Ακάκιος ο νέος Οσιομάρτυς, ο εν τω Αγίω Βαπτίσματι πρότερον Αθανάσιος
κληθείς, κατήγετο από κώμην τινά της Μακεδονίας, Νεοχώριον καλουμένην, πλησίον
της Θεσσαλονίκης ευρισκομένην, γεννηθείς από γονείς ευσεβείς, οίτινες, επειδή
ήσαν πτωχοί και μη δυνάμενοι να πορίζωνται τα προς το ζην αναγκαία, μετώκησαν
εις την πόλιν των Σερρών με τον Αθανάσιον και τους λοιπούς αδελφούς του, των
οποίων αυτός ήτο ο μεγαλύτερος, ηλικίας τότε εννέα ετών.
Εκεί παρέδωκαν τον Αθανάσιον υπό την προστασίαν σκυτοτόμου τινός, όστις όμως ήτο σκληρός άνθρωπος και ενόμιζεν ότι ήθελε διδάξει την τέχνην εις τον νέον με το να ραβδίζη αυτόν ανηλεώς και απανθρώπως. Τούτο μη υποφέρων ο Αθανάσιος και θέλων να απαλλαγή από την τυραννίαν αυτού, υπέπεσε, δυστυχώς, εις την δουλείαν του νοητού τυράννου διαβόλου, όστις ως σκολιός όφις προσεπάθησε να υποσκελίση τον ανήλικον Αθανάσιον, κατ’ αυτήν ταύτην την ημέραν του σωτηρίου Πάθους, την Μεγάλην Παρασκευήν. Διότι κατά την ημέραν ταύτην, κινηθείς από τον ανθρωποκτόνον διάβολον ο ρηθείς σκυτοτόμως, έδειρε τον Αθανάσιον αγριώτερον ή άλλοτε, τόσον ώστε, αποκαμών ούτος από τους δαρμούς και από τους πόνους των πληγών, έφυγε κλαίων. Ήτο δε εσπέρας. Ο πονηρός λοιπόν σατανάς εύρε τότε τον καιρόν κατάλληλον δια να υποσκελίση τον παίδα κατά τον εξής τρόπον. Προ της θύρας του οίκου αυτών, κατ’ ενέργειαν σατανικήν, εκάθηντο δύο γυναίκες Ισμαηλίτιδες, αίτινες, ιδούσαι τον Αθανάσιον κλαίοντα, ως δήθεν ευσπλαγχνισθείσαι, έλαβον αυτόν εκ της χειρός και τον εισήγαγον εις τον οίκον της απωλείας. Μετά πολλούς δε λόγους παρηγορητικούς ή μάλλον ιοβόλους, αφού προσέφερον εις αυτόν άρτον δια να φάγη, του προέτειναν, αι επάρατοι, να αρνηθή τον Σωτήρα Χριστόν και να δεχθή την μυσαράν θρησκείαν του πλάνου Μωάμεθ. Ο δε Αθανάσιος, βεβαρημένος ων δια τους λόγους τους οποίους είπομεν, και νομίσας, αφρόνως, ότι επέτυχε να απαλλαγή των δεινών του ασπλάγχνου εκείνου σκυτοτόμου, συγκατένευσε, φεύ! να εξομόση. Τότε αι μιαραί εκείναι μαινάδες, περιχαρώς τούτο ακούσασαι, παρέλαβον αυτόν άνευ αναβολής και τον ωδήγησαν εις τον ταμίαν. Ηγεμόνευε δε τότε ο Γιουσούφ Μπέης. Ούτος ιδών τον Αθανάσιον και ακούσας παρά των μιαρών εκείνων γυναίων τα κατ’ αυτόν, καθώς και το ότι συγκατένευσε να εξομόση, εχάρη χαράν μεγάλην και ευχαριστήσας τας γυναίκας δια την προσφοράν των, παρέλαβε τον Αθανάσιον, όστις, κατ’ εκείνην την εσπέραν της Μεγάλης Παρασκευής, ομολογήσας την άρνησιν της Πίστεως του Χριστού, αμέσως περιετμήθη κατά το έθος των Μωαμεθανών και αντί δούλος Χριστού έγινε δούλος του σατανά, πατήσας τον Σταυρόν και αναβοήσας την δυσσεβή ομολογίαν, με την ένδειξιν της μονάδος δια του δεικτικού δακτύλου. Ταύτα δε πάντα επράχθησαν τότε, με παντελή άγνοιαν του σκυτοτόμου και των γενέων του. Ο δε υιός της απωλείας ταμίας προσηγόρευσε τον εξωμότην θετόν υιόν του και τον υπερηγάπα, καθώς και η γυνή αυτού, ήτις ένεκα της προς τον νέον ιδιαιτέρας συμπαθείας της ενεπιστεύετο αυτόν εις όλα τα του οίκου της, του έδιδε δε και χρήματα δια να αγοράζη κηρούς και να προσφέρη θυσίαν εις τους δαίμονας του ιμάμη. Ο νέος όμως, ως εν σκότει πορευόμενος και μετά των ασεβών συναναστρεφόμενος, λαμβάνων τα χρήματα παρά της κυρίας του δεν ηγόραζε κηρούς, αλλά κουλούρια και πίττας, τας οποίας έτρωγε κρυφίως έξωθεν της οικίας, έλεγε δε ότι προσέφερε τους κηρούς, εμπαίζων ούτω τα της θρησκείας του και εμπαιζόμενος υπό του σατανά. Έμεινε λοιπόν συνοικών με τους ασεβείς χρόνους εννέα, ισομέτρους της πρώτης ευσεβούς ηλικίας του. Κατά δε τον δέκατον όγδοον χρόνον της ηλικίας του, ο Πανάγαθος Θεός, ο μη θέλων τον θάνατον του αμαρτωλού και επιθυμών να επιστρέψη και να ζήση, ως προγιγνώσκων δε και το τέλος εκάστου και την σωτηρίαν αυτού προνοών, ωκονόμησε την καλήν επιστροφήν του και αφήρπασεν αυτόν εκ του φάρυγγος του νοητού θηρίου, με τον εξής θαυμάσιον τρόπον. Η κυρία αυτού, επειδή ήτο ακόλαστος, με την πάροδον του χρόνου και την ανάπτυξιν του νέου μετέβαλεν η μιαρά την προς τον υιοθετηθέντα αγάπην εις αισχράν και σατανικήν τοιαύτην και μη δυναμένη να συγκρατηθή απεκάλυψεν εις τον νέον τον προς αυτόν έρωτά της, μεταχειρισθείσα τον τρόπον τον οποίον μετεχειρίσθη και η γυνή του Πετεφρή προς την στήλην της σωφροσύνης, τον πάγκαλον Ιωσήφ. Αλλ’ ευλογητός Κύριος ο Θεός ημών· διότι, καθώς τότε ανέδειξε νικητήν και τροπαιούχον τον σώφρονα Ιωσήφ, ούτω ενίσχυσεν αοράτως και τον νεανίαν τούτον και τον κατέστησε νικητήν της μαινάδος εκείνης, της ζητούσης να μοιχευθή υπ’ αυτού· διότι ουδόλως ηνέχθη ο μακάριος να μιανθή υπ’ αυτής. Ιδούσα δε η μιαρά εκείνη, ότι ο νέος δεν εδέχθη να πληρώση την κακήν επιθυμίαν της, μετέβαλε τον έρωτα εις μίσος κατ’ αυτού, ως η γυνή του Πετεφρή και, οργισθείσα, εσυκοφάντησε τον άμεμπτον εις τον άνδρα της, ότι εζήτησε δήθεν να την μοιχεύση. Τούτο ακούσας ο ανήρ αυτής δεν ηθέλησε να τιμωρήση τον νέον ή να δείξη προς αυτόν σκληρότητα, είτε θεόθεν οδηγηθείς, είτε νοήσας την συκοφαντίαν, αλλ’ αμέσως απεδίωξεν αυτόν εκ της οικίας του, αφήσας αυτόν ελεύθερον να υπάγη όπου ήθελεν. Αφού λοιπόν ούτω, Θεού προνοία, απηλευθερώθη ο Αθανάσιος, ευχαριστήσας από καρδίας τον Λυτρωτήν και Σωτήρα Χριστόν, ευθύς, χωρίς αναβολήν, επορεύθη προς τους παμποθήτους γονείς του, τους οποίους εύρεν εις Θεσσαλονίκην, διότι ούτοι αφού επληροφορήθησαν την θλιβεράν είδησιν της εξωμοσίας του υιού των, ανεχώρησαν από τας Σέρρας. Ούτοι ιδόντες ανελπίστως τον υιόν των επληρώθησαν υπό αφράστου χαράς, μάλιστα όταν ήκουσαν εκ του στόματος αυτού, ότι αληθώς κατέλιπε την μυσαράν θρησκείαν των Αγαρηνών, την οποίαν εδέχθη εξ αγνοίας, λόγω του ότι ήτο ανήλικος και εξηπατήθη και ως αναγκασθείς από την σκληρότητα του αδιακρίτου εκείνου σκυτοτόμου. Υπερεχάρησαν λοιπόν δια την καλήν επιστροφήν του υιού αυτών· όχι δε μόνον οι γονείς του, αλλά και οι Άγιοι Άγγελοι εν ουρανώ κατά την του Κυρίου φωνήν την λέγουσαν· «Χαρά γίνεται ενώπιον των Αγγέλων του Θεού επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι» (Λουκ. ιε:10). Μετά δε τινάς ημέρας είπε προς αυτόν η μήτηρ του· «Τέκνον μου φίλτατον Αθανάσιε, γνώριζε, ότι δεν συμφέρει να παραμείνης εδώ μαζί μας ούτε εις σε ούτε εις ημάς, διότι, εάν γνωσθή εις τους εδώ Αγαρηνούς, κινδυνεύομεν και ημείς και συ. Άκουσον την συμβουλήν μου, τέκνον μου, και πήγαινε εις το Άγιον Όρος, τον λιμένα της σωτηρίας των αμαρτωλών, εφωδιασμένος με τας ευχάς μου και εκεί εξομολογήσου εις Πνευματικούς Πατέρας και αφού μυρωθής, καθαρίσου με την μετάνοιαν. Μάθε δε ότι όπως ηρνήθης την Πίστιν σου έμπροσθεν των ασεβών, όπερ δεν έπρεπε, κατά τον αυτόν τρόπον είναι ανάγκη να ομολογήσης πάλιν Θεόν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν και να λάβης θάνατον δια την αγάπην Του». Ω μήτηρ ευσεβής και θεοφιλής, η οποία δεν ηγάπα την ζωήν του υιού της, αλλά προώριζεν αυτόν δια το Μαρτύριον και προετίμα την αγάπην του Χριστού, από το προς τον υιόν της φίλτρον! Ταύτα ακούσας ο καλός υιός Αθανάσιος παρά της μητρός του, ως νουνεχής, περιχαρής γενόμενος και χωρίς καμμίαν αναβολήν, αφού έλαβε τας μητρικάς ευχάς ως εφόδιον, ανεχώρησεν εις το Άγιον Όρος Θεού βοηθούντος και ήλθεν εις την Ιεράν Μονήν του Χιλανδαρίου. Παραμείνας δε εκεί ικανόν καιρόν, δια προτροπής των Πατέρων της Μονής ταύτης απήλθεν εις την Σκήτην του Ιερού Κοινοβίου του Ξενοφώντος, προς τον τότε Πνευματικόν Ιερέα Νικόλαον, όστις εξομολογήσας αυτόν του ανέγνωσε τας διατεταγμένας παρά της Εκκλησίας ιλαστηρίους ευχάς, έχρισε μετά ταύτα αυτόν δια του Αγίου Μύρου και τον απέστειλε πάλιν εις Χιλανδάριον. Μετά παρέλευσιν ενός χρόνου, αναχωρήσας εκείθεν απήλθεν εις την Σεβασμίαν Μονήν των Ιβήρων, όπου διέμεινεν επί εξ μήνας, υπηρετών ένα των Προεστώτων. Εκεί δε ακούσας τα περί της αθλήσεως των δύο Οσιομαρτύρων Αγίων Ευθυμίου και Ιγνατίου, οίτινες ηγωνίσθησαν πρώτον ασκητικώς εις την άνωθεν της Μονής Ιβήρων κειμένην Ιεράν Σκήτην του Τιμίου Προδρόμου, ως πνευματικά τέκνα του Πνευματικού Πατρός και Γέροντος Νικηφόρου, εις του οποίου την καλύβην είχον ανεγείρει τον και σήμερον διασωζόμενον Ναόν των Νεομαρτύρων τούτων, εντός του οποίου είχεν ενταφιασθή μέχρι τότε και το από Κωνσταντινουπόλεως μετακομισθέν αθλητικόν σώμα του Οσιομάρτυρος Αγίου Ιγνατίου, ανεφλέγη την καρδίαν προς μίμησιν αυτών και ανήλθεν εκείθεν προς τον προπαρασκευάσαντα αυτούς Πνευματικόν Νικηφόρον. Αλλά δια να μη γνωσθή η έλευσίς του εις τινα των εκ της Μονής και προξενήση ταραχήν, διηυθύνθη πάλιν εις την Μονήν του Χιλανδαρίου και εκείθεν, μετά δέκα ημέρας, επέστρεψεν εις την Σκήτην του Τιμίου Προδρόμου, όπου και υπεδέχθη αυτόν ο προαναφερθείς Πνευματικός Νικηφόρος. Εις τούτον εξομολογηθείς ο Αθανάσιος τα κατ’ αυτόν, είπε και την επιθυμίαν του να ακολουθήση την οδόν της αθλήσεως των Οσιομαρτύρων Ευθυμίου και Ιγνατίου, ο δε Πνευματικός του υπέμνησε τας δυσκολίας και τους κόπους εις τους οποίους αναποφεύκτως έπρεπε να υποβληθή, ίνα επιτύχη του ποθουμένου μαρτυρικού τέλους· ιδών δε ότι ούτος ο μακάριος επέμενε μετά θέρμης, συγκατένευσε να τον δεχθή εις την καλύβην του και παρέδωκεν αυτόν εις την επίβλεψιν του πρώτου της συνοδείας αυτού Οσιωτάτου Γέροντος Ακακίου, καθώς και τους προαθλήσαντας Οσιομάρτυρας. Παραλαβών δε αυτόν ο Γέρων Ακάκιος καθωδήγει επιμελώς εις τους ασκητικούς αγώνας, τους οποίους αδιαλείπτως και προθύμως ηγωνίζετο νύκτα και ημέραν, νηστεύων, αγρυπνών και αδιαλείπτως και αόκνως προσευχόμενος. Αλλά μετά ημέρας τριάκοντα πέντε, ο πονηρός εξήγειρε κατ’ αυτού δειλίαν και σφοδρώς ενοχληθείς και ηττηθείς, χωρίς δε να αναγγείλη ούτε εις τον Πνευματικόν του Πατέρα Νικηφόρον, ούτε εις τον επιστάτην αυτού Γέροντα Ακάκιον τον σκοπόν του, έφυγε δια νυκτός. Μη προμελετήσας δε που να υπάγη, εβάδιζεν εις το σκότος την οδόν την οδηγούσαν εις Καρυάς, πλανώμενος εις ανωφερείας και δάση μέχρι του όρθρου, ότε, διακρίνας προ αυτού την Ιεράν Μονήν του Κουτλουμουσίου, έμεινεν εις αυτήν την νύκτα εκείνην. Την δε επομένην, ήτις ήτο η παραμονή των Χριστουγέννων, αναμιχθείς και με άλλους εορταστάς, ήλθεν εις την Ιεράν Μονήν Σίμωνος Πέτρας και, μετά την εορτήν, ανήγγειλεν εις τον Ηγούμενον, ότι επεθύμει να μείνη εκεί· αλλά δεν έγινε δεκτός, ως αγένειος. Αφού όμως ο Αθανάσιος είπεν εις αυτόν ότι ήξευρε την τέχνην του σκυτοτόμου, συγκατένευσεν ο Ηγούμενος και έμεινεν ολίγας ημέρας. Επειδή όμως ήτο αγένειος, επροξένησε σκάνδαλον εις ένα των εκεί αδελφών και ούτως απεβλήθη παρά του Ηγουμένου. Προ όμως της εκείθεν αποβολής του, είδε καθ’ ύπνον Γέροντα τινά σεβάσμιον, όστις του είπε να φύγη από εκεί και να επιστρέψη εις τον Πνευματικόν του, από τον οποίον ανεχώρησε, και να εξακολουθήση τους πνευματικούς αγώνας του ως πρότερον. Ο δε Αθανάσιος, ερωτήσας αυτόν ποίος ήτο, ήκουσε παρ’ αυτού ότι ήτο ο κτίτωρ της Μονής ταύτης ήτοι ο Όσιος Σίμων ο Μυροβλύτης. Αλλά και ταύτα ακούσας, δεν υπήκουσεν, αισχυνόμενος να επανέλθη εκεί, οπόθεν είχεν αποδράσει. Όθεν επέστρεψε πάλιν εις το Χιλανδάριον. Όμως οι προεστώτες δεν τον εδέχοντο, διότι πρότερον είχεν αναχωρήσει κρυφίως. Αλλ’ ευσπλαγχνισθέντες εδέχθησαν αυτόν, ορίσαντες να μείνη έξω της Μονής εις τον αμπελώνα και ως κανόνα ή προς παράδειγμα να σκάψη μόνος τον αμπελώνα τούτον. Ενώ λοιπόν ευρίσκετο εκεί και έσκαπτε, μετ’ ολίγας ημέρας εις εκ των εκεί προκρίτων, ασθενήσας, εσκέφθη να αποστείλη τον Αθανάσιον εις Καρυάς δια να του φέρη ιατρικά. Επειδή δε ο Αθανάσιος δεν υπήκουσεν, ήκουσε παρ’ αυτού να του λέγη· «Συ, ούτω φερόμενος, ούτε Τούρκος, ούτε Χριστιανός είσαι». Τούτον τον λόγον ακούσας ο Αθανάσιος επληγώθη εις την καρδίαν, και είπεν εν εαυτώ· «Ας επιστρέψω καλώς εκεί, από όπου κακώς έφυγον». Μετά τεσσαράκοντα λοιπόν ημέρας από της εκ του Πνευματικού του Πατρός Νικηφόρου αναχωρήσεως, επέστρεψε πάλιν εις αυτόν· ήτο δε εσπέρα. Ιδών δε αυτόν ο Πνευματικός, τον ηρώτησε που ήτο και πως ήλθε πάλιν. Ο δε μακάριος απεκρίθη μετά δακρύων· «Ήμαρτον, Πάτερ, εις τον ουρανόν και ενώπιόν αου, διότι, πλανηθείς από τον διάβολον, έφυγον, αλλά εις το εξής δεν φεύγω». Ο δε Πνευματικός είπεν εις αυτόν με αυστηρότητα· «Εγώ πλέον δεν σε δέχομαι, αλλ’ ύπαγε εις κανέν Μοναστήριον, ίνα κλαύσης τας αμαρτίας σου και είναι δυνατόν ο Θεός να σε σώση με την μετάνοιαν και τα δάκρυα». Ο Αθανάσιος, ταύτα ακούσας, προσέπεσεν ευθύς εις τους πόδας του, μετά δακρύων δε τούτους κατασπαζόμενος έλεγε· «Δέξαι με, Πάτερ, δια τους οικτιρμούς του Θεού, την βοήθειαν της Θεοτόκου και τας ευχάς των νεωστί μαρτυρησάντων Οσιομαρτύρων Ευθυμίου και Ιγνατίου, ελπίζω δε να χαρήτε και δι’ εμέ τον αμαρτωλόν. Τότε ο μακάριος Νικηφόρος, ευσπλαγχνισθείς, είπε προς αυτόν· «Ιδού, τέκνον, ότι σε δέχομαι, αλλά πρέπον είναι να υπακούσης εις όσα θέλω σε προστάξει». Ταύτα δε αφού είπε, προσεκάλεσε τον Γέροντα Ακάκιον και του είπε· «Λάβε τούτον υπό την επιστασίαν σου και έχε την φροντίδα του, ως και πρότερον των Αγίων Ευθυμίου και Ιγνατίου, καθοδηγών αυτόν εις τους πνευματικούς αγώνας». Ο δε Ακάκιος, παραλαβών αυτόν, τον περιώρισεν εις ιδιαίτερον οίκημα, ορίσας εις τούτον περισσοτέρους των πρώτων αγώνας, νηστείαν, δηλαδή, εκτεταμένην, γονυκλισίας υπέρ τας τρεις ήμισυ χιλιάδας το ημερονύκτιον και κομβοσχοίνια αμέτρητα. Ούτω, εις διάστημα ολίγων ημερών, εις τόσην κατάνυξιν έφθασεν, ώστε οι οφθαλμοί του έγιναν πηγαί δακρύων. Ούτω λοιπόν ασκήσας, παρεκάλεσε, με πολλήν θερμότητα, να λάβη το Αγγελικόν Σχήμα, του οποίου και ηξιώθη κατά την τετάρτην Κυριακήν των Νηστειών, μετονομασθείς, αντί Αθανασίου, Ακάκιος. Είναι δε αξιοδιήγητος η προφητεία, την οποίαν μεθ’ ημέρας τινάς είπε προς τον επιστάτην αυτού Γέροντα Ακάκιον. Ερωτηθείς δηλαδή παρά τούτου, εάν, συν Θεώ, λάβη τον μαρτυρικόν θάνατον εις Κωνσταντινούπολιν, που θέλει να μείνη το λείψανόν του, είπεν· «Ειπέ μου, πόσαι ημέραι είναι μέχρι της Αναλήψεως;» Ο Γέρων Ακάκιος του απεκρίθη· «Τεσσαράκοντα». Ο δε Άγιος Οσιομάρτυς, αριθμήσας δια των δακτύλων του, είπεν εις τον Γέροντα Ακάκιον· «Μετά τριάκοντα περίπου ημέρας θα είμαι εδώ». Ο δε Ακάκιος με δισταγμόν του είπε· «Ναι, ασφαλώς θα έλθης». Αυτός δε απεκρίθη· «Εάν δεν έλθω, να μη με αξιώση ο Θεός να μαρτυρήσω». Ευθύς δε έδειξεν εις τον Γέροντα Ακάκιον και τον τόπον, όπου έμελλε να ενταφιασθή, έμπροσθεν δηλαδή της εικόνος της Υπεραγίας Θεοτόκου. Ο δε Πνευματικός αυτού Πατήρ Νικηφόρος και οι παράδελφοί του, εκ των αγαθών σημείων της ασκήσεώς του, τα οποία έβλεπον, συνεπέραναν, ότι ήτο καιρός να βαδίση την οδόν του Μαρτυρίου και ενέκριναν να στείλωσιν αυτόν εις την Κωνσταντινούπολιν μετά του Γέροντος Γρηγορίου, όστις συνώδευσε και τους προαθλήσαντας Οσιομάρτυρας Ευθύμιον και Ιγνάτιον. Ευρέθη λοιπόν πλοίον εις Καλήν Άγραν, επί του οποίου, αφού επεβιβάσθησαν, απέπλευσαν, κατά την δεκάτην του Απριλίου μηνός, επειδή δε έπνεεν ευνοϊκός άνεμος, έπλεον, ως υπό θείου Αγγέλου κυβερνώμενοι. Ο δε συνοδίτης αυτού Γέρων Γρηγόριος, ενώ εταξίδευον, προβλέπων, ότι εις διάστημα δεκατριών ημερών θέλουσι φθάσει εις Κωνσταντινούπολιν, θεόθεν οδηγηθείς και προνοήσας, ετακτοποίησε και το εξής αναγκαίον δια την αισίαν ολοκλήρωσιν του θεαρέστου τούτου έργου. Γνωρίσας δηλαδή την χριστιανικήν διάθεσιν του πλοιάρχου και την ευλάβειαν και το φιλομόναχον των ναυτών, εξήγησεν εις αυτούς μυστικώς τα της υποθέσεως του Ακακίου, εμπιστευθείς εις τούτους και ό,τι εσκέπτετο να εκτελέση. Όθεν ο πλοίαρχος, πληρωθείς ζήλου θείου, υπεσχέθη εις τον Γρηγόριον ότι, όταν, Θεού βοηθούντος, τελειώση ο Ακάκιος τον αγώνα της αθλήσεως, θέλει αγοράσει το μαρτυρικόν του σώμα από τον δήμιον, όπως ήθελε δυνηθή, και πάλιν αυτός ήθελε μεταφέρει αυτούς εις το Άγιον Όρος, εκ του οποίου τους παρέλαβεν. Ότε λοιπόν συνεφωνήθησαν ταύτα ήτο η κγ΄ (23η) Απριλίου, κατά την οποίαν τελείται και η μνήμη του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου και λαμπρώς πανταχού πανηγυρίζεται υπό των ευσεβών. Από ταύτης λοιπόν της ημέρας, Θεού συνάρσει και προνοία, ήρχισε και το μαρτυρικόν στάδιον του Οσιομάρτυρος Ακακίου. Διότι κατά την ημέραν ταύτην, δύοντος του ηλίου, προσωρμίσθη το πλοίον εις Γαλατάν της Κωνσταντινουπόλεως. Κατά δε την νύκτα εκείνην ο Γρηγόριος και ο Ακάκιος, εις το κατάστρωμα του πλοίου ολονυκτίως ευχόμενοι, υμνολόγουν εγκαρδίως τον ευοδώσαντα αυτούς Κύριον. Την επομένην, κδ΄ (24ην) του Απριλίου, ημέραν της εβδομάδος Δευτέραν, ευθύς ως ανέτειλεν ο ήλιος, αποβιβασθέντες εκ του πλοίου, ήλθον μετά του πλοιάρχου εις εν παντοπωλείον Ορθοδόξου τινός Χριστιανού, Καισαρέως, γνωστού εις τον Γρηγόριον, όστις, και μόνον ως είδεν αυτόν, τους εδέχθη περιχαρώς και τους εφιλοξένησε φιλοφρόνως. Ο δε πλοίαρχος επέστρεψεν εις το πλοίον του. Έμειναν λοιπόν οι ευλογημένοι ούτοι άνθρωποι του Θεού κεκρυμμένοι εις το εργαστήριον εκείνο, χωρίς να γνωρίση κανείς την έλευσίν των. Παρελθούσης της ημέρας εκείνης, κατά την επελθούσαν νύκτα απεκάλυψεν ο Γέρων Γρηγόριος εις τον παντοπώλην τα περί της υποθέσεως και του σκοπού των. Ο δε Ακάκιος, καταφλεγόμενος υπό του θείου έρωτος και μη υπομένων, ηνώχλει τον Γρηγόριον να παρουσιασθή και εζήτει την άδειαν. Ο δε Γέρων συνεβούλευεν αυτόν να έχη υπομονήν, έως ότου γίνη το θέλημα του Θεού. Κατά δε την κζ΄ (27ην) του Απριλίου, ημέραν της εβδομάδος Πέμπτην, του έδωκεν υπόσχεσιν, ότι θέλει του δώσει την ποθουμένην άδειαν, ίνα απέλθη προς το Μαρτύριον το ερχόμενον Σάββατον. Ο Ακάκιος, χαράς πλησθείς, ανέπεμψε δοξολογίας και δεήσεις προς τον γλυκύτατον Ιησούν Χριστόν. Όθεν το πρωϊ του Σαββάτου εκείνου, παραλαβών ο Γρηγόριος τον Ακάκιον, έφερεν αυτόν εις τον Ιερόν Ναόν της Θεοτόκου τον εν Γαλατά, όπου, αφού ετελέσθη η ιερά Λειτουργία, εκοινώνησεν αυτόν, δια του Ιερέως, των Αχράντων Μυστηρίων. Αναχωρήσαντες δε από της Εκκλησίας, επορεύθησαν κατ’ ευθείαν εις το πλοίον, το οποίον τους έφερεν εκεί και ευρόντες τον αναμένοντα αυτούς πλοίαρχον, ηρώτησαν αυτόν αν είχεν έτοιμα τα ενδύματα, καθώς τον παρεκάλεσε να ετοιμάση. Ο πλοίαρχος παρουσίασε τότε τα ενδύματα ναύτου τινός Τούρκου εκ των εν τω πλοίω και ομού μετά του Γέροντος, ενδύσαντες τον Ακάκιον, διελογίζοντο μετά τίνος συνοδού να τον αποστείλωσιν, ίνα παρουσιασθή εις το ανώτατον κριτήριον του βεζύρη. Ταύτα ενώ διελογίζοντο και ηπόρουν τι να πράξουν και ενώ ο Ακάκιος εθερμαίνετο υπό του ζήλου και εστενοχωρείτο δια την βραδύτητα, εις παρευρισκόμενος αυτάδελφος του πλοιάρχου, αυτόκλητος απεκρίθη· «Εγώ γνωρίζω τον δρόμον και είμαι έτοιμος να οδηγήσω τον φίλτατόν μου Ακάκιον μέχρι του προαυλίου του βεζύρη». Ευθύς τότε λαβών τον Ακάκιον εκ της χειρός, του είπε· «Έλα να υπάγωμεν». Εισελθόντες δε εις την λέμβον, έπλευσαν προς την πύλην του κήπου, Μπαξέ Καππί καλουμένην τουρκιστί, και εξελθόντες επορεύθησαν. Ο δε μακάριος Ακάκιος χαίρων έσπευδεν ίνα απολαύση το υπ’ αυτού ποθούμενον μαρτυρικόν τέλος, προπορευόμενος του οδηγούντος αυτόν, όστις έλεγεν εις αυτόν· «Ιδού, τρέχεις την υπό σου ποθουμένην οδόν, Ακάκιε· ιδού έφθασεν η ώρα του Μαρτυρίου σου και μετ’ ολίγον, συν Θεώ, εκτελείς τον αγώνα της αθλήσεώς σου και θέλεις φθάσει το μακάριον τέλος, προς το οποίον ο Κύριος ηυδόκησε να σε οδηγήση και να σε ενισχύση». Συμβαδίζοντες λοιπόν και συνομιλούντες, επλησίασαν εις το κριτήριον. Τότε ήρχισεν ο οδηγός εκείνος να λέγη εις τον Ακάκιον: «Ενθυμήθητι και εμού του αμαρτωλού, δούλε του Θεού, όταν μετά το τέλος παρασταθής στεφανηφόρος εις το φοβερόν Βήμα του Δεσπότου Χριστού με την αποτομήν της αγίας σου κεφαλής». Ταύτα ακούσας ο Ακάκιος, έπεσεν ευθύς εις τους πόδας του, κράζων μεγαλοφώνως: «Εγώ τον Ιησούν Χριστόν, τον Υιόν του Θεού ηρνήθην έμπροσθεν των ανθρώπων και φέρω το βδελυρόν σημείον της περιτομής· πως λοιπόν να τολμήσω να δεηθώ δια την σωτηρίαν σου; Και εγώ ο πάσης Χάριτος εστερημένος και ανάξιος ευσπλαγχνίας, δύναμαι να παρακαλέσω τον Χριστόν, ζητών παρ’ Αυτού χάριν και έλεος;» Και άλλα παρόμοια έλεγε στενάζων, βρέχων την γην με δάκρυα και ουδόλως στοχαζόμενος, ότι εις τον δρόμον εκείνον διέβαινον πλήθη. Όθεν εφαίνετο εις όλους τους διαβάτας ως αντικείμενον θαυμασμού. Λαβών δε αυτόν ο οδηγός εκείνος και εγείρας αυτόν από της γης, κλαίοντα και στενάζοντα έφερεν αυτόν έμπροσθεν της έξω πύλης του κριτηρίου και είπε προς αυτόν· «Τούτο είναι το παλάτιον και το ανώτερον κριτήριον των Οθωμανών. Εδώ λοιπόν, αφού παρουσιασθής, θέλεις ομολογήσει την καλήν και σωτήριον ομολόγίαν και εδώ θέλει σου δοθή η απόφασις του υπέρ της αγάπης του Χριστού εκουσίου θανάτου σου, τον οποίον προέκρινας της παρούσης προσκαίρου ζωής, ίνα απολαύσης της αϊδίου μακαριότητος. Είσελθε λοιπόν άνευ φόβου εις τον αγώνα του Μαρτυρίου σου». Ούτω λοιπόν ο μεν Μάρτυς εισήλθεν εις το κριτήριον, ο δε οδηγός ανεχώρησεν εκείθεν δρομαίως και όλως έμφοβος, ίνα μη γνωρισθή. Εισελθών λοιπόν με θάρρος και χαράν ανέκφραστον ο θείος Ακάκιος εντός του προαυλίου, συνήντησε κατ’ αρχάς τον πρώτον θυρωρόν του βεζύρη, όστις και γραμματοκομιστής καλείται υπό των Οθωμανών. Ούτος ευθύς τον ηρώτησε ποίος ήτο και δια ποίαν αιτίαν ήλθεν εκεί. Ο δε γενναίος Ακάκιος αφόβως προς αυτόν απεκρίθη: «Εγώ είμαι Χριστιανός Ορθόδοξος και κατάγομαι από την Θεσσαλονίκην. Όταν δε ήμουν παιδίον εννέα χρόνων την ηλικίαν, απατηθείς από σας ηρνήθην αφρόνως τον Χριστόν και Θεόν μου και υπετάχθην εις τον αντίχριστον διάβολον, λατρεύσας αυτόν και τον πρόδρομον αυτού Μωάμεθ και έλαβον την μιαράν σφραγίδα της περιτομής. Μετά δε παρέλευσιν εννέα χρόνων εσυλλογίσθην και γνωρίσας την πλάνην, εις την οποίαν υπέπεσα, πληροφορηθείς δε καλώς τα μιαρά σας έθιμα και τας δεισιδαιμονίας, ως και την απάτην της πεπλανημένης θρησκείας σας, επέστρεψα πάλιν εκ καρδίας εις την πατροπαράδοτον και αγίαν Πίστιν μου και εγνώρισα τον Κύριόν μου Ιησούν Χριστόν Θεόν αληθινόν, και ομολογώ και πιστεύω εις την Παναγίαν και Ομοούσιον Τριάδα, εις Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, τα τρία πρόσωπα και υποστάσεις, μίαν δε Φύσιν και Ουσίαν, ηνωμένην ούσαν και αχώριστον Θεότητα ομολογουμένην και πιστευομένην, ένα Θεόν, τον μόνον Θεόν, ποιητήν ουρανού και γης των τε ορωμένων και νοουμένων κτισμάτων. Αρνούμαι δε όλην την πλάνην και ασέβειαν των Αγαρηνών και ομολογώ και κηρύττω τρανώς, ότι είμαι Ορθόδοξος Χριστιανός και Ορθοδόξων γονέων γέννημα, βεβαπτισμένος εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, της Ομοουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος». Ταύτα ειπών μεγαλοφώνως, ήρπασε το σαρίκιόν του, το οποίον επίτηδες έφερεν εις την κεφαλήν του, και ρίψας αυτό κατά γης το κατεπάτησε και έπτυσεν αυτό χλευάζων την ανόητον αυτών πλάνην. Ο θυρωρός, ανελπίστως ταύτα ακούσας και θυμωθείς, ώρμησε κατ’ αυτού και ήρχισε να τον κτυπά ανηλεώς. Επειδή δε η ώρα δεν επέτρεπε να τον παρουσιάση εις τον βεζύρην, έδεσε δι’ αλύσεων τους πόδας του και κατέκλεισεν αυτόν εις το δεσμωτήριον καθ’ όλον το διάστημα της ημέρας εκείνης. Κατά δε την νύκτα αυτός και άλλοι τινές, μεταξύ των οποίων οι πρώτοι και επίσημοι, ελθόντες, εκολάκευον τον Μάρτυρα, κατ’ αρχάς με λόγους ημέρους και με υποσχέσεις αναριθμήτους λαμπρών δώρων, αρμοζόντων, ως εκείνοι οι άφρονες ενόμιζον, εις την νεάζουσαν ηλικίαν του Αθλητού, προσπαθούντες, όπως απατήσωσι και υποσκελίσωσιν αυτόν. Ωσαύτως και όλοι οι εν τω κριτηρίω εκείνω διατρίβοντες Αγαρηνοί με παντοίους τρόπους εφρόντιζον, ει δυνατόν, να μεταβάλωσι και σβέσωσι τον ένθεον αυτού πόθον και έρωτα και να κατακρημνίσωσιν αυτόν πάλιν εις τον βόθυνον της απωλείας της πεπλανημένης και στυγεράς θρησκείας του Μωάμεθ! Ο δε Μάρτυς ουδέν άλλο ελάλει ει μη το γλυκύτατον όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, τον οποίον επεκαλείτο μετά λαμπράς φωνής και το σημείον του Τιμίου και ζωοποιού Σταυρού χαράττων καθ’ όλον του το σώμα, δεικνύων ούτω ότι έμενε στερεός, ως άκμων, και αμετάβλητος. Τότε οι μιαροί ιδόντες, ότι με τας κολακείας των ουδέν κατώρθωνον, ηπείλουν αυτόν και ερράβδιζον και με άλλας ποικίλας βασάνους ασπλάγχνως αυτόν ετυράννουν. Ο δε Μάρτυς, ως άλλος να έπασχεν, υπέμενεν ανδρείως και εφαίνετο φαιδρός, το δε πρόσωπόν του εφαίνετο λαμπρότερον και χαριέστατον. Αλλά και το αθλητικόν αυτού σώμα έμενεν αβλαβές και τελείως απλήγωτον εκ των διαφόρων βασάνων και πληγών, ας έλαβε και ούτω διέμεινεν έως της τετάρτης ώρας της Κυριακής. Διότι κατ’ αυτήν την ώραν έλυσαν αυτόν οι υπηρέται εκ των δεσμών της αλύσεως και έφερον αυτόν ενώπιον του μεγάλου ηγεμόνος των, όστις ηρώτησεν αυτόν, λέγων· «Τι έπαθες και αρνείσαι την αληθινήν πίστιν ημών και την αποστρέφεσαι, πάσχεις δε θεληματικώς, ενώ είσαι νέος, ωραίος και μυαλωμένος, ικανός εις το να γνωρίζης την αληθή θρησκείαν μας; Ημείς εκ του διαφαινομένου χαρακτήρος σου και των σεμνών σημείων του προσώπου σου συμπεραίνομεν, ότι είσαι νουνεχής και φρόνιμος, λέγεις δε ταύτα απατηθείς». Ο Ακάκιος εις όλας αυτάς τας θωπείας, τας κολακείας και τα σοφίσματα απεκρίνετο απτοήτως· «Εγώ, ότε ήμην εννέα χρόνων, απατηθείς, ηρνήθην την Ορθόδοξον και αληθινήν Πίστιν του Χριστού μου· αλλά μετά παρέλευσιν πάλιν εννέα χρόνων ήλθον εις τας φρένας μου και εγνώρισα, ότι μία και μόνη είναι η αληθινή και αψευδής Πίστις, η των Ορθοδόξων Χριστιανών, και δια τούτο ήλθον εδώ εις την Κωνσταντινούπολιν, ίνα ομολογήσω έμπροσθέν σου και όλων των παρεστώτων υπηρετών σου τον Εσταυρωμένον Ιησούν Χριστόν, ο οποίος εγεννήθη εκ της Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας και έγινεν, Αυτός ο Υιός και Λόγος του Θεού, άνθρωπος τέλειος, αχώριστος διαμένων τω Πατρί και μετ’ Αυτού, εν παντί καιρώ και πάση ώρα συνδοξαζόμενος και συμπροσκυνούμενος υπό Αγγέλων και ανθρώπων εν Ουρανώ και επί γης. Ταύτα ήλθον να ομολογήσω και ας λάβω μυρίας τιμωρίας και αυτόν τον θάνατον δια την αγάπην Αυτού, και ίνα δια της εκχύσεως του αίματός μου εκπλύνω το πανάθλιον σώμα μου από την ακαθαρσίαν της αρνήσεως, ελευθερούμενος εκ της βδελυράς περιτομής της ακροβυστίας μου και ούτω μείνω ακατάκριτος· διότι, καθώς και συ προείπας, έχω φυσικήν αγχίνοιαν του να γνωρίζω τον αληθή και μόνον Θεόν, τον Ιησούν Χριστόν, τον οποίον μετά βεβαίας πληροφορίας και φωνής παρρησίας ομολογώ και κηρύττω Θεόν παντοδύναμον, ίνα, κατά την μέλλουσαν ζωήν, ακατακρίτως απέλθω εις την Βασιλείαν Αυτού». Ο ηγεμών, εφ’ υψηλού θρόνου καθήμενος, αν και ήκουσε την λαμπράν ομολογίαν του Μάρτυρος, δια της συνήθους του όμως μεγαλοπρεπείας και αλαζονείας προσποιηθείς, ότι, αταράχως, δήθεν και άνευ οργής ήκουσε ταύτα, επρόσταξε τους υπηρέτας, τους εις τοιαύτην υπηρεσίαν διωρισμένους, να οδηγήσωσι τον Μάρτυρα ως κατάδικον εις τον ωρισμένον κριτήν της πόλεως, παραγγείλας εις αυτούς ίνα, αφ’ ου λάβωσι την έγγραφον απόφασιν του θανάτου του, παραδώσωσιν αυτόν εις τον δήμιον, όπως αποκεφαλισθή αφεύκτως την επομένην. Και ταύτα μεν απεφασίσθησαν παρά του ηγεμόνος κατά του Μάρτυρος. Ο δε σεβάσμιος Γέρων Γρηγόριος, προνοών, παρεκάλεσε πολλούς Χριστιανούς να εξετάσωσι και μάθωσι λεπτομερώς όσα τυχόν συμβώσιν εις τον Ακάκιον, προς πληροφορίαν αυτού. Όθεν μαθόντες εκείνοι όσα διηγήθημεν ανωτέρω, κατά το εσπέρας της Κυριακής ήλθον από της Πόλεως εις τον Γαλατάν και ευρόντες τον Γρηγόριον εξιστόρησαν άπαντα λεπτομερώς. Ο δε Γέρων Γρηγόριος, εκ της υπερβολικής αυτού χαράς ενθουσιασθείς τω πνεύματι, ηυχαρίστησεν ολοψύχως τον Κύριον δια τας καλάς αυτάς πληροφορίας. Κατά δε την νύκτα εκείνην διελογίζετο ο Γρηγόριος αναπολών τας θλίψεις και τους κινδύνους του Ακακίου και έκρινεν εύλογον να εύρη τρόπον, και στείλη εις αυτόν τον επουράνιον άρτον, το Πανάγιον Σώμα και το Άχραντον Αίμα του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, δια να κοινωνήση προ του τέλους. Απεφάσισε λοιπόν να προσκαλέση πάλιν τον αδελφόν του πλοιάρχου και να τον παρακαλέση, όπως υπάγη προς τούτο. Όθεν το πρωϊ, πορευθείς εις τον Ιερόν Ναόν της Θεοτόκου, παρεκάλεσε τους Ιερείς να του δώσωσι μερίδα εκ του ζωοποιού Σώματος του Χριστού και αξιωθείς ταύτης της αιτήσεως και λαβών μετά πάσης ευλαβείας την μερίδα του ηγιασμένου Άρτου, κατησφαλισμένην εις αρτοφόριον, εκάλεσε τον φιλόχριστον εκείνον άνδρα και δια θερμών δεήσεων έπειθεν αυτόν να κομίση τα Άγια Δώρα εις την φυλακήν. Ο δε αδελφός του πλοιάρχου, αν και φοβούμενος να βαστάση και μεταφέρη τα Άγια, γνωρίζων όμως τι έμελλε να προσφέρη εις τον Άγιον Ακάκιον, υπακούσας, έλαβε το αρτοφόριον εκ των χειρών αυτού και εισελθών εις πλοιάριον και πλεύσας, απήρχετο εις την φυλακήν. Φθάσας δε εκεί, Θεού ευδοκία, εισήλθεν ανεμποδίστως· διότι οι φύλακες, αν και ήσαν περισσότεροι των τεσσαράκοντα εκ διαφόρων ταγμάτων προερχόμενοι, διατεταγμένοι ίνα φρουρούν την φυλακήν, ευρέθησαν την στιγμήν ταύτην τρώγοντες. Ένεκα τούτου ουδείς εξ αυτών είδε τον αδελφόν του πλοιάρχου εισερχόμενον εις την φυλακήν. Αγνοών όμως ούτος τον τόπον εισήλθεν εις το εξωτερικόν δεσμωτήριον, εις το οποίον ήσαν φυλακισμένοι οι χρεωστούντες δάνεια και μη έχοντες να αποδώσωσι ταύτα εις τους δανειστάς. Παρατηρών δε εδώ και εκεί, μήπως ίδη τον Άγιον και μη γνωρίζων, ότι είναι και άλλη φυλακή δια τους εις θάνατον καταδίκους, ευρίσκετο εν απορία τι να πράξη. Ιδών δε αυτόν ο δούλος του παντοπώλου, όστις είχεν άδειαν να εισέρχεται εις τους φυλακισμένους τρις της ημέρας, δια να φέρη ύδωρ προς αυτούς, ηρώτησεν αυτόν· «Τι ζητείς, φίλε, και ήλθες εδώ»; Εκείνος τότε απεκρίθη· «Μήπως ήκουσας να φέρωσιν εδώ κάποιον ο οποίος θέλει να μαρτυρήση»; Είπεν εκείνος· «Μάλιστα· εκείνον ζητείς να συναντήσης; Έλα μαζί μου να τον ιδής από το παράθυρον». Έδειξε λοιπόν εις αυτόν τον Ακάκιον, ευρισκόμενον εκεί δεδεμένον εις μίαν γωνίαν με τέσσαρας αλύσεις και τους πόδας του έχοντα ασφαλισμένους εις το ξύλον της ποδοκάκης και του είπεν· «Επρόσταξεν ο βεζύρης να φυλάττηται κατ’ αυτόν τον τρόπον εις την φυλακήν· γνώριζε όμως, ότι άλλος εκτός από εμέ δεν συγχωρείται να εισέλθη εις την φυλακήν· δια τούτο, εάν θέλης να του είπης κάτι, ειπέ αυτό εις εμέ και εγώ θέλω μεταβιβάσει εις αυτόν τους λόγους σου». Ιδών λοιπόν εκείνος ότι δεν ηδύνατο να πράξη τίποτε μόνος, παρέδωκε το αρτοφόριον εις το παιδίον, αφού εγνώρισεν ότι ήτο Ορθόδοξος Χριστιανός και του εφανέρωσεν όλην την αλήθειαν, τον παρεκάλεσε δε να είπη εις τον Ακάκιον, ότι ο Γέρων Γρηγόριος, ο Πνευματικός σου Πατήρ, αποστέλλει προς σε τούτον τον ζωοπάροχον θησαυρόν και δέεται θερμώς του Θεού υπέρ σου, να σε ενισχύση. Το δε παιδίον, λαβών το αρτοφόριον και εισελθών εις το δεσμωτήριον, εις το οποίον ήτο φυλακισμένος ο Μάρτυς, αφού τον επλησίασεν του έδωκεν εις χείρας το αρτοφόριον, αναγγείλας συγχρόνως και τας παραγγελίας του Γέροντος, τον παρηγόρησε δε κατά πάντα τρόπον, και τον συνεβούλευσε να είναι σταθερός και γενναίος εις την απόφασίν του. Ο δε ευλογημένος Μάρτυς Ακάκιος, αν και ήτο δεδεμένος με τας αλύσεις, οι πόδες του ησφαλισμένοι εις το ξύλον και αι χείρες εσφιγμέναι, ως ηδύνατο όμως, ανοίξας το αρτοφόριον και τον εκ του ουρανού καταβάντα θείον Άρτον ιδών και πανευλαβώς προσκυνήσας, εκοινώνησεν αυτού, αναπέμψας εξ όλης ψυχής ευχαριστήριον δοξολόγίαν εις τον δοτήρα Θεόν, ηυχήθη δε εις το παιδίον παν αγαθόν και σωτήριον και παρεκάλεσε να μεταβιβάσουν εις τον Πνευματικόν του Πατέρα όσα του συνέβησαν και ότι ηξιώθη και του παμποθήτου υπέρ αγάπης του Χριστού θανάτου. Αφού δε εξήλθεν εκ της φυλακής το παιδίον, συνήντησε τον κομίσαντα την Αγίαν Μερίδα και εγχειρίσας εις αυτόν κενόν το αρτοφόριον, ανέφερε λεπτομερώς όλους τους λόγους του Μάρτυρος. Εκείνος δε, περιχαρής γενόμενος, διότι ήκουσεν ο Θεός την παράκλησιν του Γέροντος, απεφάσισε να αναχωρήση εκείθεν ταχέως και να αναφέρη εις τον Γέροντα ότι έφερεν εις πέρας την εντολήν του. Αλλά τι τάχα συνέβη εις αυτόν τον καλόν κομιστήν εξερχόμενον; Ακούσατε. Ότε μεν ο φιλόχριστος εκείνος άνθρωπος εισήλθεν εις την φυλακήν, ως είπομεν, ουδείς των φυλάκων αντελήφθη αυτόν. Ήτο δε τούτο ευεργεσία της θείας Προνοίας, δια να αξιωθή ο Μάρτυς της θείας Μεταλήψεως. Ότε δε εξήρχετο, μόλις είχε βαδίσει ολίγα βήματα σπεύδων να εξέλθη της φυλακής, ιδόντες αυτόν οι φύλακες, ώρμησαν κατ’ αυτού και δια ξύλων και ροπάλων εκτύπων αυτόν και δια των ποδών τον ελάκτιζον ασπλάγχνως. Εκραύγαζον δε άπαντες με την βάρβαρον γλώσσαν των, ερωτώντες· «Πως ετόλμησες, άπιστε, και εισήλθες εις την φυλακήν και ημείς δεν σε είδομεν»; Εκείνος δε άλλα αντ’ άλλων απεκρίνετο. Αλλά, κατά θείαν θέλησιν, ελυτρώθη από της επικινδύνου εκείνης θέσεως και απομακρυνθείς της φυλακής, με όλον του το σώμα πληγωμένον από τους ραβδισμούς, εστάθη εις εν μέρος της οδού εκείνης και εσυλλογίζετο εκείνα τα οποία εδοκίμασε και εκ ποίων θανατηφόρων πληγών και κινδύνων ελυτρώθη, συγχρόνως δε ήρχισε να αισθάνεται πόνους πικροτάτους εις όλον το σώμα του. Όμως, αν και εις τοιαύτην κακήν κατάστασιν ευρίσκετο, ο φόβος, ο τρόμος και η ταραχή της καρδίας του έπαυσαν δια της αναμνήσεως των βασάνων και των θλίψεων του Μάρτυρος. Συλλογιζόμενος δε τι τέλος ήθελε λάβει ο Άγιος, αίφνης είδε πλήθος Αγαρηνών κατερχόμενον, οι οποίοι έσυρον μεθ’ εαυτών τον θείον Ακάκιον, ως κατάδικον, έχοντα δεδεμένας τας χείρας του όπισθεν και κρατούμενον υπό των βασανιστών, οίτινες έτρεχον, υβρίζοντες τον Μάρτυρα, πτύοντες εις το ιερόν του πρόσωπον και ραβδίζοντες αυτόν, βρυχώμενοι κατ’ αυτού ως λέοντες. Ταύτα ιδών εκείνος εσκέφθη να τους ακολουθήση. Όθεν ηκολούθει αυτούς εκ του μακρόθεν, έως ότου έφερον τον Άγιον εις τον τόπον της καταδίκης, Δακτυλόπορταν καλούμενον, εις τον τρίτον λόφον της Επταλόφου πόλεως ευρισκόμενον. Εκεί ο μακάριος Ακάκιος, όστις δεν είχεν ακόμη πληροφορηθή ότι εις το μέρος εκείνο επρόκειτο να αποτμηθή την κεφαλήν και να λάβη το μακάριον τέλος, ήκουσεν αίφνης τον δήμιον να του λέγη: «Γονάτισον, άπιστε». Ευθύς τότε ο Άγιος Μάρτυς του Χριστού ατρόμως και γενναίως έκλινε τα γόνατα και την αγίαν αυτού κεφαλήν, ειπών μεγαλοφώνως εις τον δήμιον· «Κτύπησον με την σπάθην ανδρείως και κόψε τον λαιμόν μου· μη λυπηθής καθόλου». Ενώ δε έλεγε ταύτα ο Αθλητής, κατέφερεν εκείνος την σπάθην και κτυπήσας κατά του τραχήλου απέκοψε την αγίαν του Μάρτυρος κεφαλήν. Συγχρόνως δε στρατιαί Αγγέλων παρέλαβον την αγίαν αυτού ψυχήν και την ανήγαγον εις τας αιωνίους μονάς. Όσοι δε Ορθόδοξοι Χριστιανοί ηξιώθησαν να παρευρεθώσιν εις τον μαρτυρικόν του Αγίου θάνατον, είδον οφθαλμοφανώς τα τελεσθέντα και θαυμάσαντες εδόξασαν τον Κύριον, τον ενδυναμώσαντα και στεφανώσαντα τον Οσιομάρτυρα Αυτού Ακάκιον. Ούτοι διηγήθησαν, ότι ο Οσιομάρτυς Ακάκιος δεν εφάνη σκυθρωπός ουδέ τεταραγμένος ούτε έμφοβος έως την τελευταίαν στιγμήν, καθ’ ην απέκοψαν την ιεράν αυτού κεφαλήν, ούτε έφαγεν ούτε έπιεν, αφ’ ης ώρας εξήλθε του πλοίου, έως ότου απεκεφαλίσθη, εκτός της Αγίας Κοινωνίας των Αχράντων Μυστηρίων, των οποίων δις ηξιώθη να κοινωνήση, ως ανωτέρω είπομεν. Ετελείωσε δε το μαρτυρικόν αυτού στάδιον τη α΄ (1η) του Μαϊου μηνός κατά το αωιε΄ (1815) έτος, ημέραν της εβδομάδος Δευτέραν και ώραν πέμπτην. Αφού δε ταύτα πάντα εγένοντο και διεμηνύθησαν εις τον Γέροντα Γρηγόριον παρά του προειρημένου φιλοχρίστου αδελφού του πλοιάρχου του συνοδεύσαντος και συγκινδυνεύσαντος μετά του Μάρτυρος, ο Γέρων Γρηγόριος εδόξασεν ολοψύχως τον Θεόν τον ενδυναμώσαντα και εμψυχώσαντα εις το Μαρτύριον τον Αυτού Οσιομάρτυρα. Έλαβεν όθεν φροντίδα ίνα εξαγοράση το μαρτυρικόν Λείψανον. Μετά σπουδής λοιπόν παρεκίνησεν εις τοιούτον θεάρεστον έργον τους φιλοχρίστους παντοπώλας του Γαλατά, οίτινες προθύμως δεχθέντες την τοιαύτην πρότασιν, ως ψυχωφελεστάτην, μετά μυρίους αγώνας και προσπαθείας επλήρωσαν αρκετά χρήματα και τέλος, την τρίτην ημέραν του Μαρτυρίου, διότι κατ’ έθος έπρεπε τα πτώματα των καταδίκων να μένωσι τρεις ημέρας άθικτα προς παραδειγματισμόν, έλαβον την άδειαν, να ανασηκώσωσιν εκείθεν το άγιον σώμα του Μάρτυρος και να μετακομίσωσι τούτο έως το Κοντοσκάλιον, όπου πολλοί Χριστιανοί συνηθροίσθησαν δια να συνοδεύσωσι το ιερόν Λείψανον μέχρι της νήσου Πριγκήπου. Αλλά πριν φθάσωσιν ούτοι εκεί, ο Γέρων Γρηγόριος, πληρώσας τους πλοιάρχους μεθ’ ων συνεφώνησε να μετακομίσωσιν εις την Πρίγκηπον το ιερόν Λείψανον του Μάρτυρος, έφθασε πρώτος των άλλων εκεί, όπου εξ μισθωμένα πλοιάρια ανέμενον αυτόν. Επιβιβασθείς τότε εις εν εκ τούτων παρεκάλεσε τους κομίσαντας το μαρτυρικόν Λείψανον και έθηκαν αυτό εις το αυτό πλοιάριον. Ως δε τούτο εγένετο, ο Γέρων Γρηγόριος κατησπάζετο το άγιον Λείψανον του περιποθήτου τέκνου αυτού και μετά θερμών δακρύων κατέβρεχε τούτο, λέγων· «Ενίκησας τον ανθρωποκτόνον διάβολον, θεόφρον Ακάκιε», τους δε κωπηλάτας επρόσταξε να κωπηλατώσιν όσον ηδύναντο ταχύτερον. Αφού λοιπόν ανήλθον εις τα άλλα πλοιάρια όλοι όσοι είχον την άδειαν και ηκολούθουν το πλοιάριον, το φέρον το μαρτυρικόν σώμα, διηυθύνθησαν άπαντες εις την νήσον Πρίγκηπον, της οποίας αφού παρέκαμψαν το ακρωτήριον, είδον πλησίον της ακτής την αναμένουσαν λέμβον του πλοίου του μετακομίσαντος τον Γρηγόριον και τον Άγιον Μάρτυρα Ακάκιον εκ του Αγίου Όρους εις Κωνσταντινούπολιν. Ως δε έφθασαν, απεβίβασαν το άγιον Λείψανον εις το παραθαλάσσιον, όπου είχον θήκην προητοιμασμένην, εν είδει λάρνακος, εντός της οποίας απέθηκαν το πολύαθλον ιερόν σώμα του Μάρτυρος, αμέσως δε μετεκόμισαν την θήκην εις την λέμβον του πλοίου και εκείθεν αναχωρήσαντες, ταχέως κωπηλατούντων των ναυτών, την πέμπτην ώραν της νυκτός προσήγγισαν εις το πλοίον, το οποίον ήτο έτοιμον να αποπλεύση, αλλ’ ανέμενεν αυτούς. Ανελθόντες λοιπόν άπαντες επί του πλοίου ανέπεμψαν ευχαριστήριον δοξολογίαν εις τον Θεόν, τον ενεργούντα τοιαύτα παράδοξα. Ενώ δε ούτοι υμνολόγουν τον Κύριον, εσείετο το πλοίον εκ της σφοδρότητος του πνέοντος βορρά. Ο δε πλοίαρχος, ιδών τον καιρόν κατάλληλον προς αναχώρησιν, είπε παρρησία εις όλους τους παρευρισκομένους· «Ο Κύριος εποίησε το έλεος Αυτού δι’ αγάπην του δούλου του Ακακίου, όστις, δια το πανάγιον Αυτού όνομα, υπέμεινε θάνατον και τούτο με πληροφορεί ότι πρέπει να αναχωρήσωμεν». Τότε οι προς προσκύνησιν του Αγίου ελθόντες και εντός του πλοίου ευρισκόμενοι εξήλθον δια των λέμβων, ο δε πλοίαρχος διέταξε τους ναύτας να λύσωσι τα σχοινία και να ανασύρωσι την άγκυραν. Τούτων δε άνευ αναβολής τελεσθέντων, εκπλεύσαντες και τη χειρί Κυρίου οδηγούμενοι, κατευωδώθησαν αισίως κατά την θ΄ (9ην) Μαϊου εις το Άγιον Όρος, όπου προσωρμίσθησαν πλησίον της Καλής Άγρας παρά την παραλίαν της Μονής των Ιβήρων, εκεί όπου ευρίσκεται το αγίασμα της Θεοτόκου της Πορταϊτίσσης. Εκείθεν αναβιβάσαντες το άγιον Λείψανον εις την της Μονής ταύτης Σκήτην του Τιμίου Προδρόμου, έφερον εις την καλύβην του Αγίου Νικολάου, όπου και τους αγώνας ετέλεσεν ο Άγιος του Χριστού Μάρτυς. Εκεί ενεταφίασαν αυτό ευλαβώς εντός του Παρεκκλησίου, του επ’ ονόματι των προαθλησάντων δύο Οσιομαρτύρων Ευθυμίου και Ιγνατίου τιμωμένου, ενώπιον της Ιεράς εικόνος της Θεομήτορος, εις τον αυτόν τόπον, δηλαδή, τον οποίον ο ίδιος Μάρτυς προεφήτευσεν εις τον Γέροντα Ακάκιον, ότε ανεχώρησεν εκ της Σκήτης, προπεμπόμενος εις το Μαρτύριον. Αυτό, αγαπητοί Χριστιανοί, είναι το Μαρτύριον του Αγίου Νέου Οσιομάρτυρος Ακακίου, το οποίον δι’ αγάπην του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού υπέμεινεν. Ημείς δε ας ευχόμεθα όπως δια των ευπροσδέκτων αυτού ικεσιών και δεήσεων να τύχωμεν της αφέσεως των αμαρτιών ημών και συν αυτώ αξιωθώμεν της ουρανίου Βασιλείας, Χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, Ω, συν τω ανάρχω Πατρί και τω Παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ Πνεύματι, πρέπει δόξα, κράτος, τιμή και προσκύνησις, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Εκεί παρέδωκαν τον Αθανάσιον υπό την προστασίαν σκυτοτόμου τινός, όστις όμως ήτο σκληρός άνθρωπος και ενόμιζεν ότι ήθελε διδάξει την τέχνην εις τον νέον με το να ραβδίζη αυτόν ανηλεώς και απανθρώπως. Τούτο μη υποφέρων ο Αθανάσιος και θέλων να απαλλαγή από την τυραννίαν αυτού, υπέπεσε, δυστυχώς, εις την δουλείαν του νοητού τυράννου διαβόλου, όστις ως σκολιός όφις προσεπάθησε να υποσκελίση τον ανήλικον Αθανάσιον, κατ’ αυτήν ταύτην την ημέραν του σωτηρίου Πάθους, την Μεγάλην Παρασκευήν. Διότι κατά την ημέραν ταύτην, κινηθείς από τον ανθρωποκτόνον διάβολον ο ρηθείς σκυτοτόμως, έδειρε τον Αθανάσιον αγριώτερον ή άλλοτε, τόσον ώστε, αποκαμών ούτος από τους δαρμούς και από τους πόνους των πληγών, έφυγε κλαίων. Ήτο δε εσπέρας. Ο πονηρός λοιπόν σατανάς εύρε τότε τον καιρόν κατάλληλον δια να υποσκελίση τον παίδα κατά τον εξής τρόπον. Προ της θύρας του οίκου αυτών, κατ’ ενέργειαν σατανικήν, εκάθηντο δύο γυναίκες Ισμαηλίτιδες, αίτινες, ιδούσαι τον Αθανάσιον κλαίοντα, ως δήθεν ευσπλαγχνισθείσαι, έλαβον αυτόν εκ της χειρός και τον εισήγαγον εις τον οίκον της απωλείας. Μετά πολλούς δε λόγους παρηγορητικούς ή μάλλον ιοβόλους, αφού προσέφερον εις αυτόν άρτον δια να φάγη, του προέτειναν, αι επάρατοι, να αρνηθή τον Σωτήρα Χριστόν και να δεχθή την μυσαράν θρησκείαν του πλάνου Μωάμεθ. Ο δε Αθανάσιος, βεβαρημένος ων δια τους λόγους τους οποίους είπομεν, και νομίσας, αφρόνως, ότι επέτυχε να απαλλαγή των δεινών του ασπλάγχνου εκείνου σκυτοτόμου, συγκατένευσε, φεύ! να εξομόση. Τότε αι μιαραί εκείναι μαινάδες, περιχαρώς τούτο ακούσασαι, παρέλαβον αυτόν άνευ αναβολής και τον ωδήγησαν εις τον ταμίαν. Ηγεμόνευε δε τότε ο Γιουσούφ Μπέης. Ούτος ιδών τον Αθανάσιον και ακούσας παρά των μιαρών εκείνων γυναίων τα κατ’ αυτόν, καθώς και το ότι συγκατένευσε να εξομόση, εχάρη χαράν μεγάλην και ευχαριστήσας τας γυναίκας δια την προσφοράν των, παρέλαβε τον Αθανάσιον, όστις, κατ’ εκείνην την εσπέραν της Μεγάλης Παρασκευής, ομολογήσας την άρνησιν της Πίστεως του Χριστού, αμέσως περιετμήθη κατά το έθος των Μωαμεθανών και αντί δούλος Χριστού έγινε δούλος του σατανά, πατήσας τον Σταυρόν και αναβοήσας την δυσσεβή ομολογίαν, με την ένδειξιν της μονάδος δια του δεικτικού δακτύλου. Ταύτα δε πάντα επράχθησαν τότε, με παντελή άγνοιαν του σκυτοτόμου και των γενέων του. Ο δε υιός της απωλείας ταμίας προσηγόρευσε τον εξωμότην θετόν υιόν του και τον υπερηγάπα, καθώς και η γυνή αυτού, ήτις ένεκα της προς τον νέον ιδιαιτέρας συμπαθείας της ενεπιστεύετο αυτόν εις όλα τα του οίκου της, του έδιδε δε και χρήματα δια να αγοράζη κηρούς και να προσφέρη θυσίαν εις τους δαίμονας του ιμάμη. Ο νέος όμως, ως εν σκότει πορευόμενος και μετά των ασεβών συναναστρεφόμενος, λαμβάνων τα χρήματα παρά της κυρίας του δεν ηγόραζε κηρούς, αλλά κουλούρια και πίττας, τας οποίας έτρωγε κρυφίως έξωθεν της οικίας, έλεγε δε ότι προσέφερε τους κηρούς, εμπαίζων ούτω τα της θρησκείας του και εμπαιζόμενος υπό του σατανά. Έμεινε λοιπόν συνοικών με τους ασεβείς χρόνους εννέα, ισομέτρους της πρώτης ευσεβούς ηλικίας του. Κατά δε τον δέκατον όγδοον χρόνον της ηλικίας του, ο Πανάγαθος Θεός, ο μη θέλων τον θάνατον του αμαρτωλού και επιθυμών να επιστρέψη και να ζήση, ως προγιγνώσκων δε και το τέλος εκάστου και την σωτηρίαν αυτού προνοών, ωκονόμησε την καλήν επιστροφήν του και αφήρπασεν αυτόν εκ του φάρυγγος του νοητού θηρίου, με τον εξής θαυμάσιον τρόπον. Η κυρία αυτού, επειδή ήτο ακόλαστος, με την πάροδον του χρόνου και την ανάπτυξιν του νέου μετέβαλεν η μιαρά την προς τον υιοθετηθέντα αγάπην εις αισχράν και σατανικήν τοιαύτην και μη δυναμένη να συγκρατηθή απεκάλυψεν εις τον νέον τον προς αυτόν έρωτά της, μεταχειρισθείσα τον τρόπον τον οποίον μετεχειρίσθη και η γυνή του Πετεφρή προς την στήλην της σωφροσύνης, τον πάγκαλον Ιωσήφ. Αλλ’ ευλογητός Κύριος ο Θεός ημών· διότι, καθώς τότε ανέδειξε νικητήν και τροπαιούχον τον σώφρονα Ιωσήφ, ούτω ενίσχυσεν αοράτως και τον νεανίαν τούτον και τον κατέστησε νικητήν της μαινάδος εκείνης, της ζητούσης να μοιχευθή υπ’ αυτού· διότι ουδόλως ηνέχθη ο μακάριος να μιανθή υπ’ αυτής. Ιδούσα δε η μιαρά εκείνη, ότι ο νέος δεν εδέχθη να πληρώση την κακήν επιθυμίαν της, μετέβαλε τον έρωτα εις μίσος κατ’ αυτού, ως η γυνή του Πετεφρή και, οργισθείσα, εσυκοφάντησε τον άμεμπτον εις τον άνδρα της, ότι εζήτησε δήθεν να την μοιχεύση. Τούτο ακούσας ο ανήρ αυτής δεν ηθέλησε να τιμωρήση τον νέον ή να δείξη προς αυτόν σκληρότητα, είτε θεόθεν οδηγηθείς, είτε νοήσας την συκοφαντίαν, αλλ’ αμέσως απεδίωξεν αυτόν εκ της οικίας του, αφήσας αυτόν ελεύθερον να υπάγη όπου ήθελεν. Αφού λοιπόν ούτω, Θεού προνοία, απηλευθερώθη ο Αθανάσιος, ευχαριστήσας από καρδίας τον Λυτρωτήν και Σωτήρα Χριστόν, ευθύς, χωρίς αναβολήν, επορεύθη προς τους παμποθήτους γονείς του, τους οποίους εύρεν εις Θεσσαλονίκην, διότι ούτοι αφού επληροφορήθησαν την θλιβεράν είδησιν της εξωμοσίας του υιού των, ανεχώρησαν από τας Σέρρας. Ούτοι ιδόντες ανελπίστως τον υιόν των επληρώθησαν υπό αφράστου χαράς, μάλιστα όταν ήκουσαν εκ του στόματος αυτού, ότι αληθώς κατέλιπε την μυσαράν θρησκείαν των Αγαρηνών, την οποίαν εδέχθη εξ αγνοίας, λόγω του ότι ήτο ανήλικος και εξηπατήθη και ως αναγκασθείς από την σκληρότητα του αδιακρίτου εκείνου σκυτοτόμου. Υπερεχάρησαν λοιπόν δια την καλήν επιστροφήν του υιού αυτών· όχι δε μόνον οι γονείς του, αλλά και οι Άγιοι Άγγελοι εν ουρανώ κατά την του Κυρίου φωνήν την λέγουσαν· «Χαρά γίνεται ενώπιον των Αγγέλων του Θεού επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι» (Λουκ. ιε:10). Μετά δε τινάς ημέρας είπε προς αυτόν η μήτηρ του· «Τέκνον μου φίλτατον Αθανάσιε, γνώριζε, ότι δεν συμφέρει να παραμείνης εδώ μαζί μας ούτε εις σε ούτε εις ημάς, διότι, εάν γνωσθή εις τους εδώ Αγαρηνούς, κινδυνεύομεν και ημείς και συ. Άκουσον την συμβουλήν μου, τέκνον μου, και πήγαινε εις το Άγιον Όρος, τον λιμένα της σωτηρίας των αμαρτωλών, εφωδιασμένος με τας ευχάς μου και εκεί εξομολογήσου εις Πνευματικούς Πατέρας και αφού μυρωθής, καθαρίσου με την μετάνοιαν. Μάθε δε ότι όπως ηρνήθης την Πίστιν σου έμπροσθεν των ασεβών, όπερ δεν έπρεπε, κατά τον αυτόν τρόπον είναι ανάγκη να ομολογήσης πάλιν Θεόν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν και να λάβης θάνατον δια την αγάπην Του». Ω μήτηρ ευσεβής και θεοφιλής, η οποία δεν ηγάπα την ζωήν του υιού της, αλλά προώριζεν αυτόν δια το Μαρτύριον και προετίμα την αγάπην του Χριστού, από το προς τον υιόν της φίλτρον! Ταύτα ακούσας ο καλός υιός Αθανάσιος παρά της μητρός του, ως νουνεχής, περιχαρής γενόμενος και χωρίς καμμίαν αναβολήν, αφού έλαβε τας μητρικάς ευχάς ως εφόδιον, ανεχώρησεν εις το Άγιον Όρος Θεού βοηθούντος και ήλθεν εις την Ιεράν Μονήν του Χιλανδαρίου. Παραμείνας δε εκεί ικανόν καιρόν, δια προτροπής των Πατέρων της Μονής ταύτης απήλθεν εις την Σκήτην του Ιερού Κοινοβίου του Ξενοφώντος, προς τον τότε Πνευματικόν Ιερέα Νικόλαον, όστις εξομολογήσας αυτόν του ανέγνωσε τας διατεταγμένας παρά της Εκκλησίας ιλαστηρίους ευχάς, έχρισε μετά ταύτα αυτόν δια του Αγίου Μύρου και τον απέστειλε πάλιν εις Χιλανδάριον. Μετά παρέλευσιν ενός χρόνου, αναχωρήσας εκείθεν απήλθεν εις την Σεβασμίαν Μονήν των Ιβήρων, όπου διέμεινεν επί εξ μήνας, υπηρετών ένα των Προεστώτων. Εκεί δε ακούσας τα περί της αθλήσεως των δύο Οσιομαρτύρων Αγίων Ευθυμίου και Ιγνατίου, οίτινες ηγωνίσθησαν πρώτον ασκητικώς εις την άνωθεν της Μονής Ιβήρων κειμένην Ιεράν Σκήτην του Τιμίου Προδρόμου, ως πνευματικά τέκνα του Πνευματικού Πατρός και Γέροντος Νικηφόρου, εις του οποίου την καλύβην είχον ανεγείρει τον και σήμερον διασωζόμενον Ναόν των Νεομαρτύρων τούτων, εντός του οποίου είχεν ενταφιασθή μέχρι τότε και το από Κωνσταντινουπόλεως μετακομισθέν αθλητικόν σώμα του Οσιομάρτυρος Αγίου Ιγνατίου, ανεφλέγη την καρδίαν προς μίμησιν αυτών και ανήλθεν εκείθεν προς τον προπαρασκευάσαντα αυτούς Πνευματικόν Νικηφόρον. Αλλά δια να μη γνωσθή η έλευσίς του εις τινα των εκ της Μονής και προξενήση ταραχήν, διηυθύνθη πάλιν εις την Μονήν του Χιλανδαρίου και εκείθεν, μετά δέκα ημέρας, επέστρεψεν εις την Σκήτην του Τιμίου Προδρόμου, όπου και υπεδέχθη αυτόν ο προαναφερθείς Πνευματικός Νικηφόρος. Εις τούτον εξομολογηθείς ο Αθανάσιος τα κατ’ αυτόν, είπε και την επιθυμίαν του να ακολουθήση την οδόν της αθλήσεως των Οσιομαρτύρων Ευθυμίου και Ιγνατίου, ο δε Πνευματικός του υπέμνησε τας δυσκολίας και τους κόπους εις τους οποίους αναποφεύκτως έπρεπε να υποβληθή, ίνα επιτύχη του ποθουμένου μαρτυρικού τέλους· ιδών δε ότι ούτος ο μακάριος επέμενε μετά θέρμης, συγκατένευσε να τον δεχθή εις την καλύβην του και παρέδωκεν αυτόν εις την επίβλεψιν του πρώτου της συνοδείας αυτού Οσιωτάτου Γέροντος Ακακίου, καθώς και τους προαθλήσαντας Οσιομάρτυρας. Παραλαβών δε αυτόν ο Γέρων Ακάκιος καθωδήγει επιμελώς εις τους ασκητικούς αγώνας, τους οποίους αδιαλείπτως και προθύμως ηγωνίζετο νύκτα και ημέραν, νηστεύων, αγρυπνών και αδιαλείπτως και αόκνως προσευχόμενος. Αλλά μετά ημέρας τριάκοντα πέντε, ο πονηρός εξήγειρε κατ’ αυτού δειλίαν και σφοδρώς ενοχληθείς και ηττηθείς, χωρίς δε να αναγγείλη ούτε εις τον Πνευματικόν του Πατέρα Νικηφόρον, ούτε εις τον επιστάτην αυτού Γέροντα Ακάκιον τον σκοπόν του, έφυγε δια νυκτός. Μη προμελετήσας δε που να υπάγη, εβάδιζεν εις το σκότος την οδόν την οδηγούσαν εις Καρυάς, πλανώμενος εις ανωφερείας και δάση μέχρι του όρθρου, ότε, διακρίνας προ αυτού την Ιεράν Μονήν του Κουτλουμουσίου, έμεινεν εις αυτήν την νύκτα εκείνην. Την δε επομένην, ήτις ήτο η παραμονή των Χριστουγέννων, αναμιχθείς και με άλλους εορταστάς, ήλθεν εις την Ιεράν Μονήν Σίμωνος Πέτρας και, μετά την εορτήν, ανήγγειλεν εις τον Ηγούμενον, ότι επεθύμει να μείνη εκεί· αλλά δεν έγινε δεκτός, ως αγένειος. Αφού όμως ο Αθανάσιος είπεν εις αυτόν ότι ήξευρε την τέχνην του σκυτοτόμου, συγκατένευσεν ο Ηγούμενος και έμεινεν ολίγας ημέρας. Επειδή όμως ήτο αγένειος, επροξένησε σκάνδαλον εις ένα των εκεί αδελφών και ούτως απεβλήθη παρά του Ηγουμένου. Προ όμως της εκείθεν αποβολής του, είδε καθ’ ύπνον Γέροντα τινά σεβάσμιον, όστις του είπε να φύγη από εκεί και να επιστρέψη εις τον Πνευματικόν του, από τον οποίον ανεχώρησε, και να εξακολουθήση τους πνευματικούς αγώνας του ως πρότερον. Ο δε Αθανάσιος, ερωτήσας αυτόν ποίος ήτο, ήκουσε παρ’ αυτού ότι ήτο ο κτίτωρ της Μονής ταύτης ήτοι ο Όσιος Σίμων ο Μυροβλύτης. Αλλά και ταύτα ακούσας, δεν υπήκουσεν, αισχυνόμενος να επανέλθη εκεί, οπόθεν είχεν αποδράσει. Όθεν επέστρεψε πάλιν εις το Χιλανδάριον. Όμως οι προεστώτες δεν τον εδέχοντο, διότι πρότερον είχεν αναχωρήσει κρυφίως. Αλλ’ ευσπλαγχνισθέντες εδέχθησαν αυτόν, ορίσαντες να μείνη έξω της Μονής εις τον αμπελώνα και ως κανόνα ή προς παράδειγμα να σκάψη μόνος τον αμπελώνα τούτον. Ενώ λοιπόν ευρίσκετο εκεί και έσκαπτε, μετ’ ολίγας ημέρας εις εκ των εκεί προκρίτων, ασθενήσας, εσκέφθη να αποστείλη τον Αθανάσιον εις Καρυάς δια να του φέρη ιατρικά. Επειδή δε ο Αθανάσιος δεν υπήκουσεν, ήκουσε παρ’ αυτού να του λέγη· «Συ, ούτω φερόμενος, ούτε Τούρκος, ούτε Χριστιανός είσαι». Τούτον τον λόγον ακούσας ο Αθανάσιος επληγώθη εις την καρδίαν, και είπεν εν εαυτώ· «Ας επιστρέψω καλώς εκεί, από όπου κακώς έφυγον». Μετά τεσσαράκοντα λοιπόν ημέρας από της εκ του Πνευματικού του Πατρός Νικηφόρου αναχωρήσεως, επέστρεψε πάλιν εις αυτόν· ήτο δε εσπέρα. Ιδών δε αυτόν ο Πνευματικός, τον ηρώτησε που ήτο και πως ήλθε πάλιν. Ο δε μακάριος απεκρίθη μετά δακρύων· «Ήμαρτον, Πάτερ, εις τον ουρανόν και ενώπιόν αου, διότι, πλανηθείς από τον διάβολον, έφυγον, αλλά εις το εξής δεν φεύγω». Ο δε Πνευματικός είπεν εις αυτόν με αυστηρότητα· «Εγώ πλέον δεν σε δέχομαι, αλλ’ ύπαγε εις κανέν Μοναστήριον, ίνα κλαύσης τας αμαρτίας σου και είναι δυνατόν ο Θεός να σε σώση με την μετάνοιαν και τα δάκρυα». Ο Αθανάσιος, ταύτα ακούσας, προσέπεσεν ευθύς εις τους πόδας του, μετά δακρύων δε τούτους κατασπαζόμενος έλεγε· «Δέξαι με, Πάτερ, δια τους οικτιρμούς του Θεού, την βοήθειαν της Θεοτόκου και τας ευχάς των νεωστί μαρτυρησάντων Οσιομαρτύρων Ευθυμίου και Ιγνατίου, ελπίζω δε να χαρήτε και δι’ εμέ τον αμαρτωλόν. Τότε ο μακάριος Νικηφόρος, ευσπλαγχνισθείς, είπε προς αυτόν· «Ιδού, τέκνον, ότι σε δέχομαι, αλλά πρέπον είναι να υπακούσης εις όσα θέλω σε προστάξει». Ταύτα δε αφού είπε, προσεκάλεσε τον Γέροντα Ακάκιον και του είπε· «Λάβε τούτον υπό την επιστασίαν σου και έχε την φροντίδα του, ως και πρότερον των Αγίων Ευθυμίου και Ιγνατίου, καθοδηγών αυτόν εις τους πνευματικούς αγώνας». Ο δε Ακάκιος, παραλαβών αυτόν, τον περιώρισεν εις ιδιαίτερον οίκημα, ορίσας εις τούτον περισσοτέρους των πρώτων αγώνας, νηστείαν, δηλαδή, εκτεταμένην, γονυκλισίας υπέρ τας τρεις ήμισυ χιλιάδας το ημερονύκτιον και κομβοσχοίνια αμέτρητα. Ούτω, εις διάστημα ολίγων ημερών, εις τόσην κατάνυξιν έφθασεν, ώστε οι οφθαλμοί του έγιναν πηγαί δακρύων. Ούτω λοιπόν ασκήσας, παρεκάλεσε, με πολλήν θερμότητα, να λάβη το Αγγελικόν Σχήμα, του οποίου και ηξιώθη κατά την τετάρτην Κυριακήν των Νηστειών, μετονομασθείς, αντί Αθανασίου, Ακάκιος. Είναι δε αξιοδιήγητος η προφητεία, την οποίαν μεθ’ ημέρας τινάς είπε προς τον επιστάτην αυτού Γέροντα Ακάκιον. Ερωτηθείς δηλαδή παρά τούτου, εάν, συν Θεώ, λάβη τον μαρτυρικόν θάνατον εις Κωνσταντινούπολιν, που θέλει να μείνη το λείψανόν του, είπεν· «Ειπέ μου, πόσαι ημέραι είναι μέχρι της Αναλήψεως;» Ο Γέρων Ακάκιος του απεκρίθη· «Τεσσαράκοντα». Ο δε Άγιος Οσιομάρτυς, αριθμήσας δια των δακτύλων του, είπεν εις τον Γέροντα Ακάκιον· «Μετά τριάκοντα περίπου ημέρας θα είμαι εδώ». Ο δε Ακάκιος με δισταγμόν του είπε· «Ναι, ασφαλώς θα έλθης». Αυτός δε απεκρίθη· «Εάν δεν έλθω, να μη με αξιώση ο Θεός να μαρτυρήσω». Ευθύς δε έδειξεν εις τον Γέροντα Ακάκιον και τον τόπον, όπου έμελλε να ενταφιασθή, έμπροσθεν δηλαδή της εικόνος της Υπεραγίας Θεοτόκου. Ο δε Πνευματικός αυτού Πατήρ Νικηφόρος και οι παράδελφοί του, εκ των αγαθών σημείων της ασκήσεώς του, τα οποία έβλεπον, συνεπέραναν, ότι ήτο καιρός να βαδίση την οδόν του Μαρτυρίου και ενέκριναν να στείλωσιν αυτόν εις την Κωνσταντινούπολιν μετά του Γέροντος Γρηγορίου, όστις συνώδευσε και τους προαθλήσαντας Οσιομάρτυρας Ευθύμιον και Ιγνάτιον. Ευρέθη λοιπόν πλοίον εις Καλήν Άγραν, επί του οποίου, αφού επεβιβάσθησαν, απέπλευσαν, κατά την δεκάτην του Απριλίου μηνός, επειδή δε έπνεεν ευνοϊκός άνεμος, έπλεον, ως υπό θείου Αγγέλου κυβερνώμενοι. Ο δε συνοδίτης αυτού Γέρων Γρηγόριος, ενώ εταξίδευον, προβλέπων, ότι εις διάστημα δεκατριών ημερών θέλουσι φθάσει εις Κωνσταντινούπολιν, θεόθεν οδηγηθείς και προνοήσας, ετακτοποίησε και το εξής αναγκαίον δια την αισίαν ολοκλήρωσιν του θεαρέστου τούτου έργου. Γνωρίσας δηλαδή την χριστιανικήν διάθεσιν του πλοιάρχου και την ευλάβειαν και το φιλομόναχον των ναυτών, εξήγησεν εις αυτούς μυστικώς τα της υποθέσεως του Ακακίου, εμπιστευθείς εις τούτους και ό,τι εσκέπτετο να εκτελέση. Όθεν ο πλοίαρχος, πληρωθείς ζήλου θείου, υπεσχέθη εις τον Γρηγόριον ότι, όταν, Θεού βοηθούντος, τελειώση ο Ακάκιος τον αγώνα της αθλήσεως, θέλει αγοράσει το μαρτυρικόν του σώμα από τον δήμιον, όπως ήθελε δυνηθή, και πάλιν αυτός ήθελε μεταφέρει αυτούς εις το Άγιον Όρος, εκ του οποίου τους παρέλαβεν. Ότε λοιπόν συνεφωνήθησαν ταύτα ήτο η κγ΄ (23η) Απριλίου, κατά την οποίαν τελείται και η μνήμη του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου και λαμπρώς πανταχού πανηγυρίζεται υπό των ευσεβών. Από ταύτης λοιπόν της ημέρας, Θεού συνάρσει και προνοία, ήρχισε και το μαρτυρικόν στάδιον του Οσιομάρτυρος Ακακίου. Διότι κατά την ημέραν ταύτην, δύοντος του ηλίου, προσωρμίσθη το πλοίον εις Γαλατάν της Κωνσταντινουπόλεως. Κατά δε την νύκτα εκείνην ο Γρηγόριος και ο Ακάκιος, εις το κατάστρωμα του πλοίου ολονυκτίως ευχόμενοι, υμνολόγουν εγκαρδίως τον ευοδώσαντα αυτούς Κύριον. Την επομένην, κδ΄ (24ην) του Απριλίου, ημέραν της εβδομάδος Δευτέραν, ευθύς ως ανέτειλεν ο ήλιος, αποβιβασθέντες εκ του πλοίου, ήλθον μετά του πλοιάρχου εις εν παντοπωλείον Ορθοδόξου τινός Χριστιανού, Καισαρέως, γνωστού εις τον Γρηγόριον, όστις, και μόνον ως είδεν αυτόν, τους εδέχθη περιχαρώς και τους εφιλοξένησε φιλοφρόνως. Ο δε πλοίαρχος επέστρεψεν εις το πλοίον του. Έμειναν λοιπόν οι ευλογημένοι ούτοι άνθρωποι του Θεού κεκρυμμένοι εις το εργαστήριον εκείνο, χωρίς να γνωρίση κανείς την έλευσίν των. Παρελθούσης της ημέρας εκείνης, κατά την επελθούσαν νύκτα απεκάλυψεν ο Γέρων Γρηγόριος εις τον παντοπώλην τα περί της υποθέσεως και του σκοπού των. Ο δε Ακάκιος, καταφλεγόμενος υπό του θείου έρωτος και μη υπομένων, ηνώχλει τον Γρηγόριον να παρουσιασθή και εζήτει την άδειαν. Ο δε Γέρων συνεβούλευεν αυτόν να έχη υπομονήν, έως ότου γίνη το θέλημα του Θεού. Κατά δε την κζ΄ (27ην) του Απριλίου, ημέραν της εβδομάδος Πέμπτην, του έδωκεν υπόσχεσιν, ότι θέλει του δώσει την ποθουμένην άδειαν, ίνα απέλθη προς το Μαρτύριον το ερχόμενον Σάββατον. Ο Ακάκιος, χαράς πλησθείς, ανέπεμψε δοξολογίας και δεήσεις προς τον γλυκύτατον Ιησούν Χριστόν. Όθεν το πρωϊ του Σαββάτου εκείνου, παραλαβών ο Γρηγόριος τον Ακάκιον, έφερεν αυτόν εις τον Ιερόν Ναόν της Θεοτόκου τον εν Γαλατά, όπου, αφού ετελέσθη η ιερά Λειτουργία, εκοινώνησεν αυτόν, δια του Ιερέως, των Αχράντων Μυστηρίων. Αναχωρήσαντες δε από της Εκκλησίας, επορεύθησαν κατ’ ευθείαν εις το πλοίον, το οποίον τους έφερεν εκεί και ευρόντες τον αναμένοντα αυτούς πλοίαρχον, ηρώτησαν αυτόν αν είχεν έτοιμα τα ενδύματα, καθώς τον παρεκάλεσε να ετοιμάση. Ο πλοίαρχος παρουσίασε τότε τα ενδύματα ναύτου τινός Τούρκου εκ των εν τω πλοίω και ομού μετά του Γέροντος, ενδύσαντες τον Ακάκιον, διελογίζοντο μετά τίνος συνοδού να τον αποστείλωσιν, ίνα παρουσιασθή εις το ανώτατον κριτήριον του βεζύρη. Ταύτα ενώ διελογίζοντο και ηπόρουν τι να πράξουν και ενώ ο Ακάκιος εθερμαίνετο υπό του ζήλου και εστενοχωρείτο δια την βραδύτητα, εις παρευρισκόμενος αυτάδελφος του πλοιάρχου, αυτόκλητος απεκρίθη· «Εγώ γνωρίζω τον δρόμον και είμαι έτοιμος να οδηγήσω τον φίλτατόν μου Ακάκιον μέχρι του προαυλίου του βεζύρη». Ευθύς τότε λαβών τον Ακάκιον εκ της χειρός, του είπε· «Έλα να υπάγωμεν». Εισελθόντες δε εις την λέμβον, έπλευσαν προς την πύλην του κήπου, Μπαξέ Καππί καλουμένην τουρκιστί, και εξελθόντες επορεύθησαν. Ο δε μακάριος Ακάκιος χαίρων έσπευδεν ίνα απολαύση το υπ’ αυτού ποθούμενον μαρτυρικόν τέλος, προπορευόμενος του οδηγούντος αυτόν, όστις έλεγεν εις αυτόν· «Ιδού, τρέχεις την υπό σου ποθουμένην οδόν, Ακάκιε· ιδού έφθασεν η ώρα του Μαρτυρίου σου και μετ’ ολίγον, συν Θεώ, εκτελείς τον αγώνα της αθλήσεώς σου και θέλεις φθάσει το μακάριον τέλος, προς το οποίον ο Κύριος ηυδόκησε να σε οδηγήση και να σε ενισχύση». Συμβαδίζοντες λοιπόν και συνομιλούντες, επλησίασαν εις το κριτήριον. Τότε ήρχισεν ο οδηγός εκείνος να λέγη εις τον Ακάκιον: «Ενθυμήθητι και εμού του αμαρτωλού, δούλε του Θεού, όταν μετά το τέλος παρασταθής στεφανηφόρος εις το φοβερόν Βήμα του Δεσπότου Χριστού με την αποτομήν της αγίας σου κεφαλής». Ταύτα ακούσας ο Ακάκιος, έπεσεν ευθύς εις τους πόδας του, κράζων μεγαλοφώνως: «Εγώ τον Ιησούν Χριστόν, τον Υιόν του Θεού ηρνήθην έμπροσθεν των ανθρώπων και φέρω το βδελυρόν σημείον της περιτομής· πως λοιπόν να τολμήσω να δεηθώ δια την σωτηρίαν σου; Και εγώ ο πάσης Χάριτος εστερημένος και ανάξιος ευσπλαγχνίας, δύναμαι να παρακαλέσω τον Χριστόν, ζητών παρ’ Αυτού χάριν και έλεος;» Και άλλα παρόμοια έλεγε στενάζων, βρέχων την γην με δάκρυα και ουδόλως στοχαζόμενος, ότι εις τον δρόμον εκείνον διέβαινον πλήθη. Όθεν εφαίνετο εις όλους τους διαβάτας ως αντικείμενον θαυμασμού. Λαβών δε αυτόν ο οδηγός εκείνος και εγείρας αυτόν από της γης, κλαίοντα και στενάζοντα έφερεν αυτόν έμπροσθεν της έξω πύλης του κριτηρίου και είπε προς αυτόν· «Τούτο είναι το παλάτιον και το ανώτερον κριτήριον των Οθωμανών. Εδώ λοιπόν, αφού παρουσιασθής, θέλεις ομολογήσει την καλήν και σωτήριον ομολόγίαν και εδώ θέλει σου δοθή η απόφασις του υπέρ της αγάπης του Χριστού εκουσίου θανάτου σου, τον οποίον προέκρινας της παρούσης προσκαίρου ζωής, ίνα απολαύσης της αϊδίου μακαριότητος. Είσελθε λοιπόν άνευ φόβου εις τον αγώνα του Μαρτυρίου σου». Ούτω λοιπόν ο μεν Μάρτυς εισήλθεν εις το κριτήριον, ο δε οδηγός ανεχώρησεν εκείθεν δρομαίως και όλως έμφοβος, ίνα μη γνωρισθή. Εισελθών λοιπόν με θάρρος και χαράν ανέκφραστον ο θείος Ακάκιος εντός του προαυλίου, συνήντησε κατ’ αρχάς τον πρώτον θυρωρόν του βεζύρη, όστις και γραμματοκομιστής καλείται υπό των Οθωμανών. Ούτος ευθύς τον ηρώτησε ποίος ήτο και δια ποίαν αιτίαν ήλθεν εκεί. Ο δε γενναίος Ακάκιος αφόβως προς αυτόν απεκρίθη: «Εγώ είμαι Χριστιανός Ορθόδοξος και κατάγομαι από την Θεσσαλονίκην. Όταν δε ήμουν παιδίον εννέα χρόνων την ηλικίαν, απατηθείς από σας ηρνήθην αφρόνως τον Χριστόν και Θεόν μου και υπετάχθην εις τον αντίχριστον διάβολον, λατρεύσας αυτόν και τον πρόδρομον αυτού Μωάμεθ και έλαβον την μιαράν σφραγίδα της περιτομής. Μετά δε παρέλευσιν εννέα χρόνων εσυλλογίσθην και γνωρίσας την πλάνην, εις την οποίαν υπέπεσα, πληροφορηθείς δε καλώς τα μιαρά σας έθιμα και τας δεισιδαιμονίας, ως και την απάτην της πεπλανημένης θρησκείας σας, επέστρεψα πάλιν εκ καρδίας εις την πατροπαράδοτον και αγίαν Πίστιν μου και εγνώρισα τον Κύριόν μου Ιησούν Χριστόν Θεόν αληθινόν, και ομολογώ και πιστεύω εις την Παναγίαν και Ομοούσιον Τριάδα, εις Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, τα τρία πρόσωπα και υποστάσεις, μίαν δε Φύσιν και Ουσίαν, ηνωμένην ούσαν και αχώριστον Θεότητα ομολογουμένην και πιστευομένην, ένα Θεόν, τον μόνον Θεόν, ποιητήν ουρανού και γης των τε ορωμένων και νοουμένων κτισμάτων. Αρνούμαι δε όλην την πλάνην και ασέβειαν των Αγαρηνών και ομολογώ και κηρύττω τρανώς, ότι είμαι Ορθόδοξος Χριστιανός και Ορθοδόξων γονέων γέννημα, βεβαπτισμένος εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, της Ομοουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος». Ταύτα ειπών μεγαλοφώνως, ήρπασε το σαρίκιόν του, το οποίον επίτηδες έφερεν εις την κεφαλήν του, και ρίψας αυτό κατά γης το κατεπάτησε και έπτυσεν αυτό χλευάζων την ανόητον αυτών πλάνην. Ο θυρωρός, ανελπίστως ταύτα ακούσας και θυμωθείς, ώρμησε κατ’ αυτού και ήρχισε να τον κτυπά ανηλεώς. Επειδή δε η ώρα δεν επέτρεπε να τον παρουσιάση εις τον βεζύρην, έδεσε δι’ αλύσεων τους πόδας του και κατέκλεισεν αυτόν εις το δεσμωτήριον καθ’ όλον το διάστημα της ημέρας εκείνης. Κατά δε την νύκτα αυτός και άλλοι τινές, μεταξύ των οποίων οι πρώτοι και επίσημοι, ελθόντες, εκολάκευον τον Μάρτυρα, κατ’ αρχάς με λόγους ημέρους και με υποσχέσεις αναριθμήτους λαμπρών δώρων, αρμοζόντων, ως εκείνοι οι άφρονες ενόμιζον, εις την νεάζουσαν ηλικίαν του Αθλητού, προσπαθούντες, όπως απατήσωσι και υποσκελίσωσιν αυτόν. Ωσαύτως και όλοι οι εν τω κριτηρίω εκείνω διατρίβοντες Αγαρηνοί με παντοίους τρόπους εφρόντιζον, ει δυνατόν, να μεταβάλωσι και σβέσωσι τον ένθεον αυτού πόθον και έρωτα και να κατακρημνίσωσιν αυτόν πάλιν εις τον βόθυνον της απωλείας της πεπλανημένης και στυγεράς θρησκείας του Μωάμεθ! Ο δε Μάρτυς ουδέν άλλο ελάλει ει μη το γλυκύτατον όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, τον οποίον επεκαλείτο μετά λαμπράς φωνής και το σημείον του Τιμίου και ζωοποιού Σταυρού χαράττων καθ’ όλον του το σώμα, δεικνύων ούτω ότι έμενε στερεός, ως άκμων, και αμετάβλητος. Τότε οι μιαροί ιδόντες, ότι με τας κολακείας των ουδέν κατώρθωνον, ηπείλουν αυτόν και ερράβδιζον και με άλλας ποικίλας βασάνους ασπλάγχνως αυτόν ετυράννουν. Ο δε Μάρτυς, ως άλλος να έπασχεν, υπέμενεν ανδρείως και εφαίνετο φαιδρός, το δε πρόσωπόν του εφαίνετο λαμπρότερον και χαριέστατον. Αλλά και το αθλητικόν αυτού σώμα έμενεν αβλαβές και τελείως απλήγωτον εκ των διαφόρων βασάνων και πληγών, ας έλαβε και ούτω διέμεινεν έως της τετάρτης ώρας της Κυριακής. Διότι κατ’ αυτήν την ώραν έλυσαν αυτόν οι υπηρέται εκ των δεσμών της αλύσεως και έφερον αυτόν ενώπιον του μεγάλου ηγεμόνος των, όστις ηρώτησεν αυτόν, λέγων· «Τι έπαθες και αρνείσαι την αληθινήν πίστιν ημών και την αποστρέφεσαι, πάσχεις δε θεληματικώς, ενώ είσαι νέος, ωραίος και μυαλωμένος, ικανός εις το να γνωρίζης την αληθή θρησκείαν μας; Ημείς εκ του διαφαινομένου χαρακτήρος σου και των σεμνών σημείων του προσώπου σου συμπεραίνομεν, ότι είσαι νουνεχής και φρόνιμος, λέγεις δε ταύτα απατηθείς». Ο Ακάκιος εις όλας αυτάς τας θωπείας, τας κολακείας και τα σοφίσματα απεκρίνετο απτοήτως· «Εγώ, ότε ήμην εννέα χρόνων, απατηθείς, ηρνήθην την Ορθόδοξον και αληθινήν Πίστιν του Χριστού μου· αλλά μετά παρέλευσιν πάλιν εννέα χρόνων ήλθον εις τας φρένας μου και εγνώρισα, ότι μία και μόνη είναι η αληθινή και αψευδής Πίστις, η των Ορθοδόξων Χριστιανών, και δια τούτο ήλθον εδώ εις την Κωνσταντινούπολιν, ίνα ομολογήσω έμπροσθέν σου και όλων των παρεστώτων υπηρετών σου τον Εσταυρωμένον Ιησούν Χριστόν, ο οποίος εγεννήθη εκ της Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας και έγινεν, Αυτός ο Υιός και Λόγος του Θεού, άνθρωπος τέλειος, αχώριστος διαμένων τω Πατρί και μετ’ Αυτού, εν παντί καιρώ και πάση ώρα συνδοξαζόμενος και συμπροσκυνούμενος υπό Αγγέλων και ανθρώπων εν Ουρανώ και επί γης. Ταύτα ήλθον να ομολογήσω και ας λάβω μυρίας τιμωρίας και αυτόν τον θάνατον δια την αγάπην Αυτού, και ίνα δια της εκχύσεως του αίματός μου εκπλύνω το πανάθλιον σώμα μου από την ακαθαρσίαν της αρνήσεως, ελευθερούμενος εκ της βδελυράς περιτομής της ακροβυστίας μου και ούτω μείνω ακατάκριτος· διότι, καθώς και συ προείπας, έχω φυσικήν αγχίνοιαν του να γνωρίζω τον αληθή και μόνον Θεόν, τον Ιησούν Χριστόν, τον οποίον μετά βεβαίας πληροφορίας και φωνής παρρησίας ομολογώ και κηρύττω Θεόν παντοδύναμον, ίνα, κατά την μέλλουσαν ζωήν, ακατακρίτως απέλθω εις την Βασιλείαν Αυτού». Ο ηγεμών, εφ’ υψηλού θρόνου καθήμενος, αν και ήκουσε την λαμπράν ομολογίαν του Μάρτυρος, δια της συνήθους του όμως μεγαλοπρεπείας και αλαζονείας προσποιηθείς, ότι, αταράχως, δήθεν και άνευ οργής ήκουσε ταύτα, επρόσταξε τους υπηρέτας, τους εις τοιαύτην υπηρεσίαν διωρισμένους, να οδηγήσωσι τον Μάρτυρα ως κατάδικον εις τον ωρισμένον κριτήν της πόλεως, παραγγείλας εις αυτούς ίνα, αφ’ ου λάβωσι την έγγραφον απόφασιν του θανάτου του, παραδώσωσιν αυτόν εις τον δήμιον, όπως αποκεφαλισθή αφεύκτως την επομένην. Και ταύτα μεν απεφασίσθησαν παρά του ηγεμόνος κατά του Μάρτυρος. Ο δε σεβάσμιος Γέρων Γρηγόριος, προνοών, παρεκάλεσε πολλούς Χριστιανούς να εξετάσωσι και μάθωσι λεπτομερώς όσα τυχόν συμβώσιν εις τον Ακάκιον, προς πληροφορίαν αυτού. Όθεν μαθόντες εκείνοι όσα διηγήθημεν ανωτέρω, κατά το εσπέρας της Κυριακής ήλθον από της Πόλεως εις τον Γαλατάν και ευρόντες τον Γρηγόριον εξιστόρησαν άπαντα λεπτομερώς. Ο δε Γέρων Γρηγόριος, εκ της υπερβολικής αυτού χαράς ενθουσιασθείς τω πνεύματι, ηυχαρίστησεν ολοψύχως τον Κύριον δια τας καλάς αυτάς πληροφορίας. Κατά δε την νύκτα εκείνην διελογίζετο ο Γρηγόριος αναπολών τας θλίψεις και τους κινδύνους του Ακακίου και έκρινεν εύλογον να εύρη τρόπον, και στείλη εις αυτόν τον επουράνιον άρτον, το Πανάγιον Σώμα και το Άχραντον Αίμα του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, δια να κοινωνήση προ του τέλους. Απεφάσισε λοιπόν να προσκαλέση πάλιν τον αδελφόν του πλοιάρχου και να τον παρακαλέση, όπως υπάγη προς τούτο. Όθεν το πρωϊ, πορευθείς εις τον Ιερόν Ναόν της Θεοτόκου, παρεκάλεσε τους Ιερείς να του δώσωσι μερίδα εκ του ζωοποιού Σώματος του Χριστού και αξιωθείς ταύτης της αιτήσεως και λαβών μετά πάσης ευλαβείας την μερίδα του ηγιασμένου Άρτου, κατησφαλισμένην εις αρτοφόριον, εκάλεσε τον φιλόχριστον εκείνον άνδρα και δια θερμών δεήσεων έπειθεν αυτόν να κομίση τα Άγια Δώρα εις την φυλακήν. Ο δε αδελφός του πλοιάρχου, αν και φοβούμενος να βαστάση και μεταφέρη τα Άγια, γνωρίζων όμως τι έμελλε να προσφέρη εις τον Άγιον Ακάκιον, υπακούσας, έλαβε το αρτοφόριον εκ των χειρών αυτού και εισελθών εις πλοιάριον και πλεύσας, απήρχετο εις την φυλακήν. Φθάσας δε εκεί, Θεού ευδοκία, εισήλθεν ανεμποδίστως· διότι οι φύλακες, αν και ήσαν περισσότεροι των τεσσαράκοντα εκ διαφόρων ταγμάτων προερχόμενοι, διατεταγμένοι ίνα φρουρούν την φυλακήν, ευρέθησαν την στιγμήν ταύτην τρώγοντες. Ένεκα τούτου ουδείς εξ αυτών είδε τον αδελφόν του πλοιάρχου εισερχόμενον εις την φυλακήν. Αγνοών όμως ούτος τον τόπον εισήλθεν εις το εξωτερικόν δεσμωτήριον, εις το οποίον ήσαν φυλακισμένοι οι χρεωστούντες δάνεια και μη έχοντες να αποδώσωσι ταύτα εις τους δανειστάς. Παρατηρών δε εδώ και εκεί, μήπως ίδη τον Άγιον και μη γνωρίζων, ότι είναι και άλλη φυλακή δια τους εις θάνατον καταδίκους, ευρίσκετο εν απορία τι να πράξη. Ιδών δε αυτόν ο δούλος του παντοπώλου, όστις είχεν άδειαν να εισέρχεται εις τους φυλακισμένους τρις της ημέρας, δια να φέρη ύδωρ προς αυτούς, ηρώτησεν αυτόν· «Τι ζητείς, φίλε, και ήλθες εδώ»; Εκείνος τότε απεκρίθη· «Μήπως ήκουσας να φέρωσιν εδώ κάποιον ο οποίος θέλει να μαρτυρήση»; Είπεν εκείνος· «Μάλιστα· εκείνον ζητείς να συναντήσης; Έλα μαζί μου να τον ιδής από το παράθυρον». Έδειξε λοιπόν εις αυτόν τον Ακάκιον, ευρισκόμενον εκεί δεδεμένον εις μίαν γωνίαν με τέσσαρας αλύσεις και τους πόδας του έχοντα ασφαλισμένους εις το ξύλον της ποδοκάκης και του είπεν· «Επρόσταξεν ο βεζύρης να φυλάττηται κατ’ αυτόν τον τρόπον εις την φυλακήν· γνώριζε όμως, ότι άλλος εκτός από εμέ δεν συγχωρείται να εισέλθη εις την φυλακήν· δια τούτο, εάν θέλης να του είπης κάτι, ειπέ αυτό εις εμέ και εγώ θέλω μεταβιβάσει εις αυτόν τους λόγους σου». Ιδών λοιπόν εκείνος ότι δεν ηδύνατο να πράξη τίποτε μόνος, παρέδωκε το αρτοφόριον εις το παιδίον, αφού εγνώρισεν ότι ήτο Ορθόδοξος Χριστιανός και του εφανέρωσεν όλην την αλήθειαν, τον παρεκάλεσε δε να είπη εις τον Ακάκιον, ότι ο Γέρων Γρηγόριος, ο Πνευματικός σου Πατήρ, αποστέλλει προς σε τούτον τον ζωοπάροχον θησαυρόν και δέεται θερμώς του Θεού υπέρ σου, να σε ενισχύση. Το δε παιδίον, λαβών το αρτοφόριον και εισελθών εις το δεσμωτήριον, εις το οποίον ήτο φυλακισμένος ο Μάρτυς, αφού τον επλησίασεν του έδωκεν εις χείρας το αρτοφόριον, αναγγείλας συγχρόνως και τας παραγγελίας του Γέροντος, τον παρηγόρησε δε κατά πάντα τρόπον, και τον συνεβούλευσε να είναι σταθερός και γενναίος εις την απόφασίν του. Ο δε ευλογημένος Μάρτυς Ακάκιος, αν και ήτο δεδεμένος με τας αλύσεις, οι πόδες του ησφαλισμένοι εις το ξύλον και αι χείρες εσφιγμέναι, ως ηδύνατο όμως, ανοίξας το αρτοφόριον και τον εκ του ουρανού καταβάντα θείον Άρτον ιδών και πανευλαβώς προσκυνήσας, εκοινώνησεν αυτού, αναπέμψας εξ όλης ψυχής ευχαριστήριον δοξολόγίαν εις τον δοτήρα Θεόν, ηυχήθη δε εις το παιδίον παν αγαθόν και σωτήριον και παρεκάλεσε να μεταβιβάσουν εις τον Πνευματικόν του Πατέρα όσα του συνέβησαν και ότι ηξιώθη και του παμποθήτου υπέρ αγάπης του Χριστού θανάτου. Αφού δε εξήλθεν εκ της φυλακής το παιδίον, συνήντησε τον κομίσαντα την Αγίαν Μερίδα και εγχειρίσας εις αυτόν κενόν το αρτοφόριον, ανέφερε λεπτομερώς όλους τους λόγους του Μάρτυρος. Εκείνος δε, περιχαρής γενόμενος, διότι ήκουσεν ο Θεός την παράκλησιν του Γέροντος, απεφάσισε να αναχωρήση εκείθεν ταχέως και να αναφέρη εις τον Γέροντα ότι έφερεν εις πέρας την εντολήν του. Αλλά τι τάχα συνέβη εις αυτόν τον καλόν κομιστήν εξερχόμενον; Ακούσατε. Ότε μεν ο φιλόχριστος εκείνος άνθρωπος εισήλθεν εις την φυλακήν, ως είπομεν, ουδείς των φυλάκων αντελήφθη αυτόν. Ήτο δε τούτο ευεργεσία της θείας Προνοίας, δια να αξιωθή ο Μάρτυς της θείας Μεταλήψεως. Ότε δε εξήρχετο, μόλις είχε βαδίσει ολίγα βήματα σπεύδων να εξέλθη της φυλακής, ιδόντες αυτόν οι φύλακες, ώρμησαν κατ’ αυτού και δια ξύλων και ροπάλων εκτύπων αυτόν και δια των ποδών τον ελάκτιζον ασπλάγχνως. Εκραύγαζον δε άπαντες με την βάρβαρον γλώσσαν των, ερωτώντες· «Πως ετόλμησες, άπιστε, και εισήλθες εις την φυλακήν και ημείς δεν σε είδομεν»; Εκείνος δε άλλα αντ’ άλλων απεκρίνετο. Αλλά, κατά θείαν θέλησιν, ελυτρώθη από της επικινδύνου εκείνης θέσεως και απομακρυνθείς της φυλακής, με όλον του το σώμα πληγωμένον από τους ραβδισμούς, εστάθη εις εν μέρος της οδού εκείνης και εσυλλογίζετο εκείνα τα οποία εδοκίμασε και εκ ποίων θανατηφόρων πληγών και κινδύνων ελυτρώθη, συγχρόνως δε ήρχισε να αισθάνεται πόνους πικροτάτους εις όλον το σώμα του. Όμως, αν και εις τοιαύτην κακήν κατάστασιν ευρίσκετο, ο φόβος, ο τρόμος και η ταραχή της καρδίας του έπαυσαν δια της αναμνήσεως των βασάνων και των θλίψεων του Μάρτυρος. Συλλογιζόμενος δε τι τέλος ήθελε λάβει ο Άγιος, αίφνης είδε πλήθος Αγαρηνών κατερχόμενον, οι οποίοι έσυρον μεθ’ εαυτών τον θείον Ακάκιον, ως κατάδικον, έχοντα δεδεμένας τας χείρας του όπισθεν και κρατούμενον υπό των βασανιστών, οίτινες έτρεχον, υβρίζοντες τον Μάρτυρα, πτύοντες εις το ιερόν του πρόσωπον και ραβδίζοντες αυτόν, βρυχώμενοι κατ’ αυτού ως λέοντες. Ταύτα ιδών εκείνος εσκέφθη να τους ακολουθήση. Όθεν ηκολούθει αυτούς εκ του μακρόθεν, έως ότου έφερον τον Άγιον εις τον τόπον της καταδίκης, Δακτυλόπορταν καλούμενον, εις τον τρίτον λόφον της Επταλόφου πόλεως ευρισκόμενον. Εκεί ο μακάριος Ακάκιος, όστις δεν είχεν ακόμη πληροφορηθή ότι εις το μέρος εκείνο επρόκειτο να αποτμηθή την κεφαλήν και να λάβη το μακάριον τέλος, ήκουσεν αίφνης τον δήμιον να του λέγη: «Γονάτισον, άπιστε». Ευθύς τότε ο Άγιος Μάρτυς του Χριστού ατρόμως και γενναίως έκλινε τα γόνατα και την αγίαν αυτού κεφαλήν, ειπών μεγαλοφώνως εις τον δήμιον· «Κτύπησον με την σπάθην ανδρείως και κόψε τον λαιμόν μου· μη λυπηθής καθόλου». Ενώ δε έλεγε ταύτα ο Αθλητής, κατέφερεν εκείνος την σπάθην και κτυπήσας κατά του τραχήλου απέκοψε την αγίαν του Μάρτυρος κεφαλήν. Συγχρόνως δε στρατιαί Αγγέλων παρέλαβον την αγίαν αυτού ψυχήν και την ανήγαγον εις τας αιωνίους μονάς. Όσοι δε Ορθόδοξοι Χριστιανοί ηξιώθησαν να παρευρεθώσιν εις τον μαρτυρικόν του Αγίου θάνατον, είδον οφθαλμοφανώς τα τελεσθέντα και θαυμάσαντες εδόξασαν τον Κύριον, τον ενδυναμώσαντα και στεφανώσαντα τον Οσιομάρτυρα Αυτού Ακάκιον. Ούτοι διηγήθησαν, ότι ο Οσιομάρτυς Ακάκιος δεν εφάνη σκυθρωπός ουδέ τεταραγμένος ούτε έμφοβος έως την τελευταίαν στιγμήν, καθ’ ην απέκοψαν την ιεράν αυτού κεφαλήν, ούτε έφαγεν ούτε έπιεν, αφ’ ης ώρας εξήλθε του πλοίου, έως ότου απεκεφαλίσθη, εκτός της Αγίας Κοινωνίας των Αχράντων Μυστηρίων, των οποίων δις ηξιώθη να κοινωνήση, ως ανωτέρω είπομεν. Ετελείωσε δε το μαρτυρικόν αυτού στάδιον τη α΄ (1η) του Μαϊου μηνός κατά το αωιε΄ (1815) έτος, ημέραν της εβδομάδος Δευτέραν και ώραν πέμπτην. Αφού δε ταύτα πάντα εγένοντο και διεμηνύθησαν εις τον Γέροντα Γρηγόριον παρά του προειρημένου φιλοχρίστου αδελφού του πλοιάρχου του συνοδεύσαντος και συγκινδυνεύσαντος μετά του Μάρτυρος, ο Γέρων Γρηγόριος εδόξασεν ολοψύχως τον Θεόν τον ενδυναμώσαντα και εμψυχώσαντα εις το Μαρτύριον τον Αυτού Οσιομάρτυρα. Έλαβεν όθεν φροντίδα ίνα εξαγοράση το μαρτυρικόν Λείψανον. Μετά σπουδής λοιπόν παρεκίνησεν εις τοιούτον θεάρεστον έργον τους φιλοχρίστους παντοπώλας του Γαλατά, οίτινες προθύμως δεχθέντες την τοιαύτην πρότασιν, ως ψυχωφελεστάτην, μετά μυρίους αγώνας και προσπαθείας επλήρωσαν αρκετά χρήματα και τέλος, την τρίτην ημέραν του Μαρτυρίου, διότι κατ’ έθος έπρεπε τα πτώματα των καταδίκων να μένωσι τρεις ημέρας άθικτα προς παραδειγματισμόν, έλαβον την άδειαν, να ανασηκώσωσιν εκείθεν το άγιον σώμα του Μάρτυρος και να μετακομίσωσι τούτο έως το Κοντοσκάλιον, όπου πολλοί Χριστιανοί συνηθροίσθησαν δια να συνοδεύσωσι το ιερόν Λείψανον μέχρι της νήσου Πριγκήπου. Αλλά πριν φθάσωσιν ούτοι εκεί, ο Γέρων Γρηγόριος, πληρώσας τους πλοιάρχους μεθ’ ων συνεφώνησε να μετακομίσωσιν εις την Πρίγκηπον το ιερόν Λείψανον του Μάρτυρος, έφθασε πρώτος των άλλων εκεί, όπου εξ μισθωμένα πλοιάρια ανέμενον αυτόν. Επιβιβασθείς τότε εις εν εκ τούτων παρεκάλεσε τους κομίσαντας το μαρτυρικόν Λείψανον και έθηκαν αυτό εις το αυτό πλοιάριον. Ως δε τούτο εγένετο, ο Γέρων Γρηγόριος κατησπάζετο το άγιον Λείψανον του περιποθήτου τέκνου αυτού και μετά θερμών δακρύων κατέβρεχε τούτο, λέγων· «Ενίκησας τον ανθρωποκτόνον διάβολον, θεόφρον Ακάκιε», τους δε κωπηλάτας επρόσταξε να κωπηλατώσιν όσον ηδύναντο ταχύτερον. Αφού λοιπόν ανήλθον εις τα άλλα πλοιάρια όλοι όσοι είχον την άδειαν και ηκολούθουν το πλοιάριον, το φέρον το μαρτυρικόν σώμα, διηυθύνθησαν άπαντες εις την νήσον Πρίγκηπον, της οποίας αφού παρέκαμψαν το ακρωτήριον, είδον πλησίον της ακτής την αναμένουσαν λέμβον του πλοίου του μετακομίσαντος τον Γρηγόριον και τον Άγιον Μάρτυρα Ακάκιον εκ του Αγίου Όρους εις Κωνσταντινούπολιν. Ως δε έφθασαν, απεβίβασαν το άγιον Λείψανον εις το παραθαλάσσιον, όπου είχον θήκην προητοιμασμένην, εν είδει λάρνακος, εντός της οποίας απέθηκαν το πολύαθλον ιερόν σώμα του Μάρτυρος, αμέσως δε μετεκόμισαν την θήκην εις την λέμβον του πλοίου και εκείθεν αναχωρήσαντες, ταχέως κωπηλατούντων των ναυτών, την πέμπτην ώραν της νυκτός προσήγγισαν εις το πλοίον, το οποίον ήτο έτοιμον να αποπλεύση, αλλ’ ανέμενεν αυτούς. Ανελθόντες λοιπόν άπαντες επί του πλοίου ανέπεμψαν ευχαριστήριον δοξολογίαν εις τον Θεόν, τον ενεργούντα τοιαύτα παράδοξα. Ενώ δε ούτοι υμνολόγουν τον Κύριον, εσείετο το πλοίον εκ της σφοδρότητος του πνέοντος βορρά. Ο δε πλοίαρχος, ιδών τον καιρόν κατάλληλον προς αναχώρησιν, είπε παρρησία εις όλους τους παρευρισκομένους· «Ο Κύριος εποίησε το έλεος Αυτού δι’ αγάπην του δούλου του Ακακίου, όστις, δια το πανάγιον Αυτού όνομα, υπέμεινε θάνατον και τούτο με πληροφορεί ότι πρέπει να αναχωρήσωμεν». Τότε οι προς προσκύνησιν του Αγίου ελθόντες και εντός του πλοίου ευρισκόμενοι εξήλθον δια των λέμβων, ο δε πλοίαρχος διέταξε τους ναύτας να λύσωσι τα σχοινία και να ανασύρωσι την άγκυραν. Τούτων δε άνευ αναβολής τελεσθέντων, εκπλεύσαντες και τη χειρί Κυρίου οδηγούμενοι, κατευωδώθησαν αισίως κατά την θ΄ (9ην) Μαϊου εις το Άγιον Όρος, όπου προσωρμίσθησαν πλησίον της Καλής Άγρας παρά την παραλίαν της Μονής των Ιβήρων, εκεί όπου ευρίσκεται το αγίασμα της Θεοτόκου της Πορταϊτίσσης. Εκείθεν αναβιβάσαντες το άγιον Λείψανον εις την της Μονής ταύτης Σκήτην του Τιμίου Προδρόμου, έφερον εις την καλύβην του Αγίου Νικολάου, όπου και τους αγώνας ετέλεσεν ο Άγιος του Χριστού Μάρτυς. Εκεί ενεταφίασαν αυτό ευλαβώς εντός του Παρεκκλησίου, του επ’ ονόματι των προαθλησάντων δύο Οσιομαρτύρων Ευθυμίου και Ιγνατίου τιμωμένου, ενώπιον της Ιεράς εικόνος της Θεομήτορος, εις τον αυτόν τόπον, δηλαδή, τον οποίον ο ίδιος Μάρτυς προεφήτευσεν εις τον Γέροντα Ακάκιον, ότε ανεχώρησεν εκ της Σκήτης, προπεμπόμενος εις το Μαρτύριον. Αυτό, αγαπητοί Χριστιανοί, είναι το Μαρτύριον του Αγίου Νέου Οσιομάρτυρος Ακακίου, το οποίον δι’ αγάπην του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού υπέμεινεν. Ημείς δε ας ευχόμεθα όπως δια των ευπροσδέκτων αυτού ικεσιών και δεήσεων να τύχωμεν της αφέσεως των αμαρτιών ημών και συν αυτώ αξιωθώμεν της ουρανίου Βασιλείας, Χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, Ω, συν τω ανάρχω Πατρί και τω Παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ Πνεύματι, πρέπει δόξα, κράτος, τιμή και προσκύνησις, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου