Πανάρετος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών, ο της περιφήμου Πάφου της Κύπρου
Αρχιεπίσκοπος, ο παρ’ ημών σήμερον εορταζόμενος, ανέθαλε κατά τον ιη΄ (18ον)
αιώνα εν τη περιωνύμω νήσω της Κύπρου. Καθώς δε ο κηρός των μελισσών γεννάται
εντός των ανθέων πολλών δένδρων, θάμνων, φυτών και βοτάνων, ευρισκομένων εις
παν μέρος της γης, εξαγόμενος δε δια της μελίσσης και επεξεργαζόμενος υπ’ αυτής
γίνεται χρήσιμος εις πάντα άνθρωπον, τοιουτοτρόπως συνέβη και με τον Άγιον
τούτον.
Διότι και η αρετή γεννάται μεν εντός των καρδιών ημών, επεξεργαζομένη δε και τελειοποιουμένη ανέρχεται εις το φως και φωτίζει, καθισταμένη ούτω χρήσιμος τόσον εις τους έχοντας ταύτην, όσον και εις τους μη έχοντας. Ταύτης της αρετής εγένοντο εργάται όχι μόνον οι Ασκηταί της ερήμου και οι μονάζοντες των Κοινοβίων, οίτινες κύριον και καθολικόν έργον έχουσι την της αρετής επιμέλειαν και βεβαίως πολύ περισσότερον δύνανται οι τοιούτοι να προοδεύσουν εις αυτήν, αλλά και βασιλείς και Πατριάρχαι και Επίσκοποι, οίτινες έχουν τόσας φροντίδας και τόσας ευθύνας δια τον λαόν, τας πόλεις και τας επαρχίας. Και όχι μόνον ούτοι, αλλά και εξ αυτών των λαϊκών πολλοί ηυδοκίμησαν εις αυτήν. Εκ τούτων λοιπόν αποδεικνύεται, ότι όχι μόνον κατά τον τότε καιρόν εγένετο τούτο, αλλά και σήμερον δύναται τις να καλλιεργή την αρετήν, αν και ευρίσκεται εις τον κόσμον και είναι απλούς και ιδιώτης άνθρωπος. Διότι τι άλλο είναι η αρετή παρά η τήρησις των θείων εντολών, η άσκησις των καλών έργων και η αποστροφή εκ των κακών; Ποίος αμφιβάλλει, ότι χωρίς τα τοιαύτα έργα δεν δύνανται να δικαιωθούν ενώπιον του Θεού, όχι μόνον οι Μοναχοί, αλλά και αυτοί οι εν τω κόσμω ζώντες; Ποίος αμφιβάλλει, ότι από τους κοσμικούς ο Θεός ζητεί μόνον ταύτα, από τους Μοναχούς όμως ζητεί ακόμη περισσότερα; Δια τούτο οι Μοναχοί, αλλά και όλοι οι Κληρικοί, οι εις τον κόσμον ευρισκόμενοι, έχουν υποχρέωσιν να πράττουν και να αποδίδουν πολύ περισσότερα από τους κοσμικούς και μάλιστα οι Ιερείς και Ποιμένες, οι οποίοι πρέπει να είναι το καλόν παράδειγμα δια τον λαόν, κατά το γεγραμμένον: «Ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων» (Ματθ. ε:16). Ταύτα γινώσκων και ο μακάριος Πανάρετος, αν και έζη και ανεστρέφετο εν τω κόσμω, ηυχαριστείτο να εκτελή όχι μόνον τα καθήκοντα των κοσμικών, ήτοι να τηρή τας θείας εντολάς, να αποστρέφεται τα κακά και να εργάζεται τα αγαθά, αλλ’ ως Κληρικός και μάλιστα Ιεράρχης και Ποιμήν του Χριστεπωνύμου λαού ηγωνίζετο εις τα μεγάλα έργα της αρετής, ως ευρισκόμενος όχι εν μέσω της πόλεως, αλλ’ ως εν μέσω της βαθυτάτης ερήμου, ούτως ηγωνίζετο ο τρισόλβιος. Τούτου του τρισμάκαρος τον βίον και τα ένθεα κατορθώματα επιθυμώ να διηγηθώ σήμερον προς υμάς, ευλαβέστατοι Χριστιανοί. Και πρώτον μεν ότι εις τους εσχάτους τούτους καιρούς εβλάστησεν εις την Ορθόδοξον ημών Εκκλησίαν ο τοιούτος άγιος βλαστός, εν καιρώ δηλαδή ξηρασίας και ανομβρίας· και ηγίασεν όχι δι’ αθλητικού τέλους, ως πλείστοι Αθληταί, οίτινες επλούτισαν την του Χριστού Εκκλησίαν και εις τους εσχάτους τούτους χρόνους, ένεκα της των αθέων Αγαρηνών καταδυναστείας, διότι έμενον σταθεροί εις την Ορθόδοξον αυτών Πίστιν, αλλά δι’ ασκητικών αγώνων, οίτινες εις την παρούσαν γενεάν είναι πολύ σπάνιοι. Εξ άλλου δε, διότι αν και υπάρχει μεταξύ των Αγίων Ιεραρχών, ολίγους έχει τους τιμώντας αυτόν ως Άγιον! Επειδή και το βιβλίον, εις το οποίον ο τούτου Βίος εμπεριέχεται, δεν ευρίσκεται ευκόλως. Όχι δε μόνον δια ταύτα, αλλά διότι αγνοούντες οι πολλοί, ότι υπάρχει Άγιος με τοιούτον όνομα, αδιαφορούσιν, νομίζοντες, ότι το όνομα του Αγίου Παναρέτου δεν είναι κύριον όνομα, αλλά τρόπον τινά προσηγορικόν, το οποίον χρησιμοποιούν οι Μοναχοί, διότι έχει σημασίαν καλήν, ως και άλλα παρόμοια. Ούτω λοιπόν προλογίσας τον Βίον αυτού, άρχομαι της διηγήσεως. Ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Πανάρετος εκ των έργων του είχε και το όνομα και εκ του ονόματος τα έργα· διότι, ως ασκήσας πάσαν αρετήν πρεπόντως και παρά Θεού εδοξάσθη. Κατά τίνα δε τρόπον επολιτεύθη μέχρι της ανόδου αυτού εις το επισκοπικόν αξίωμα καμμίαν μαρτυρίαν δεν έχομεν, επειδή τόσον έκρυπτε την αρετήν ο μακάριος, ώστε, αν και ηγωνίζετο υπέρ την φύσιν του ανθρώπου, ουδείς εγνώριζεν αυτόν, καθώς ο λόγος θέλει δείξει κατόπιν. Όθεν εκ τούτου συμπεραίνομεν τα του πρώτου βίου αυτού αποσιωπώμενα. Διότι, αν και καθ’ όλον τον καιρόν της Αρχιερατείας αυτού ούτως ηγωνίζετο εν τω μέσω του κόσμου ή εντός της Επισκοπής, όπου βεβαίως ευρίσκοντο σχεδόν πάντοτε οι Κληρικοί συλλειτουργοί αυτού και οι υπηρέται, κατά την τάξιν και συνήθειαν των Αρχιερέων, και ηδυνήθη να αποκρύψη τους προς την αρετήν αγώνας, τους οποίους υπηρέται και Κληρικοί μόλις ολίγον προ του τέλους της αυτού παροικίας εγνώρισαν, πόσον μάλλον ασφαλώς θα ηγωνίσθη όταν ήτο απλούς ιδιώτης, τελείως κρυφίως και εν αγνοία πάντων. Ακριβώς δε επειδή εφαίνετο τοιούτος εις τον κόσμον, εις δε τον Θεόν αγνός και ευάρεστος, δια τούτο, εκ θείας Προνοίας, εψηφίσθη Αρχιερεύς και εγκατεστάθη εις τον θρόνον της εν τη Κύπρω πόλεως Πάφου, ο καθολικός διάδοχος και παρ’ ολίγον όμοιος του τετραημέρου Λαζάρου Πανάρετος, ο πάσαν αρετήν και σύνεσιν εξασκήσας. Ευθύς λοιπόν από της ανόδου του Αγίου εις τον θρόνον άπαντες οι διακονούντες και υπηρετούντες εις την Μητρόπολιν, αλλά και όλοι οι Κληρικοί ηγάπησαν τον Άγιον και τον εξετίμησαν ως καλόν και άξιον Αρχιερέα, λέγοντες προς αλλήλους· «Δόξα τω Αγίω Θεώ ημών, διότι έδωκεν εις ημάς τοιούτον Αρχιερέα, ταπεινόν, πράον, εγκρατή, υπομονητικόν, απλούστατον και φιλήσυχον». Και τον εξετίμων μεν δι’ όλα αυτά, ως είπομεν, δεν εγνώριζον όμως και την πραγματικήν αγιωσύνην αυτού, λόγω της ταπεινοφροσύνης του, και διότι, όσας αρετάς κατώρθωνε, τας έκαμεν εν τω κρυπτώ, ως προείπομεν. Όταν όμως επλησίαζε προς το μακάριον αυτού τέλος, τότε απεκαλύφθη, εν μέρει μόνον και η αγιότης των έργων αυτού, τόσον της προτέρας αυτού ζωής όσον και της εσχάτης. Αλλά και πάλιν όχι όλων των θεαρέστων έργων του, αλλ’ όσων περιήλθον εις την αντίληψιν των οικείων αυτού και όσων απέμειναν εις την μνήμην των. Διότι ταύτα μόνον έγραψαν και εις φως έδωκαν. Εκ τούτου λοιπόν πληροφορούμεθα, ότι οι μαθηταί αυτού έγραψαν μόνον όσα είδαν, τα δε πρώτα δεν εγνώριζον· ημείς δε, αρκεσθέντες και εις αυτά μόνα, τα οποία εύρομεν, ταύτα αναφέρομεν, δοξάζοντες τον εν Τριάδι Θεόν. Ευρισκόμενος λοιπόν ο θείος Πανάρετος εις το ύψος της Αρχιερωσύνης, έκρυπτε μεν την αγιότητα και από αυτούς ακόμη τους οικείους του, εφαίνετο δε μόνον η πραότης αυτού, η ταπείνωσις, η προς το ίδιον ποίμνιον ακριβής επιμέλεια, η συμπάθεια και ο τρόπος δια του οποίου εδίδασκε τούτο. Η τροφή αυτού ήτο τελείως λιτή, έτρωγε δε άπαξ της ημέρας, μετά τον Εσπερινόν, λέγων ότι δεν δύναται να φάγη δι’ ασθένειαν του στομάχου. Μετά το πτωχόν τούτο δείπνον εισήρχετο εις τον κοιτώνα του και έκλειε την θύραν, προσποιούμενος ότι κοιμάται. Παρατηρήσαντες όμως ποτέ οι οικείοι του από μικρόν τι μέρος, είδον τούτον ιστάμενον όρθιον και προσευχόμενον καθ’ όλην την νύκτα. Την δε κλίνην του δεν άφηνεν άλλον τινά να την τακτοποιήση, αλλά την ετακτοποίει μόνος, επειδή δεν ήθελε να βλέπουν, ότι δεν είχεν ούτε στρώμα μαλακόν ούτε προσκεφάλαιον. Όταν δε φίλος τις ήρχετο προς αυτόν, εφαίνετο όλως χαρίεις, υποκρινόμενος τρυφηλότητα. Πολύ δε προσείχεν όταν εξεδύετο το υποκάμισόν του, ίνα μη ίδη κανείς αυτόν γυμνόν, την δε αιτίαν θέλομεν ειπεί μετά ταύτα. Κατά τον καιρόν της θείας Ιερουργίας ήτο πάντοτε σύννους, σκεπτικός και περίδακρυς εκ της πολλής ευλαβείας. Και επειδή είπομεν, ότι τα πρώτα και τα μέσα του βίου του δεν εγράφησαν, αναφέρομεν μόνον δύο θαύματα, τα οποία ετέλεσε προ το τέλος της ζωής του, εκ των οποίων απεκαλύφθη η κεκρυμμένη αρετή και αγιότης αυτού, διότι, εάν δεν ήθελον ίδει ιδίοις όμμασιν οι μαθηταί του ταύτα, δεν θα εσέβοντο αυτόν ως Άγιον. Ακούσατε δε ίνα πεισθήτε περί της αληθείας των λεγομένων. Ιερεύς τις προεστώς χωρίου τινός της επαρχίας του Αγίου Παναρέτου, ενικήθη από αισχροκέρδειαν και κατεδυνάστευε τους υπό την ενορίαν αυτού τόσον, ώστε μη έχοντες τι άλλο να πράξουν, κατέφυγον εις τον Άγιον, κλαίοντες δε εζήτουν την τακτοποίησιν του μεταξύ του Ιερέως και αυτών ζητήματος. Ταύτα αφού ήκουσεν ο Άγιος, προσεκάλεσε τον Ιερέα και ειπών προς αυτόν τα κατ’ αυτού λεχθέντα, ήλεγξε και ενουθέτησεν αυτόν· ο δε Ιερεύς απεκρίθη εις τον Άγιον, ότι είναι συκοφαντία τα κατ’ αυτού λεγόμενα. Πιστεύσας τότε ο Άγιος τον Ιερέα, απέλυσεν αυτόν εν ειρήνη, απελθών δε εκείνος εις τα ίδια, δεν εσταμάτησε το κακόν. Τότε οι εγχώριοι, ιδόντες ότι ούτος έπραττεν ως πρότερον, προσήλθον πάλιν εις τον Άγιον και κατήγγειλαν εκ δευτέρου τα του Ιερέως. Πάλιν δε αφού προσεκάλεσεν αυτόν ο Άγιος, εκείνος τα αυτά ως και πρότερον ισχυρίσθη. Όθεν ο Άγιος, επιπλήξας αυτόν αυστηρώς, τον απέστειλεν εις τα ίδια· εκείνος όμως όχι μόνον δεν έπαυσε να αισχροκερδή, αλλά και ακόμη χειρότερα έκαμνεν. Απελθόντες λοιπόν πάλιν οι Χριστιανοί, είπον εις τον Άγιον πάντα τα συμβαίνοντα. Όθεν λυπηθείς ο Άγιος δια την πώρωσιν της καρδίας του Ιερέως, εκάλεσεν αυτόν και δια τρίτην φοράν και ήλεγξεν αυτόν αυστηρώς. Ο δε Ιερεύς, ούτε τον Θεόν φοβούμενος ούτε τους ανθρώπους και τον Άγιον εντρεπόμενος, ήρχισεν ευθύς να ομνύη και να δικαιολογήται, προφέρων το Πανάγιον όνομα του Ιησού Χριστού. Τότε ο Άγιος Πανάρετος πολύ εταράχθη· φρίξας δε δια την αφοβίαν του Ιερέως και πλήρης θείου φόβου είπε προς αυτόν· «Να φραχθή το στόμα σου, ίνα μη ομνύη ψευδώς». Και ω του θαύματος! Έκτοτε ο Ιερεύς έμεινε βωβός και δεν ηδύνατο να ομιλήση. Ο δε Άγιος, ταπεινοφρονών, έλεγε· «Δεν έπραξα τούτο εγώ ο ανάξιος, αλλά το φοβερόν όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού επαίδευσεν αυτόν». Αισχυνόμενος δε ο Ιερεύς δι’ αυτό το οποίον έπαθεν, απήλθεν εκείθεν και έμενε βωβός επί μακρόν διάστημα. Ασθενήσας δε βαρέως εκινδύνευε να αποθάνη. Όθεν φοβηθείς την δικαίαν κρίσιν του Θεού, ήτις πράγματι ήλθεν επ’ αυτόν έτι ζώντα, ελυπείτο καθ’ υπερβολήν και μετά φόβου έγραψε προς τον Άγιον, παρακαλών να καταδεχθή και έλθη προς αυτόν δια να τον εξομολογήση και τον συγχωρήση. Ο δε Άγιος, βλέπων την του Ιερέως τούτου μετάνοιαν, μετά χαράς και προθυμίας έσπευσε προς αυτόν. Ως προσήγγισε δε εις την κλίνην του ασθενούς Ιερέως, όστις έπνεε τα λοίσθια, είπε· «Θάρσει, τέκνον, διότι, αφού μετενόησας, θέλεις ελεηθή παρά Θεού». Ο δε Ιερεύς δακρυρροών και μόνον δια σχημάτων εφανέρωσεν ότι παρακαλεί τον Άγιον να δεηθή προς τον Θεόν, όπως λυθή η γλώσσα του και δυνηθή να εξομολογηθή ενώπιον του Αγίου και είπη τας αμαρτίας του. Ευσπλαγχνισθείς λοιπόν αυτόν ο Άγιος έκλεισε την θύραν και σταθείς εις προσευχήν εδέετο εις τον Θεόν υπέρ αυτού. Και ω του θαύματος! Ευθύς ως ηυλόγησεν αυτόν ο Άγιος, ελύθη του δεσμού ο Ιερεύς και ούτω εξομολογηθείς μετά θρήνου πολλού τας αμαρτίας αυτού, εζήτει την συγχώρησιν. Ο δε Άγιος, παρηγορών αυτόν είπε· «Έχε θάρρος, τέκνον μου· διότι βαδίζεις προς τον θάνατον και ίλεως ο Κύριος θέλει γίνει προ σε». Τούτο δε και εγένετο, κατά την του Αγίου φωνήν. Το θαύμα τούτο εμαρτυρήθη υπό πολλών, μάλιστα δε υπό του τότε Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Γερασίμου, ευρεθέντος κατά την εποχήν εκείνην εις την Κύπρον και ενδιατρίψαντος εν αυτή απ’ αρκετόν. Ακούσατε τώρα και δεύτερον θαύμα. Ούτω θεαρέστως διαβιών ο Άγιος έφθασε και εις το τέλος της ζωής του. Προϊδών δε ότι μέλλει να απέλθη της παρούσης ζωής, ήρχισε να ετοιμάζη τον τάφον του, σκάπτων αυτόν δια των ιδίων του χειρών. Έπειτα έρραπτε και τα από λευκόν ύφασμα ενδύματα, τα οποία έμελλε να φορέση δια τον τάφον. Όταν δε ετελείωσε την προετοιμασίαν ταύτην, ησθένησε ελαφρώς. Είπε τότε προς τους μαθητάς του· «Η ώρα του θανάτου μου επλησίασεν, ω τέκνα, και ίλεως γένοιτό μοι ο Κύριος». Οι δε μαθηταί του ενόμιζον ότι παραληρών έλεγε ταύτα. Εις τούτο δε μόνον αμφέβαλλον, ότι αν και εξωμολογείτο τακτικώς καθ’ έκαστον Σάββατον, εκείνην την εβδομάδα δεν εξωμολογήθη. Ως εκ τούτου είχον υποψίαν τινά και ανέμενον να ίδουν το αποβησόμενον. Ο δε Άγιος, εξαντλούμενος εκ της ασθενείας, προς εσπέρας είπεν εις τον Πρωτοσύγκελλον αυτού· «Αύριον το πρωϊ, αφού παραλάβης και έτερον ημίονον, κάτελθε εις τον αιγιαλόν και εκεί θέλεις ίδει εν πλοίον εις το οποίον ευρίσκεται ο Άγιος πρώην Καρπάθου κύριος Παρθένιος, εις τον οποίον ειπέ, ότι παρακαλώ αυτόν να λάβη τον κόπον να έλθη προς εξομολόγησίν μου». Εξελθών λοιπόν ο Πρωτοσύγκελλος διηγήθη εις τους παρευρισκομένους τα περί του Γέροντος αυτού, λέγων ότι παραληρεί εκ του γήρατος και λόγω της ασθενείας· «Διότι, έλεγε, πόθεν γνωρίζει αυτός, ότι ο Άγιος Καρπάθου ευρίσκεται εις την παραλίαν μας, ενώ καμμία είδησις ή γράμμα δεν ήλθεν εις ημάς περί τούτου; Αλλ’ ουδέ υπόθεσιν τινά έχει ούτος να έλθη εις την πόλιν μας». Ταύτα λοιπόν στοχαζόμενος ημέλησε την προσταγήν του Γέροντος. Ο δε Άγιος, προορών ταύτα, ευθύς ως ηγέρθη εκ του ύπνου, είπε πάλιν προς αυτόν· «Διατί διστάζεις και δεν κάμνεις καθώς σοι είπον; Ο Άγιος Καρπάθου έρχεται δια πλοίου κάτω εις τον αιγιαλόν· ύπαγε λοιπόν και μη αργοπορής». Τότε ο Πρωτοσύγκελλος, θαυμάζων δια τους λόγους του Αγίου, κατήλθεν αμέσως εις τον αιγιαλόν ως προσετάχθη και ευθύς βλέπει εκείθεν εν πλοίον, το οποίον ήρχετο με ευνοϊκόν άνεμον εκεί όπου αυτός ίστατο, ανέμεινε δε ολίγον, έως ότου ηλθε το πλοίον και ελλιμενίσθη εκεί. Μετ’ ολίγον ο πλοίαρχος τούτου εξήλθε ταχέως εις την ξηράν. Πλησιάσας τότε αυτόν ο Πρωτοσύγκελλος ηρώτησεν εάν έχει εντός του σκάφους Αρχιερέα τινά. Ο δε πλοίαρχος υποπτευθείς εκ της τοιαύτης ερωτήσεως, έκρυψεν εις την αρχήν την αλήθειαν. Έπειτα, πληροφορηθείς ότι δεν ερωτάται δια κακόν τι, είπεν· «Έχω εντός του πλοίου τον Άγιον πρώην Καρπάθου, από δε αντίθετον άνεμον, όστις εύρεν ημάς αφ’ εσπέρας, παραπλεύσαντες, ήλθομεν εδώ εις την Κύπρον εξ ανάγκης». Τότε ο Πρωτοσύγκελλος, εισελθών μετά του πλοιάρχου εις το πλοίον και ιδών δια των ιδίων του οφθαλμών τον Άγιον Καρπάθου, μεγάλως εθαύμασε δια το προορατικόν χάρισμα του Αγίου Γέροντος· και πλησιάσας προς τον Αρχιερέα είπεν άπαντα τα συμβαίνοντα και ότι έχει μεθ’ εαυτού και έτερον ζώον, ίνα μεταβώσιν αμφότεροι επάνω εις την πόλιν Πάφον. Θαυμάσας λοιπόν και ο Άγιος Καρπάθου δια τα λεγόμενα, εξήλθεν έξω του πλοίου και αναβάντες αμφότεροι εις τα ζώα απήλθον εις την Μητρόπολιν προς τον Άγιον Πανάρετον, χαίροντες και δοξάζοντες τον Θεόν. Όταν δε εισήλθεν εις την Μητρόπολιν ο Άγιος Καρπάθου, ηγέρθη ο Άγιος από την κλίνην του και τον υπεδέχθη μετά χαράς, αφού δε ησπάσθησαν αλλήλους είπε προς αυτόν· «Ο Θεός, αδελφέ, σε απέστειλεν ώδε προς ημάς τους ταπεινούς, επειδή υποφέρω και η ζωή μου πλησιάζει προς το τέλος της. Όθεν, παρακαλώ, να μείνης εδώ, όπως εξομολογηθώ ενώπιόν σου ο αμαρτωλός και δια θελήματός σου να αξιωθώ της μεταλήψεως των Αχράντων Μυστηρίων. Λάβε λοιπόν τον κόπον να λειτουργήσης, όπως ευλογήσης και τους Χριστιανούς μου». Τότε ο Μητροπολίτης πρώην Καρπάθου, υπό χαράς απείρου πλησθείς δια τους λόγους του Αγίου, υπεσχέθη να τελέση όλα όσα τον παρεκάλεσε. Πράγματι, την επομένην, ο μεν Μητροπολίτης πρώην Καρπάθου Παρθένιος, αφού ελειτούργησεν, εκοινώνησε τον Άγιον των Αχράντων Μυστηρίων και ηυλόγησε τον λαόν, ο δε Άγιος, αν και ασθενών, μετά την κοινωνίαν των Αχράντων Μυστηρίων ηυλόγησε και αυτός το εαυτού ποίμνιον, ζητήσας και παρ’ αυτού την συγχώρησιν. Έπειτα είπε πάλιν προς τον Άγιον Καρπάθου· «Αδελφέ, επειδή ο άνεμος είναι αντίθετος και δεν θα δυνηθής να αποπλεύσης, παρακαλώ, παράμεινον εδώ μέχρις αύριον, δια να ενταφιάσης και το σώμα μου· συν τοις άλλοις δε παρακαλώ και τούτο: μη αλλάξητε τα ενδύματά μου, επειδή είμαι ενδεδυμένος μόνον με εκείνα τα οποία είναι αναγκαία προς ταφήν, αλλ’ ως ευρίσκομαι, ούτω ράπτοντές με εντός σάκκου, ρίψατέ με εις τον ετοιμασθέντα παρ’ εμού λάκκον». Ούτω λοιπόν διέταξεν ο Άγιος· και την επιούσαν ημέραν, ενώ προσηύχετο προς τον Θεόν και ηύχετο υπέρ του ποιμνίου του, παρέδωκε την αγίαν αυτού ψυχήν εις χείρας του Αγίου Θεού εν έτει από Χριστού 1791, κατά μήνα Μάϊον. Μετά ταύτα ο Άγιος πρώην Καρπάθου, αναγγέλων εις τον Πρωτοσύγκελλον την του Αγίου Πατρός εντολήν, είπεν· «Επειδή ο νεκρός είναι ενδεδυμένος με τα παρ’ αυτού επεξεργασθέντα λευκά εντάφια, κατά την παραγγελίαν αυτού ας μη σαβανώσωμεν αυτόν, αλλ’ ούτω να τον τοποθετήσωμεν εις τον τάφον, ως επιμόνως εζήτησε παρ’ εμού». Ο δε Πρωτοσύγκελλος απεκρίθη· «Πως θα είναι δυνατόν να μη κηδεύσω και ενταφιάσω τον Άγιον Γέροντά μου, τον ευεργέτην μου, ως πρέπει, όντα μάλιστα και Αρχιερέα του τόπου; Διότι, ο μεν Άγιος ταπεινοφρονών προέτεινε τούτο, εγώ δε χρεωστώ να πράξω το απαραίτητον χρέος μου». Ταύτα δε ειπών ήρχισε να φροντίζη δια τα πρέποντα. Καθώς λοιπόν εξέδυον το άγιον Λείψανον, κατά την συνήθειαν, έκπληκτοι ανεύρον άλυσιν περιτετυλιγμένην εις το γυμνόν σώμα του Αγίου, ήτις εφέρετο σταυροειδώς εκατέρωθεν μέχρι της οσφύος, από δε την πολυκαιρίαν ήτο σχεδόν βυθισμένη εντός της σαρκός. Τούτο ιδόντες άπαντες οι εκεί ευρεθέντες μεγάλως εθαύμασαν δια τον κρυπτόν του Αγίου αγώνα και την μεγάλην του αρετήν. Ο δε Άγιος πρώην Καρπάθου και ο Πρωτοσύγκελλος, μετά μεγάλης ευλαβείας εκτυλίξαντες την άλυσιν και ενδύσαντες πάλιν αυτόν, εκήδευσαν μετά των παρευρισκομένων κατά το πρέπον και ενεταφίασαν αυτόν μετά μεγάλης ευλαβείας, δοξολογούντες τον Θεόν. Τότε, ελθόντες εις εαυτούς, εγνώρισαν την αιτίαν δια την οποίαν ο Άγιος, επιθυμών να κρύψη και μετά θάνατον την αρετήν του, δεν ήθελε να γυμνωθή το σώμα του. Ταύτα δε αφού εγένοντο, αμέσως και εδοξάσθη παρά Θεού ο Άγιος Πανάρετος δια τοιούτου θαύματος. Πτωχός τις, παράλυτος ων, εκείτετο εις το προαύλιον της Εκκλησίας, τρεφόμενος παρά του Αγίου και εκ της ελεημοσύνης των Χριστιανών. Ούτος, ιδών το του Αγίου Λείψανον φερόμενον εις την Εκκλησίαν και οδηγούμενον εις τον τάφον, εθρήνει μετά δακρύων δια την στέρησιν τοιούτου πατρός και ευεργέτου· συρόμενος δε όσον ταχέως ηδύνατο, επλησίασε το άγιον Λείψανον ζητών παρ’ αυτού την βοήθειάν του. Και ω του θαύματος! Ευθύς ως ήγγισεν εις την σεπτήν σορόν ιατρεύθη τελείως και εφαίνετο ως να μη ήτο εκείνος ο πρώην παράλυτος. Ταύτα μαθών και ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου ήλθεν εκεί και ασπασθείς τον τάφον του Αγίου, έλαβε μεθ’ εαυτού την άλυσιν και την μετεκόμισεν εις την Αρχιεπισκοπήν αυτού, χάριν της οποίας, συναθροιζόμενα τα πλήθη των ασθενών και μετ’ ευλαβείας ταύτην ασπαζόμενα, τας ιάσεις πάντοτε λαμβάνουσιν από πάσαν ασθένειαν. Ταύτα τα περί του Αγίου τούτου Παναρέτου μαρτυρούνται γενικώς παρ’ όλης της Κύπρου, καυχωμένης δι’ αυτόν. Περιεγράφησαν δε ταύτα και παρά του Αρχιεπισκόπου Κύπρου και εστάλησαν προς τον ευρισκόμενον τότε εις τον θρόνον Παναγιώτατον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Γεράσιμον. Αλλά και από άλλους πολλούς τα αυτά εμαρτυρήθησαν, εξόχως δε κατά το 1793. Διότι πορευθείς τότε εις την Βασιλεύουσαν ο ρηθείς Μητροπολίτης πρώην Καρπάθου, ο εξομολογήσας τον Άγιον Πανάρετον, ως είπομεν, εβεβαίωσεν άπαντας περί πασών των θαυμασίων τούτου αρετών και των τελουμένω θαυμάτων, όστις και επειδή είδε ταύτα ιδίοις όμμασιν ανελύετο εις δάκρυα, όταν τα διηγείτο. Αφού δε ταύτα εγένοντο και ο Άγιος εφημίσθη πανταχού, εσκέφθησαν τινες, ίνα, δια νυκτός, κλέψωσιν εκ του τάφου το άγιον Λείψανον. Ο δε Άγιος εφάνη καθ’ ύπνους εις τον Πρωτοσύγκελλον, εις τον Δικαίον, συγχρόνως δε και εις άλλους αδελφούς του Μοναστηρίου, λέγων εις αυτούς ότι ήλθον προς αυτούς κλέπται. Εγερθέντες λοιπόν άπαντες έλεγον προς αλλήλους την αιτίαν δια την οποίαν εξύπνησαν. Σπεύσαντες δε ίνα ίδωσι περί τούτου, εύρον τας θύρας κεκλεισμένας και απόλυτον ησυχίαν. Κατόπιν δε έδραμον εις τον τάφον του Αγίου ίνα ίδωσι και εκεί. Είδον τότε, πράγματι, ότι κλέπται τινές σκάπτοντες τον τάφον του Αγίου έφθασαν σχεδόν μέχρι του κιβωτίου. Ως δε οι κλέπται είδον αυτούς, έφυγον ταχέως, μη γνωρισθέντες ποίοι ήσαν. Εκ του συμβάντος τούτου συσκεφθέντες οι Μοναχοί τι να πράξωσιν, έκριναν εύλογον να μη μεταθέσωσιν από εκεί το άγιον Λείψανον, έως ότου ευρεθή νόμιμον και κανονικόν μέρος, ίνα μετακομίσωσιν αυτό, αλλ’ ίνα ορίσωσι φύλακας εκ των ιδίων και εκ της εξουσίας και ούτω να φυλάττωσι τον τάφον. Ούτω δε αποφασίσαντες διώρισαν φύλακας οίτινες, προς ασφάλειαν, έτι δε και δια τα άπειρα θαύματα, τα υπό του Αγίου ενεργούμενα, εφύλαττον ασφαλώς τον τάφον. Ιδού λοιπόν ότι και εις τους παρόντας καιρούς έλαμψε δια της μεγάλης προς τον Θεόν αρετής του ο ρηθείς Άγιος Πανάρετος, όστις εμπράκτως βεβαιοί ημάς περί των παλαιών Αγίων και περί των ιστορουμένων αυτών θαυμάτων, ως και της οικειώσεως προς τον Θεόν της οποίας πας άνθρωπος αξιούται δια της Ορθοδόξου Πίστεως και της εναρέτου διαγωγής. Ιδού δε ακόμη ότι πραγματικώς και οφθαλμοφανώς δοξάζεται παρά του Θεού και των ανθρώπων δόξαν αιώνιον και άφθαρτον, διδάσκων ημάς μετά τον θάνατον δια του ιδίου αυτού παραδείγματος την σωτηρίαν οδόν και πληροφορών ημάς, ότι δεν εκλείπουσιν εις τον αιώνα οι υπηρετούντες τον Θεόν εκ της Ανατολικής του Χριστού Εκκλησίας, ης πύλαι Άδου ου κατισχύσουσιν εις τον αιώνα, κατά το αψευδές στόμα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Διότι και η αρετή γεννάται μεν εντός των καρδιών ημών, επεξεργαζομένη δε και τελειοποιουμένη ανέρχεται εις το φως και φωτίζει, καθισταμένη ούτω χρήσιμος τόσον εις τους έχοντας ταύτην, όσον και εις τους μη έχοντας. Ταύτης της αρετής εγένοντο εργάται όχι μόνον οι Ασκηταί της ερήμου και οι μονάζοντες των Κοινοβίων, οίτινες κύριον και καθολικόν έργον έχουσι την της αρετής επιμέλειαν και βεβαίως πολύ περισσότερον δύνανται οι τοιούτοι να προοδεύσουν εις αυτήν, αλλά και βασιλείς και Πατριάρχαι και Επίσκοποι, οίτινες έχουν τόσας φροντίδας και τόσας ευθύνας δια τον λαόν, τας πόλεις και τας επαρχίας. Και όχι μόνον ούτοι, αλλά και εξ αυτών των λαϊκών πολλοί ηυδοκίμησαν εις αυτήν. Εκ τούτων λοιπόν αποδεικνύεται, ότι όχι μόνον κατά τον τότε καιρόν εγένετο τούτο, αλλά και σήμερον δύναται τις να καλλιεργή την αρετήν, αν και ευρίσκεται εις τον κόσμον και είναι απλούς και ιδιώτης άνθρωπος. Διότι τι άλλο είναι η αρετή παρά η τήρησις των θείων εντολών, η άσκησις των καλών έργων και η αποστροφή εκ των κακών; Ποίος αμφιβάλλει, ότι χωρίς τα τοιαύτα έργα δεν δύνανται να δικαιωθούν ενώπιον του Θεού, όχι μόνον οι Μοναχοί, αλλά και αυτοί οι εν τω κόσμω ζώντες; Ποίος αμφιβάλλει, ότι από τους κοσμικούς ο Θεός ζητεί μόνον ταύτα, από τους Μοναχούς όμως ζητεί ακόμη περισσότερα; Δια τούτο οι Μοναχοί, αλλά και όλοι οι Κληρικοί, οι εις τον κόσμον ευρισκόμενοι, έχουν υποχρέωσιν να πράττουν και να αποδίδουν πολύ περισσότερα από τους κοσμικούς και μάλιστα οι Ιερείς και Ποιμένες, οι οποίοι πρέπει να είναι το καλόν παράδειγμα δια τον λαόν, κατά το γεγραμμένον: «Ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων» (Ματθ. ε:16). Ταύτα γινώσκων και ο μακάριος Πανάρετος, αν και έζη και ανεστρέφετο εν τω κόσμω, ηυχαριστείτο να εκτελή όχι μόνον τα καθήκοντα των κοσμικών, ήτοι να τηρή τας θείας εντολάς, να αποστρέφεται τα κακά και να εργάζεται τα αγαθά, αλλ’ ως Κληρικός και μάλιστα Ιεράρχης και Ποιμήν του Χριστεπωνύμου λαού ηγωνίζετο εις τα μεγάλα έργα της αρετής, ως ευρισκόμενος όχι εν μέσω της πόλεως, αλλ’ ως εν μέσω της βαθυτάτης ερήμου, ούτως ηγωνίζετο ο τρισόλβιος. Τούτου του τρισμάκαρος τον βίον και τα ένθεα κατορθώματα επιθυμώ να διηγηθώ σήμερον προς υμάς, ευλαβέστατοι Χριστιανοί. Και πρώτον μεν ότι εις τους εσχάτους τούτους καιρούς εβλάστησεν εις την Ορθόδοξον ημών Εκκλησίαν ο τοιούτος άγιος βλαστός, εν καιρώ δηλαδή ξηρασίας και ανομβρίας· και ηγίασεν όχι δι’ αθλητικού τέλους, ως πλείστοι Αθληταί, οίτινες επλούτισαν την του Χριστού Εκκλησίαν και εις τους εσχάτους τούτους χρόνους, ένεκα της των αθέων Αγαρηνών καταδυναστείας, διότι έμενον σταθεροί εις την Ορθόδοξον αυτών Πίστιν, αλλά δι’ ασκητικών αγώνων, οίτινες εις την παρούσαν γενεάν είναι πολύ σπάνιοι. Εξ άλλου δε, διότι αν και υπάρχει μεταξύ των Αγίων Ιεραρχών, ολίγους έχει τους τιμώντας αυτόν ως Άγιον! Επειδή και το βιβλίον, εις το οποίον ο τούτου Βίος εμπεριέχεται, δεν ευρίσκεται ευκόλως. Όχι δε μόνον δια ταύτα, αλλά διότι αγνοούντες οι πολλοί, ότι υπάρχει Άγιος με τοιούτον όνομα, αδιαφορούσιν, νομίζοντες, ότι το όνομα του Αγίου Παναρέτου δεν είναι κύριον όνομα, αλλά τρόπον τινά προσηγορικόν, το οποίον χρησιμοποιούν οι Μοναχοί, διότι έχει σημασίαν καλήν, ως και άλλα παρόμοια. Ούτω λοιπόν προλογίσας τον Βίον αυτού, άρχομαι της διηγήσεως. Ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Πανάρετος εκ των έργων του είχε και το όνομα και εκ του ονόματος τα έργα· διότι, ως ασκήσας πάσαν αρετήν πρεπόντως και παρά Θεού εδοξάσθη. Κατά τίνα δε τρόπον επολιτεύθη μέχρι της ανόδου αυτού εις το επισκοπικόν αξίωμα καμμίαν μαρτυρίαν δεν έχομεν, επειδή τόσον έκρυπτε την αρετήν ο μακάριος, ώστε, αν και ηγωνίζετο υπέρ την φύσιν του ανθρώπου, ουδείς εγνώριζεν αυτόν, καθώς ο λόγος θέλει δείξει κατόπιν. Όθεν εκ τούτου συμπεραίνομεν τα του πρώτου βίου αυτού αποσιωπώμενα. Διότι, αν και καθ’ όλον τον καιρόν της Αρχιερατείας αυτού ούτως ηγωνίζετο εν τω μέσω του κόσμου ή εντός της Επισκοπής, όπου βεβαίως ευρίσκοντο σχεδόν πάντοτε οι Κληρικοί συλλειτουργοί αυτού και οι υπηρέται, κατά την τάξιν και συνήθειαν των Αρχιερέων, και ηδυνήθη να αποκρύψη τους προς την αρετήν αγώνας, τους οποίους υπηρέται και Κληρικοί μόλις ολίγον προ του τέλους της αυτού παροικίας εγνώρισαν, πόσον μάλλον ασφαλώς θα ηγωνίσθη όταν ήτο απλούς ιδιώτης, τελείως κρυφίως και εν αγνοία πάντων. Ακριβώς δε επειδή εφαίνετο τοιούτος εις τον κόσμον, εις δε τον Θεόν αγνός και ευάρεστος, δια τούτο, εκ θείας Προνοίας, εψηφίσθη Αρχιερεύς και εγκατεστάθη εις τον θρόνον της εν τη Κύπρω πόλεως Πάφου, ο καθολικός διάδοχος και παρ’ ολίγον όμοιος του τετραημέρου Λαζάρου Πανάρετος, ο πάσαν αρετήν και σύνεσιν εξασκήσας. Ευθύς λοιπόν από της ανόδου του Αγίου εις τον θρόνον άπαντες οι διακονούντες και υπηρετούντες εις την Μητρόπολιν, αλλά και όλοι οι Κληρικοί ηγάπησαν τον Άγιον και τον εξετίμησαν ως καλόν και άξιον Αρχιερέα, λέγοντες προς αλλήλους· «Δόξα τω Αγίω Θεώ ημών, διότι έδωκεν εις ημάς τοιούτον Αρχιερέα, ταπεινόν, πράον, εγκρατή, υπομονητικόν, απλούστατον και φιλήσυχον». Και τον εξετίμων μεν δι’ όλα αυτά, ως είπομεν, δεν εγνώριζον όμως και την πραγματικήν αγιωσύνην αυτού, λόγω της ταπεινοφροσύνης του, και διότι, όσας αρετάς κατώρθωνε, τας έκαμεν εν τω κρυπτώ, ως προείπομεν. Όταν όμως επλησίαζε προς το μακάριον αυτού τέλος, τότε απεκαλύφθη, εν μέρει μόνον και η αγιότης των έργων αυτού, τόσον της προτέρας αυτού ζωής όσον και της εσχάτης. Αλλά και πάλιν όχι όλων των θεαρέστων έργων του, αλλ’ όσων περιήλθον εις την αντίληψιν των οικείων αυτού και όσων απέμειναν εις την μνήμην των. Διότι ταύτα μόνον έγραψαν και εις φως έδωκαν. Εκ τούτου λοιπόν πληροφορούμεθα, ότι οι μαθηταί αυτού έγραψαν μόνον όσα είδαν, τα δε πρώτα δεν εγνώριζον· ημείς δε, αρκεσθέντες και εις αυτά μόνα, τα οποία εύρομεν, ταύτα αναφέρομεν, δοξάζοντες τον εν Τριάδι Θεόν. Ευρισκόμενος λοιπόν ο θείος Πανάρετος εις το ύψος της Αρχιερωσύνης, έκρυπτε μεν την αγιότητα και από αυτούς ακόμη τους οικείους του, εφαίνετο δε μόνον η πραότης αυτού, η ταπείνωσις, η προς το ίδιον ποίμνιον ακριβής επιμέλεια, η συμπάθεια και ο τρόπος δια του οποίου εδίδασκε τούτο. Η τροφή αυτού ήτο τελείως λιτή, έτρωγε δε άπαξ της ημέρας, μετά τον Εσπερινόν, λέγων ότι δεν δύναται να φάγη δι’ ασθένειαν του στομάχου. Μετά το πτωχόν τούτο δείπνον εισήρχετο εις τον κοιτώνα του και έκλειε την θύραν, προσποιούμενος ότι κοιμάται. Παρατηρήσαντες όμως ποτέ οι οικείοι του από μικρόν τι μέρος, είδον τούτον ιστάμενον όρθιον και προσευχόμενον καθ’ όλην την νύκτα. Την δε κλίνην του δεν άφηνεν άλλον τινά να την τακτοποιήση, αλλά την ετακτοποίει μόνος, επειδή δεν ήθελε να βλέπουν, ότι δεν είχεν ούτε στρώμα μαλακόν ούτε προσκεφάλαιον. Όταν δε φίλος τις ήρχετο προς αυτόν, εφαίνετο όλως χαρίεις, υποκρινόμενος τρυφηλότητα. Πολύ δε προσείχεν όταν εξεδύετο το υποκάμισόν του, ίνα μη ίδη κανείς αυτόν γυμνόν, την δε αιτίαν θέλομεν ειπεί μετά ταύτα. Κατά τον καιρόν της θείας Ιερουργίας ήτο πάντοτε σύννους, σκεπτικός και περίδακρυς εκ της πολλής ευλαβείας. Και επειδή είπομεν, ότι τα πρώτα και τα μέσα του βίου του δεν εγράφησαν, αναφέρομεν μόνον δύο θαύματα, τα οποία ετέλεσε προ το τέλος της ζωής του, εκ των οποίων απεκαλύφθη η κεκρυμμένη αρετή και αγιότης αυτού, διότι, εάν δεν ήθελον ίδει ιδίοις όμμασιν οι μαθηταί του ταύτα, δεν θα εσέβοντο αυτόν ως Άγιον. Ακούσατε δε ίνα πεισθήτε περί της αληθείας των λεγομένων. Ιερεύς τις προεστώς χωρίου τινός της επαρχίας του Αγίου Παναρέτου, ενικήθη από αισχροκέρδειαν και κατεδυνάστευε τους υπό την ενορίαν αυτού τόσον, ώστε μη έχοντες τι άλλο να πράξουν, κατέφυγον εις τον Άγιον, κλαίοντες δε εζήτουν την τακτοποίησιν του μεταξύ του Ιερέως και αυτών ζητήματος. Ταύτα αφού ήκουσεν ο Άγιος, προσεκάλεσε τον Ιερέα και ειπών προς αυτόν τα κατ’ αυτού λεχθέντα, ήλεγξε και ενουθέτησεν αυτόν· ο δε Ιερεύς απεκρίθη εις τον Άγιον, ότι είναι συκοφαντία τα κατ’ αυτού λεγόμενα. Πιστεύσας τότε ο Άγιος τον Ιερέα, απέλυσεν αυτόν εν ειρήνη, απελθών δε εκείνος εις τα ίδια, δεν εσταμάτησε το κακόν. Τότε οι εγχώριοι, ιδόντες ότι ούτος έπραττεν ως πρότερον, προσήλθον πάλιν εις τον Άγιον και κατήγγειλαν εκ δευτέρου τα του Ιερέως. Πάλιν δε αφού προσεκάλεσεν αυτόν ο Άγιος, εκείνος τα αυτά ως και πρότερον ισχυρίσθη. Όθεν ο Άγιος, επιπλήξας αυτόν αυστηρώς, τον απέστειλεν εις τα ίδια· εκείνος όμως όχι μόνον δεν έπαυσε να αισχροκερδή, αλλά και ακόμη χειρότερα έκαμνεν. Απελθόντες λοιπόν πάλιν οι Χριστιανοί, είπον εις τον Άγιον πάντα τα συμβαίνοντα. Όθεν λυπηθείς ο Άγιος δια την πώρωσιν της καρδίας του Ιερέως, εκάλεσεν αυτόν και δια τρίτην φοράν και ήλεγξεν αυτόν αυστηρώς. Ο δε Ιερεύς, ούτε τον Θεόν φοβούμενος ούτε τους ανθρώπους και τον Άγιον εντρεπόμενος, ήρχισεν ευθύς να ομνύη και να δικαιολογήται, προφέρων το Πανάγιον όνομα του Ιησού Χριστού. Τότε ο Άγιος Πανάρετος πολύ εταράχθη· φρίξας δε δια την αφοβίαν του Ιερέως και πλήρης θείου φόβου είπε προς αυτόν· «Να φραχθή το στόμα σου, ίνα μη ομνύη ψευδώς». Και ω του θαύματος! Έκτοτε ο Ιερεύς έμεινε βωβός και δεν ηδύνατο να ομιλήση. Ο δε Άγιος, ταπεινοφρονών, έλεγε· «Δεν έπραξα τούτο εγώ ο ανάξιος, αλλά το φοβερόν όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού επαίδευσεν αυτόν». Αισχυνόμενος δε ο Ιερεύς δι’ αυτό το οποίον έπαθεν, απήλθεν εκείθεν και έμενε βωβός επί μακρόν διάστημα. Ασθενήσας δε βαρέως εκινδύνευε να αποθάνη. Όθεν φοβηθείς την δικαίαν κρίσιν του Θεού, ήτις πράγματι ήλθεν επ’ αυτόν έτι ζώντα, ελυπείτο καθ’ υπερβολήν και μετά φόβου έγραψε προς τον Άγιον, παρακαλών να καταδεχθή και έλθη προς αυτόν δια να τον εξομολογήση και τον συγχωρήση. Ο δε Άγιος, βλέπων την του Ιερέως τούτου μετάνοιαν, μετά χαράς και προθυμίας έσπευσε προς αυτόν. Ως προσήγγισε δε εις την κλίνην του ασθενούς Ιερέως, όστις έπνεε τα λοίσθια, είπε· «Θάρσει, τέκνον, διότι, αφού μετενόησας, θέλεις ελεηθή παρά Θεού». Ο δε Ιερεύς δακρυρροών και μόνον δια σχημάτων εφανέρωσεν ότι παρακαλεί τον Άγιον να δεηθή προς τον Θεόν, όπως λυθή η γλώσσα του και δυνηθή να εξομολογηθή ενώπιον του Αγίου και είπη τας αμαρτίας του. Ευσπλαγχνισθείς λοιπόν αυτόν ο Άγιος έκλεισε την θύραν και σταθείς εις προσευχήν εδέετο εις τον Θεόν υπέρ αυτού. Και ω του θαύματος! Ευθύς ως ηυλόγησεν αυτόν ο Άγιος, ελύθη του δεσμού ο Ιερεύς και ούτω εξομολογηθείς μετά θρήνου πολλού τας αμαρτίας αυτού, εζήτει την συγχώρησιν. Ο δε Άγιος, παρηγορών αυτόν είπε· «Έχε θάρρος, τέκνον μου· διότι βαδίζεις προς τον θάνατον και ίλεως ο Κύριος θέλει γίνει προ σε». Τούτο δε και εγένετο, κατά την του Αγίου φωνήν. Το θαύμα τούτο εμαρτυρήθη υπό πολλών, μάλιστα δε υπό του τότε Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Γερασίμου, ευρεθέντος κατά την εποχήν εκείνην εις την Κύπρον και ενδιατρίψαντος εν αυτή απ’ αρκετόν. Ακούσατε τώρα και δεύτερον θαύμα. Ούτω θεαρέστως διαβιών ο Άγιος έφθασε και εις το τέλος της ζωής του. Προϊδών δε ότι μέλλει να απέλθη της παρούσης ζωής, ήρχισε να ετοιμάζη τον τάφον του, σκάπτων αυτόν δια των ιδίων του χειρών. Έπειτα έρραπτε και τα από λευκόν ύφασμα ενδύματα, τα οποία έμελλε να φορέση δια τον τάφον. Όταν δε ετελείωσε την προετοιμασίαν ταύτην, ησθένησε ελαφρώς. Είπε τότε προς τους μαθητάς του· «Η ώρα του θανάτου μου επλησίασεν, ω τέκνα, και ίλεως γένοιτό μοι ο Κύριος». Οι δε μαθηταί του ενόμιζον ότι παραληρών έλεγε ταύτα. Εις τούτο δε μόνον αμφέβαλλον, ότι αν και εξωμολογείτο τακτικώς καθ’ έκαστον Σάββατον, εκείνην την εβδομάδα δεν εξωμολογήθη. Ως εκ τούτου είχον υποψίαν τινά και ανέμενον να ίδουν το αποβησόμενον. Ο δε Άγιος, εξαντλούμενος εκ της ασθενείας, προς εσπέρας είπεν εις τον Πρωτοσύγκελλον αυτού· «Αύριον το πρωϊ, αφού παραλάβης και έτερον ημίονον, κάτελθε εις τον αιγιαλόν και εκεί θέλεις ίδει εν πλοίον εις το οποίον ευρίσκεται ο Άγιος πρώην Καρπάθου κύριος Παρθένιος, εις τον οποίον ειπέ, ότι παρακαλώ αυτόν να λάβη τον κόπον να έλθη προς εξομολόγησίν μου». Εξελθών λοιπόν ο Πρωτοσύγκελλος διηγήθη εις τους παρευρισκομένους τα περί του Γέροντος αυτού, λέγων ότι παραληρεί εκ του γήρατος και λόγω της ασθενείας· «Διότι, έλεγε, πόθεν γνωρίζει αυτός, ότι ο Άγιος Καρπάθου ευρίσκεται εις την παραλίαν μας, ενώ καμμία είδησις ή γράμμα δεν ήλθεν εις ημάς περί τούτου; Αλλ’ ουδέ υπόθεσιν τινά έχει ούτος να έλθη εις την πόλιν μας». Ταύτα λοιπόν στοχαζόμενος ημέλησε την προσταγήν του Γέροντος. Ο δε Άγιος, προορών ταύτα, ευθύς ως ηγέρθη εκ του ύπνου, είπε πάλιν προς αυτόν· «Διατί διστάζεις και δεν κάμνεις καθώς σοι είπον; Ο Άγιος Καρπάθου έρχεται δια πλοίου κάτω εις τον αιγιαλόν· ύπαγε λοιπόν και μη αργοπορής». Τότε ο Πρωτοσύγκελλος, θαυμάζων δια τους λόγους του Αγίου, κατήλθεν αμέσως εις τον αιγιαλόν ως προσετάχθη και ευθύς βλέπει εκείθεν εν πλοίον, το οποίον ήρχετο με ευνοϊκόν άνεμον εκεί όπου αυτός ίστατο, ανέμεινε δε ολίγον, έως ότου ηλθε το πλοίον και ελλιμενίσθη εκεί. Μετ’ ολίγον ο πλοίαρχος τούτου εξήλθε ταχέως εις την ξηράν. Πλησιάσας τότε αυτόν ο Πρωτοσύγκελλος ηρώτησεν εάν έχει εντός του σκάφους Αρχιερέα τινά. Ο δε πλοίαρχος υποπτευθείς εκ της τοιαύτης ερωτήσεως, έκρυψεν εις την αρχήν την αλήθειαν. Έπειτα, πληροφορηθείς ότι δεν ερωτάται δια κακόν τι, είπεν· «Έχω εντός του πλοίου τον Άγιον πρώην Καρπάθου, από δε αντίθετον άνεμον, όστις εύρεν ημάς αφ’ εσπέρας, παραπλεύσαντες, ήλθομεν εδώ εις την Κύπρον εξ ανάγκης». Τότε ο Πρωτοσύγκελλος, εισελθών μετά του πλοιάρχου εις το πλοίον και ιδών δια των ιδίων του οφθαλμών τον Άγιον Καρπάθου, μεγάλως εθαύμασε δια το προορατικόν χάρισμα του Αγίου Γέροντος· και πλησιάσας προς τον Αρχιερέα είπεν άπαντα τα συμβαίνοντα και ότι έχει μεθ’ εαυτού και έτερον ζώον, ίνα μεταβώσιν αμφότεροι επάνω εις την πόλιν Πάφον. Θαυμάσας λοιπόν και ο Άγιος Καρπάθου δια τα λεγόμενα, εξήλθεν έξω του πλοίου και αναβάντες αμφότεροι εις τα ζώα απήλθον εις την Μητρόπολιν προς τον Άγιον Πανάρετον, χαίροντες και δοξάζοντες τον Θεόν. Όταν δε εισήλθεν εις την Μητρόπολιν ο Άγιος Καρπάθου, ηγέρθη ο Άγιος από την κλίνην του και τον υπεδέχθη μετά χαράς, αφού δε ησπάσθησαν αλλήλους είπε προς αυτόν· «Ο Θεός, αδελφέ, σε απέστειλεν ώδε προς ημάς τους ταπεινούς, επειδή υποφέρω και η ζωή μου πλησιάζει προς το τέλος της. Όθεν, παρακαλώ, να μείνης εδώ, όπως εξομολογηθώ ενώπιόν σου ο αμαρτωλός και δια θελήματός σου να αξιωθώ της μεταλήψεως των Αχράντων Μυστηρίων. Λάβε λοιπόν τον κόπον να λειτουργήσης, όπως ευλογήσης και τους Χριστιανούς μου». Τότε ο Μητροπολίτης πρώην Καρπάθου, υπό χαράς απείρου πλησθείς δια τους λόγους του Αγίου, υπεσχέθη να τελέση όλα όσα τον παρεκάλεσε. Πράγματι, την επομένην, ο μεν Μητροπολίτης πρώην Καρπάθου Παρθένιος, αφού ελειτούργησεν, εκοινώνησε τον Άγιον των Αχράντων Μυστηρίων και ηυλόγησε τον λαόν, ο δε Άγιος, αν και ασθενών, μετά την κοινωνίαν των Αχράντων Μυστηρίων ηυλόγησε και αυτός το εαυτού ποίμνιον, ζητήσας και παρ’ αυτού την συγχώρησιν. Έπειτα είπε πάλιν προς τον Άγιον Καρπάθου· «Αδελφέ, επειδή ο άνεμος είναι αντίθετος και δεν θα δυνηθής να αποπλεύσης, παρακαλώ, παράμεινον εδώ μέχρις αύριον, δια να ενταφιάσης και το σώμα μου· συν τοις άλλοις δε παρακαλώ και τούτο: μη αλλάξητε τα ενδύματά μου, επειδή είμαι ενδεδυμένος μόνον με εκείνα τα οποία είναι αναγκαία προς ταφήν, αλλ’ ως ευρίσκομαι, ούτω ράπτοντές με εντός σάκκου, ρίψατέ με εις τον ετοιμασθέντα παρ’ εμού λάκκον». Ούτω λοιπόν διέταξεν ο Άγιος· και την επιούσαν ημέραν, ενώ προσηύχετο προς τον Θεόν και ηύχετο υπέρ του ποιμνίου του, παρέδωκε την αγίαν αυτού ψυχήν εις χείρας του Αγίου Θεού εν έτει από Χριστού 1791, κατά μήνα Μάϊον. Μετά ταύτα ο Άγιος πρώην Καρπάθου, αναγγέλων εις τον Πρωτοσύγκελλον την του Αγίου Πατρός εντολήν, είπεν· «Επειδή ο νεκρός είναι ενδεδυμένος με τα παρ’ αυτού επεξεργασθέντα λευκά εντάφια, κατά την παραγγελίαν αυτού ας μη σαβανώσωμεν αυτόν, αλλ’ ούτω να τον τοποθετήσωμεν εις τον τάφον, ως επιμόνως εζήτησε παρ’ εμού». Ο δε Πρωτοσύγκελλος απεκρίθη· «Πως θα είναι δυνατόν να μη κηδεύσω και ενταφιάσω τον Άγιον Γέροντά μου, τον ευεργέτην μου, ως πρέπει, όντα μάλιστα και Αρχιερέα του τόπου; Διότι, ο μεν Άγιος ταπεινοφρονών προέτεινε τούτο, εγώ δε χρεωστώ να πράξω το απαραίτητον χρέος μου». Ταύτα δε ειπών ήρχισε να φροντίζη δια τα πρέποντα. Καθώς λοιπόν εξέδυον το άγιον Λείψανον, κατά την συνήθειαν, έκπληκτοι ανεύρον άλυσιν περιτετυλιγμένην εις το γυμνόν σώμα του Αγίου, ήτις εφέρετο σταυροειδώς εκατέρωθεν μέχρι της οσφύος, από δε την πολυκαιρίαν ήτο σχεδόν βυθισμένη εντός της σαρκός. Τούτο ιδόντες άπαντες οι εκεί ευρεθέντες μεγάλως εθαύμασαν δια τον κρυπτόν του Αγίου αγώνα και την μεγάλην του αρετήν. Ο δε Άγιος πρώην Καρπάθου και ο Πρωτοσύγκελλος, μετά μεγάλης ευλαβείας εκτυλίξαντες την άλυσιν και ενδύσαντες πάλιν αυτόν, εκήδευσαν μετά των παρευρισκομένων κατά το πρέπον και ενεταφίασαν αυτόν μετά μεγάλης ευλαβείας, δοξολογούντες τον Θεόν. Τότε, ελθόντες εις εαυτούς, εγνώρισαν την αιτίαν δια την οποίαν ο Άγιος, επιθυμών να κρύψη και μετά θάνατον την αρετήν του, δεν ήθελε να γυμνωθή το σώμα του. Ταύτα δε αφού εγένοντο, αμέσως και εδοξάσθη παρά Θεού ο Άγιος Πανάρετος δια τοιούτου θαύματος. Πτωχός τις, παράλυτος ων, εκείτετο εις το προαύλιον της Εκκλησίας, τρεφόμενος παρά του Αγίου και εκ της ελεημοσύνης των Χριστιανών. Ούτος, ιδών το του Αγίου Λείψανον φερόμενον εις την Εκκλησίαν και οδηγούμενον εις τον τάφον, εθρήνει μετά δακρύων δια την στέρησιν τοιούτου πατρός και ευεργέτου· συρόμενος δε όσον ταχέως ηδύνατο, επλησίασε το άγιον Λείψανον ζητών παρ’ αυτού την βοήθειάν του. Και ω του θαύματος! Ευθύς ως ήγγισεν εις την σεπτήν σορόν ιατρεύθη τελείως και εφαίνετο ως να μη ήτο εκείνος ο πρώην παράλυτος. Ταύτα μαθών και ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου ήλθεν εκεί και ασπασθείς τον τάφον του Αγίου, έλαβε μεθ’ εαυτού την άλυσιν και την μετεκόμισεν εις την Αρχιεπισκοπήν αυτού, χάριν της οποίας, συναθροιζόμενα τα πλήθη των ασθενών και μετ’ ευλαβείας ταύτην ασπαζόμενα, τας ιάσεις πάντοτε λαμβάνουσιν από πάσαν ασθένειαν. Ταύτα τα περί του Αγίου τούτου Παναρέτου μαρτυρούνται γενικώς παρ’ όλης της Κύπρου, καυχωμένης δι’ αυτόν. Περιεγράφησαν δε ταύτα και παρά του Αρχιεπισκόπου Κύπρου και εστάλησαν προς τον ευρισκόμενον τότε εις τον θρόνον Παναγιώτατον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Γεράσιμον. Αλλά και από άλλους πολλούς τα αυτά εμαρτυρήθησαν, εξόχως δε κατά το 1793. Διότι πορευθείς τότε εις την Βασιλεύουσαν ο ρηθείς Μητροπολίτης πρώην Καρπάθου, ο εξομολογήσας τον Άγιον Πανάρετον, ως είπομεν, εβεβαίωσεν άπαντας περί πασών των θαυμασίων τούτου αρετών και των τελουμένω θαυμάτων, όστις και επειδή είδε ταύτα ιδίοις όμμασιν ανελύετο εις δάκρυα, όταν τα διηγείτο. Αφού δε ταύτα εγένοντο και ο Άγιος εφημίσθη πανταχού, εσκέφθησαν τινες, ίνα, δια νυκτός, κλέψωσιν εκ του τάφου το άγιον Λείψανον. Ο δε Άγιος εφάνη καθ’ ύπνους εις τον Πρωτοσύγκελλον, εις τον Δικαίον, συγχρόνως δε και εις άλλους αδελφούς του Μοναστηρίου, λέγων εις αυτούς ότι ήλθον προς αυτούς κλέπται. Εγερθέντες λοιπόν άπαντες έλεγον προς αλλήλους την αιτίαν δια την οποίαν εξύπνησαν. Σπεύσαντες δε ίνα ίδωσι περί τούτου, εύρον τας θύρας κεκλεισμένας και απόλυτον ησυχίαν. Κατόπιν δε έδραμον εις τον τάφον του Αγίου ίνα ίδωσι και εκεί. Είδον τότε, πράγματι, ότι κλέπται τινές σκάπτοντες τον τάφον του Αγίου έφθασαν σχεδόν μέχρι του κιβωτίου. Ως δε οι κλέπται είδον αυτούς, έφυγον ταχέως, μη γνωρισθέντες ποίοι ήσαν. Εκ του συμβάντος τούτου συσκεφθέντες οι Μοναχοί τι να πράξωσιν, έκριναν εύλογον να μη μεταθέσωσιν από εκεί το άγιον Λείψανον, έως ότου ευρεθή νόμιμον και κανονικόν μέρος, ίνα μετακομίσωσιν αυτό, αλλ’ ίνα ορίσωσι φύλακας εκ των ιδίων και εκ της εξουσίας και ούτω να φυλάττωσι τον τάφον. Ούτω δε αποφασίσαντες διώρισαν φύλακας οίτινες, προς ασφάλειαν, έτι δε και δια τα άπειρα θαύματα, τα υπό του Αγίου ενεργούμενα, εφύλαττον ασφαλώς τον τάφον. Ιδού λοιπόν ότι και εις τους παρόντας καιρούς έλαμψε δια της μεγάλης προς τον Θεόν αρετής του ο ρηθείς Άγιος Πανάρετος, όστις εμπράκτως βεβαιοί ημάς περί των παλαιών Αγίων και περί των ιστορουμένων αυτών θαυμάτων, ως και της οικειώσεως προς τον Θεόν της οποίας πας άνθρωπος αξιούται δια της Ορθοδόξου Πίστεως και της εναρέτου διαγωγής. Ιδού δε ακόμη ότι πραγματικώς και οφθαλμοφανώς δοξάζεται παρά του Θεού και των ανθρώπων δόξαν αιώνιον και άφθαρτον, διδάσκων ημάς μετά τον θάνατον δια του ιδίου αυτού παραδείγματος την σωτηρίαν οδόν και πληροφορών ημάς, ότι δεν εκλείπουσιν εις τον αιώνα οι υπηρετούντες τον Θεόν εκ της Ανατολικής του Χριστού Εκκλησίας, ης πύλαι Άδου ου κατισχύσουσιν εις τον αιώνα, κατά το αψευδές στόμα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου