Βατάς ο Άγιος Μάρτυς κατήγετο εκ Περσίας, πατροπαράδοτον έχων την εις
Χριστόν πίστιν. Όταν δε έγινε τριακονταετής, ήκουσε του Κυρίου λέγοντος εις το
Ευαγγέλιον: «Ει τις έρχεται προς με και ου μισεί τον πατέρα εαυτού και την
μητέρα και την γυναίκα και τα τέκνα και τους αδελφούς και τας αδελφάς, έτι δε
και την εαυτού ψυχήν, ου δύναταί μου μαθητής είναι» (Λουκ. ιδ:26), επληρώθη
τότε Πνεύματος Αγίου και ούτω εγνώρισε τον θεϊκόν πόθον.
Όθεν, εγκαταλείψας όλα τα του κόσμου πρόσκαιρα αγαθά, μετέβη εις Μοναστήριον και έγινε Μοναχός. Προτιμήσας δε την σκληράν και κοπιαστικήν ζωήν των Μοναχών, υπερέβαλεν όλους κατά την νηστείαν, την αγρυπνίαν και την εγκράτειαν, χωρίς ουδεμίαν να ανοίξη θύραν εις τας αισθήσεις του, δια της οποίας να εισέλθη ο της ψυχής θάνατος, αλλά με πάσαν επιτήρησιν και προσοχήν εφύλαττε τας αισθήσεις και την καρδίαν του, επιθυμών να τελειωθή δια του Μαρτυρίου. Όταν λοιπόν υπό των Περσών εκινήθη διωγμός κατά των Χριστιανών, τότε οι μεν μετά του Αγίου ευρισκόμενοι αδελφοί ενεχώρησαν και έδωκαν τόπον εις την οργήν, κατά την εντολήν του Κυρίου την λέγουσαν: «Όταν δε διώκωσιν υμάς εν τη πόλει ταύτη, φεύγετε εις την άλλην» (Ματθ. ι:23), ο δε Άγιος μόνος εστάθη και δεν έφυγε, ποθών το Μαρτύριον με θερμήν επιθυμίαν. Αφ’ ου λοιπόν διήνυσεν εις την άσκησιν τριάκοντα έτη, συνελήφθη υπό των πυρσολατρών και εφέρθη εις τον Ιασδήχ, τον αδελφόν του Βαρσαναβά, όστις ήτο άρχων και εξουσιαστής του τόπου του καλουμένου Βίτζιος. Προσταχθείς δε να προσκυνήση τον ήλιον και μη καταπεισθείς, αλλά κηρύξας τον εαυτόν του Χριστιανόν, ετανύθη υπό δέκα στρατιωτών εξ αμφοτέρων των χειρών τοσούτον, ώστε εξηρθρώθησαν οι αρμοί των ώμων του. Έπειτα έδειραν αυτόν με χονδρά ραβδία και δέσαντες αυτόν από τα σπερμογόνα μόρια είκοσι στρατιώται τον έσυραν κατά γης. Έπειδή δε επέμεινεν εις την πίστιν του Χριστού, έθηκαν επί της κοιλίας του πολλάς και βαρείας πέτρας. Μετά ταύτα έκοψαν με τας μαχαίρας τας ωμοπλάτας του και τα υποκάτω των μαστών του μέρη και τελευταίον απεκεφάλισαν αυτόν. Ούτως έλαβεν ο αοίδιμος τον στέφανον του Μαρτυρίου.
Όθεν, εγκαταλείψας όλα τα του κόσμου πρόσκαιρα αγαθά, μετέβη εις Μοναστήριον και έγινε Μοναχός. Προτιμήσας δε την σκληράν και κοπιαστικήν ζωήν των Μοναχών, υπερέβαλεν όλους κατά την νηστείαν, την αγρυπνίαν και την εγκράτειαν, χωρίς ουδεμίαν να ανοίξη θύραν εις τας αισθήσεις του, δια της οποίας να εισέλθη ο της ψυχής θάνατος, αλλά με πάσαν επιτήρησιν και προσοχήν εφύλαττε τας αισθήσεις και την καρδίαν του, επιθυμών να τελειωθή δια του Μαρτυρίου. Όταν λοιπόν υπό των Περσών εκινήθη διωγμός κατά των Χριστιανών, τότε οι μεν μετά του Αγίου ευρισκόμενοι αδελφοί ενεχώρησαν και έδωκαν τόπον εις την οργήν, κατά την εντολήν του Κυρίου την λέγουσαν: «Όταν δε διώκωσιν υμάς εν τη πόλει ταύτη, φεύγετε εις την άλλην» (Ματθ. ι:23), ο δε Άγιος μόνος εστάθη και δεν έφυγε, ποθών το Μαρτύριον με θερμήν επιθυμίαν. Αφ’ ου λοιπόν διήνυσεν εις την άσκησιν τριάκοντα έτη, συνελήφθη υπό των πυρσολατρών και εφέρθη εις τον Ιασδήχ, τον αδελφόν του Βαρσαναβά, όστις ήτο άρχων και εξουσιαστής του τόπου του καλουμένου Βίτζιος. Προσταχθείς δε να προσκυνήση τον ήλιον και μη καταπεισθείς, αλλά κηρύξας τον εαυτόν του Χριστιανόν, ετανύθη υπό δέκα στρατιωτών εξ αμφοτέρων των χειρών τοσούτον, ώστε εξηρθρώθησαν οι αρμοί των ώμων του. Έπειτα έδειραν αυτόν με χονδρά ραβδία και δέσαντες αυτόν από τα σπερμογόνα μόρια είκοσι στρατιώται τον έσυραν κατά γης. Έπειδή δε επέμεινεν εις την πίστιν του Χριστού, έθηκαν επί της κοιλίας του πολλάς και βαρείας πέτρας. Μετά ταύτα έκοψαν με τας μαχαίρας τας ωμοπλάτας του και τα υποκάτω των μαστών του μέρη και τελευταίον απεκεφάλισαν αυτόν. Ούτως έλαβεν ο αοίδιμος τον στέφανον του Μαρτυρίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου