Τιμόθεος και Μαύρα το αγιώτατον ζεύγος, η ξυνωρίς των Μαρτύρων η ένθεος,
κατήγοντο εκ της Θηβαϊδος της Αιγύπτου, ήθλησαν δε επί της βασιλείας
Διοκλητιανού του βασιλεύσαντος κατά τα έτη σπδ΄ - τε΄
(284 – 305) και Αρριανού ηγεμονεύοντος της εν Αιγύπτω Θηβαϊδος. Τούτων
των πανενδόξων Αγίων Μαρτύρων το υπέρ του αληθινού Θεού και Κυρίου ημών Ιησού
Χριστού πανευφρόσυνον Μαρτύριον παραθέτομεν σήμερον εις την αγάπην σας. Μεγάλην
πράγματι πρόνοιαν και ανεκδιήγητον κηδεμονίαν, αγαπητοί μου ακροαταί, έδειξεν ο
μεγαλόδωρος Κύριος προς ημάς τους ανθρώπους, οίτινες ευρισκόμεθα υπό τον ήλιον
ως και καθ’ ημέραν δεικνύει, καθώς ημπορούμεν να εννοήσωμεν και εξ αυτής της
συνθέσεως των ουρανίων σωμάτων, εκ της απαθούς ουσίας και από της ακαταπαύστου
κυκλικής κινήσεως.
Όλα δε ταύτα μετέχουν τρόπον τινά της αιωνιότητος Αυτού, μεταδίδοντα μεταξύ των την αρμονίαν δια να μη έλθωσι λόγω του χρόνου εις τελείαν φθοράν. Ούτος δε ο Κύριος πλάττει με την παντοδυναμίαν Του, από μιας και της αυτής ύλης, διάφορα γένη και άπειρα είδη ατόμων κατά την ιδίαν Αυτού βούλησιν. Αν λοιπόν εις τας φθαρτάς και κατωτέρας ουσίας των γηϊνων όντων τόσην μεγάλην πρόνοιαν έδειξεν ο φιλάνθρωπος Θεός, πόσον ανωτέρα και ασύγκριτος είναι εκείνη την οποίαν έδειξεν εις τας υπερτάτας και πνευματικάς ουσίας, δηλαδή τας ψυχάς μας. Επειδή, μη ημπορούν το πέλαγος της ελεημοσύνης να υποφέρη τον αθάνατον θάνατον της ψυχής μας, τον οποίον επροξένησεν η παράβασις του Αδάμ, εχάρισεν εις ημάς την ουράνιον ζωήν, την οποίαν ουδείς όρος δύναται να εκφράση, διότι είναι αιώνιος. Ας εντρυφώμεν όθεν, κατά δύναμιν, εις αυτήν την γλυκείαν και φαιδράν λαμπρότητα της υπερουσίου εκείνης ουσίας και τριφαούς Θεότητος του Ενός και μόνου Θεού, ο οποίος είναι η αρχή και το τέλος παντός ορισμού. Προς τον οποίον όλοι τρέχομεν, εις αυτόν αναπαυόμεθα και εξ αυτού ελκόμεθα, ως ο σίδηρος σύρει τον μαγνήτην και το κέντρον τον κύκλον. Δια της προς Αυτόν λοιπόν αγάπης τρωθείσα η μακαρία αύτη δυάς, το άγιον ζεύγος, η θεία ξυνωρίς, το ευλογημένον, λέγω, ανδρόγυνον, Τιμόθεος ο λαμπρός ήρως και γενναίος οπλίτης του Ευαγγελίου της ειρήνης και Μαύρα η αρρενόφρων και πανσεβασμία, οι οποίοι, βλέποντες τότε την ευσέβειαν να μαστίζεται από τους ειδωλολάτρας, την απάτην να εγκωμιάζεται, τα όρη, τας κοιλάδας, τας οδούς, τον αέρα, να μολύνωνται από τας μιαράς θυσίας, τον ήλιον να αμαυρούται εκ του καπνού, την γην να μιαίνηται, τον ουρανόν να ατιμάζεται, τον δε Παντοκράτορα Θεόν, τον δοξαζόμενον από πάσαν πνοήν, να υβρίζηται εκ στόματος των ασεβών, ησθάνθησαν οι Άγιοι ούτοι Μάρτυρες μεγάλην θέρμην αγάπης, ζήλου και ευλαβείας. Διότι δεν υπέφερον να βλέπουν να λατρεύεται η κτίσις αντί του Κτίσαντος· δεν ηνείχοντο να βλέπουν το φρικτόν εκείνο όνομα του Υψίστου να σμικρύνηται και να καταβιβάζηται εις αξίαν χρυσού και αργύρου, άτινα είναι έργα χειρών ανθρώπων· δεν ηδύναντο τέλος πάντων να βλέπουν τους λογικούς ανθρώπους εν σκότει διαπορευομένους και να πράττουν, να ενεργούν και να εργάζωνται ως ζώα άλογα κυβερνώμενοι με μόνην την παράλογον ορμήν και με εκείνον τον σφαλερόν λογισμόν κατά τον οποίον το πάθος, ακυβέρνητον και τυφλόν, παρασύρει εις την απώλειαν τον εσκοτισμένον νουν. Ενισχυθέντες όθεν και οπλισθέντες οι Άγιοι ούτοι δούλοι του Θεού δια της πανοπλίας του Αγίου Πνεύματος, ώρμησαν με μεγαλοψυχίαν εν τω μέσω της πλάνης της ειδωλολατρίας, την οποίαν ύβριζον αφόβως, ηφάνιζον την δύναμίν της και ενέκρωναν κατά κράτος τον εχθρόν διάβολον, πνίγοντες εντός των αθλητικών των αιμάτων και τούτον τον δόλιον και την απάτην, δια της οποίας όλον σχεδόν τον κόσμον παρέσυρεν. Αλλ’ όμως ίνα μάθητε, ευσεβείς ακροαταί, λεπτομερώς τα της ενθέου πολιτείας των Αγίων τούτων Μαρτύρων, ως και τον τρόπον της ενδόξου αθλήσεως αυτών, άρχομαι συν Θεώ και παρακαλώ όπως προσέξετε μετ’ ευλαβείας. Τιμόθεος ο ένδοξος Μάρτυς του Χριστού ήτο εκ χωρίου της Θηβαϊδος, Παναπέων ονομαζομένου, οι δε γονείς του ήσαν ευσεβείς και ενάρετοι. Ευθύς λοιπόν ως απεγαλακτίσθη ο Άγιος, παρεδόθη από τους γονείς του εις ενάρετόν τινα και θεοσεβή διδάσκαλον, δια να μάθη τα ιερά γράμματα· όθεν, επειδή ήτο ευφυής, έμαθεν εις ολίγον διάστημα όσα του ήσαν αρκετά δια να εννοήση τον ποιητήν του και μόνον αληθινόν Θεόν, της ψυχής την ευγένειαν και αθανασίαν και του προσκαίρου τούτου κόσμου την φθοράν και την ματαιότητα. Ελθών δε εις ηλικίαν έλαβε κατά τους ιερούς νόμους της αγίας ημών Εκκλησίας και σύζυγον, την αοίδιμον και αξιέραστον Μαύραν, γυναίκα μεν κατά φύσιν, αρρενωπόν όμως φρόνημα έχουσαν, μετά της οποίας διάγων ο Άγιος αγίαν και μακαρίαν ζωήν, εθαυμάζετο από όλους τους ευσεβείς και διαρκώς ενεκωμιάζετο. Βλέπων δε ο Αρχιερεύς της Θηβαϊδος την θαυμαστήν πολιτείαν του Αγίου και ακούων πανθομολογούμενον τον ζήλον της ευσεβείας του, ετίμησε τούτον με το αξίωμα των Κληρικών, χειροτονήσας Ιερέα, ώρισε δε τούτον και διδάσκαλον ίνα διδάσκη εις τον λαόν του Χριστού την ευαγγελικήν διδασκαλίαν και να στηρίζη τους Χριστιανούς εις την αλήθειαν δια να μη δειλιάζουν προ των διωγμών και των βασάνων, τα οποία τότε έκαμνον οι εχθροί της αληθείας προς τους ευσεβείς Χριστιανούς. Μιμούμενος όθεν ο Άγιος τον Διδάσκαλον Χριστόν, εδίδασκεν ακαταπαύστως τους ευσεβείς, ενουθέτει δι’ έργων και λόγων τους πάντας, εστήριζεν εις την Ορθόδοξον Πίστιν τους κλονιζομένους, συνεβούλευε και αυτούς τους ειδωλολάτρας να αφήσουν την πλάνην της θρησκείας των και να πιστεύσουν εις Ένα και μόνον αληθινόν Θεόν, εν τρισί προσώποις υπάρχοντα, ο οποίος εκ μόνης της ευσπλαγχνίας Αυτού έστειλε τον μονογενή Του Υιόν, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, εις τον κόσμον, δια να εξαλείψη την πλάνην του δαίμονος, όστις εξαπατά τους ανθρώπους και ίνα δείξη προς ημάς οδόν σωτηρίας. Οι μεν Χριστιανοί, ταύτα ακούοντες, ηυφραίνοντο και εστερεούντο εις την ευσέβειαν, οι δε ειδωλολάτραι εγκατέλειπον την ασέβειαν και ερχόμενοι εις την Πίστιν του Χριστού, εβαπτίζοντο εις το όνομα της Αγίας και ομοουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος. Δεν παρήλθον δε παρά μόνον είκοσιν ημέραι, αφ’ ότου ηνώθη, ευλογία Θεού, με την μακαρίαν Μαύραν ο Άγιος, ότε διεβλήθη εις τον ηγεμόνα της Θηβαϊδος Αρριανόν, ως Κληρικός και διδάσκαλος των Χριστιανών. Τότε εκείνος, ως σκεύος του διαβόλου και εχθρός των ευσεβών, ήναψεν όλος από παράλογον και θηριώδη θυμόν και ευθύς έστειλε τους υπηρέτας της πλάνης, οίτινες, αφού συνέλαβον τους Αγίους, τους ωδήγησαν προ του τυράννου, ο οποίος, χωρίς καμμίαν άλλην ερώτησιν και παρατηρών αυστηρώς προς τον Άγιον, επρόσταξεν ευθύς τούτον να υπάγη να του φέρη τα ιερά βιβλία εκ των οποίων εδίδασκε τους Χριστιανούς, με σκοπόν, ο υιός του διαβόλου, να τα κατακαύση, δια να μη δύναται πλέον ο Άγιος να στηρίζη τους Χριστιανούς εις την Ορθόδοξον Πίστιν. Αλλ’ όμως ο μέγας στρατιώτης του επουρανίου Βασιλέως Τιμόθεος, χωρίς να δειλιάση ούτε προ των απειλών του τυράννου ούτε προ της αυστηρότητός του ουδέ προ αυτού του θανάτου, απεκρίθη με θάρρος και είπεν· «Ω ηγεμών, ποίος φρόνιμος πατήρ παρέδωκε, με την θέλησίν του, τα τέκνα του εις τον θάνατον; Αν λοιπόν ο φιλόπαις πατήρ, υποτασσόμενος εις τους νόμους της φύσεως, δεν παραδίδη εις θάνατον τα σαρκικά του τέκνα, πως εγώ θα παραδώσω τα πνευματικά μου τέκνα, τα ιερά μου βιβλία, εις τας μιαράς σου χείρας; Τούτο δεν θέλει γίνει ποτέ. Πρόθυμος δε είμαι να αποθάνω παρά να ακούσω τας αθέους σου προσταγάς». Ταύτα ως ήκουσεν ο παράνομος τύραννος εθυμώθη σφόδρα και προστάσσει να πυρακτώσουν εντός καμίνου σουβλία σιδηρά και δια τούτων, ούτω πεπυρακτωμένων, να τρυπήσουν τα ώτα του Μάρτυρος. Ο λόγος του λοιπόν έργον εγένετο. Ευθύς δε ως οι στρατιώται ενέβαλον ταύτα εις τας ακοάς του ενδόξου ήρωος, έπεσον χαμαί αι κόραι των οφθαλμών του. Αλλ’ ω της απεράντου καρτερίας του Αγίου! Ταύτην την πικράν τιμωρίαν υπομένων γενναίως ο μακάριος δια το όνομα του Χριστού, έλεγε το του μακαρίου Παύλου· «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; Θλίψις ή στενοχωρία ή διωγμός ή λιμός ή γυμνότης ή κίνδυνος ή μάχαιρα»; (Ρωμ. η:35). Δηλαδή, ω τύραννε πικρέ, νομίζεις ότι με τοιαύτας πικρίας θέλεις δυνηθή να με χωρίσης από τον Χριστόν μου; Πλανάσαι· επειδή από την αγάπην τού δεδοξασμένου μου Σωτήρος δεν με αποχωρίζει ούτε θλίψις ούτε στενοχωρία ούτε πείνα ούτε εξορία ούτε βάσανα ή φυλακαί ούτε αυτός ο θάνατος, διότι δεν είναι άξια τα παθήματα του νυν καιρού, ίνα παραβληθώσι προς την μέλλουσαν δόξαν. (Ρωμ. η: 18). Τούτου λεχθέντος υπό του Αγίου ήναψε πάλιν από θυμόν ο τύραννος και επρόσταξε να δέσουν τον Μάρτυρα επί τροχού δια να κατακοπούν τα μέλη του και ή να πεισθή να εκτελέση τα προστάγματα του Αρριανού ή να λάβη τον πρέποντα θάνατον. Οι υπηρέται λοιπόν της πλάνης έδεσαν τον Άγιον επί του τροχού, ως δε έστρεφον τούτον με ορμήν, τα καρφία τα οποία είχον εμπεπηγμένα εις αυτόν εξέσχιζον ανηλεώς τας σάρκας του Αθλοφόρου. Αλλά και πάλιν γενναίως υπέφερεν ο Άγιος, ψάλλων και λέγων· «Κύριος εμοί βοηθός και ου φοβηθήσομαι» (Ψαλμ. ριζ:6). Και πάλιν· «Ου φοβηθήσομαι κακά ότι Συ μετ’ εμού ει» (Ψαλμ. κβ:4). Βλέπων όμως ο παράνομος την υπομονήν του Αγίου και ότι εις μίαν στιγμήν εμφανισθείς ο Χριστός τον ιάτρευσεν από τας πληγάς του χωρίς να απομείνη ουδέ το ελάχιστον σημείον εκ των προτέρων του πληγών και απορών τι να πράξη, προσέταξε να θέσουν μέγα τεμάχιον πανίου εντός του στόματος του Μάρτυρος, κατόπιν να δέσουν μίαν μεγάλην πέτραν εις τον λαιμόν του και να τον τριγυρίζουν εις όλην την χώραν· έπειτα δε να τον κρεμάσουν από εν δένδρον υψηλόν. Και εγένοντο μεν ταύτα, αλλ’ ο Άγιος τα υπέμεινε με γενναιότητα και έλεγεν εις τον τύραννον με θάρρος· «Ω τύραννε, μη νομίζης ότι με τοιαύτας τιμωρίας θέλεις δυνηθή να με κλονίσης από την Ορθόδοξον Πίστιν· εγώ ως απόλαυσιν δέχομαι τα βάσανά σου και με χαράν δέχομαι τας τιμωρίας σου, επειδή ταύτα μου παρέχουσιν αιώνιον ευφροσύνην και αθάνατον χαράν. Είθε δε και συ, ω τετυφλωμένε τύραννε, να ηδύνασο να ανοίξης τα όμματα της ψυχής, ίνα ίδης την αλήθειαν και ούτω εγκαταλείπων τον διάβολον να πιστεύσης εις τον μόνον αληθινόν και παντοδύναμον Θεόν». Ταύτα ακούσας ο τύραννος από του στόματος του Μάρτυρος λεγόμενα, εξεπλάγη με την παρρησίαν μετά της οποίας ωμίλει. Και οργισθείς, τον μεν Άγιον επρόσταξε και έκλεισαν εις την φυλακήν έως ότου εξετασθή δια δευτέραν φοράν , την δε Αγίαν Μαύραν εδοκίμαζε με κολακείας και γλυκείς δήθεν λόγους να εξαπατήση και να λατρεύση τα είδωλα. Την εκάλεσε λοιπόν και της είπεν· «Ω Μαύρα, συλλογίσου καλώς την νεότητά σου και την γλυκυτάτην σου ζωήν· ετοιμάσου αύριον και καλλωπίσου δια να προσφέρης την θυσίαν σου εις τους θεούς. Εάν με ακούσης, θέλεις λάβει από εμέ μεγάλας τιμάς και ευεργεσίας. Αν όμως παρακούσης την συμβουλήν μου, θέλω σου επιβάλει βασανισμούς και τιμωρίας, καθώς και εις τον άνδρα σου». Ταύτα ως ήκουσεν η Αγία, λεγόμενα από του μιαρού στόματος του τυράννου, απεκρίθη· «Ασεβέστατε και πάσης ανομίας πεπληρωμένε, ούτε τας ευεργεσίας σου θέλω ούτε τα είδωλά σου προσκυνώ ούτε τας τιμωρίας σου φοβούμε, επειδή εγώ λατρεύω τον Χριστόν μου, τον ποιήσαντα τον ουρανόν, την γην, την θάλασσαν και πάντα τα ορατά και αόρατα. Εκείνον σέβομαι, Αυτόν προσκυνώ και δια την αγάπην Του είμαι ετοίμη να αποθάνω, δια να ζω μετ’ Αυτού αιωνίως εις τον ουρανόν. Τα δε είδωλα, τα οποία συ προσκυνείς ως θεούς, περιγελώ, επειδή είναι ξύλα κωφά και αναίσθητα, έργα χειρών ανθρώπων. Ακόμη και σε περιγελώ, διότι ευρίσκεσαι εις τοιαύτην ανόητον πλάνην». Ταύτα απροσδοκήτως ακούσας ο παράνομος ηγεμών ήναψε από τον θυμόν και έγινε ως άγριον θηρίον· όθεν ευθύς επρόσταξε τους στρατιώτας να κόψουν τας τρίχας της κεφαλής της Μάρτυρος. Μετά ταύτα επρόσταξε και έκοψαν τα δάκτυλα των χειρών της. Ταύτα δε ενώ έπασχεν η Αγία, εδέετο προς τον Θεόν λέγουσα· «Κύριε ο Θεός ημών, ο δια την ημετέραν σωτηρίαν κατελθών εκ των ουρανών και σταυρωθείς επί Ποντίου Πιλάτου δια την λύτρωσιν του κόσμου. Αυτός και νυν, Δέσποτα Παμβασιλεύ, επίβλεψον επ’ εμέ την δούλην σου και ενίσχυσόν με ίνα δια την αγάπην Σου υπομείνω έως τέλους τα μαρτύρια και ούτω γίνω κοινωνός των παθημάτων Σου και συμμέτοχος της Βασιλείας Σου. Αμήν». Καθ’ ον δε χρόνον ούτω προσηύχετο η Αγία, δεν έλειψεν ο έτοιμος βοηθός των προς Αυτόν ελπιζόντων Θεός από του να ενισχύση την Αγίαν δια να καταισχύνη τον διάβολον, τον άρχοντα του σκότους. Βλέπων λοιπόν την ανδρείαν της Μάρτυρος ο τύραννος, επρόσταξε να γεμίσουν δι’ ύδατος ένα μεγάλον λέβητα και αφού το βράσουν καλώς να ρίψουν εντός αυτού γυμνήν την Αγίαν, ίνα καή. Ο δε Θεός, όστις εδρόσισέ ποτε παραδόξως την κάμινον εις την Βαβυλώνα και διέσωσε τους Αγίους Τρεις Παίδας εκ της πυράς, Αυτός μετέβαλε και την θερμότητα του ύδατος εις την φυσικήν του ψυχρότητα. Όθεν διατηρηθείσα η Αγία τελείως αβλαβής, έψαλλεν ούτω· «Διήλθον δια πυρός και ύδατος και εξήγαγές με εις αναψυχήν» (Ψάλμ ξε:12). Τούτο ιδών ο ηγεμών ενόμισεν, ο ανόητος, ότι οι υπηρέται, δια να χαρισθούν της Μάρτυρος, δεν έκαυσαν, ωςδιετάχθησαν, το ύδωρ και δια τούτο δεν εκάη η Μάρτυς. Όθεν επλησίασε και είπε προς την Αγίαν· «Ράντισόν με, ω Μαύρα, δια να ίδω, άρα γε καίει το ύδωρ»; Η δε Αγία εγέμισε τας χείρας της από το ύδωρ τούτο και το έχυσεν επί της χειρός του τυράννου. Τότε εκείνος εδοκίμασε πόνον δριμύτατον και εξεδάρη όλη η χειρ του. Απελπισθείς λοιπόν ο υπηρέτης αυτόςτων δαιμόνων Αρριανός, επρόσταξεν ευθύς, χωρίς αργοπορίαν, να κατασκευάσουν δύο σταυρούς και επ’ αυτών να σταυρώσουν τους Αγίους. Ως δε ήκουσαν οι Άγιοι την απόφασιν του θανάτου των, ηυχαρίστουν αγαλλόμενοι τον Θεόν, όστις ηξίωσεν αυτούς να λάβουν σταυρικόν θάνατον δια την αγάπην Του, καθώς και Αυτός ο Θεάνθρωπος έχυσε το πανάχραντον Αίμα Του επί του Σταυρού δια την ιδικήν μας αγάπην και σωτηρίαν. Έλαβον τότε οι δήμιοι τους Αγίους και τους ωδήγησαν εις τον τόπον της καταδίκης. Εκεί ενηγκαλίζοντο έκαστος τον σταυρόν του καταφιλούντες τούτους και εγκωμιάζοντες ως σωτήριον ξύλον. Κατόπιν έπεσον επ’ αυτών ως να έπιπτον επί ευόσμων και δροσερών ρόδων, επί των οποίων και εσταύρωσαν αυτούς οι στρατιώται του ηγεμόνος. Έμειναν δε εσταυρωμένοι επί εννέα ημέρας. Ο δε μακάριος Τιμόθεος παρώτρυνε από του σταυρού αυτού την ευλογημένην Μαύραν, λέγων ταύτα· «Μη δειλιάσωμεν, ω Μαύρα, τα προσωρινά βασανιστήρια, διότι ταύτα μας προσφέρουσιν αιώνιον δόξαν εν ουρανοίς· μικρός είναι ο πόνος, όμως μεγάλη η ανταπόδοσις· πικραί φαίνονται αι τιμωρίαι, αλλ’ είναι γλυκύς ο Παράδεισος και μίαν στιγμήν υπομένοντες, κερδίζομεν τον άπαντα αιώνα. Ο Δεσπότης μας Ιησούς, αναμάρτυτος ων, κατεδέχθη να σταυρωθή επί του ξύλου του Σταυρού προς σωτηρίαν ημών και ημείς τι θαυμαστόν είναι να γίνωμεν μιμηταί του Πάθους Του, δια να αξιωθώμεν να συνδοξασθώμεν μετ’ αυτού εις την δόξαν Του»; Ταύτας τας νουθεσίας έκαμνεν ο Μάρτυς εις την Αγίαν· ίσταντο δε και οι δύο ακλόνητοι και χαίροντες, τον νουν έχοντες εστραμμένον προς τον ουρανόν. Όμως δεν ήρκεσαν εις τον πονηρόν διάβολον όσα εμηχανεύθη κατά της Αγίας, ο μισάνθρωπος, δια του ασεβούς τυράννου, χρησιμοποιήσας τούτον ως όργανον της κακίας του και, συν τοις άλλοις, εφάνη και οφθαλμοφανώς εις την Αγίαν, όταν εκρέματο επί του σταυρού και της προσέφερε ποτήριον πλήρες από μέλι και γάλα παρακινών αυτήν να το πίη δια να μη φλογίζεται από την δίψαν. Η δε Αγία ηννόησε τας πονηράς τέχνας του. Αντί δε να υπακούση, έκαμε την προσευχήν της και ούτω έγινεν άφαντος ο πονηρός και ακάθαρτος δαίμων. Αλλ’ όμως ελπίζων ακόμη ο αρχέκακος, ότι ίσως με παρόμοιον τρόπον την απατήση, τι ετεχνούργησεν ο παγκάκιστος; Εφάνη εις την Αγίαν ότι την μετέφερεν ως εν εκστάσει εις ποταμόν, τον οποίον κατά φαντασίαν εσχεδίασεν ο διάβολος, όστις έρρεε μέλι και γάλα και με ταύτην την απάτην προσεπάθει να παγιδεύση την Αγίαν και να επιθυμήση την γεύσιν των. Αλλ’ αυτή η γενναία Μάρτυς πεφωτισμένη υπό της άνωθεν σοφίας του είπε· «Κατηραμένε διάβολε, αν και με τόσας τέχνας και επιβουλάς εδοκίμασες να με απατήσης, όμως εις τίποτε δεν επέτυχες· διότι εγώ, με την δύναμιν του Χριστού μου, εις όλα σε ενίκησα και δια τούτο δεν επιθυμώ τα μιαρά σου ποτά, επειδή εγώ πίνω από εκείνο το ουράνιον ποτήριον, το οποίον μοι προσφέρει ο Κύριός μου Ιησούς Χριστός». Έφυγε λοιπόν εντροπιασμένος ο διάβολος, μη ημπορών να βλέπη νικημένον τον εαυτόν του από μίαν ασθενή και τρυφεράν γυναίκα. Τότε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός έστειλεν Άγγελον εξ ουρανού , όστις ίστατο πλησίον της Αγίας και την ενεθάρρυνε. Λαβών δε αυτήν εκ της χειρός ανεβίβασεν, ως εν εκστάσει, εις τον ουρανόν, εκεί δε έδειξεν εις αυτήν θρόνον υψηλόν εστολισμένον, και στολήν ωραίαν λευκήν, καθώς και στέφανον περίλαμπρον και της είπεν· «Όλα αυτά ητοίμασε προς χάριν σου ο Κύριος δια τας βασάνους τας οποίας υπομένεις συ δι’ αγάπην Του». Έπειτα την ανεβίβασεν εις τόπον υψηλότερον και της έδειξεν άλλον θρόνον και άλλην στολήν επίσης λευκήν και έτερον στέφανον ειπών· «Ταύτα προορίζονται δια τον σύζυγόν σου Τιμόθεον, είναι δε υψηλότερον ο ιδικός του τόπος, διότι αυτός εστάθη η αιτία της σωτηρίας σου». Τοιουτοτρόπως έλαβεν η Αγία πληροφορίαν περί της δόξης την οποίαν ητοίμασεν ο Κύριος δια τους Αγίους Αυτού Μάρτυρας, ελθούσα δε εις εαυτήν μετέδωσε ταύτα και εις τον μακάριον Τιμόθεον. Ούτως εν χαρά και αγαλλιάσει παρέδωκαν οι τρισόλβιοι τας μακαρίας αυτών ψυχάς εις χείρας του Κυρίου τη γ΄ (3η) του Μαϊου μηνός. Τότε τινές των εκεί ευσεβών Χριστιανών έδωσαν χρήματα προς τους στρατιώτας και αφού κατεβίβασαν εκ των σταυρών τα άγια αυτών Λείψανα, παρέλαβον ταύτα και έθαψαν εντίμως και ευλαβώς, δοξάζοντες τον Θεόν, όστις βοηθεί τους δούλους Αυτού να πατούν επί όφεων και σκορπίων και επί πάσαν την δύναμιν του εχθρού, χωρίς ουδόλως να βλάπτωνται. Ω υπεράνθρωπος ανδρεία των στρατιωτών του Ευαγγελίου της ειρήνης! Ω έργα θαυμαστά και εξαίσια, τα οποία βλέποντες, όχι μόνον οι άνθρωποι, αλλά και αυτοί οι ουράνιοι Άγγελοι, εξεπλάγησαν! Πως η εκ πηλού φθαρτή ουσία ως άϋλος ενεκαρτέρησεν εις τας βασάνους και έμεινεν ως αδάμας αμάλακτος εις τον άκμονα των παθημάτων! Δια τούτο και ο στεφοδότης Χριστός, εις μεν τον ουρανόν τους εστεφάνωσεν ενδόξως δια του αμαράντου εκείνου στεφάνου της δόξης Αυτού, εις δε την γην, ήτις είναι ναός των Μαρτύρων, η κατοικούσα Χάρις του Αγίου Πνεύματος ενεργεί δια τούτων των Αγίων Μαρτύρων άπειρα θαύματα, Ιατρεύει πυρέσσοντας, επαναδωρίζει την όρασιν εις τυφλούς, θεραπεύει παραλύτους, διώκει από τους πάσχοντας τα κακά της πονηρίας πνεύματα, εις δόξαν και καύχημα των ενδόξων Αθλοφόρων Αυτού. Εκ τούτων των θαυμάτων προσφέρομεν ολίγα τινά εις την υμετέραν αγάπην, εις δόξαν Θεού και των Αυτού θεραπόντων ενδόξων Αγίων Αθλητών, Τιμοθέου και Μαύρας. Εις το χωρίον Μαχαιράδον της νήσου Ζακύνθου ωκοδομήθη υπό των ευσεβών Χριστιανών περικαλλής Ναός επ’ ονόματι των Αγίων Μαρτύρων Τιμοθέου και Μαύρας, εις τον οποίον τελούνται καθ’ εκάστην άπειρα θαύματα. Ούτω γυναίκα προσβαλλομένην υπό του πονηρού δαίμονος έφερον οι συγγενείς της εις τον Ναόν των Αγίων· επειδή δε εδοκίμαζεν ο δαίμων να πνίξη ταύτην την τρισαθλίαν εις τα ύδατα, την είχον δεδεμένην έμπροσθεν της εικόνος των Αγίων Μαρτύρων. Ημέραν δε τινά λυθείσα αύτη από των δεσμών, ερρίφθη υπό του δαίμονος εντός φρέατος, το οποίον ευρίσκεται πλησίον της Εκκλησίας και εκεί έμεινεν επί τρεις και πλέον ώρας. Ερευνώντες δε οι συγγενείς της, την εύρον, ω του θαύματος! επάνω εις το ύδωρ και την ηρώτων πως ουδέ καν εβράχη. Τότε η γυνή αύτη ωμολόγησε παρρησία, ότι η Αγία Μαύρα την εκράτει από τας τρίχας της κεφαλής και δεν την άφηνε να βυθισθή. Εξήγαγον λοιπόν αυτήν εκ του φρέατος και ευθύς ιατρεύθη και έφυγεν εις τον οίκον της δοξάζουσα τον Θεόν και την θαυματουργόν Μάρτυρα. Το αυτό θαύμα εγένετο και εις ένα νέον δαιμονιζόμενον. Ούτος ευθύς ως είδε μόνον την εικόνα της Αγίας απηλλάγη του δαιμονίου και ιαθείς εδόξαζεν ακαταπαύστως τον Θεόν κηρύττων πανταχού το υπερφυές θαύμα της Αγίας. Κατά το έτος 1801, την ημέραν της εορτής των Αγίων, εν ώρα του όρθρου και κατά την στιγμήν της δοξολογίας, ενώ πάντες οι Ιερείς ήσαν ενδεδυμένοι τας ιερατικάς των στολάς, πλήθος δε πολύ των Χριστιανών, εκ της πόλεως και των πέριξ χωρίων, είχον συναθροισθή δια να εορτάσουν την πανήγυριν των Αγίων και να ακολουθήσουν την λιτανείαν, ήτις, ως συνήθως, τελείται μετά τον όρθρον, ποσότης πυρίτιδος, την οποίαν είχον οι επιτηρηταί του Ιερού Ναού εντός κιβωτίου δια τον πανηγυρικόν εορτασμόν, άγνωστον πως, ήναψεν. Αλλ’ ω του θαύματος! Αν και η ποσότης της πυρίτιδος ήτο αρκετή δια να κατακρημνίση όχι μόνον την Εκκλησίαν, αλλά και ολόκληρον φρούριον, όμως μετά μίαν μεγάλην και ασυνήθιστον βροντήν και σεισμόν και ενώ οι ευρεθέντες έμειναν ως νεκροί και περιέμενον τον θάνατόν των, εσχίσθη το κιβώτιον εις τεμάχια τα οποία εξεσφενδονίζοντο ως κεραυνοί δεξιά και αριστερά. Όλα δε διηυθύνθησαν εν μια στιγμή εις τα παράθυρα και, θραύσαντα τους μοχλούς, έφυγον έξω μετά της φλογός, ως διωκόμενα υπό της Αγίας χωρίς να βλαβή ούτε ο Ναός ούτε κανείς εκ των παρευρισκομένων προσκυνητών. Τούτο το μέγα θαύμα ιδόντες οι Ιερείς και ο λαός, έκραζον όλοι ομοθυμαδόν· «Μέγας ει, Κύριε, και θαυμαστός εν τοις έργοις Σου, δόξα Σοι». Αλλά σταματώμεν εδώ την διήγησιν των θαυμάτων των Αγίων τούτων Μαρτύρων χάριν συντομίας, αποσιωπώντες τα άλλα, άτινα αενάως ενεργεί ο Θεός εις δόξαν των θεραπόντων Αυτού. Τούτο είναι το Μαρτύριον των ενδόξων Αγίων Τιμοθέου και Μαύρας, ευλογημένοι Χριστιανοί. Τοιουτοτρόπως επολιτεύθησαν και ούτως ευηρέστησαν τον Θεόν. Δια τοιούτων αρετών ενίκησαν τον διάβολον και έστησαν κατά της πλάνης αυτού τα λαμπρά τρόπαια της νίκης αυτών. Ημείς δε αδελφοί, οίτινες εορτάζομεν την μνήμην αυτών, ας μη πανηγυρίζωμεν με χορούς και άσματα, επειδή ταύτα είναι του διαβόλου πανήγυρις. Ουδέ με πολυφαγίας, μέθην και ασελγείας, διότι ταύτα έκαμνον οι ειδωλολάτραι εις τας μιαράς των εορτάς, οι τυφλοί ούτοι και αναίσθητοι, οίτινες δεν ανέμενον κρίσιν και ανταπόδοσιν. Ημείς δε οίτινες εβαπτίσθημεν εις το όνομα της ομοουσίου Τριάδος και εφωτίσθημεν δια του ευαγγελικού φωτός της αγίας ημών Πίστεως, ας κάμνωμεν έργα άξια της Πίστεώς μας. Θέλετε, ευσεβείς Χριστιανοί, να εορτάσετε ταύτην την αγίαν εορτήν αξίως; Υπάγετε μετ’ ευλαβείας και πίστεως εις την Εκκλησίαν, άνδρες και γυναίκες, εστολισμένοι όχι με λαμπρά και πολυτελή ενδύματα, αλλά με συνείδησιν αγίαν και καθαράν, λησμονούντες τας έχθρας, τον φθόνον και πάσαν άλλην κακίαν κατά του πλησίον σας· αφού δε εξέλθετε από την Εκκλησίαν, κοιτάξετε δεξιά και αριστερά, καθώς έκαμνεν εκείνος ο Αβραάμ και αν ιδήτε γυμνόν, ενδύσατέ τον· αν ιδήτε πεινώντα, χορτάσατέ τον και αν ιδήτε ξένον, καλέσατε αυτόν εις την οικίαν σας. Τότε και τον Θεόν ευχαριστείτε και τους Αγίους ευφραίνετε, πανηγυρίζοντες, καθώς αρμόζει, την μνήμην των. Ας μη νομίζωμεν, αγαπητοί, ότι θα σωθώμεν με μόνην την Πίστιν χωρίς έργα, διότι, καθώς λέγει ο Απόστολος Ιάκωβος, όπως είναι αδύνατον να ζη το σώμα μας χωρίς ψυχήν (Ιακ. β:26), ούτω είναι αδύνατον να σωθώμεν και ημείς οι Χριστιανοί χωρίς τα χριστιανικά έργα. Έως πότε, αδελφοί, θα είσθε προσηλωμένοι εις την γην, χωρίς να υψώνετε τους οφθαλμούς σας προς τον ουρανόν, την αιώνιον πατρίδα μας; Δεν ακούετε τον μακάριον Παύλον, όστις μας διδάσκει λέγων· «ημών γαρ το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει» (Φιλ. γ:20); Δηλαδή, άνθρωπε, τι κοπιάς ημέραν και νύκτα εις ταύτην την πρόσκαιρον κατοικίαν σου, αφού σήμερον είσαι εδώ και αύριον μεταβαίνεις εις τον ουρανόν, όστις είναι η αιώνιος πατρίς σου; Εντροπή μεγάλη είναι εις ημάς, ευσεβείς Χριστιανοί, να μη έχωμεν άλλην φροντίδα από του να αγοράζωμεν τώρα τούτον τον αμπελώνα, αύριον εκείνον τον ελαιώνα, μεθαύριον εκείνην την οικίαν, χωρίς να συλλογιζώμεθα ότι και αν ακόμη ηθέλομεν γίνει άλλος Αλέξανδρος να εξουσιάσωμεν όλην σχεδόν την οικουμένην, όμως αύριον έρχεται το δρέπανον του θανάτου, το οποίον, αφού μας κόψη την ζωήν, άλλο τι δεν παραλαμβάνομεν μεθ’ εαυτών παρά μόνον τα εντάφιά μας. Επειδή, καθώς λέγει ο Προφήτης, γυμνοί εξήλθομεν εκ κοιλίας μητρός μας, γυμνοί και πάλιν καταβαίνομεν εις την κοιλίαν της μητρός μας γης (Ιώβ α:21). Εκείνα δε τα οποία με τόσους κόπους, ιδρώτας, ίσως δε και αδικίας και αρπαγάς απεκτήσαμεν, «τίνι έσται;» (Λουκά ιβ:20). Τα κληρονομούν πολλάκις οι εχθροί μας και εκείνοι τους οποίους δεν θέλομεν. Και αυτοί μεν απολαμβάνουν τους κόπους μας, ημείς δε κολαζόμεθα φρικτώς εντός της αιωνίου κολάσεως, ομού μετά του ασπλάγχνου εκείνου πλουσίου (Λουκά ιβ: 16-21), χωρίς ελπίδα ανέσεως. Αλλοίμονον! Όλοι σήμερον εξεκλίναμεν από την ευθείαν οδόν· πάντες επλανήθημεν και ηχρειώθημεν, ουκ έστι δε ο ποιών χρηστότητα, ουκ έστιν έως ενός. Πρώτον λοιπόν ο Κλήρος πρέπει να λάμπη δια της εναρέτου ζωής και να φωτίζη τους Χριστιανούς, καθώς μας παραγγέλλει και ο Κύριος εις το Άγιον Ευαγγέλιον, λέγων· «Ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον Πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοίς» (Ματθ. ε:16). Αφού λοιπόν πρώτον ημείς οι Κληρικοί διάγωμεν ζωήν αξίαν του επαγγέλματος, ας μη ολιγωρούμεν να διδάσκωμεν εις τα λογικά ημών πρόβατα την ακτημοσύνην, την δικαιοσύνην, την ταπείνωσιν, την αγάπην προς πάντας, ως και όσα έργα αρέσκουσιν εις τον Θεόν. Επειδή, αν εις τον πόλεμον νικηθή ο αρχηγός του στρατεύματος και θανατωθή ούτος, τι θέλουσι γίνει οι στρατιώται; Δεν θα κινδυνεύσουν εις το έπακρον; Ή αν ο ποιμήν των προβάτων ήθελεν απειληθή, δεν θα κατεστρέφοντο τα πρόβατα; Ούτω και η ιδική μας οκνηρία και αμέλεια, αλλοίμονον! Πόσους στέλλει εις εκείνο το αφεγγές χάος του Άδου. Αν όμως έστω και μία ψυχή κολασθή εκ της ιδικής μας αμελείας, μέλλει να ζητήση ταύτην αδελφοί, από ημάς ο Δίκαιος Κριτής εν ημέρα Κρίσεως και θέλομεν τιμωρηθή αυστηρώς δια την αμέλειάν μας ταύτην. Τι θέλομεν γίνει αν έστω και εκ μικράς μας αμελείας στερηθούν της δόξης του Κυρίου τα πρόβατα, τα οποία μάς ενεπιστεύθη; Δια τούτο, από τούδε και εις το εξής, ας διδάσκωμεν με το έργον περισσότερον από τον λόγον τα λογικά μας πρόβατα, δια να ακούσωμεν εν εκείνη τη ημέρα· «Ευ δούλοι αγαθοί και πιστοί, εισέλθετε εις την χαράν του Κυρίου σας» (Ματθ. κε:21,23). Και σεις Μοναχοί και Μονάζουσαι, μη νομίσετε ότι η λευκή κόμη και το μαύρον ράσον σάς σώζουν, καθώς λέγει ο Μέγας Βασίλειος, αλλά η παρθενία, η ακτημοσύνη, η ταπείνωσις και μάλιστα η ελεημοσύνη προς τον πτωχόν και τον πένητα. Ταύτα τα έργα σάς οδηγούν μέχρι της θύρας του ουρανού και σας εισάγουν εις την Βασιλείαν των ουρανών. Σεις δε, ω γυναίκες, αφήσατε τας μεταξύ σας κατακρίσεις, απομακρύνατε τους φθόνους, παύσατε τα σκάνδαλα. Και όταν προσέρχεσθε εις την Εκκλησίαν μη περιεργάζεσθε πως ενδύεται η μία και πως η άλλη, αλλά μετά φόβου Θεού και κατανύξεως να λατρεύετε και να υμνήτε τον Πανάγαθον Κύριον, παρακαλούσαι Αυτόν να συγχωρή τα σφάλματά σας και να ριζώνη τον φόβον Του εις τας καρδίας σας, προσφέρουσαι ούτω την πρέπουσαν πίστιν εις τον Χριστόν και την οφειλομένην υπακοήν εις τους νομίμους συζύγους σας, καθώς έκαμνον τον παλαιόν καιρόν αι άγιαι εκείναι γυναίκες. Ούτω μόνον θέλετε αξιωθή της ανεκφράστου χαράς. Και σεις, ω αδελφοί Χριστιανοί, μη εξοδεύετε τον καιρόν σας εις πάθη και ασωτείας· μη μολύνετε την ψυχήν σας με αρπαγάς, φόνους, ψευδομαρτυρίας, φόνους, καταλαλιάς, μοιχείας και με όσα μισεί ο Θεός και αγαπά ο εφευρέτης της κακίας διάβολος. Εκείνο δε το οποίον μισείτε να σας κάμνη άλλος, μη το κάμνετε σεις εις άλλον. Επειδή όχι μόνον ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός μάς παραγγέλλει εις το θείον Του Ευαγγέλιον, λέγων· «Πάντα ουν όσα αν θέλητε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, ούτω και υμείς ποιείτε αυτοίς» (Ματθ. ζ:12), αλλά και αυτός ο νόμος της φύσεως διδάσκει να μη πράττωμεν εκείνο που δεν θέλομεν να μας κάμουν· «Ο συ μισείς, ετέρω μη ποιήσεις» (Τωβ. δ: 15). Ταύτα αν φυλάξωμεν, αγαπητοί, θέλομεν διέλθει εδώ μεν την παρούσαν πρόσκαιρον ζωήν μας ειρηνικήν, ευτυχή και αλύπητον, εκεί δε θέλομεν αξιωθή της μακαρίας και αϊδίου ζωής του Παραδείσου, Χάριτι του ανάρχου Πατρός και του συναϊδίου αυτού Υιού και του Παναγίου και αγαθού και ζωοποιού Αυτού Πνεύματος, της μιάς Θεότητος, ης η δόξα και το κράτος νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Όλα δε ταύτα μετέχουν τρόπον τινά της αιωνιότητος Αυτού, μεταδίδοντα μεταξύ των την αρμονίαν δια να μη έλθωσι λόγω του χρόνου εις τελείαν φθοράν. Ούτος δε ο Κύριος πλάττει με την παντοδυναμίαν Του, από μιας και της αυτής ύλης, διάφορα γένη και άπειρα είδη ατόμων κατά την ιδίαν Αυτού βούλησιν. Αν λοιπόν εις τας φθαρτάς και κατωτέρας ουσίας των γηϊνων όντων τόσην μεγάλην πρόνοιαν έδειξεν ο φιλάνθρωπος Θεός, πόσον ανωτέρα και ασύγκριτος είναι εκείνη την οποίαν έδειξεν εις τας υπερτάτας και πνευματικάς ουσίας, δηλαδή τας ψυχάς μας. Επειδή, μη ημπορούν το πέλαγος της ελεημοσύνης να υποφέρη τον αθάνατον θάνατον της ψυχής μας, τον οποίον επροξένησεν η παράβασις του Αδάμ, εχάρισεν εις ημάς την ουράνιον ζωήν, την οποίαν ουδείς όρος δύναται να εκφράση, διότι είναι αιώνιος. Ας εντρυφώμεν όθεν, κατά δύναμιν, εις αυτήν την γλυκείαν και φαιδράν λαμπρότητα της υπερουσίου εκείνης ουσίας και τριφαούς Θεότητος του Ενός και μόνου Θεού, ο οποίος είναι η αρχή και το τέλος παντός ορισμού. Προς τον οποίον όλοι τρέχομεν, εις αυτόν αναπαυόμεθα και εξ αυτού ελκόμεθα, ως ο σίδηρος σύρει τον μαγνήτην και το κέντρον τον κύκλον. Δια της προς Αυτόν λοιπόν αγάπης τρωθείσα η μακαρία αύτη δυάς, το άγιον ζεύγος, η θεία ξυνωρίς, το ευλογημένον, λέγω, ανδρόγυνον, Τιμόθεος ο λαμπρός ήρως και γενναίος οπλίτης του Ευαγγελίου της ειρήνης και Μαύρα η αρρενόφρων και πανσεβασμία, οι οποίοι, βλέποντες τότε την ευσέβειαν να μαστίζεται από τους ειδωλολάτρας, την απάτην να εγκωμιάζεται, τα όρη, τας κοιλάδας, τας οδούς, τον αέρα, να μολύνωνται από τας μιαράς θυσίας, τον ήλιον να αμαυρούται εκ του καπνού, την γην να μιαίνηται, τον ουρανόν να ατιμάζεται, τον δε Παντοκράτορα Θεόν, τον δοξαζόμενον από πάσαν πνοήν, να υβρίζηται εκ στόματος των ασεβών, ησθάνθησαν οι Άγιοι ούτοι Μάρτυρες μεγάλην θέρμην αγάπης, ζήλου και ευλαβείας. Διότι δεν υπέφερον να βλέπουν να λατρεύεται η κτίσις αντί του Κτίσαντος· δεν ηνείχοντο να βλέπουν το φρικτόν εκείνο όνομα του Υψίστου να σμικρύνηται και να καταβιβάζηται εις αξίαν χρυσού και αργύρου, άτινα είναι έργα χειρών ανθρώπων· δεν ηδύναντο τέλος πάντων να βλέπουν τους λογικούς ανθρώπους εν σκότει διαπορευομένους και να πράττουν, να ενεργούν και να εργάζωνται ως ζώα άλογα κυβερνώμενοι με μόνην την παράλογον ορμήν και με εκείνον τον σφαλερόν λογισμόν κατά τον οποίον το πάθος, ακυβέρνητον και τυφλόν, παρασύρει εις την απώλειαν τον εσκοτισμένον νουν. Ενισχυθέντες όθεν και οπλισθέντες οι Άγιοι ούτοι δούλοι του Θεού δια της πανοπλίας του Αγίου Πνεύματος, ώρμησαν με μεγαλοψυχίαν εν τω μέσω της πλάνης της ειδωλολατρίας, την οποίαν ύβριζον αφόβως, ηφάνιζον την δύναμίν της και ενέκρωναν κατά κράτος τον εχθρόν διάβολον, πνίγοντες εντός των αθλητικών των αιμάτων και τούτον τον δόλιον και την απάτην, δια της οποίας όλον σχεδόν τον κόσμον παρέσυρεν. Αλλ’ όμως ίνα μάθητε, ευσεβείς ακροαταί, λεπτομερώς τα της ενθέου πολιτείας των Αγίων τούτων Μαρτύρων, ως και τον τρόπον της ενδόξου αθλήσεως αυτών, άρχομαι συν Θεώ και παρακαλώ όπως προσέξετε μετ’ ευλαβείας. Τιμόθεος ο ένδοξος Μάρτυς του Χριστού ήτο εκ χωρίου της Θηβαϊδος, Παναπέων ονομαζομένου, οι δε γονείς του ήσαν ευσεβείς και ενάρετοι. Ευθύς λοιπόν ως απεγαλακτίσθη ο Άγιος, παρεδόθη από τους γονείς του εις ενάρετόν τινα και θεοσεβή διδάσκαλον, δια να μάθη τα ιερά γράμματα· όθεν, επειδή ήτο ευφυής, έμαθεν εις ολίγον διάστημα όσα του ήσαν αρκετά δια να εννοήση τον ποιητήν του και μόνον αληθινόν Θεόν, της ψυχής την ευγένειαν και αθανασίαν και του προσκαίρου τούτου κόσμου την φθοράν και την ματαιότητα. Ελθών δε εις ηλικίαν έλαβε κατά τους ιερούς νόμους της αγίας ημών Εκκλησίας και σύζυγον, την αοίδιμον και αξιέραστον Μαύραν, γυναίκα μεν κατά φύσιν, αρρενωπόν όμως φρόνημα έχουσαν, μετά της οποίας διάγων ο Άγιος αγίαν και μακαρίαν ζωήν, εθαυμάζετο από όλους τους ευσεβείς και διαρκώς ενεκωμιάζετο. Βλέπων δε ο Αρχιερεύς της Θηβαϊδος την θαυμαστήν πολιτείαν του Αγίου και ακούων πανθομολογούμενον τον ζήλον της ευσεβείας του, ετίμησε τούτον με το αξίωμα των Κληρικών, χειροτονήσας Ιερέα, ώρισε δε τούτον και διδάσκαλον ίνα διδάσκη εις τον λαόν του Χριστού την ευαγγελικήν διδασκαλίαν και να στηρίζη τους Χριστιανούς εις την αλήθειαν δια να μη δειλιάζουν προ των διωγμών και των βασάνων, τα οποία τότε έκαμνον οι εχθροί της αληθείας προς τους ευσεβείς Χριστιανούς. Μιμούμενος όθεν ο Άγιος τον Διδάσκαλον Χριστόν, εδίδασκεν ακαταπαύστως τους ευσεβείς, ενουθέτει δι’ έργων και λόγων τους πάντας, εστήριζεν εις την Ορθόδοξον Πίστιν τους κλονιζομένους, συνεβούλευε και αυτούς τους ειδωλολάτρας να αφήσουν την πλάνην της θρησκείας των και να πιστεύσουν εις Ένα και μόνον αληθινόν Θεόν, εν τρισί προσώποις υπάρχοντα, ο οποίος εκ μόνης της ευσπλαγχνίας Αυτού έστειλε τον μονογενή Του Υιόν, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, εις τον κόσμον, δια να εξαλείψη την πλάνην του δαίμονος, όστις εξαπατά τους ανθρώπους και ίνα δείξη προς ημάς οδόν σωτηρίας. Οι μεν Χριστιανοί, ταύτα ακούοντες, ηυφραίνοντο και εστερεούντο εις την ευσέβειαν, οι δε ειδωλολάτραι εγκατέλειπον την ασέβειαν και ερχόμενοι εις την Πίστιν του Χριστού, εβαπτίζοντο εις το όνομα της Αγίας και ομοουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος. Δεν παρήλθον δε παρά μόνον είκοσιν ημέραι, αφ’ ότου ηνώθη, ευλογία Θεού, με την μακαρίαν Μαύραν ο Άγιος, ότε διεβλήθη εις τον ηγεμόνα της Θηβαϊδος Αρριανόν, ως Κληρικός και διδάσκαλος των Χριστιανών. Τότε εκείνος, ως σκεύος του διαβόλου και εχθρός των ευσεβών, ήναψεν όλος από παράλογον και θηριώδη θυμόν και ευθύς έστειλε τους υπηρέτας της πλάνης, οίτινες, αφού συνέλαβον τους Αγίους, τους ωδήγησαν προ του τυράννου, ο οποίος, χωρίς καμμίαν άλλην ερώτησιν και παρατηρών αυστηρώς προς τον Άγιον, επρόσταξεν ευθύς τούτον να υπάγη να του φέρη τα ιερά βιβλία εκ των οποίων εδίδασκε τους Χριστιανούς, με σκοπόν, ο υιός του διαβόλου, να τα κατακαύση, δια να μη δύναται πλέον ο Άγιος να στηρίζη τους Χριστιανούς εις την Ορθόδοξον Πίστιν. Αλλ’ όμως ο μέγας στρατιώτης του επουρανίου Βασιλέως Τιμόθεος, χωρίς να δειλιάση ούτε προ των απειλών του τυράννου ούτε προ της αυστηρότητός του ουδέ προ αυτού του θανάτου, απεκρίθη με θάρρος και είπεν· «Ω ηγεμών, ποίος φρόνιμος πατήρ παρέδωκε, με την θέλησίν του, τα τέκνα του εις τον θάνατον; Αν λοιπόν ο φιλόπαις πατήρ, υποτασσόμενος εις τους νόμους της φύσεως, δεν παραδίδη εις θάνατον τα σαρκικά του τέκνα, πως εγώ θα παραδώσω τα πνευματικά μου τέκνα, τα ιερά μου βιβλία, εις τας μιαράς σου χείρας; Τούτο δεν θέλει γίνει ποτέ. Πρόθυμος δε είμαι να αποθάνω παρά να ακούσω τας αθέους σου προσταγάς». Ταύτα ως ήκουσεν ο παράνομος τύραννος εθυμώθη σφόδρα και προστάσσει να πυρακτώσουν εντός καμίνου σουβλία σιδηρά και δια τούτων, ούτω πεπυρακτωμένων, να τρυπήσουν τα ώτα του Μάρτυρος. Ο λόγος του λοιπόν έργον εγένετο. Ευθύς δε ως οι στρατιώται ενέβαλον ταύτα εις τας ακοάς του ενδόξου ήρωος, έπεσον χαμαί αι κόραι των οφθαλμών του. Αλλ’ ω της απεράντου καρτερίας του Αγίου! Ταύτην την πικράν τιμωρίαν υπομένων γενναίως ο μακάριος δια το όνομα του Χριστού, έλεγε το του μακαρίου Παύλου· «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; Θλίψις ή στενοχωρία ή διωγμός ή λιμός ή γυμνότης ή κίνδυνος ή μάχαιρα»; (Ρωμ. η:35). Δηλαδή, ω τύραννε πικρέ, νομίζεις ότι με τοιαύτας πικρίας θέλεις δυνηθή να με χωρίσης από τον Χριστόν μου; Πλανάσαι· επειδή από την αγάπην τού δεδοξασμένου μου Σωτήρος δεν με αποχωρίζει ούτε θλίψις ούτε στενοχωρία ούτε πείνα ούτε εξορία ούτε βάσανα ή φυλακαί ούτε αυτός ο θάνατος, διότι δεν είναι άξια τα παθήματα του νυν καιρού, ίνα παραβληθώσι προς την μέλλουσαν δόξαν. (Ρωμ. η: 18). Τούτου λεχθέντος υπό του Αγίου ήναψε πάλιν από θυμόν ο τύραννος και επρόσταξε να δέσουν τον Μάρτυρα επί τροχού δια να κατακοπούν τα μέλη του και ή να πεισθή να εκτελέση τα προστάγματα του Αρριανού ή να λάβη τον πρέποντα θάνατον. Οι υπηρέται λοιπόν της πλάνης έδεσαν τον Άγιον επί του τροχού, ως δε έστρεφον τούτον με ορμήν, τα καρφία τα οποία είχον εμπεπηγμένα εις αυτόν εξέσχιζον ανηλεώς τας σάρκας του Αθλοφόρου. Αλλά και πάλιν γενναίως υπέφερεν ο Άγιος, ψάλλων και λέγων· «Κύριος εμοί βοηθός και ου φοβηθήσομαι» (Ψαλμ. ριζ:6). Και πάλιν· «Ου φοβηθήσομαι κακά ότι Συ μετ’ εμού ει» (Ψαλμ. κβ:4). Βλέπων όμως ο παράνομος την υπομονήν του Αγίου και ότι εις μίαν στιγμήν εμφανισθείς ο Χριστός τον ιάτρευσεν από τας πληγάς του χωρίς να απομείνη ουδέ το ελάχιστον σημείον εκ των προτέρων του πληγών και απορών τι να πράξη, προσέταξε να θέσουν μέγα τεμάχιον πανίου εντός του στόματος του Μάρτυρος, κατόπιν να δέσουν μίαν μεγάλην πέτραν εις τον λαιμόν του και να τον τριγυρίζουν εις όλην την χώραν· έπειτα δε να τον κρεμάσουν από εν δένδρον υψηλόν. Και εγένοντο μεν ταύτα, αλλ’ ο Άγιος τα υπέμεινε με γενναιότητα και έλεγεν εις τον τύραννον με θάρρος· «Ω τύραννε, μη νομίζης ότι με τοιαύτας τιμωρίας θέλεις δυνηθή να με κλονίσης από την Ορθόδοξον Πίστιν· εγώ ως απόλαυσιν δέχομαι τα βάσανά σου και με χαράν δέχομαι τας τιμωρίας σου, επειδή ταύτα μου παρέχουσιν αιώνιον ευφροσύνην και αθάνατον χαράν. Είθε δε και συ, ω τετυφλωμένε τύραννε, να ηδύνασο να ανοίξης τα όμματα της ψυχής, ίνα ίδης την αλήθειαν και ούτω εγκαταλείπων τον διάβολον να πιστεύσης εις τον μόνον αληθινόν και παντοδύναμον Θεόν». Ταύτα ακούσας ο τύραννος από του στόματος του Μάρτυρος λεγόμενα, εξεπλάγη με την παρρησίαν μετά της οποίας ωμίλει. Και οργισθείς, τον μεν Άγιον επρόσταξε και έκλεισαν εις την φυλακήν έως ότου εξετασθή δια δευτέραν φοράν , την δε Αγίαν Μαύραν εδοκίμαζε με κολακείας και γλυκείς δήθεν λόγους να εξαπατήση και να λατρεύση τα είδωλα. Την εκάλεσε λοιπόν και της είπεν· «Ω Μαύρα, συλλογίσου καλώς την νεότητά σου και την γλυκυτάτην σου ζωήν· ετοιμάσου αύριον και καλλωπίσου δια να προσφέρης την θυσίαν σου εις τους θεούς. Εάν με ακούσης, θέλεις λάβει από εμέ μεγάλας τιμάς και ευεργεσίας. Αν όμως παρακούσης την συμβουλήν μου, θέλω σου επιβάλει βασανισμούς και τιμωρίας, καθώς και εις τον άνδρα σου». Ταύτα ως ήκουσεν η Αγία, λεγόμενα από του μιαρού στόματος του τυράννου, απεκρίθη· «Ασεβέστατε και πάσης ανομίας πεπληρωμένε, ούτε τας ευεργεσίας σου θέλω ούτε τα είδωλά σου προσκυνώ ούτε τας τιμωρίας σου φοβούμε, επειδή εγώ λατρεύω τον Χριστόν μου, τον ποιήσαντα τον ουρανόν, την γην, την θάλασσαν και πάντα τα ορατά και αόρατα. Εκείνον σέβομαι, Αυτόν προσκυνώ και δια την αγάπην Του είμαι ετοίμη να αποθάνω, δια να ζω μετ’ Αυτού αιωνίως εις τον ουρανόν. Τα δε είδωλα, τα οποία συ προσκυνείς ως θεούς, περιγελώ, επειδή είναι ξύλα κωφά και αναίσθητα, έργα χειρών ανθρώπων. Ακόμη και σε περιγελώ, διότι ευρίσκεσαι εις τοιαύτην ανόητον πλάνην». Ταύτα απροσδοκήτως ακούσας ο παράνομος ηγεμών ήναψε από τον θυμόν και έγινε ως άγριον θηρίον· όθεν ευθύς επρόσταξε τους στρατιώτας να κόψουν τας τρίχας της κεφαλής της Μάρτυρος. Μετά ταύτα επρόσταξε και έκοψαν τα δάκτυλα των χειρών της. Ταύτα δε ενώ έπασχεν η Αγία, εδέετο προς τον Θεόν λέγουσα· «Κύριε ο Θεός ημών, ο δια την ημετέραν σωτηρίαν κατελθών εκ των ουρανών και σταυρωθείς επί Ποντίου Πιλάτου δια την λύτρωσιν του κόσμου. Αυτός και νυν, Δέσποτα Παμβασιλεύ, επίβλεψον επ’ εμέ την δούλην σου και ενίσχυσόν με ίνα δια την αγάπην Σου υπομείνω έως τέλους τα μαρτύρια και ούτω γίνω κοινωνός των παθημάτων Σου και συμμέτοχος της Βασιλείας Σου. Αμήν». Καθ’ ον δε χρόνον ούτω προσηύχετο η Αγία, δεν έλειψεν ο έτοιμος βοηθός των προς Αυτόν ελπιζόντων Θεός από του να ενισχύση την Αγίαν δια να καταισχύνη τον διάβολον, τον άρχοντα του σκότους. Βλέπων λοιπόν την ανδρείαν της Μάρτυρος ο τύραννος, επρόσταξε να γεμίσουν δι’ ύδατος ένα μεγάλον λέβητα και αφού το βράσουν καλώς να ρίψουν εντός αυτού γυμνήν την Αγίαν, ίνα καή. Ο δε Θεός, όστις εδρόσισέ ποτε παραδόξως την κάμινον εις την Βαβυλώνα και διέσωσε τους Αγίους Τρεις Παίδας εκ της πυράς, Αυτός μετέβαλε και την θερμότητα του ύδατος εις την φυσικήν του ψυχρότητα. Όθεν διατηρηθείσα η Αγία τελείως αβλαβής, έψαλλεν ούτω· «Διήλθον δια πυρός και ύδατος και εξήγαγές με εις αναψυχήν» (Ψάλμ ξε:12). Τούτο ιδών ο ηγεμών ενόμισεν, ο ανόητος, ότι οι υπηρέται, δια να χαρισθούν της Μάρτυρος, δεν έκαυσαν, ωςδιετάχθησαν, το ύδωρ και δια τούτο δεν εκάη η Μάρτυς. Όθεν επλησίασε και είπε προς την Αγίαν· «Ράντισόν με, ω Μαύρα, δια να ίδω, άρα γε καίει το ύδωρ»; Η δε Αγία εγέμισε τας χείρας της από το ύδωρ τούτο και το έχυσεν επί της χειρός του τυράννου. Τότε εκείνος εδοκίμασε πόνον δριμύτατον και εξεδάρη όλη η χειρ του. Απελπισθείς λοιπόν ο υπηρέτης αυτόςτων δαιμόνων Αρριανός, επρόσταξεν ευθύς, χωρίς αργοπορίαν, να κατασκευάσουν δύο σταυρούς και επ’ αυτών να σταυρώσουν τους Αγίους. Ως δε ήκουσαν οι Άγιοι την απόφασιν του θανάτου των, ηυχαρίστουν αγαλλόμενοι τον Θεόν, όστις ηξίωσεν αυτούς να λάβουν σταυρικόν θάνατον δια την αγάπην Του, καθώς και Αυτός ο Θεάνθρωπος έχυσε το πανάχραντον Αίμα Του επί του Σταυρού δια την ιδικήν μας αγάπην και σωτηρίαν. Έλαβον τότε οι δήμιοι τους Αγίους και τους ωδήγησαν εις τον τόπον της καταδίκης. Εκεί ενηγκαλίζοντο έκαστος τον σταυρόν του καταφιλούντες τούτους και εγκωμιάζοντες ως σωτήριον ξύλον. Κατόπιν έπεσον επ’ αυτών ως να έπιπτον επί ευόσμων και δροσερών ρόδων, επί των οποίων και εσταύρωσαν αυτούς οι στρατιώται του ηγεμόνος. Έμειναν δε εσταυρωμένοι επί εννέα ημέρας. Ο δε μακάριος Τιμόθεος παρώτρυνε από του σταυρού αυτού την ευλογημένην Μαύραν, λέγων ταύτα· «Μη δειλιάσωμεν, ω Μαύρα, τα προσωρινά βασανιστήρια, διότι ταύτα μας προσφέρουσιν αιώνιον δόξαν εν ουρανοίς· μικρός είναι ο πόνος, όμως μεγάλη η ανταπόδοσις· πικραί φαίνονται αι τιμωρίαι, αλλ’ είναι γλυκύς ο Παράδεισος και μίαν στιγμήν υπομένοντες, κερδίζομεν τον άπαντα αιώνα. Ο Δεσπότης μας Ιησούς, αναμάρτυτος ων, κατεδέχθη να σταυρωθή επί του ξύλου του Σταυρού προς σωτηρίαν ημών και ημείς τι θαυμαστόν είναι να γίνωμεν μιμηταί του Πάθους Του, δια να αξιωθώμεν να συνδοξασθώμεν μετ’ αυτού εις την δόξαν Του»; Ταύτας τας νουθεσίας έκαμνεν ο Μάρτυς εις την Αγίαν· ίσταντο δε και οι δύο ακλόνητοι και χαίροντες, τον νουν έχοντες εστραμμένον προς τον ουρανόν. Όμως δεν ήρκεσαν εις τον πονηρόν διάβολον όσα εμηχανεύθη κατά της Αγίας, ο μισάνθρωπος, δια του ασεβούς τυράννου, χρησιμοποιήσας τούτον ως όργανον της κακίας του και, συν τοις άλλοις, εφάνη και οφθαλμοφανώς εις την Αγίαν, όταν εκρέματο επί του σταυρού και της προσέφερε ποτήριον πλήρες από μέλι και γάλα παρακινών αυτήν να το πίη δια να μη φλογίζεται από την δίψαν. Η δε Αγία ηννόησε τας πονηράς τέχνας του. Αντί δε να υπακούση, έκαμε την προσευχήν της και ούτω έγινεν άφαντος ο πονηρός και ακάθαρτος δαίμων. Αλλ’ όμως ελπίζων ακόμη ο αρχέκακος, ότι ίσως με παρόμοιον τρόπον την απατήση, τι ετεχνούργησεν ο παγκάκιστος; Εφάνη εις την Αγίαν ότι την μετέφερεν ως εν εκστάσει εις ποταμόν, τον οποίον κατά φαντασίαν εσχεδίασεν ο διάβολος, όστις έρρεε μέλι και γάλα και με ταύτην την απάτην προσεπάθει να παγιδεύση την Αγίαν και να επιθυμήση την γεύσιν των. Αλλ’ αυτή η γενναία Μάρτυς πεφωτισμένη υπό της άνωθεν σοφίας του είπε· «Κατηραμένε διάβολε, αν και με τόσας τέχνας και επιβουλάς εδοκίμασες να με απατήσης, όμως εις τίποτε δεν επέτυχες· διότι εγώ, με την δύναμιν του Χριστού μου, εις όλα σε ενίκησα και δια τούτο δεν επιθυμώ τα μιαρά σου ποτά, επειδή εγώ πίνω από εκείνο το ουράνιον ποτήριον, το οποίον μοι προσφέρει ο Κύριός μου Ιησούς Χριστός». Έφυγε λοιπόν εντροπιασμένος ο διάβολος, μη ημπορών να βλέπη νικημένον τον εαυτόν του από μίαν ασθενή και τρυφεράν γυναίκα. Τότε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός έστειλεν Άγγελον εξ ουρανού , όστις ίστατο πλησίον της Αγίας και την ενεθάρρυνε. Λαβών δε αυτήν εκ της χειρός ανεβίβασεν, ως εν εκστάσει, εις τον ουρανόν, εκεί δε έδειξεν εις αυτήν θρόνον υψηλόν εστολισμένον, και στολήν ωραίαν λευκήν, καθώς και στέφανον περίλαμπρον και της είπεν· «Όλα αυτά ητοίμασε προς χάριν σου ο Κύριος δια τας βασάνους τας οποίας υπομένεις συ δι’ αγάπην Του». Έπειτα την ανεβίβασεν εις τόπον υψηλότερον και της έδειξεν άλλον θρόνον και άλλην στολήν επίσης λευκήν και έτερον στέφανον ειπών· «Ταύτα προορίζονται δια τον σύζυγόν σου Τιμόθεον, είναι δε υψηλότερον ο ιδικός του τόπος, διότι αυτός εστάθη η αιτία της σωτηρίας σου». Τοιουτοτρόπως έλαβεν η Αγία πληροφορίαν περί της δόξης την οποίαν ητοίμασεν ο Κύριος δια τους Αγίους Αυτού Μάρτυρας, ελθούσα δε εις εαυτήν μετέδωσε ταύτα και εις τον μακάριον Τιμόθεον. Ούτως εν χαρά και αγαλλιάσει παρέδωκαν οι τρισόλβιοι τας μακαρίας αυτών ψυχάς εις χείρας του Κυρίου τη γ΄ (3η) του Μαϊου μηνός. Τότε τινές των εκεί ευσεβών Χριστιανών έδωσαν χρήματα προς τους στρατιώτας και αφού κατεβίβασαν εκ των σταυρών τα άγια αυτών Λείψανα, παρέλαβον ταύτα και έθαψαν εντίμως και ευλαβώς, δοξάζοντες τον Θεόν, όστις βοηθεί τους δούλους Αυτού να πατούν επί όφεων και σκορπίων και επί πάσαν την δύναμιν του εχθρού, χωρίς ουδόλως να βλάπτωνται. Ω υπεράνθρωπος ανδρεία των στρατιωτών του Ευαγγελίου της ειρήνης! Ω έργα θαυμαστά και εξαίσια, τα οποία βλέποντες, όχι μόνον οι άνθρωποι, αλλά και αυτοί οι ουράνιοι Άγγελοι, εξεπλάγησαν! Πως η εκ πηλού φθαρτή ουσία ως άϋλος ενεκαρτέρησεν εις τας βασάνους και έμεινεν ως αδάμας αμάλακτος εις τον άκμονα των παθημάτων! Δια τούτο και ο στεφοδότης Χριστός, εις μεν τον ουρανόν τους εστεφάνωσεν ενδόξως δια του αμαράντου εκείνου στεφάνου της δόξης Αυτού, εις δε την γην, ήτις είναι ναός των Μαρτύρων, η κατοικούσα Χάρις του Αγίου Πνεύματος ενεργεί δια τούτων των Αγίων Μαρτύρων άπειρα θαύματα, Ιατρεύει πυρέσσοντας, επαναδωρίζει την όρασιν εις τυφλούς, θεραπεύει παραλύτους, διώκει από τους πάσχοντας τα κακά της πονηρίας πνεύματα, εις δόξαν και καύχημα των ενδόξων Αθλοφόρων Αυτού. Εκ τούτων των θαυμάτων προσφέρομεν ολίγα τινά εις την υμετέραν αγάπην, εις δόξαν Θεού και των Αυτού θεραπόντων ενδόξων Αγίων Αθλητών, Τιμοθέου και Μαύρας. Εις το χωρίον Μαχαιράδον της νήσου Ζακύνθου ωκοδομήθη υπό των ευσεβών Χριστιανών περικαλλής Ναός επ’ ονόματι των Αγίων Μαρτύρων Τιμοθέου και Μαύρας, εις τον οποίον τελούνται καθ’ εκάστην άπειρα θαύματα. Ούτω γυναίκα προσβαλλομένην υπό του πονηρού δαίμονος έφερον οι συγγενείς της εις τον Ναόν των Αγίων· επειδή δε εδοκίμαζεν ο δαίμων να πνίξη ταύτην την τρισαθλίαν εις τα ύδατα, την είχον δεδεμένην έμπροσθεν της εικόνος των Αγίων Μαρτύρων. Ημέραν δε τινά λυθείσα αύτη από των δεσμών, ερρίφθη υπό του δαίμονος εντός φρέατος, το οποίον ευρίσκεται πλησίον της Εκκλησίας και εκεί έμεινεν επί τρεις και πλέον ώρας. Ερευνώντες δε οι συγγενείς της, την εύρον, ω του θαύματος! επάνω εις το ύδωρ και την ηρώτων πως ουδέ καν εβράχη. Τότε η γυνή αύτη ωμολόγησε παρρησία, ότι η Αγία Μαύρα την εκράτει από τας τρίχας της κεφαλής και δεν την άφηνε να βυθισθή. Εξήγαγον λοιπόν αυτήν εκ του φρέατος και ευθύς ιατρεύθη και έφυγεν εις τον οίκον της δοξάζουσα τον Θεόν και την θαυματουργόν Μάρτυρα. Το αυτό θαύμα εγένετο και εις ένα νέον δαιμονιζόμενον. Ούτος ευθύς ως είδε μόνον την εικόνα της Αγίας απηλλάγη του δαιμονίου και ιαθείς εδόξαζεν ακαταπαύστως τον Θεόν κηρύττων πανταχού το υπερφυές θαύμα της Αγίας. Κατά το έτος 1801, την ημέραν της εορτής των Αγίων, εν ώρα του όρθρου και κατά την στιγμήν της δοξολογίας, ενώ πάντες οι Ιερείς ήσαν ενδεδυμένοι τας ιερατικάς των στολάς, πλήθος δε πολύ των Χριστιανών, εκ της πόλεως και των πέριξ χωρίων, είχον συναθροισθή δια να εορτάσουν την πανήγυριν των Αγίων και να ακολουθήσουν την λιτανείαν, ήτις, ως συνήθως, τελείται μετά τον όρθρον, ποσότης πυρίτιδος, την οποίαν είχον οι επιτηρηταί του Ιερού Ναού εντός κιβωτίου δια τον πανηγυρικόν εορτασμόν, άγνωστον πως, ήναψεν. Αλλ’ ω του θαύματος! Αν και η ποσότης της πυρίτιδος ήτο αρκετή δια να κατακρημνίση όχι μόνον την Εκκλησίαν, αλλά και ολόκληρον φρούριον, όμως μετά μίαν μεγάλην και ασυνήθιστον βροντήν και σεισμόν και ενώ οι ευρεθέντες έμειναν ως νεκροί και περιέμενον τον θάνατόν των, εσχίσθη το κιβώτιον εις τεμάχια τα οποία εξεσφενδονίζοντο ως κεραυνοί δεξιά και αριστερά. Όλα δε διηυθύνθησαν εν μια στιγμή εις τα παράθυρα και, θραύσαντα τους μοχλούς, έφυγον έξω μετά της φλογός, ως διωκόμενα υπό της Αγίας χωρίς να βλαβή ούτε ο Ναός ούτε κανείς εκ των παρευρισκομένων προσκυνητών. Τούτο το μέγα θαύμα ιδόντες οι Ιερείς και ο λαός, έκραζον όλοι ομοθυμαδόν· «Μέγας ει, Κύριε, και θαυμαστός εν τοις έργοις Σου, δόξα Σοι». Αλλά σταματώμεν εδώ την διήγησιν των θαυμάτων των Αγίων τούτων Μαρτύρων χάριν συντομίας, αποσιωπώντες τα άλλα, άτινα αενάως ενεργεί ο Θεός εις δόξαν των θεραπόντων Αυτού. Τούτο είναι το Μαρτύριον των ενδόξων Αγίων Τιμοθέου και Μαύρας, ευλογημένοι Χριστιανοί. Τοιουτοτρόπως επολιτεύθησαν και ούτως ευηρέστησαν τον Θεόν. Δια τοιούτων αρετών ενίκησαν τον διάβολον και έστησαν κατά της πλάνης αυτού τα λαμπρά τρόπαια της νίκης αυτών. Ημείς δε αδελφοί, οίτινες εορτάζομεν την μνήμην αυτών, ας μη πανηγυρίζωμεν με χορούς και άσματα, επειδή ταύτα είναι του διαβόλου πανήγυρις. Ουδέ με πολυφαγίας, μέθην και ασελγείας, διότι ταύτα έκαμνον οι ειδωλολάτραι εις τας μιαράς των εορτάς, οι τυφλοί ούτοι και αναίσθητοι, οίτινες δεν ανέμενον κρίσιν και ανταπόδοσιν. Ημείς δε οίτινες εβαπτίσθημεν εις το όνομα της ομοουσίου Τριάδος και εφωτίσθημεν δια του ευαγγελικού φωτός της αγίας ημών Πίστεως, ας κάμνωμεν έργα άξια της Πίστεώς μας. Θέλετε, ευσεβείς Χριστιανοί, να εορτάσετε ταύτην την αγίαν εορτήν αξίως; Υπάγετε μετ’ ευλαβείας και πίστεως εις την Εκκλησίαν, άνδρες και γυναίκες, εστολισμένοι όχι με λαμπρά και πολυτελή ενδύματα, αλλά με συνείδησιν αγίαν και καθαράν, λησμονούντες τας έχθρας, τον φθόνον και πάσαν άλλην κακίαν κατά του πλησίον σας· αφού δε εξέλθετε από την Εκκλησίαν, κοιτάξετε δεξιά και αριστερά, καθώς έκαμνεν εκείνος ο Αβραάμ και αν ιδήτε γυμνόν, ενδύσατέ τον· αν ιδήτε πεινώντα, χορτάσατέ τον και αν ιδήτε ξένον, καλέσατε αυτόν εις την οικίαν σας. Τότε και τον Θεόν ευχαριστείτε και τους Αγίους ευφραίνετε, πανηγυρίζοντες, καθώς αρμόζει, την μνήμην των. Ας μη νομίζωμεν, αγαπητοί, ότι θα σωθώμεν με μόνην την Πίστιν χωρίς έργα, διότι, καθώς λέγει ο Απόστολος Ιάκωβος, όπως είναι αδύνατον να ζη το σώμα μας χωρίς ψυχήν (Ιακ. β:26), ούτω είναι αδύνατον να σωθώμεν και ημείς οι Χριστιανοί χωρίς τα χριστιανικά έργα. Έως πότε, αδελφοί, θα είσθε προσηλωμένοι εις την γην, χωρίς να υψώνετε τους οφθαλμούς σας προς τον ουρανόν, την αιώνιον πατρίδα μας; Δεν ακούετε τον μακάριον Παύλον, όστις μας διδάσκει λέγων· «ημών γαρ το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει» (Φιλ. γ:20); Δηλαδή, άνθρωπε, τι κοπιάς ημέραν και νύκτα εις ταύτην την πρόσκαιρον κατοικίαν σου, αφού σήμερον είσαι εδώ και αύριον μεταβαίνεις εις τον ουρανόν, όστις είναι η αιώνιος πατρίς σου; Εντροπή μεγάλη είναι εις ημάς, ευσεβείς Χριστιανοί, να μη έχωμεν άλλην φροντίδα από του να αγοράζωμεν τώρα τούτον τον αμπελώνα, αύριον εκείνον τον ελαιώνα, μεθαύριον εκείνην την οικίαν, χωρίς να συλλογιζώμεθα ότι και αν ακόμη ηθέλομεν γίνει άλλος Αλέξανδρος να εξουσιάσωμεν όλην σχεδόν την οικουμένην, όμως αύριον έρχεται το δρέπανον του θανάτου, το οποίον, αφού μας κόψη την ζωήν, άλλο τι δεν παραλαμβάνομεν μεθ’ εαυτών παρά μόνον τα εντάφιά μας. Επειδή, καθώς λέγει ο Προφήτης, γυμνοί εξήλθομεν εκ κοιλίας μητρός μας, γυμνοί και πάλιν καταβαίνομεν εις την κοιλίαν της μητρός μας γης (Ιώβ α:21). Εκείνα δε τα οποία με τόσους κόπους, ιδρώτας, ίσως δε και αδικίας και αρπαγάς απεκτήσαμεν, «τίνι έσται;» (Λουκά ιβ:20). Τα κληρονομούν πολλάκις οι εχθροί μας και εκείνοι τους οποίους δεν θέλομεν. Και αυτοί μεν απολαμβάνουν τους κόπους μας, ημείς δε κολαζόμεθα φρικτώς εντός της αιωνίου κολάσεως, ομού μετά του ασπλάγχνου εκείνου πλουσίου (Λουκά ιβ: 16-21), χωρίς ελπίδα ανέσεως. Αλλοίμονον! Όλοι σήμερον εξεκλίναμεν από την ευθείαν οδόν· πάντες επλανήθημεν και ηχρειώθημεν, ουκ έστι δε ο ποιών χρηστότητα, ουκ έστιν έως ενός. Πρώτον λοιπόν ο Κλήρος πρέπει να λάμπη δια της εναρέτου ζωής και να φωτίζη τους Χριστιανούς, καθώς μας παραγγέλλει και ο Κύριος εις το Άγιον Ευαγγέλιον, λέγων· «Ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον Πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοίς» (Ματθ. ε:16). Αφού λοιπόν πρώτον ημείς οι Κληρικοί διάγωμεν ζωήν αξίαν του επαγγέλματος, ας μη ολιγωρούμεν να διδάσκωμεν εις τα λογικά ημών πρόβατα την ακτημοσύνην, την δικαιοσύνην, την ταπείνωσιν, την αγάπην προς πάντας, ως και όσα έργα αρέσκουσιν εις τον Θεόν. Επειδή, αν εις τον πόλεμον νικηθή ο αρχηγός του στρατεύματος και θανατωθή ούτος, τι θέλουσι γίνει οι στρατιώται; Δεν θα κινδυνεύσουν εις το έπακρον; Ή αν ο ποιμήν των προβάτων ήθελεν απειληθή, δεν θα κατεστρέφοντο τα πρόβατα; Ούτω και η ιδική μας οκνηρία και αμέλεια, αλλοίμονον! Πόσους στέλλει εις εκείνο το αφεγγές χάος του Άδου. Αν όμως έστω και μία ψυχή κολασθή εκ της ιδικής μας αμελείας, μέλλει να ζητήση ταύτην αδελφοί, από ημάς ο Δίκαιος Κριτής εν ημέρα Κρίσεως και θέλομεν τιμωρηθή αυστηρώς δια την αμέλειάν μας ταύτην. Τι θέλομεν γίνει αν έστω και εκ μικράς μας αμελείας στερηθούν της δόξης του Κυρίου τα πρόβατα, τα οποία μάς ενεπιστεύθη; Δια τούτο, από τούδε και εις το εξής, ας διδάσκωμεν με το έργον περισσότερον από τον λόγον τα λογικά μας πρόβατα, δια να ακούσωμεν εν εκείνη τη ημέρα· «Ευ δούλοι αγαθοί και πιστοί, εισέλθετε εις την χαράν του Κυρίου σας» (Ματθ. κε:21,23). Και σεις Μοναχοί και Μονάζουσαι, μη νομίσετε ότι η λευκή κόμη και το μαύρον ράσον σάς σώζουν, καθώς λέγει ο Μέγας Βασίλειος, αλλά η παρθενία, η ακτημοσύνη, η ταπείνωσις και μάλιστα η ελεημοσύνη προς τον πτωχόν και τον πένητα. Ταύτα τα έργα σάς οδηγούν μέχρι της θύρας του ουρανού και σας εισάγουν εις την Βασιλείαν των ουρανών. Σεις δε, ω γυναίκες, αφήσατε τας μεταξύ σας κατακρίσεις, απομακρύνατε τους φθόνους, παύσατε τα σκάνδαλα. Και όταν προσέρχεσθε εις την Εκκλησίαν μη περιεργάζεσθε πως ενδύεται η μία και πως η άλλη, αλλά μετά φόβου Θεού και κατανύξεως να λατρεύετε και να υμνήτε τον Πανάγαθον Κύριον, παρακαλούσαι Αυτόν να συγχωρή τα σφάλματά σας και να ριζώνη τον φόβον Του εις τας καρδίας σας, προσφέρουσαι ούτω την πρέπουσαν πίστιν εις τον Χριστόν και την οφειλομένην υπακοήν εις τους νομίμους συζύγους σας, καθώς έκαμνον τον παλαιόν καιρόν αι άγιαι εκείναι γυναίκες. Ούτω μόνον θέλετε αξιωθή της ανεκφράστου χαράς. Και σεις, ω αδελφοί Χριστιανοί, μη εξοδεύετε τον καιρόν σας εις πάθη και ασωτείας· μη μολύνετε την ψυχήν σας με αρπαγάς, φόνους, ψευδομαρτυρίας, φόνους, καταλαλιάς, μοιχείας και με όσα μισεί ο Θεός και αγαπά ο εφευρέτης της κακίας διάβολος. Εκείνο δε το οποίον μισείτε να σας κάμνη άλλος, μη το κάμνετε σεις εις άλλον. Επειδή όχι μόνον ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός μάς παραγγέλλει εις το θείον Του Ευαγγέλιον, λέγων· «Πάντα ουν όσα αν θέλητε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, ούτω και υμείς ποιείτε αυτοίς» (Ματθ. ζ:12), αλλά και αυτός ο νόμος της φύσεως διδάσκει να μη πράττωμεν εκείνο που δεν θέλομεν να μας κάμουν· «Ο συ μισείς, ετέρω μη ποιήσεις» (Τωβ. δ: 15). Ταύτα αν φυλάξωμεν, αγαπητοί, θέλομεν διέλθει εδώ μεν την παρούσαν πρόσκαιρον ζωήν μας ειρηνικήν, ευτυχή και αλύπητον, εκεί δε θέλομεν αξιωθή της μακαρίας και αϊδίου ζωής του Παραδείσου, Χάριτι του ανάρχου Πατρός και του συναϊδίου αυτού Υιού και του Παναγίου και αγαθού και ζωοποιού Αυτού Πνεύματος, της μιάς Θεότητος, ης η δόξα και το κράτος νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου