου». Ο δε Πατριάρχης, ατενίσας προς αυτήν και προβλέψας δια των διορατικών του οφθαλμών εκείνο το οποίον έμελλε να συμβή, είπεν· «Ο Κύριος ας ευλογήση αυτό δια πρεσβειών του Αγίου Πρωτομάρτυρος Στεφάνου». Δια των λόγων τούτων προεφήτευσεν ο Άγιος, ότι θα γεννηθή παιδίον άρρεν, το οποίον θα λάβη το όνομα του Αγίου Στεφάνου. Την προφητείαν δε ταύτην επεβεβαίωσε και δια θαύματος. Διότι, ότε έλεγεν ο Άγιος τούτους τους λόγους, είδεν η γυνή εκείνη, καθώς κατόπιν η ιδία μεθ’ όρκου τους πάντας εβεβαίωσεν, ότι φλοξ πυρίνη εξήλθεν εκ του στόματος του Πατριάρχου και ως εκ τούτου επίστευσεν αύτη, ότι αψευδείς ήσαν οι λόγοι του. Πκηρωθεισών δε των ημερών εγέννησεν η Άννα άρρεν, το οποίον ωνόμασαν Στέφανον, κατά την προφητείαν του Αγίου. Ούτος δε είναι ο Στέφανος, όστις ελθών εις ηλικίαν, εμόνασεν εις το όρος του Αυξεντίου, ζήσας οσίως, μετέπειτα δε ωμολόγησε και εμαρτύρησε δια τας αγίας Εικόνας, εις τον καιρόν του βασιλέως Κωνσταντίνου του Κοπρωνύμου. Αλλά και δια τον Κοπρώνυμον τούτον προεφήτευσεν ο Άγιος Γερμανόε, ότι έμελλε να γίνη φοβερός διώκτης και τύραννος των Ορθοδόξων. Διότι ο Λέων ο Ίσαυρος, ο πατήρ αυτού, αναλαβών την βασιλείαν των Ελλήνων, εγέννησεν υιόν, τον Κωνσταντίνον τούτον, τον αποκληθέντα Κοπρώνυμον. Επωνομάσθη δε ούτω, επειδή, βρέφος ων και βαπτιζόμενος από τον Άγιον Γερμανόν εν τη μεγάλη Εκκλησία, ενώ κατεδύετο εντός της αγίας κολυμβήθρας εκόπρισε με την φυσικήν του κόπρον. Τούτο ιδών ο Άγιος Γερμανός είπεν, ότι μεγάλα κακά θέλει προξενήσει κατά των Χριστιανών και πάσης της Εκκλησίας το παιδίον τούτο, όταν έλθη εις ηλικίαν. Διότι θέλει μιάνει τον αγιασμόν της Εκκλησίας δια της αιρέσεως και θέλει χύσει πολλά αίματα των ευσεβών δούλων του Χριστού. Πράγματι δε επηλήθευσεν η περί αυτού προφητεία του Αγίου, διότι ο Κοπρώνυμος ούτος πολλούς εβασάνισεν, ως σεβομένους τας αγίας Εικόνας, μεταξύ των οποίων και τον ειρημένον Άγιον Στέφανον. Η αίρεσις αύτη της εικονομαχίας ήρχισεν επί της βασιλείας Λέοντος Γ΄ του Ισαύρου (717 – 741), πατρός του Κοπρωνύμου Κωνσταντίνου. Ο Λέων ούτος ωνομάζετο πρότερον Κόνων και ήτο στρατηγός των ανατολικών στρατευμάτων. Έπειτα εξηγέρθη κατά του βασιλέως Θεοδοσίου Γ΄ του Αδραμυττηνού (715 -717) και αρπάσας απ’ αυτού την βασιλείαν εβασίλευσε μόνος, ο ανόσιος, με την συνδρομήν των στρατιωτών. Εις την αρχήν της βασιλείας του ο Λέων εφαίνετο ευσεβής, αλλ’ ύστερον, κατά τον δέκατον χρόνον, εξήμεσε το δηλητήριον της κακής του αιρέσεως, της εικονομαχίας, και εξέδωκε δυσσεβές πρόσταγμα προς όλα τα μέρη της βασιλείας του, όπως πανταχού αι άγιαι Εικόνες απορρίπτωνται από τας Εκκλησίας του Θεού και καταπατούνται και καίωνται εις την πυράν. Ωνόμαζε δε ταύτας είδωλα ο δείλαιος και τους προσκυνούντας αυτάς ειδωλολάτρας. Κατ’ αυτού αντέστη ισχυρώς ο Άγιος Γερμανός μετά των άλλων Ορθοδόξων Αρχιερέων, οίτινες απέδειξαν την πλάνην της φθοροποιού ταύτης αιρέσεως. Έστειλε δε ο Άγιος και σοφούς άνδρας και διδασκάλους προς αυτόν, ίνα τον πληροφορήσωσιν. Άλλοτε πάλιν, ερχόμενος μόνος και συνομιλών μετ’ αυτού, τον ενουθέτει να σταματήση την κακίστην ταύτην αυθαιρεσίαν. Όμως δεν εισηκούετο. Μίαν φοράν δε είπε και τούτο προς τον βασιλέα· «Ηκούσαμεν προφητείαν αγίου τινός ανδρός, ότι μέλλει να βασιλεύση εις βασιλεύς ονόματι Κόνων και ότι αυτός θέλει εξεγερθή κατά των αγίων Εικόνων». Ο δε βασιλεύς απεκρίθη· «Πράγματι, εγώ είμαι ο Κόνων, επειδή ούτω με εκάλουν τα παιδία του τόπου μας. Μέλλει λοιπόν να επαληθεύση η προφητεία αύτη εις την βασιλείαν μου». Ο δε Άγιος Γερμανός απεκρίθη προς αυτόν· «Ουχί, δέσποτα, μη γένοιτο να εκτελέσης τοιούτο κακόν εις τας ημέρας της εξουσίας σου. Διότι ο θέλων να πράξη τοιαύτην κακίαν είναι αντίχριστος και εχθρός της ενσαρκώσεως του Χριστού. Ενθυμήσου, ω βασιλεύ, τους όρους τους οποίους υπεσχέθης να φυλάττης πριν λάβης την βασιλείαν και ότι ωρκίσθης να φυλάττης την αγίαν Πίστιν ημών άμωμον, κατά την παράδοσιν των Αγίων Αποστόλων και Θεοφόρων Πατέρων και ούτε να αφαιρέσης τι ούτε να προσθέσης». Ακούσας ο βασιλεύς τους λόγους τούτους του Αγίου, αφ’ ενός μεν εντροπιασθείς, εξ άλλου δε οργισθείς και ζητών αιτίαν να απομακρύνη τον Άγιον από τον θρόνον, όχι ως Ομολογητήν της αληθείας, αλλά με την συκοφαντίαν, ότι είναι ταραχοποιός και πρόξενος σκανδάλων, εύρε συνεργόν εις τον κακόν του σκοπόν μαθητήν τινά του Αγίου, Αναστάσιον ονόματι, την τάξιν Πρεσβύτερον, κατά δε τον τρόπον δεύτερον Ιούδαν και αυτόν εψήφισεν ο βασιλεύς Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως, μετά την έξωσιν του Αγίου Γερμανού. Ο Αναστάσιος τότε υπεσχέθη εις τον βασιλέα να συμβοηθήση εις την κατάργησιν και συντριβήν των αγίων Εικόνων. Εχθρεύετο δε ο Αναστάσιος τον Άγιον και εβιάζετο να γίνη Πατριάρχης και να καταλάβη τον θρόνον του Αγίου Χρυσοστόμου και προ της εξορίας του Αγίου. Προβλέπων ο Άγιος την κακήν επιθυμίαν του Αναστασίου, προείδε και τα μέλλοντα να συμβώσιν εις αυτόν, τα οποία και προείπε. Διότι, μίαν ημέραν, ενώ ο Άγιος εισήρχετο εις το βασιλικόν παλάτιον, ο Αναστάσιος, ακολουθών όπισθεν αυτού, επάτησεν υπερηφάνως το άκρον του ενδύματος αυτού. Ο δε Άγιος, ατενίσας προς αυτόν, είπε· «Μη βιάζεσαι, διότι έρχεται η ώρα, κατά την οποίαν, δημοσίως προπηλακιζόμενον, μέλλουν να σε σύρουν επάνω εις τον όνον». Αλλ’ ο Αναστάσιος και οι μετ’ αυτού, ακούσαντες τούτο, δεν ηννόησαν το υπό του Αγίου λεχθέν. Ύστερον δε ενεθυμήθησαν τους λόγους τούτους, όταν το λεχθέν επηλήθευσεν. Ο δε Άγιος Γερμανός, πολεμών ανδρείως με την μάχαιραν του Αγίου Πνεύματος, ήτοι με τον λόγον του Θεού, ως καλός στρατιώτης του Ιησού Χριστού, δια την ευσέβειαν και την τιμήν των αγίων Εικόνων, εφίμωσε τους αιρετικούς και έλεγε ταύτα μετά παρρησίας προς τον βασιλέα: «Δεν αρμόζει εις σε, ω βασιλεύ, να υψωθής, απειθαρχών κατά του Θεού και Πλάστου σου, του δωρήσαντος εις σε την ζωήν και την βασιλείαν και, καθώς λέγει ο λόγος, κινείν σε τα ακίνητα. Ούτε αρμόζει εις σε να παραβαίνης τους όρους των Αγίων Πατέρων και όσα αυτοί εθέσπισαν και έθεσαν από τους παλαιούς καιρούς. Διότι εκ της σαρκώσεως του Θεού Λόγου και εκ των παναχράντων αιμάτων της Υπεραγίας Θεοτόκου αι των δαιμόνων θυσίαι κατηργήθησαν και η ειδωλολατρία ηφανίσθη. Το δε ομοίωμα της ενανθρωπήσεως του Χριστού και της Αυτόν τεκούσης αφράστως, τα οποία γράφονται με χρώματα εις τας Εικόνας, ως και των Αγίων του Θεού αι ιστορίαι, παρεδόθησαν εις ημάς εκ των Αγίων Πατέρων και Διδασκάλων της Εκκλησίας ίνα σεβώμεθα ταύτα, καθώς και αυτοί παρέλαβον παρά των Αγίων Αποστόλων, είναι δε τώρα υπέρ τους επτακοσίους χρόνους, αφ’ ότου ο Κύριος ημών ήλθε προς ημάς, με την ημετέραν ανθρωπίνην εικόνα. Όθεν άνωθεν και εξ αρχής έλαβεν η Αγία Εκκλησία την ιστόρησιν των αγίων Εικόνων και την σεβασμίαν προσκύνησιν αυτών, αρχήν λαβούσα εξ εκείνης της αχειροποιήτου Εικόνος του Χριστού, την οποίαν μόνος του ο Σωτήρ απετύπωσεν εις το μανδήλιον και απέστειλεν εις τον Αύγαρον τον Εδεσσηνόν. Έπειτα, μετά την Ανάληψιν Αυτού, εκείνη η γυνή, ήτις, δια της ψηλαφήσεως της άκρας του ιματίου Αυτού ιατρεύθη από την αιμορραγίαν, ως σημείον ευχαριστίας κατεσκεύασε το ομοίωμα του Ιησού Χριστού εκ χαλκού. Μετέπειτα ο Άγιος Ευαγγελιστής Λουκάς εζωγράφησε τρεις εικόνας της Υπεραγίας Θεοτόκου, όταν η Θεοτόκος έζη ακόμη επί της γης, τας οποίας ως είδεν η Παναγία Παρθένος είπε εν χαρά· «Η χάρις του Υιού μου και η ιδική μου ας είναι μετ’ αυτών. Ούτως, ω βασιλεύ, ήρχισε το ευσεβές έργον της ιστορήσεως των αγίων Εικόνων, ο στολισμός των Ναών του Θεού και των οίκων των Ορθοδόξων Χριστιανών. Τούτο δε και αι Άγιαι Οικουμενικαί Σύνοδοι εδέχθησαν και να σεβώμεθα και να προσκυνούμεν εκέλευσαν, όχι λατρευτικώς, καθώς φλυαρούσιν οι άφρονες, αλλά σχετικώς, εις το πρωτότυπον την προσκύνησιν απονέμοντες, καθώς λέγει ο Μέγας Βασίλειος και όχι θεοποιούντες τας Εικόνας. Γνώριζε λοιπόν, ω βασιλεύ, ότι εγώ, δια την τιμήν των αγίων Εικόνων, όχι μόνον να κακοπαθήσω, αλλά και να αποθάνω είμαι έτοιμος και μάλιστα δια την Εικόνα του Χριστού μου, όστις έχυσε το αίμα Του, ίνα ανακαινίση την πεσούσαν εικόνα της ψυχής μου. Είναι λοιπόν φανερόν, ότι η Εικών του Χριστού φέρει το όνομα Αυτού του ιδίου Χριστού, όστις εσαρκώθη εκ της Αειπαρθένου Μαρίας και επί της γης μετά των ανθρώπων έζησεν. Όθεν πρέπει έκαστος Ορθόδοξος Χριστιανός, καθώς δια το όνομα του Χριστού, ούτω και δια την αγίαν Εικόνα Του να αποθάνη. Και ο ατιμάζων την εικόνα, ατιμάζει τον ίδιον, εζωγραφημένον εις αυτήν. Ας μη γίνεται λοιπόν, ω βασιλεύ, η βασιλεία σου αίτιος τοιαύτης ατιμίας προς τον Δεσπότην Χριστόν, όπως δεν δέχεσαι και συ να καταπατήσουν το νόμισμα, το οποίον έχει την μορφήν σου. Και επειδή ούτως έχει το πράγμα, την αλήθειαν σου λέγω. Άκουσόν μοι ιλαρώς και μη ταράττης την Εκκλησίαν του Θεού. Διότι, εάν νομίζης ότι εγώ μόνον ούτω λογίζομαι, ρίψον με, ως τον Ιωνάν, εις την θάλασσαν. Γνώριζε όμως ότι όλη η οικουμένη μαρτυρεί μετ’ εμού και σέβεται την προσκύνησιν των αγίων Εικόνων, άνευ δε αποφάσεως Οικουμενικής Συνόδου μόνος εγώ καινόν τι περί Πίστεως ου νομοθετώ. Δια τούτο και η βασιλεία σου ας μη γίνεσαι άπιστος εις την αλήθειαν, ίνα μη συναριθμηθής με τους απίστους Εβραίους, οίτινες μισούν την εικόνα του Χριστού. Ενθυμήθητι δε και εκείνο το οποίον διηγήθημεν άλλοτε προς σε, με τόσας αξιοπίστους μαρτυρίας, το θαύμα, δηλαδή, το οποίον έγινεν εις την πόλιν Βηρυττόν, όπου εύρον μίαν εικόνα του Χριστού και την εκτύπησαν με την μάχαιραν εις την δεξιάν πλευράν και, ω του θαύματος! τόσον πολύ αίμα εξήλθεν, ώστε έρρεεν έξω της οικίας. Όμως όλοι δεν επίστευσαν, αλλά μερικοί. Μη θέλης λοιπόν να γίνης, μετά των απίστων, κληρονόμος της αιωνίου κολάσεως». Τότε ο βασιλεύς, ως ήκουσε τον τοιούτον έλεγχον του Πατριάρχου Γερμανού, θυμωθείς και μη έχων τι να αντείπη κατά της αληθείας, ήγειρε την χείρα του και κατέφερε ράπισμα ισχυρότατον κατά του Αγίου, ειπών εν οργή· «Φύγε, κακή κεφαλή, εξ οφθαλμών μου, μη χάσης και την ζωήν σου». Αλλά ο Άγιος υπέμεινε το ράπισμα ως ο Χριστός και ανεχώρησεν αποδιωγμένος. Ιδών ο βασιλεύς, ότι δεν ηδυνήθη να φέρη τον Πατριάρχην με την γνώμην του, εκάλεσε τον σοφώτατον γυμνασιάρχην και οικουμενικόν διδάσκαλον και ανέφερεν εις αυτόν την απόφασίν του, δια την κατάργησιν των αγίων Εικόνων. Τότε ο διδάσκαλος απήντησεν εις τον βασιλέα, βεβαιών όσα είπεν ο Πατριάρχης Γερμανός, προσθέσας και άλλας ιστορίας και θαύματα, τα οποία ενήργησαν αι άγιαι Εικόνες λόγω της θείας Χάριτος, ήτις κατοικεί εις αυτάς· και δια την προσκύνησιν αυτών εβεβαίωνεν, ότι είναι αρχαία παράδοσις, παραδοθείσα παρά των Αγίων Αποστόλων και ότι, προ της Αναλήψεως του Χριστού, ο Εδεσσηνός Αύγαρος, προσκυνήσας την αχειροποίητον Εικόνα του Κυρίου μετά πίστεως και ευλαβείας, ιατρεύθη εκ της λέπρας. Αλλ’ ο βασιλεύς ενόμιζε φλυαρίας τας νουθεσίας του διδασκάλου. Θέλων δε ο παράνομος τύραννος να αποδείξη το πείσμα του, επειδή εντός αυτού κατώκει ο διάβολος, επρόσταξε δια νυκτός το στράτευμά του και περιεκύκλωσαν το σχολείον, εντός του οποίου ευρίσκετο και ο διδάσκαλος και, βαλόντες πυρ πανταχόθεν, κατέκαυσαν αυτόν με την περίφημον Βιβλιοθήκην, ως και τους λοιπούς διδασκάλους και μαθητάς, όσοι ευρέθησαν εκεί, ώστε ουδέ εις εσώθη, ουδέ εν βιβλίον απέμεινε. Την δε πρωϊαν επρόσταξε να εκβάλουν τας αγίας Εικόνας από όλας τας Εκκλησίας και άλλας μεν να κατακαύσουν, άλλας δε να ρίψουν εις την θάλασσαν. Τότε, ιδών ο Άγιος Γερμανός, ότι ήρχισε να καταστρέφη τας αγίας Εικόνας, εισήλθεν εις την Εκκλησίαν και, προσευχηθείς μετά πολλών δακρύων, έθεσε το ωμοφόριον αυτού επί της αγίας Τραπέζης του ιερού Βήματος και λαβών την Εικόνα του Χριστού την μεγάλην, ήτις ήτο εις το Πατριαρχείον, κατήλθεν εις τον αιγιαλόν, εις τόπον λεγόμενον του Μαντείου. Ο δε τότε Πάπας της Ρώμης, Γρηγόριος ονόματι, ήτο ευσεβής και άγιος άνθρωπος και προς εκείνον ηθέλησε να αποστείλη την αγίαν Εικόνα την οποίαν έλαβεν εκ του Πατριαρχείου, όπως φυλαχθή, επειδή εις την Ρώμην δεν εβασίλευεν ο Λέων ο Ίσαυρος. Έγραψε δε και γράμμα, εις τον οποίον έγραφεν ούτως· «Γερμανός ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως προς σε τον Πάπαν της Ρώμης Γρηγόριον. Γνώριζε, ότι εδώ είναι μεγάλη σύγχυσις εις την Εκκλησίαν του Θεού, επειδή εξαπελύθη φοβερός διωγμός εναντίον των προσκυνούντων τας αγίας Εικόνας. Επειδή λοιπόν είναι μέγας ο κίνδυνος δια τας αγίας Εικόνας και επειδή εκεί υπάρχει ησυχία, σου αποστέλλω την αγίαν Εικόνα του Χριστού και δέξου αυτήν». Αφού δε έγραψε την επιστολήν, έσκαψεν όπισθεν της αγίας Εικόνος και ετοποθέυησε ταύτην, ασφαλίσας δε καλώς την θέσιν εις την οποίαν ετοποθέτησε την επιστολήν, εστάθη μετά πολλών δακρύων προσευχόμενος και δεόμενος εις τον Θεόν, ίνα καταπαύση την σύγχυσιν της Εκκλησίας απαλλάττων αυτήν από τον κακόν εκείνον βασιλέα και δίδων την ειρήνην εις τον κόσμον και άλλα πολλά. Αποτεινόμενος δε και προς την αγίαν Εικόνα είπε· «Δέσποτα Χριστέ, όστις είσαι εζωγραφημένος εις ταύτην την αγίαν Εικόνα, φύλαξον σεαυτόν και ημάς, διότι απολλύμεθα». Ούτως είπε και έρριψε την Εικόνα εις την θάλασσαν. Τότε, ω του θαύματος! Ούτε δεξιά, ούτε αριστερά έκλινε η αγία Εικών, αλλά εστάθη ορθία και έτρεχεν ως καλός πεζοδρόμος· εντός δε μιας ημέρας έφθασεν έξω της Ρώμης, εις τον Τίβεριν ποταμόν. Κατά την νύκτα εκείνην ο Πάπας Γρηγόριος είδε καθ’ ύπνον Άγγελον Κυρίου λέγοντα· «Εγέρθητι, ίνα προϋπαντήσης τον Βασιλέα, διότι έρχεται». Εξυπνήσας δε ο Πάπας εσυλλογίζετο τις είναι ο βασιλεύς και ποίαν ώραν έρχεται. Και πάλιν, αφού έπεσεν ίνα κοιμηθή, είπεν εκ δευτέρου ο Άγγελος· «Ο Βασιλεύς των βασιλευόντων Χριστός ο Θεός έρχεται, κατάβα λοιπόν εις τον ποταμόν Τίβεριν και εκεί θέλεις Τον ίδη». Το πρωϊ εκάλεσεν ο Πάπας τους Κληρικούς κα τους άρχοντας και κατέβησαν εις τον ποταμόν μετά θυμιαμάτων και κηρών, εισελθών δε εις πλοιάριον, είδε την Δεσποτικήν Εικόνα, ήτις ίστατο ορθία εις τα ύδατα. Τότε λέγει ο Πάπας προς την Εικόνα· «Δέσποτα Χριστέ, εάν ήλθες προς ημάς, είσελθε μόνος Σου εις το πλοίον, επειδή εγώ είμαι ανάξιος να Σε παραλάβω». Ευθύς τότε η αγία Εικών εισήλθεν εις το πλοίον. Λαβών δε αυτήν ο Πάπας εύρε και το γράμμα. Όθεν απέθεσεν αυτήν εις την Εκκλησίαν, αφ’ ης δε ημέρας έφθασεν, έρρεεν απ’ αυτής αγίασμα, ύδωρ αλμυρόν, το οποίον πολλά θαύματα ετέλεσεν. Αλλ’ ας επανέλθωμεν εις την υπόθεσιν του λόγου μας, ίνα διηγηθώμεν τα της εξορίας του Αγίου. Μετά την καύσιν του Διδασκαλείου και την απόρριψιν των αγίων Εικόνων, θυμομαχήσας ο παράνομος βασιλεύς απέστειλε στρατιώτας ωπλισμένους ως εις πόλεμον, οίτινες, αρπάσαντες τον Άγιον και δέροντες και ωθούντες αυτόν, εξεδίωξαν εκ του Πατριαρχείου με ύβρεις και πληγάς, εν έτει ψκθ΄ (729). Τότε έβλεπε κανείς όλην την Κωνσταντινούπολιν εν στεναγμοίς, εν λύπη και θλίψει πολλή, απάντων θρηνούντων και στεναζόντων δια την μεγάλην απιμίαν, την οποίαν προσήψαν προς τας αγίας Εικόνας, καταθρυμματίζοντες ταύτας πανταχού, ρίπτοντες αυτάς εις τον βόρβορον, καταπατούντες ταύτας και εις το πυρ κατακαίοντες. Το δε χείριστον πάντων δια την καταστροφήν τοσούτων βιβλίων και τον δια πυράς αφανισμόν τοιούτων θαυμαστών και σοφών διδασκάλων, έτι δε περισσότερον δια τον άδικον διωγμόν του αγιωτάτου Πατριάρχου Γερμανού. Μετά δε την εξορίαν αυτού ανεβίβασεν εις τον θρόνον τον προειρημένον Αναστάσιον, τον νέον προδότην Ιούδαν, τον συμφωνήσαντα μετά του Κόνωνος και επιβουλευθέντα τον Γέροντα αυτού. Διότι θέλων να ευχαριστήση τον βασιλέα, έρριψεν ευθύς έξω από την μεγάλην Εκκλησίαν τας αγίας Εικόνας και επρόσταξεν, ο τρισκατάρατος, να πράξουν πανταχού ομοίως. Εις την πύλην, την ονομαζομένην Χαλκήν, ήτο μία Εικών εκ φύλλου χρυσού του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, την οποίαν παρεκίνησε τον βασιλέα να κρημνίση και κατακαύση. Αλλ’ ως ο σπαθάριος του βασιλέως ετοποθέτησε την κλίμακα και ανήλθε δια να κρημνίση εις την γην την αγίαν Εικόνα και είδον τούτο οι Χριστιανοί, άνδρες και γυναίκες, Μοναχοί και Μονάζουσαι, έδραμον, παρακαλούντες αυτόν να μη καταστρέψη ταύτην. Αυτός όμως δεν τους ήκουε. Τότε πάντες έρριψαν την κλίμακα κατά γης, ομού με τον σπαθάριον, ο οποίος, πεσών εις την γην, εθανατώθη. Έπειτα, ελθόντες εις το Πατριαρχείον, ελιθοβόλουν τον δυσσεβή και εικονομάχον Αναστάσιον, τον δε αντίχριστον βασιλέα κατηρώντο και ανεθεμάτιζον. Ταύτα μαθών ο βασιλεύς ήναψεν από τον θυμόν και επρόσταξε να αποκεφαλίσωσιν όλους τους εκεί παρευρεθέντας, των οποίων τον αριθμόν μόνον ο Κύριος γνωρίζει, επειδή ήσαν πλήθος πολύ. Ο δε Άγιος Γερμανός, αφού εξεδιώχθη του Πατριαρχείου, ως είπομεν, ελθών κατώκησεν εις τον πατρικόν αυτού οίκον, όστις ήτο εις τόπον λεγόμενον Πλατάνιον. Εκεί ησύχαζε μετ’ άλλων πνευματικών ανδρών, τους οποίους είχεν εις την συνοδείαν αυτού, γινώσκων ότι ουδέν άλλο αναβιβάζει εις το πρωτότυπον όσον η κατά Θεόν αμεριμνησία και ησυχία. Αλλ’ ας διηγηθώμεν τώρα πως επηλήθευσεν η προφητεία του Αγίου δια τον προειρημένον Αναστάσιον. Αποθανόντος του ασεβούς Λέοντος του Ισαύρου, εβασίλευσε το κακόν κύημα, ο υιός αυτού Κωνσταντίνος Ε΄ ο Κοπρώνυμος. Αυτόν εξώσας ο γαμβρός αυτού Αρτάβασδος εβασίλευσεν αντ’ αυτού δύο χρόνους, ο δε Πατριάρχης Αναστάσιος έστεψεν αυτόν βασιλέα. Εξ αυτού του γεγονότος ηκολούθησεν εμφύλιος πόλεμος, κατά τον οποίον, νικηθείς ο Αρτάβασδος ομού με τους δύο υιούς του, ετυφλώθη και εγένετο πάλιν εξουσιαστής της βασιλείας ο Κοπρώνυμος. Τον δε Πατριάρχην Αναστάσιον, ως συμφωνήσαντα μετά του Αρταβάσδου, επρόσταξεν ο βασιλεύς να δείρουν γυμνόν έμπροσθεν του λαού, αφού δε τούτο εγένετο, εκάθισαν αυτόν επί όνου με το πρόσωπον προς τα όπισθεν και τον εθεάτριζον εις όλην την πόλιν. Τότε επηλήθευσεν η προφητεία του Αγίου, προειπόντος· «Μη βιάζεσαι, διότι έρχεται η ώρα, κατά την οποίαν μέλλουν να σε σύρουν με βίαν δημοσίως εις το Δίππιον». Και πράγματι, ούτως ωνομάζετο ο τόπος εις τον οποίον εθεάτρισεν αυτόν ο Κοπρώνυμος. Έλαβε δε και κακόν τέλος, δια τας βλασφημίας τας οποίας εξεστόμισε κατά των αγίων Εικόνων και του Γέροντος αυτού, διότι, πεσών εις την ασθένειαν την λεγομένην χορδαψός, εξήμεσε κόπρον εκ του στόματός του, μετά της κόπρου δε απέρριψε και την αθλίαν αυτού ψυχήν. Ο δε Άγιος Γερμανός έζησεν εν ησυχία αρκετόν καιρόν, καταλιπών πλείστα συγγράμματα. Έγραψε δε και λόγον διηγηματικόν προς Άνθιμον Διάκονον, περί των μέχρι των χρόνων αυτού γενομένων Συνόδων και άλλα τινά έργα μεταξύ των οποίων είναι και διάφορα υμνολογικά, εις τας μεγάλας Δεσποτικάς και Θεομητορικάς εορτάς και εις μνήμας Αγίων τινών, ήτοι στιχηρά εις τα εσπέρια, τας λιτάς και τους αίνους, ως και λόγους πανηγυρικούς εις τινας εορτάς. Ευρίσκονται δε και εις την Σλαβονικήν γλώσσαν στίχοι κάλλιστοι και κατανυκτικώτατοι, δακρύων αφθόνων πρόξενοι δια τους θέλοντας αδιαλείπτως να πενθούσι δια τας αμαρτίας των. Ζήσας δε έτη ενενήκοντα, εξ ων επατριάρχευσε χρόνους δέκα τέσσαρας, μήνας πέντε και ημέρας επτά, ανεπαύθη εν Κυρίω περί το έτος ψμ΄ (740). Το δε άγιον αυτού Λείψανον όχι μόνον ότε εφέρετο δια να ενταφιασθή ηλευθέρωσε πολλούς από διαφόρους ασθενείας, αλλά και μετά τον ενταφιασμόν αυτού αναβρύει καθ’ εκάστην ιατρείας εις τους μετά πίστεως προς αυτό προσερχομένους. Ενεταφιάσθη δε εις το ευαγές Μοναστήριον της Χώρας. Ου ταις πρεσβείαις τύχοιμεν της Βασιλείας των ουρανών. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου