Θεόδωρος, ο εν Οσίοις Πατήρ ημών, ήκμασεν επί Ρωμανού βασιλέως, πατρίδα έχων την εν Πελοποννήσω Κορώνην, γονείς δε επισήμους και θεοσεβείς. Η μήτηρ αυτού, στείρα ούσα πρότερον, εγέννησεν αυτόν δια της προς τον Θεόν θερμής παρακλήσεως, δια τούτο και Θεόδωρον αυτόν ωνόμασεν. Ανετρέφετο λοιπόν ο Όσιος Πατήρ ημών Θεόδωρος παιδαγωγούμενος εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου και διδαχθείς τα ιερά γράμματα, παρεδόθη υπό των γονέων του εις τον τότε Επίσκοπον Κορώνης, όστις και δεχθείς αυτόν κατέταξεν εις τον ιερόν Κλήρον, χειροτονήσας αυτόν αναγνώστην.
Μετ’ ου πολύ απέθανον οι γονείς αυτού, επειδή δε ο Όσιος δεν είχεν αρκετήν ηλικίαν, παρέδωσαν αυτόν εις τον εν Ναυπλίω Πρωθιερέα, φίλον των γονέων του Αγίου, όστις και ανέτρεφεν αυτόν ως ίδιον τέκνον. Όταν δε ήλθεν εις ηλικίαν, τη παρακινήσει του Ιερέως ήλθεν ο Όσιος εις γάμου κοινωνίαν και εγένετο πατήρ δύο τέκνων. Όμως, αν και συνέζη μετά της συζύγου του θεοφιλώς και θεαρέστως και έχων τον θείον φόβον εις την καρδίαν του ανεξάλειπτον, ουδόλως ημποδίζετο εις την πρόοδον της αρετής, αλλά, λησμονών τα όπισθεν, εξετείνετο μάλλον, κατά τον θείον Παύλον, εις τα έμπροσθεν. Όθεν, βιασθείς υπό του τότε Επισκόπου Αργείων Θεοδώρου μαθόντος τας αρετάς και την προς τα θεία ευλάβειαν αυτού, χειροτονείται Διάκονος. Τότε αυξήσας τον προς τον Θεόν πόθον και έχων πάντοτε κατά νουν τον θάνατον και την ώραν της Κρίσεως, αναχωρήσας εκ της Πελοποννήσου μετέβη εις την Ρώμην, χάριν προσκυνήσεως των εκεί ευρισκομένων αγίων Ναών των Αγίων Αποστόλων και των ιερών Λειψάνων των Αγίων Μαρτύρων και των Οσίων. Εκεί διατρίψας επί τετραετίαν και πολλούς των εκείσε Αγίων Πατέρων συναναστραφείς, επέστρεψεν εις Πελοπόννησον και παρέμεινεν εις Μονεμβασίαν, κρυπτόμενος και καιροφυλακτών όπως αναχωρήση εις την νήσον των Κυθήρων, ήτις ήτο τότε έρημος δια τον φόβον και τας επιδρομάς των Αγαρηνών, οι οποίοι εξουσίαζον τότε και την Κρήτην. Αφού δε διέμεινεν αρκετόν χρόνον εις Μονεμβασίαν, απεκαλύφθη η εκεί παρουσία του, υπέφερεν όμως γενναίως τας της γυναικός και των φίλων παρακλήσεις, παρακαλούντων αυτόν δια του Επισκόπου Μονεμβασίας εις συμπάθειαν των τέκνων του. Προς δε τον Επίσκοπον απεκρίθη ο Όσιος ότι γνωρίζει πόθεν προήρχοντο αι επιβουλαί, εννοών τας επιβουλάς του παμπονήρου διαβόλου, όστις περιέρχεται, ως λέων ωρυόμενος, ζητών τίνα καταπίη, όσον δε δια τα τέκνα αυτού, απεκρίθη, ότι ο Θεός, όστις είναι Πατήρ και προνοητής όλων των πλασμάτων Αυτού, Αυτός έχει και την φροντίδα των τέκνων του. Όθεν, ουδόλως προσέξας εις τους λόγους αυτών, ησύχαζεν, ένα μόνον σκοπόν έχων, να ευαρεστήση τω Θεώ. Τυχούσης δε ευκαιρίας διεπεραιώθη εις την νήσον Κύθηρα, έρημον, ως είπομεν, ούσαν τότε δια τον φόβον των Αγαρηνών. Συνηκολούθησε δε τον Όσιον και τις Αντώνιος, όστις, μη υποφέρων τους κόπους και τας σκληραγωγίας, επέστρεψεν εις την Πελοπόννησον, όπου διηγείτο τους ασκητικούς αγώνας του Οσίου. Εις τα Κύθηρα ευρών ο Όσιος Ναόν τινα των Αγίων Μαρτύρων Σεργίου και Βάκχου και εν αυτώ ησυχάζων, καλώς ευηρέστησε τον Κύριον και εις χείρας Αυτού την ψυχήν παρέθετο. Τους δε ασκητικούς αυτού αγώνας ποία γλώσσα δύναται να λαλήση; Την εν πείνη και δίψη υπομονήν, τον εν χειμώνι παγετόν και τον εν θέρει καύσωνα, τας προσβολάς του δολίου και τας νυκτερινάς φαντασίας, με τας οοίας εζήτει να φοβίση τον Όσιον; Όμως γενναίως αυτόν αντέκρουσεν, έχων ισχυρότατον κατ’ αυτού όπλον την προσευχήν και την εγκράτειαν. Δια τούτο και ηξιώθη να προγνωρίση και το μακάριον αυτού τέλος και να σημειώση αυτό, προγράψας και την ημέραν της ασθενείας του. Εδόξασε δε αυτόν ο Θεός και μετά θάνατον, πολλά τελών δι’ αυτού θαυμάσια εις τους επικαλουμένους μετά πόθου το όνομα αυτού και το τίμιον αυτού Λείψανον ευλαβώς ασπαζομένους, θεραπεύων νόσους και φυγαδεύων πολεμίους. Κείται δε το ιερόν αυτού Λείψανον εις τον Ιερόν Ναόν τον πρότερον μεν τιμώμενον εις το όνομα των Αγίων Μαρτύρων Σεργίου και Βάκχου, νυν δε επ’ ονόματι του Οσίου σεμνυνόμενον. Ου ταις πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου