Θεόδουλος και Αγαθόπους οι Άγιοι Μάρτυρες κατήγοντο εκ Θεσσαλονίκης,
ήσαν δε ο μεν Θεόδουλος νεώτερος κατά την ηλικίαν, ο δε Αγαθόπους πρεσβύτης.
Δια δε την εις Χριστόν πίστιν ωδηγήθησαν προ του άρχοντος Φαυστίνου και μη
πεισθέντες να αρνηθώσι τον Χριστόν, αλλά φυλάττοντες την εις Αυτόν πίστιν
ασάλευτον, ερρίφθησαν εις τον βυθόν της θαλάσσης και ούτω τελςιωθέντες έλαβον
οι αοίδιμοι του Μαρτυρίου τον στέφανον. Προ δε της αποδημίας των εδηλώθη εις
αυτούς δι’ αποκαλύψεως ό,τι έμελλον να πάθωσιν. Εφάνη δηλαδή εις αυτούς καθ’
ύπνον, ότι επεβιβάσθησαν εις πλοιάριον και έπλεον· έπειτα
είδον ότι, γενομένης τρικυμίας, εσχίσθη το πλοιάριον εις δύο και όλοι μεν οι
πλέοντες επνίγησαν, αυτοί δε μόνοι διασωθέντες, ανήλθον επί όρους τινός, του
οποίου η κορυφή έφθανε μέχρι του ουρανού. Εδήλου δε το όραμα αυτό το οποίον και
έπαθον κατόπιν, ότε ερρίφθησαν εις την θάλασσαν και την άνοδον αυτών εκ της
θαλάσσης εις τους ουρανούς. Η περί του επικειμένου Μαρτυρίου αποκάλυψις εγένετο
άνωθεν εις τον Άγιον Θεόδουλον και άλλοτε πριν υποβληθή εις το Μαρτύριον, δι’
ενός δακτυλίου. Εφάνη δηλαδή εις αυτόν τότε, ότι έθηκε τις εις την χείρα του
δακτύλιον, όπερ εσήμαινε τον αρραβώνα του Μαρτυρίου του.
Το κατά πλάτος Μαρτύριον των Αγίων του Χριστού Αθλοφόρων
Θεοδούλου και Αγαθόποδος:
Ανθούσαν
και θάλλουσαν πάντοτε την προς τον Θεόν ευσέβειαν βλέπων ο διάβολος, ετράπη επί
το πονηρότερον, διότι μη δυνάμενος να πράξη τίποτε εναντίον των περί την
ευσέβειαν ενδόξων στρατιωτών, ελέγχει μόνον τους ασθενεστέρους προσερχομένους
προς την Χάριν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Καθ’ ον τρόπον δηλαδή, όταν συμβή
να εκραγή πόλεμος εις χώραν τινά, μετά μακράν περίοδον ειρήνης, ο μεν γενναίος
προσφέρει το σώμα εις τα τραύματα και πολλάκις εις τον θάνατον, ίνα κοσμήση την
κεφαλήν του δια του στεφάνου της δόξης, ο δε κατεχόμενος υπό της ασθενείας της
δειλίας πράττει αντιθέτως, προτιμών μάλλον την ασφάλειαν του σώματος παρά την
δόξαν. Κατά τούτον λοιπόν τον τρόπον, όταν οι δορυφόροι του δράκοντος εκείνου,
καταδιώκοντες ως εχθρούς τους εν Χριστώ γνωριζομένους, τυραννικώς
επικρατήσωσιν, εκείνοι μεν οίτινες δεν έχουσι την προς τον Θεόν πίστιν, εξ
ανάγκης αλλάσσουν γνώμην, οι δε οπλίσαντες την διάνοιαν αυτών δια των ρημάτων
του Χριστού, άρρηκτον έχουσι την θεοσέβειαν μη έχοντες ανάγκην να ελεγχθούν υπό
ουδενός πονηρού. Οι δε εις έπαινον προκείμενοι Μάρτυρες του Χριστού Θεόδουλος
και Αγοθόπους ακόμη περισσότερον απέδειξαν τον λογισμόν των πάντοτε ισχυρόν και
ικανόν να επικρατήση του πάθους. Διότι συστρατιώται όντες ούτοι, δια της προς
τον Θεόν παρρησίας των, την ορμητικήν της ασεβείας θύελλαν και τον κατά της
ευσεβείας πόλεμον των ειδωλολατρών, εξηπλωμένον εφ’ όλης της οικουμένης, επί
καίσαρος Μαξιμιανου (286 – 305), δι’ ακαταδαμάστου φρονήματος απέκρουσαν. Διότι
κατά την εποχήν εκείνην άπασαν την οικουμένην περιέτρεχον έφιπποι απεσταλμένοι
των ασεβών βασιλέων καταναγκάζοντες τους υπηκόους αυτών να αρνούνται τον των
πάντων Δημιουργόν και Θεόν. Οι ευσεβείς όμως και πιστοί Χριστιανοί αντέδρων
κατά του τυράννου δι’ όλων αυτών των δυνάμεων. Όθεν απεστέλλοντο εις διαφόρους
εξορίας, μάλιστα δε η άθεος προσταγή απειλούσε και θάνατον εις εκείνον όστις
ηρνείτο να θυσιάση. Οι μεν λοιπόν νομίζοντες τον ενταύθα βίον ουχίμικρόν
κέρδος, ευθύς αμέσως γευόμενοι των ειδωλοθύτων και τερπόμενοι δι’ ολίγης
ηδονής, προητοίμαζον δι’ εαυτούς θάνατον αιώνιον και κόλασιν. Οι δε ολίγον
υγιείς κατά τον λογισμόν, υπό βασάνων και αυτοί δοκιμαζόμενοι, ηρνούντο τον
αληθινόν Θεόν. Έχαιρε λοιπόν ο τοιαύτην σκηνοθεσίαν παρασκευάσας διάβολος,
διότι εξ αιτίας του φόβου των ασθενών εγένετο επικρατέστερος. Οι δε Άγιοι ούτοι
Θεόδουλος και Αγαθόπους κατά πάντα τον χρόνον αυτών ευρίσκοντο εις τον οίκον
του Θεού, ασχολούμενοι εις νηστείαν και προσευχήν και παρακαλούντες, ίνα παύση
η τοιαύτη ανομία. Εθαύμασαν δε οι περί τους στρατηγούς και τον παριστάμενον
δικαστήν την παρρησίαν των θείων τούτων ανδρών, διότι εν ω οι άλλοι προσεπάθουν
τίνι τρόπω να αποκρυβούν, αυτοί μόνοι τον λόγον του Θεού μετά παρρησίας
εκήρυττον, οδηγούμενοι ούτω εις τον αγώνα και πολύ χαριέστεροι κατά τα πρόσωπα
γενόμενοι μετά τα δεσμά. Διότι ο Θεόδουλος ήτο νέος ανήρ, με πρόσωπον ανθούν
και μόλις αρξάμενον να καλύπτεται υπό γενειάδος, κατά δε τα άλλα ήτο παιδίον
ακόμη, ένεκα της σωματικής αγνότητος. Γονείς τούτου υπήρξαν εκ των επιφανών της
Θεσσαλονίκης, αδελφοί του δε οι Καπίτων, Μητρόδωρος και Φιλόστοργος, οίτινες,
αν και νέοι κατά την ηλικίαν, κατείχον την άκραν προς τον Θεόν ευσέβειαν και
εμφύτως και δια των τρόπων των συνεβοήθουν την προθυμίαν του Μάρτυρος, όστις
και προ του πάθους εδέχθη τον αρραβώνα του μέλλοντος Μαρτυρίου παρά του
Υψίστου. Διότι ότε επλησίαζε να κηρυχθή το φοβερόν και άθεον πρόσταγμα,
ησυχάζων αργά την νύκτα, εδέχθη τι εις την χείρα, εκ ταύτης δε της αιτίας και
εξύπνησε. Τι δε ήτο τούτο; Δακτύλιος τις εκ πρωτοφανούς ουσίας κατεσκευασμένος,
έχων εις τον κύκλον του σφραγίδας, δια των οποίων, έχω την γνώμην, ότι
διεμήνυεν ο των όλων Θεός, ότι παρ’ αυτού τούτου του διοικούντος τα τέσσαρα
στοιχεία ήτο το δώρον. Έκτοτε δε και μόνον με το να επλησίαζε τις πάσχων υπό
δεινού και ανιάτου τινός πάθους τον επιφανή τούτον άνδρα και να ητένιζε τούτον
κατά πρόσωπον, τούτο ήρκει προς απαλλαγήν του από της ασθενείας. Τοιούτος
λοιπόν υπήρξεν ο Θεόδουλος. Ο δε εν Κυρίω συνεργός τούτου Αγαθόπους, ήτο ανήρ προκεχωρημένης
ηλικίας, λευκόθριξ, κεφαλή έντιμος, τον παρελθόντα βίον επιδείξας ανάλογον προς
την τελευταίαν αυτού προθυμίαν. Αμφότεροι δηλαδή οι Άγιοι ήσαν ομοίως καθαροί
υπηρέται της θεοσεβείας. Διότι, απωθήσαντες πάσαν σωματικήν ηδονήν, προς ένα
Θεόν και τον τούτου Λόγον Ιησούν Χριστόν δια παντός τρόπου απέβλεπον. Και ο μεν
Αγαθόπους ήτο Διάκονος εμπεπιστευμένος εις την σωτηρίαν των πιστευόντων, ο δε
Θεόδουλος ήτο Αναγνώστης, δι’ εκείνων δε τα οποία συχνάκις ανεγίνωσκεν εκ των
νουθεσιών των Αγίων Αποστόλων και Προφητών, παρεσκεύαζε βεβαιοτέραν την ακοήν
των πιστευόντων. Ούτος ο Άγιος πολλάκις τους φοβερωτέρους εκ των δαιμόνων τους
αποπειρωμένους να διαφθείρουν την φύσιν των ανθρώπων κατά την λογικήν και την
λαλιάν, πρώτον εξορκίζων δι’ αγνής προσευχής και σφραγίζων δια της σφραγίδος
του Παντοκράτορος, διέτασσε κατόπιν να φεύγουν εκ του πλάσματος. Αμέσως δε οι
δαίμονες εκείνοι υπήκουον προς τα προσταττόμενα. Ούτοι λοιπόν οι Άγιοι
ωδηγήθησαν προ του Φαυστίνου του τότε ηγεμόνος της Θεσσαλονίκης, όστις εφ’ υψηλού
θρόνου καθήμενος, ως ήκουσε παρά των Αγίων λεγόντων «Χριστιανοί είμεθα» και
κρατούμενοι από τας χείρας εφαίνοντο ως ομιλούντες δι’ ενός στόματος εν μια
γνώμη, εις δύο μεν μορφάς εμφανιζόμενοι, συνηνωμένοι όμως εις εν, εφοβήθη το
απτόητον της παρρησίας των μήπως και οι δύο ομού δια γενναίου φρονήματος και
του θανάτου επικρατήσωσι. Θελήσας λοιπόν δια της πειθούς πρώτον να μεταπείση
τον Άγιον Θεόδουλον, διέταξε να αποχωρήσουν πάντες. Τότε ο ηγεμών,
υποκρινόμενος τον φίλον, απηύθυνε γλυκείς δήθεν λόγους εις τον νέον, λέγων·
«Πείσθητι εις εμέ, νεανία, ίνα μη εξαπατών τον εαυτόν σου δια της νέας ταύτης
απάτης, απομακρυνθής του βίου». Ο δε Άγιος Θεόδουλος μειδιάσας ηρέμως είπεν·
«Εγώ μεν από πολλού χρόνου την απάτην απέφυγον. Συ δε φοβούμαι μήπως, επειδή
είσαι συνηθισμένος εις ταύτην, ρίψης τον εαυτόν σου εις αιώνιον θάνατον». Ο δε ηγεμών, προσπαθών
να φανή, ότι ουδόλως αντελήφθη το λεχθέν υπό του Αγίου, προσεπάθει πότε
υποσχόμενος δώρα και πότε υποσχόμενος αξιώματα, να πείση τον Άγιον να τον
ακολουθήση εις ειδωλολατρικήν τελετήν. Έτερος δε τις ανήρ, εκεί παρευρισκόμενος,
ιερεύς των ειδόλων, είπε προς τον Μάρτυρα· «Εάν δεν πεισθής να θυσιάσης
εκουσίως εις τους θεούς, ασφαλώς θα πεισθής να υπακούσης δια βασάνων εις το
πρόσταγμα του βασιλέως». Ο δε Άγιος Θεόδουλος αποκριθείς είπεν· «Ουδαμώς θέλει
δυνηθή άνθρωπος, ό,τι δήποτε και αν μεταχειρισθή καθ’ ημών, να κατορθώση, όπως
μη φανώμεν καθ’ όλα ισχυρότεροι της απειλής». Πάλιν τότε ο ηγεμών είπε προς τον
Άγιον· «Αλλά τούτο σκέφθητι, πόσην διαφοράν έχει το να ζη κανείς μετά
λαμπρότητος, από του να αποθάνη μετά βασάνων». Ο Μάρτυς όμως απήντησε· «Τούτο
και εγώ εννοών θέλω να παραβλέψω ολίγας επονειδίστους ημέρας σπεύδων να
συμμετάσχω των ουρανίων αγαθών. Ώστε δοκίμαζε και δια πυρός το σώμα και τότε
θέλεις μάθει, ότι εκείνο θέλει υποχωρήσει, ως φθαρτόν υπό φθαρτών φθειρόμενον.
Η δε ψυχή, δια των λογισμών καθισταμένη άτρωτος, περισσότερον θέλει ευφρανθή,
διότι ταχύτερον θέλει απαλλαγή των υλικών πραγμάτων». Τότε ο ηγεμών Φαυστίνος
είπε· «Και τις είναι εκείνος, ειπέ μοι, δια τον οποίον εσκέφθηςνα καταφρονήσης
σήμερον και τας πληγάς και τον θάνατον;» Ο δε Θεόδουλος απήντησεν· Ο Θεός ο τα
πάντα δια των νόμων της φύσεως συμπληρώσας και ο Τούτου Υιός και Λόγος, ο
Κύριος Ιησούς Χριστός, ο Σωτήρ ημών, του οποίου την σφραγίδα παραλαβών εκ
τρυφεράς ηλικίας, δεν θέλω μέχρι τέλους εγκαταλείψει. Ταχύτερον δε μάλλον θέλω
αποβάλει το σώμα, παρά την ευσέβειαν, πειθόμενος εις σε τον τύραννον». Θέλων
τότε ο Φαυστίνος να ειρωνευθή τα παρά του Αγίου Θεοδούλου λεχθέντα, είπε προς
αυτόν· «Καλώς, ω νεανία, ωμίλησας, συ ο τα κλείθρα και τας του Θεού σφραγίδας
κρατών». Αλλ’ ο Θεόδουλος, ο της θεοσεβείας λίαν πιστός οικονόμος, απεκρίθη·
«Ουδέποτε θα δυνηθής, έστω και πολεμών δια πυρός και σιδήρου, να θραύσης τα κλείθρα
του ιδικού μου λογισμού και να μου αφαιρέσης την σφραγίδα· διότι μέγιστον
μέλημα δι’ εμέ είναι το να ανακηρύττω Θεόν τον Χριστόν». Θαυμάσας τότε ο
Φαυστίνος τον νεανίαν δια την φρόνησίν του, διέταξε να φέρουν πλησίον του τον
Αγαθόποδα, τον δε Θεόδουλον διέταξε να απομακρύνουν εκείθεν. Ευθύς δε ως ο
Άγιος Αγαθόπους επλησίασεν, είπε προς αυτόν ο ηγεμών· «Θυσίασον εις τους θεούς·
διότι ιδού και ο Θεόδουλος, πλανώμενος πρώτον, τώρα υπόσχεται να θυσιάση». Αλλ’
ο Άγιος Αγαθόπους, αντιληφθείς την απάτην, είπεν αποκρινόμενος· «Προθύμως και
εγώ την δια λόγων θυσίαν θα προσφέρω προς τον Θεόν μου και τον Υιόν Αυτου
Ιησούν Χριστόν. Διότι προς τούτους και ο Θεόδουλοςυπεσχέθη να προσφέρη εύοσμον
θυσίαν». Είπεν ο Φαυστίνος· «Δεν θέλω να θυσιάσης εις τους παρά σου εις μάτην
αναφερομένους, αλλά προς τους την οικουμένην φυλάττοντας δώδεκα θεούς». Τότε ο
Αγαθόπους, ηρέμως κινήσας την κεφαλήν, λέγει προς τον τύραννον· «Ειπέ μοι,
αποκαλείς θεούς εκείνους τους οποίους η καλή τέχνη απετύπωσεν εις μορφήν
ανθρώπων εξ ύλης φθαρτής; Ονομάζεις θεούς εκείνους τους οποίους οι άνθρωποι,
δια των ιδίων των χειρών κατασκευάζοντες, μετ’ ολίγον, ως καλλιτέρους των,
λατρεύουσι; Θεοί είναι οι μη δυνάμενοι να εγείρουν την χείρα εναντίον εκείνων
οίτινες θέλουν να τους ανατρέψουν; Ονομάζεις θεούς τους δια του οφθαλμού των μη
βλέποντας, τους ακινήτους όντας και αναίσθητον έχοντας παν αισθητήριον όργανον;
Τους κατά το σώμα περιγεγραμμένους ονομάζεις θεούς, τους υπό των αρχαίων
Ελλήνων νομισθέντας ως εμψύχους, τους οποίους οι τας τοιαύτας μετερχόμενοι
τέχνας κατεργάζονται και αντί αργυρίου και τεσσάρων οβολών διαπραγματεύονται;
Εις αναξίους θα προσφέρω θυσίαν; Ερώτησον τον Παντοκράτορα, εάν αναγνωρίζη
τοιαύτην θυσίαν. Ανάγλυφοι μορφαί εκ χειρών λαξευθείσαι, είναι ο παρά σου
νομιζόμενος θεός. Να ψάλλω λοιπόν ύμνον, ως προσφοράν εις τούτον, ίνα ούτος,
δια των εκ χρυσού και αργύρου εστολισμένων και εσκαλισμένων ώτων του ακούση την
δέησίν μου και αποδεχόμενος ταύτην, καταστήση εμέ κύριον των όσων εκείνος δεν
έχει;» Εν ω δε ο Μάρτυς συνέχιζε λέγων ταύτα, φοβηθέντες οι περί τον ηγεμόνα,
μήπως δια των λόγων του ενδυναμώση και όσους άλλους ακόμη είχον συλλάβει και
επρόκειτο να υποβάλουν προς ανάκρισιν δια την προς τον Χριστόν πίστιν των,
διέταξαν να εγκλεισθή ο Μάρτυς τάχιστα εις την φυλακήν μετά του Αγίου
Θεοδούλου. Πολύς τότε όχλος ήρχισε να συναθροίζεται. Και άλλοι μεν εκ τούτων,
λυπούμενοι την νεότητα του Θεοδούλου, προσεπάθουν να μετατρέψουν τούτον εκ των
αμετακινήτων, άλλοι δε, βλέποντες ανθούσαν την λευκότητα επί των κροτάφων του
Αγαθόποδος, εφώναζον ως εξ ενός συνθήματος· «Μήπως και συ είσαι νέος και δεν
γνωρίζεις το συμφέρον;» Ούτοι δε οι μακάριοι, προς μόνην την καλλίστην
ευσέβειαν αποβλέποντες, εσιώπων και εγκλεισθέντες εις την φυλακήν, εν ησυχία
προσηύχοντο. Κατά δε το μεσονύκτιον, δια καλών ονείρων ενδυναμωθέντες προς τους
αγώνας των υπό του Θεού, ηγέρθησαν πλήρεις χαράς και επεκαλούντο τον Ιησούν
Χριστόν. Κατόπιν, νίψαντες τας χείρας δι’ ύδατος καθαρού και κλίναντες τα
γόνατα επί της γης, συγχρόνως δε και την κεφαλήν, ως εκ μιάς γλώσσης ανέπεμπον
προς τον Θεόν ομόψυχον ευχήν, τα εξής λέγοντες: «Ο Θεός ο ποιήσας τα πάντα
ορατά και αόρατα, ο την φύσιν διακρίνας και αφανίσας το χάος, ο διατάξας τον
θόλον του ουρανού να απλούται υπεράνω όλων, ο αναγκάσας τον ήλιον να φωτίζη καθ’
εκάστην ημέραν τα πάντα, την δε σελήνην προστάξας δια του φωτός της να αφανίζη
το σκότος, ίνα μετά των άλλων αστέρων εις πάντας τους φοβουμένους δίδη θάρρος,
Συ ο την γην παραδώσας εις τα γένη των ζώων, εις δε την θάλασσαν δωρήσας γόνον
ιχθύων εις τα βάθη της. Συ όστις εις τον αέρα εδώρησας να έχη εν αυτώ πτηνά,
ίνα η μεν θάλασσα δια των ιδικών της δώρων θεραπεύη τον υπό Σου πλασθέντα
άνθρωπον, ο δε αήρ δια των εν αυτώ ωδικών πτηνών ευχαριστήριον προσευχήν προς
Σε αναπέμπη, ως και η γη δια των ποικίλων καρπών τους οποίους προσφέρει εις το
ανθρώπινον γένος, προς Σε μόνον τον των όλων Δεσπότην, δι’ όλα ταύτα, πάντα τα
πλάσματά Σου την δυνατήν ευχαριστίαν προσφέρουσι. Διότι Συ τώρα, Παντοδύναμε
και Πανάγαθε Κύριε, το γένος ημών εν τω σκότει της ασεβείας ευρισκόμενον και μη
θέλον να διαφυλάξη τίποτε εκ των υπό Σου ορισθέντων, αλλά παραδιδόμενον εις
παράνομον κραιπάλην και ασελγείας, δεν αφήκες να καταστραφή παντελώς εις την
αιώνιον φθοράν, ουδέ επέτρεψες να ασχημονήση εναντίον μας ο δαίμων, ώστε να
βυθίση τον λογισμόν μας μέχρι του ταρτάρου. Αντιθέτως, Συ, ουράνιε Βασιλεύ, εις
την αμνησικακίαν παραδώσας τα ιδικά μας αμαρτήματα απέστειλες προς τους
ανθρώπους εκ των ουρανίων θρόνων τον Μονογενή Σου Υιόν, ενδυθέντα πλήρη
ανθρωπίνην φύσιν και την αθάνατον και αιώνιον ουσίαν αναμίξας με την θνητήν,
ίνα, ο παρά Σου σταλείς, δι’ εκείνων τα οποία έπραξεν, επαναφέρη πάλιν εις την
ευσέβειαν τους πλανωμένους περί την αδικίαν. Διότι συγχρόνως Συ και ο Υιός,
καθώς και ο Υιός συγχρόνως μετά Πατρός συν τω Αγίω Πνεύματι, πάσαν την
οικουμένην περιτρέχοντες, δια των παραδοξοτέρων θαυμάτω μετέστρεψας τους
ασεβείς προς την πίστιν. Κατ’ αυτόν τον τρόπον δηλονότι ο Λάζαρος, εκπληρώσας
το χρέος του και δια τετάρτην ημέραν ευρισκόμενος εις τον τάφον, δια της φωνής
Σου θραύσας τα δεσμά του θανάτου, εκ του βαθυτάτου σκότους ανήλθε κατανικήσας
δια της δυνάμεώς Σου και τον νόμον της φύσεως και του θανάτου την δύναμιν. Κατ’
αυτόν τον τρόπον και ο ανήρ εκείνος ο εστερημένος της οράσεως και μη δυνάμενος
να ίδη τον παρά Σου δωρηθέντα ήλιον, δια πηλού μόνον αλειφθείς δια της δεξιάς
Σου από το πάθος τούτο τελείως απηλλάγη. Και εκείνη η γυνή η άλλοτε αιμορροούσα
εκ των απορρητοτέρων μελών της, δια της αφής και μόνης του ιματίου Σου
θερμανθείσα υπό ταχείας ελπίδος, εκ του σοβαρωτάτου κινδύνου εσώζετο. Ομοίως
ήρκεσας, Συ ο Θεός, δια μόνου του ρήματος να ενεργήσης ώστε ο παράλυτος εκείνος
να φέρη επί των ώμων τον κράββατον εκείνον, όστις προ ολίγου έφερεν αυτόν. Ούτω
και τώρα μη αμελήσης να συνοδεύσης ημάς ίνα, καθιστάμενοι ικανοί δια των λογισμών
και τα μαρτύρια των αθέων αντιπαρερχόμενοι, δυνηθώμεν ούτω να αποκτήσωμεν τους
ουρανούς». Εν ω δε τοιαύτα προσηύχοντο οι Άγιοι Μάρτυρες εντός του δεσμωτηρίου,
οι εκεί κατάδικοι, δεδεμένοι δι’ αλύσεων, φονείς, μοιχοί, και άλλοι διάφοροι
κακοποιοί, πάντες ούτοι ομού, εγκαταλείψαντες τον φόβον δια τον του σώματος
θάνατον, μετά δακρύω και οδυρμών μετενόουν δι’ εκείνα τα κακά τα οποία έκαστος
διέπραξεν. Ο δε εκτός του δεσμωτηρίου ευρισκόμενος όχλος, ακούσαντες τον θρήνον
και τους σπαραγμούς, διέρρηξαν τα κλείθρα και εισπηδήσαντες εντός της φυλακής,
εθαύμαζον δια τα ιστορούμενα και δι’ όσα δια των ιδίων των οφθαλμών έβλεπον.
Τότε Ουρβανός τις εψηφισμένος λογιστής Θεσσαλονίκης και θερμός υπηρέτης του
διαβόλου, τρέχει προς τον ηγεμόνα φωνάζων και διαμαρτυρόμενος και λέγει προς
αυτόν· «Εάν δεν θανατωθούν ταχέως ο Θεόδουλος και ο Αγαθόπους, πολλοί θα είναι
εκείνοι οίτινες θα αρνηθούν την λατρείαν των θεών». Ακούσας ταύτα ο Φαυστίνος
εταράχθη σφόδρα και κινηθείς μετ’ οργής κατά των εισελθόντων, διέταξεν αμέσως
να φέρουν προ αυτού τους Αγίους. Οι δε μακάριοι, ως να μη ωδηγούντο προς
τιμωρίαν και θάνατον αλλά ως στελλόμενοι εις πανήγυρίν τινα ή χαράν, έχαιρον
δι’ όλης της καρδίας των, φαιδροί δε εις το πρόσωπον και αγαλλόμενοι εδίδασκον
τον λόγον του Θεού ενώπιον πάντων. Αφού δε ωδηγήθησαν προ του βήματος, είπεν ο
ηγεμών προς τον νεανίαν· «Πως ονομάζεσαι;». Ο Μάρτυς απεκρίθη· «Θεόδουλος
ονομάζομαι». Ο δε ηγεμών συνέχισε· «Γνωρίζεις ότι πρέπει πάντες να υπακούωσιν
εις εκείνα τα οποία διατάσσει ο των όλων δεσπότης Μαξιμιανός;» Τότε ο Θεόδουλος
απεκρίθη· «Όσα μεν ο Δεσπότης του ουρανού και της γης διατάσσει, ταύτα πρέπει
να κάμνωμεν και τούτο είναι λίαν ευσεβές. Εις όσα δε διατάσσει ο Μαξιμιανός,
εάν μεν είναι δίκαια, βεβαίως πρέπει να υπακούη τις, εάν δε είναι παράνομα, δεν
είναι ανάγκη». Ο Φαυστίνος ηρώτησε· «Ειπέ μοι λοιπόν, τις είναι ο Δεσπότης του
ουρανού;» Ο Μάρτυς απεκρίθη· «Ο Θεός ο Παντοκράτωρ και ο Υιός Του Ιησούς
Χριστός, ο Λόγος του Πατρός». Λέγει ο Φαυστίνος· «Αυτός τον οποίον εσταύρωσαν
οι Ιουδαίοι και εις τόσον σκληράς τιμωρίας τον υπέβαλον;» Ο Θεόδουλος απεκρίθη
πάλιν· «Εκείνος, όστις αφ’ εαυτού ηθέλησε να υποστή τούτο χάριν ημών και το
οποίον ολίγον μετά την σταύρωσίν Του είδον οι Ιουδαίοι, από νεκρού σώματος
μεταβαλλόμενον εις φύσιν ζώσαν. Κατόπιν πάλιν είδον Αυτόν, ως περιστεράν εν
πνεύματι προς τον ουρανόν ανερχόμενον. Ταύτα δε έπραττε, διότι ήθελεν αφ’ ενός
μεν να επικρατήση του θανάτου, αφ’ ετέρου δε να ελέγξη τον λογισμόν των
απειθούντων». Ο Φαυστίνος ηρώτησε· «Πως δικαιολογείς την άρνησίν σου να
θυσιάσης προς τους θεούς ημών;» Και ο Θεόδουλος απεκρίθη· «Καλλίτερον είναι το
να υπηρετή τις τον ποιήσαντα το πρωτότυπον των αγαλμάτων παρά τα προς
ευχαρίστησιν και απάτην της οράσεως κατασκευαζόμενα. Επειδή προτιμότερος είναι
ο δημιουργός από τον δημιουργούμενον». Διέταξε τότε ο Φαυστίνος να γυμνωθή ο
Μάρτυς των ιματίων του, οι δε δορυφόροι εταλαιπώρουν τον νεανίαν σκληρώς, εν ω
κήρυξ τις εφώναζε· «Θυσίασον, ίνα απελευθερωθής». Αλλ’ ο Άγιος Μάρτυς Θεόδουλος
είπε προς αυτόν δια τα κατ’ αυτού γενόμενα· «Του μεν σώματος τον χιτώνα ευκόλως
θα δυνηθής να αφαρπάσης, του δε λογισμού μου την πίστιν προς τον Θεόν μου δεν
θα δυνηθής να καταστρέψης εις αιώνα τον άπαντα». Ταύτα δε μετά παρρησίας λέγων
και ουδόλως επηρεαζόμενος από τον φόβον των επερχομένων συμφορών, απεκάλει έτι
περισσότερον τύραννον τον Μαξιμιανόν. Τότε ο Φαυστίνος διέταξεν ετέρους τινάς
μη δυναμένους να υποφέρουν την σκληρότητα των τιμωριών, να γευθούν τα σφάγιατης
θυσίας ενώπιον του βασανιζομένου Αγίου Μάρτυρος Θεοδούλου. Αλλ’ ο Θεόδουλος,
βλέπων και υφιστάμενος τα βασανιστήρια, είπε προς τον ηγεμόνα· «Ταύτα μεν τα
βασανιστήρια είναι πράγματι μικρά και άξια γέλωτος. Ίσως εάν εύρισκεςσκληρότερα
τινα εναντίον ημών, να ηννόεις ότι η συνοδία ημών είναι αρκετά γενναία και
ικανή να επικρατήση των τιμωριών υπέρ της ευσεβείας». Ο Φαυστίνος όμως
συνέχισεν· «Είναι ανάγκη σήμερον να μας αναπτύξης και τας παρά των Χριστιανών
καλουμένας Γραφάς». Αποκριθείς τότε ο Μάρτυς είπεν· «Εάν μεν επίστευσας την
ειδωλολατρίαν ως απάτην και ένεκα τούτου σκέπτεσαι και επιζητείς να ακούσης τα
ρήματα των Προφητών και των Αποστόλων, τότε, αφού ενδυναμώσης τον λογισμόν σου
και επιθυμήσης την θεοσέβειαν, εγώ θα είμαι έτοιμος να εκθέσω πάντα τα προς
τούτο συντείνοντα. Άλλως μη αναμένης ποτέ, ότι θέλω γίνει προδότης της Χάριτος
του Χριστού και Θεού ημών». Ο δε ηγεμών Φαυστίνος είπε· «Μάθε, ω νεανία, ότι
δεν θα λυπηθώ το σώμα σου ακρωτηριάζων αυτό και δια παντοίων τρόπων τιμωρών.
Και ως τροφήν των θηρίων θα σε ρίψω, εάν ταχέως δεν πράξης το προσταττόμενον».
Ο Θεόδουλος απεκρίθη· «Είναι επιτετραμμένον εις σε λυσσώντα κατά του σώματός
μου να πράξης όσα θέλεις, εγώ όμως ουδόλως θέλω αισθανθή ταύτα, έστω και αν
εφαρμόσης κατ’ εμού σκληρότερα από εκείνα τα οποία απειλείς». Ταύτα παρ’
αμφοτέρων ελέγοντο και ώρα πολλή παρήρχετο χωρίς ο Θεόδουλος να ενδώση ως προς
την ανάπτυξιν των Γραφών, εν ω από διάφορα σημεία προσερχόμενοι, άλλοι μεν
προσεπάθουν να δελεάσουν τούτον δια δώρων, άλλοι δε να καταπτοήσουν τούτον δια
φόβου και απειλών. Ο δε Άγιος Μάρτυς, κατωχυρωμένος δι’ ακλονήτου λογισμού,
περιεφρόνει πάντα ταύτα καθ’ όλα αυτών τα σημεία και τα εθεώρει ως φλυαρίας.
Τότε ο Φαυστίνος, αφού προηγουμένως ένευσε κρυφίως εις τους δημίους, επρόσταξε
δήθεν να εκτελέσουν αυτόν δια ξίφους, νομίζων, ότι ούτως θα εκφοβίση αυτόν. Ως
δε ήλθον εις τον ωρισμένον τόπον και είδεν ο Άγιος Μάρτυς τον δήμιον να υψώνη το
ξίφος, κλίνας τον αυχένα προς την σφαγήν, εδοξολόγησε τον Κύριον, λέγων· «Δόξα
Σοι, Πάτερ του δι’ ημάς παθόντος Σωτήρος, ότι και εγώ, δια της θείας Σου
Χάριτος, θα είμαι μετ’ ολίγον εις εκ των περιφρονησάντων τον θάνατον δια την
αγάπην Σου». Πληροφορηθείς ο Φαυστίνος, ότι ο Θεόδουλος έκλινε την κεφαλήν υπό
το ξίφος ως να επρόκειτο να στεφανωθή, διέταξε να οδηγηθή πάλιν ούτος προ του
βήματος. Εν τω μεταξύ καλέσας τον έτερον των Αγίων Μαρτύρων ηρώτησεν αυτόν·
«Πως ονομάζεσαι;» Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Αγαθόπους καλούμαι». Ηρώτησε πάλιν ο
τύραννος· «Διατί κατηγορείσαι;» Απεκρίθη ο Μάρτυς· «Δια την αυτήν αιτίαν δια
την οποία κατηγορήθη και ο Θεόδουλος». Λέγει ο Φαυστίνος· «Ποία σχέσις υπάρχει
μεταξύ σου και του Θεοδούλου; Μήπως το γένος και η φύσις συνήνωσεν εις εν;» Ο
δε Αγαθόπους απήντησε· «Το μεν γένος ημών είναι διάφορον, ο δε λογισμός εις και
ο αυτός, και όσον κατά την φύσιν χωριζόμεθα, τοσούτον κατά την πίστιν
συνενούμεθα». Ηρώτησε πάλιν ο Φαυστίνος· «Λοιπόν δια την αυτήν κόλασιν δεν
βαδίζετε και οι δύο;» Απεκρίθη ο Μάρτυς· «Τούτο βεβαίως το λέγεις συ, διότι δια
του αυτού συνθήματος απαλλασσόμενοι αμφότεροι των εδώ πραγμάτων, δι’ ενός
νεύματος και την αμοιβήν παρά του Θεού μέλλει να λάβωμεν». Λέγει ο Φαυστίνος·
«Και πως δεν είναι παράλογον επανειλημμένως σφάλλων να εκθέτης τον εαυτόν σου
εις προφανή κίνδυνον;» Απεκρίθη ο Αγαθόπους· «Δεν είναι τα πράγματα, όπως συ τα
λέγεις, ω ηγεμών, αλλά προχωρών κατά την ηλικίαν, έφθασα εις τούτο το γήρας,
εις τον κίνδυνον δε τούτον προσφέρω μετά προθυμίας τον εαυτόν μου και τον
Θεόδουλον μετά της εν τη ακμή της ηλικίας του καρτερίας». Τότε ο ηγεμών
στραφείς προς τον εν τω μεταξύ προσαχθέντα Θεόδουλον είπεν· «Θεόδουλε, μη
απατάσαι και περιφρονείς το ξίφος, διότι ούτος μεν, γέρων ήδη, ουδόλως είναι
παράδοξον εάν επείγεται να φθάση προςτο τέλος, συ όμως, νέος ων και μόλις
αρχίζων να ανδριούσαι, μη θελήσης τούτο, ούτε να αρνηθής ό,τι άλλο προσφερθή
εις σε». Προς ταύτα όμως ο γενναίος Θεόδουλος ετοιμότατα είπεν· «Αλλά δεν
νομίζω τον εαυτόν μου τόσον ασθενή, ώστε να βλέπω γενναιότερον εις την
υπομονήν, κατά τον υπέρ της ευσεβείας αγώνα, τον λευκότριχα από τον νέον».Ταύτα
ειπόντων των Μαρτύρων και σφοδρώς αντισταθέντων εις τας προτροπάς και απειλάς
του τυράννου, οι δήμιοι, δέσαντες τούτους σφιγκτά με τας χείρας όπισθεν, τους
ωδήγησαν πάλιν εις την φυλακήν, δοξάζοντας τον Θεόν δι’ εκείνα εις τα οποία
πράγματι ενίκησαν τον διάβολον, εν ω τινές εκ των γνωρίμων περιετριγύριζον
δακρύζοντες τους Μάρτυρας. Λέγει τότε προς αυτούς ο Θεόδουλος· «Προς τι η
συνοδία και τα δάκρυα;» Απήντησαν εκείνοι· «Θλιβόμεθα δια τα μαρτύρια τα οποία
σας περιμένουν». Ο δε Μάρτυς με το πρόσωπον πλήρες γαλήνης, ελαφρώς μειδιάσας
είπεν· «Είπατέ μοι πως αφήσαντες τας ιδικάς σας συμφοράς σκυθρωπάζετε και
λυπείσθε δι’ εκείνους οίτινες προσφέρονται προς τα καλλίτερα;» Ευθύς όμως ως
είπε ταύτα ο Θεόδουλος, επεμβάς ο στρατιώτης και δέσας τους Αγίους Μάρτυρας δια
σιδηρών αλύσεων, ωδήγησε τούτους εις το εσωτερικόν της φυλακής θέλων να
απομονώση τούτον από τον επερχόμενον όχλον. Όταν δε ενύκτωσεν αρκετά οι Άγιοι
Μάρτυρες, αφού προσηυχήθησαν προς τον Θεόν, να ενδυναμώση πλήρως τον λογισμόν
των προς την θεοσέβειαν, ησύχαζον ευχαριστούντες τον Θεόν. Ο δε έφορος των
Αγίων Ιησούς Χριστός βλέπων την στερράν γνώμην αμφοτέρων, απέστειλεν εις
τούτους οπτασίαν, ως απόδειξιν του μέλλοντος να συμβή. Διότι εφαίνετο εις
αυτούς ότι και οι δύο είχον επιβιβασθή επί πλοίου κλυδωνιζομένου υπό αγρίων
ανέμων εις το πέλαγος. Ενώ δε τα κύματα εκ της μανίας των ανέμων εκτύπων εις
τας πλευράς του πλοίου, διελύθη η τρόπις (καρίνα) μεθ’ όλων των επ’ αυτής
εξαρτημάτων. Τότε οι επιβαίνοντες του πλοίου ευρέθησαν εις την θάλασσαν και
άλλοι μεν εκ τούτων ετυλίσσοντο από τον κυκλώνα και ηρπάζοντο υπό των κυμάτων,
άλλοι δε προσεκολλώντο εις τους βράχους των σκοπέλων ως οστρείδια, άλλοι δε
άλλως κατετραυματίζοντο. Μόνους δε εαυτούς έβλεπον οι Μάρτυρες διασωζομένους
δια της τέχνης του Κυβερνήτου, περιβεβλημένους λαμπρόν ιμάτιον και ανερχομένους
εις όρος υψηλότατον φθάνον μάχρις αυτού του ουρανού. Τουτο ιδόντες κατά την
νύκτα οι Μάρτυρες αφυπνισθέντες εκάλουν ο εις τον άλλον, θέλοντες να διηγηθώσι
την οπτασίαν, νομίζοντες ότι ο έτερος ηγνόει ταύτην. Ως δε ηννόησαν, ότι η
Χάρις του Θεού εφάνη ίση και προς τους δύο και είχον πλέον καλάς ελπίδας,
προσέφερον ύμνον θερμόν δια το συμβάν της οπτασίας λέγοντες· «Πόσον ο Θεός
θέλει αναπαύσει εκείνον όστις ήθελεν υπομείνει, αποδεχόμενος την εκ της
φιλανθρωπίας του Υιού Του Ιησού δωρεάν; Ποίος θα είναι τόσον ανήμερος, ώστε
παραγνωρίζων την τοιαύτην ευεργεσίαν, δεν ασπάζεται την θεοσέβειαν, έναντι της
παραδόξου ταύτης ευχαριστήσεως; Ποίος άλλος είναι τόσον πρόθυμος εις
ευεργεσίαν, όσον ο Λόγος του Πατρός, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, όστις προ
του χαρίσματος του Μαρτυρίου διαμηνύσας δι’ οπτασίας την χάριν και τον προ της
αγωνίας στέφανον δείξας ημίν, κατέστησεν ημάς ρωμαλεωτέρους, προς το στάδιον
της θεοσεβείας;» Ταύτα εν ω προσηύχοντο οι Άγιοι, παρουσιάσθησαν οι στρατιώται
του ηγεμόνος σκοπόν έχοντες να παραλάβουν τους Αγίους Μάρτυρας Θεόδουλον και
Αγαθόποδα. Όθεν εγερθέντες οι Άγιοι και σφραγίσαντες εαυτούς δια του σημείου
του Σταυρού, ηκολούθησαν δεδεμένοι τους δορυφόρους. Το δε πλήθος των πιστών
εθρήνει γοερώς, αντιλαμβανόμενοι τον πικρόν θάνατον, όστις ανέμενε τους
γενναίους Αθλητάς του Χριστού. Λέγει τότε προς αυτούς ο μακάριος Θεόδουλος με
φαιδρόν το πρόσωπον· «Αν μεν κάμνετε τούτο δια την προς ημάς αγάπην σας,
πανηγυρίσατε μάλλον δι’ εκείνα τα οποία ημείς ευτυχούμεν να απολαύσωμεν. Αν δε
εξ αιτίας φθόνου θρηνείτε, διότι φθονείτε την ευτυχίαν μας, τότε μάλλον δια τας
των άλλων κακάς πράξεις να λυπείσθε. Διότι το της ευσεβείας μέγα στάδιον
ευρίσκεται κοινόν προ ημών, ομοίως δε πάντας καλεί το της Πίστεως κήρυγμα, εις
ολίγους όμως προσφέρει τον στέφανον· εις εκείνους
δηλαδή, των οποίων τον λογισμόν δεν ετάραξαν ούτε ο πλούτος ούτε αι τέρψεις του
βίου». Εν ω δε ο Αγιος του Χριστού Μάρτυς έλεγε ταύτα, ο ηγεμών Φαυστίνος
ανελθών επί βήματος υψηλού διέταξε και παρουσιάσθησαν προ αυτού οι Άγιοι, ηρώτα
δε αυτούς επί πολύ. Των δε Αγίων μη αποκρινομένων ουδέν άλλο εκτός μόνον του «Είμεθα
Χριστιανοί και υπέρ του Ιησού Χριστού προτιμώμεν να υποστώμεν τα πάντα»,
σκυθρωπάσας ο Φαυστίνος εξήγγειλε κατά των Αγίων Μαρτύρων ταύτα: «Προστάσσω, αν
ο Θεόδουλος και ο Αγαθόπους αρνηθώσιν έως τέλους να θυσιάσωσι, να ριφθώσιν
εντός της θαλάσσης». Παρέλαβον λοιπόν οι δορυφόροι τους Αγίους τούτους Μάρτυρας
και δέσαντες εις τα οπίσω τας χείρας αυτών, προσέδεσαν και λίθους βαρείς επί
των τραχήλων και των νώτων των, ίνα δια του βάρους των λίθων καταδυθώσι τα
σώματα των Αγίων εις τον πυθμένα της θαλάσσης. Πολλοί τότε εκ των γνωρίμων και
φίλων, εισελθόντες εις πλοιάρια, επλησίασαν εις το μέρος όπου έμελλον να
ριφθώσιν οι Άγιοι. Και υπό μεν της φύσεως νικώμενοι, έκλαιον δια το σκληρόν
τέλος των Μαρτύρων, εμακάριζον δε τούτους, διότι καλώς ηγωνίσθησαν δια την
ευσέβειαν και ενίκησαν τον αρχέκακον δράκοντα. Εν ω δε το σκάφος, εντός του
οποίου ήσαν οι Άγιοι, ανήγετο προς το πέλαγος, ιδού και τινες ειδωλολάτραι,
τους οποίους είχεν αποστείλει ο Φαυστίνος, συνέπλεον μετά των Αγίων, ίνα, έστω
και την τελευταίαν στιγμήν, δυνηθώσι να αποστήσωσι τούτους από την ευσέβειαν.
Ήτο δε εις το πλοίον εκείνο ανήρ τις επιφανής ονόματι Φοβίων, όστις προέτρεπε
τους Μάρτυρας να αρνηθώσι τον Χριστόν, προσφέροντες μόνον λιβανωτόν προς τους
θεούς των. Αλλ’ οι Άγιοι Μάρτυρες, ως τελειωθέντες έτι περισσότερον δια της
Χάριτος του Θεού, μόνον τον Ιησούν Χριστόν Θεόν αληθινόν ανεκήρυττον βοώντες.
Επειδή λοιπόν παρήρχετο η ώρα απράκτως, ώρμησαν οι δήμιοι και ήρπασαν πρώτον
τον Άγιον Αγαθόποδα, ίνα τον ρίψουν εις την θάλασσαν. Ο δε του Χριστού Μάρτυς,
ανεγείρας το πρόσωπον προς τον ουρανόν, αφήκε φωνήν λαμπροτάτην ειπών· «Ιδού
και δια του δευτέρου τούτου βαπτίσματος σήμερον αποβάλλομεν πάσαν υπόνοιαν
αδικίας, απομακρύνοντες ταύτην αφ’ ημών και επειγόμεθα να φθάσωμεν προς τον
Κύριον ημών Χριστόν Ιησούν, καθαροί κατά τον λογισμόν». Ταύτα αφού ελέχθησαν,
οι μεν στρατιώται κατεπόντισαν εις την μαινομένην θάλασσαν τους Αγίους
Μάρτυρας, Αγαθόποδα και Θεόδουλον, στεφθέντας δια των στεφάνων της νίκης υπέρ
της θεοσεβείας. Η δε θάλασσα, η τούτους τους Αγίους Μάρτυρας υποδεχθείσα,
θραύσασα τα δεσμά των λίθων, απέδωσε τα σώματα των Αγίων Μαρτύρων εις τους
οικείους αυτών κατά πολύ φαιδροτέρα. Προς τούτους φανείς ολίγον μετά ταύτα ο
Άγιος Μάρτυς Θεόδουλος, εν μεγαλοπρεπεί στολή και με το αρμόζον σχήμα, παρήγγειλεν
όπως διανείμωσιν άπασαν την περιουσίαν του εις χήρας και ορφανά, ίνα δείξη ο
μακάριος, ότι ουχί μόνον όταν έζη εις την παρούσαν ζωήν, αλλά και μετά την
εντεύθεν αναχώρησίν του προστατεύει τους έχοντας ανάγκην, ακόμη δε ότι και τους
συγγενείς αυτού οδηγεί εις την οδόν της ευσεβείας. Τούτων λοιπόν των ενδόξων
Αγίων Μαρτύρων Θεοδούλου και Αγαθόποδος την σεβασμίαν μνήμην επιτελούμεν,
συντρέχοντες κατ’ έτος εις τον Ναόν αυτών μετά πάσης ευλαβείας. Διότι δίκαιον
είναι, όπως προς χάριν εκείνων αναπέμπωμεν ευχάς προς τον Θεόν υπέρ αυτών ημών,
ίνα αισίας και χριστιανικής τελειώσεως τύχωμεν και ίνα, κατά το δυνατόν,
ζηλωταί και ημείς της πίστεως εκείνων καταστώμεν. Ετελειώθησαν δε εν Κυρίω οι
Άγιοι ούτοι Μάρτυρες κατά την δ΄ (4ην) του μηνός Απριλίου, εις δόξαν
Χριστού του αληθινού Θεού και Σωτήρος ημών. Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και
προσκύνησις συν τω ανάρχω Αυτού Πατρί και τω Παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ
Αυτού Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου