Αχμέτ ο Άγιος Νεομάρτυς κατήγετο εκ Κωνσταντινουπόλεως, ήτο δε ασεβής εκ
γονέων, μετερχόμενος την τέχνην του γραφέως του δευτερδάρη (αρχιλογιστού),
επεκαλείτο δε Πατ Σουρούνης. Ούτος δεν είχεν σύζυγον, αλλ’ εις την θέσιν
εκείνης εκράτει, κατά τον νόμον των Οθωμανών, αιχμάλωτον τινα εκ Ρωσίας,
πλησίον δε τούτου έζη και άλλη αιχμάλωτος εκ Ρωσίας, ως δούλη αυτού, γραία. Και
αι δύο αυταί γυναίκες ήσαν ευσεβείς.
Η γραία λοιπόν αύτη μετέβαινε κατά τας εορτάς εις την Εκκλησίαν των Χριστιανών, λαμβάνουσα δε αντίδωρον έδιδε και εις την νέαν, ήτις το έτρωγε, της έφερε δε και αγίασμα το οποίον έπινεν αύτη. Όταν δε συνέβαινε τούτο και ευρίσκετο πλησίον της ο Αχμέτ, ησθάνετο ωραιοτάτην ευωδίαν εξερχομένην εκ του στόματός της. Ηρώτησεν όθεν αυτήν τι τρώγει μερικάς φοράς και το στόμα αυτής ευωδιάζει τόσον ωραία. Αύτη δε, μη γνωρίζουσα το γινόμενον, έλεγεν, ότι τίποτε δεν έφαγεν. Ούτος όμως επέμενε να ερωτά δια να μάθη. Διηγήθη λοιπόν αύτη εις αυτόν, ότι άλλο τι δεν έτρωγεν ει μη μόνον άρτον ηγιασμένον παρά των Ιερέων, τον οποίον έφερεν εις αυτήν η γραία, όταν επέστρεφεν από την Εκκλησίαν των Χριστιανών. Ο Αχμέτ τότε ησθάνθη πόθον να ιδή κατά ποίον τρόπον λαμβάνουσιν οι Χριστιανοί τον άρτον ως και την τάξιν της Εκκλησίας αυτών. Ενδυθείς λοιπόν όπως ενεδύοντο οι Χριστιανοί, μετέβη εις την εν τω Πατριαρχείω μεγάλην Εκκλησίαν όπου και παρηκολούθησε την θείαν Λειτουργίαν. Ο δε Δεσπότης του παντός, ο γιγνώσκων τα κρύφια της ψυχής των ανθρώπων, εις το πρώτον θαύμα προσέθεσε και δεύτερον και ούτως ωδήγησεν αυτόν εις επίγνωσιν της αληθείας. Ευρισκόμενος δηλαδή εις την Εκκλησίαν είδε τον Ιερέα, ενώ ώδευε προς την ωραίαν πύλην, υψωμένον υπεράνω της γης και ολόφωτον, είδε δε και τον Πατριάρχην, όταν ηυλόγει τον λαόν, να βγαίνουν από τα δάκτυλά του ακτίνες φωτός, αι οποίαι εφώτιζον τας κεφαλάς των Χριστιανών, ενώ όμως αι ακτίνες του φωτός προσέπιπτον επί των κεφαλών όλων των Χριστιανών, δεν εφώτιζον την ιδικήν του. Τούτο ποιήσας δύο και τρεις φοράς, έβλεπε το ίδιον. Πιστεύσας λοιπόν ο μακάριος, άνευ δισταγμού, εκάλεσε τον Ιερέα, όστις και τον ανεγέννησε δια του Αγίου Βαπτίσματος και ούτω παρέμενεν επ’ αρκετόν καιρόν κρυφίως Χριστιανός. Ότε δε εις μίαν συνάθροισιν συνεζήτουν οι μεγιστάνες περί του τι είναι το μεγαλύτερον εις τον κόσμον, ηρώτησαν και αυτόν. Ο δε Αχμέτ εφώναξεν, όσον ηδύνατο, ότι μεγαλύτερον όλων είναι η Πίστις των Χριστιανών. Ομολογήσας δε πάραυτα τον εαυτόν του ως Χριστιανόν, ήλεγξε μετά παρρησίας το ψεύδος της πλάνης των Μωαμεθανών και ούτως απέλαβε τον μαρτυρικόν στέφανον αποτμηθείς την κεφαλήν δια προσταγής του άρχοντος κατά την γ΄ (3ην) Μαϊου του έτους αχπβ΄ (1682) εις τόπον καλούμενον Κεαπχανέ Μπαξέ. Τοιούτον υπήρξε το μακάριον τέλος του Αγίου Νεομάρτυρος Αχμέτ.
Η γραία λοιπόν αύτη μετέβαινε κατά τας εορτάς εις την Εκκλησίαν των Χριστιανών, λαμβάνουσα δε αντίδωρον έδιδε και εις την νέαν, ήτις το έτρωγε, της έφερε δε και αγίασμα το οποίον έπινεν αύτη. Όταν δε συνέβαινε τούτο και ευρίσκετο πλησίον της ο Αχμέτ, ησθάνετο ωραιοτάτην ευωδίαν εξερχομένην εκ του στόματός της. Ηρώτησεν όθεν αυτήν τι τρώγει μερικάς φοράς και το στόμα αυτής ευωδιάζει τόσον ωραία. Αύτη δε, μη γνωρίζουσα το γινόμενον, έλεγεν, ότι τίποτε δεν έφαγεν. Ούτος όμως επέμενε να ερωτά δια να μάθη. Διηγήθη λοιπόν αύτη εις αυτόν, ότι άλλο τι δεν έτρωγεν ει μη μόνον άρτον ηγιασμένον παρά των Ιερέων, τον οποίον έφερεν εις αυτήν η γραία, όταν επέστρεφεν από την Εκκλησίαν των Χριστιανών. Ο Αχμέτ τότε ησθάνθη πόθον να ιδή κατά ποίον τρόπον λαμβάνουσιν οι Χριστιανοί τον άρτον ως και την τάξιν της Εκκλησίας αυτών. Ενδυθείς λοιπόν όπως ενεδύοντο οι Χριστιανοί, μετέβη εις την εν τω Πατριαρχείω μεγάλην Εκκλησίαν όπου και παρηκολούθησε την θείαν Λειτουργίαν. Ο δε Δεσπότης του παντός, ο γιγνώσκων τα κρύφια της ψυχής των ανθρώπων, εις το πρώτον θαύμα προσέθεσε και δεύτερον και ούτως ωδήγησεν αυτόν εις επίγνωσιν της αληθείας. Ευρισκόμενος δηλαδή εις την Εκκλησίαν είδε τον Ιερέα, ενώ ώδευε προς την ωραίαν πύλην, υψωμένον υπεράνω της γης και ολόφωτον, είδε δε και τον Πατριάρχην, όταν ηυλόγει τον λαόν, να βγαίνουν από τα δάκτυλά του ακτίνες φωτός, αι οποίαι εφώτιζον τας κεφαλάς των Χριστιανών, ενώ όμως αι ακτίνες του φωτός προσέπιπτον επί των κεφαλών όλων των Χριστιανών, δεν εφώτιζον την ιδικήν του. Τούτο ποιήσας δύο και τρεις φοράς, έβλεπε το ίδιον. Πιστεύσας λοιπόν ο μακάριος, άνευ δισταγμού, εκάλεσε τον Ιερέα, όστις και τον ανεγέννησε δια του Αγίου Βαπτίσματος και ούτω παρέμενεν επ’ αρκετόν καιρόν κρυφίως Χριστιανός. Ότε δε εις μίαν συνάθροισιν συνεζήτουν οι μεγιστάνες περί του τι είναι το μεγαλύτερον εις τον κόσμον, ηρώτησαν και αυτόν. Ο δε Αχμέτ εφώναξεν, όσον ηδύνατο, ότι μεγαλύτερον όλων είναι η Πίστις των Χριστιανών. Ομολογήσας δε πάραυτα τον εαυτόν του ως Χριστιανόν, ήλεγξε μετά παρρησίας το ψεύδος της πλάνης των Μωαμεθανών και ούτως απέλαβε τον μαρτυρικόν στέφανον αποτμηθείς την κεφαλήν δια προσταγής του άρχοντος κατά την γ΄ (3ην) Μαϊου του έτους αχπβ΄ (1682) εις τόπον καλούμενον Κεαπχανέ Μπαξέ. Τοιούτον υπήρξε το μακάριον τέλος του Αγίου Νεομάρτυρος Αχμέτ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου