Αυξέντιος ο Νέος Μάρτυς του Χριστού ήτο εκ τινος επαρχίας της Ηπείρου,
ονομαζομένης Βελλάς, γέννημα ευσεβών Χριστιανών· νέος δε έτι ων, επήγεν εις
Κωνσταντινούπολιν και ειργάζετο την τέχνην των γουναράδων εις το χάνι το
λεγόμενον Μαχμούτ πασά. Αλλ’ ο εχθρός του καλού διάβολος, όστις πάντοτε δεν
παύει να πολεμή τους νέους με διαφόρους τρόπους, δεν υπέφερε να βλέπη και
τούτου του νέου την καθαρότητα.
Όθεν έσπειρεν εις αυτόν λογισμούς τοιούτους, δηλαδή να περάση αυτήν την πρόσκαιρον ζωήν με ηδονάς και διασκεδάσεις και με άλλα παρόμοια και ούτω επλάνησεν αυτόν και άφησε την τέχνην του και επήγεν εις τα βασιλικά πλοία· εκεί λοιπόν μένων και διασκεδάζων μετά των άλλων φίλων του, εσυκοφαντήθη ψευδώς παρ’ αυτών, ότι ήλλαξε την Χριστιανικήν του θρησκείαν αι ησπάσθητην ιδικήν των· όθεν φοβηθείς, μήπως τον διαβάλωσιν εις τον πλοίαρχον, έφυγεν εκείθεν κρυφίως και επέστρεψεν εις Κωνσταντινούπολιν ενδεδυμένος με άλλα ταπεινά φορέματα· είτα αγοράσας εν πλοιάριον, εδούλευε δι’ αυτού και εξοικονομείτο. Μετενόησε δε ολοψύχως δια τα πρότερα σφάλματά του· η καρδία του εκαίετο υπό του έρωτος του μαρτυρίου και νυχθημερόν παρεκάλει τον Θεόν μετά θερμών δακρύων, όπως του φανερώση έμπειρον τινά πνευματικόν, δια να εξομολογηθή εις αυτόν και του είπη τον πόθον, τον οποίον είχεν, εις το να πίη το ποτήριον του μαρτυρίου· ο δε Πανάγαθος Θεός δεν παρήκουσε της δεήσεώς του, αλλά του έδωσε κατά τον πόθον του. Ημέραν λοιπόν τινά, θέλων ο Σύγκελλος της Μεγάλης Εκκλησίας Γρηγόριος, Αγιορείτης εκ της σεβασμίας Μονής του Ξηροποτάμου, να διέλθη εκ Καράκιοϊ εις το Φανάρι, εισήλθεν εκ θείας προνοίας εις το πλοιάριον του νέου· βλέπων δε ο νέος τον σεβάσμιον Σύγκελλον, απεφάσισε ν’ αποκαλύψη εις αυτόν τον σκοπόν του· όθεν φθάσαντες εις Φανάριον, εφανέρωσεν εις αυτόν τον μέγαν πόθον, τον οποίον είχεν, όπως μαρτυρήση δια τον Χριστόν· ο δε Σύγκελλος επήνεσε μεν αυτόν, αλλ’ όμως φοβούμενος μήπως δειλιάση εις τας βασάνους είπεν· «Άκουσον, τέκνον μου· αι επιβουλαί του πονηρού διαβόλου είναι πολλαί και φοβούμαι μήπως σε δειλιάση εις τας βασάνους και στερηθής του γλυκυτάτου μας Ιησού Χριστού· αλλά φύγε απ’ εδώ και ύπαγε να γίνης Μοναχός και να διάγης την ζωήν σου εναρέτως, ελπίζω δε εις την αγαθότητα του Ιησού μας να σε συναριθμήση μετά θάνατον εις τον χορόν των Μαρτύρων, όπως αιωνίως αγάλλεσαι». Ο δε νέος, ακούων ταύτα, εσιώπα σεβόμενος τον πνευματικόν, η καρδία του όμως κατεφλέγετο υπό του έρωτος του Μαρτυρίου· όθεν εξηκολούθει πάλιν το έργον του· εκ δε των χρημάτων, άπερ εκέρδιζεν, εκράτει μόνον τα αναγκαία εις αυτόν, τα δε επίλοιπα τα εμοίραζεν εις τους πτωχούς και ούτω λοιπόν διήρχετο τας ημέρας της ζωής του με νηστείας και αγρυπνίας ολονυκτίους· πολλάκις δε επήγαινεν εις τον Ναόν της Υπεραγίας Θεοτόκου και εις την Ζωοδόχον Πηγήν και καθ’ όλην την νύκτα παρεκάλει την Πανάχραντον, δια να τον ενδυναμώση να τελειώση τη ζωήν του με μαρτύριον. Οπλισθείς λοιπόν με την χάριν του Αγίου Πνεύματος, επήγεν εις το προειρημένον βασιλικόν πλοίον· ευθύς δε ως είδον αυτόν οι σύντροφοί του ώρμησαν κατ’ αυτού και δέροντες τον έσυρον εις το κριτήριον λέγοντες· «Αυτός είχεν ασπασθή την θρησκείαν μας και τώρα την ηρνήθη». Ο δε μετά θέρρους έλεγεν· «Εγώ Χριστιανός ήμην και είμαι, είμαι δε έτοιμος δια τον Χριστόν μου να λάβω μύρια βάσανα». Εις εξ αυτών, βλέπων το τόσον θάρρος τού Αγίου, εκτύπησεν αυτόν με έν σίδηρον εις το μέτωπον και εχύθη ο δεξιός του οφθαλμός· ο δε Μάρτυς ηυχαρίστει τον Κύριον, όστις ηξίωσεν αυτόν να πάσχη δια το όνομά του. Εκείνος δε ο αλιτήριος πάλιν εκτύπησεν εις το στόμα τον Μάρτυρα τόσον, ώστε ευθύς έπεσον δύο των οδόντων του· αλλ’ ο Μάρτυς πάλιν με λαμπράν φωνήν εκήρυττε τον Χριστόν Θεόν αληθινόν. Φθάσαντες δε εις το κριτήριον του μουλά, ηρώτησεν αυτόν ο κριτής διατί ήλλαξε την γνώμην του και ησπάσθη άλλην θρησκείαν, την οποίαν πρότερον ηρνήθη, όπως λέγουσιν οι μάρτυρες, διατί δηλαδή ησπάσθη πάλιν τον Χριστιανισμόν. Τότε ο Άγιος αναβιβάσας τον νουν του εις τον Θεόν και ζητήσας την θείαν βοήθειαν, απεκρίθη μετά παρρησίας: «Εγώ, δικαστά, ουδέποτε ηρνήθην τον γλυκύτατόν μου Χριστόν, αλλά πιστεύω και ομολογώ αυτόν Θεόν παντοδύναμον και ποιητήν του σύμπαντος κόσμου και είμαι έτοιμος να χύσω το αίμα μου και όχι να τουρκεύσω· μη γένοιτο ποτέ, Κύριέ μου». Ταύτα ακούσας ο δικαστής ωργίσθη και διέταξε να δείρωσι τους πόδας του με τριακόσια ραβδίσματα και λαβόντες αυτόν, ευθύς εξετέλεσαν την διαταγήν αυτού, ώστε εκ των ονύχων του Μάρτυρος έρρεε ποταμηδόν το αίμα. Ο δε Άγιος ηυχαρίστει μεγάλως τον Κύριον, παρακαλών αυτόν να τον ενδυναμώση ίνα εις το εξής τελειώση καλώς την οδόν της αθλήσεως· είτα διέταξεν ο κριτής να υπάγωσι τον Μάρτυρα εις τον πασά Καπίσι και να τον φυλακίσωσιν εκεί, έως ου γίνη μεγαλυτέρα κρίσις, διότι έτυχε τότε να είναι Παρασκευή· όπερ και εγένετο. Ο δε πνευματικός αυτού πατήρ, ο προρρηθείς Γρηγόριος, μαθών την παρρησίαν του Αγίου και τα βάσανα, άτινα υπέμεινε δια τον Χριστόν, κατώρθωσε και επήγεν εντός της φυλακής και με λόγους πνευματικούς ενεθάρρυνεν αυτόν να μη δειλιάση εις τους αγώνας, αλλά να υπομείνη ανδρείως, ίνα καταισχύνη τον διάβολον και να λάβη λαμπρούς τους στεφάνους της νίκης παρά του αθλοθέτου Θεού. Ο δε Μάρτυς εζήτησε να μεταλάβη τα Άχραντα Μυστήρια, αμέσως δε έφερεν αυτά ο πνευματικός και επλήρωσε την αίτησίν του. Μετά πέντε ημέρας έφεραν τον Μάρτυρα εις το δικαστήριον μετά αλύσεων δεδεμένον ως κακούργον, αυτός δε ίστατο χαίρων ως εις καμμίαν πανήγυριν. Βλέπων δε αυτόν με άγριον και φονικόν βλέμμα ο δικαστής, είπε προς αυτόν: «Διατί συ δεν ομολογείς την ιδικήν μας θρησκείαν καλήν και αληθινήν, αλλά την αποστρέφεσαι και την εξουθενείς;» Ο δε μάρτυς απεκρίνατο: «Εγώ Χριστιανός εγεννήθην και Χριστιανός θέλω να αποθάνω και δεν αρνούμαι την πίστιν μου, αν και μύρια βάσανα μου δώσης, διότι αυτή είναι καλή και αληθινή· και είθε να πιστεύσητε και σεις, αυθέντα, ίνα μη κολασθήτε». Ακούσας ταύτα ο δικαστής ωργίσθη και βλέπων το αμετάθετον της γνώμης του Μάρτυρος, έδωκε κατ’ αυτού την τελευταίαν δια ξίφους απόφασιν· τούτον ευθύς ήρπασαν οι δήμιοι και έφεραν εις το μέρος της καταδίκης. Ο δε Άγιος, αφ’ ου εδεήθη πρώτον προς τον Θεόν υπέρ της συστάσεως και ειρηνοποιήσεως των Ορθοδόξων Χριστιανών και του σύμπαντος κόσμου, είτα εγονάτισε και είπε προς τον δήμιον να εκτελέση την διαταγήν, ήτις τω εδόθη· ο δε απέκοψε την αγίαν αυτού κεφαλήν την κε΄ (25ην) Ιανουαρίου ημέρα Τρίτη, ώρα Δευτέρα της ημέρας και ούτως έλαβεν ο αοίδιμος του Μαρτυρίου τον στέφανον, ετών ων τριάκοντα, την δε αυγήν της Τετάρτης φως ουράνιον κατέβη επί του μαρτυρικού λειψάνου, το οποίον είδον ουχί μόνον πολλοί Χριστιανοί, αλλά και πολλοί Τούρκοι, το οποίον και ωμολόγουν ενώπιον πάντων. Εις δε φιλόχριστος άρχων, Μιχαήλ, ο του βασιλέως τερτζίμπασης, έχων θάρρος εις τον σουλτάνον, παρεκάλεσεν αυτόν και του έδωκε το σώμα του Μάρτυρος, το οποίον λαβών ο άρχων αυτός το έπλυνε με διάφορα μύρα και αρώματα (καθώς ο Νικόδημος το τεθεωμένον σώμα του Ιησού), είτα δε οι Χριστιανοί εσήκωσαν αυτό με πολλήν ευλάβειαν μετά του Πατριάρχου και των παρευρεθέντων Αρχιερέων και το επήγαν εις τον Ναόν της Ζωοδόχου Πηγής, ένθα το ενεταφίασαν εντίμως. Μετά δε δύο έτη ο προρρηθείς άρχων, έχων πολλήν ευλάβειαν εις τον Μάρτυρα, έκαμεν ανακομιδήν του λειψάνου του και καθώς ήνοιξαν τον τάφον ευθύς εξήλθεν άρρητος ευωδία, ώστε εθαύμασαν πάντες οι εκεί ευρεθέντες Χριστιανοί και εδόξασαν τον Θεόν, όστις δοξάζει τους Αυτόν δοξάζοντας· ο δε άρχων επήρε την αγίαν κάραν του Μάρτυρος εις τον οίκον του· επειδή δε οι υιοί του ησθένουν εκ δεινής και βαρυτάτης ασθενείας, ησπάσθησαν μετά πίστεως και ευλαβείας την αγίαν κάραν και ευθύς, ω του θαύματος! ηγέρθησαν εκ της κλίνης των υγιείς δοξάζοντες τον Θεόν και τον Άγιον· αλλά και τις ράπτης, Νικόλαος ονομαζόμενος, όστις ευρίσκετο εις μεγάλην ασθένειαν και υπό των ιατρών αποφασισμένος δια θάνατον, ενεθυμήθη το θαύμα του Μάρτυρος εις τους υιούς του έρχοντος και στείλας εζήτησε την αγίαν κάραν, την οποίαν μόλις έθεσαν επάνω του, ω του θαύματος! ηγέρθη υγιής και εδόξαζε τον Θεόν και τον αυτού Μάρτυρα Αυξέντιον. Ο δε προρρηθείς Ιερομόναχος Γρηγόριος ο Ξηροποταμηνός, ακούσας τα θαύματα του Μάρτυρος, ηυλαβείτο αυτόν· δια τούτο όταν επήγεν εις άρχων φίλος του εις την Μονήν του, όστις είχε κυριότητα επί της κάρας, παρεκάλεσε να αφιερώση ταύτην την αγίαν κάραν του Μάρτυρος εις το ιδικόν του Μοναστήριον, ήτοι του Ξηροποτάμου. Ο δε άρχων και δια την ευλάβειαν, την οποίαν έσωζεν εις αυτήν την Μονήν και χάριν της φιλίας του Συγκέλλου, αφιέρωσεν αυτήν εις την Μονήν ως δώρον πολύτιμον, ήτις ευρίσκεται έως της σήμερον εις την σεβασμίαν Μονήν, πηγάζουσα καθ’ εκάστην διάφορα θαύματα, λυτρώνουσα πολλούς από θανατηφόρων ασθενειών, οίον της λοιμικής, της πανώλους και από πολλών άλλων παθών, οίτινες μετ’ ευλαβείας και θερμής πίστεως καταφεύγουσιν εις αυτήν. Και ταύτα βεβαίως εις δόξαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Όθεν έσπειρεν εις αυτόν λογισμούς τοιούτους, δηλαδή να περάση αυτήν την πρόσκαιρον ζωήν με ηδονάς και διασκεδάσεις και με άλλα παρόμοια και ούτω επλάνησεν αυτόν και άφησε την τέχνην του και επήγεν εις τα βασιλικά πλοία· εκεί λοιπόν μένων και διασκεδάζων μετά των άλλων φίλων του, εσυκοφαντήθη ψευδώς παρ’ αυτών, ότι ήλλαξε την Χριστιανικήν του θρησκείαν αι ησπάσθητην ιδικήν των· όθεν φοβηθείς, μήπως τον διαβάλωσιν εις τον πλοίαρχον, έφυγεν εκείθεν κρυφίως και επέστρεψεν εις Κωνσταντινούπολιν ενδεδυμένος με άλλα ταπεινά φορέματα· είτα αγοράσας εν πλοιάριον, εδούλευε δι’ αυτού και εξοικονομείτο. Μετενόησε δε ολοψύχως δια τα πρότερα σφάλματά του· η καρδία του εκαίετο υπό του έρωτος του μαρτυρίου και νυχθημερόν παρεκάλει τον Θεόν μετά θερμών δακρύων, όπως του φανερώση έμπειρον τινά πνευματικόν, δια να εξομολογηθή εις αυτόν και του είπη τον πόθον, τον οποίον είχεν, εις το να πίη το ποτήριον του μαρτυρίου· ο δε Πανάγαθος Θεός δεν παρήκουσε της δεήσεώς του, αλλά του έδωσε κατά τον πόθον του. Ημέραν λοιπόν τινά, θέλων ο Σύγκελλος της Μεγάλης Εκκλησίας Γρηγόριος, Αγιορείτης εκ της σεβασμίας Μονής του Ξηροποτάμου, να διέλθη εκ Καράκιοϊ εις το Φανάρι, εισήλθεν εκ θείας προνοίας εις το πλοιάριον του νέου· βλέπων δε ο νέος τον σεβάσμιον Σύγκελλον, απεφάσισε ν’ αποκαλύψη εις αυτόν τον σκοπόν του· όθεν φθάσαντες εις Φανάριον, εφανέρωσεν εις αυτόν τον μέγαν πόθον, τον οποίον είχεν, όπως μαρτυρήση δια τον Χριστόν· ο δε Σύγκελλος επήνεσε μεν αυτόν, αλλ’ όμως φοβούμενος μήπως δειλιάση εις τας βασάνους είπεν· «Άκουσον, τέκνον μου· αι επιβουλαί του πονηρού διαβόλου είναι πολλαί και φοβούμαι μήπως σε δειλιάση εις τας βασάνους και στερηθής του γλυκυτάτου μας Ιησού Χριστού· αλλά φύγε απ’ εδώ και ύπαγε να γίνης Μοναχός και να διάγης την ζωήν σου εναρέτως, ελπίζω δε εις την αγαθότητα του Ιησού μας να σε συναριθμήση μετά θάνατον εις τον χορόν των Μαρτύρων, όπως αιωνίως αγάλλεσαι». Ο δε νέος, ακούων ταύτα, εσιώπα σεβόμενος τον πνευματικόν, η καρδία του όμως κατεφλέγετο υπό του έρωτος του Μαρτυρίου· όθεν εξηκολούθει πάλιν το έργον του· εκ δε των χρημάτων, άπερ εκέρδιζεν, εκράτει μόνον τα αναγκαία εις αυτόν, τα δε επίλοιπα τα εμοίραζεν εις τους πτωχούς και ούτω λοιπόν διήρχετο τας ημέρας της ζωής του με νηστείας και αγρυπνίας ολονυκτίους· πολλάκις δε επήγαινεν εις τον Ναόν της Υπεραγίας Θεοτόκου και εις την Ζωοδόχον Πηγήν και καθ’ όλην την νύκτα παρεκάλει την Πανάχραντον, δια να τον ενδυναμώση να τελειώση τη ζωήν του με μαρτύριον. Οπλισθείς λοιπόν με την χάριν του Αγίου Πνεύματος, επήγεν εις το προειρημένον βασιλικόν πλοίον· ευθύς δε ως είδον αυτόν οι σύντροφοί του ώρμησαν κατ’ αυτού και δέροντες τον έσυρον εις το κριτήριον λέγοντες· «Αυτός είχεν ασπασθή την θρησκείαν μας και τώρα την ηρνήθη». Ο δε μετά θέρρους έλεγεν· «Εγώ Χριστιανός ήμην και είμαι, είμαι δε έτοιμος δια τον Χριστόν μου να λάβω μύρια βάσανα». Εις εξ αυτών, βλέπων το τόσον θάρρος τού Αγίου, εκτύπησεν αυτόν με έν σίδηρον εις το μέτωπον και εχύθη ο δεξιός του οφθαλμός· ο δε Μάρτυς ηυχαρίστει τον Κύριον, όστις ηξίωσεν αυτόν να πάσχη δια το όνομά του. Εκείνος δε ο αλιτήριος πάλιν εκτύπησεν εις το στόμα τον Μάρτυρα τόσον, ώστε ευθύς έπεσον δύο των οδόντων του· αλλ’ ο Μάρτυς πάλιν με λαμπράν φωνήν εκήρυττε τον Χριστόν Θεόν αληθινόν. Φθάσαντες δε εις το κριτήριον του μουλά, ηρώτησεν αυτόν ο κριτής διατί ήλλαξε την γνώμην του και ησπάσθη άλλην θρησκείαν, την οποίαν πρότερον ηρνήθη, όπως λέγουσιν οι μάρτυρες, διατί δηλαδή ησπάσθη πάλιν τον Χριστιανισμόν. Τότε ο Άγιος αναβιβάσας τον νουν του εις τον Θεόν και ζητήσας την θείαν βοήθειαν, απεκρίθη μετά παρρησίας: «Εγώ, δικαστά, ουδέποτε ηρνήθην τον γλυκύτατόν μου Χριστόν, αλλά πιστεύω και ομολογώ αυτόν Θεόν παντοδύναμον και ποιητήν του σύμπαντος κόσμου και είμαι έτοιμος να χύσω το αίμα μου και όχι να τουρκεύσω· μη γένοιτο ποτέ, Κύριέ μου». Ταύτα ακούσας ο δικαστής ωργίσθη και διέταξε να δείρωσι τους πόδας του με τριακόσια ραβδίσματα και λαβόντες αυτόν, ευθύς εξετέλεσαν την διαταγήν αυτού, ώστε εκ των ονύχων του Μάρτυρος έρρεε ποταμηδόν το αίμα. Ο δε Άγιος ηυχαρίστει μεγάλως τον Κύριον, παρακαλών αυτόν να τον ενδυναμώση ίνα εις το εξής τελειώση καλώς την οδόν της αθλήσεως· είτα διέταξεν ο κριτής να υπάγωσι τον Μάρτυρα εις τον πασά Καπίσι και να τον φυλακίσωσιν εκεί, έως ου γίνη μεγαλυτέρα κρίσις, διότι έτυχε τότε να είναι Παρασκευή· όπερ και εγένετο. Ο δε πνευματικός αυτού πατήρ, ο προρρηθείς Γρηγόριος, μαθών την παρρησίαν του Αγίου και τα βάσανα, άτινα υπέμεινε δια τον Χριστόν, κατώρθωσε και επήγεν εντός της φυλακής και με λόγους πνευματικούς ενεθάρρυνεν αυτόν να μη δειλιάση εις τους αγώνας, αλλά να υπομείνη ανδρείως, ίνα καταισχύνη τον διάβολον και να λάβη λαμπρούς τους στεφάνους της νίκης παρά του αθλοθέτου Θεού. Ο δε Μάρτυς εζήτησε να μεταλάβη τα Άχραντα Μυστήρια, αμέσως δε έφερεν αυτά ο πνευματικός και επλήρωσε την αίτησίν του. Μετά πέντε ημέρας έφεραν τον Μάρτυρα εις το δικαστήριον μετά αλύσεων δεδεμένον ως κακούργον, αυτός δε ίστατο χαίρων ως εις καμμίαν πανήγυριν. Βλέπων δε αυτόν με άγριον και φονικόν βλέμμα ο δικαστής, είπε προς αυτόν: «Διατί συ δεν ομολογείς την ιδικήν μας θρησκείαν καλήν και αληθινήν, αλλά την αποστρέφεσαι και την εξουθενείς;» Ο δε μάρτυς απεκρίνατο: «Εγώ Χριστιανός εγεννήθην και Χριστιανός θέλω να αποθάνω και δεν αρνούμαι την πίστιν μου, αν και μύρια βάσανα μου δώσης, διότι αυτή είναι καλή και αληθινή· και είθε να πιστεύσητε και σεις, αυθέντα, ίνα μη κολασθήτε». Ακούσας ταύτα ο δικαστής ωργίσθη και βλέπων το αμετάθετον της γνώμης του Μάρτυρος, έδωκε κατ’ αυτού την τελευταίαν δια ξίφους απόφασιν· τούτον ευθύς ήρπασαν οι δήμιοι και έφεραν εις το μέρος της καταδίκης. Ο δε Άγιος, αφ’ ου εδεήθη πρώτον προς τον Θεόν υπέρ της συστάσεως και ειρηνοποιήσεως των Ορθοδόξων Χριστιανών και του σύμπαντος κόσμου, είτα εγονάτισε και είπε προς τον δήμιον να εκτελέση την διαταγήν, ήτις τω εδόθη· ο δε απέκοψε την αγίαν αυτού κεφαλήν την κε΄ (25ην) Ιανουαρίου ημέρα Τρίτη, ώρα Δευτέρα της ημέρας και ούτως έλαβεν ο αοίδιμος του Μαρτυρίου τον στέφανον, ετών ων τριάκοντα, την δε αυγήν της Τετάρτης φως ουράνιον κατέβη επί του μαρτυρικού λειψάνου, το οποίον είδον ουχί μόνον πολλοί Χριστιανοί, αλλά και πολλοί Τούρκοι, το οποίον και ωμολόγουν ενώπιον πάντων. Εις δε φιλόχριστος άρχων, Μιχαήλ, ο του βασιλέως τερτζίμπασης, έχων θάρρος εις τον σουλτάνον, παρεκάλεσεν αυτόν και του έδωκε το σώμα του Μάρτυρος, το οποίον λαβών ο άρχων αυτός το έπλυνε με διάφορα μύρα και αρώματα (καθώς ο Νικόδημος το τεθεωμένον σώμα του Ιησού), είτα δε οι Χριστιανοί εσήκωσαν αυτό με πολλήν ευλάβειαν μετά του Πατριάρχου και των παρευρεθέντων Αρχιερέων και το επήγαν εις τον Ναόν της Ζωοδόχου Πηγής, ένθα το ενεταφίασαν εντίμως. Μετά δε δύο έτη ο προρρηθείς άρχων, έχων πολλήν ευλάβειαν εις τον Μάρτυρα, έκαμεν ανακομιδήν του λειψάνου του και καθώς ήνοιξαν τον τάφον ευθύς εξήλθεν άρρητος ευωδία, ώστε εθαύμασαν πάντες οι εκεί ευρεθέντες Χριστιανοί και εδόξασαν τον Θεόν, όστις δοξάζει τους Αυτόν δοξάζοντας· ο δε άρχων επήρε την αγίαν κάραν του Μάρτυρος εις τον οίκον του· επειδή δε οι υιοί του ησθένουν εκ δεινής και βαρυτάτης ασθενείας, ησπάσθησαν μετά πίστεως και ευλαβείας την αγίαν κάραν και ευθύς, ω του θαύματος! ηγέρθησαν εκ της κλίνης των υγιείς δοξάζοντες τον Θεόν και τον Άγιον· αλλά και τις ράπτης, Νικόλαος ονομαζόμενος, όστις ευρίσκετο εις μεγάλην ασθένειαν και υπό των ιατρών αποφασισμένος δια θάνατον, ενεθυμήθη το θαύμα του Μάρτυρος εις τους υιούς του έρχοντος και στείλας εζήτησε την αγίαν κάραν, την οποίαν μόλις έθεσαν επάνω του, ω του θαύματος! ηγέρθη υγιής και εδόξαζε τον Θεόν και τον αυτού Μάρτυρα Αυξέντιον. Ο δε προρρηθείς Ιερομόναχος Γρηγόριος ο Ξηροποταμηνός, ακούσας τα θαύματα του Μάρτυρος, ηυλαβείτο αυτόν· δια τούτο όταν επήγεν εις άρχων φίλος του εις την Μονήν του, όστις είχε κυριότητα επί της κάρας, παρεκάλεσε να αφιερώση ταύτην την αγίαν κάραν του Μάρτυρος εις το ιδικόν του Μοναστήριον, ήτοι του Ξηροποτάμου. Ο δε άρχων και δια την ευλάβειαν, την οποίαν έσωζεν εις αυτήν την Μονήν και χάριν της φιλίας του Συγκέλλου, αφιέρωσεν αυτήν εις την Μονήν ως δώρον πολύτιμον, ήτις ευρίσκεται έως της σήμερον εις την σεβασμίαν Μονήν, πηγάζουσα καθ’ εκάστην διάφορα θαύματα, λυτρώνουσα πολλούς από θανατηφόρων ασθενειών, οίον της λοιμικής, της πανώλους και από πολλών άλλων παθών, οίτινες μετ’ ευλαβείας και θερμής πίστεως καταφεύγουσιν εις αυτήν. Και ταύτα βεβαίως εις δόξαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου