Μαρτυρικήν σήμερον εορτήν, αδελφοί, επιτελεί γηθοσύνως η του Χριστού Εκκλησία. Μάρτυρος μνήμην χαίρουσα και υπερευφραινομένη πανηγυρίζει, προβάλλουσα τα υπέρ Χριστού άθλα και τους υπέρ φύσιν αγώνας αυτού, τους οποίους υπέρ της ακραιφνούς ημών πίστεως ετέλεσε, κεκυρωμένους και βεβαιωμένους δια των εν τω μαρτυρίω αυτού αναφερομένων θαυμάτων. Κατά την συνήθειαν η Εκκλησία τιμά τους υπέρ Χριστού το αίμα αυτών προσφέροντας, μη επιζητούσα την δια θαυμάτων προσεπικύρωσιν της αγιωσύνης αυτών, ως προδήλως μαρτυρούσης περί ταύτης της υπέρ Χριστού μέχρις αίματος εναθλήσεως αυτών.
Διότι τούτο επί των Οσίων και εν αγία πολιτεία διαπρεψάντων ζητεί δια το ασφαλές. Περί της αγιότητος όμως του Νεομάρτυρος τούτου Κωνσταντίνου έχομεν ως πρόθετον επιβεβαίωσιν τα παρ’ αυτού επιτελεσθέντα θαύματα. Ακούσατε όθεν την ανατροφήν αυτού, πως ανεφύη εξ ακανθών ως ρόδον εύοσμον και τω του θείου λουτρού βαπτίσματι ανεγεννήθι και όσα υπερφυώς προ του μαρτυρίου και κατ’ αυτόν τον της αθλήσεως καιρόν παραδόξως εις αυτόν ετελέσθησαν, ίνα πληροφορηθέντες δοξάσητε τον αγωνοθέτην Κύριον, τον τους αγίους αυτού αντιδοξάζοντα. Ούτος λοιπόν ο εις εσχάτους καιρούς αναφανείς πανένδοξος Κωνσταντίνος κατήγετο εκ της νήσου Μυτιλήνης εξ ενός χωρίου Ψιλομέτωπον καλουμένου, γεννηθείς και ανατραφείς εξ Αγαρηνών γονέων. Αλλ’ ο μακάριος εκ μαστού ακόμη της μητρός αυτού εδείκνυε την μέλουσαν αποκατάστασίν του, ως αυτός ούτος εδήλωσεν εις ημάς. Διότι άπαξ μόνον της ημέρας εθήλαζε και διήγεν ειρηνικώς την βρεφικήν αυτού ηλικίαν μη κλαίων ουδόλως. Ήτο δε και εις την όψιν ωραίος. Όταν δε ΄ρφθασεν εις τον δέκατον πέμπτον χρόνον της ηλικίας του, εις το άνθος της νεότητός του, ευθύς ο βάσκανος των καλών εισήλθεν εις μίαν ελεεινήν γυναίκα συμβουλεύσας αυτήν ίνα, εάν είναι δυνατόν, φονεύση αυτόν. Αύτη ημέραν τινά ελθούσα προς την μητάρα αυτού, εζήτησεν να της δώση τον παίδα αυτής ίνα οδηγήση δήθεν αυτόν εις περίπατον. Η δε μήτηρ αυτού, ουδέν υποψιασθείσα πονηρόν, παρέδωσεν εις την γυναίκα εκείνην τον υιόν αυτής. Αύτη δε η πάντολμος είχεν εν είδος γλυκίσματος κατεσκευασμένον εκ διαφόρων μιγμάτων και αφού απεμακρύνθησαν, προσέφερεν αυτό εις τον νεανίαν, παροτρύνουσα τούτον όπως φάγη. Ο δε απειρόκακος παις, ως απόνηρος, λαβών παρ’ αυτής το γλύκισμα, κατέφαγε τούτο. Αλλ’ ευθύς ως έφαγεν αυτό, εκλείσθησαν οι διαυγέστατοι οφθαλμοί του και επέστρεψε κακώς εις τον οίκον αυτού. Τότε η μήτηρ, ιδούσα τούτο και μη γνωρίζουσα την αιτίαν, έκλαιε πικρώς. Ο δε παις, εκ των δριμυτάτων εκείνων πόνων ασθενήσας, παρέμεινε κλινήρης επί τρεις ολοκλήρους χρόνους. Ακολούθως του ήλθε και ετέρα ασθένεια, την οποίαν καλούσιν ευλογίαν και απετυφλώθη. Απελπισθείσα τότε τελείως η μήτηρ του, περιέμενεν από ώρας εις ώραν τον θάνατόν του. Όμως ο νεανίας ταύτα πάντα υπέμενε γενναίως. Τότε ο τα πάντα γινώσκων Κύριος ένευσεν αγαθά εις την καρδίαν γυναικός τινός Χριστιανής ευλαβεστάτης, ήτις ελθούσα παρά την κλίνην του νεανίου, ήρχισε να παρηγορή αυτόν και την μητέρα αυτού. Κατόπιν χαριέντως είπεν εις την μητέρα: Δος μοι τον υιόν σου, πτωχή μου, να τον υπάγω εις το ιδικόν μας αγίασμα να τον νίψω και ελπίζω εις τον Θεόν να ιατρευθή. Εκείνη τότε έστερξε. Λαβούσα όθεν τον Άγιον η σεμνοτάτη εκείνη ψυχή τον έφερεν εις το σωτήριον εκείνο αγίασμα και αφού ένιψεν αυτόν μετ’ ευλαβείας και πίστεως, ω των υπερφυών σου θαυμάτων, Χριστέ Βασιλεύ! Εν τω άμα ηνεώχθησαν οι οφθαλμοί αυτού. Αλλ’ ο εις οφθαλμός του παιδός, κρίμασιν οις οίδε μόνος ο Κύριος, έμεινεν επ’ ολίγον κεκλεισμένος, καθώς και μέρος της λέπρας του Αυγάρου και του Μεγάλου Κωνσταντίνου έμεινεν εις το μέτωπον και δια του σωτηρίου λουτρού του θείου βαπτίσματος ιάθησαν πλήρως. Τούθ’ όπερ συνέβη εις τον Άγιον Μάρτυρα Κωνσταντίνον, ως περαιτέρω θα ίδωμεν. Ιδούσα δε η μήτηρ αυτόν επιστρέψαντα υγιά, εδόξασε τον Θεόν και την λύπην εις χαράν μετέβαλεν, αγαλλομένη. Αλλ’ επειδή ο σύζυγος αυτής προ χρόνων είχε τελευτήσει, έλαβεν άλλον σύζυγον μεθ’ ου, παραλαβόντες τα τέκνα αυτών μετά του νεανίου, διεπέρασαν προς την Ανατολήν και κατώκησαν εις την πόλιν Μαγνησίαν. Ο δε πατρυιός αυτών ήτο μέθυσος και όταν εμεθύσκετο, έδερεν αυτούς σφοδρώς. Αυτοί δε, μη υπομένοντες την ατιμίαν ταύτην, συμφώνως και οι τέσσαρες, κατέφυγον εις την Σμύρνην και ο εις, ο του νέου τούτου μεγαλύτερος αδελφός, προσληφθείς εις εργαστήριον, μετήρχετο την μαναβικήν. Εις αυτόν λοιπόν προσεκολλήθη και ο νέος. Και κατά την εις τας πόλεις συνήθειαν, όταν προϊόν τι είναι εκλεκτόν, αποστέλλουσι τούτο οι φιλοκερδείς εις τους πλουσίους και ευγενείς, ένεκα κέρδους, ούτω και ο νέος, υπό του αδελφού παρακινούμενος, έπραττε τούτο και ως επί το πλείστον μετέφερε προς πώλησιν τοιαύτα προϊόντα εις την Μητρόπολιν του Αρχιερέως. Εκεί λοιπόν συχνάζων ήκουε λόγους ψυχωφελείς και ολίγον κατ’ ολίγον εστρέφετο προς την ευσέβειαν. Αλλά και την ιδικήν μας γλώσσαν, την Ελληνικήν, πληρέστερον εμάνθανεν. Μίαν ημέραν μετέβη εις την Μητρόπολιν, όπου ήτο μόνος εις γέρων πνευματικός και είπεν εις αυτόν. «Πνευματικέ, κάμε μοι ολίγην ανάγνωσιν δια να ακούσω». Ο δε Πνευματικός απεκρίθη. «Δεν έχω, τέκνον μου, ομματοϋάλια». Ευθύς τότε δραμών ο Κωνσταντίνος εις την αγοράν έφερεν εις αυτόν. Αναγινώσκοντος δε του Πνευματικού, ο νέος ηδέως ηκροάτο και κατέγραφε τα αναγινωσκόμενα εις το βάθος της καρδίας του. Όθεν ετρώθη υπό θείου έρωτος και εθερμαίνετο η καρδία του, ημέραν παρ’ ημέραν. Δύο δε άλλοι νέοι συνανεστράφησαν μετ’ αυτού και τόσην οικειότητα είχον μεταξύ των, ώστε ενόμιζον τινες ότι ήσαν αδελφοί κατά σάρκα γνήσιοι. Τον καιρόν εκείνον ηκολούθησεν εις την Σμύρνην πανώλης. Ούτοι δε οι τρεις συνεφώνησαν να προσφέρωσιν εις τον μέγαν Γεώργιον ο καθ’ εις από μίαν λαμπάδα προς διαφύλαξίν των. Όμως αν από την πανώλην εφυλάχθησαν, από την νοητήν όμως, την ψυχώλεθρον ασθένειαν δεν ηδυνήθη να σωθή ο νέος και τόσον τον υπεσκέλισεν ο δόλιος εχθρός, ώστε έρριψεν αυτόν εις τον βόρβορον της ασελγείας και ακαθαρσίας, καταψυχράνας αυτόν, ο παγκάκιστος, φυγαδεύσας την της χάριτος ζέσιν και καταστήσας αυτόν αισχρόν καταγώγιον. Φεύ! Αλλ’ ο ταχύς εν ελέει πανελεήμων Θεός δεν εγκατέλειψεν αυτόν, ώστε να καταχαυνωθή υπό του σατανά έως τέλους, αλλά πάλιν ήναψε τον εσβεσμένον λύχνον της ψυχής του και αισθανθείς εκ ποίου ύψους σωφροσύνης εξέπεσε και εκ ποίου πόθου ενθέρμου μετεβλήθη, ωδύρετο δια την συμφοράν την οποίαν έπαθεν. Όθεν κατακαείς την καρδίαν εκ του πρώτου ολισθήματος, ουδένα ηθέλησε πλέον να συμβουλευθή και ευθύς έδραμε προς την παραλίαν, όπου ευρών πλοίον αναχωρούν δια το Άγιον Όρος εισήλθεν εις αυτό. Αλλ’ ο μισόκαλος δεν έπαυσεν ενοχλών τον μακάριον Κωνσταντίνον, διότι εντός του πλοίου ευρίσκετο, φεύ! Μοναχός τις Αγιορείτης, διεστραμμένην έχων την γνώμην. Πλέοντες δε ήλθον εις την Λήμνον. Ο νέος τότε εξήλθεν εις το Κάστρον προς περιήγησιν και ο Μοναχός έμεινεν εν τω πλοίω και έκλεψε την τροφήν του σιτηρεσίου του, ο σκολιός. Ότε δε ο νέος επέστρεψε και εισελθών εις το πλοίον δεν εύρε την τροφήν του, δυσηρεστήθη και ευθύς ηρώτησε τον ναύκληρον τις τάχα να ήτο ο τούτο πράξας. Εκείνος δε ηπόρει μη γνωρίζων τον κλέπτην. Αλλ’ ο αναιδέστατος, αντί να αισχυνθή δια την κλοπήν την οποίαν διέπραξε, μάλλον ηυθαδίασε. Και στραφείς προς τον νέον είπε: Τι σου φαίνεται, ότι δεν γνωρίζω τον λογισμόν σου; Δεν μελετάς να γίνης Χριστιανός ενώ είσαι Τούρκος; Ω της αθεοφοβίας του Μοναχού εκείνου! Η πονηρά αυτού καρδία πονηρά κατά του δικαίου εξεφράσθη! Ταύτα ως ήκουσαν άπαντες οι εν τω πλοίω εκ στόματος καλογήρου τον εμέμφθησαν. Ο δε νέος τόσον εθυμώθη, ώστε εάν ήτο δυνατόν θα εφόνευεν αυτόν εκείνην την στιγμήν. Όθεν μόλις και μετά βίας ειρήνευσαν αυτούς. Αφού εταξίδευσαν αρκετά, ο Κωνσταντίνος εξήλθεν εις την νέαν Σκήτην. Ανελθών τότε εν αυτή, έμεινε παρά τινι αδελφώ έως είκοσιν ημέρας και ανήγγειλεν εις αυτόν τους λογισμούς του, ιδιαιτέρως δε, ότι ήτο Αγαρηνός και επόθει θερμώς να λάβη το Άγιον Βάπτισμα. Ταύτα ακούσας ο αδελφός έδραμεν ευθύς εις τους επιτρόπους της Μονής του Αγίου Παύλου και ανήγγειλεν εις αυτούς τα κατά τον νέον. Εκείνοι όμως επρόσταξαν αυτόν να αποδιώξη ταχέως τον νέον εκ των ορίων των, ας είπη δε εις αυτόν ίνα καταφύγη εις την Μεγίστην Λαύραν του Αθανασίου. Ως δε ήκουσεν ο νέος τον ορισμόν των προεστώτων εθλίβη δια την αποβολήν του. Όμως υπακούσας, αν και μη βουλόμενος απήλθεν εκείθεν και ανήλθεν εις την Σκήτην της Αγίας Άννης. Ευρίσκετο δε εν αυτή ενάρετος τις Πνευματικός ονόματι Χρύσανθος, τον οποίον συμβουλευθείς και προσμείνας ημέρας τρεις, την Τετάρτη ηγέρθη ίνα πορευθή προς την Λαύραν. Πορευόμενος όθεν ο νέος έφθασε μέχρι του αμφόδου του Σταυρού του κοινώς λεγομένου Χαΐρι. Εκεί δελιάσας και μη δυνάμενος να προχωρήση, επειδή εκ της κακοκαιρίας δι’ ομίχλης εκαλύπτετο ο τόπος, αντί να πορευθή εις την Λαύραν, επορεύθη εις τα Καυσοκαλύβια. Τούτο δε ίσως να ήτο Θεού οικονομία. Ως δε ήλθεν εις την Σκήτην του Καυσοκαλυβίου, ανέπαυσεν αυτόν ο Δικαίος. Ήτο δε τότε Δικαίος εις γέρων και σεβάσμιος, Γαβριήλ ονομαζόμενος. Τον οποίον λίαν ευλαβηθείς ο νέος και εξαγγείλας εις αυτόν πάντας τους λογισμούς του, επί πλέον δε ότι επόθει να βαπτισθή, τον ενεθάρρυνεν ο Γέρων, ειπών: Θάρσει, τέκνον, ο Θεός ο Άγιος θέλει οικονομήσει το συμφέρον, πλην έχει υπομονήν κατά το παρόν. Και ζητήσας συμβουλήν παρά πάντων των πατέρων, ουδείς συνεχώρησεν εις αυτόν να τελέση την βάπτισιν. Όθεν απεκρίθη προς τον νέον, ότι δεν ηδύνατο να βαπτισθή εκεί, αλλά να απέλθη εις την Λαύραν. Μετ’ ολίγας ημέρας αναχωρήσας και εκείθεν κατηυθύνετο προς την Λαύραν. Πορευόμενος δε κατά τον τόπον τον ονομαζόμενον κυρ Ησαΐου, εις τον οποίον υπάρχουσι δένδρα παμμεγέθη, έβλεπεν ο Άγιον έχοντα εις την κορυφήν των ένα έκαστον σταυρόν και προσεκύνει πάντας τους σταυρούς, θαυμάζων και λέγων. «Κύριε, ελέησον. Τι πολλοί σταυροί είναι εδώ»; Ησθάνετο δε και ευωδίαν θαυμασίαν. Φθάσας εις την Λαύραν και συνομιλήσας μετά του Πνευματικού, είπεν εις αυτόν να υπάγη και να είπη τα κατ’ αυτόν εις τους προεστώτας. Εκείνοι δε, ακούσαντες και φοβηθέντες, απέστειλαν αυτόν προς τον Παναγιώτατον Πατριάρχην Γρηγόριον, όστις ήτο τότε εξόριστος εις την Μονήν των Ιβήρων. Εβοήθησαν μάλιστα αυτόν και οικονομικώς, δώσαντες αυτώ πέντε αργυρά νομίσματα. Όθεν ο νέος δεχθείς ταύτα και μείνας το εσπέρας εκεί, έκλαιε και εθρήνει δια την συμφοράν της αποτυχίας του λυπούμενος καθ’ υπερβολήν. Υπνώσας δε μικρόν βλέπει μίαν ωραιοτάτην και πάγκαλον γυναίκα, ήτις χαριέντως είπεν αυτώ να μη λυπήται, αλλά να επιστρέψη εις τα Καυσοκαλύβια. Και το πρωΐ σπουδαίως επορεύθη εις την Σκήτην προς τον Δικαίον Γαβριήλ και διηγήθη εις αυτόν την εμφάνειαν της γυναικός και τους λόγους αυτής. Ταύτα ακούσας ο Γέρων ηγαλλιάσατο τω πνεύματι και παραλαβών τον νέον απέκρυψεν αυτόν εν τη καλύβη αυτού. Διότι αυτός εκάθητο εις το Αρχονταρίκιον. Πλην δια να μένη ήσυχος, μεθ’ ημέρας τινάς απέστειλεν αυτόν προς τον Πατριάρχην μεθ’ ενός αδελφού. Ο δε Πατριάρχης ηθέλησε να τον δοκιμάση και είπεν προς αυτόν: «Τι προσήλθες προς ημάς, ουδέν έχοντας, καθώς μας βλέπεις; Ημείς δεν είμεθα ταπεινότεροι από όλα τα έθνη; Και μάλιστα εξ υμών, οίτινες έχετε την εξουσίαν και την δόξαν και πάσαν την του κόσμου απόλαυσιν; Πως συ μόνος δεν ευχαριστείσαι, ενώ τόσοι και τόσοι ποθούσι την απόλαυσιν της προσκαίρου ταύτης ζωής; Διατί συ την καταφρονείς; Ελθέ εις τον εαυτόν σου». Ο δε κάτω έχων το βλέμμα έκλαιε πικρώς, ακούων ταύτα παρά του Πατριάρχου. Ο δε Πατριάρχης, στρέψας τους οφθαλμούς αυτού προς τον νέον και βλέπων αυτόν κάθυγρον εκ των θερμών δακρύων, μεταβαλών την ομιλίαν και ενθαρρύνας αυτόν, είπεν: «Μετ’ ολίγον έρχομαι εγώ μόνος εκεί εις τα Καυσοκαλύβια και σε βαπτίζω. Μόνον προετοίμασον τον εαυτόν σου με αγνείαν και προ πάντων να μη φανερωθής εις κανένα». Ούτως απέλυσεν αυτόν εν ειρήνη. Επιστρέψας ο μακάριος εις τα Καυσοκαλύβια και καθήσας μόνος εις την καλύβην του γέροντός του, σχεδόν εξ μήνας, το πνεύμα της πονηρίας πολλά τον εστενοχώρει και πότε τον εβίαζε να φύγη εκείθεν και πότε έλεγεν άλλα μη παύον να καταθολώνη την διάνοιαν αυτού. Οι δε αδελφοί ήρχοντο ενίοτε προς παρηγορίαν του. Και μίαν ημέραν, προς το εσπέρας, ήλθεν εις αδελφός, Γεράσιμος ονομαζόμενος, και είπε: «Πως έχεις»; Εκείνος τότε του είπε να μείνη το εσπέρας εκείνο, ίνα του αναγνώση κανέν βιβλίον να παρηγορηθή. Παραμείνας όθεν ο αδελφός, ήρχισε να αναγινώσκη κατά την αρχήν της νυκτός. Τότε, αυθαδιάσας ο πειράζων, ήλθεν επί την θύραν δοκιμάζων τάχα να την ανοίξη· αυτοί δε, νομίσαντες ότι ήτο άνθρωπος και εξελθόντες ουδένα εύρον· και πάλιν εισήλθον και ανεγίνωσκον. Μετ’ ολίγον πάλιν ελθών προσεπάθει να ανοίξη. Όθεν, ταραχθέντες, ώρμησαν έξω και ουδένα ευρόντες εισήλθον και, ειπόντες τον αρχαγγελικόν ασπασμόν, εκοιμήθησαν. Άλλοτε ήλθεν εις επίσκεψίν του ο έτερος παραδελφός του, Ακάκιος ονομαζόμενος, και ευρίσκετο ο νέος εις μεγάλην λύπην τόσον, ώστε, όταν εκάλεσεν αυτόν, μόλις του απεκρίθη βαρέως στενάζων. Ο δε Ακάκιος ηρώτησε: «Τι έχεις και αναστενάζεις»; Τότε ο Άγιος Κωνσταντίνος διηγήθη, ότι είδεν ότι ευρίσκετο πλησίον ενός περιβολίου μετ’ αυτού και εκείνον μεν εισήγαγον εντός τούτου, τον δε Ακάκιον άφησαν έξω. Είχε δε ο νέος μεγάλην στενοχωρίαν διότι ηργοπόρουν να τον βαπτίσωσι και παρεκάλει τον γέροντά του μετά θέρμης. Όθεν, βλέπων ο γέρων την πολλήν προθυμίαν και ζέσιν την οποίαν είχεν, απεφάσισε και τον εβάπτισεν. Ότε λοιπόν εισήλθεν εις τον θείον λουτήρα και ο ιερεύς εξεφώνησε: «Βαπτίζεται ο δούλος του Θεού Κωνσταντίνος», διότι ούτως ωνομάσθη, «εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος», ω του θαύματος! Εξήστραψε το πρόσωπον αυτού τόσον, ώστε οι παρεστώτες δεν ηδύναντο να στρέψωσι τους οφθαλμούς των προς αυτόν. Τόσην δε χάριν και χαράν έλαβεν ο αξιοΰμνητος, ώστε την διακονίαν, ήτις του ανετέθη, τοσούτον αόκνως εξετέλει, ώστε προεκάλει τον θαυμασμόν, μέχρι του σημείου να τολμά κανείς να είπη ότι ήτο άσαρκος. Μετά παρέλευσιν ολίγου καιρού ηθέλησε να μεταβή εις την ιεράν Μονήν των Ιβήρων, ίνα ασπασθή την εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου της Πορταϊτίσσης, προς την οποίαν είχε τάξει και μίαν λαμπάδα. Λαβών δε παρά του γέροντος άδειαν, μετέβη μεθ’ ενός παραδελφού του, εκείθεν δε ανήλθεν εις την Σκήτην του Τιμίου Προδρόμου. Διότι ήκουσεν, ότι εκεί ήτο έμπειρος τις Πνευματικός, όστις πολλούς καθωδήγησε δια το μαρτύριον και ότι μάλιστα τότε είχον νεωστί κομισθέντα εκεί άγια λείψανα Νεομαρτύρων. Δια τούτο μετά σπουδής έδραμεν ο των Αγίων Μαρτύρων εραστής και ατενίσας ειλικρινώς και κατασπασθείς τα άγια λείψανα πανευλαβώς εγένετο όλος αιχμάλωτος μετ’ ενθουσιασμού και φόβου Θεού ο μακάριος. Κατόπιν συνωμίλησε μετά του Πνευματικού επ’ αρκετόν και έλαβε συμβουλήν να επιστρέψη πάλιν εις τα Καυσοκαλύβια. Και ότε έφθασε προς τον γέροντά του, ηλλάγη η όψις του προσώπου του και ήτο όλος κατηφής και περίλυπος, ενδομύχως μελετών τα του μαρτυρίου. Του δε γέροντος ερωτώντος: τι έχεις, ω Κωνσταντίνε, και περιήλθες εις τόσην σκυθρωπότητα, όσην ουδέποτε άλλοτε είχες; Εμπιστεύθητι εις ημάς την αιτίαν και είναι δυνατός ο Θεός, ο οικονομών την εκάστου ανάγκην, να οικονομήση και την ιδικήν σου. Ακούσας ταύτα ο Άγιος Μάρτυς Κωνσταντίνος απεκρίθη μετά συστολής: ω πάτερ, δεν είναι άλλο το αίτιον της κατηφείας μου, ει μη τούτο. Αφ’ου ησπάσθην τα ιερά λείψανα των Νεομαρτύρων, η ψυχή μου όλως δι’ όλου προσεκολλήθη εις εκείνα και ο νους μου ηχμαλωτίσθη, καθώς με βλέπεις έως τώρα και με έλκει ο πόθος αυτών προς την ομοίαν των πράξιν και τούτο κατέχει τον νουν μου. Ακούσας ταύτα ο γέρων εδόξασε τον Θεόν και είπε λαμπρά τη φωνή: «Ευλογητός ο Θεός, τέκνον μου. Εάν μεν τούτο είναι ευάρεστον εις Εκείνον, Αυτός μόνος, ως Θεός Παντοδύναμος, θέλει αρχίσει και τελειώσει τα κατά σε». Και ευθύς προσεκάλεσε πνευματικόν, ίνα ορίση εις αυτόν τίνι τρόπω θα προετοιμασθή. Όθεν διώρισεν εις αυτόν τεσσαράκοντα ημέρας να φυλάξη νηστείαν τρώγων μόνον άπαξ της ημέρας, διαρκώς προσκαρτερών και εις ουδένα να εμφανισθή. Αφού λοιπόν τοιαύτη ωρίσθη εις αυτόν προετοιμασία, εποίησε την του Αποδείπνου συνήθη μετάνοιαν και την νύκτα εκείνην είδε τούτο το όραμα. «Μοι εφάνη, έλεγεν, ότι ευρέθην εντός του Ναού της Αγίας Σοφίας και επάνω εις το ύψος του τρούλλου εκάθητο ο Δεσπότης Χριστός εις θρόνον υπέρλαμπρον, κύκλω δε αυτού ίστατο πλήθος στρατιάς ουρανίου. Εις δε, διαφέρων των άλλων, ένδοξος λίαν, ίσως να ήτο ο μέγας Δημήτριος, πλησιάσας και κρατήσας με εκ της χειρός, μοι ένευσε χαριέντως να μεταβώ προς τον Δεσπότην Χριστόν. Ευθύς όμως ο Χριστός αφήκε φωνήν λέγουσαν· «άφες αυτόν· ούπω εστί καιρός», και με τον λόγον τούτον με απέλυσε. Εγερθείς εκ της κλίνης ο μακάριος διελογίζετο τι άρα εδήλουν τα οραθέντα· και ελθών εις τον γέροντα ανήγγειλε ταύτα πάντα. Εκείνος δε είπεν εις αυτόν· «Βλέπεις ότι δεν είναι Θεού θέλημα; Όμως, τέκνον, φύλαττε υπακοήν και θέλεις σωθή». Απεκρίθη τότε ο Μάρτυς: Η φλοξ εκείνη κατεσβέσθη εντός μου, ω πάτερ, και εγενόμην ως σίδηρος εκβαλλόμενος εκ της πυρός. Ούτως ειργάζετο και υπήκουεν εις όλα τα προστασσόμενα μετά χαράς. Παρελθόντος δε ολίγου καιρού, ήκουσε του Κυρίου λέγοντος δια Ιερεμίου του Προφήτου· «Ο εξάγων άξιον εξ αναξίου, ως το στόμα μου έσται». Και συλλαβών όθεν το ρήμα τούτο εν τη καρδία αυτού, ήρξατο ο λογισμός να ερεθίζη αυτόν ίνα απέλθη εις Μαγνησίαν, οπόθεν αφού παραλάβη την αδελφήν αυτού βαπτίση ταύτην και αποκαταστήση Χριστιανήν. Όθεν υπό τούτου του λογισμού ενοχλούμενος και μη δυνάμενος να απαλλαγή τούτου, ανήγγειλεν εις τον γέροντα. Ο δε γέρων, ακούσας, απέστειλεν αυτόν εις την της Αγίας Άννης Σκήτην προς τον Πνευματικόν Ιωάσαφ και είπεν εις τον Κωνσταντίνον: Ό,τι σοι είπη ο Πνευματικός, εκείνο θα είναι το ευάρεστον εις τον Θεόν, τέκνον μου. Ο δε Πνευματικός, εξομολογήσας αυτόν και κρίνας εύλογον να απέλθη, απέλυσεν εν ειρήνη· όθεν επιστρέψας εις τα ίδια όλος χαίρων ανήγγειλεν εις τον γέροντα τα υπό του πνευματικού πατρός λεχθέντα. Κατ’ εκείνην δε την νύκτα είδε καθ’ ύπνον ο γέρων, ότι ο Κωνσταντίνος έφερεν εν λαμπρόν κάλυμμα επί της κεφαλής αυτού. Εξοικονομήσαντες δε τα της οδού, εύρον πλοιάριον αποπλέον δια τας Κυδωνίας και έδωσαν εις αυτόν ο τε Πατριάρχης κυρ Γρηγόριος και οι λοιποί προεστώτες και πνευματικοί, μυστικώ τω τρόπω, συστατικά γράμματα, ίνα, όταν φθάση εκεί, επιδώση ταύτα εις τον διδάσκαλον Κυδωνιών Γρηγόριον και εκείνος να τον εφοδιάση με οίον τρόπον δυνηθή και να τον συμβουλεύση τα δέοντα. Όθεν πλεύσαντες έφθασαν μετ’ ολίγας ημέρας εις τας Κυδωνίας, όπου ο Άγιος Μάρτυς εγνωρίσθη με τον διδάσκαλον και τους λοιπούς. Επειδή δε κατ’ εκείνας τας ημέρας δεν έφευγε πλοιάριον δια τα ανατολικά μέρη, έκρινεν εύλογον, ίνα εργασθή εις εργαστήριον και να μεταπωλή σταφίδας και τα λοιπά των παντοπωλών. Εκείθεν δε διελθών εις άνθρωπος του αγά, ανεγνώρισεν αυτόν ότι ήτο Αγαρηνός, διότι τον ήξευρεν από την Σμύρνην και λέγει εις γείτονά του Χριστιανόν: Τι άνθρωπος είναι ούτος; Και εκείνος είπεν: ούτε εγώ δεν γνωρίζω· τώρα τελευταίως ήλθεν, αλλά αγνοώ πόθεν. Το εσπέρας είπεν ο Χριστιανός εκείνος εις τον Κωνσταντίνον: Ήκουσα παρά του τάδε Τούρκου ότι γνωρίζει, ότι είσαι Αγαρηνός. Αληθεύει ή επιβούλως ομιλεί; Ο δε Κωνσταντίνος του απεκρίθη: Μη γένοιτο! Χριστιανός είμαι. Την δε νύκτα εκείνην ουδόλως εκοιμήθη εκ των πολλών ενοχλήσεων του λογισμού του και απεφάσισε να φύγη το πρωΐ. Κατελθών όθεν εις την παραλίαν εύρε λέμβον δια της οποίας άνθρωποι τινές μετεκόμιζον ύδωρ εις τα πλοιάρια και λέγει εις αυτούς: Που υπάγετε; Εκείνοι δε του είπον: Δια την Σμύρνην είμεθα. Τότε είπεν ο Μάρτυς: Με παίρνετε και εμέ; Και εκείνοι του είπον: Μάλιστα. Ευθύς όθεν επήδησεν εντός της λέμβου. Ο δε προειρημένος Τούρκος, ιδών αυτόν εμβάντα εις την λέμβον και κράξας ισχυρώς, προσέταξεν αυτούς να αποβιβάσωσιν αυτόν επί της ξηράς. Εκείνοι δε πράγματι απεβίβασαν αυτόν. Και λαβόντες αυτόν οι δήμιοι έφερον εις τον αγάν. Ο δε αγάς ηρώτησε τον Μάρτυρα: Πόθεν είσαι, ω νεανία; Και πως μας ήλθες εδώ; Πως ονομάζεσαι, αποκρίσου. Ο δε Κωνσταντίνος απεκρίθη: Από μακρινόν τόπον είμαι και μετέβαινον εις την Ανατολήν, αλλά εσταματήσαμεν εδώ. Είμαι δε Χριστιανός και ονομάζομαι Κωνσταντίνος. Ψεύματα λέγεις, είπεν ο αγάς. Αν ευρεθή εδώ άνθρωπος να σε γνωρίζη, ότι είσαι Τούρκος, τι έχεις τότε να αποκριθής; Ευθύς τότε ο αλιτήριος εκείνος Τούρκος, εμφανισθείς εις το μέσον, είπε μετά θρασύτητος και τρόπου βαρβάρου προς τον Κωνσταντίνον: «Δεν γνωρίζω εγώ, ότι είσαι αδελφός του τάδε και του τάδε Τούρκου και ότι μετήρχεσθε την τέχνην του λαχανοπώλου εις την Σμύρνην; Πως λοιπόν ψεύδεσαι, αναίσχυντε»; Τότε ο άγιος Μάρτυς απέθετο το ψεύδος εις τους ψεύστας, κατά τον Απόστολον, και ήρξατο λακείν την αλήθειαν. Επειδή νομίμως ήλθε και η ώρα να μαρτυρήση την αλήθειαν, την οποίαν εδίψα. Απεκρίνατο λοιπόν παρρησία, λαμπρά τη φωνή. «Ναι· Τούρκος ήμην, καθώς σεις ασεβείς και άνομοι· αλλ’ επειδή εφωτίσθην παρά Θεού και επληροφορήθην, ότι ματαία είναι η πίστις των Αγαρηνών και μόνη η των Χριστιανών πίστις είναι αληθής και αμώμητος, δια τούτο, γνωρίσας το συμφέρον μου, έγινα Χριστιανός, δια να κερδίσω την αιώνιον ζωήν». Τότε ο αγάς επρόσταξε να δείρωσιν αυτόν και μετά την μαστίγωσιν να κλείσωσιν εις φυλακήν, έως ότου συλλογισθή το συμφέρον του. Έστειλε δε και επιστολήν προς τον αγάν των Μοσχονησίων, ίνα ταχέως έλθη προς αυτόν, διότι είναι ανάγκη. Μετ’ ολίγας ημέρας έφθασε και αυτός εκεί, προς τον οποίον και ανήγγειλε τα κατά τον Μάρτυρα. Εξαγαγόντες όθεν αυτόν εκ της φυλακής και καλέσαντες προ αυτών είπον, αν εγνώρισε το συμφέρον του, να ομολογήση την λαμπροτάτην αυτών θρησκείαν και να παραχωρήσουν εις αυτόν πολλάς τιμάς και αξιώματα. Ει δε μη, θέλουσι κατατεμαχίσει με πικράς τιμωρίας τας σάρκας αυτού. Ο δε Μάρτυς θαρραλέως απεκρίθη προς αυτούς, ότι ήτο αδύνατον να υπακούση εις τας φλυαρίας των. Τότε εκείνοι επρόσταξαν να μαστιγώσουν αυτόν και να τον κλείσωσι πάλιν εις την φυλακήν. Ευρισκομένου του Αγίου εγκαθείρκτου διεδόθη το γεγονός εις όλην την χώραν των Κυδωνιών και πολλοί Χριστιανοί ήρχοντο και έβλεπον αυτόν παραθαρρύνοντες κρυφίως. Ο δε Άγιος παρήγγειλεν εις αυτούς να δέωνται υπέρ αυτού και να ειδοποιήσωσι τους ιερείς, ώστε να βοηθήσουν ίνα τελειώση τον αγώνα του μαρτυρίου γενναίως. Εις δε χαλκεύς ανάπηρος, σκεύος και όργανον του σατανά, εκαυχήθη ο δείλαιος, δια να φιλιωθή μετά των τυράννων, ειπών ότι «εγώ θα τον παιδεύσω τόσον, ώστε μη δυνάμενος να υπομείνη τας βασάνους, να επιστρέψη θέλων και μη, διότι και τον προ δέκα χρόνων κακοθάνατον εκείνον Γεώργιον (δηλαδή τον Νεομάρτυρα Γεώργιον όστις εμαρτύρησεν εκεί), εγώ τον επαίδευσα εις το πείσμα του». Και λαβών την άδειαν ο σεσαρκωμένος σατανάς χαλκεύς εκείνος, τόσον εβασάνισε τον Άγιον Μάρτυρα, ώστε και να ακούση κανείς φρίττει. Διότι κατεσκεύασε μίαν σιδηράν καλύπτραν της κεφαλής, επυράκτωσε τόσον αυτήν, ώστε εγένετο ως φλοξ και επέθηκεν επί της του Μάρτυρος κεφαλής. Έτι δε και μολυβδίνας σφαίρας περιέσφιγξεν εις τας μήνιγγας δια λωρίων, ώστε οι οφθαλμοί του εξήλθον του τόπου των. Ούτω σκληρώς και απανθρώπως παιδευθείς ο Άγιος εκλείσθη εις την εσωτέραν φυλακήν. Έβλεπον δε καθαροί τινες Χριστιανοί την νύκτα φως λαμπρόν εξερχόμενον εκ του Ναού του Νεομάρτυρος Γεωργίου και εισερχόμενον εις την φυλακήν εντός της οποίας ευρίσκετο ο Άγιος. Μετ’ ολίγας ημέρας, εξαγαγόντες αυτόν εκ της φυλακής, ωδήγησαν πάλιν προ του ηγεμόνος. Και ηρώτησεν αυτόν ο ηγεμών, εάν ήλλαξε γνώμην και πως ωνομάζετο. Ο δε Άγιος Μάρτυς απεκρίθη: «Σεις, τη αληθεία, είσθε τύραννοι, θηρία άγρια και όχι άνθρωποι λογικοί. Πλην λύσατε τας χείρας μου και θα σας φανερώσω ποίος είμαι». Ευθύς τότε έλυσαν τον Μάρτυρα. Εκείνος δε θαρραλέως ποιήσας ενώπιον αυτών το σημείον του Σταυρού, είπε μεγαλοφώνως: «Είδατε ποίος είμαι; Μη θαρρείτε λοιπόν πλέον ότι θα αλλάξω γνώμην και θα συγκοινωνήσω μεθ’ υμών». Τότε ο των Μοσχονησίων αγάς, υπό θυμού πληρωθείς, ηγέρθη και εκβαλών μάχαιραν δι’ ορμητικού κτυπήματος έπληξε σταυροειδώς το στήθος του Μάρτυρος, λέγων: «Ούτω ομολογείς, αί»; Αλλ’ ω των θαυμασίων Σου, Χριστέ Βασιλεύ Παντοδύναμε! Εσχίσθη μεν το ένδυμα αυτού, επί δε του στήθους του Αγίου Μάρτυρος εσχηματίσθη σταυρός χρυσούς, στίλβων και λάμπων από ουράνιον φως. Οι δε ασύνετοι μάλλον εξηγριώθησαν, προστάξαντες ίνα μαστιγωθή παρά των στρατιωτών, κατόπιν να κλείσωσι τους πόδας του εις το τιμωρητικόν ξύλον και να τον δέσωσιν από τας μασχάλας και από την μέσην και από τον λαιμόν δι’ αλύσεως, και την μεν ημέραν να είναι καθήμενος και οι πόδες του εις το ξύλον, καθ’ όλην δε την νύκτα να κρεμάται υψηλά έως της πρωΐας. Μαθόντες δε οι Χριστιανοί την τυραννίαν του Μάρτυρος και φοβηθέντες μήπως δειλιάση, μάλλον δε ο διδάσκαλος Γρηγόριος, εξαπέστειλεν ένα μαθητήν Αθηναίον, ονόματι Ιωάννην, ως τάχα χρεώστην και τοιουτοτρόπως επαρηγόρει τον Άγιον. Αλλ’ ο άρχων του σκότους μετεμορφούτο εις διάφορα σχήματα εκφοβίζων τον Άγιον, πότε μεν ως γυνή, άλλοτε ως άραψ και άλλοτε ως κύων ή και ως διάβολος. Ταύτα μη υποφέρων ο Άγιος ηγνάκτει σφοδρώς, αλλ’ ο Ιωάννης ενεθάρρυνεν αυτόν και παρηγόρει δια θείων λόγων και παραδειγμάτων διαφόρων Αγίων, ενώ έξω συγχρόνως άπασαι αι Εκκλησίαι των Κυδωνιών ήσαν πλήρεις Χριστιανών, οίτινες προσηύχοντο λιτανεύοντες και αγρυπνούντες υπέρ αυτού. Μίαν νύκτα, κατά το μεσονύκτιον, ενώ εκοιμάτο ο Ιωάννης, εγέλασε, και ο Μάρτυς, κρεμάμενος ων, εξύπνησεν αυτόν και είπε: Διατί εγέλασες, Ιωάννη, τι είδες; Ο δε Ιωάννης είπε: τίποτε δεν είδα. Και ο Μάρτυς: τούτο και εκείνο είδες και δια τούτο εγέλασες· όμως εις καλόν θέλει είναι η έκβασις. Την δε επιούσαν νύκτα εφάνη εις τον Μάρτυρα η Κυρία Θεοτόκος λάμπουσα και είπε προς αυτόν: «Χαίροις, Κωνσταντίνε, πιστέ θεράπον του Υιού μου και εμού της Μητρός Του· δια την συνέχειαν της του Ονόματός μου επικλήσεως, ιδού, ήλθον προς σε και γίνωσκε ότι θέλημα του Υιού μου είναι να μαρτυρήσης εις την συνώνυμόν σου βασιλίδα των πόλεων και να τελειώσης τον δρόμον της αθλήσεως· ειπέ όθεν εις τον λαόν ταύτης της πόλεως εκ μέρους μου, ίνα μη πλέον δέωνται υπέρ σου λιτανεύοντες· αλλά μάλιστα έπρεπε δια παντός να δέωνται δι’ εαυτούς, ίνα μη επέλθωσιν αυτοίς αι μέλλουσαι συμφοραί· διότι απεφασίσθη να καή η πόλις αύτη, ως των Σοδομιτών, επειδή και αυτοί εκείνων τας πράξεις εζήλωσαν· δια δε την ανομβρίαν δι’ ην δέονται, όταν μέλλης να εισέλθης εις το πλοιάριον, θα αφήσωσι τα νέφη τα ύδατα αυτών». Πράγματι, ούτω και εγένετο. Ταύτα και άλλα διηγήθη κατόπιν ο ρηθείς Ιωάννης ο Αθηναίος εξελθών εκ της φυλακής και τα εσημείωσε και τα οποία, διασκορπισθέντων των Κυδωνιών δια την επακολουθήσασαν ανωμαλίαν, δεν ευρέθησαν. Μετά ταύτα, βλέπων ο ηγεμών την καρτερίαν του και το αμετάθετον της γνώμης του, απεφάσισε να τον αποστείλη εις το Βυζάντιον, γράψας τα κατ’ αυτόν άπαντα προς τον πασάν, τον έφορον του στόλου. Και ως εισήλθεν ο Μάρτυς εις το πλοίον, κατά την πρόρρησιν της Κυρίας Θεοτόκου, έβρεξε τόσον, ώστε εμεθύσθη η γη. Φθάσαντες δε εις την βασιλεύουσαν, εξήτασεν αυτόν ο διοικητής της πόλεως κατά την συνήθειαν αυτών και μαρτυρήσας και εκεί ο Μάρτυς την καλήν ομολογίαν ενώπιον πάντων, τη προσταγή του ηγεμόνος εμαστιγώθη και κατεδικάσθη να κατακλεισθή εντός λουτρού. Ευρισκόμενος όθεν εκεί ο Άγιος προσεκάλεσεν ένα πνευματικόν και εξωμολογήθη και ο πνευματικός, ιδών τον νέον, είπε προς αυτόν: «Καλή μεν είναι η ομολογία, τέκνον μου Κωνσταντίνε, αλλά στοχάσου καλά ότι είναι δεινά και τα βάσανα των απίστων Αγαρηνών. Πρόσεξον όθεν μήπως δειλιάσης. Διότι, αν θέλης, ημείς ημπορούμεν να φροντίσωμεν δια την ελευθερίαν σου». Ταύτα ακούσας ο Μάρτυς είπε σεμνοπρεπώς προς τον πνευματικόν: «Ω Άγιε πνευματικέ, βλέψον εις εμέ». Ο πνευματικός τότε παρετήρησεν. Έπειτα ευλαβώς αποκαλύψας το υποκάτω του μέρος, έδειξεν ότι εκ του πολλού τανυσμού της ποδοκάκης εσχίσθη το σκέλος του έως δύο δάκτυλα εις το σημείον του αφεδρώνος. Θεωρήσας ταύτα ο πνευματικός εξεπλάγη λίαν και ηυλαβήθη τον Άγιον· είπε τότε προς αυτόν ο Μάρτυς: «Προσέχετε να μη τολμήση κανείς να δώση χρήματα προς απελευθέρωσίν μου· διότι μετ’ ολίγας ημέρας τελειώνει ο αγών μου, καθώς η Δέσποινα μου εφανέρωσε· πλην να δώσης εις τον Παναγιώτατον κυρ Γρηγόριον ασπασμούς εκ μέρους μου, όστις με ηξεύρει τις είμαι και να εύχεται υπέρ εμού». Το δε πρωΐ ωδήγησαν αυτόν πάλιν εις εξέτασιν και ευρόντες αυτόν στερεόν εις την πίστιν του Χριστού έδειραν πάλιν και έκλεισαν αυτόν εις το λουτρόν, κατατυραννούντες οι άσπλαγχνοι θήρες και ανήμεροι της Άγαρ απόγονοι. Την δε τρίτην πάλιν εξετάσαντες αυτόν, εκολάκευον υποσχόμενοι πλούτον πολύν και αξιώματα, αν υπακούση. Ο δε Μάρτυς, βαρυνθείς τας μωρολογίας αυτών, ή μάλλον ειπείν τας φρενοληψίας των, στενάξας εκ βάθους καρδίας, είπε προς τον ηγεμόνα. «Ω ηγεμών, είθε να εγνώριζες και συ το συμφέρον της ψυχής σου μάλλον και να εγίνεσο Χριστιανός». Ταύτα δε ακούσας εκείνος και αισχυνθείς, ανέστη ο μάταιος κριτής της αδικίας και ραπίσας τον Άγιον εις την σιαγόνα και απωθών βιαίως εξέβαλεν έξω· κατόπιν επρόσταξε δια γραφίδος ίνα ο Άγιος θανατωθή δι’ απαγχονισμού. Παραλαβόντες τότε αυτόν οι υπηρέται του σατανά απήγαγον και πόσον εβασάνισαν αυτόν μόνος ο Παντεπόπτης Θεός γινώσκει. Τούτο μόνον εμάθομεν. Ότι αφού τον απέπνιξαν με βρόχον, κατά το έθος αυτών, εις πείσμα του Αγίου και δια να μη λάβουν οι Χριστιανοί το πάνσεπτον αυτού λείψανον και το τιμήσωσι, έσκαψαν εις τα τούρκικα μνήματα τα ευρισκόμενα εκεί πλησίον και ενεταφίασαν αυτόν δια το της περιτομής σημείον και δια να κατάγηται εκ του γένους της Άγαρ, ως αυτοί ενόμιζον. Ετελειώθη δε ο Μεγαλομάρτυς ούτος Κωνσταντίνος τη β΄ (2α) του Ιουνίου μηνός έτει σωτηρίω αωιθ΄ (1819). Συλλογισθήτε δε, ω φιλομάρτυρες, τον κατά πάντα αληθώς Μάρτυρα, ότι από της κγ΄ (23ης) του Απριλίου ήρξατο του αγώνος και επέμεινεν εις αυτόν μέχρι της δευτέρας του Ιουνίου συμποσουμένων των ημερών εις τεσσαράκοντα, μιμητής των παθημάτων του Δεσπότου Χριστού γενόμενος, ως ευγνώμων δούλος Αυτού. Πληροφορηθείς δε τα συμβάντα ο αοίδιμος γέρων και ανάδοχός του, έπεμψεν ένα των υποτακτικών του ίνα μάθωσι περισσότερα. Και διαπεράσας ούτος από τας Κυδωνίας, ήκουσε τα άνω γραφέντα παρά του Αθηναίου Ιωάννου, όστις είχε και έτερα υπομνήματα και είπεν εις αυτόν: Τώρα ύπαγε εις την Βασιλεύουσαν και όταν, συν Θεώ, επιστρέψης, θέλω σου δώσει και τα υπομνήματα ταύτα. Εκείνος δε πορευθείς εις Κωνσταντινούπολιν ηρεύνησε τα κατά τον Μάρτυρα και έμαθε τα περί της τελειώσεώς του και ότι εις πάσας τας ερωταποκρίσεις εξεφώνει πάντοτε: «Χριστιανός είμαι» μέχρι της τελευταίας του πνοής και ότι εις πείσμα τον έθαψαν εντός των ιδικών των μνημάτων, ίνα μη τιμήσωσιν αυτόν οι Χριστιανοί. Έλαβε λοιπόν ο υποτακτικός ούτος, εξαγοράσας από τους Αγαρηνούς, μερικά ενδύματα τού Αγίου και έφερεν εις την Σκήτην του Καυσοκαλυβίου. Επέστρεψε δε κατ’ ευθείαν εις το Άγιον Όρος δια τας ανωμάλους περιστάσεις του καιρού εκείνου και δεν διήλθε πλέον από τας Κυδωνίας δια να λάβη τα ως άνωθεν υπομνήματα. Μετά δε καιρόν υπέφερε κατά την κεφαλήν σφοδρώς έτερος υποτακτικός, παραδελφός του ως άνω, και είπεν ο γέρων: Δεν λαμβάνεις πτωχέ, από τα ενδύματα του Αγίου και μετά πίστεως να τυλιχθής ίσως θεραπευθής; Υπακούσας τότε εκείνος εποίησεν ως προσετάχθη και υπνώσας ειρηνικώς κατά την νύκτα εκείνην, το πρωΐ εξύπνησεν υγιής και ουδέν ίχνος απέμεινεν εκ της ασθενείας εις αυτόν. Άλλος τις έπασχεν εξ οδονταλγίας και επικαλεσθείς τον Άγιον ιάθη. Έτερος ιερεύς παρ’ ολίγον να καταντήση εις τελείαν φρενοβλάβειαν και λαβών εκ του ενδύματος του Αγίου μέρος τι και ασπασθείς τούτο μετά πίστεως και επικαλεσθείς μετά δακρύων τον Άγιον, έλαβε την υγείαν των φρενών του. Τούτο είναι το μαρτύριον του Αγίου Νεομάρτυρος και πολυάθλου Κωνσταντίνου, αδελφοί, όστις εξ ακανθών ως εύοσμον ρόδον εξήνθησεν, επιδείξας τοιούτον ένθεον ζήλον υπέρ της ευσεβούς ημών πίστεως· αλλά δια τούτο και θείων αποκαλύψεων και εμφανείας της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου ηξιώθη, ως διηγήθημεν και εις των γενησομένων την πρόγνωσιν εφωτίσθη και του τέλους αυτού την ημέραν προεγνώρισε ως και τον τόπον της τελειώσεώς του, εις την ομώνυμον Κωνσταντινούπολιν. Τώρα δε συγχορεύει εν ουρανοίς μετά των Αγίων Αγγέλων, εν τω χορώ των Αγίων Μαρτύρων, ων τους άθλους και τους αγώνας επί γης εμιμήθη και των ίσων βραβείων και επάθλων ηξιώθη. Όθεν αυτόν και ημείς ως πρέσβυν προς τον Σωτήρα ας τιμήσωμεν, ως παρρησίαν έχοντα προς Αυτόν, υπέρ ου και τας βασάνους υπέμεινεν, όπως αξιωθώμεν της ουρανίου Βασιλείας ταις ικεσίαις αυτού. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου