Απολλιναρία η
αοίδιμος μήτηρ ημών ήτο κατά τους χρόνους Λέοντος του μεγάλου, του
επονομαζομένου Μακέλλη, εν έτει υνζ΄ (457), θυγάτηρ Ανθεμίου, όστις διωρίσθη
παρά του βασιλέως διοικητής της Ρώμης, κατά δε το κάλλος και την σύνεσιν αύτη
υπερέβαινε τας περισσοτέρας γυναίκας του τότε καιρού. Εκ νεαράς δε ηλικίας
επόθησε την παρθενίαν και παρεκάλει τον Θεόν νυχθημερόν να επιτύχη του
ποθουμένου, ήτοι να μείνη παρθένος έως θανάτου.
Δια τούτο παρεκάλεσε τους γονείς της να της επιτρέψωσι να μεταβή εις τα Ιεροσόλυμα· αφού δε έλαβε προς τούτο την άδειαν, συμπαραλαβούσα η μακαρία δούλους και δούλας, ως επίσης χρυσίον και αργύριον και πολύτιμα ιμάτια, ήλθεν εις την αγίαν πόλιν και εκεί διένειμεν όλα εις τους πτωχούς. Αφού δε προσεκύνησε τους Αγίους Τόπους και ηλευθέρωσε τους δούλους και τας δούλας της, εκράτησε μόνον ένα γέροντα και ένα ευνούχον, τους οποίους λαβούσα μεθ’ εαυτής εκίνησε να υπάγη εις Αλεξάνδρειαν· φθάσασα δε εις τόπον ομαλόν και επίπεδον, απεφάσισε να καθήσωσιν εκεί, όπως ανακουφισθώσιν ολίγον εκ του κόπου της οδοιπορίας. Όταν δε οι άνθρωποί της εκοιμήθησαν, τότε η τρισολβία, πάντα καταφρονήσασα, φεύγει κρυφίως και καταφεύγει εις το εκείσε ευρισκόμενον δάσος, ένθα έμενεν επί πολλά έτη, ώστε έγινε το δέρμα του σώματός της σκληρόν ως το δέρμα της χελώνης, από των δηγμάτων των εν τω δάσει εκείνω ευρισκομένων κωνώπων. Έπειτα μεταβαίνει εις σκήτην τινά, όπου ησκήτευον πολλοί Όσιοι Πατέρες και εκεί υποκρινομένη ότι είναι ευνούχος, ωνόμασε τον εαυτόν της Δωρόθεον· ο δε εκεί ευρισκόμενος Όσιος Μακάριος εδέχθη αυτήν και της έδωκε κελλίον, εις το οποίον εγκλεισθείσα η τρισολβία προσηύχετο εις τον Θεόν νυκτός και ημέρας. Ο δε πατήρ της Ανθέμιος είχε και άλλην θυγατέρα, η οποία έπασχεν από ακάθαρτον δαιμόνιον και έστειλεν αυτήν εις τους Πατέρας της σκήτης, όπως την ιατρεύσωσι. Περί δε της θυγατρός του ταύτης Απολλιναρίας απέκαμε και πλέον δεν ηρεύνα δι’ αυτήν. Οι δε Πατέρες έστειλαν την δαιμονιζομένην εις την αδελφήν της, ήτις υπεκρίνετο ότι ονομάζεται Δωρόθεος, ως είπομεν ανωτέρω, και εν διαστήματι ολίγων ημερών ηλευθερώθη από του δαίμονος το κοράσιον και αποστέλλεται από τους Πατέρας υγιές εις τας πετρικάς αγκάλας. Μετά τινας ημέρας ήρχισεν η κόρη να φαίνεται ότι είναι έγκυος· όθεν ο πατήρ της νομίσας ότι συνέλαβεν υπό του αββά Δωροθέου πέμπει πάραυτα ταχυδρόμους και φέρουσιν αυτόν έμπροσθέν του. Η δε Οσία δείξασα δια τινων σημείων ότι ήτο γέννημα και θυγάτηρ του Ανθεμίου εξέπληξε και εφόβισεν άπαντας και μάλιστα δια το θαύμα όπερ ενήργησεν εις την ιδίαν αδελφήν της. Μετά ταύτα μείνασα ολίγας ημέρας μετά των γονέων της, πάλιν επέστρεψεν εις το κελλίον της, χωρίς ουδείς να μάθη εκείνο όπερ εποίησεν· αφού δε ετελεύτησε, τότε εγνωρίσθη εις τους Μοναχούς, ότι ήτο γυνή· όθεν όλοι εξέστησαν δια τούτο και παρεκινήθησαν να ευχαριστήσωσι τον Θεόν.
Δια τούτο παρεκάλεσε τους γονείς της να της επιτρέψωσι να μεταβή εις τα Ιεροσόλυμα· αφού δε έλαβε προς τούτο την άδειαν, συμπαραλαβούσα η μακαρία δούλους και δούλας, ως επίσης χρυσίον και αργύριον και πολύτιμα ιμάτια, ήλθεν εις την αγίαν πόλιν και εκεί διένειμεν όλα εις τους πτωχούς. Αφού δε προσεκύνησε τους Αγίους Τόπους και ηλευθέρωσε τους δούλους και τας δούλας της, εκράτησε μόνον ένα γέροντα και ένα ευνούχον, τους οποίους λαβούσα μεθ’ εαυτής εκίνησε να υπάγη εις Αλεξάνδρειαν· φθάσασα δε εις τόπον ομαλόν και επίπεδον, απεφάσισε να καθήσωσιν εκεί, όπως ανακουφισθώσιν ολίγον εκ του κόπου της οδοιπορίας. Όταν δε οι άνθρωποί της εκοιμήθησαν, τότε η τρισολβία, πάντα καταφρονήσασα, φεύγει κρυφίως και καταφεύγει εις το εκείσε ευρισκόμενον δάσος, ένθα έμενεν επί πολλά έτη, ώστε έγινε το δέρμα του σώματός της σκληρόν ως το δέρμα της χελώνης, από των δηγμάτων των εν τω δάσει εκείνω ευρισκομένων κωνώπων. Έπειτα μεταβαίνει εις σκήτην τινά, όπου ησκήτευον πολλοί Όσιοι Πατέρες και εκεί υποκρινομένη ότι είναι ευνούχος, ωνόμασε τον εαυτόν της Δωρόθεον· ο δε εκεί ευρισκόμενος Όσιος Μακάριος εδέχθη αυτήν και της έδωκε κελλίον, εις το οποίον εγκλεισθείσα η τρισολβία προσηύχετο εις τον Θεόν νυκτός και ημέρας. Ο δε πατήρ της Ανθέμιος είχε και άλλην θυγατέρα, η οποία έπασχεν από ακάθαρτον δαιμόνιον και έστειλεν αυτήν εις τους Πατέρας της σκήτης, όπως την ιατρεύσωσι. Περί δε της θυγατρός του ταύτης Απολλιναρίας απέκαμε και πλέον δεν ηρεύνα δι’ αυτήν. Οι δε Πατέρες έστειλαν την δαιμονιζομένην εις την αδελφήν της, ήτις υπεκρίνετο ότι ονομάζεται Δωρόθεος, ως είπομεν ανωτέρω, και εν διαστήματι ολίγων ημερών ηλευθερώθη από του δαίμονος το κοράσιον και αποστέλλεται από τους Πατέρας υγιές εις τας πετρικάς αγκάλας. Μετά τινας ημέρας ήρχισεν η κόρη να φαίνεται ότι είναι έγκυος· όθεν ο πατήρ της νομίσας ότι συνέλαβεν υπό του αββά Δωροθέου πέμπει πάραυτα ταχυδρόμους και φέρουσιν αυτόν έμπροσθέν του. Η δε Οσία δείξασα δια τινων σημείων ότι ήτο γέννημα και θυγάτηρ του Ανθεμίου εξέπληξε και εφόβισεν άπαντας και μάλιστα δια το θαύμα όπερ ενήργησεν εις την ιδίαν αδελφήν της. Μετά ταύτα μείνασα ολίγας ημέρας μετά των γονέων της, πάλιν επέστρεψεν εις το κελλίον της, χωρίς ουδείς να μάθη εκείνο όπερ εποίησεν· αφού δε ετελεύτησε, τότε εγνωρίσθη εις τους Μοναχούς, ότι ήτο γυνή· όθεν όλοι εξέστησαν δια τούτο και παρεκινήθησαν να ευχαριστήσωσι τον Θεόν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου