Απολλώς
ο αοίδιμος, βρέφος έτι ων, απηρνήθη τον κόσμον και ότε εγένετο δέκα πέντε ετών
επήγεν εις την έρημον, ένθα εσώρευσεν εις εαυτόν μεγάλας αρετάς· δια τούτο ημέραν
τινά ακούει φωνήν εξ ουρανού λέγουσαν· «Απολλώ, Απολλώ, δια την μεγάλην σου
αρετήν θα σε αναδείξω θαυμαστόν εις τα έργα και εις τους λόγους, ίνα δια της
δυνάμεως, την οποίαν θα σου δώσω, δυνηθής να εξαφανίσης την ειδωλολατρίαν». Ο
δε απεκρίνατο· «Εξάλειψον απ’ εμού την έπαρσιν, ίνα μη υπερηφανευθώ υπέρ τους
αδελφούς μου, να υστερηθώ και της σης χάριτος ως αχάριστος».
Λέγει προς αυτόν η φωνή· «Θες την χείρα σου εις την κεφαλήν σου, και ό,τι εύρης ρίψον τούτο εις την άμμον, και ούτω θέλεις απ’ αυτής λυτρωθή». Θέσας δε την χείρα του επί της κεφαλής του ο Άγιος, εύρεν εν μικρόν αραπόπουλον, το οποίον έρριψε κατά γης· εκείνο δε γελάσαν είπε· «Εγώ είμαι ο δαίμων της υπερηφανείας»· μετά δε τούτο, εκ τρίτου ο Άγιος ακούει φωνήν εξ ουρανού λέγουσαν εις αυτόν· «Ύπαγε λοιπόν και μη φοβού, διότι ό,τι και αν ζητής παρά Θεού, θέλεις λαμβάνει αυτό». Ούτω λοιπόν ανεχώρησεν, ετών τεσσαράκοντα ων, εις τα έσω χωρία, ένθα ευρών εν σπήλαιον κατώκησε· πλησίον δε της κατοικίας αυτού ήτο παλαιός ναός των ειδώλων, εις τον οποίον είχον καταλύσει η Παναγία Θεοτόκος μετά του Ιωσήφ και μόλις εισήλθεν η Θεοτόκος μετά του βρέφους έπεσον πάντα τα εν τω αυτώ είδωλα και συνετρίβησαν. Εκεί λοιπόν έζη ο Όσιος άσιτος, υψώνων την ψυχήν εις τα ουράνια· το δε ένδυμα, το οποίον είχεν, εφόρει επί τεσσαράκοντα έτη, χωρίς να φθαρή εντελώς. Γνωστού δε γενομένου του Οσίου, ήρχοντο εξ όλων των μερών, όπως ακούσωσι την διδασκαλίαν του, εκ των οποίων πολλοί απεφάσιζον και έμενον πλησίον του, τους οποίους ενουθέτει να φυλάττωσι τας υποχρεώσεις της Μοναχικής και Ασκητικής πολιτείας και να νηστεύωσιν όσον δύνανται, αυτός δε έτρωγε μόνον χόρτα άνευ άρτου. Κατ’ εκείνον τον καιρόν εβασίλευεν Ιουλιανός ο Παραβάτης, όστις δια των διοικητών του εβασάνιζε τους Χριστιανούς· έτυχε δε κατ’ εκείνας τας ημέρας να έχουν εις τας φυλακάς ένα Μοναχόν, τον οποίον εβασάνιζον δια να αρνηθή τον Χριστόν· όθεν επήγεν ο Όσιος εις την φυλακήν, συμβουλεύων αυτόν να μη δειλιάση τα πρόσκαιρα κολαστήρια, αλλά να υπομένη καρτερικώς ίνα λάβη τον στέφανον. Ελθών λοιπόν ο εκατόνταρχος και βλέπων τον Όσιον εθύμωσε λέγων· «Πως ετόλμησας να παρουσιασθής»; Και αμέσως διέταξε να κλείσωσι και αυτόν μετά των λοιπών εις το δεσμωτήριον· είτα έθεσε πολλούς φύλακας, όπως φυλάττωσιν αυτούς επιμελώς και ανεχώρησεν. Αλλά το μεσονύκτιον ελθών Άγγελος Κυρίου αστραπόμορφος ήνοιξε την φυλακήν· οι δε φύλακες, εκ του φόβου, έπεσον κατά γης παρακαλούντες τους δεσμίους να φύγωσιν, αλλ’ ο Όσιος δεν ηθέλησεν ειπών: «Να περιμένωμεν έως ου έλθη εκείνος, όστις μας έκλεισε». Και ιδού έφθασε κατεσπευσμένως ο εκατόνταρχος, λέγων εις τους φύλακας· «Άφετε τους δεσμίους να φύγωσι, διότι την νύκτα ταύτην εγένετο σεισμός μέγας, όστις εκρήμνισε την οικίαν μου και τους οικείους μου εθανάτωσεν». Ούτω λοιπόν ανεχώρησαν χαίροντες, ο δε Όσιος επήγεν εις την Σκήτην του, καθημερινώς αγωνιζόμενος και νουθετών τους αδελφούς. Κατ’ εκείνας τας ημέρας ανεπαύθη εις ενάρετος και παλαιός Ασκητής, τον οποίον είδεν ο Όσιος εν οράματι καθήμενον εις τον Παράδεισον εν μέσω των Αγίων· ταύτα ιδών ο Όσιος εδέετο του Θεού να τον αναπαύση και αυτόν εις εκείνην την άρρητον αγαλλίασιν. Ο δε Χριστός απεκρίνατο· «Επειδή είναι ανάγκη να μείνης επί πολύν καιρόν εις τον κόσμον, δια πολλών ωφέλειαν, διότι πολλοί θέλουσιν έλθει να υποταχθώσιν εις σε, δια τούτο δεν σε αναπαύω, αλλ’ ότε θέλεις έλθει μετ’ εκείνων θα σας ανταμείψω πολλαπλασίως δια τους κόπους σας». Και ούτως εγένετο. Πέριξ δε του Μοναστηρίου ήσαν δέκα χωρία κατοικούμενα υπό ειδωλολατρών, οίτινες, όταν έπασχον εξ ανυδρίας, εποίουν λιτανείαν περιφέροντες εν είδωλον, το οποίον παρεκάλουν, οι τυφλοί, να φέρη δρόσον και βροχάς εις την γην· ιδών λοιπόν ο Όσιος ημέραν τινά το είδωλον ακολουθούμενον υπό πολλών χιλιάδων ανθρώπων εδεήθη του Θεού να μείνωσιν ακίνητοι· και ευθύς, ω του θαύματος! έμειναν ακίνητοι και κατεφλέγοντο υπό του καυστικού ηλίου· οι δε μιαροί εννοήσαντες την αιτίαν είπον· «Ο Απολλώς, διελθών εντεύθεν, μας εδέσμευσεν». Διο, μη έχοντες άλλην βοήθειαν, ειδοποίησαν τον Άγιον να λυτρώση αυτούς υποσχομένους να προσέλθουν εις την ευσέβειαν· ακούσας ταύτα ο Όσιος και ελθών προσηυχήθη και ούτως ελύθησαν τα δεσμά· όθεν γνωρίσαντες την προτέραν των πλάνην, έκαυσαν το είδωλον και εβαπτίσθησαν πάντες· μάλιστα τινές εξ αυτών απαρνηθέντες τον κόσμον και τα του κόσμου τερπνά εγένοντο Μοναχοί. Άλλοτε πάλιν συνεπλάκησαν δύο χωρία, εκ των οποίων το εν Χριστιανικόν, το δε έτερον των ειδωλολατρών· εισελθών λοιπόν ο Όσιος εις αυτά εζήτει να ειρηνεύση αυτούς, αλλ’ ο αρχηγός των απίστων δεν επείθετο, ως υπερήφανος, αλλ’ έλεγε· «Εν όσω εγώ ζω ποτέ δεν θα γίνη αγάπη». Ο δε Όσιος του λέγε: «Ούτω να γίνη, καθώς είπας· να αποθάνης λοιπόν μόνον συ, δια να γίνη αγάπη· το δε σώμα σου να εξεμέση η γη και να το φάγωσι τα θηρία». Ούτω και εγένετο· οι δε ειδωλολάτραι, ιδόντες την πρόρρησιν του Οσίου πραγματοποιηθείσαν, επίστευσαν και πάντες εβαπτίσθησαν. Άλλοτε δε πάλιν, ενώ εώρταζε την της Λαμπράς πανήγυριν μετά των μαθητών του και δεν είχον ειμή μόνον ξηρόν άρτον και χόρτα, είπεν εις αυτούς ο Όσιος: «Αδελφοί, εάν έχωμεν πίστιν εις τον Θεόν, ας ζητήση έκαστος ό,τι ορέγεται δια να μας το στείλη ο πλουσιόδωρος». Οι δε απεκρίθησαν, ότι αυτοί δεν ήσαν άξιοι να ζητήσωσι τοιούτον τι, αλλ’ ότι αυτός ηδύνατο να ζητήση και έτι τούτου μεγαλύτερον. Τότε του Οσίου ποιήσαντος ευχήν, βλέπουσιν, ω του θαύματος! εις την θύραν του σπηλαίου πολλούς ανθρώπους κομίζοντας φαγητά εξ όλων των ειδών, συνάμα δε και διάφορα οπωρικά, άτινα σπανίως εκείνον τον καιρόν ευρίσκοντο, ήτοι σταφύλια, ρόδια και άλλα τοιαύτα, άτινα γίνονται τον Αύγουστον, οίτινες μόλις τα έφεραν έγιναν άφαντοι. Ο δε Απολλώς μετά των μαθητών του ευχαριστήσας πρότερον τον Κύριον είτα ενεπλήσθη μετ’ αυτών παντός αγαθού. Τόσον δε πολλά ήσαν τα αγαθά ταύτα, ώστε επήρκεσαν αυτούς μέχρι της Αγίας Πεντηκοστής. Άλλοτε πάλιν υπήρχεν εις την Θηβαϊδα μεγάλη στέρησις των αναγκαιοτέρων· όθεν έδραμον οι εγχώριοι μετά των γυναικών των και των τέκνων των εις τον Όσιον, ζητούντες την ευλογίαν του ως και τροφάς. Ο δε Όσιος υπεδέχθη πάντας ευσπλάγχνως και έδωκεν εις αυτούς όσα φαγητά του ευρέθησαν· αλλ’ επειδή ήσαν πολλοί και δεν εχόρτασαν, δια τούτο είπε και του έφερον τους ολίγους άρτους, οίτινες έμειναν, δια να φάγωσιν οι γέροντες· ο δε Όσιος πρώτον προσευχηθείς έσωθεν, είτα δε στραφείς προς τον λαόν είπε· «Δεν πιστεύετε ότι η χειρ του Δεσπότου δύναται να πολλαπλασιάση τούτους τους μείναντας άρτους; Ούτω λέγει το Πνεύμα το Άγιον, ούτοι οι άρτοι να μη εκλείψωσιν, έως του θέρους, ότε θα γίνη εσοδεία». Και ούτως εγένετο, διότι ετρέφοντο καθημερινώς, επί τέσσαρας μήνας. Τούτο δε εγένετο πολλάκις· διότι όταν ήτο έλλειψις ή σίτου ή ελαίου, ήρχοντο προς τον Όσιον και δια της προσευχής του επλήθυνεν αυτά. Εκτός δε της χάριτος ταύτης είχεν ο Όσιος και την του προορατικού, διότι όταν επήγαινε προς τον Όσιον ο Άγιος Ιερώνυμος (όστις και τον βίον τούτου συνέγραψε) μετ’ άλλων δύο Πατέρων, πριν φθάσωσιν εις το Μοναστήριόν του προϋπήντησεν αυτούς οι μαθηταί του Οσίου, οι οποίοι μόλις είδον αυτούς, έπεσον εις την γην και τους προσεκύνουν με πολλήν ταπείνωσιν, λέγοντες προς αλλήλους· «Βεβαίως αυτούς τους τρεις Πατέρας όπου έρχονται από τα Ιεροσόλυμα ο διδάσκαλος ημών γνωρίζει». Συνώδευσαν λοιπόν τούτους μέχρι του κελλίου του Οσίου, όστις μόλις είδεν αυτούς τους προσεκύνησε και πλύνας τους πόδας των, προσηυχήθη μετ’ αυτών· ούτοι είτα μετά των μαθητών του εκοινώνησαν τα θεία Μυστήρια, και μετά τούτο εφίλευσεν άμα και εδίδασκεν αυτούς τε και τους μαθητάς του, όντας τον αριθμόν πέντε χιλιάδας, να φυλάττωσι τας Τετράδας και τας Παρακευάς, λέγων ότι «την μεν Τετάρτην επρόδωσεν ο Ιούδας τον Χριστόν, την δε Παρασκευήν τον εσταύρωσαν», τους εδίδασκεν ωσαύτως να ώσι καθαροί ερμηνεύων εις αυτούς δια καταλλήλων φράσεων το ρητόν της Γραφής: «Έκαστος γαρ, φησιν, ουκ εκ των λόγων, αλλ’ εκ των ιδίων έργων ή δοξασθήσεται ή αισχυνθήσεται».Τοιαύτη λοιπόν ήτο η πολιτεία του μεγίστου των διδασκάλων Απολλώ, όστις τόσην μεγάλην παρρησίαν είχε προς τον Θεόν, ώστε δια των μεγάλων θαυμάτων του επίστευσεν άπασα η Αίγυπτος εις τον Χριστόν. Ούτω λοιπόν καλώς αγωνισάμενος απήλθε προς Κύριον.
Λέγει προς αυτόν η φωνή· «Θες την χείρα σου εις την κεφαλήν σου, και ό,τι εύρης ρίψον τούτο εις την άμμον, και ούτω θέλεις απ’ αυτής λυτρωθή». Θέσας δε την χείρα του επί της κεφαλής του ο Άγιος, εύρεν εν μικρόν αραπόπουλον, το οποίον έρριψε κατά γης· εκείνο δε γελάσαν είπε· «Εγώ είμαι ο δαίμων της υπερηφανείας»· μετά δε τούτο, εκ τρίτου ο Άγιος ακούει φωνήν εξ ουρανού λέγουσαν εις αυτόν· «Ύπαγε λοιπόν και μη φοβού, διότι ό,τι και αν ζητής παρά Θεού, θέλεις λαμβάνει αυτό». Ούτω λοιπόν ανεχώρησεν, ετών τεσσαράκοντα ων, εις τα έσω χωρία, ένθα ευρών εν σπήλαιον κατώκησε· πλησίον δε της κατοικίας αυτού ήτο παλαιός ναός των ειδώλων, εις τον οποίον είχον καταλύσει η Παναγία Θεοτόκος μετά του Ιωσήφ και μόλις εισήλθεν η Θεοτόκος μετά του βρέφους έπεσον πάντα τα εν τω αυτώ είδωλα και συνετρίβησαν. Εκεί λοιπόν έζη ο Όσιος άσιτος, υψώνων την ψυχήν εις τα ουράνια· το δε ένδυμα, το οποίον είχεν, εφόρει επί τεσσαράκοντα έτη, χωρίς να φθαρή εντελώς. Γνωστού δε γενομένου του Οσίου, ήρχοντο εξ όλων των μερών, όπως ακούσωσι την διδασκαλίαν του, εκ των οποίων πολλοί απεφάσιζον και έμενον πλησίον του, τους οποίους ενουθέτει να φυλάττωσι τας υποχρεώσεις της Μοναχικής και Ασκητικής πολιτείας και να νηστεύωσιν όσον δύνανται, αυτός δε έτρωγε μόνον χόρτα άνευ άρτου. Κατ’ εκείνον τον καιρόν εβασίλευεν Ιουλιανός ο Παραβάτης, όστις δια των διοικητών του εβασάνιζε τους Χριστιανούς· έτυχε δε κατ’ εκείνας τας ημέρας να έχουν εις τας φυλακάς ένα Μοναχόν, τον οποίον εβασάνιζον δια να αρνηθή τον Χριστόν· όθεν επήγεν ο Όσιος εις την φυλακήν, συμβουλεύων αυτόν να μη δειλιάση τα πρόσκαιρα κολαστήρια, αλλά να υπομένη καρτερικώς ίνα λάβη τον στέφανον. Ελθών λοιπόν ο εκατόνταρχος και βλέπων τον Όσιον εθύμωσε λέγων· «Πως ετόλμησας να παρουσιασθής»; Και αμέσως διέταξε να κλείσωσι και αυτόν μετά των λοιπών εις το δεσμωτήριον· είτα έθεσε πολλούς φύλακας, όπως φυλάττωσιν αυτούς επιμελώς και ανεχώρησεν. Αλλά το μεσονύκτιον ελθών Άγγελος Κυρίου αστραπόμορφος ήνοιξε την φυλακήν· οι δε φύλακες, εκ του φόβου, έπεσον κατά γης παρακαλούντες τους δεσμίους να φύγωσιν, αλλ’ ο Όσιος δεν ηθέλησεν ειπών: «Να περιμένωμεν έως ου έλθη εκείνος, όστις μας έκλεισε». Και ιδού έφθασε κατεσπευσμένως ο εκατόνταρχος, λέγων εις τους φύλακας· «Άφετε τους δεσμίους να φύγωσι, διότι την νύκτα ταύτην εγένετο σεισμός μέγας, όστις εκρήμνισε την οικίαν μου και τους οικείους μου εθανάτωσεν». Ούτω λοιπόν ανεχώρησαν χαίροντες, ο δε Όσιος επήγεν εις την Σκήτην του, καθημερινώς αγωνιζόμενος και νουθετών τους αδελφούς. Κατ’ εκείνας τας ημέρας ανεπαύθη εις ενάρετος και παλαιός Ασκητής, τον οποίον είδεν ο Όσιος εν οράματι καθήμενον εις τον Παράδεισον εν μέσω των Αγίων· ταύτα ιδών ο Όσιος εδέετο του Θεού να τον αναπαύση και αυτόν εις εκείνην την άρρητον αγαλλίασιν. Ο δε Χριστός απεκρίνατο· «Επειδή είναι ανάγκη να μείνης επί πολύν καιρόν εις τον κόσμον, δια πολλών ωφέλειαν, διότι πολλοί θέλουσιν έλθει να υποταχθώσιν εις σε, δια τούτο δεν σε αναπαύω, αλλ’ ότε θέλεις έλθει μετ’ εκείνων θα σας ανταμείψω πολλαπλασίως δια τους κόπους σας». Και ούτως εγένετο. Πέριξ δε του Μοναστηρίου ήσαν δέκα χωρία κατοικούμενα υπό ειδωλολατρών, οίτινες, όταν έπασχον εξ ανυδρίας, εποίουν λιτανείαν περιφέροντες εν είδωλον, το οποίον παρεκάλουν, οι τυφλοί, να φέρη δρόσον και βροχάς εις την γην· ιδών λοιπόν ο Όσιος ημέραν τινά το είδωλον ακολουθούμενον υπό πολλών χιλιάδων ανθρώπων εδεήθη του Θεού να μείνωσιν ακίνητοι· και ευθύς, ω του θαύματος! έμειναν ακίνητοι και κατεφλέγοντο υπό του καυστικού ηλίου· οι δε μιαροί εννοήσαντες την αιτίαν είπον· «Ο Απολλώς, διελθών εντεύθεν, μας εδέσμευσεν». Διο, μη έχοντες άλλην βοήθειαν, ειδοποίησαν τον Άγιον να λυτρώση αυτούς υποσχομένους να προσέλθουν εις την ευσέβειαν· ακούσας ταύτα ο Όσιος και ελθών προσηυχήθη και ούτως ελύθησαν τα δεσμά· όθεν γνωρίσαντες την προτέραν των πλάνην, έκαυσαν το είδωλον και εβαπτίσθησαν πάντες· μάλιστα τινές εξ αυτών απαρνηθέντες τον κόσμον και τα του κόσμου τερπνά εγένοντο Μοναχοί. Άλλοτε πάλιν συνεπλάκησαν δύο χωρία, εκ των οποίων το εν Χριστιανικόν, το δε έτερον των ειδωλολατρών· εισελθών λοιπόν ο Όσιος εις αυτά εζήτει να ειρηνεύση αυτούς, αλλ’ ο αρχηγός των απίστων δεν επείθετο, ως υπερήφανος, αλλ’ έλεγε· «Εν όσω εγώ ζω ποτέ δεν θα γίνη αγάπη». Ο δε Όσιος του λέγε: «Ούτω να γίνη, καθώς είπας· να αποθάνης λοιπόν μόνον συ, δια να γίνη αγάπη· το δε σώμα σου να εξεμέση η γη και να το φάγωσι τα θηρία». Ούτω και εγένετο· οι δε ειδωλολάτραι, ιδόντες την πρόρρησιν του Οσίου πραγματοποιηθείσαν, επίστευσαν και πάντες εβαπτίσθησαν. Άλλοτε δε πάλιν, ενώ εώρταζε την της Λαμπράς πανήγυριν μετά των μαθητών του και δεν είχον ειμή μόνον ξηρόν άρτον και χόρτα, είπεν εις αυτούς ο Όσιος: «Αδελφοί, εάν έχωμεν πίστιν εις τον Θεόν, ας ζητήση έκαστος ό,τι ορέγεται δια να μας το στείλη ο πλουσιόδωρος». Οι δε απεκρίθησαν, ότι αυτοί δεν ήσαν άξιοι να ζητήσωσι τοιούτον τι, αλλ’ ότι αυτός ηδύνατο να ζητήση και έτι τούτου μεγαλύτερον. Τότε του Οσίου ποιήσαντος ευχήν, βλέπουσιν, ω του θαύματος! εις την θύραν του σπηλαίου πολλούς ανθρώπους κομίζοντας φαγητά εξ όλων των ειδών, συνάμα δε και διάφορα οπωρικά, άτινα σπανίως εκείνον τον καιρόν ευρίσκοντο, ήτοι σταφύλια, ρόδια και άλλα τοιαύτα, άτινα γίνονται τον Αύγουστον, οίτινες μόλις τα έφεραν έγιναν άφαντοι. Ο δε Απολλώς μετά των μαθητών του ευχαριστήσας πρότερον τον Κύριον είτα ενεπλήσθη μετ’ αυτών παντός αγαθού. Τόσον δε πολλά ήσαν τα αγαθά ταύτα, ώστε επήρκεσαν αυτούς μέχρι της Αγίας Πεντηκοστής. Άλλοτε πάλιν υπήρχεν εις την Θηβαϊδα μεγάλη στέρησις των αναγκαιοτέρων· όθεν έδραμον οι εγχώριοι μετά των γυναικών των και των τέκνων των εις τον Όσιον, ζητούντες την ευλογίαν του ως και τροφάς. Ο δε Όσιος υπεδέχθη πάντας ευσπλάγχνως και έδωκεν εις αυτούς όσα φαγητά του ευρέθησαν· αλλ’ επειδή ήσαν πολλοί και δεν εχόρτασαν, δια τούτο είπε και του έφερον τους ολίγους άρτους, οίτινες έμειναν, δια να φάγωσιν οι γέροντες· ο δε Όσιος πρώτον προσευχηθείς έσωθεν, είτα δε στραφείς προς τον λαόν είπε· «Δεν πιστεύετε ότι η χειρ του Δεσπότου δύναται να πολλαπλασιάση τούτους τους μείναντας άρτους; Ούτω λέγει το Πνεύμα το Άγιον, ούτοι οι άρτοι να μη εκλείψωσιν, έως του θέρους, ότε θα γίνη εσοδεία». Και ούτως εγένετο, διότι ετρέφοντο καθημερινώς, επί τέσσαρας μήνας. Τούτο δε εγένετο πολλάκις· διότι όταν ήτο έλλειψις ή σίτου ή ελαίου, ήρχοντο προς τον Όσιον και δια της προσευχής του επλήθυνεν αυτά. Εκτός δε της χάριτος ταύτης είχεν ο Όσιος και την του προορατικού, διότι όταν επήγαινε προς τον Όσιον ο Άγιος Ιερώνυμος (όστις και τον βίον τούτου συνέγραψε) μετ’ άλλων δύο Πατέρων, πριν φθάσωσιν εις το Μοναστήριόν του προϋπήντησεν αυτούς οι μαθηταί του Οσίου, οι οποίοι μόλις είδον αυτούς, έπεσον εις την γην και τους προσεκύνουν με πολλήν ταπείνωσιν, λέγοντες προς αλλήλους· «Βεβαίως αυτούς τους τρεις Πατέρας όπου έρχονται από τα Ιεροσόλυμα ο διδάσκαλος ημών γνωρίζει». Συνώδευσαν λοιπόν τούτους μέχρι του κελλίου του Οσίου, όστις μόλις είδεν αυτούς τους προσεκύνησε και πλύνας τους πόδας των, προσηυχήθη μετ’ αυτών· ούτοι είτα μετά των μαθητών του εκοινώνησαν τα θεία Μυστήρια, και μετά τούτο εφίλευσεν άμα και εδίδασκεν αυτούς τε και τους μαθητάς του, όντας τον αριθμόν πέντε χιλιάδας, να φυλάττωσι τας Τετράδας και τας Παρακευάς, λέγων ότι «την μεν Τετάρτην επρόδωσεν ο Ιούδας τον Χριστόν, την δε Παρασκευήν τον εσταύρωσαν», τους εδίδασκεν ωσαύτως να ώσι καθαροί ερμηνεύων εις αυτούς δια καταλλήλων φράσεων το ρητόν της Γραφής: «Έκαστος γαρ, φησιν, ουκ εκ των λόγων, αλλ’ εκ των ιδίων έργων ή δοξασθήσεται ή αισχυνθήσεται».Τοιαύτη λοιπόν ήτο η πολιτεία του μεγίστου των διδασκάλων Απολλώ, όστις τόσην μεγάλην παρρησίαν είχε προς τον Θεόν, ώστε δια των μεγάλων θαυμάτων του επίστευσεν άπασα η Αίγυπτος εις τον Χριστόν. Ούτω λοιπόν καλώς αγωνισάμενος απήλθε προς Κύριον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου