Θεωνάς, ο
Όσιος και Θεοφόρος Πατήρ ημών, ο κατά τον ιστ΄ (16ον) αιώνα ακμάσας,
ο του Πατρός των φώτων υιός, ο της Σεβασμίας Μονής της Αγίας Αναστασίας κτίτωρ
και καθηγητής διδάσκαλος, ο της Θεσσαλονίκης και της Θετταλίας όλης
Παναγιώτατος Ποιμενάρχης, το κλέος των Ασκητών, των Αρχιερέων το εγκαλλώπισμα
και των Χριστιανών απάντων το έξοχον σεμνολόγημα.
Ποίαν μεν είχε πατρίδα επί της γης ή ποίους γονείς ή με ποίον τρόπον εγένετο Αρχιερεύς της Θεσσαλονίκης, από ιστορίαν έγγραφον ή παράδοσιν τινα δεν εμάθομεν, είτε διότι ο Άγιος, επειδή εμίσησεν ολοψύχως όλα τα γήϊνα πράγματα, δεν απεκάλυψεν εις ουδένα το όνομα της πατρίδος και των γονέων του, καθώς και πολλοί άλλοι των Αγίων έπραξαν τούτο, είτε διότι ο πανδαμάτωρ χρόνος ηφάνισε τα περί της ζωής του Αγίου υπομνήματα και διηγήσεις καθώς και άλλα πολλά ούτως ηφανίσθησαν. Ουδέν λοιπόν έτερον περί της πατρίδος και των γονέων αυτού δυνάμεθα να είπωμεν ή ότι πατρίδα μεν είχε την επουράνιον Ιερουσαλήμ, την κοινήν πατρίδα των δια ταύτην προωρισμένων, γονείς δε τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν και την Κυρίαν ημών Θεοτόκον, αδελφούς δε πάλιν και συγγενείς, όλους τους απ’ αιώνος Αγίους. Περί δε του βίου αυτού τόσα μόνον γνωρίζομεν, όσα αναφέρονται εις τον Βίον του Αγίου Οσιομάρτυρος Ιακώβου του Νέου, του εν τω Αγίω Όρει του Άθω ασκήσαντος, άνωθεν της των Ιβήρων Μονής, εκεί όπου τώρα είναι η Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου. Εις τον Βίον λοιπόν τούτον γράφεται, ότι ο Όσιος ούτος Πατήρ ημών Θεωνάς ήτο κεκοσμημένος με το της ιερωσύνης αξίωμα, κατώκει δε πρότερον εις το Μοναστήριον του Παντοκράτορος. Επειδή όμως ηγάπα την ησυχαστικήν ζωήν περισσότερον από την κοινοβιακήν, συνήθιζε να παίρνη προσφοράς και άλλα φαγώσιμα και να πηγαίνη εις συνάντησιν του μετέπειτα Οσιομάρτυρος Αγίου Ιακώβου, όστις ήτο τότε περιβόητος μεταξύ όλων των Πατέρων του Όρους, δια τας μυστικάς αποκαλύψεις και τα ουράνια χαρίσματα τα οποία ηξιώθη να λάβη παρά Θεού. Ούτω μεταβαίνων συχνάκις ο Όσιος Θεωνάς και μανθάνων παρ’ εκείνου τα υψηλά της μοναδικής φιλοσοφίας μαθήματα, έγινε μετά πολλάς παρακλήσεις μαθητής του Οσίου Ιακώβου και προσεκολλήθη εις την συνοδίαν του χαίρων και σκιρτών, διότι ηξιώθη να ακούη εκείνας τας θείας οπτασίας, τας οποίας έβλεπε νοερώς και διότι ηξιώθη να έχη διδάσκαλον και Γέροντά του τοιούτον ουράνιον άνθρωπον. Επειδή δε υπό θείας αποκαλύψεως κινούμενος ο Όσιος Ιάκωβος εξήλθεν εις τον κόσμον και μετέβη να κατοικήση εις την Ναύπακτον, εις το Μοναστήριον του Τιμίου Προδρόμου, πλησίον του χωρίου του ονομαζομένου Δερβέκιστα (νυν Ανάληψις), συνηκολούθει αυτόν και ο Όσιος Θεωνάς και με τους οφθαλμούς του έβλεπε το θεϊκόν εκείνο φως, το οποίον εφαίνετο παραδόξως καθ’ εκάστην εσπέραν άνωθεν του Μοναστηρίου του Τιμίου Προδρόμου τρεις ημέρας πριν ή φθάση εκεί ο θείος Ιάκωβος. Τούτον τον Άγιον Θεωνάν έχων πιστότερον και γνησιώτερον μαθητήν, απέστειλεν ο διδάσκαλός του και του έφερεν ενταλτήριον γράμμα από τον Αρχιερέα της Άρτης Ακάκιον, δια να εξομολογή τους προς αυτόν ερχομένους Χριστιανούς. Τρέχοντος δε του Αγίου Ιακώβου εις το Μαρτύριον και εις την φυλακήν των Τρικάλων ευρισκομένου, δεδεμένου από τον Τούρκον Διοικητήν, οι μεν άλλοι μαθηταί, μικροψυχήσαντες, επέστρεψαν εις το Μοναστήριον του Προδρόμου, ο δε Άγιος Θεωνάς, μη δειλιάσας καθόλου, αλλ’ υπό της αγάπης καταφλεγόμενος, έμεινε συντροφεύων τον αγαπητόν του διδάσκαλον, συμπάσχων μετ’ αυτού και συναγωνιζόμενος εις τα του Μαρτυρίου βασανιστήρια. Εκεί ο Όσιος ούτος μετά τινος άλλου μαθητού, Μαρκιανού ονόματι, ηρώτησαν τον Άγιον Ιάκωβον, εν τη φυλακή ευρισκόμενον μετά του Διονυσίοτ και του Διακόνου Ιακώβου, των μαθητών του, λέγοντες· «Ειπέ ημίν, Πάτερ, τι άρα μέλλει γενέσθαι μετά την σην τελευτήν το Κοινόβιον και οι αδελφοί;» Ο δε Όσιος απεκρίθη εις αυτούς αινιγματωδώς· «Όταν, Θεού ευδοκία, ελευθερωθώμεν εκ των χειρών του βασιλέως, θέλομεν υπάγει πρώτον εις τον Πατριάρχην και έπειτα εις την μεγάλην Βλαχίαν. Όταν απέλθωμεν εκεί, πλέον δεν φοβούμεθα πειρασμούς. Μετά ταύτα θέλομεν έλθει ημείς μεν εκ των άνω, σεις δε εκ των κάτω και θέλομεν συναντηθή πλησίον της Θεσσαλονίκης. Τότε, Θεού συνεργούντος, ευρεθήσεται Μοναστήριον εις κατοίκησιν ημών και γινόμεθα αχώριστοι και εν τω νυν αιώνι και εν τω μέλλοντι». Tούτο το αίνιγμα ήτο, αδελφοί μου, προφητεία εκείνου, το οποίον έμελλε να συμβή κατόπιν. Είναι δε η εξήγησις του αινίγματος τούτου η εξής. Ομεν Πατριάρχης είναι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, η δε μεγάλη Βλαχία είναι ο Παράδεισος, όπου ευρίσκονται αι ψυχαί των Δικαίων· το δε να έλθουν αυτοί μεν από άνω, οι άλλοι δε εκ των κάτω, εφανέρωνε το μετά ταύτα συμβάν. Διότι αφού εμαρτύρησεν ο Άγιος Ιάκωβος μετά των μαθητών του Ιακώβου και Διονυσίου, οι άλλοι μαθηταί τού Αγίου, οι ζώντες και μάλιστα ο Όσιος ούτος Πατήρ ημών Θεωνάς, αναχωρήσαντες από την Δερβέκισταβ, την οποίαν ανεφέραμεν ανωτέρω, ευρίσκοντο τότε εις το Όρος του Άθω, εν τω Μοναστηρίω της Σίμωνος Πέτρας. Ακούσαντες δε από Ιερέα τινά, Νιλόλαον ονόματι, καταγόμενον εξ Άρτης, ότι τα ιερά Λείψανα των Αγίων ήσαν ενταφιασμένα πλησίον της Αδριανουπόλεως, έστειλαν και ήνοιξαν τους τάφους αυτών και λαβόντες τα ιερά αυτών Λείψανα, ανεχώρησαν εκ του Όρους και ήλθον πλησίον της Θεσσαλονίκης. Ευρόντες δε εκεί το Μοναστήριον της Αγίας Αναστασίας, το οποίον ήτο τότε Μονύδριον μικρότατον, παλαιότατον και σεσαθρωμένον, ανωκοδόμησαν τούτο εκ βάθρων και λίαν ικανά κελλία έκτισαν δια τους αδελφούς, Χάριτι δε Χριστού συνήχθησαν εκεί έως εκατόν πεντήκοντα αδελφοί, οίτινες διήγον κοινοβιακήν ζωήν. Εις όλους δε τούτους τους αδελφούς ήτο Ηγούμενος και Προεστώς ο Άγιος Θεωνάς, όστις εμερίμνα και δια τας οικοδομάς. Ακόμη δε και τούτο εφανέρωνε το αίνιγμα· ότι οι μεν μαθηταί του θέλουν έλθει από την Ναύπακτον και το Άγιον Όρος, των οποίων η θέσις είναι προς τα κάτω και χαμηλότερα, τα δε ιερά Λείψανα των Αγίων από την Αδριανούπολιν, της οποίας η τοποθεσία είναι προς τα επάνω και ούτω μέλλουν να συναχθούν εις τούτο το Μοναστήριον και να μένουν αχώριστοι, εκείνοι ζώντες και ούτοι κεκοιμημένοι, εις ταύτην την ζωήν με τα σώματα, εις δε την άλλην με τας ψυχάς· όπερ και εγένετο. Τούτον τον Όσιον Θεωνάν αφήκε διάδοχον και Προεστώτα εις τους άλλους μαθητάς του ο θείος Ιάκωβος, καθώς φαίνεται από την επιστολήν την οποίαν έστειλε προς αυτούς εις το τέλος της ζωής του, και εις την οποίαν έπειτα από όλα τα άλλα γραφόμενα γράφει και τα εξής· «Να υποτάσσεσθε δε εις τον Παπά Θεωνάν, καθώς και εις εμέ τον ίδιον και να εξομολογήσθε εις αυτόν και τους λογισμούς σας». Αυτοί οι λόγοι, αν και ολίγοι, είναι όμως αρκετοί να φανερώσουν εις ημάς, ότι ο Άγιος Θεωνάς ήτο ισότιμος με τον διδάσκαλόν του εις την αρετήν. Δια τούτο δεν άφησεν άλλον τινά επιστάτην και Ηγούμενον εις την ποίμνην των μαθητών του, αλλά αυτόν τούτον μόνον και τους παραγγέλλει να τον ευλαβούνται, ως αυτόν τον ίδιον· και έχοντες τον Θεωνάν, να νομίζουν, ότι έχουν αυτόν τον ίδιον τον Ιάκωβον ως εικόνα και αντίτυπον εκείνου. Φαίνεται δε εις τον αυτόν Βίον του Αγίου Ιακώβου, ότι Ιερομόναχος τις, Βαρλαάμ καλούμενος, ασκητεύων μετά των μαθητών του, επειδή παρήκουσε ποτέ την εντολήν του Καθηγουμένου της Μονής ταύτης, όστις, ως συμπεραίνεται, ήτο ο Άγιος ούτος Θεωνάς, εδαιμονίσθη. Τόσον δε δεινώς τον εβασάνιζε το δαιμόνιον, ώστε τον εσπάραττεν έως τριάκοντα φοράς το ημερονύκτιον και τον εκύλιε κατά γης αφρίζοντα. Τούτο ιδόντες οι αδελφοί, έδεσαν αυτού τας χείρας και τους πόδας και ανέμεναν, έως ότου έλθη ο Ηγούμενος από την Θεσσαλονίκην, ο Όσιος δηλαδή Θεωνάς. Όστις, αφού ήλθε και έμαθε το γενόμενον, έκαμεν αγιασμόν με το Λείψανον του Αγίου Ιακώβου και ποτίσας τον ασθενή εκ του αγιασμού, εθεράπευσεν αυτόν δια της Χάριτος του Θεού και της πρεσβείας του διδασκάλου του. Έζη δε ο Άγιος Θεωνάς εις το χιλιοστόν πεντακοσιοστόν εικοστόν πέμπτον (1525) έτος από Χριστού. Αφ’ ου δε εστερέωσε καλώς το Κοινόβιον και ερρύθμισε και εκανόνισε και τους μαθητάς του να πολιτεύωνται κατά τον τύπον και τα ασκητικά του μεγάλου Βασιλείου, έκτισε το Ασκητήριον και αναχωρών από το μοναστήριον κατά καιρούς, ησύχαζεν εκεί μόνος μόνω τω Θεώ προσευχόμενος· και πάλιν μετέβαινε προς τους μαθητάς του, παρηγορών αυτούς πολλάκις με την θείαν διδασκαλίαν του και στηρίζων αυτούς εις τους αγώνας του Μοναχικού πολιτεύματος. Επειδή δε δύο είναι αι πρώται και μεγάλαι εντολαί, ήτοι, το «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής σου και τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (Ματθ. κβ:37 – 39, Μάρκ. ιβ:30 – 31, Λουκ. ι: 27, Δευτερ. στ:5, Λευ. ιθ: 18), εφύλαξε ταύτας και ο Άγιος Θεωνάς και από μεν το Ασκητήριον το οποίον έκτισεν, όταν ευρίσκετο εκεί, και εις το οποίον συνωμίλει με τον Θεόν και εις την αγάπην Αυτού ανεφλέγετο, αποδεικνύεται, ότι ηγάπησε τον Θεόν «εξ όλης της διανοίας του» (Μάρκ. ιβ:30), από δετο Μοναστήριον, το οποίον έκτισε και δια μέσου αυτού έσωσεν αναριθμήτους, σχεδόν, ψυχάς, αποδεικνύεται, ότι ηγάπησε και τον πλησίον και ότι, φυλάξας τας δύο ταύτας εντολάς εν αις «όλος ο νόμος και οι Προφήται κρέμανται» (Ματθ. κβ: 40), ανήλθεν εις βαθμόν τελειότητος. Όταν δε έγινεν ο Άγιος Αρχιερεύς της Θεσσαλονίκης και όλης της Θεσσαλίας, τις δύναται να διηγηθή τους αγώνας τους οποίους ετέλεσεν ο μακάριος; Επρόσθεσεν νηστείαν επάνω εις την νηστείαν, αγρυπνίαν, προσευχήν εις την προσευχήν, «τοις πάσι τα πάντα γενόμενος», κατά τον Απόστολον (Α΄ Κορ. θ:22), μόνον δια να κερδήση πάντας τους εμπιστευθέντας εις αυτόν Χριστιανούς και να φυλάξη τα ποίμνιά του από τας επιβουλάς των αισθητών και νοητών λύκων, ως αληθινός ποιμήν και του Αρχιποίμενος Χριστού μαθητής γνησιώτατος. Αλλά τι λέγω ταύτα και αφήνω το υψηλότερον και εις το να αποδείξη την αγιότητα του Οσίου τούτου Πατρός ισχυρότατον επιχείρημα; Αν, επί παραδείγματι, δεν είχομεν καμμίαν απόδειξιν άλλην ή μαρτυρίαν, ότιο τρισμακάριστος Θεωνάς είναι Άγιος, αυτή μόνη η δόξα την οποίαν του εδώρησεν ο ίδιος ο Θεός αποδείξας μετά θάνατον το ιερόν αυτού Λείψανον σώον και ολόκληρον υπέρ τους όρους της φύσεως, ως το βλέπομεν λαμπρόν με τον κροκοβαφή χρωματισμόν, αρωματισμένον με ευωδίαν πνευματικήν και θαύματα ενεργούν εις τους μετά πίστεως αυτό επικαλουμένους, αύτη, λέγω, μόνον η δόξα και η τιμή είναι αρκετή να αποδείξη τον Θεωνάν, ότι τη αληθεία είναι Άγιος, ότι ευηρέστησε τω Θεώ και έζησε ζωήν αγγελικήν. Διότι αδύνατον είναι κατ’ άλλον τρόπον να καταλείψη τις άγιον Λείψανον, αν πρότερον δεν καθαρισθή από όλα τα πάθη, ψυχικά και σωματικά, αν δεν γίνη κατοικητήριον του Αγίου Πνεύματος και αν η θεία Χάρις δεν ενωθή και, τρόπον τινά, ζυμωθή με την καρδίαν του, με τον εγκέφαλόν του και με όλα τα οστά και τας αρθρώσεις του. Ως δε από τον καρπόν καταλαμβάνομεν ποίον είναι το δένδρον, ούτω και από την αγιότητα του Λειψάνου του Αγίου Θεωνά καταλαμβάνομεν ότι και αυτός εστάθη Άγιος, ισάξιος των παλαιών εκείνων Αγίων και έζησε ζωήν αγίαν και υπεράνθρωπον. Αύτη η τιμή και το εγκώμιον, το οποίον πραγματικώς και ψηλαφητώς του έκαμεν ο Θεός, αυτό αξίζει δι’ όλα τα εγκώμια, τα οποία ήθελον του πλέξει οι θαυμαστότεροι ρήτορες όλου του κόσμου. Τούτο το ιερόν και σεβάσμιον Λείψανον ευρίσκεται έτι και νυν σώον και ολόκληρον εις την Ιεράν Μονήν της Αγίας Αναστασίας, άρρητον αποπνέον ευωδίαν, θαύματα ενεργούν και ιάματα παρέχον εις τους μετά πίστεως προσερχομένους εις την σορόν αυτού. Την δε μνήμην αυτού τελούσιν οι σεβάσμιοι Πατέρες της Μονής ταύτης κατά την τετάρτην Κυριακήν των Νηστειών, αγρυπνίαν επιτελούντες και πανήγυριν, κατά την οποίαν συνέρχονται οι από τα πέριξ Χριστιανοί, κατά μίμησιν του κατά την δευτέραν Κυριακήν των Νηστειών εορταζομένου Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, του οποίου όχι μόνον εις τον θρόνον υπήρξε διάδοχος, αλλά και εις την αρετήν και αγιότητα εφάμιλλος. Τούτον λοιπόν τον μακάριον Θεωνάν ας μιμηθώμεν και ημείς, αδελφοί. Τούτου την ενάρετον ζωήν ας ζηλώσωμεν· τα τέκνα πρέπει να ομοιάζωσι του πατρός των και οι μαθηταί του διδασκάλου των, τα δε πρόβατα πρέπει να ακολουθώσι τον ποιμένα των. Ο Άγιος Θεωνάς είναι Πατήρ μας, είναι διδάσκαλός μας, είναι ποιμήν μας και ημείς είμεθα τέκνα του, μαθηταί του και πρόβατά του. Όθεν χρέος έχομεν να ακολουθήσωμεν την πολιτείαν του, δια να γίνωμεν όμοιοι με αυτόν· επειδή, αν δεν του ομοιάσωμεν, βεβαίως εις μάτην καυχώμεθα, ότι τον έχομεν Κτίτορα και Ποιμένα μας, αλλ’ ούτε αυτός πλέον θα μας γνωρίζη, αν είμεθα τέκνα του και μαθηταί του, αν δεν φυλάττωμεν την τάξιν του Κοινοβίου του απαρασάλευτον και μάλιστα της Εκκλησιαστικής Ακολουθίας. Ας αγαπήσωμεν λοιπόν την ακτημοσύνην και ας μισήσωμεν την φιλαργυρίαν και τα κατηραμένα αργύρια. Ας αποστραφώμεν την αγάπην των συγγενών μας και ας ποθήσωμεν υπέρ αυτούς τον Χριστόν, διότι λέγει· «Ο φιλών πατέρα ή μητέρα ή υιόν ή θυγατέρα υπέρ εμέ, ουκ έστι μου άξιος» (Ματθ. ια:37). Ας φυλάττωμεν παρθενίαν και σωφροσύνην, απέχοντες μακράν από τα πρόσωπα εκείνα, τα οποία μας σκανδαλίζουσι. Ίνα δε δι’ ολίγων είπωμεν, ας φυλάττωμεν όλας μας τας υποσχέσεις, τας οποίας εδώκαμεν εις τον Θεόν, όταν ελάβομεν το Μοναχικόν Σχήμα· ίνα, δια πρεσβειών του Αγίου Θεωνά και του Αγίου Οσιομάρτυρος Ιακώβου και των μαθητών αυτού, αξιωθώμεν της Βασιλείας των ουρανών, εν Χριστώ Ιησού, Ω η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Ποίαν μεν είχε πατρίδα επί της γης ή ποίους γονείς ή με ποίον τρόπον εγένετο Αρχιερεύς της Θεσσαλονίκης, από ιστορίαν έγγραφον ή παράδοσιν τινα δεν εμάθομεν, είτε διότι ο Άγιος, επειδή εμίσησεν ολοψύχως όλα τα γήϊνα πράγματα, δεν απεκάλυψεν εις ουδένα το όνομα της πατρίδος και των γονέων του, καθώς και πολλοί άλλοι των Αγίων έπραξαν τούτο, είτε διότι ο πανδαμάτωρ χρόνος ηφάνισε τα περί της ζωής του Αγίου υπομνήματα και διηγήσεις καθώς και άλλα πολλά ούτως ηφανίσθησαν. Ουδέν λοιπόν έτερον περί της πατρίδος και των γονέων αυτού δυνάμεθα να είπωμεν ή ότι πατρίδα μεν είχε την επουράνιον Ιερουσαλήμ, την κοινήν πατρίδα των δια ταύτην προωρισμένων, γονείς δε τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν και την Κυρίαν ημών Θεοτόκον, αδελφούς δε πάλιν και συγγενείς, όλους τους απ’ αιώνος Αγίους. Περί δε του βίου αυτού τόσα μόνον γνωρίζομεν, όσα αναφέρονται εις τον Βίον του Αγίου Οσιομάρτυρος Ιακώβου του Νέου, του εν τω Αγίω Όρει του Άθω ασκήσαντος, άνωθεν της των Ιβήρων Μονής, εκεί όπου τώρα είναι η Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου. Εις τον Βίον λοιπόν τούτον γράφεται, ότι ο Όσιος ούτος Πατήρ ημών Θεωνάς ήτο κεκοσμημένος με το της ιερωσύνης αξίωμα, κατώκει δε πρότερον εις το Μοναστήριον του Παντοκράτορος. Επειδή όμως ηγάπα την ησυχαστικήν ζωήν περισσότερον από την κοινοβιακήν, συνήθιζε να παίρνη προσφοράς και άλλα φαγώσιμα και να πηγαίνη εις συνάντησιν του μετέπειτα Οσιομάρτυρος Αγίου Ιακώβου, όστις ήτο τότε περιβόητος μεταξύ όλων των Πατέρων του Όρους, δια τας μυστικάς αποκαλύψεις και τα ουράνια χαρίσματα τα οποία ηξιώθη να λάβη παρά Θεού. Ούτω μεταβαίνων συχνάκις ο Όσιος Θεωνάς και μανθάνων παρ’ εκείνου τα υψηλά της μοναδικής φιλοσοφίας μαθήματα, έγινε μετά πολλάς παρακλήσεις μαθητής του Οσίου Ιακώβου και προσεκολλήθη εις την συνοδίαν του χαίρων και σκιρτών, διότι ηξιώθη να ακούη εκείνας τας θείας οπτασίας, τας οποίας έβλεπε νοερώς και διότι ηξιώθη να έχη διδάσκαλον και Γέροντά του τοιούτον ουράνιον άνθρωπον. Επειδή δε υπό θείας αποκαλύψεως κινούμενος ο Όσιος Ιάκωβος εξήλθεν εις τον κόσμον και μετέβη να κατοικήση εις την Ναύπακτον, εις το Μοναστήριον του Τιμίου Προδρόμου, πλησίον του χωρίου του ονομαζομένου Δερβέκιστα (νυν Ανάληψις), συνηκολούθει αυτόν και ο Όσιος Θεωνάς και με τους οφθαλμούς του έβλεπε το θεϊκόν εκείνο φως, το οποίον εφαίνετο παραδόξως καθ’ εκάστην εσπέραν άνωθεν του Μοναστηρίου του Τιμίου Προδρόμου τρεις ημέρας πριν ή φθάση εκεί ο θείος Ιάκωβος. Τούτον τον Άγιον Θεωνάν έχων πιστότερον και γνησιώτερον μαθητήν, απέστειλεν ο διδάσκαλός του και του έφερεν ενταλτήριον γράμμα από τον Αρχιερέα της Άρτης Ακάκιον, δια να εξομολογή τους προς αυτόν ερχομένους Χριστιανούς. Τρέχοντος δε του Αγίου Ιακώβου εις το Μαρτύριον και εις την φυλακήν των Τρικάλων ευρισκομένου, δεδεμένου από τον Τούρκον Διοικητήν, οι μεν άλλοι μαθηταί, μικροψυχήσαντες, επέστρεψαν εις το Μοναστήριον του Προδρόμου, ο δε Άγιος Θεωνάς, μη δειλιάσας καθόλου, αλλ’ υπό της αγάπης καταφλεγόμενος, έμεινε συντροφεύων τον αγαπητόν του διδάσκαλον, συμπάσχων μετ’ αυτού και συναγωνιζόμενος εις τα του Μαρτυρίου βασανιστήρια. Εκεί ο Όσιος ούτος μετά τινος άλλου μαθητού, Μαρκιανού ονόματι, ηρώτησαν τον Άγιον Ιάκωβον, εν τη φυλακή ευρισκόμενον μετά του Διονυσίοτ και του Διακόνου Ιακώβου, των μαθητών του, λέγοντες· «Ειπέ ημίν, Πάτερ, τι άρα μέλλει γενέσθαι μετά την σην τελευτήν το Κοινόβιον και οι αδελφοί;» Ο δε Όσιος απεκρίθη εις αυτούς αινιγματωδώς· «Όταν, Θεού ευδοκία, ελευθερωθώμεν εκ των χειρών του βασιλέως, θέλομεν υπάγει πρώτον εις τον Πατριάρχην και έπειτα εις την μεγάλην Βλαχίαν. Όταν απέλθωμεν εκεί, πλέον δεν φοβούμεθα πειρασμούς. Μετά ταύτα θέλομεν έλθει ημείς μεν εκ των άνω, σεις δε εκ των κάτω και θέλομεν συναντηθή πλησίον της Θεσσαλονίκης. Τότε, Θεού συνεργούντος, ευρεθήσεται Μοναστήριον εις κατοίκησιν ημών και γινόμεθα αχώριστοι και εν τω νυν αιώνι και εν τω μέλλοντι». Tούτο το αίνιγμα ήτο, αδελφοί μου, προφητεία εκείνου, το οποίον έμελλε να συμβή κατόπιν. Είναι δε η εξήγησις του αινίγματος τούτου η εξής. Ομεν Πατριάρχης είναι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, η δε μεγάλη Βλαχία είναι ο Παράδεισος, όπου ευρίσκονται αι ψυχαί των Δικαίων· το δε να έλθουν αυτοί μεν από άνω, οι άλλοι δε εκ των κάτω, εφανέρωνε το μετά ταύτα συμβάν. Διότι αφού εμαρτύρησεν ο Άγιος Ιάκωβος μετά των μαθητών του Ιακώβου και Διονυσίου, οι άλλοι μαθηταί τού Αγίου, οι ζώντες και μάλιστα ο Όσιος ούτος Πατήρ ημών Θεωνάς, αναχωρήσαντες από την Δερβέκισταβ, την οποίαν ανεφέραμεν ανωτέρω, ευρίσκοντο τότε εις το Όρος του Άθω, εν τω Μοναστηρίω της Σίμωνος Πέτρας. Ακούσαντες δε από Ιερέα τινά, Νιλόλαον ονόματι, καταγόμενον εξ Άρτης, ότι τα ιερά Λείψανα των Αγίων ήσαν ενταφιασμένα πλησίον της Αδριανουπόλεως, έστειλαν και ήνοιξαν τους τάφους αυτών και λαβόντες τα ιερά αυτών Λείψανα, ανεχώρησαν εκ του Όρους και ήλθον πλησίον της Θεσσαλονίκης. Ευρόντες δε εκεί το Μοναστήριον της Αγίας Αναστασίας, το οποίον ήτο τότε Μονύδριον μικρότατον, παλαιότατον και σεσαθρωμένον, ανωκοδόμησαν τούτο εκ βάθρων και λίαν ικανά κελλία έκτισαν δια τους αδελφούς, Χάριτι δε Χριστού συνήχθησαν εκεί έως εκατόν πεντήκοντα αδελφοί, οίτινες διήγον κοινοβιακήν ζωήν. Εις όλους δε τούτους τους αδελφούς ήτο Ηγούμενος και Προεστώς ο Άγιος Θεωνάς, όστις εμερίμνα και δια τας οικοδομάς. Ακόμη δε και τούτο εφανέρωνε το αίνιγμα· ότι οι μεν μαθηταί του θέλουν έλθει από την Ναύπακτον και το Άγιον Όρος, των οποίων η θέσις είναι προς τα κάτω και χαμηλότερα, τα δε ιερά Λείψανα των Αγίων από την Αδριανούπολιν, της οποίας η τοποθεσία είναι προς τα επάνω και ούτω μέλλουν να συναχθούν εις τούτο το Μοναστήριον και να μένουν αχώριστοι, εκείνοι ζώντες και ούτοι κεκοιμημένοι, εις ταύτην την ζωήν με τα σώματα, εις δε την άλλην με τας ψυχάς· όπερ και εγένετο. Τούτον τον Όσιον Θεωνάν αφήκε διάδοχον και Προεστώτα εις τους άλλους μαθητάς του ο θείος Ιάκωβος, καθώς φαίνεται από την επιστολήν την οποίαν έστειλε προς αυτούς εις το τέλος της ζωής του, και εις την οποίαν έπειτα από όλα τα άλλα γραφόμενα γράφει και τα εξής· «Να υποτάσσεσθε δε εις τον Παπά Θεωνάν, καθώς και εις εμέ τον ίδιον και να εξομολογήσθε εις αυτόν και τους λογισμούς σας». Αυτοί οι λόγοι, αν και ολίγοι, είναι όμως αρκετοί να φανερώσουν εις ημάς, ότι ο Άγιος Θεωνάς ήτο ισότιμος με τον διδάσκαλόν του εις την αρετήν. Δια τούτο δεν άφησεν άλλον τινά επιστάτην και Ηγούμενον εις την ποίμνην των μαθητών του, αλλά αυτόν τούτον μόνον και τους παραγγέλλει να τον ευλαβούνται, ως αυτόν τον ίδιον· και έχοντες τον Θεωνάν, να νομίζουν, ότι έχουν αυτόν τον ίδιον τον Ιάκωβον ως εικόνα και αντίτυπον εκείνου. Φαίνεται δε εις τον αυτόν Βίον του Αγίου Ιακώβου, ότι Ιερομόναχος τις, Βαρλαάμ καλούμενος, ασκητεύων μετά των μαθητών του, επειδή παρήκουσε ποτέ την εντολήν του Καθηγουμένου της Μονής ταύτης, όστις, ως συμπεραίνεται, ήτο ο Άγιος ούτος Θεωνάς, εδαιμονίσθη. Τόσον δε δεινώς τον εβασάνιζε το δαιμόνιον, ώστε τον εσπάραττεν έως τριάκοντα φοράς το ημερονύκτιον και τον εκύλιε κατά γης αφρίζοντα. Τούτο ιδόντες οι αδελφοί, έδεσαν αυτού τας χείρας και τους πόδας και ανέμεναν, έως ότου έλθη ο Ηγούμενος από την Θεσσαλονίκην, ο Όσιος δηλαδή Θεωνάς. Όστις, αφού ήλθε και έμαθε το γενόμενον, έκαμεν αγιασμόν με το Λείψανον του Αγίου Ιακώβου και ποτίσας τον ασθενή εκ του αγιασμού, εθεράπευσεν αυτόν δια της Χάριτος του Θεού και της πρεσβείας του διδασκάλου του. Έζη δε ο Άγιος Θεωνάς εις το χιλιοστόν πεντακοσιοστόν εικοστόν πέμπτον (1525) έτος από Χριστού. Αφ’ ου δε εστερέωσε καλώς το Κοινόβιον και ερρύθμισε και εκανόνισε και τους μαθητάς του να πολιτεύωνται κατά τον τύπον και τα ασκητικά του μεγάλου Βασιλείου, έκτισε το Ασκητήριον και αναχωρών από το μοναστήριον κατά καιρούς, ησύχαζεν εκεί μόνος μόνω τω Θεώ προσευχόμενος· και πάλιν μετέβαινε προς τους μαθητάς του, παρηγορών αυτούς πολλάκις με την θείαν διδασκαλίαν του και στηρίζων αυτούς εις τους αγώνας του Μοναχικού πολιτεύματος. Επειδή δε δύο είναι αι πρώται και μεγάλαι εντολαί, ήτοι, το «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής σου και τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (Ματθ. κβ:37 – 39, Μάρκ. ιβ:30 – 31, Λουκ. ι: 27, Δευτερ. στ:5, Λευ. ιθ: 18), εφύλαξε ταύτας και ο Άγιος Θεωνάς και από μεν το Ασκητήριον το οποίον έκτισεν, όταν ευρίσκετο εκεί, και εις το οποίον συνωμίλει με τον Θεόν και εις την αγάπην Αυτού ανεφλέγετο, αποδεικνύεται, ότι ηγάπησε τον Θεόν «εξ όλης της διανοίας του» (Μάρκ. ιβ:30), από δετο Μοναστήριον, το οποίον έκτισε και δια μέσου αυτού έσωσεν αναριθμήτους, σχεδόν, ψυχάς, αποδεικνύεται, ότι ηγάπησε και τον πλησίον και ότι, φυλάξας τας δύο ταύτας εντολάς εν αις «όλος ο νόμος και οι Προφήται κρέμανται» (Ματθ. κβ: 40), ανήλθεν εις βαθμόν τελειότητος. Όταν δε έγινεν ο Άγιος Αρχιερεύς της Θεσσαλονίκης και όλης της Θεσσαλίας, τις δύναται να διηγηθή τους αγώνας τους οποίους ετέλεσεν ο μακάριος; Επρόσθεσεν νηστείαν επάνω εις την νηστείαν, αγρυπνίαν, προσευχήν εις την προσευχήν, «τοις πάσι τα πάντα γενόμενος», κατά τον Απόστολον (Α΄ Κορ. θ:22), μόνον δια να κερδήση πάντας τους εμπιστευθέντας εις αυτόν Χριστιανούς και να φυλάξη τα ποίμνιά του από τας επιβουλάς των αισθητών και νοητών λύκων, ως αληθινός ποιμήν και του Αρχιποίμενος Χριστού μαθητής γνησιώτατος. Αλλά τι λέγω ταύτα και αφήνω το υψηλότερον και εις το να αποδείξη την αγιότητα του Οσίου τούτου Πατρός ισχυρότατον επιχείρημα; Αν, επί παραδείγματι, δεν είχομεν καμμίαν απόδειξιν άλλην ή μαρτυρίαν, ότιο τρισμακάριστος Θεωνάς είναι Άγιος, αυτή μόνη η δόξα την οποίαν του εδώρησεν ο ίδιος ο Θεός αποδείξας μετά θάνατον το ιερόν αυτού Λείψανον σώον και ολόκληρον υπέρ τους όρους της φύσεως, ως το βλέπομεν λαμπρόν με τον κροκοβαφή χρωματισμόν, αρωματισμένον με ευωδίαν πνευματικήν και θαύματα ενεργούν εις τους μετά πίστεως αυτό επικαλουμένους, αύτη, λέγω, μόνον η δόξα και η τιμή είναι αρκετή να αποδείξη τον Θεωνάν, ότι τη αληθεία είναι Άγιος, ότι ευηρέστησε τω Θεώ και έζησε ζωήν αγγελικήν. Διότι αδύνατον είναι κατ’ άλλον τρόπον να καταλείψη τις άγιον Λείψανον, αν πρότερον δεν καθαρισθή από όλα τα πάθη, ψυχικά και σωματικά, αν δεν γίνη κατοικητήριον του Αγίου Πνεύματος και αν η θεία Χάρις δεν ενωθή και, τρόπον τινά, ζυμωθή με την καρδίαν του, με τον εγκέφαλόν του και με όλα τα οστά και τας αρθρώσεις του. Ως δε από τον καρπόν καταλαμβάνομεν ποίον είναι το δένδρον, ούτω και από την αγιότητα του Λειψάνου του Αγίου Θεωνά καταλαμβάνομεν ότι και αυτός εστάθη Άγιος, ισάξιος των παλαιών εκείνων Αγίων και έζησε ζωήν αγίαν και υπεράνθρωπον. Αύτη η τιμή και το εγκώμιον, το οποίον πραγματικώς και ψηλαφητώς του έκαμεν ο Θεός, αυτό αξίζει δι’ όλα τα εγκώμια, τα οποία ήθελον του πλέξει οι θαυμαστότεροι ρήτορες όλου του κόσμου. Τούτο το ιερόν και σεβάσμιον Λείψανον ευρίσκεται έτι και νυν σώον και ολόκληρον εις την Ιεράν Μονήν της Αγίας Αναστασίας, άρρητον αποπνέον ευωδίαν, θαύματα ενεργούν και ιάματα παρέχον εις τους μετά πίστεως προσερχομένους εις την σορόν αυτού. Την δε μνήμην αυτού τελούσιν οι σεβάσμιοι Πατέρες της Μονής ταύτης κατά την τετάρτην Κυριακήν των Νηστειών, αγρυπνίαν επιτελούντες και πανήγυριν, κατά την οποίαν συνέρχονται οι από τα πέριξ Χριστιανοί, κατά μίμησιν του κατά την δευτέραν Κυριακήν των Νηστειών εορταζομένου Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, του οποίου όχι μόνον εις τον θρόνον υπήρξε διάδοχος, αλλά και εις την αρετήν και αγιότητα εφάμιλλος. Τούτον λοιπόν τον μακάριον Θεωνάν ας μιμηθώμεν και ημείς, αδελφοί. Τούτου την ενάρετον ζωήν ας ζηλώσωμεν· τα τέκνα πρέπει να ομοιάζωσι του πατρός των και οι μαθηταί του διδασκάλου των, τα δε πρόβατα πρέπει να ακολουθώσι τον ποιμένα των. Ο Άγιος Θεωνάς είναι Πατήρ μας, είναι διδάσκαλός μας, είναι ποιμήν μας και ημείς είμεθα τέκνα του, μαθηταί του και πρόβατά του. Όθεν χρέος έχομεν να ακολουθήσωμεν την πολιτείαν του, δια να γίνωμεν όμοιοι με αυτόν· επειδή, αν δεν του ομοιάσωμεν, βεβαίως εις μάτην καυχώμεθα, ότι τον έχομεν Κτίτορα και Ποιμένα μας, αλλ’ ούτε αυτός πλέον θα μας γνωρίζη, αν είμεθα τέκνα του και μαθηταί του, αν δεν φυλάττωμεν την τάξιν του Κοινοβίου του απαρασάλευτον και μάλιστα της Εκκλησιαστικής Ακολουθίας. Ας αγαπήσωμεν λοιπόν την ακτημοσύνην και ας μισήσωμεν την φιλαργυρίαν και τα κατηραμένα αργύρια. Ας αποστραφώμεν την αγάπην των συγγενών μας και ας ποθήσωμεν υπέρ αυτούς τον Χριστόν, διότι λέγει· «Ο φιλών πατέρα ή μητέρα ή υιόν ή θυγατέρα υπέρ εμέ, ουκ έστι μου άξιος» (Ματθ. ια:37). Ας φυλάττωμεν παρθενίαν και σωφροσύνην, απέχοντες μακράν από τα πρόσωπα εκείνα, τα οποία μας σκανδαλίζουσι. Ίνα δε δι’ ολίγων είπωμεν, ας φυλάττωμεν όλας μας τας υποσχέσεις, τας οποίας εδώκαμεν εις τον Θεόν, όταν ελάβομεν το Μοναχικόν Σχήμα· ίνα, δια πρεσβειών του Αγίου Θεωνά και του Αγίου Οσιομάρτυρος Ιακώβου και των μαθητών αυτού, αξιωθώμεν της Βασιλείας των ουρανών, εν Χριστώ Ιησού, Ω η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου