Οικουμένιος ο
εν Αγίοις Πατήρ ημών, ο ενταύθα αναφερόμενος, ήκμασε κατά τα τέλη του δεκάτου
αιώνος (995 μ.Χ). Ούτος μελετήσας πάντας τους προ αυτού Πατέρας της Εκκλησίας
ανεδείχθη άριστος ερμηνευτής των αγίων Γραφών, συγγράψας Ερμηνείας εις τας
Πράξεις των Αποστόλων, εις τας 14 Επιστολάς του Παύλου και εις τας 7 Καθολικάς.
Εις τας ερμηνείας του ο θείος Οικουμένιος ηκολούθησε πιστώς τον θείον
Χρυσόστομον, αλλ’ όπου κατά την κρίσιν του και ετέρου πατρός η ερμηνεία εις τι
γραφικόν χωρίον ευωδούτο, την παρέθετεν εν συνεχεία με τον χαρακτηρισμόν ΚΑΙ
ΑΛΛΩΣ.
Ούτω ως απανθιστής και ερανιστής επιδέξιος διέσωσε παλαιοτέρων του Ερμηνευτών κρίσεις, των οποίων Ερμηνευτών δυστυχώς απωλέσθησαν δια του χρόνου τα πολύτιμα συγγράμματα. Ούτος εκτιμηθείς υπό των συγχρόνων του δια το άμεπτον του ήθους του και την μεγάλην εξωτερικήν του μόρφωσιν προεκρίθη δια τον Επισκοπικόν θρόνον της Τρίκκης (εν Θεσσαλία), ον εκόσμησεν ως καλός Ποιμήν και του Αρχιποίμενος Χριστού μαθητής, τελειωθείς εν ειρήνη. Η εξακρίβωσις της ταυτότητος του κατά την σήμερον εορταζομένου Αγίου Οικουμενίου απησχόλησε μεγάλως τους επιστήμονας ερευνητάς κατά τα τελευταία έτη και πολλαί απόψεις εξετέθησαν αλληλοσυγκρουόμεναι εν πολλοίς. Τούτο διότι εν άλλοις φέφεται ο Άγιος ως ακμάσας κατά τον Δ΄ αιώνα και εν άλλοις κατά τον Ι΄ αιώνα. Την σύγχυσιν επέτεινεν η ύπαρξις και άλλου Οικουμενίου, λαϊκού τούτου φιλοσόφου και ρήτορος, Μονοφυσίτου όμως και οπαδού της αιρέσεως του Αντιοχείας Σεβήρου, ακμάσαντος κατά τον στ΄ αιώνα. Αφορμή της συγχύσεως υπήρξε και το ότι διάφορα συγγράμματα φερόμενα επ’ ονόματι Οικουμενίου απεδόθησαν από τους μεν εις τον ένα και από τους δε εις τον άλλον εκ των δύο τελευταίων. Ήδη επικρατεστέρα άποψις θεωρείται εκείνη κατά την οποίαν ο σήμερον εορταζόμενος είναι ο κατά τον Ι΄ αιώνα ακμάσας Επίσκοπος Τρίκκης Οικουμένιος, όστις συνέγραψε και τας Ερμηνείας εις τας Πράξεις των Αποστόλων, εις τας 14 Επιστολάς του Παύλου και εις τας 7 Καθολικάς. Ο κατά τον στ΄ αιώνα ακμάσας αιρετικός Οικουμένιος θεωρείται συγγραφεύς της εκ δώδεκα βιβλίων ερμηνείας της Αποκαλύψεως. Οι δύο τελευταίοι θεωρούνται ιστορικά πρόσωπα, εν πολλοίς συγγράμμασιν απαντώμενα. Η ύπαρξις του φερομένου ως ακμάσαντος κατά τον Δ΄ αιώνα Οικουμενίου αμφισβητείται. Κατά την α΄ έκδοσιν του «Μεγάλου Συναξαριστού της Ορθοδόξου Εκκλησίας», τόμος Ε΄, σελίδες 105 – 107, κατεχωρίσαμεν Συναξάριον τούτου ληφθέν εκ του υπ’ αριθμόν 226 χειρογράφου της Ιεράς Μονής Βαρλαάμ Μετεώρων. Περί τούτου γράφει και ο κατά τον ΙΔ΄ αιώνα ακμάσας Μητροπολίτης Λαρίσης Αντώνιος, όστις έγραψεν Ακολουθίαν και εγκώμιον εις τον Άγιον Οικουμένιον, ένθα λέγει, ότι ούτος ήτο ανεψιός του Αγίου Αχιλλίου και έλαβε μέρος εις την Αγίαν Α΄ Οικουμενικήν Σύνοδον. Ταύτα σώζονται εν τη Ιερά Μονή των Ιβήρων του Αγίου Όρους αριθμός κώδικος 571 και εν τη βιβλιοθήκη Αedis Christi της Οξφόρδης αριθμός κώδικος 66. Την ύπαρξιν του Οικουμενίου τούτου υπεστήριξαν και άλλοι μεθ΄ ων και ο Γ. Παπαγεωργίου – Έραλδυ εις δύο μελέτας του τύποις εκδοθείσας, την υπό τον τίτλον «Ο Άγιος Οικουμένιος. Τρίκκη 1949» και την «Συμβολή εις την ιστορίαν της πόλεως Τρίκκης. Οικουμένιος Α΄ ο πολιούχος, Διονύσιος Β΄ ο εθνικός ήρως. Τρίκκη 1952». Παρά ταύτα υπό την πίεσιν των μαρτυριών περί του κατά τον Ι΄ αιώνα ακμάσαντος Οικουμενίου ηναγκάσθημεν να μη επανακαταχωρίσωμεν εις τας επακολουθησάσας την α΄, εκδόσεις του «Μεγάλου Συναξαριστού της Ορθοδόξου Εκκλησίας», τα περί του φερομένου ως ακμάσαντος κατά τον Δ΄ αιώνα Οικουμενίου, μέχρις ου Θεού ευδοκούντος, δια νεωτέρων τυχόν ερευνών αποσαφηνισθή το περί τούτου πρόβλημα. Εμμένομεν δηλαδή εν προκειμένω εις όσα εκ των παλαιοτέρων Συναξαριστών παρελάβομεν. Δεν αποκλείομεν πάντως την ύπαρξιν και Οικουμενίου ακμάσαντος κατά τον Δ΄ αιώνα, ετέρου βεβαίως από του κατά τον Ι΄ αιώνα ακμάσαντος. Η σύναξις του κατά την σήμερον εορταζομένου Αγίου Οικουμενίου Επισκόπου Τρίκκης του Θαυματουργού τελείται κατά την παρούσαν γ΄ (3ην) Μαϊου εν τη Ιερά Μονή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Μετεώρων. Η μορφή του Αγίου απεικονίζεται εις πλείστας όσας αγιογραφίας. Εις την β΄ του παρόντος έκδοσιν κατεχωρίσαμεν εικόνα του Αγίου ληφθείσαν εκ τοιχογραφίας της Ιεράς Μονής Υπαπαντής Μετεώρων του ΙΣΤ΄ αιώνος, η κατά την παρούσαν έκδοσιν καταχωριζομένη έμπροσθεν (σελ. 101) αγία εικών ελήφθη εξ αρχαίας φορητής εικόνος του Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών και είναι έργον του ΙΖ΄ αιώνος. Περί του Αγίου τούτου γράφουν μεταξύ άλλων ο Β. Στεφανίδης εν τη Εκκλησιαστική αυτού Ιστορία, Αθήναι 1948, σελ. 429, ο Ν. Βέης εν Zur Schrifstellerei des Antonios von Larissa, εν Byzantinisch – Neugriechische Jahrbucher, XLI, Athen 1936, σελ. 308, η «Έκφρασις της Ορθοδόξου Εικονογραφίας» του μακαρίτου Φ. Κόντογλου, τομ. Α΄ Αθήναι 1960 εν σελίσιν 137 και 313, η «Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία», τόμ. 9ος, Αθήναι 1966, σελ. 876 – 878 και πλείστα άλλα εγκυκλοπαιδικά Λεξικά κ.λ.π.
Ούτω ως απανθιστής και ερανιστής επιδέξιος διέσωσε παλαιοτέρων του Ερμηνευτών κρίσεις, των οποίων Ερμηνευτών δυστυχώς απωλέσθησαν δια του χρόνου τα πολύτιμα συγγράμματα. Ούτος εκτιμηθείς υπό των συγχρόνων του δια το άμεπτον του ήθους του και την μεγάλην εξωτερικήν του μόρφωσιν προεκρίθη δια τον Επισκοπικόν θρόνον της Τρίκκης (εν Θεσσαλία), ον εκόσμησεν ως καλός Ποιμήν και του Αρχιποίμενος Χριστού μαθητής, τελειωθείς εν ειρήνη. Η εξακρίβωσις της ταυτότητος του κατά την σήμερον εορταζομένου Αγίου Οικουμενίου απησχόλησε μεγάλως τους επιστήμονας ερευνητάς κατά τα τελευταία έτη και πολλαί απόψεις εξετέθησαν αλληλοσυγκρουόμεναι εν πολλοίς. Τούτο διότι εν άλλοις φέφεται ο Άγιος ως ακμάσας κατά τον Δ΄ αιώνα και εν άλλοις κατά τον Ι΄ αιώνα. Την σύγχυσιν επέτεινεν η ύπαρξις και άλλου Οικουμενίου, λαϊκού τούτου φιλοσόφου και ρήτορος, Μονοφυσίτου όμως και οπαδού της αιρέσεως του Αντιοχείας Σεβήρου, ακμάσαντος κατά τον στ΄ αιώνα. Αφορμή της συγχύσεως υπήρξε και το ότι διάφορα συγγράμματα φερόμενα επ’ ονόματι Οικουμενίου απεδόθησαν από τους μεν εις τον ένα και από τους δε εις τον άλλον εκ των δύο τελευταίων. Ήδη επικρατεστέρα άποψις θεωρείται εκείνη κατά την οποίαν ο σήμερον εορταζόμενος είναι ο κατά τον Ι΄ αιώνα ακμάσας Επίσκοπος Τρίκκης Οικουμένιος, όστις συνέγραψε και τας Ερμηνείας εις τας Πράξεις των Αποστόλων, εις τας 14 Επιστολάς του Παύλου και εις τας 7 Καθολικάς. Ο κατά τον στ΄ αιώνα ακμάσας αιρετικός Οικουμένιος θεωρείται συγγραφεύς της εκ δώδεκα βιβλίων ερμηνείας της Αποκαλύψεως. Οι δύο τελευταίοι θεωρούνται ιστορικά πρόσωπα, εν πολλοίς συγγράμμασιν απαντώμενα. Η ύπαρξις του φερομένου ως ακμάσαντος κατά τον Δ΄ αιώνα Οικουμενίου αμφισβητείται. Κατά την α΄ έκδοσιν του «Μεγάλου Συναξαριστού της Ορθοδόξου Εκκλησίας», τόμος Ε΄, σελίδες 105 – 107, κατεχωρίσαμεν Συναξάριον τούτου ληφθέν εκ του υπ’ αριθμόν 226 χειρογράφου της Ιεράς Μονής Βαρλαάμ Μετεώρων. Περί τούτου γράφει και ο κατά τον ΙΔ΄ αιώνα ακμάσας Μητροπολίτης Λαρίσης Αντώνιος, όστις έγραψεν Ακολουθίαν και εγκώμιον εις τον Άγιον Οικουμένιον, ένθα λέγει, ότι ούτος ήτο ανεψιός του Αγίου Αχιλλίου και έλαβε μέρος εις την Αγίαν Α΄ Οικουμενικήν Σύνοδον. Ταύτα σώζονται εν τη Ιερά Μονή των Ιβήρων του Αγίου Όρους αριθμός κώδικος 571 και εν τη βιβλιοθήκη Αedis Christi της Οξφόρδης αριθμός κώδικος 66. Την ύπαρξιν του Οικουμενίου τούτου υπεστήριξαν και άλλοι μεθ΄ ων και ο Γ. Παπαγεωργίου – Έραλδυ εις δύο μελέτας του τύποις εκδοθείσας, την υπό τον τίτλον «Ο Άγιος Οικουμένιος. Τρίκκη 1949» και την «Συμβολή εις την ιστορίαν της πόλεως Τρίκκης. Οικουμένιος Α΄ ο πολιούχος, Διονύσιος Β΄ ο εθνικός ήρως. Τρίκκη 1952». Παρά ταύτα υπό την πίεσιν των μαρτυριών περί του κατά τον Ι΄ αιώνα ακμάσαντος Οικουμενίου ηναγκάσθημεν να μη επανακαταχωρίσωμεν εις τας επακολουθησάσας την α΄, εκδόσεις του «Μεγάλου Συναξαριστού της Ορθοδόξου Εκκλησίας», τα περί του φερομένου ως ακμάσαντος κατά τον Δ΄ αιώνα Οικουμενίου, μέχρις ου Θεού ευδοκούντος, δια νεωτέρων τυχόν ερευνών αποσαφηνισθή το περί τούτου πρόβλημα. Εμμένομεν δηλαδή εν προκειμένω εις όσα εκ των παλαιοτέρων Συναξαριστών παρελάβομεν. Δεν αποκλείομεν πάντως την ύπαρξιν και Οικουμενίου ακμάσαντος κατά τον Δ΄ αιώνα, ετέρου βεβαίως από του κατά τον Ι΄ αιώνα ακμάσαντος. Η σύναξις του κατά την σήμερον εορταζομένου Αγίου Οικουμενίου Επισκόπου Τρίκκης του Θαυματουργού τελείται κατά την παρούσαν γ΄ (3ην) Μαϊου εν τη Ιερά Μονή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Μετεώρων. Η μορφή του Αγίου απεικονίζεται εις πλείστας όσας αγιογραφίας. Εις την β΄ του παρόντος έκδοσιν κατεχωρίσαμεν εικόνα του Αγίου ληφθείσαν εκ τοιχογραφίας της Ιεράς Μονής Υπαπαντής Μετεώρων του ΙΣΤ΄ αιώνος, η κατά την παρούσαν έκδοσιν καταχωριζομένη έμπροσθεν (σελ. 101) αγία εικών ελήφθη εξ αρχαίας φορητής εικόνος του Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών και είναι έργον του ΙΖ΄ αιώνος. Περί του Αγίου τούτου γράφουν μεταξύ άλλων ο Β. Στεφανίδης εν τη Εκκλησιαστική αυτού Ιστορία, Αθήναι 1948, σελ. 429, ο Ν. Βέης εν Zur Schrifstellerei des Antonios von Larissa, εν Byzantinisch – Neugriechische Jahrbucher, XLI, Athen 1936, σελ. 308, η «Έκφρασις της Ορθοδόξου Εικονογραφίας» του μακαρίτου Φ. Κόντογλου, τομ. Α΄ Αθήναι 1960 εν σελίσιν 137 και 313, η «Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία», τόμ. 9ος, Αθήναι 1966, σελ. 876 – 878 και πλείστα άλλα εγκυκλοπαιδικά Λεξικά κ.λ.π.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου