Ιωάννης ο νεοφανής και χαριτώνυμος του Χριστού Μάρτυς, η καλή απαρχή όλων των Νεομαρτύρων, κατήγετο από την Τραπεζούντα και κατεγίνετο εις το εμπόριον. Μίαν φοράν επεβιβάσθη ενός πλοίου μεγάλου με πολλά εμπορεύματα. Ιδών δε αυτόν ο πλοίαρχος ότι προσηύχετο και ενήστευε και ηυσπλαγχνίζετο τους πτωχούς, οίτινες συνεταξίδευον, εφθόνησε και ήρχισε να τον ενοχλή δια την ορθοδοξίαν της Ανατολικής Εκκλησίας. Όθεν καθ’ όλον το ταξίδιον εφιλονίκουν σφοδρώς δια την Ορθόδοξον πίστιν. Ο δε Ιωάννης, ως νουνεχής και έμπειρος εις τα κατά την θείαν Γραφήν, πάντοτε ενίκα αυτόν και το στρεβλόν αυτού φρόνημα. Όθεν ο πλοίαρχος μεγάλως εμίσησεν αυτόν και ευθύς ως ηγκυροβόλησαν εις το Ασπρόκαστρον, το νυν λεγόμενον Άκκερμαν, εξήλθε και μετέβη εις τον εξουσιαστήν της πόλεως, προς τον οποίον είπεν:
Εις το πλοίον μου είναι εις Χριστιανός, Τραπεζούντιος, όστις απεφάσισε να έλθη εις την θρησκείαν μας και ωρκίσθη δια τούτο. Αν λοιπόν τον κερδίσης, θέλεις λάβει μεγάλον έπαινον, επειδή είναι άνθρωπος προκομμένος και λόγιος και εκ των πρώτων της Τραπεζούντος. Aκούσας ταύτα ο ηγεμών εχάρη και επρόσταξε να φέρουν τον Ιωάννην μετά τιμών. Ιδών δε αυτόν, είπεν: Ήκουσα ότι απεφάσισες να έλθης εις την πίστιν μας. Ελθέ λοιπόν, πίστευσον εις την θρησκείαν μας, την λαμπράν και δεδοξασμένην, και γενού Τούρκος, δια να λάβης μεγάλας τιμάς, αξιώματα και πλούτον και να γίνης αδελφός ημών ηγαπημένος. Ο Ιωάννης τότε ακούσας ταύτα ήγειρε τας χείρας και τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν και είπεν εις επήκοον πάντων: Μη γένοιτο, Κύριέ μου, να Σε αρνηθώ ποτέ! Εγώ Χριστιανός εγεννήθην και Χριστιανός θέλω να αποθάνω. Ούτε τα πλούτη σας θέλω, ούτε Τούρκος γίνομαι, αλλά πιστεύω εις τον Κύριόν μου Ιησούν Χριστόν τον αληθινόν Θεόν και Δεσπότην. Τότε ο ηγεμών, ακούσας ταύτα, εθυμώθη σφόδρα και ήρχισε να βλασφημή τον Χριστόν, προστάξας να φέρουν ευθύς προ αυτού όλας τας μηχανάς των βασάνων. Ως δε εγένετο τούτο είπε προς τον Ιωάννην: Αν, καθώς είπας, δεν έλθης εις την θρησκείαν μας, θέλω σε παραδώσει εις ταύτα τα βασανιστήρια και με πικρόν θάνατον θέλω σε θανατώσει. Αλλ’ ο Μάρτυς απεκρίθη: Εγώ πιστεύω και προσκυνώ τον εν Τριάδι Θεόν ον εδιδάχθην παρά των γονέων μου. Εκείνον δε το οποίον σοι είπον εξ αρχής, εκείνο λέγω και τώρα. Ότι δεν θέλω τουρκεύσει ποτέ εις τον αιώνα, ουδέ θέλω αρνηθή την πίστιν μου, έως ότου ευρίσκομαι εις τον νουν μου. Μη βραδύνης λοιπόν, αλλά κόψον, κάψε, πνίξον, δέρε και βασάνιζέ με και όσα βασανιστήρια δύνασαι, πρόσταξον δι’ εμέ. Διότι έτοιμος είμαι να υποφέρω ταύτα μετά χαράς, δια την αγάπην του Χριστού μου. Ταύτα ακούσαντες λεγόμενα μετά παρρησίας παρά του Αγίου Νεομάρτυρος Ιωάννου, ήρχισαν να κτυπούν αυτόν ανηλεώς δια σκληρών ραβδίων, τόσον ώστε ακόπτοντο αι σάρκες αυτού και ερρίπτοντο εις τον αέρα, το δε έδαφος εποτίζετο υπό του αίματός του. Αλλ’ ο γενναίος Μάρτυς του Χριστού υπέφερεν ανδρείως το σκληρόν τούτο μαρτύριον. Όμως στρέφων προς τον ουρανόν τους νοερούς οφθαλμούς του, έλεγεν: Ευχαριστώ Σοι, Δέσποτα Θεέ μου, διότι με ηξίωσας δια του αίματός μου να πλυθώ και να καθαρισθώ εξ όλων των αμαρτιών μου. Μετά τούτο ο ηγεμών επρόσταξε να ρίψουν τον Άγιον Νεομάρτυρα εις την φυλακήν. Την επομένην έφερον πάλιν αυτόν εις το κριτήριον. Ιδών τότε αυτόν ο κριτής φαιδρόν, εθαύμασε, πως, αν και εδέχθη τόσον σκληρόν μαρτύριον, ζη και χαίρει και αγάλλεται. Βλέπεις, Ιωάννη, εις ποίαν ατιμίαν ήλθες δια την απείθειάν σου; Ολίγον έλειψε να χάσης την ζωήν σου. Όμως, εάν υπακούσης εις ημάς, ετοίμη είναι η θεραπεία σου, επειδή έχομεν εμπείρους ιατρούς. Αλλ’ ο Άγιος Μάρτυς απεκρίθη: Εμέ δεν με μέλει ποσώς δια το φθαρτόν σώμα μου, επειδή η φροντίς μου είναι πως να υπομείνω, με την δύναμιν του Χριστού μου, όλα τα βάσανα έως τέλους, ως είπεν ο Κύριος· «ο υπομείνας εις τέλος σωθήσεται». Εάν δε συ εμηχανεύθης νέα βασανιστήρια, πρόσταξον να καταδικασθώ εις ταύτα, διότι τα πρώτα ουδόλως υπελόγισα. Απομείνας όθεν ο τύραννος κατησχυμμένος εκ των τοιούτων σοφών λόγων του Μάρτυρος, εταράχθη όλος εκ του θυμού και επρόσταξε να δέρουν πάλιν καθ’ όλον το σώμα τον Μάρτυρα, με όσην δύνανται σκληρότητα. Τόσον δε ασπλάγχνως έδερον αυτόν, ώστε κατεξεσχίθηκαν αι σάρκες του και εφαίνοντο τα σπλάγχνα αυτού. Αλλ’ ο Μάρτυς του Χριστού προσηύχετο εις τον Θεόν και οι στρατιώται, οίτινες επαίδευον αυτόν, απέκαμον, άπαντες δε οι παρεστώτες εφώναζον κατά του εξουσιαστού, ονειδίζοντες αυτόν δια την μεγάλην του σκληρότητα και απανθρωπίαν. Όμως ο τύραννος, αντί να καταπραϋνθή, εσκληρύνθη περισσότερον και επρόσταξε και έφερον άγριον ίππον, εις την ουράν του οποίου έδεσαν τον Μάρτυρα και έσυρον αυτόν εις όλην την πόλιν. Όταν δε διήλθεν ο Άγιος από τας οικίας των Εβραίων, εξήλθον οι Εβραίοι και ωνείδιζον και εκτύπων, ρίπτοντες κατ’ αυτού ό,τι εύρισκον. Εις δε Εβραίος, αρπάσας εν ξίφος, έτρεξε και έκοψε την κεφαλήν αυτού. Ο στρατιώτης τότε έλυσε τον Μάρτυρα από τον ίππον και άφησεν αυτόν εις τον ίδιον τόπον, ουδείς δε εκ των Χριστιανών ετόλμα να παραλάβη τον Μάρτυρα δια να θάψη αυτόν από τον φόβον των τυράννων. Όταν ενύκτωσεν, έδειξεν ο Θεός σημείον θαυμαστόν εις το μαρτυρικόν λείψανον. Στύλος πύρινος κατήλθεν επ’ αυτού εξ ουρανού και εφαίνοντο λαμπάδες πλείσται και τρεις άνδρες φωτεινοί και λευκοφόροι έψαλλον ύμνους εις τον Άγιον. Εβραίος δε τις, όστις κατώκει εκεί πλησίον, νομίζων ότι μετέβησαν ιερείς των Χριστιανών, ίνα παραλάβουν και θάψουν τον Άγιον Μάρτυρα, έλαβε το τόξον αυτού και ήπλωσε την χείρα του δια να τους κτυπήση. Αλλ’ ευθύς, ω του θαύματος! Εκόλλησαν αι χείρες του, η μία εις το τόξον και η άλλη εις το βέλος και έμεινε δεδεμένος εκεί έως της πρωΐας. Εννοήσας τότε ότι η τιμωρία αυτή εδόθη από τον Θεόν ένεκα της κακίας του, αν και μη θέλων, διηγείτο το θαύμα εις όλους τους εκεί συναχθέντας και όλα όσα είδεν εκείνην την νύκτα εις το άγιον εκείνο και πολύαθλον σώμα και ούτως ηλευθερώθη από την παιδείαν εκείνην. Ταύτα πληροφορηθείς ο ηγεμών εφοβήθη πολύ και έδωκεν άδειαν εις τους Χριστιανούς να παραλάβουν το μαρτυρικόν λείψανον. Τούτου γενομένου ενεταφίασαν τούτο εις την Εκκλησίαν μετά πάσης ευλαβείας. Δεν παρήλθον πολλαί ημέραι και ο πλοίαρχος, όστις επρόδωσε τον Άγιον Μάρτυρα, ηθέλησε να κλέψη το άγιον λείψανον και να φύγη, επειδή μετενόησε δια την κακίαν του. Όθεν μίαν νύκτα, ευρίσκων κατάλληλον καιρόν, μετέβη μετά των ανθρώπων του και ήνοιξε τον τάφον του Μάρτυρος. Ο δε Άγιος την αυτήν ώραν εφάνη εις τον εφημέριον της Εκκλησίας εκείνης και είπεν εις αυτόν: Εγείρου συντόμως και ύπαγε εις την Εκκλησίαν, διότι ήλθον να με κλέψουν. Ο ιερεύς τότε ευθύς παραλαβών και άλλους πολλούς έσπευσεν εις την Εκκλησίαν, οπόθεν εξεδίωξαν τους κλέπτας. Το δε άγιον λείψανον ανεσήκωσαν εκ του τάφου και μετέφερον εις το άγιον Βήμα, πλησίον της Αγίας Τραπέζης, όπου και έμεινεν επί εβδομήκοντα χρόνους, τελούν πλείστα θαύματα, έως τον καιρόν του Αλεξάνδρου Βοεβόδα. Ούτος ήτο κατά πολύ ενάρετος και φιλομάρτυς και επόθησε να αποκτήση τούτον τον θησαυρόν, δηλαδή το άγιον εκείνο λείψανον. Συμβουλευθείς τότε με τον Αρχιεπίσκοπον Μολδοβλαχίας του καιρού εκείνου Ιωσήφ, απέστειλε τους προκρίτους των ιερέων και τινας προεστούς και στράτευμα εις το Ασπρόκαστρον και έφερον το λείψανον του αγίου Μάρτυρος. Ως δε επλησίασαν εξήλθεν εις προϋπάντησιν με όλους τους προεστούς και τον Αρχιερέα και όλον τον λαόν και εδέχθησαν περιχαρώς το άγιον λείψανον, προσκυνήσαντες δε αυτό ευλαβώς, απέθεντο εις τον Ναόν της Μητροπόλεως, εις την πόλιν Σιοτζάβαν, όπου τελεί έως της σήμερον αναρίθμητα θαύματα, εις όσους προσέρχονται εις αυτό μετά πίστεως, εις δόξαν Χριστού του Θεού ημών. Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου