Πέτρος ο
λαμπρός και πανεύφημος Ιεράρχης της Εκκλησίας ήκμασε περί τας αρχάς του θ΄ (9ου)
μετά Χριστόν αιώνος, γεννηθείς εις την βασιλεύουσαν των πόλεων εκ γονέων όχι
μόνον ενδόξων κατά το γένος, αλλά διαπρεπόντων και κατά την αρετήν και την
ευσέβειαν. Εκ παιδικής δε ηλικίας αφοσιωθείς εις τα ιερά γράμματα και εις την
έσω παιδείαν επιδοθείς, εθαυμάζετο παρά πάντων δια την οξύτητα του πνεύματος,
την αντίληψιν, την ευρύτητα της διανοίας του και την ορθήν του κρίσιν.
Νέος δε ακόμη περιεβλήθη το Μοναχικόν Σχήμα, ομού μετά του νεωτέρου αδελφού του Πλάτωνος, μιμούμενος τους γονείς του και τους δύο πρεσβυτέρους αδελφούς του, Διονύσιον και Παύλον, οίτινες, απαρνηθέντες τα του κόσμου τούτου φθαρτά, ησπάσθησαν τον Μοναχικόν βίον και εκάρησαν Μοναχοί εις τινα των εν Κωνσταντινουπόλει Ιερών Μονών. Εκεί ο θείος Πέτρος, αποδυθείς ολοψύχως εις τους ασκητικούς αγώνας, τοιούτος μετ’ ολίγον ανεδείχθη, ώστε πάντες εξετίμων αυτόν βαθύτατα και τον είχον ως μοναδικόν παράδειγμα της Μοναχικής ζωής και πολιτείας. Αι έξοχοι λοιπόν αύται του ανδρός αρεταί δεν κατέστη δυνατόν να αποκρυβούν από τον τότε αξιώτατα κατευθύνοντα το πηδάλιον της Εκκλησίας Πατριάρχην Νικόλαον τον Μυστικόν ή Παλαιόν επονομαζόμενον. Επειδή δε εχήρευεν ο Αρχιερατικός θρόνος της Κορίνθου και ανεζητείτο ίνα αναλάβη τούτον ανήρ διαλάμπων εν αρεταίς και δυνάμενος να στηρίξη τον λαόν εις την ευσέβειαν, ο Πατριάρχης ουδέν παρημέλησε και παν μέσον μετεχειρίσθη ίνα πείση τον Άγιον να αποδεχθή την ιερωσύνην. Αλλ’ ο Άγιος Πέτρος, αναλογιζόμενος το βαρύ και δυσβάστακτον του αξιώματος και φοβούμενος τας μεγάλας και πολλαπλάς τούτου ευθύνας, δεν απεδέχετο την κλήσιν, ίνα αρχιερατεύση. Αποτυχών όθεν ούτω ο Πατριάρχης του σκοπού του, εστράφη προς τον αδελφόν του Αγίου Πέτρου Παύλον, τον οποίον και προεχείρισεν Επίσκοπον Κορίνθου. Όχι δε μόνον τότε, αλλά και μετά τούτο δεν έπαυσεν από του να ενδιαφέρεται θερμώς δια τον Άγιον, αγωνιζόμενος σθεναρώς, όπως επιτύχη και κατατάξη τούτον εις την χορείαν των Επισκόπων. Ο δε μακάριος Πέτρος, φοβούμενος μήπως εις το τέλος υποχωρήση προ των προτροπών του Πατριάρχου, αφού εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολιν, ηκολούθησε τον αδελφόν του Παύλον εις Κόρινθον, όπου επί πολύν χρόνον παρέμεινεν ασκητεύων εις τα εκεί ησυχαστήρια. Αλλ’ αν και απέφευγεν ο Άγιος την δόξαν των ανθρώπων, υποτασσόμενος με άκραν ταπεινοφροσύνην, όμως ο Πανάγαθος Θεός, ο δοξάζων τους δοξάζοντας Αυτόν, ακόμη περισσότερον ανεδείκνυε και καθίστα πασιφανή εις τον κόσμον τον ανεκτίμητον τούτον θησαυρόν της Εκκλησίας. Η φήμη λοιπόν του Πέτρου, αν και ούτος εκρύπτετο, διέτρεχε πάσαν την Πελοπόννησον και πάσαν την Ελλάδα, διαλαλούσα τας αρετάς αυτού. Δια τούτο, εκδημήσαντος προς Κύριον του Αρχιερέως Άργους και Ναυπλίου, οι εκεί Χριστιανοί στέλλουσι πρεσβείαν προς τον Αρχιεπίσκοπον Κορίνθου Παύλον, παρακαλούντες όπως πείση τον αδελφόν αυτού Πέτρον να αναλάβη την χηρεύουσαν Επισκοπήν αυτών. Τούτο μαθών ο Πέτρος ανεχώρησε κρυφίως και επί μακρόν χρόνον έμενεν άγνωστον το μέρος όπου ευρίσκετο, τόσον εις τον αδελφόν του, όσον και εις τους ζητούντας αυτόν. Τέλος όμως, καμφθείς προ των παρακλήσεων και των δακρύων αυτών, εδέχθη και χειροτονηθείς ανέλαβε την ποιμαντορίαν του Επισκοπικού θρόνου Άργους και Ναυπλίου. Ανελθών λοιπόν ο θείος Πέτρος εις τούτον τον Αρχιεπισκοπικόν θρόνον, ετέθη πράγματι ως ο λύχνος επί την λυχνίαν, ίνα «λάμπη πάσι τοις εν τη οικία» (Ματθ. ε:15). Ευθύς λοιπόν ως απεδέχθη την διοίκησιν της Εκκλησίας, έσπευσεν, ίνα αποδώση προς ταύτην την εμπρέπουσαν μεγαλοπρέπειαν. Αφού λοιπόν ετακτοποίησε μετά θαυμαστής συνέσεως και σοφίας τα της Εκκλησίας και του Κλήρου, επεδόθη εις νέους πνευματικούς αγώνας. Διότι το υψηλόν της Αρχιερωσύνης αξίωμα ήνοιξε εις τον Άγιον ευρύτατον στάδιον ενεργείας, ούτω δε τα μέχρι τούδε κεκρυμμένα πλεονεκτήματα αυτού έμελλον τώρα να τελεσφορήσουν επί ψυχών απείρου λαού. Όθεν ο πλούτος της σοφίας αυτού ήρχισε να εκκενούται και να μεταδίδεται αφθόνως εις πάντας. Οι θησαυροί της γονίμου αυτού διανοίας ήρχοντο πλησιέστερα προς τους έχοντας ανάγκην τα σωτήρια νάματα του θείου λόγου, άτινα, αφθόνως ρέοντα, εξεπήγαζον εκ ευφραδείας και της πειστικής δυνάμεως του λόγου του Αγίου, καταρδεύοντα πλουσίως και αφθόνως και επιμελώς την πνευματικήν άρουραν και πολλούς παράγοντα αγλαούς καρπούς αρετών και ευσεβείας. Γλυκύτεροι μέλιτος έρρεον οι λόγοι από του στόματος του Αγίου, το δε παράδειγμα του πρακτικού βίου αυτού, στηρίζον την διδασκαλίαν του, διέλαμπε πανταχού τόσον, ώστε οι πάντες, δια των έργων αυτού καθοδηγούμενοι και υπό των διδαγμάτων αυτού εμψυχούμενοι, να ρυθμίζωσι τας πράξεις αυτών προς την κατά Χριστόν πολιτείαν. Ήτο δε και φρουρός άγρυπνος ο Άγιος και Ποιμήν ακοίμητος της του Χριστού ποίμνης και ζηλωτής των πατρικών παραδόσεων και των ιερών της Πίστεως δογμάτων και βαρυτάτας κατέβαλλε φροντίδας όπως ταύτα διατηρούνται σώα, ανέπαφα και ακέραια. Ως εκ τούτου πολλά και λαμπρά τρόπαια της Ορθοδοξίας απέκτησεν ο μακάριος, διότι, αν και ο επί μακρόν χρόνον σάλος των αιρέσεων, ο συνταράσσων και διασχίζων την Εκκλησίαν, εφαίνετο τότε ότι είχε κοπάσει, εν τούτοις ρίζαι της δυσσεβείας ακόμη εσώζοντο και ουχί σπανίως ανεφύοντο ζιζάνια εν τω αγρώ του Κυρίου, λυμαινόμενα τον γνήσιον σπόρον του Ευαγγελικού κηρύγματος και παρεμποδίζοντα την ελευθέραν αυτού βλάστησιν. Εκείνο όμως το οποίον καθίστα ακόμη περισσότερον αγαπητόν τον Άγιον και έκαμνε βαθύτερον τον προς αυτόν σεβασμόν των Χριστιανών ήτο ο διακαής αυτού ζήλος δια την λύτρωσιν των υπό των πειρατών αιχμαλωτιζομένων Χριστιανών, ως και η προθυμία μετά της οποίας διέτρεχε τας πόλεις και τα φρούρια βοηθών και παρηγορών τους ευρισκομένους εις ανάγκην. Τοιούτος λοιπόν αναδειχθείς ο Άγιος, ηξιώθη και του προορατικού χαρίσματος και της δυνάμεως του να τελή θαύματα, ώστε πολλά γεγονότα προεγνώρισε και προείπεν, άτινα και πράγματι συνέβησαν εις καιρούς υπ’ αυτού προσδιορισθέντας. Ολίγα δε εκ των πολλών θαυμάτων, όσα ετέλει εν ονόματι του Σωτήρος, αναφερόμενα ενταύθα θέλουσιν αποδείξει εις ημάς οποίαν και οπόσην παρρησίαν απέκτησε προς τον ποιούντα μεγάλα και θαυμαστά, ένδοξα και εξαίσια. Μέγας και ισχυρός λιμός ενέσκηψε ποτέ εις την πόλιν των Αργείων και τα πέριξ ταύτης, το δε πλήθος του λαού έτρεχον αθρόοι προς τον Άγιον ζητούντες άρτον. Ο δε Άγιος, αφού πάσαν την περιουσίαν αυτού κατηνάλωσεν ίνα βοηθήση τούτους και ουδέν άλλο απέμενεν εις αυτόν εκτός ενός πίθου αλεύρου και η εν τη καρδία ακράδαντος αυτού προς τον Θεόν πίστις, κατ’ εκείνην την περίστασιν του λιμοκτονούντος λαού, επεκαλέσθη την θείαν αρωγήν και, ω του θαύματος! το εις τον πίθον εκείνον ολίγον άλευρον μετεβλήθη εις ακένωτον και ανεξάντλητον πηγήν, ως η υδρία της επί Ηλιού του Θεσβίτου χήρας και εξήρκεσε προς διατροφήν των πεινώντων έως ότου παρήλθεν η θεομηνία του λιμού. Ακόμη δε εμφανέστερον αποδεικνύεται η προς Κύριον παρρησία του Αγίου εκ του επομένου θαύματος. Νεάνις τις, επί μακρόν χρόνον κατεχομένη υπό του πονηρού και ακαθάρτου πνεύματος, ωδηγήθη υπό των συγγενών της προς τον Άγιον, παρακαλούντων τούτον να βοηθήση αυτήν. Ούτος δε ο μακάριος, δια της δυνάμεως και εξουσίας του ειπόντος εις τους προς Αυτόν πιστεύοντας· «Ιδού δίδωμι υμίν την εξουσίαν του πατείν επάνω όφεων και σκορπίων και επί πάσαν την δύναμιν του εχθρού» (Λουκ. ι:19). Και καθώς λέγει και ο Ευαγγελιστής Ματθαίος· «Έδωκεν αυτοίς εξουσίαν κατά πνευμάτων ακαθάρτων, ώστε εκβάλλειν αυτά» (Ματθ. ι:1), ανατείνας τον νουν και την καρδίαν προς τον ουρανόν, επετίμησε το δαιμόνιον και διέταξεν αυτό να εξέλθη εκ της νεάνιδος. Και ω του θαύματος! Η επί τόσον χρόνον ελεεινώς βασανιζομένη νεάνις, ελευθερωθείσα και ιαθείσα παραχρήμα, ηυχαρίστει και εδόξαζε τον Θεόν τον δωρήσαντα τοιαύτην εξουσίαν εις τους ανθρώπους. Πολλά δε υπερφυή και παράδοξα θαύματα ετέλεσεν ο θείος Πέτρος δια της προσευχής και της θερμής προς τον Θεόν πίστεως. Ούτω χωλούς ιάτρευσε, λεπρούς εκαθάρισε, παραλύτους ανήγειρε και πλείστας νόσους, δια της επιθέσεως των χειρών, ως άλλος Απόστολος, εθεράπευσεν. Η δε προς τας χήρας και τα ορφανά συμπάθεια του Αγίου τόσον στοργική ήτο, ώστε να μείνη παραδειγματική. Αλλά και η υπό του Αγίου προστασία και υπεράσπισις των υπό των ισχυρών πιεζομένων και αδικουμένω ήτο ομοίως έβθερμος και ακαταμάχητος, επειδή η δύναμις των λόγων αυτού, στηριζομένη επί της ευσεβείας και της αρετής, απεδείκνυεν αυτόν σεβαστόν εις τους πάντας. Ούτος ο Άγιος έλαβε μέρος και εις την εν Κωνσταντινουπόλει εν έτει 922 παρά του αυτοκράτορος Κωνσταντίνου του Πορφυρογεννήτου συγκληθείσαν Σύνοδον, ήτις εξέδωκε τον περίφημον τόμον της Ενώσεως επί της δευτέρας Πατριαρχείας του Πατριάρχου Νικολάου, ηγωνίσθη δε γενναίως εις αυτήν υπέρ της Ορθοδοξίας και της κυρώσεως των υπό των προτέρων Συνόδων εψηφισμένων. Αλλά πριν ή φέρωμεν εις πέρας τα περί του Βίου του Αγίου, αναγκαίον κρίνομεν να αναφέρωμεν και ολίγα τινά περί του Οσίου Πατρός ημών Θεοδοσίου του Νέου, διότι ούτος, καθ’ ον χρόνον ήκμαζεν ο θείος Πέτρος, εγένετο συνεργάτης αυτού εις τους υπέρ της ευσεβείας αγώνας. Ο Όσιος Πατήρ ημών Θεοδόσιος ο Νέος εγεννήθη τω ωξβ΄ (862) μετά Χριστόν εις Αθήνας, διήνυσε δε τον της ασκήσεως δίαυλον εις το και σήμερον σωζόμενον και επ’ ονόματι αυτού τιμώμενον Μονύδριον κείμενον εις τον δήμον Μηδείας της Αργολίδος. Αλλά προ της εις Κωνσταντινούπολιν μεταβάσεως του Αγίου Πέτρου δια την Σύνοδον, ως είπομεν, ο ασκητικώτατος Θεοδόσιος είχε διαβληθή εις τον Άγιον Πέτρον ως αγύρτης και λαοπλάνος τόσον εντέχνως και πειστικώς, ώστε ο μακάριος Πέτρος είχεν αποφασίσει, άμα τη εκ Κωνσταντινουπόλεως επανόδω του, να απομακρύνη αυτόν από της Επισκοπής αυτού. Καθ’ ον δε χρόνον διέτριβεν ο Άγιος εν τη βασιλευούση επιφανεις ο Θεοδόσιος εν οράματι και πάσαν την κατ’ αυτου σκευωρίαν αποκαλύψας, παρεκάλει τον Άγιον να μη δίδη πίστιν εις την συκοφαντίαν. Συγχρόνως δε και εις τον Πατριάρχην επιφανείς, ωσαύτως εν οράματι, παρεκάλει αυτόν να αποτρέψη τον Πέτρον από των τοιούτων λογισμών του. Τούτο και εγένετο, διότι ο Πατριάρχης και ο Πέτρος ανακοινώσαντες προς αλλήλους το όραμα διεπίστωσαν την αγιότητα του ανδρός. Αφού δε ο Πέτρος επανήλθεν εις τον θρόνον του, μετέβη εις το Ασκητήριον του Θεοδοσίου και μαθών μετά θαυμασμού τας αρετάς του ανδρός και προχειρίσας τον Ασκητήν εις το υψηλόν της ιερωσύνης αξίωμα, παρέλαβεν αυτόν ως συνεργάτην εις το ψυχοσωτήριον έργον της θείας αυτού αποστολής. Τον Θεοδόσιον μετ’ ου πολύ, προς Κύριον εκδημήσαντα, εκήδευσεν ο μακάριος Πέτρος ιεροπρεπώς, μετά παντός του Κλήρου της Επισκοπής του. Και ταύτα μεν περί Θεοδοσίου. Φθάσας δε ο Άγιος Πέτρος εις το εβδομηκοστόν έτος της ηλικίας του και προγνωρίσας το τέλος της ενταύθα παροικίας του, αφού έδωσε τας δεούσας πατρικάς συμβουλάς και παραινέσεις εις το λογικόν αυτού ποίμνιον, ιλαρώς παρέδωσε το πνεύμα εις χείρας Θεού, τον οποίον τοσούτον ηγάπησεν. Οι δε πιστοί, θρηνήσαντες δια την στέρησιν τοιούτου Ποιμένος και ευεργέτου, εκήδευσαν μετ’ ευλαβείας το χαριτόβρυτον του Ιεράρχου λείψανον και κατέθεσαν τούτο εντός ναού, επ’ ονόματι αυτού ανεγερθέντος, όπου τούτο εγένετο ανεξάντλητος πηγή ιαμάτων εις τους μετά πίστεως προσερχομένους. Αλλ’ ο Ναός εκείνος, προϊόντος του χρόνου, κατηρειπώθη. Οι δε ευσεβείς και φιλόχριστοι Αργείοι ανήγειραν εν τω κέντρω της πόλεως, ουχί μακράν του παλαιού εκείνου Ναού, έτερον Ναόν μεγαλοπρεπέστατον και εφάμιλλον των περικαλλεστέρων εν Ελλάδι Ναών, τιμώμενον επ’ ονόματί του και τρανώς ούτω μαρτυρούντα το σέβας και την ευλάβειαν αυτών προς τον πάντιμον και πανευκλεά Άγιον, τον πολιούχον μεν του Άργους, πάσης δε της Αργολίδος προστάτην. O δε κατ’ αρχαιοτέραν εποχήν συγγραφείς Βίος του ενδόξου τούτου της Εκκλησίας Ιεράρχου ήτο κάλλιστος και πεπλουτισμένος δια της περιγραφής γεγονότων ακόμη περισσότερον εκφραζόντων τας λαμπράς αυτού αρετάς και τας θεοφιλείς του πράξεις. Αλλά τον Βίον εκείνον μετά πολλών άλλων κειμηλίων της ελληνικής ευφυϊας και ευσεβείας ο πανδαμάτωρ χρόνος και αι κατά καιρούς εις την πατρίδα ημών εισβολαί των αλλοφύλων εξηφάνισαν ολοσχερώς. Αλλ’ όμως και τα διασωθέντα εις ημάς βραχέα ταύτα μνημεία αρκούσι να διδάξωσι πάντα πιστόν οποίας και οπόσης παρά Θεού ηξιώθη τιμής και δόξης ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Πέτρος, ου ταις πρεσβείαις ρυσθείημεν πάσης ανάγκης και θλίψεως. Αμήν.
Νέος δε ακόμη περιεβλήθη το Μοναχικόν Σχήμα, ομού μετά του νεωτέρου αδελφού του Πλάτωνος, μιμούμενος τους γονείς του και τους δύο πρεσβυτέρους αδελφούς του, Διονύσιον και Παύλον, οίτινες, απαρνηθέντες τα του κόσμου τούτου φθαρτά, ησπάσθησαν τον Μοναχικόν βίον και εκάρησαν Μοναχοί εις τινα των εν Κωνσταντινουπόλει Ιερών Μονών. Εκεί ο θείος Πέτρος, αποδυθείς ολοψύχως εις τους ασκητικούς αγώνας, τοιούτος μετ’ ολίγον ανεδείχθη, ώστε πάντες εξετίμων αυτόν βαθύτατα και τον είχον ως μοναδικόν παράδειγμα της Μοναχικής ζωής και πολιτείας. Αι έξοχοι λοιπόν αύται του ανδρός αρεταί δεν κατέστη δυνατόν να αποκρυβούν από τον τότε αξιώτατα κατευθύνοντα το πηδάλιον της Εκκλησίας Πατριάρχην Νικόλαον τον Μυστικόν ή Παλαιόν επονομαζόμενον. Επειδή δε εχήρευεν ο Αρχιερατικός θρόνος της Κορίνθου και ανεζητείτο ίνα αναλάβη τούτον ανήρ διαλάμπων εν αρεταίς και δυνάμενος να στηρίξη τον λαόν εις την ευσέβειαν, ο Πατριάρχης ουδέν παρημέλησε και παν μέσον μετεχειρίσθη ίνα πείση τον Άγιον να αποδεχθή την ιερωσύνην. Αλλ’ ο Άγιος Πέτρος, αναλογιζόμενος το βαρύ και δυσβάστακτον του αξιώματος και φοβούμενος τας μεγάλας και πολλαπλάς τούτου ευθύνας, δεν απεδέχετο την κλήσιν, ίνα αρχιερατεύση. Αποτυχών όθεν ούτω ο Πατριάρχης του σκοπού του, εστράφη προς τον αδελφόν του Αγίου Πέτρου Παύλον, τον οποίον και προεχείρισεν Επίσκοπον Κορίνθου. Όχι δε μόνον τότε, αλλά και μετά τούτο δεν έπαυσεν από του να ενδιαφέρεται θερμώς δια τον Άγιον, αγωνιζόμενος σθεναρώς, όπως επιτύχη και κατατάξη τούτον εις την χορείαν των Επισκόπων. Ο δε μακάριος Πέτρος, φοβούμενος μήπως εις το τέλος υποχωρήση προ των προτροπών του Πατριάρχου, αφού εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολιν, ηκολούθησε τον αδελφόν του Παύλον εις Κόρινθον, όπου επί πολύν χρόνον παρέμεινεν ασκητεύων εις τα εκεί ησυχαστήρια. Αλλ’ αν και απέφευγεν ο Άγιος την δόξαν των ανθρώπων, υποτασσόμενος με άκραν ταπεινοφροσύνην, όμως ο Πανάγαθος Θεός, ο δοξάζων τους δοξάζοντας Αυτόν, ακόμη περισσότερον ανεδείκνυε και καθίστα πασιφανή εις τον κόσμον τον ανεκτίμητον τούτον θησαυρόν της Εκκλησίας. Η φήμη λοιπόν του Πέτρου, αν και ούτος εκρύπτετο, διέτρεχε πάσαν την Πελοπόννησον και πάσαν την Ελλάδα, διαλαλούσα τας αρετάς αυτού. Δια τούτο, εκδημήσαντος προς Κύριον του Αρχιερέως Άργους και Ναυπλίου, οι εκεί Χριστιανοί στέλλουσι πρεσβείαν προς τον Αρχιεπίσκοπον Κορίνθου Παύλον, παρακαλούντες όπως πείση τον αδελφόν αυτού Πέτρον να αναλάβη την χηρεύουσαν Επισκοπήν αυτών. Τούτο μαθών ο Πέτρος ανεχώρησε κρυφίως και επί μακρόν χρόνον έμενεν άγνωστον το μέρος όπου ευρίσκετο, τόσον εις τον αδελφόν του, όσον και εις τους ζητούντας αυτόν. Τέλος όμως, καμφθείς προ των παρακλήσεων και των δακρύων αυτών, εδέχθη και χειροτονηθείς ανέλαβε την ποιμαντορίαν του Επισκοπικού θρόνου Άργους και Ναυπλίου. Ανελθών λοιπόν ο θείος Πέτρος εις τούτον τον Αρχιεπισκοπικόν θρόνον, ετέθη πράγματι ως ο λύχνος επί την λυχνίαν, ίνα «λάμπη πάσι τοις εν τη οικία» (Ματθ. ε:15). Ευθύς λοιπόν ως απεδέχθη την διοίκησιν της Εκκλησίας, έσπευσεν, ίνα αποδώση προς ταύτην την εμπρέπουσαν μεγαλοπρέπειαν. Αφού λοιπόν ετακτοποίησε μετά θαυμαστής συνέσεως και σοφίας τα της Εκκλησίας και του Κλήρου, επεδόθη εις νέους πνευματικούς αγώνας. Διότι το υψηλόν της Αρχιερωσύνης αξίωμα ήνοιξε εις τον Άγιον ευρύτατον στάδιον ενεργείας, ούτω δε τα μέχρι τούδε κεκρυμμένα πλεονεκτήματα αυτού έμελλον τώρα να τελεσφορήσουν επί ψυχών απείρου λαού. Όθεν ο πλούτος της σοφίας αυτού ήρχισε να εκκενούται και να μεταδίδεται αφθόνως εις πάντας. Οι θησαυροί της γονίμου αυτού διανοίας ήρχοντο πλησιέστερα προς τους έχοντας ανάγκην τα σωτήρια νάματα του θείου λόγου, άτινα, αφθόνως ρέοντα, εξεπήγαζον εκ ευφραδείας και της πειστικής δυνάμεως του λόγου του Αγίου, καταρδεύοντα πλουσίως και αφθόνως και επιμελώς την πνευματικήν άρουραν και πολλούς παράγοντα αγλαούς καρπούς αρετών και ευσεβείας. Γλυκύτεροι μέλιτος έρρεον οι λόγοι από του στόματος του Αγίου, το δε παράδειγμα του πρακτικού βίου αυτού, στηρίζον την διδασκαλίαν του, διέλαμπε πανταχού τόσον, ώστε οι πάντες, δια των έργων αυτού καθοδηγούμενοι και υπό των διδαγμάτων αυτού εμψυχούμενοι, να ρυθμίζωσι τας πράξεις αυτών προς την κατά Χριστόν πολιτείαν. Ήτο δε και φρουρός άγρυπνος ο Άγιος και Ποιμήν ακοίμητος της του Χριστού ποίμνης και ζηλωτής των πατρικών παραδόσεων και των ιερών της Πίστεως δογμάτων και βαρυτάτας κατέβαλλε φροντίδας όπως ταύτα διατηρούνται σώα, ανέπαφα και ακέραια. Ως εκ τούτου πολλά και λαμπρά τρόπαια της Ορθοδοξίας απέκτησεν ο μακάριος, διότι, αν και ο επί μακρόν χρόνον σάλος των αιρέσεων, ο συνταράσσων και διασχίζων την Εκκλησίαν, εφαίνετο τότε ότι είχε κοπάσει, εν τούτοις ρίζαι της δυσσεβείας ακόμη εσώζοντο και ουχί σπανίως ανεφύοντο ζιζάνια εν τω αγρώ του Κυρίου, λυμαινόμενα τον γνήσιον σπόρον του Ευαγγελικού κηρύγματος και παρεμποδίζοντα την ελευθέραν αυτού βλάστησιν. Εκείνο όμως το οποίον καθίστα ακόμη περισσότερον αγαπητόν τον Άγιον και έκαμνε βαθύτερον τον προς αυτόν σεβασμόν των Χριστιανών ήτο ο διακαής αυτού ζήλος δια την λύτρωσιν των υπό των πειρατών αιχμαλωτιζομένων Χριστιανών, ως και η προθυμία μετά της οποίας διέτρεχε τας πόλεις και τα φρούρια βοηθών και παρηγορών τους ευρισκομένους εις ανάγκην. Τοιούτος λοιπόν αναδειχθείς ο Άγιος, ηξιώθη και του προορατικού χαρίσματος και της δυνάμεως του να τελή θαύματα, ώστε πολλά γεγονότα προεγνώρισε και προείπεν, άτινα και πράγματι συνέβησαν εις καιρούς υπ’ αυτού προσδιορισθέντας. Ολίγα δε εκ των πολλών θαυμάτων, όσα ετέλει εν ονόματι του Σωτήρος, αναφερόμενα ενταύθα θέλουσιν αποδείξει εις ημάς οποίαν και οπόσην παρρησίαν απέκτησε προς τον ποιούντα μεγάλα και θαυμαστά, ένδοξα και εξαίσια. Μέγας και ισχυρός λιμός ενέσκηψε ποτέ εις την πόλιν των Αργείων και τα πέριξ ταύτης, το δε πλήθος του λαού έτρεχον αθρόοι προς τον Άγιον ζητούντες άρτον. Ο δε Άγιος, αφού πάσαν την περιουσίαν αυτού κατηνάλωσεν ίνα βοηθήση τούτους και ουδέν άλλο απέμενεν εις αυτόν εκτός ενός πίθου αλεύρου και η εν τη καρδία ακράδαντος αυτού προς τον Θεόν πίστις, κατ’ εκείνην την περίστασιν του λιμοκτονούντος λαού, επεκαλέσθη την θείαν αρωγήν και, ω του θαύματος! το εις τον πίθον εκείνον ολίγον άλευρον μετεβλήθη εις ακένωτον και ανεξάντλητον πηγήν, ως η υδρία της επί Ηλιού του Θεσβίτου χήρας και εξήρκεσε προς διατροφήν των πεινώντων έως ότου παρήλθεν η θεομηνία του λιμού. Ακόμη δε εμφανέστερον αποδεικνύεται η προς Κύριον παρρησία του Αγίου εκ του επομένου θαύματος. Νεάνις τις, επί μακρόν χρόνον κατεχομένη υπό του πονηρού και ακαθάρτου πνεύματος, ωδηγήθη υπό των συγγενών της προς τον Άγιον, παρακαλούντων τούτον να βοηθήση αυτήν. Ούτος δε ο μακάριος, δια της δυνάμεως και εξουσίας του ειπόντος εις τους προς Αυτόν πιστεύοντας· «Ιδού δίδωμι υμίν την εξουσίαν του πατείν επάνω όφεων και σκορπίων και επί πάσαν την δύναμιν του εχθρού» (Λουκ. ι:19). Και καθώς λέγει και ο Ευαγγελιστής Ματθαίος· «Έδωκεν αυτοίς εξουσίαν κατά πνευμάτων ακαθάρτων, ώστε εκβάλλειν αυτά» (Ματθ. ι:1), ανατείνας τον νουν και την καρδίαν προς τον ουρανόν, επετίμησε το δαιμόνιον και διέταξεν αυτό να εξέλθη εκ της νεάνιδος. Και ω του θαύματος! Η επί τόσον χρόνον ελεεινώς βασανιζομένη νεάνις, ελευθερωθείσα και ιαθείσα παραχρήμα, ηυχαρίστει και εδόξαζε τον Θεόν τον δωρήσαντα τοιαύτην εξουσίαν εις τους ανθρώπους. Πολλά δε υπερφυή και παράδοξα θαύματα ετέλεσεν ο θείος Πέτρος δια της προσευχής και της θερμής προς τον Θεόν πίστεως. Ούτω χωλούς ιάτρευσε, λεπρούς εκαθάρισε, παραλύτους ανήγειρε και πλείστας νόσους, δια της επιθέσεως των χειρών, ως άλλος Απόστολος, εθεράπευσεν. Η δε προς τας χήρας και τα ορφανά συμπάθεια του Αγίου τόσον στοργική ήτο, ώστε να μείνη παραδειγματική. Αλλά και η υπό του Αγίου προστασία και υπεράσπισις των υπό των ισχυρών πιεζομένων και αδικουμένω ήτο ομοίως έβθερμος και ακαταμάχητος, επειδή η δύναμις των λόγων αυτού, στηριζομένη επί της ευσεβείας και της αρετής, απεδείκνυεν αυτόν σεβαστόν εις τους πάντας. Ούτος ο Άγιος έλαβε μέρος και εις την εν Κωνσταντινουπόλει εν έτει 922 παρά του αυτοκράτορος Κωνσταντίνου του Πορφυρογεννήτου συγκληθείσαν Σύνοδον, ήτις εξέδωκε τον περίφημον τόμον της Ενώσεως επί της δευτέρας Πατριαρχείας του Πατριάρχου Νικολάου, ηγωνίσθη δε γενναίως εις αυτήν υπέρ της Ορθοδοξίας και της κυρώσεως των υπό των προτέρων Συνόδων εψηφισμένων. Αλλά πριν ή φέρωμεν εις πέρας τα περί του Βίου του Αγίου, αναγκαίον κρίνομεν να αναφέρωμεν και ολίγα τινά περί του Οσίου Πατρός ημών Θεοδοσίου του Νέου, διότι ούτος, καθ’ ον χρόνον ήκμαζεν ο θείος Πέτρος, εγένετο συνεργάτης αυτού εις τους υπέρ της ευσεβείας αγώνας. Ο Όσιος Πατήρ ημών Θεοδόσιος ο Νέος εγεννήθη τω ωξβ΄ (862) μετά Χριστόν εις Αθήνας, διήνυσε δε τον της ασκήσεως δίαυλον εις το και σήμερον σωζόμενον και επ’ ονόματι αυτού τιμώμενον Μονύδριον κείμενον εις τον δήμον Μηδείας της Αργολίδος. Αλλά προ της εις Κωνσταντινούπολιν μεταβάσεως του Αγίου Πέτρου δια την Σύνοδον, ως είπομεν, ο ασκητικώτατος Θεοδόσιος είχε διαβληθή εις τον Άγιον Πέτρον ως αγύρτης και λαοπλάνος τόσον εντέχνως και πειστικώς, ώστε ο μακάριος Πέτρος είχεν αποφασίσει, άμα τη εκ Κωνσταντινουπόλεως επανόδω του, να απομακρύνη αυτόν από της Επισκοπής αυτού. Καθ’ ον δε χρόνον διέτριβεν ο Άγιος εν τη βασιλευούση επιφανεις ο Θεοδόσιος εν οράματι και πάσαν την κατ’ αυτου σκευωρίαν αποκαλύψας, παρεκάλει τον Άγιον να μη δίδη πίστιν εις την συκοφαντίαν. Συγχρόνως δε και εις τον Πατριάρχην επιφανείς, ωσαύτως εν οράματι, παρεκάλει αυτόν να αποτρέψη τον Πέτρον από των τοιούτων λογισμών του. Τούτο και εγένετο, διότι ο Πατριάρχης και ο Πέτρος ανακοινώσαντες προς αλλήλους το όραμα διεπίστωσαν την αγιότητα του ανδρός. Αφού δε ο Πέτρος επανήλθεν εις τον θρόνον του, μετέβη εις το Ασκητήριον του Θεοδοσίου και μαθών μετά θαυμασμού τας αρετάς του ανδρός και προχειρίσας τον Ασκητήν εις το υψηλόν της ιερωσύνης αξίωμα, παρέλαβεν αυτόν ως συνεργάτην εις το ψυχοσωτήριον έργον της θείας αυτού αποστολής. Τον Θεοδόσιον μετ’ ου πολύ, προς Κύριον εκδημήσαντα, εκήδευσεν ο μακάριος Πέτρος ιεροπρεπώς, μετά παντός του Κλήρου της Επισκοπής του. Και ταύτα μεν περί Θεοδοσίου. Φθάσας δε ο Άγιος Πέτρος εις το εβδομηκοστόν έτος της ηλικίας του και προγνωρίσας το τέλος της ενταύθα παροικίας του, αφού έδωσε τας δεούσας πατρικάς συμβουλάς και παραινέσεις εις το λογικόν αυτού ποίμνιον, ιλαρώς παρέδωσε το πνεύμα εις χείρας Θεού, τον οποίον τοσούτον ηγάπησεν. Οι δε πιστοί, θρηνήσαντες δια την στέρησιν τοιούτου Ποιμένος και ευεργέτου, εκήδευσαν μετ’ ευλαβείας το χαριτόβρυτον του Ιεράρχου λείψανον και κατέθεσαν τούτο εντός ναού, επ’ ονόματι αυτού ανεγερθέντος, όπου τούτο εγένετο ανεξάντλητος πηγή ιαμάτων εις τους μετά πίστεως προσερχομένους. Αλλ’ ο Ναός εκείνος, προϊόντος του χρόνου, κατηρειπώθη. Οι δε ευσεβείς και φιλόχριστοι Αργείοι ανήγειραν εν τω κέντρω της πόλεως, ουχί μακράν του παλαιού εκείνου Ναού, έτερον Ναόν μεγαλοπρεπέστατον και εφάμιλλον των περικαλλεστέρων εν Ελλάδι Ναών, τιμώμενον επ’ ονόματί του και τρανώς ούτω μαρτυρούντα το σέβας και την ευλάβειαν αυτών προς τον πάντιμον και πανευκλεά Άγιον, τον πολιούχον μεν του Άργους, πάσης δε της Αργολίδος προστάτην. O δε κατ’ αρχαιοτέραν εποχήν συγγραφείς Βίος του ενδόξου τούτου της Εκκλησίας Ιεράρχου ήτο κάλλιστος και πεπλουτισμένος δια της περιγραφής γεγονότων ακόμη περισσότερον εκφραζόντων τας λαμπράς αυτού αρετάς και τας θεοφιλείς του πράξεις. Αλλά τον Βίον εκείνον μετά πολλών άλλων κειμηλίων της ελληνικής ευφυϊας και ευσεβείας ο πανδαμάτωρ χρόνος και αι κατά καιρούς εις την πατρίδα ημών εισβολαί των αλλοφύλων εξηφάνισαν ολοσχερώς. Αλλ’ όμως και τα διασωθέντα εις ημάς βραχέα ταύτα μνημεία αρκούσι να διδάξωσι πάντα πιστόν οποίας και οπόσης παρά Θεού ηξιώθη τιμής και δόξης ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Πέτρος, ου ταις πρεσβείαις ρυσθείημεν πάσης ανάγκης και θλίψεως. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου