Ονούφριος ο Νέος του Χριστού Οσιομάρτυς υπήρξεν εξ εκείνων οι οποίοι
κατά τους εσχάτους τούτους χρόνους εκίνησαν δια της ανδρείας των τον θαυμασμόν
παντός ευσεβούς Χριστιανού. Πάντοτε βέβαια αξιοθαύμαστος υπήρξεν η ανδρεία, η
μεγαλοψυχία και η καρτερία των Αγίων Μαρτύρων και ο προς τον Χριστόν διάπυρος
έρως και η ασύγκριτος αγάπη των προς αυτόν (τις δεν το ομολογεί και παρρησία
δεν το κηρύττει; ), κατ’ εξοχήν όμως και κατ’ εξαίρετον τρόπον θαυμαστή
φαίνεται και είναι η μεγαλοψυχία και η προς τον Χριστόν θερμοτάτη αγάπη των
νέων τούτων του καιρού μας ενδόξων Μαρτύρων.
Αλλά διατί τάχα φαίνεται τοιαύτη, έξοχος και εξαίρετος; Διότι τώρα, εις τας ημέρας τας ιδικάς μας τας πονηράς, εις τας οποίας κατά το δαβιτικόν «εκλέλοιπεν όσιος» από της γης και εσβέσθη η προς τον Χριστόν αγάπη, η αρετή κατεφρονήθη από τους ανθρώπους, η πίστις και η ευλάβεια έλειψε και σχεδόν κινδυνεύει να χαθή από τον κόσμον, καθώς θρηνών ποτε εβόα ο Προφήτης Μιχαίας, λέγων· «Οίμοι ψυχή, ότι απώλετο ευσεβής από της γης και ο κατορθών εν ανθρώποις ουκ έστι», τώρα, ότε ο φόβος του Θεού εις τους ανθρώπους δεν υπάρχει, αλλά πανταχού βασιλεύει ασέβεια και αδιαφορία προς τα θεία, ότε πάσα ανομία επλήρωσε την γην, κώμοι και μέθαι και ακόλαστοι διασκεδάσεις, αθέτησις αναιδής των εκκλησιαστικών παραδόσεων, ύβρεις και βλασφηνίαι εις τον ύψιστον Θεόν, εις τας εσχάτας ταύτας ημέρας, λέγω, και εις τους χαλεπούς τούτους καιρούς, καθ’ ους κατά την προς Τιμόθεον προφητείαν του θείου Παύλου «Οι άνθρωποι έγιναν φίλαυτοι, φιλάργυροι, υπερήφανοι, βλάσφημοι, φιλήδονοι μάλλον ή φιλόθεοι» (Τιμ. Β΄ γ:4) και όσα άλλα απαριθμεί εκεί ο Απόστολος. Εις τους τοιούτους λοιπόν χαλεπούς καιρούς, οι πανεύφημοι και αξιοϋμνητοι ούτοι Νεομάρτυρες ενώπιον των ασεβεστάτων και μισοχρίστων τυράννων παρρησιαζόμενοι με φρόνημα ακατάπληκτον και με γενναιότητα πανθαύμαστον, άλλοι μεν αθλούσι δια να φυλάξωσι την προς τον Χριστόν πίστιν και αγάπην, άλλοι δε, όσοι από καμμίαν αιτίαν εξώμοσαν το πανάγιον και προσκυνητόν αυτού όνομα και την προς αυτόν αγάπην ηθέτησαν, αθλούσι δια να μη ασεβήσωσι και άλλοι δια να ευσεβήσωσιν, ομολογούντες καλώς την θείαν πίστιν, την οποίαν κακώς ηρνήθησαν πρότερον. Εγίνετο τούτο και εις τους παλαιούς χρόνους· αλλ’ η διαφορά μεταξύ των παλαιών εκείνων και των νέων τούτων Μαρτύρων είναι μεγάλη· επειδή τότε υπήρχον πλείστα παραδείγματα τοιαύτα και άνδρες δηλαδή και γυναίκες ήσαν πρόθυμοι εις τα μαρτύρια και νέοι και γέροντες και Ιερείς και Αρχιερείς και πλούσιοι και πένητες, σοφοί και αγράμματοι, παντός γένους και καταστάσεως άνθρωποι. Λοιπόν τα τόσα παραδείγματα έλειψαν· διότι που ο ζήλος; Που η μίμησις; Οίμοι! όλως το εναντίον γίνεται. Εν τοιαύτη λοιπόν εποχή, εάν ήθελε τις ευρεθή, όστις με τον αυτόν ζήλον της πίστεως, με την αυτήν αγάπην του Χριστού, με την αυτήν ανδρείαν και γενναιότητα παρρησιάζεται εις το υπέρ Χριστού μαρτύριον και αποθνήσκει τοσούτον προθυμότατα δια τον Χριστόν, δεν είναι τη αληθεία θαυμαστός και άξιος μυρίων επαίνων; Τοιούτος υπήρξε κατ’ αλήθειαν ο γενναιόφρων και ουρανόφρων Ονούφριος, όστις δι’ ένα μόνον λόγον, τον οποίον είπεν εν τη αφροσύνη της παιδικής του ηλικίας, δεν ηυχαριστήθη να εξιλεώση τον Θεόν με την άρνησιν του κόσμου, με το σήκωμα του ευαγγελικού Σταυρού, με τους πόνους και θλίψεις της μοναδικής πολιτείας, την υπακοήν, την εκκοπήν του ιδίου θελήματος, τα αέναα δάκρυα, τας επιτεταγμένας νηστείας, τας αμετρήτους γονυκλισίας, τας ολονυκτίους στάσεις, αλλά τρωθείς την καρδίαν από τα γλυκύτατα βέλη της του Χριστού αγάπης και πυρποληθείς την ψυχήν, ω γνώμης αγαθής! Ω προαιρέσεως θαυμασίας! Από το άϋλον πυρ, όπερ ήλθε βαλείν ο Χριστός εις την γην των ανθρωπίνων καρδιών, ώρμησεν εκουσίως επί το μαρτύριον, παρεστάθη αυτόκλητος ενώπιον των αντιχρίστων τυράννων και φερωνύμως φρουρούμενος τον νουν υπό της θείας χάριτος και στόμα έχων την σοφίαν, την οποίαν ο Χριστός υπέσχετο εις τους θείους Μάρτυρας, εκήρυξε παρρησία Θεόν του σύμπαντος τον Χριστόν, ήλεγξεν αφόβως την αντίχριστον πλάνην και τέλος πάντων αντί μελάνης με το ίδιον αίμα του υπέγραψε και εβεβαίωσε την πεπαρρησιασμένην ομολογίαν της θείας του πίστεως και με τον υπέρ Χριστού αοίδιμον θάνατον, την προς αυτόν αγάπην θαυμασίως απέδειξεν. Τούτου του καλλινίκου Μάρτυρος, ω ευσεβείς φιλομάρτυρες, έρχομαι να διηγηθώ όχι μόνον το μαρτυρικόν τέλος, το οποίον οι αξιωθέντες να ίδωσιν υπερθαυμάζουσιν, αλλά και τον πρότερόν του βίον και την ασκητικήν του πολιτείαν, δια να γνωρίση πας τις, ότι δεν ώρμησεν αλόγως εις την υπέρ Χριστού σφαγήν, αλλά μετά λόγου και διακρίσεως, μετά συμβουλής πνευματικών πατέρων και ευσεβών διδασκάλων. Άρχομαι δε ως είναι πρέπον και σύνηθες να αρχίζωμεν. Ούτος ο θείος Ονούφριος κατάγεται από τον μέγαν Τύρναβον, από χωρίον λεγόμενον Κάμπροβα, Χριστιανών γονέων υιός. Ο πατήρ του ωνομάζετο Δέτζιο, ύστερον δε δια του αγγελικού σχήματος των Μοναχών μετωνομάσθη Δανιήλ· η δε μήτηρ του εκαλείτο Άννα, αμφότεροι πλούσιοι όντες και επίσημοι της κώμης εκείνης. Γεννήσαντες δε τον υιόν τούτον τον ωνόμασαν εις το άγιον Βάπτισμα Ματθαίον. Όταν δε έφθασεν εις ηλικίαν δεκτικήν μαθημάτων, τον ήγαγον εις το σχολείον και εμάνθανε βουλγαρικά γράμματα. Οκτώ ή εννέα χρόνων όντα έτυχε να τον δείρωσιν οι γονείς του και αυτός λυπημένος είπε λόγων ενώπιον των εκεί ευρεθέντων Τούρκων, ότι θέλει να τουρκεύση. Αν δε οι γονείς του δεν ήθελον προφθάσει με τρόπους επιτηδείους να τον αρπάσωσιν από αυτούς, ήθελον εξάπαντος τον τουρκεύσει εκείνοι. Έμεινε λοιπόν Χριστιανός, καθώς και πρότερον ήτο, χωρίς να κάμη πεπαρρησιασμένην ομολογίαν της αντιχρίστου θρησκείας και χωρίς να λάβη περιτομήν. Πως δε ενόμισαν το πράγμα οι γονείς του δια την ατελή ηλικίαν του παιδός και πως έκριναν το κακόν, όπερ έκαμε και έπαθε και ποίαν διόρθωσιν του έκαμαν, αγνοώ. Όταν όμως ήλθεν εις ηλικίαν και διέκρινε του κόσμου τα πράγματα, αναχωρήσας από την πατρίδα του ήλθεν εις το Άγιον Όρος και έμεινεν εις εν Μοναστήριον Σερβικόν, Χιλανδάριον καλούμενον, και εκεί διατρίψας χρόνους ικανούς, εκρίθη άξιος χειροτονίας και εχειροτονήθη Ιεροδιάκονος. (Ίσως δεν εξωμολογήθη την της πλάνης ομολογίαν ή ο πνευματικός δεν το έκρινε κώλυμα, διότι περιτομήν δεν έλαβε, δια λόγου δε μόνον ψιλού είπεν, ότι ήθελε να γίνηΤούρκος). Από Ματθαίου δε μετωνομάσθη Μανασσής. Επειδή λοιπόν, κατά τους θείους Πατέρας, όσον ο άνθρωπος προκόπτει εις την αρετήν, τοσούτον ταπεινούται και τα παραμικρά του αμαρτήματα ως μεγάλα τα νομίζει και μετανοεί δι’ αυτά, δια τούτο και ο μακάριος ούτος Μανασσής, προκόπτων εις την αρετήν και εξετάζων απ’ αρχής της ζωής του τας πράξεις του, εσυλλογίσθη και το μέγα πτώμα της δια λόγου αρνήσεως του Χριστού, εις την οποίαν εκ παιδικής αφροσύνης υπέπεσε, και το του καλλινίκου Μάρτυρος Βαρλαάμ τρόπαιον εις νουν θέμενος, όστις εβάσταζε τα αναμμένα κάρβουνα, τα οποία έβαλεν ο τύραννος με λιβάνι εις την παλάμην του, έως ου εκάη όλη, δια να ρίψη το λιβάνι εις τον βωμόν και νομισθή ότι εθυσίασεν εις τα είδωλα, αυτά λέγω συλλογιζόμενος και μάλιστα την δεσποτικήν απόφασιν του Σωτήρος Χριστού, «πας όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω καγώ εν αυτώ έμπροσθεν του πατρός μου του εν ουρανοίς· όστις δ’ αν αρνήσηταί με έμπροσθεν των ανθρώπων, αρνήσομαι καγώ αυτόν έμπροσθεν του πατρός μου του εν ουρανοίς», είχε δια ταύτα πάντα αδιάλειπτον και παντοτεινόν φόβον, μήποτε δεν κάμη ικανούς τους καρπούς της μετανοίας δια την παιδικήν του εκείνην άρνησιν και αρνηθή αυτόν ο Χριστός έμπροσθεν του ουρανίου Πατρός. Όθεν και μολονότι ηγωνίζετο να εξιλεώση τον Θεόν να του συγχωρήση το αμάρτημα της αρνήσεως, όμως ποτέ δεν ειρήνευον οι λογισμοί του. Εκείνο δε, το οποίον εις την αρχήν ήτο φόβος, ύστερον έγινε πόθος και έφεσις πολλή, να ομολογήση τον Χριστόν έμπροσθεν των ανθρώπων και να λάβη μαρτυρικόν θάνατον· πόθος αυξάνων οσημέραι επί μάλλον και μάλλον. Φοβούμενος δε την ανθρωπίνην ασθένειαν, εδέετο του Σωτήρος, εάν ήτο θέλημά του αγαθόν και ευάρεστον και τέλειον, να του στερεώση καλώς τον λογισμόν τούτον και με την θείαν του χάριν να ενισχύση την θέλησίν του και να του δώση δύναμιν ίνα τον ομολογήση Θεόν τέλειον, ποιητήν πάντων των ορατών και αοράτων, έμπροσθεν των εχθρών της πίστεώς του. Τούτο επόθει, τούτο πάντοτε εφαντάζετο ο μακάριος. Αλλ’ επειδή, κατά τον Σολομώντα, «Λογισμοί θνητών πάντες δειλοί και επισφαλείς αι επίνοιαι αυτών», δια τούτο εφανέρωσε τον σκοπόν του και εζήτησε συμβουλήν πνευματικήν, την οποίαν και έλαβε, καθ’ ην έπρεπε να συλλογισθή καλώς και να μη ορμήση αλόγως εις τοιούτον φοβερόν αγώνα. Υπήκουσεν ο του Θεού άνθρωπος και ηγωνίζετο εις τους ασκητικούς αγώνας. Αλλ’ ότε ετελείωσε το μαρτύριον ο Οσιομάρτυς Ιγνάτιος, τότε πλέον εθερμάνθη η καρδία του και ο πόθος του ηύξησε, ως και το του Οσιομάρτυρος Ευθυμίου μαρτύριον πρότερον είχε φλέξει αυτόν. Εκείνο δε, το οποίον ανήψε πλέον λαμπράν την φλόγα της προς τον Χριστόν αγάπης και του υπέρ αυτού μαρτυρικού θανάτου, ήτο το τρίτον μαρτύριον του Οσιομάρτυρος Ακακίου και να υπομένη πλέον δεν υπέφερεν ούτε στιγμήν. Πλην, απ’ αρχής έως τέλους μεγάλην φρόνησιν έδειξεν ο ευλογημένος. Όθεν χωρίς να κοινολογήση τον σκοπόν του εις άλλους, απήλθεν εις την ιεράν Σκήτην του Τιμίου Προδρόμου, προς τον σεβασμιώτατον πνευματικόν και εμπειρότατον εις τα τοιαύτα και εις αυτόν απεκάλυψεν όλον του τον πόθον. Διότι αυτός ήτο ο αλείπτης, ο ετοιμάσας εις το μαρτύριον και τους άλλους τρεις προτέρους Οσιομάρτυρας Ευθύμιον, Ιγνάτιον και Ακάκιον. Αυτόν λοιπόν τον πνευματικόν Νικηφόρον παρεκάλεσε θερμώς να τον δεχθή εις την καλύβην του δια να τον ετοιμάση, καθώς έκαμε και δια τους άλλους τρεις. Λέγει τότε εις αυτόν ο πνευματικός· «Σε δέχομαι, πλην πρώτον σου λέγω, ότι άλλος τις να μη έχη είδησιν από τους έξωθεν· δεύτερον δε, ότι τοιαύτην δοκιμήν και ετοιμασίαν πρέπει να κάμης, ώστε προ του μαρτυρίου να αγωνισθής, ωσάν να είσαι εις τα βάσανα του μαρτυρίου· και αν στέργης, τοιουτοτρόπως σε δέχομαι». «Στέργω», απεκρίθη μετά χαράς ο μακάριος. Και ούτως ανεχώρησεν, όσα χρήματα είχε τα διεμοίρασεν εις τους πτωχούς, έδωκε δε και εις το Μοναστήριον, εις το οποίον ήτο ο κατά σάρκα πατήρ του, ικανά χρήματα δια να τρέφεται. Είτα προσποιηθείς, ότι απέρχεται εις προσκύνησιν των Αγίων Τόπων της Ιερουσαλήμ και τοιουτοτρόπως λαθών πάντας και αυτόν τον πατέρα του, απήλθεν εις τον ρηθέντα πνευματικόν κατά την συμφωνίαν, την οποίαν είχον, όστις εδέχθη αυτόν και τον έβαλεν εις ένα οικίσκον παράμερον και ξεχωριστόν και του έδωκεν εντολάς, πως να διάγη και πως να αγωνίζηται, μόνος μόνω τω Θεώ προσευχόμενος. Διώρισε δε και ένα αδελφόν να έχη την φροντίδα του. Παρήγγειλε δε εις αυτόν να μη συνομιλή μήτε να συναναστρέφηται με τινα. Εδώ όμως παρακαλώ, ακροαταί, να δώσητε την πρέπουσαν προσοχήν εις τα λεγόμενα· διότι κατά αλήθειαν άξια προσοχής κατορθώματα έχει να διηγηθή ο λόγος. Εκλείσθη ο μακάριος εις εκείνο το αγωνιστήριον και ήρχισε τους πνευματικούς αγώνας· και κατ’ αρχάς διήνυσε ημέρας τεσσαράκοντα νηστεύων, άλλοτε μεν ημέρας τρεις ομού, άλλοτε δε δύο και έτρωγεν άρτον έως δράμια τριάκοντα και έπινεν ολίγον ύδωρ και ουδέν άλλο· μαγείρευμα δε εις όλον τον καιρόν της δοκιμής του δεν εγεύθη εκτός Σαββάτου και Κυριακής. Εποίει γονυκλιτάς μετανοίας χιλιάδας τέσσαρας το ημερονύκτιον, ή το ελάχιστον, τρεις χιλιάδας και πεντακοσίας· προσκυνήματα δε κομβοσχοινίου αναρίθμητα. Η προσευχή ήτο αδιάλειπτος και άπαυστος εις το στόμα του και εις τον νουν του. Το πένθος, η συντριβή και η κατάνυξις ήσαν αχώριστα από την καρδίαν του. Οι οφθαλμοί του έγιναν δύο κρουνοί δακρύων αέναοι. Αγρυπνίαι παντοτειναί. Το μέγα του εντρύφημα και η παρηγορία του ήτο η ξηροφαγία και ολιγοφαγία. Εις τέσσαρας μήνας ολοκλήρους δύο οκάδας σταφίδος ενετρύφησε· τας δε τεσσαράκοντα ημέρας επέρασε με τριήμερον νηστείαν και διήμερον, ως είπομεν. Όθεν ενεκρώθη το σώμα του και δύναμις πλέον δεν τω έμεινε να εκτελή τους σωματικούς κόπους. Η δε πνευματική διάκρισις του γέροντός του τω εμετρίασε την πολυήμερον νηστείαν, αυτός δε εγένετο κατά πάντα υπήκοος. Αφού λοιπόν εδοκιμάσθη ούτως ως χρυσός εν χωνευτηρίω εις διάστημα μηνών τεσσάρων, τότε εξήφθη εις αυτόν η φλοξ της του Χριστού αγάπης και ο πόθος του μαρτυρίου. Όθεν έλαβε το αγγελικόν σχήμα και έγινε μεγαλόσχημος Μοναχός και από Μανασσής μετωνομάσθη Ονούφριος· αυτό είναι το τελευταίον του όνομα. Μετά τούτο, με την βουλήν και γνώμην και ευλογίαν του γέροντός του πνευματικού Νικηφόρου και των αδελφών της αγίας Συνοδείας εκείνης, απεφασίσθη να απέλθη εις το μαρτυρικόν στάδιον. Και επειδή, κατά την Γραφήν, «Αγαθοί οι δύο υπέρ τον ένα», δια τούτο ο διακριτικός γέρων πνευματικός του έδωκε συνοδίτην, συνεργόν και συμβοηθόν ένα του υποτακτικόν, Γρηγόριον ονομαζόμενον, Πελοποννήσιον, έμπειρον όντα και συνετόν τριών Οσιομαρτύρων εις Κωνσταντινούπολιν, Ευθυμίου, Ιγνατίου αι Ακακίου. Λαβόντες λοιπόν και συστατικά γράμματα από σεβάσμια πρόσωπα του Αγίου Όρους και εφοδιασθέντες, εκίνησαν και ήλθον εις την νήσον Χίον, όπου έμειναν εις το μέρος εκείνο, όπου τα γράμματά των εσύσταιναν. Εκεί δε ευρόντες πάντα, ως επόθουν, εδόξασαν μεγάλως τον Κύριον και την θείαν αυτού πρόνοιαν εμεγάλυναν· παρέμειναν δε εκεί ημέρας επτά εν ησυχία, προσευχή και νηστεία και δάκρυσι και τη μεταλήψει των Αχράντων Μυστηρίων κατατρυφώντες. Ήτο δε ημέρα Σαββάτου ότε εκεί ήλθον και περιέμενον την ερχομένην Παρασκευήν, ως ημέραν του σωτηρίου πάθους του Χριστού, ίνα παρρησιασθή εις το κριτήριον των ασεβών και ομολογήση την καλήν ομολογίαν και γίνη κοινωνός των Δεσποτικών Παθών. Δεν είναι έξω του προσήκοντος να προσθέσωμεν όσα μας διηγήθησαν φιλαλήθως οι φιλομάρτυρες εκείνοι, οίτινες τον εδέχθησαν εις την Χίον και τον περιεποιήθησαν προ της αθλήσεως· «Ήλθεν, είπον, κατά την 25ην Δεκεμβρίου, ημέραν Σαββάτου, με τον σεβασμιώτατον γέροντα Γρηγόριον, όστις έδωκε τα γράμματα και διηγήθη δια στόματος την υπόθεσιν της θελήσεώς των». Ο δε Ονούφριος εσιώπα και δεν εσήκωνε την κεφαλήν του να ίδη τινά εις το πρόσωπον, αλλ’ εδάκρυεν ακατάπαυστα και παρεκάλει μόνον να τω συνεργήσωσι με προσευχάς και δεήσεις εις τον Θεόν, λέγων, ότι ήτο αμαρτωλότερος πάντων των ανθρώπων και ανάξιος της κλήσεως των Χριστιανών. Καθ’ όλας δε τας επτά εκείνας ημέρας και νύκτας, καθ’ ας διέτριψαν εκεί, έμειναν κεκλεισμένοι εις ξεχωριστόν οίκημα με τας συνήθεις αδιαλείπτους προσευχάς και γονυκλισίας και προσκυνήσεις κομβοσχοινίων. Ότε δε απέκαμνεν εκ των αγώνων, η άνεσίς του ήτο ανάγνωσις Νέων Μαρτύρων. Το δε εσπέρας άπαξ μόνον της ημέρας έτρωγον ολίγον τι. Ούτε ελαίας έτρωγον, ούτε τι άλλο προσφάγιον, οίνον δε ή σίκερα ουδόλως εγεύοντο. Νύκτα δε τινα, αφ’ ου ο μακάριος εκοπίασε πολύ, εκάθισε και ήρπασεν αυτόν ύπνος λεπτός, του εφάνη δε ευθύς, ότι ήλθεν εν τάγμα Ιερέων και Αρχιερέων και εν τάγμα στρατιωτών, καθώς φαίνονται οι ζωγραφισμένοι Άγιοι Μάρτυρες, και σταθέντες έμπροσθέν του, του είπον· «Ελθέ, διότι ο Βασιλεύς σε ζητεί». Αυτός δε ετρόμαξε και είπε· «Τι με ζητεί ο Βασιλεύς; Ποίος άνθρωπος είμαι εγώ και πως είμαι άξιος να παρασταθώ εις τον Βασιλέα; Παρακαλώ σας, αφήσατέ με». «Ουχί, του είπον εκείνοι· ανάγκη είναι να παρασταθής, μόνον μη αργοπορής». Απήλθε λοιπόν συνοδευόμενος με τα δύο εκείνα ιερά τάγματα και ήλθον εις τόπον φαιδρόν, πλατύτατον και είδε τον Βασιλέα επί θρόνου και πεσών προσεκύνησεν Αυτόν. Ο δε Βασιλεύς στραφείς προς τους παρεστώτας είπεν· «Ο τόπος αυτού είναι έτοιμος» και του έδειξεν άλλον τινά τόπον φωτεινότατον. Ταύτα ιδών ο Άγιος εξύπνησε και έχαιρεν, ευχαριστών τον Βασιλέα Χριστόν, όστις τον προσεκάλει και εδέετο του μεγάλου Βασιλέως (διότι η νυξ εκείνη ήτο της αγίας αυτού μνήμης) να μεσιτεύση προς τον Θεόν υπέρ αυτού και ητοιμάζετο να κοινωνήση εις την λειτουργίαν των Αχράντων Μυστηρίων. Φαίνεται δε ότι ησθάνετο ο μακάριος Ονούφριος θείαν ενέργειαν και θέρμην πνευματικήν εις την καρδίαν του, την δε επομένην νύκτα του έλειψεν η θέρμη επί τινα ώραν και αυτός όλως έμφοβος και έντρομος δια την αναχώρησιν της θείας χάριτος, είπε προς τον Γρηγόριον· «Πάτερ το πυρ εσβέστη και δεν καίει εν τη καρδία μου. Ω! τι έπαθον ο άθλιος»! Ο Γρηγόριος του απεκρίθη· «Ερωτάς τι έπαθες; Υπερηφανεύθης και δια τούτο έλειψεν η χάρις του Θεού από σου· θέλεις γίνει παίχνιον των δαιμόνων και λύπη των Αγίων Αγγέλων και αισχύνη των ανθρώπων. Αλλοίμονον εις εμέ τον ταλαίπωρον! Κρίμα εις τους κόπους μου και εις τας καλάς ελπίδας των αδελφών, οίτινες, αντί να σε ακούσωσι Νέον Μάρτυρα, μέλλουν να σε ακούσωσιν εκ δευτέρου αρνησίχριστον! Δεν έρχεσαι, ταλαίπωρε, εις σεαυτόν»; Εδώ αφήνω έκαστον να συλλογισθή ποίαν διάθεσιν έλαβεν ο Μάρτυς και εις ποίον βάθος ταπεινώσεως εβυθίστη. Πεσών εις τους πόδας του γέροντος έκλαιεν απαρηγόρητα· έπειτα εστάθη εις προσευχήν μετά δακρύων πολλών και έως ότου ησθάνθη την συνειθισμένην θέρμην δεν έπαυσεν. Αλλ’ ουδέ ο γέρων έπαυσε την προσευχήν, έως ότου ο Μάρτυς με ταπεινήν φωνήν του είπε· «Πάτερ, ευλογητός ο Θεός, καλά είμαι τώρα». Όθεν το πρωϊ επρόσταξεν αυτόν, ίνα βάλη μετάνοιαν εις τους παρευρεθέντας και ασπασθή τους πόδας των, ζητών τας ευχάς των με ταπεινοφροσύνην. Είπομεν ανωτέρω ότι ο Γρηγόριος ήτο εμπειρότατος, ως αλείπτης γενόμενος τεσσάρων Οσιομαρτύρων· μετεχειρίσθη όθεν αυστηρότητα και τρόπον επιτήδειον δια να τον φυλάξη από πάντα λογισμόν κενοδοξίας και υπερηφανείας και αναβιβάση αυτόν εις το ύψος της ταπεινοφροσύνης. Ήτο δε εις την συνοικίαν εκείνην Εκκλησία, ήτις είχε κύκλω αγίας εικόνας πολλάς και μάλιστα Νέων Μαρτύρων, εις αυτήν δε εκλείσθη ο Μάρτυς την ημέραν εκείνην μόνος και εποίει ενώπιον εκάστης εικόνος με κομβοσχοίνιον προσκυνήσεις και μετανοίας. Από υπερβολήν δε εξάψεως και συντριβήν της καρδίας του εξέπεμπεν ενίοτε φωνάς γοεράς. Ο δε Γρηγόριος ακούσας την ώραν εκείνην, δεν τον ημπόδισε· διότι εγνώριζεν, ότι ήτο όλος ενθουσιασμένος και θεόληπτος· ύστερον όμως μετεχειρίσθη την προτέραν του αυστηρότητα και είπεν εις αυτόν· «Άκουσον του Κυρίου λέγοντος· μη γνώτω η αριστερά τι ποιεί η δεξιά σου. Διατί λοιπόν συ, κενόδοξε και υπερήφανε, κράζεις εις την προσευχήν σου, ουχί δι’ άλλο τι βέβαια, ειμή δια να σε επαινέσουν πως είσαι ευκατάνυκτος; Έχασες λοιπόν πάλιν τον κόπον σου, ταλαίπωρε, σε ηπάτησε το πνεύμα της υπερηφανείας». Ο δε κατ’ αλήθειαν μιμητής του ταπεινού πράου Χριστού ίστατο βλέπων χαμαί, δακρυρροών και με ταπεινήν φωνήν έλεγεν· «Ήμαρτον, πάτερ, συγχώρησόν μοι και δέου του Θεού, ίνα με λυτρώση από τας παγίδας του διαβόλου». Με τοιούτους λοιπόν αγώνας και τοιαύτας του γέροντος ρήσεις κατήργησε πάσας τας μηχανάς του διαβόλου, και προ του μαρτυρικού αγώνος έφθασεν εις τα μέτρα της αγιότητος. Τι το εντεύθεν; Ο Κύριος την Πέμπτην εσπέρας ετέλεσεν τον Μυστικόν Δείπνον και μετέδωκεν εις τους Αγίους αυτού Μαθητάς το Άγιόν του Σώμα και το τίμιόν του Αίμα εις βρώσιν και πόσιν ζωής αιωνίου και παρεδόθη εις το εκούσιον πάθος. Ωσαύτως και ο μιμητής του πάθους αυτού Ονούφριος, την εσπέραν της Πέμπτης, προετοιμασθείς, προσηύχετο όλην την νύκτα δια να παραδοθή εις τον υπέρ του Χριστού θάνατον και να προσφέρη εις αυτόν θυσίαν την ψυχήν και το σώμα του. Και πρώτον μεν του εξύρισε τα γένεια ο γέρων Γρηγόριος και όλας τας τρίχας της κεφαλής του. Είτα έλαβεν άγιον έλαιον από όλας τας κανδήλας των αγίων εικόνων της Εκκλησίας εκείνης και ήλειψε σταυροειδώς όλα τα μέλη του σώματός του, όπου εχρίσθη εν τω βαπτίσματι με το άγιον Μύρον, όλην δε την νύκτα εκείνην διήλθον προσευχόμενοι. Μετά δε την ακολουθίαν του Όρθρου προσεκύνησε και ησπάσθη λείψανα πολλών Αγίων, μεταξύ των οποίων ήσαν και Νέων Μαρτύρων. Εζήτησε δε και τον εσταύρωσεν ο εφημέριος με αυτά όλα τα λείψανα. Έπειτα προσκυνήσας και ασπασάμενος τας αγίας εικόνας, εκοινώνησε με προηγιασμένον θείον άρτον και φορέσας τα προετοιμασμένα των Αγαρηνών φορέματα, εξήλθε, σκοτίας έτι ούσης, με οδηγόν (διότι άλλοτε εις την Χίον δεν ήλθεν) έως μερικόν δρόμον και ούτω με την ανατολήν του ηλίου εφάνη ο του φωτός υιός Ονούφριος βαδίζων προς την πόλιν και μηδενός γιγνώσκοντος τις ήτο. Κατά το μέσον της οδού, εις θέσιν καλουμένην Βουνάκι, απήντησε φούρνον και ων κρυωμένος πολύ, εισήλθε και εθερμάνθη και εκεί εις τον Χριστιανόν αρτοποιόν εφανέρωσε τον σκοπόν του. Ο δε Χριστιανός του έδειξε τον τόπον και ηγόρασεν υποδήματα κόκκινα· ο δε πωλητής, Αγαρηνός ων και εμίρης, βλέπων και τον Ονούφριον με το πράσινον σαρίκιον εις την κεφαλήν, του ωμίλησε φιλικώς, ως να τον ήξευρε και πρότερον· λαβών δε τα υποδήματα ανεχώρησεν εκείθεν. Άλλος δε τις Αγαρηνός είπεν εις τον υποδηματοποιόν εμίρην· «Αυτός ο άνθρωπος μου φαίνεται να είναι τεπτίλι και δεν είναι ιδικός μας». Ο δε εμίρης ζηλεύσας του είπε: «Σιώπα· κρίμα· κρίμα· μη σε καύση ο Θεός, δεν βλέπεις το πράσινον»; Ο δε Μάρτυς ήλθε πάλιν εις τον φούρνον. Ο δε καλός εκείνος Χριστιανός, με αφορμήν ότι επώλει πλακούντας και σιμίτια, περιήρχετο μετ’ αυτού και τον επήγε και επροσκύνησεν εις τον Ναόν της Αγίας Ματρώνης της Χιοπολίτιδος. Εις όλον δε τον δρόμον εμοίραζεν ελεημοσύνην. Είτα εζήτησεν άδειαν από τον επίτροπον της Εκκλησίας, ίνα υπάγη εις το νοσοκομείον και λαβών άδειαν απήλθε και εμοίρασεν ελεημοσύνην. Εκείθεν εξελθών, απήντησε τον Ναόν της Θεοτόκου, της Κεχαριτωμένης καλούμενον, και εισελθών επλήρωσε και του έψαλαν Παράκλησιν· αυτός δε προσκυνήσας και ασπασάμενος τας αγίας εικόνας αμέσως απήλθεν εις τον μεχκιμέν και αναβάς εζήτει τον κριτήν. Ούτος δε, καλούμενος Μουξούρμπασης, ηρώτησε τι τον ήθελεν. Ο δε Μάρτυς απεκρίθη· «Έχω αγωγήν περί τινος». Ο δε Μουξούρμπασης τον ηρώτησεν αν είχε φετφάν· διότι πρώτον έπρεπε να είχε λάβει τούτον και έπειτα να αναφερθή. Τούτο δε όλον έγινε κατά θείαν οικονομίαν, ώστε η ομολογία του Μάρτυρος να γίνη λαμπρά έμπροσθεν πολλών ασεβών. Δια τούτο ηυδόκησεν ο Κύριος και απεβλήθη το πρώτον· διότι αποτυχών του σκοπού του, ήλθεν εις τον φούρνον και λαβών με την δεξιάν του τον Σταυρόν, τον οποίον είχε μεθ’ εαυτού, ακούμβησεν εις το μέτωπόν του και έκλαυσεν ώραν ικανήν. Συνέκλαιε δε και ο Χριστιανός εκείνος από συμπάθειαν και τον συνεβούλευσε να υπάγη πάλιν εις τον μεχκιμέν, πλην να μη είπη εις τους άλλους μηδέν, αλλά ευθύς να σηκώση το παραπέτασμα και να παρασταθή αμέσως εις τον ίδιον τον κριτήν. Κινήσας λοιπόν, εποίησεν ως ωδηγήθη και απελθών παρρησιάσθη. Έτυχε δε τότε την ώραν εκείνην και ήσαν συνηθροισμένοι όλοι οι αγάδες. Ήρχισε δε να λέγη ούτως· «Εγώ προ δεκαπέντε ετών έλαβον μίαν πληγήν εις τούτον τον τόπον και έκτοτε μέχρι του νυν περιήλθον τόπους πολλούς και διαφόρους, πλην την πληγήν μου να την θεραπεύσω δεν ηδυνήθην. Οι ιατροί μοι είπον, ότι, εάν δεν υπάγης εις τον τόπον όπου επληγώθης, η πληγή σου δεν θεραπεύεται. Δια τούτο ήλθον πάλιν εδώ δια να την ιατρεύσω». Ο δε καδής τον ηρώτησε ποία ήτο η πληγή του και τι εζήτει από αυτούς. Ο Μάρτυς απεκρίθη· «Η πληγή μου είναι αυτή· εγώ μικρόν παιδίον ων, από την αγνωσίαν μου ηρνήθην την πίστιν την Χριστιανικήν και ωμολόγησα την ιδικήν σας· πλήν ποσώς δεν την ελάτρευσα, αλλά πάντοτε χριστιανικώς διεβίουν, επειδή εις Χριστιανικούς τόπους ευρισκόμην. Ότε όμως ήλθον εις ηλικίαν, εγνώρισα το κακόν όπερ έκαμα, αρνηθείς την αγίαν μου πίστιν και θεωρών αυτό ως πληγήν θανάσιμον της ψυχής μου, εγύρισα πολλούς τόπους δια να την ιατρεύσω με την μετάνοιαν, παρακαλών τον Χριστόν και Θεόν μου, τον ποιητήν μου και πλάστην, να μου συγχωρήση το αμάρτυμα. Αλλά ποτέ δεν ησύχασαν οι λογισμοί μου, στοχαζομένου το μέγεθος του αμαρτήματος, το οποίον έπραξα, αρνηθείς την πίστιν μου την αληθινήν και ομολογήσας την ιδικήν σας την ψευδή. Τώρα λοιπόν ομολογώ παρρησία έμπροσθεν υμών πάντων, ότι είμαι Χριστιανός και αρνούμαι και αναθεματίζω την πίστιν σας». Ευθύς δε εκβαλών το πράσινον σαρίκιον, το οποίον εφόρει, το έρριψε μετά καταφρονήσεως έμπροσθέν των. Ιδόντες εκείνοι το τοιούτον τόλμημα, έμειναν άφωνοι. Εις δε εμίρης, φιλότιμος ζηλωτής της θρησκείας των, πριν ομιλήση άλλος τις, είπεν εις τον Μάρτυρα· «Τι πράττεις, άνθρωπε; Λάβε και βάλε εις την κεφαλήν σου αυτό το άγιον πράγμα». Ο δε Μάρτυς, ακούσας ότι το λέγει άγιον, λαβών αφορμήν εκ τούτου εξηυτέλισε και εξουθένωσεν αυτό, λαλήσας πολλά και κατά του Μωάμεθ, καθώς ύστερον ο καδής είπεν εις ένα οικιακόν του Χριστιανόν, όσα ούτε στόμα δύναται να τα είπη ούτε ους να τα ακούση. Όθεν όλοι εξεβόησαν· «Αυτός ο άνθρωπος δεν πρέπεινα ζήση πολλήν ώραν». Ευθύς λοιπόν διέταξαν να τον βάλωσιν εις την φυλακήν και να ασφαλίσωσι τους πόδας του εις την ποδοκάκην έως δευτέρας διαταγής. Εκβαλόντες δε αυτόν έξω του κριτηρίου ερράπισαν και διαφόρως εκάκωσαν άχρις ου ήλθεν αστυνόμος μετά τεσσάρων κλητήρων, οίτινες παραλαβόντες αυτόν έφεραν εις την φυλακήν του μουσελίμη και έβαλον αυτόν εις το βασανιστικόν ξύλον. Αυτός δε ο μακάριος εκάθητο και προσηύχετο. Τότε και τις Αγαρηνός του είπεν ύβρεις τινάς. Άλλην δε παιδείαν δεν του έκαμον εις την φυλακήν. Χριστιανοί δε τινές εις την φυλακήν τον ηρώτων το όνομά του και την πατρίδα του. Ο δε απεκρίθη ότι ήτο από τον μέγαν Τύρναβον και ότι ωνομάζετο Ματθαίος. Δεν είπε δε το Ονούφριος, δια να μη δώση υποψίαν ότι ήτο Μοναχός και ζητηθή από ποίον Μοναστήριον ήτο και που ευρίσκετο πριν έλθη εις την Χίον. Οι δε αγάδες επήγαν εις το τζαμίον, επειδή ήτο Παρασκευή, εξελθόντες δε αυτού και πάλιν συνομιλήσαντες, έλαβον και την γνώμην ενός εξορίστου πασά, όστις ευρέθη εκεί και όλοι εκ συμφώνου απεφάσισαν την εις θάνατον καταδίκην του Μάρτυρος. Ευθύς λοιπόν διώρισαν και τον έφεραν από την φυλακήν, τον ηρώτησαν δε εν συντομία με ολίγους λόγους. Επειδή όμως η γνώμη του ήτο αμετάθετος, διέταξαν να αποκεφαλισθή και το σώμα αυτού να ριφθή εις την θάλασσαν. Διώρισαν δε όπως και το χώμα, εις το οποίον ήθελε στάξει το αίμα του Μάρτυρος, να το ρίψωσιν εις την θάλασσαν, να μη συγχωρηθή δε εις ουδένα Χριστιανόν να λάβη τι εκ του μαρτυρικού σώματος. Τούτων ούτως αποφασισθέντων, εξέβαλον αυτόν από τον μεχκιμέν. Νομίζων δε ο Μάρτυς ότι εκεί πλησίον έμελλον να τον αποκεφαλίσωσιν, ήθελε να γονατίση. Οι δε δήμιοι τον εξεμάκρυναν ωσεί λίθου βολήν και έλεγον εις αυτόν να γονατίση εκεί· αλλά απήλθε παρακάτωθεν ένθα προαπεκεφαλίσθη και ο Άγιος Μάρτυς Μάρκος (ηρώτησε πρότερον και ήξευρε τον τόπον εκείνον) και εκεί εγονάτισεν. Ευθύς δε εκτύπησεν αυτόν με την μάχαιραν ο μάγειρος του μουσελίμη, ήτις εισεχώρησεν εις τον λαιμόν του έως τρία δάκτυλα. Ο δε Μάρτυς κλίνας την κεφαλήν, έπεσε χαμαί χωρίς να ταράξη κανέν μέλος του. Άλλος δε πάλιν πλαγίως ιστάμενος, του έδωκεν άλλας δύο πληγάς και τον ετελείωσεν. Ταύτα πάντα έγιναν εντός πέντε ωρών. Συνέδραμε δε πολύ πλήθος Χριστιανών, άνδρες, γυναίκες και παιδιά και εθεώρουν την αγίαν αποτομήν του Μάρτυρος, μολονότι δεν επρόφθασε να γίνη γνωστόν εις όλην την πόλιν. Ετελείωσε δε τον ιερόν αγώνα του μαρτυρίου ο νέος ούτος Οσιομάρτυς Ονούφριος κατά το σωτήριον έτος αωιη΄ (1818) Ιανουαρίου δ΄ (4), ημέρα Παρασκευή, ώρα ενάτη, εις ηλικίαν ετών λβ΄ (32). Πάντες εθαύμασαν την φρόνησίν του και την ανδρείαν του. Διηγούνται δε ότι το πρόσωπόν του, το οποίον πρότερον εκ των αγώνων ήτο νενεκρωμένον, έλαβε μετά το μαρτύριον ουρανίαν τινά φαιδρότητα και χάριν. Οι Χριστιανοί θεαταί μεγάλως έχαιρον δι’ αυτόν, ευχαριστούντες και ευλογούντες τον Θεόν δια την λαμπράν νίκην του Ονουφρίου. Πάντες δε εσκόπουν να λάβη έκαστος μέρος τι των μαρτυρικών αγαθών ή αίμα ή τρίχας ή ένδυμα, καθώς και από τους προλαβόντας Μάρτυρας Μάρκον και Αγγελήν έλαβον. Αλλ’ ότε είδον παρ’ ελπίδα, ότι πριν ή εκκενωθή το αίμα του εις την γην ασήκωσαν οι άπιστοι το άγιον λείψανον δια να το ρίψωσιν εις την θάλασσαν, όλοι εσκυθρώπασαν από την λύπην των· επειδή κατά την απόφασιν των τυράννων, ευθύς το έβαλον εις τινα σπυρίδα (ζεμπίλιον) και δια να μη στάξη εις την γην αίμα, έβαλον την σπυρίδα εις εν καδίον. Έσκαψαν δε οι κατάρατοι και το αιματωμένον χώμα, όπου έπεσε το μαρτυρικόν αίμα και εγέμισαν δύο σπυρίδας και όλα ομού τα άβαλαν εις μίαν λέμβον και ούτε καν Χριστιανούς αχθοφόρους έβαλον να σηκώσωσι το άγιον λείψανον, αλλά Τούρκοι το εσήκωσαν. Ο δε διδάσκαλος της πλάνης έκραζε μετά ζήλου και αγανακτήσεως: «Φυλαχθήτε, φυλαχθήτε, μη τύχη και λάβη τις από σας τίποτε από επάνω του, διότι ο τοιούτος, κατά παραχώρησιν Θεού, Χριστιανός θέλει αποθάνει». Και τόσον καλώς εφύλαξαν οι επάρατοι την παραγγελίαν του, ώστε όχι μόνον τίποτε δεν έλαβον από επάνω του, αλλά και την λέμβον εις την οποίαν έθηκαν το άγιον λείψανον, αφού το έρριψαν εις την θάλασσαν, την έπλυναν, ίνα μη την ασπάζωνται οι Χριστιανοί εις τον τόπον όπου έκειτο το ιερόν λείψανον. Έως εδώ τελειώνει η διήγησις του μαρτυρίου. Τι δε έγινε το άγιον λείψανον και που κατήντησε, κανέν βέβαιον δεν ηξεύρομεν να είπωμεν. Μόνον δοξάζομεν τον Άγιον Θεόν, τον εν τοις Αγίοις αυτού Μάρτυσι δοξαζόμενον και τον φίλον Αυτού Οσιομάρτυρα Ονούφριον τιμώμεν και ετησίως εορτάζομεν και πρέσβυν αυτόν προς Θεόν έχομεν ετοιμότατον, υπέρ ημών αεί πρεσβεύοντα. Ούτος είναι, ω ευσεβείς και φιλόχριστοι και φιλομάρτυρες αδελφοί, ο ασκητικός βίος του Αγίου Οσιομάρτυρος Ονουφρίου· αύτη είναι η ευαγγελική αυτού πολιτεία· τούτο είναι το υπέρ Χριστού μαρτύριόν του· τούτο είναι το μακάριον και δεδοξασμένον τέλος του. Παιδιόθεν, ως ηκούσατε, εδόθη εις τους αγώνας της αρετής· με όλην την ακρίβειαν εφύλαξε τους κανόνας του μοναδικού επαγγέλματος. Ο φόβος του Κυρίου ήτο η αρχή της σοφίας του, ήτις τον ανεβίβασεν εις το ύψος της θείας αγάπης, η δε αγάπη τον έφερεν εις την τελειότητα και εις τον υπέρ Χριστού μαρτυρικόν θάνατον· και ο θάνατος τον ύψωσεν εις της ουρανίου δόξης το μεγαλείον και ύψος. Ας μακαρίσωμεν λοιπόν, ας εγκωμιάσωμεν, ας δοξάσωμεν γνησίως τον Οσιομάρτυρα Ονούφριον, δια να γίνωμεν και ημείς κατά την προαίρεσιν Μάρτυρες και να λάβωμεν τους ιδίους μισθούς παρά Χριστού του Θεού, ω η δόξα και το κράτος, τιμή και προσκύνησις, συν τω ανάρχω Πατρί, και τω Παναγίω και ζωοποιώ, συνανάρχω και συναϊδίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Αλλά διατί τάχα φαίνεται τοιαύτη, έξοχος και εξαίρετος; Διότι τώρα, εις τας ημέρας τας ιδικάς μας τας πονηράς, εις τας οποίας κατά το δαβιτικόν «εκλέλοιπεν όσιος» από της γης και εσβέσθη η προς τον Χριστόν αγάπη, η αρετή κατεφρονήθη από τους ανθρώπους, η πίστις και η ευλάβεια έλειψε και σχεδόν κινδυνεύει να χαθή από τον κόσμον, καθώς θρηνών ποτε εβόα ο Προφήτης Μιχαίας, λέγων· «Οίμοι ψυχή, ότι απώλετο ευσεβής από της γης και ο κατορθών εν ανθρώποις ουκ έστι», τώρα, ότε ο φόβος του Θεού εις τους ανθρώπους δεν υπάρχει, αλλά πανταχού βασιλεύει ασέβεια και αδιαφορία προς τα θεία, ότε πάσα ανομία επλήρωσε την γην, κώμοι και μέθαι και ακόλαστοι διασκεδάσεις, αθέτησις αναιδής των εκκλησιαστικών παραδόσεων, ύβρεις και βλασφηνίαι εις τον ύψιστον Θεόν, εις τας εσχάτας ταύτας ημέρας, λέγω, και εις τους χαλεπούς τούτους καιρούς, καθ’ ους κατά την προς Τιμόθεον προφητείαν του θείου Παύλου «Οι άνθρωποι έγιναν φίλαυτοι, φιλάργυροι, υπερήφανοι, βλάσφημοι, φιλήδονοι μάλλον ή φιλόθεοι» (Τιμ. Β΄ γ:4) και όσα άλλα απαριθμεί εκεί ο Απόστολος. Εις τους τοιούτους λοιπόν χαλεπούς καιρούς, οι πανεύφημοι και αξιοϋμνητοι ούτοι Νεομάρτυρες ενώπιον των ασεβεστάτων και μισοχρίστων τυράννων παρρησιαζόμενοι με φρόνημα ακατάπληκτον και με γενναιότητα πανθαύμαστον, άλλοι μεν αθλούσι δια να φυλάξωσι την προς τον Χριστόν πίστιν και αγάπην, άλλοι δε, όσοι από καμμίαν αιτίαν εξώμοσαν το πανάγιον και προσκυνητόν αυτού όνομα και την προς αυτόν αγάπην ηθέτησαν, αθλούσι δια να μη ασεβήσωσι και άλλοι δια να ευσεβήσωσιν, ομολογούντες καλώς την θείαν πίστιν, την οποίαν κακώς ηρνήθησαν πρότερον. Εγίνετο τούτο και εις τους παλαιούς χρόνους· αλλ’ η διαφορά μεταξύ των παλαιών εκείνων και των νέων τούτων Μαρτύρων είναι μεγάλη· επειδή τότε υπήρχον πλείστα παραδείγματα τοιαύτα και άνδρες δηλαδή και γυναίκες ήσαν πρόθυμοι εις τα μαρτύρια και νέοι και γέροντες και Ιερείς και Αρχιερείς και πλούσιοι και πένητες, σοφοί και αγράμματοι, παντός γένους και καταστάσεως άνθρωποι. Λοιπόν τα τόσα παραδείγματα έλειψαν· διότι που ο ζήλος; Που η μίμησις; Οίμοι! όλως το εναντίον γίνεται. Εν τοιαύτη λοιπόν εποχή, εάν ήθελε τις ευρεθή, όστις με τον αυτόν ζήλον της πίστεως, με την αυτήν αγάπην του Χριστού, με την αυτήν ανδρείαν και γενναιότητα παρρησιάζεται εις το υπέρ Χριστού μαρτύριον και αποθνήσκει τοσούτον προθυμότατα δια τον Χριστόν, δεν είναι τη αληθεία θαυμαστός και άξιος μυρίων επαίνων; Τοιούτος υπήρξε κατ’ αλήθειαν ο γενναιόφρων και ουρανόφρων Ονούφριος, όστις δι’ ένα μόνον λόγον, τον οποίον είπεν εν τη αφροσύνη της παιδικής του ηλικίας, δεν ηυχαριστήθη να εξιλεώση τον Θεόν με την άρνησιν του κόσμου, με το σήκωμα του ευαγγελικού Σταυρού, με τους πόνους και θλίψεις της μοναδικής πολιτείας, την υπακοήν, την εκκοπήν του ιδίου θελήματος, τα αέναα δάκρυα, τας επιτεταγμένας νηστείας, τας αμετρήτους γονυκλισίας, τας ολονυκτίους στάσεις, αλλά τρωθείς την καρδίαν από τα γλυκύτατα βέλη της του Χριστού αγάπης και πυρποληθείς την ψυχήν, ω γνώμης αγαθής! Ω προαιρέσεως θαυμασίας! Από το άϋλον πυρ, όπερ ήλθε βαλείν ο Χριστός εις την γην των ανθρωπίνων καρδιών, ώρμησεν εκουσίως επί το μαρτύριον, παρεστάθη αυτόκλητος ενώπιον των αντιχρίστων τυράννων και φερωνύμως φρουρούμενος τον νουν υπό της θείας χάριτος και στόμα έχων την σοφίαν, την οποίαν ο Χριστός υπέσχετο εις τους θείους Μάρτυρας, εκήρυξε παρρησία Θεόν του σύμπαντος τον Χριστόν, ήλεγξεν αφόβως την αντίχριστον πλάνην και τέλος πάντων αντί μελάνης με το ίδιον αίμα του υπέγραψε και εβεβαίωσε την πεπαρρησιασμένην ομολογίαν της θείας του πίστεως και με τον υπέρ Χριστού αοίδιμον θάνατον, την προς αυτόν αγάπην θαυμασίως απέδειξεν. Τούτου του καλλινίκου Μάρτυρος, ω ευσεβείς φιλομάρτυρες, έρχομαι να διηγηθώ όχι μόνον το μαρτυρικόν τέλος, το οποίον οι αξιωθέντες να ίδωσιν υπερθαυμάζουσιν, αλλά και τον πρότερόν του βίον και την ασκητικήν του πολιτείαν, δια να γνωρίση πας τις, ότι δεν ώρμησεν αλόγως εις την υπέρ Χριστού σφαγήν, αλλά μετά λόγου και διακρίσεως, μετά συμβουλής πνευματικών πατέρων και ευσεβών διδασκάλων. Άρχομαι δε ως είναι πρέπον και σύνηθες να αρχίζωμεν. Ούτος ο θείος Ονούφριος κατάγεται από τον μέγαν Τύρναβον, από χωρίον λεγόμενον Κάμπροβα, Χριστιανών γονέων υιός. Ο πατήρ του ωνομάζετο Δέτζιο, ύστερον δε δια του αγγελικού σχήματος των Μοναχών μετωνομάσθη Δανιήλ· η δε μήτηρ του εκαλείτο Άννα, αμφότεροι πλούσιοι όντες και επίσημοι της κώμης εκείνης. Γεννήσαντες δε τον υιόν τούτον τον ωνόμασαν εις το άγιον Βάπτισμα Ματθαίον. Όταν δε έφθασεν εις ηλικίαν δεκτικήν μαθημάτων, τον ήγαγον εις το σχολείον και εμάνθανε βουλγαρικά γράμματα. Οκτώ ή εννέα χρόνων όντα έτυχε να τον δείρωσιν οι γονείς του και αυτός λυπημένος είπε λόγων ενώπιον των εκεί ευρεθέντων Τούρκων, ότι θέλει να τουρκεύση. Αν δε οι γονείς του δεν ήθελον προφθάσει με τρόπους επιτηδείους να τον αρπάσωσιν από αυτούς, ήθελον εξάπαντος τον τουρκεύσει εκείνοι. Έμεινε λοιπόν Χριστιανός, καθώς και πρότερον ήτο, χωρίς να κάμη πεπαρρησιασμένην ομολογίαν της αντιχρίστου θρησκείας και χωρίς να λάβη περιτομήν. Πως δε ενόμισαν το πράγμα οι γονείς του δια την ατελή ηλικίαν του παιδός και πως έκριναν το κακόν, όπερ έκαμε και έπαθε και ποίαν διόρθωσιν του έκαμαν, αγνοώ. Όταν όμως ήλθεν εις ηλικίαν και διέκρινε του κόσμου τα πράγματα, αναχωρήσας από την πατρίδα του ήλθεν εις το Άγιον Όρος και έμεινεν εις εν Μοναστήριον Σερβικόν, Χιλανδάριον καλούμενον, και εκεί διατρίψας χρόνους ικανούς, εκρίθη άξιος χειροτονίας και εχειροτονήθη Ιεροδιάκονος. (Ίσως δεν εξωμολογήθη την της πλάνης ομολογίαν ή ο πνευματικός δεν το έκρινε κώλυμα, διότι περιτομήν δεν έλαβε, δια λόγου δε μόνον ψιλού είπεν, ότι ήθελε να γίνηΤούρκος). Από Ματθαίου δε μετωνομάσθη Μανασσής. Επειδή λοιπόν, κατά τους θείους Πατέρας, όσον ο άνθρωπος προκόπτει εις την αρετήν, τοσούτον ταπεινούται και τα παραμικρά του αμαρτήματα ως μεγάλα τα νομίζει και μετανοεί δι’ αυτά, δια τούτο και ο μακάριος ούτος Μανασσής, προκόπτων εις την αρετήν και εξετάζων απ’ αρχής της ζωής του τας πράξεις του, εσυλλογίσθη και το μέγα πτώμα της δια λόγου αρνήσεως του Χριστού, εις την οποίαν εκ παιδικής αφροσύνης υπέπεσε, και το του καλλινίκου Μάρτυρος Βαρλαάμ τρόπαιον εις νουν θέμενος, όστις εβάσταζε τα αναμμένα κάρβουνα, τα οποία έβαλεν ο τύραννος με λιβάνι εις την παλάμην του, έως ου εκάη όλη, δια να ρίψη το λιβάνι εις τον βωμόν και νομισθή ότι εθυσίασεν εις τα είδωλα, αυτά λέγω συλλογιζόμενος και μάλιστα την δεσποτικήν απόφασιν του Σωτήρος Χριστού, «πας όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω καγώ εν αυτώ έμπροσθεν του πατρός μου του εν ουρανοίς· όστις δ’ αν αρνήσηταί με έμπροσθεν των ανθρώπων, αρνήσομαι καγώ αυτόν έμπροσθεν του πατρός μου του εν ουρανοίς», είχε δια ταύτα πάντα αδιάλειπτον και παντοτεινόν φόβον, μήποτε δεν κάμη ικανούς τους καρπούς της μετανοίας δια την παιδικήν του εκείνην άρνησιν και αρνηθή αυτόν ο Χριστός έμπροσθεν του ουρανίου Πατρός. Όθεν και μολονότι ηγωνίζετο να εξιλεώση τον Θεόν να του συγχωρήση το αμάρτημα της αρνήσεως, όμως ποτέ δεν ειρήνευον οι λογισμοί του. Εκείνο δε, το οποίον εις την αρχήν ήτο φόβος, ύστερον έγινε πόθος και έφεσις πολλή, να ομολογήση τον Χριστόν έμπροσθεν των ανθρώπων και να λάβη μαρτυρικόν θάνατον· πόθος αυξάνων οσημέραι επί μάλλον και μάλλον. Φοβούμενος δε την ανθρωπίνην ασθένειαν, εδέετο του Σωτήρος, εάν ήτο θέλημά του αγαθόν και ευάρεστον και τέλειον, να του στερεώση καλώς τον λογισμόν τούτον και με την θείαν του χάριν να ενισχύση την θέλησίν του και να του δώση δύναμιν ίνα τον ομολογήση Θεόν τέλειον, ποιητήν πάντων των ορατών και αοράτων, έμπροσθεν των εχθρών της πίστεώς του. Τούτο επόθει, τούτο πάντοτε εφαντάζετο ο μακάριος. Αλλ’ επειδή, κατά τον Σολομώντα, «Λογισμοί θνητών πάντες δειλοί και επισφαλείς αι επίνοιαι αυτών», δια τούτο εφανέρωσε τον σκοπόν του και εζήτησε συμβουλήν πνευματικήν, την οποίαν και έλαβε, καθ’ ην έπρεπε να συλλογισθή καλώς και να μη ορμήση αλόγως εις τοιούτον φοβερόν αγώνα. Υπήκουσεν ο του Θεού άνθρωπος και ηγωνίζετο εις τους ασκητικούς αγώνας. Αλλ’ ότε ετελείωσε το μαρτύριον ο Οσιομάρτυς Ιγνάτιος, τότε πλέον εθερμάνθη η καρδία του και ο πόθος του ηύξησε, ως και το του Οσιομάρτυρος Ευθυμίου μαρτύριον πρότερον είχε φλέξει αυτόν. Εκείνο δε, το οποίον ανήψε πλέον λαμπράν την φλόγα της προς τον Χριστόν αγάπης και του υπέρ αυτού μαρτυρικού θανάτου, ήτο το τρίτον μαρτύριον του Οσιομάρτυρος Ακακίου και να υπομένη πλέον δεν υπέφερεν ούτε στιγμήν. Πλην, απ’ αρχής έως τέλους μεγάλην φρόνησιν έδειξεν ο ευλογημένος. Όθεν χωρίς να κοινολογήση τον σκοπόν του εις άλλους, απήλθεν εις την ιεράν Σκήτην του Τιμίου Προδρόμου, προς τον σεβασμιώτατον πνευματικόν και εμπειρότατον εις τα τοιαύτα και εις αυτόν απεκάλυψεν όλον του τον πόθον. Διότι αυτός ήτο ο αλείπτης, ο ετοιμάσας εις το μαρτύριον και τους άλλους τρεις προτέρους Οσιομάρτυρας Ευθύμιον, Ιγνάτιον και Ακάκιον. Αυτόν λοιπόν τον πνευματικόν Νικηφόρον παρεκάλεσε θερμώς να τον δεχθή εις την καλύβην του δια να τον ετοιμάση, καθώς έκαμε και δια τους άλλους τρεις. Λέγει τότε εις αυτόν ο πνευματικός· «Σε δέχομαι, πλην πρώτον σου λέγω, ότι άλλος τις να μη έχη είδησιν από τους έξωθεν· δεύτερον δε, ότι τοιαύτην δοκιμήν και ετοιμασίαν πρέπει να κάμης, ώστε προ του μαρτυρίου να αγωνισθής, ωσάν να είσαι εις τα βάσανα του μαρτυρίου· και αν στέργης, τοιουτοτρόπως σε δέχομαι». «Στέργω», απεκρίθη μετά χαράς ο μακάριος. Και ούτως ανεχώρησεν, όσα χρήματα είχε τα διεμοίρασεν εις τους πτωχούς, έδωκε δε και εις το Μοναστήριον, εις το οποίον ήτο ο κατά σάρκα πατήρ του, ικανά χρήματα δια να τρέφεται. Είτα προσποιηθείς, ότι απέρχεται εις προσκύνησιν των Αγίων Τόπων της Ιερουσαλήμ και τοιουτοτρόπως λαθών πάντας και αυτόν τον πατέρα του, απήλθεν εις τον ρηθέντα πνευματικόν κατά την συμφωνίαν, την οποίαν είχον, όστις εδέχθη αυτόν και τον έβαλεν εις ένα οικίσκον παράμερον και ξεχωριστόν και του έδωκεν εντολάς, πως να διάγη και πως να αγωνίζηται, μόνος μόνω τω Θεώ προσευχόμενος. Διώρισε δε και ένα αδελφόν να έχη την φροντίδα του. Παρήγγειλε δε εις αυτόν να μη συνομιλή μήτε να συναναστρέφηται με τινα. Εδώ όμως παρακαλώ, ακροαταί, να δώσητε την πρέπουσαν προσοχήν εις τα λεγόμενα· διότι κατά αλήθειαν άξια προσοχής κατορθώματα έχει να διηγηθή ο λόγος. Εκλείσθη ο μακάριος εις εκείνο το αγωνιστήριον και ήρχισε τους πνευματικούς αγώνας· και κατ’ αρχάς διήνυσε ημέρας τεσσαράκοντα νηστεύων, άλλοτε μεν ημέρας τρεις ομού, άλλοτε δε δύο και έτρωγεν άρτον έως δράμια τριάκοντα και έπινεν ολίγον ύδωρ και ουδέν άλλο· μαγείρευμα δε εις όλον τον καιρόν της δοκιμής του δεν εγεύθη εκτός Σαββάτου και Κυριακής. Εποίει γονυκλιτάς μετανοίας χιλιάδας τέσσαρας το ημερονύκτιον, ή το ελάχιστον, τρεις χιλιάδας και πεντακοσίας· προσκυνήματα δε κομβοσχοινίου αναρίθμητα. Η προσευχή ήτο αδιάλειπτος και άπαυστος εις το στόμα του και εις τον νουν του. Το πένθος, η συντριβή και η κατάνυξις ήσαν αχώριστα από την καρδίαν του. Οι οφθαλμοί του έγιναν δύο κρουνοί δακρύων αέναοι. Αγρυπνίαι παντοτειναί. Το μέγα του εντρύφημα και η παρηγορία του ήτο η ξηροφαγία και ολιγοφαγία. Εις τέσσαρας μήνας ολοκλήρους δύο οκάδας σταφίδος ενετρύφησε· τας δε τεσσαράκοντα ημέρας επέρασε με τριήμερον νηστείαν και διήμερον, ως είπομεν. Όθεν ενεκρώθη το σώμα του και δύναμις πλέον δεν τω έμεινε να εκτελή τους σωματικούς κόπους. Η δε πνευματική διάκρισις του γέροντός του τω εμετρίασε την πολυήμερον νηστείαν, αυτός δε εγένετο κατά πάντα υπήκοος. Αφού λοιπόν εδοκιμάσθη ούτως ως χρυσός εν χωνευτηρίω εις διάστημα μηνών τεσσάρων, τότε εξήφθη εις αυτόν η φλοξ της του Χριστού αγάπης και ο πόθος του μαρτυρίου. Όθεν έλαβε το αγγελικόν σχήμα και έγινε μεγαλόσχημος Μοναχός και από Μανασσής μετωνομάσθη Ονούφριος· αυτό είναι το τελευταίον του όνομα. Μετά τούτο, με την βουλήν και γνώμην και ευλογίαν του γέροντός του πνευματικού Νικηφόρου και των αδελφών της αγίας Συνοδείας εκείνης, απεφασίσθη να απέλθη εις το μαρτυρικόν στάδιον. Και επειδή, κατά την Γραφήν, «Αγαθοί οι δύο υπέρ τον ένα», δια τούτο ο διακριτικός γέρων πνευματικός του έδωκε συνοδίτην, συνεργόν και συμβοηθόν ένα του υποτακτικόν, Γρηγόριον ονομαζόμενον, Πελοποννήσιον, έμπειρον όντα και συνετόν τριών Οσιομαρτύρων εις Κωνσταντινούπολιν, Ευθυμίου, Ιγνατίου αι Ακακίου. Λαβόντες λοιπόν και συστατικά γράμματα από σεβάσμια πρόσωπα του Αγίου Όρους και εφοδιασθέντες, εκίνησαν και ήλθον εις την νήσον Χίον, όπου έμειναν εις το μέρος εκείνο, όπου τα γράμματά των εσύσταιναν. Εκεί δε ευρόντες πάντα, ως επόθουν, εδόξασαν μεγάλως τον Κύριον και την θείαν αυτού πρόνοιαν εμεγάλυναν· παρέμειναν δε εκεί ημέρας επτά εν ησυχία, προσευχή και νηστεία και δάκρυσι και τη μεταλήψει των Αχράντων Μυστηρίων κατατρυφώντες. Ήτο δε ημέρα Σαββάτου ότε εκεί ήλθον και περιέμενον την ερχομένην Παρασκευήν, ως ημέραν του σωτηρίου πάθους του Χριστού, ίνα παρρησιασθή εις το κριτήριον των ασεβών και ομολογήση την καλήν ομολογίαν και γίνη κοινωνός των Δεσποτικών Παθών. Δεν είναι έξω του προσήκοντος να προσθέσωμεν όσα μας διηγήθησαν φιλαλήθως οι φιλομάρτυρες εκείνοι, οίτινες τον εδέχθησαν εις την Χίον και τον περιεποιήθησαν προ της αθλήσεως· «Ήλθεν, είπον, κατά την 25ην Δεκεμβρίου, ημέραν Σαββάτου, με τον σεβασμιώτατον γέροντα Γρηγόριον, όστις έδωκε τα γράμματα και διηγήθη δια στόματος την υπόθεσιν της θελήσεώς των». Ο δε Ονούφριος εσιώπα και δεν εσήκωνε την κεφαλήν του να ίδη τινά εις το πρόσωπον, αλλ’ εδάκρυεν ακατάπαυστα και παρεκάλει μόνον να τω συνεργήσωσι με προσευχάς και δεήσεις εις τον Θεόν, λέγων, ότι ήτο αμαρτωλότερος πάντων των ανθρώπων και ανάξιος της κλήσεως των Χριστιανών. Καθ’ όλας δε τας επτά εκείνας ημέρας και νύκτας, καθ’ ας διέτριψαν εκεί, έμειναν κεκλεισμένοι εις ξεχωριστόν οίκημα με τας συνήθεις αδιαλείπτους προσευχάς και γονυκλισίας και προσκυνήσεις κομβοσχοινίων. Ότε δε απέκαμνεν εκ των αγώνων, η άνεσίς του ήτο ανάγνωσις Νέων Μαρτύρων. Το δε εσπέρας άπαξ μόνον της ημέρας έτρωγον ολίγον τι. Ούτε ελαίας έτρωγον, ούτε τι άλλο προσφάγιον, οίνον δε ή σίκερα ουδόλως εγεύοντο. Νύκτα δε τινα, αφ’ ου ο μακάριος εκοπίασε πολύ, εκάθισε και ήρπασεν αυτόν ύπνος λεπτός, του εφάνη δε ευθύς, ότι ήλθεν εν τάγμα Ιερέων και Αρχιερέων και εν τάγμα στρατιωτών, καθώς φαίνονται οι ζωγραφισμένοι Άγιοι Μάρτυρες, και σταθέντες έμπροσθέν του, του είπον· «Ελθέ, διότι ο Βασιλεύς σε ζητεί». Αυτός δε ετρόμαξε και είπε· «Τι με ζητεί ο Βασιλεύς; Ποίος άνθρωπος είμαι εγώ και πως είμαι άξιος να παρασταθώ εις τον Βασιλέα; Παρακαλώ σας, αφήσατέ με». «Ουχί, του είπον εκείνοι· ανάγκη είναι να παρασταθής, μόνον μη αργοπορής». Απήλθε λοιπόν συνοδευόμενος με τα δύο εκείνα ιερά τάγματα και ήλθον εις τόπον φαιδρόν, πλατύτατον και είδε τον Βασιλέα επί θρόνου και πεσών προσεκύνησεν Αυτόν. Ο δε Βασιλεύς στραφείς προς τους παρεστώτας είπεν· «Ο τόπος αυτού είναι έτοιμος» και του έδειξεν άλλον τινά τόπον φωτεινότατον. Ταύτα ιδών ο Άγιος εξύπνησε και έχαιρεν, ευχαριστών τον Βασιλέα Χριστόν, όστις τον προσεκάλει και εδέετο του μεγάλου Βασιλέως (διότι η νυξ εκείνη ήτο της αγίας αυτού μνήμης) να μεσιτεύση προς τον Θεόν υπέρ αυτού και ητοιμάζετο να κοινωνήση εις την λειτουργίαν των Αχράντων Μυστηρίων. Φαίνεται δε ότι ησθάνετο ο μακάριος Ονούφριος θείαν ενέργειαν και θέρμην πνευματικήν εις την καρδίαν του, την δε επομένην νύκτα του έλειψεν η θέρμη επί τινα ώραν και αυτός όλως έμφοβος και έντρομος δια την αναχώρησιν της θείας χάριτος, είπε προς τον Γρηγόριον· «Πάτερ το πυρ εσβέστη και δεν καίει εν τη καρδία μου. Ω! τι έπαθον ο άθλιος»! Ο Γρηγόριος του απεκρίθη· «Ερωτάς τι έπαθες; Υπερηφανεύθης και δια τούτο έλειψεν η χάρις του Θεού από σου· θέλεις γίνει παίχνιον των δαιμόνων και λύπη των Αγίων Αγγέλων και αισχύνη των ανθρώπων. Αλλοίμονον εις εμέ τον ταλαίπωρον! Κρίμα εις τους κόπους μου και εις τας καλάς ελπίδας των αδελφών, οίτινες, αντί να σε ακούσωσι Νέον Μάρτυρα, μέλλουν να σε ακούσωσιν εκ δευτέρου αρνησίχριστον! Δεν έρχεσαι, ταλαίπωρε, εις σεαυτόν»; Εδώ αφήνω έκαστον να συλλογισθή ποίαν διάθεσιν έλαβεν ο Μάρτυς και εις ποίον βάθος ταπεινώσεως εβυθίστη. Πεσών εις τους πόδας του γέροντος έκλαιεν απαρηγόρητα· έπειτα εστάθη εις προσευχήν μετά δακρύων πολλών και έως ότου ησθάνθη την συνειθισμένην θέρμην δεν έπαυσεν. Αλλ’ ουδέ ο γέρων έπαυσε την προσευχήν, έως ότου ο Μάρτυς με ταπεινήν φωνήν του είπε· «Πάτερ, ευλογητός ο Θεός, καλά είμαι τώρα». Όθεν το πρωϊ επρόσταξεν αυτόν, ίνα βάλη μετάνοιαν εις τους παρευρεθέντας και ασπασθή τους πόδας των, ζητών τας ευχάς των με ταπεινοφροσύνην. Είπομεν ανωτέρω ότι ο Γρηγόριος ήτο εμπειρότατος, ως αλείπτης γενόμενος τεσσάρων Οσιομαρτύρων· μετεχειρίσθη όθεν αυστηρότητα και τρόπον επιτήδειον δια να τον φυλάξη από πάντα λογισμόν κενοδοξίας και υπερηφανείας και αναβιβάση αυτόν εις το ύψος της ταπεινοφροσύνης. Ήτο δε εις την συνοικίαν εκείνην Εκκλησία, ήτις είχε κύκλω αγίας εικόνας πολλάς και μάλιστα Νέων Μαρτύρων, εις αυτήν δε εκλείσθη ο Μάρτυς την ημέραν εκείνην μόνος και εποίει ενώπιον εκάστης εικόνος με κομβοσχοίνιον προσκυνήσεις και μετανοίας. Από υπερβολήν δε εξάψεως και συντριβήν της καρδίας του εξέπεμπεν ενίοτε φωνάς γοεράς. Ο δε Γρηγόριος ακούσας την ώραν εκείνην, δεν τον ημπόδισε· διότι εγνώριζεν, ότι ήτο όλος ενθουσιασμένος και θεόληπτος· ύστερον όμως μετεχειρίσθη την προτέραν του αυστηρότητα και είπεν εις αυτόν· «Άκουσον του Κυρίου λέγοντος· μη γνώτω η αριστερά τι ποιεί η δεξιά σου. Διατί λοιπόν συ, κενόδοξε και υπερήφανε, κράζεις εις την προσευχήν σου, ουχί δι’ άλλο τι βέβαια, ειμή δια να σε επαινέσουν πως είσαι ευκατάνυκτος; Έχασες λοιπόν πάλιν τον κόπον σου, ταλαίπωρε, σε ηπάτησε το πνεύμα της υπερηφανείας». Ο δε κατ’ αλήθειαν μιμητής του ταπεινού πράου Χριστού ίστατο βλέπων χαμαί, δακρυρροών και με ταπεινήν φωνήν έλεγεν· «Ήμαρτον, πάτερ, συγχώρησόν μοι και δέου του Θεού, ίνα με λυτρώση από τας παγίδας του διαβόλου». Με τοιούτους λοιπόν αγώνας και τοιαύτας του γέροντος ρήσεις κατήργησε πάσας τας μηχανάς του διαβόλου, και προ του μαρτυρικού αγώνος έφθασεν εις τα μέτρα της αγιότητος. Τι το εντεύθεν; Ο Κύριος την Πέμπτην εσπέρας ετέλεσεν τον Μυστικόν Δείπνον και μετέδωκεν εις τους Αγίους αυτού Μαθητάς το Άγιόν του Σώμα και το τίμιόν του Αίμα εις βρώσιν και πόσιν ζωής αιωνίου και παρεδόθη εις το εκούσιον πάθος. Ωσαύτως και ο μιμητής του πάθους αυτού Ονούφριος, την εσπέραν της Πέμπτης, προετοιμασθείς, προσηύχετο όλην την νύκτα δια να παραδοθή εις τον υπέρ του Χριστού θάνατον και να προσφέρη εις αυτόν θυσίαν την ψυχήν και το σώμα του. Και πρώτον μεν του εξύρισε τα γένεια ο γέρων Γρηγόριος και όλας τας τρίχας της κεφαλής του. Είτα έλαβεν άγιον έλαιον από όλας τας κανδήλας των αγίων εικόνων της Εκκλησίας εκείνης και ήλειψε σταυροειδώς όλα τα μέλη του σώματός του, όπου εχρίσθη εν τω βαπτίσματι με το άγιον Μύρον, όλην δε την νύκτα εκείνην διήλθον προσευχόμενοι. Μετά δε την ακολουθίαν του Όρθρου προσεκύνησε και ησπάσθη λείψανα πολλών Αγίων, μεταξύ των οποίων ήσαν και Νέων Μαρτύρων. Εζήτησε δε και τον εσταύρωσεν ο εφημέριος με αυτά όλα τα λείψανα. Έπειτα προσκυνήσας και ασπασάμενος τας αγίας εικόνας, εκοινώνησε με προηγιασμένον θείον άρτον και φορέσας τα προετοιμασμένα των Αγαρηνών φορέματα, εξήλθε, σκοτίας έτι ούσης, με οδηγόν (διότι άλλοτε εις την Χίον δεν ήλθεν) έως μερικόν δρόμον και ούτω με την ανατολήν του ηλίου εφάνη ο του φωτός υιός Ονούφριος βαδίζων προς την πόλιν και μηδενός γιγνώσκοντος τις ήτο. Κατά το μέσον της οδού, εις θέσιν καλουμένην Βουνάκι, απήντησε φούρνον και ων κρυωμένος πολύ, εισήλθε και εθερμάνθη και εκεί εις τον Χριστιανόν αρτοποιόν εφανέρωσε τον σκοπόν του. Ο δε Χριστιανός του έδειξε τον τόπον και ηγόρασεν υποδήματα κόκκινα· ο δε πωλητής, Αγαρηνός ων και εμίρης, βλέπων και τον Ονούφριον με το πράσινον σαρίκιον εις την κεφαλήν, του ωμίλησε φιλικώς, ως να τον ήξευρε και πρότερον· λαβών δε τα υποδήματα ανεχώρησεν εκείθεν. Άλλος δε τις Αγαρηνός είπεν εις τον υποδηματοποιόν εμίρην· «Αυτός ο άνθρωπος μου φαίνεται να είναι τεπτίλι και δεν είναι ιδικός μας». Ο δε εμίρης ζηλεύσας του είπε: «Σιώπα· κρίμα· κρίμα· μη σε καύση ο Θεός, δεν βλέπεις το πράσινον»; Ο δε Μάρτυς ήλθε πάλιν εις τον φούρνον. Ο δε καλός εκείνος Χριστιανός, με αφορμήν ότι επώλει πλακούντας και σιμίτια, περιήρχετο μετ’ αυτού και τον επήγε και επροσκύνησεν εις τον Ναόν της Αγίας Ματρώνης της Χιοπολίτιδος. Εις όλον δε τον δρόμον εμοίραζεν ελεημοσύνην. Είτα εζήτησεν άδειαν από τον επίτροπον της Εκκλησίας, ίνα υπάγη εις το νοσοκομείον και λαβών άδειαν απήλθε και εμοίρασεν ελεημοσύνην. Εκείθεν εξελθών, απήντησε τον Ναόν της Θεοτόκου, της Κεχαριτωμένης καλούμενον, και εισελθών επλήρωσε και του έψαλαν Παράκλησιν· αυτός δε προσκυνήσας και ασπασάμενος τας αγίας εικόνας αμέσως απήλθεν εις τον μεχκιμέν και αναβάς εζήτει τον κριτήν. Ούτος δε, καλούμενος Μουξούρμπασης, ηρώτησε τι τον ήθελεν. Ο δε Μάρτυς απεκρίθη· «Έχω αγωγήν περί τινος». Ο δε Μουξούρμπασης τον ηρώτησεν αν είχε φετφάν· διότι πρώτον έπρεπε να είχε λάβει τούτον και έπειτα να αναφερθή. Τούτο δε όλον έγινε κατά θείαν οικονομίαν, ώστε η ομολογία του Μάρτυρος να γίνη λαμπρά έμπροσθεν πολλών ασεβών. Δια τούτο ηυδόκησεν ο Κύριος και απεβλήθη το πρώτον· διότι αποτυχών του σκοπού του, ήλθεν εις τον φούρνον και λαβών με την δεξιάν του τον Σταυρόν, τον οποίον είχε μεθ’ εαυτού, ακούμβησεν εις το μέτωπόν του και έκλαυσεν ώραν ικανήν. Συνέκλαιε δε και ο Χριστιανός εκείνος από συμπάθειαν και τον συνεβούλευσε να υπάγη πάλιν εις τον μεχκιμέν, πλην να μη είπη εις τους άλλους μηδέν, αλλά ευθύς να σηκώση το παραπέτασμα και να παρασταθή αμέσως εις τον ίδιον τον κριτήν. Κινήσας λοιπόν, εποίησεν ως ωδηγήθη και απελθών παρρησιάσθη. Έτυχε δε τότε την ώραν εκείνην και ήσαν συνηθροισμένοι όλοι οι αγάδες. Ήρχισε δε να λέγη ούτως· «Εγώ προ δεκαπέντε ετών έλαβον μίαν πληγήν εις τούτον τον τόπον και έκτοτε μέχρι του νυν περιήλθον τόπους πολλούς και διαφόρους, πλην την πληγήν μου να την θεραπεύσω δεν ηδυνήθην. Οι ιατροί μοι είπον, ότι, εάν δεν υπάγης εις τον τόπον όπου επληγώθης, η πληγή σου δεν θεραπεύεται. Δια τούτο ήλθον πάλιν εδώ δια να την ιατρεύσω». Ο δε καδής τον ηρώτησε ποία ήτο η πληγή του και τι εζήτει από αυτούς. Ο Μάρτυς απεκρίθη· «Η πληγή μου είναι αυτή· εγώ μικρόν παιδίον ων, από την αγνωσίαν μου ηρνήθην την πίστιν την Χριστιανικήν και ωμολόγησα την ιδικήν σας· πλήν ποσώς δεν την ελάτρευσα, αλλά πάντοτε χριστιανικώς διεβίουν, επειδή εις Χριστιανικούς τόπους ευρισκόμην. Ότε όμως ήλθον εις ηλικίαν, εγνώρισα το κακόν όπερ έκαμα, αρνηθείς την αγίαν μου πίστιν και θεωρών αυτό ως πληγήν θανάσιμον της ψυχής μου, εγύρισα πολλούς τόπους δια να την ιατρεύσω με την μετάνοιαν, παρακαλών τον Χριστόν και Θεόν μου, τον ποιητήν μου και πλάστην, να μου συγχωρήση το αμάρτυμα. Αλλά ποτέ δεν ησύχασαν οι λογισμοί μου, στοχαζομένου το μέγεθος του αμαρτήματος, το οποίον έπραξα, αρνηθείς την πίστιν μου την αληθινήν και ομολογήσας την ιδικήν σας την ψευδή. Τώρα λοιπόν ομολογώ παρρησία έμπροσθεν υμών πάντων, ότι είμαι Χριστιανός και αρνούμαι και αναθεματίζω την πίστιν σας». Ευθύς δε εκβαλών το πράσινον σαρίκιον, το οποίον εφόρει, το έρριψε μετά καταφρονήσεως έμπροσθέν των. Ιδόντες εκείνοι το τοιούτον τόλμημα, έμειναν άφωνοι. Εις δε εμίρης, φιλότιμος ζηλωτής της θρησκείας των, πριν ομιλήση άλλος τις, είπεν εις τον Μάρτυρα· «Τι πράττεις, άνθρωπε; Λάβε και βάλε εις την κεφαλήν σου αυτό το άγιον πράγμα». Ο δε Μάρτυς, ακούσας ότι το λέγει άγιον, λαβών αφορμήν εκ τούτου εξηυτέλισε και εξουθένωσεν αυτό, λαλήσας πολλά και κατά του Μωάμεθ, καθώς ύστερον ο καδής είπεν εις ένα οικιακόν του Χριστιανόν, όσα ούτε στόμα δύναται να τα είπη ούτε ους να τα ακούση. Όθεν όλοι εξεβόησαν· «Αυτός ο άνθρωπος δεν πρέπεινα ζήση πολλήν ώραν». Ευθύς λοιπόν διέταξαν να τον βάλωσιν εις την φυλακήν και να ασφαλίσωσι τους πόδας του εις την ποδοκάκην έως δευτέρας διαταγής. Εκβαλόντες δε αυτόν έξω του κριτηρίου ερράπισαν και διαφόρως εκάκωσαν άχρις ου ήλθεν αστυνόμος μετά τεσσάρων κλητήρων, οίτινες παραλαβόντες αυτόν έφεραν εις την φυλακήν του μουσελίμη και έβαλον αυτόν εις το βασανιστικόν ξύλον. Αυτός δε ο μακάριος εκάθητο και προσηύχετο. Τότε και τις Αγαρηνός του είπεν ύβρεις τινάς. Άλλην δε παιδείαν δεν του έκαμον εις την φυλακήν. Χριστιανοί δε τινές εις την φυλακήν τον ηρώτων το όνομά του και την πατρίδα του. Ο δε απεκρίθη ότι ήτο από τον μέγαν Τύρναβον και ότι ωνομάζετο Ματθαίος. Δεν είπε δε το Ονούφριος, δια να μη δώση υποψίαν ότι ήτο Μοναχός και ζητηθή από ποίον Μοναστήριον ήτο και που ευρίσκετο πριν έλθη εις την Χίον. Οι δε αγάδες επήγαν εις το τζαμίον, επειδή ήτο Παρασκευή, εξελθόντες δε αυτού και πάλιν συνομιλήσαντες, έλαβον και την γνώμην ενός εξορίστου πασά, όστις ευρέθη εκεί και όλοι εκ συμφώνου απεφάσισαν την εις θάνατον καταδίκην του Μάρτυρος. Ευθύς λοιπόν διώρισαν και τον έφεραν από την φυλακήν, τον ηρώτησαν δε εν συντομία με ολίγους λόγους. Επειδή όμως η γνώμη του ήτο αμετάθετος, διέταξαν να αποκεφαλισθή και το σώμα αυτού να ριφθή εις την θάλασσαν. Διώρισαν δε όπως και το χώμα, εις το οποίον ήθελε στάξει το αίμα του Μάρτυρος, να το ρίψωσιν εις την θάλασσαν, να μη συγχωρηθή δε εις ουδένα Χριστιανόν να λάβη τι εκ του μαρτυρικού σώματος. Τούτων ούτως αποφασισθέντων, εξέβαλον αυτόν από τον μεχκιμέν. Νομίζων δε ο Μάρτυς ότι εκεί πλησίον έμελλον να τον αποκεφαλίσωσιν, ήθελε να γονατίση. Οι δε δήμιοι τον εξεμάκρυναν ωσεί λίθου βολήν και έλεγον εις αυτόν να γονατίση εκεί· αλλά απήλθε παρακάτωθεν ένθα προαπεκεφαλίσθη και ο Άγιος Μάρτυς Μάρκος (ηρώτησε πρότερον και ήξευρε τον τόπον εκείνον) και εκεί εγονάτισεν. Ευθύς δε εκτύπησεν αυτόν με την μάχαιραν ο μάγειρος του μουσελίμη, ήτις εισεχώρησεν εις τον λαιμόν του έως τρία δάκτυλα. Ο δε Μάρτυς κλίνας την κεφαλήν, έπεσε χαμαί χωρίς να ταράξη κανέν μέλος του. Άλλος δε πάλιν πλαγίως ιστάμενος, του έδωκεν άλλας δύο πληγάς και τον ετελείωσεν. Ταύτα πάντα έγιναν εντός πέντε ωρών. Συνέδραμε δε πολύ πλήθος Χριστιανών, άνδρες, γυναίκες και παιδιά και εθεώρουν την αγίαν αποτομήν του Μάρτυρος, μολονότι δεν επρόφθασε να γίνη γνωστόν εις όλην την πόλιν. Ετελείωσε δε τον ιερόν αγώνα του μαρτυρίου ο νέος ούτος Οσιομάρτυς Ονούφριος κατά το σωτήριον έτος αωιη΄ (1818) Ιανουαρίου δ΄ (4), ημέρα Παρασκευή, ώρα ενάτη, εις ηλικίαν ετών λβ΄ (32). Πάντες εθαύμασαν την φρόνησίν του και την ανδρείαν του. Διηγούνται δε ότι το πρόσωπόν του, το οποίον πρότερον εκ των αγώνων ήτο νενεκρωμένον, έλαβε μετά το μαρτύριον ουρανίαν τινά φαιδρότητα και χάριν. Οι Χριστιανοί θεαταί μεγάλως έχαιρον δι’ αυτόν, ευχαριστούντες και ευλογούντες τον Θεόν δια την λαμπράν νίκην του Ονουφρίου. Πάντες δε εσκόπουν να λάβη έκαστος μέρος τι των μαρτυρικών αγαθών ή αίμα ή τρίχας ή ένδυμα, καθώς και από τους προλαβόντας Μάρτυρας Μάρκον και Αγγελήν έλαβον. Αλλ’ ότε είδον παρ’ ελπίδα, ότι πριν ή εκκενωθή το αίμα του εις την γην ασήκωσαν οι άπιστοι το άγιον λείψανον δια να το ρίψωσιν εις την θάλασσαν, όλοι εσκυθρώπασαν από την λύπην των· επειδή κατά την απόφασιν των τυράννων, ευθύς το έβαλον εις τινα σπυρίδα (ζεμπίλιον) και δια να μη στάξη εις την γην αίμα, έβαλον την σπυρίδα εις εν καδίον. Έσκαψαν δε οι κατάρατοι και το αιματωμένον χώμα, όπου έπεσε το μαρτυρικόν αίμα και εγέμισαν δύο σπυρίδας και όλα ομού τα άβαλαν εις μίαν λέμβον και ούτε καν Χριστιανούς αχθοφόρους έβαλον να σηκώσωσι το άγιον λείψανον, αλλά Τούρκοι το εσήκωσαν. Ο δε διδάσκαλος της πλάνης έκραζε μετά ζήλου και αγανακτήσεως: «Φυλαχθήτε, φυλαχθήτε, μη τύχη και λάβη τις από σας τίποτε από επάνω του, διότι ο τοιούτος, κατά παραχώρησιν Θεού, Χριστιανός θέλει αποθάνει». Και τόσον καλώς εφύλαξαν οι επάρατοι την παραγγελίαν του, ώστε όχι μόνον τίποτε δεν έλαβον από επάνω του, αλλά και την λέμβον εις την οποίαν έθηκαν το άγιον λείψανον, αφού το έρριψαν εις την θάλασσαν, την έπλυναν, ίνα μη την ασπάζωνται οι Χριστιανοί εις τον τόπον όπου έκειτο το ιερόν λείψανον. Έως εδώ τελειώνει η διήγησις του μαρτυρίου. Τι δε έγινε το άγιον λείψανον και που κατήντησε, κανέν βέβαιον δεν ηξεύρομεν να είπωμεν. Μόνον δοξάζομεν τον Άγιον Θεόν, τον εν τοις Αγίοις αυτού Μάρτυσι δοξαζόμενον και τον φίλον Αυτού Οσιομάρτυρα Ονούφριον τιμώμεν και ετησίως εορτάζομεν και πρέσβυν αυτόν προς Θεόν έχομεν ετοιμότατον, υπέρ ημών αεί πρεσβεύοντα. Ούτος είναι, ω ευσεβείς και φιλόχριστοι και φιλομάρτυρες αδελφοί, ο ασκητικός βίος του Αγίου Οσιομάρτυρος Ονουφρίου· αύτη είναι η ευαγγελική αυτού πολιτεία· τούτο είναι το υπέρ Χριστού μαρτύριόν του· τούτο είναι το μακάριον και δεδοξασμένον τέλος του. Παιδιόθεν, ως ηκούσατε, εδόθη εις τους αγώνας της αρετής· με όλην την ακρίβειαν εφύλαξε τους κανόνας του μοναδικού επαγγέλματος. Ο φόβος του Κυρίου ήτο η αρχή της σοφίας του, ήτις τον ανεβίβασεν εις το ύψος της θείας αγάπης, η δε αγάπη τον έφερεν εις την τελειότητα και εις τον υπέρ Χριστού μαρτυρικόν θάνατον· και ο θάνατος τον ύψωσεν εις της ουρανίου δόξης το μεγαλείον και ύψος. Ας μακαρίσωμεν λοιπόν, ας εγκωμιάσωμεν, ας δοξάσωμεν γνησίως τον Οσιομάρτυρα Ονούφριον, δια να γίνωμεν και ημείς κατά την προαίρεσιν Μάρτυρες και να λάβωμεν τους ιδίους μισθούς παρά Χριστού του Θεού, ω η δόξα και το κράτος, τιμή και προσκύνησις, συν τω ανάρχω Πατρί, και τω Παναγίω και ζωοποιώ, συνανάρχω και συναϊδίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου