Μάρης ο εν Αγίοις πατήρ
ημών, έτι νέος ων και εις τον κόσμον ευρισκόμενος, ήτο ωραίος την όψιν και
καλός την φωνήν· όθεν εστόλιζε τας εορτάς και πανηγύρεις του Χριστού και των
Αγίων με τα γλυκύτατα αυτού μέλη και άσματα. Ηγάπα δε πάντοτε τον Θεόν και τας
εντολάς αυτού προθύμως εξετέλει, αλλά και το σώμα εφύλαττε καθαρόν ο αοίδιμος,
την δε ψυχήν του ετήρει άμωμον και άσπιλον, καίτοι ευρίσκετο εν τω μέσω των
ηδονών και συνανεστρέφετο με τους ανθρώπους του κόσμου.
Ότε δε ηθέλησε ν’ αρνηθή τον κόσμον, επήγεν εις εν χωρίον ονομαζόμενον Ομήρου και εκεί κτίσας εν κελλίον μικρόν, εκλείσθη εν αυτώ και διήνυσε χρόνους τριάκοντα επτά (37). Καίτοι δε το κελλίον του ήτο εις τόπον υγρόν και έβλαπτε κατά πολλά την υγείαν του, δεν ηθέλησεν όμως να αλλάξη τούτο, αλλ’ έμεινεν εις αυτό, έως ου τον δρόμον της ζωής του ετελείωσεν. Ούτος ο Όσιος ηγάπα μεν την απλότητα, εβδελύσσετο δε παντελώς τα ποικίλα ήθη και τας πανουργίας· της πτωχείας ωρέγετο περισσότερον του πλούτου· όθεν εφόρει ιμάτια υφασμένα από τρίχας αιγός και ηρκείτο εις άρτον ολιγώτατον και άλας μεθ’ ύδατος. Επειδή δε ευρισκόμενος εις την έρημον από χρόνων πολλών δεν είδε τελουμένην πνευματικήν θυσίαν, ήτοι την θείαν λειτουργίαν, δια τούτο εζήτησε να γίνη λειτουργία εκεί εις το κελλίον του. Τυχών λοιπόν ημέραν τινά εκεί ο Κύρου Θεοδώρητος, ο και τον βίον του Οσίου συγγράψας, παρεκάλεσεν αυτόν εις τούτο, ούτος δε ασμένως εδέχθη την αίτησιν του Οσίου και παρευθύς έστειλεν εις το πλησίον χωρίον και έφερον ιερά σκεύη, μεταχειρισθείς τας χείρας των διακόνων αντί αγίας Τραπέζης, διότι επάνω εις αυτάς προσέφερε την αναίμακτον θυσίαν έμπροσθεν του Οσίου. Ο δε Όσιος τοσαύτης ηδονής επληρώθη, ώστε ενόμιζεν ότι βλέπει αυτόν τον ίδιον ουράνιον θρόνον, διο και έλεγεν, ότι άλλοτε δεν απήλαυσε τοιαύτης πνευματικής ευφροσύνης. Ούτω λοιπόν καλώς διελθών την ζωήν του και εις τους ουρανούς ανελθών χορεύει μετά των Αγίων εις τας αυλάς των Πρωτοτόκων.
Ότε δε ηθέλησε ν’ αρνηθή τον κόσμον, επήγεν εις εν χωρίον ονομαζόμενον Ομήρου και εκεί κτίσας εν κελλίον μικρόν, εκλείσθη εν αυτώ και διήνυσε χρόνους τριάκοντα επτά (37). Καίτοι δε το κελλίον του ήτο εις τόπον υγρόν και έβλαπτε κατά πολλά την υγείαν του, δεν ηθέλησεν όμως να αλλάξη τούτο, αλλ’ έμεινεν εις αυτό, έως ου τον δρόμον της ζωής του ετελείωσεν. Ούτος ο Όσιος ηγάπα μεν την απλότητα, εβδελύσσετο δε παντελώς τα ποικίλα ήθη και τας πανουργίας· της πτωχείας ωρέγετο περισσότερον του πλούτου· όθεν εφόρει ιμάτια υφασμένα από τρίχας αιγός και ηρκείτο εις άρτον ολιγώτατον και άλας μεθ’ ύδατος. Επειδή δε ευρισκόμενος εις την έρημον από χρόνων πολλών δεν είδε τελουμένην πνευματικήν θυσίαν, ήτοι την θείαν λειτουργίαν, δια τούτο εζήτησε να γίνη λειτουργία εκεί εις το κελλίον του. Τυχών λοιπόν ημέραν τινά εκεί ο Κύρου Θεοδώρητος, ο και τον βίον του Οσίου συγγράψας, παρεκάλεσεν αυτόν εις τούτο, ούτος δε ασμένως εδέχθη την αίτησιν του Οσίου και παρευθύς έστειλεν εις το πλησίον χωρίον και έφερον ιερά σκεύη, μεταχειρισθείς τας χείρας των διακόνων αντί αγίας Τραπέζης, διότι επάνω εις αυτάς προσέφερε την αναίμακτον θυσίαν έμπροσθεν του Οσίου. Ο δε Όσιος τοσαύτης ηδονής επληρώθη, ώστε ενόμιζεν ότι βλέπει αυτόν τον ίδιον ουράνιον θρόνον, διο και έλεγεν, ότι άλλοτε δεν απήλαυσε τοιαύτης πνευματικής ευφροσύνης. Ούτω λοιπόν καλώς διελθών την ζωήν του και εις τους ουρανούς ανελθών χορεύει μετά των Αγίων εις τας αυλάς των Πρωτοτόκων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου