Έρασμος ο Άγιος κατήγετο εκ της Αντιοχείας, ακμάσας κατά τους χρόνους Διοκλητιανού και Μαξιμιανού εν έτει τθ΄ (309). Ασκητικήν δε ζωήν ζήσας πρότερον, εις τοσαύτην τελειότητα ανήλθεν, ώστε ελάμβανε τροφήν δια των κοράκων και δωρεών πολλών ηξιώθη παρά Θεού. Διο, άκων, εγένετο Αρχιερεύς. Κατόπιν θείον ζήλον αισθανθείς εις την ψυχήν αυτού, περιήρχετο αποστολικώς διαφόρους τόπους, κηρύττων τον λόγον του Ευαγγελίου και τελών πλείστα θαύματα. Ούτω πορευόμενος έφθασε και εις την Μακεδονίαν, όπου παρά την λίμνην Αχρίδα εισήλθεν εις την πόλιν Λυχνιδόν. Εκεί ανέστησε παιδίον νεκρόν και τον πατέρα του παιδός, Αναστάσιον ονόματι, εβάπτισεν ομού μετ’ άλλων πολλών.
Τα δε εκεί ευρισκόμενα είδωλα συντρίψας, εις διάστημα επτά ημερών εδίδασκε τον λαόν, οδηγών αυτόν εις το φως της θεογνωσίας. Διατρίβοντος δε τότε του Μαξιμιανού εν Ερμουπόλει τη εν τω Ιλλυρικώ, προσήλθε τις και ανέφερεν εις αυτόν, ότι οι θεοί συνετρίβησαν υπό τινος Αντιοχέως, όστις κηρύττει Θεόν Ιησούν τον Εσταυρωμένον. Ο δε βασιλεύς καλέσας τον Άγιον ηρώτησεν αυτόν ποίος είναι και ποίον θεόν προσκυνεί. Αλλ’ επειδή ο Άγιος εσιώπα, ο τύραννος οργισθείς προσέταξε να δείρωσιν αυτόν εις το πρόσωπον. Του δε Αγίου ερωτήσαντος την αιτίαν του δαρμού του, ο τύραννος απεκρίθη: Σε δέρω, διότι δεν προσκυνείς τους θεούς. Και ποίους θεούς λέγεις να προσκυνήσω; Είπεν ο Μάρτυς. Διότι εγώ προσκυνώ και λατρεύω τον Κύριόν μου Ιησούν Χριστόν. Ειπέ μοι, ποίον θεόν να προσκυνήσω; Ο βασιλεύς τότε εχάρη δια τον λόγον τούτον και παραλαβών τον Μάρτυρα ωδήγησεν αυτόν εις τον ναόν του Διός. Ο δε Άγιος, αφού προσηυχήθη προς τον Θεόν, είπεν εις τον βασιλέα. Ποίον θεόν μοι λέγεις να προσκυνήσω; Ο βασιλεύς εις απάντησιν έδειξεν εις τον Άγιον το είδωλον του Διός, το οποίον ήτο χάλκινον, δώδεκα ποδών ύψους και εξ ποδών πλάτους. Τότε ο Άγιος έστρεψε προς αυτό βλοσυρόν το βλέμμα. Και ω του θαύματος! Ευθύς έπεσε και εθρυμματίσθη· εκ δε του ειδώλου εξήλθε φοβερός δράκων, όστις εξηφάνισε πολύ πλήθος ανθρώπων. Τούτων ούτω γενομένων, ο μεν βασιλεύς επανήλθε κατησχυμμένος εις το παλάτιον, το δε πλήθος φοβηθέν τον δράκοντα προσέπεσεν εις τους πόδας του Μάρτυρος και πολλοί πιστεύσαντες εις τον Χριστόν εβαπτίσθησαν υπό του Αγίου. Ήσαν δε οι βαπτισθέντες περί τας είκοσι χιλιάδας. Κατόπιν ο Άγιος φονεύσας τον δράκοντα και συλληφθείς υπό των στρατιωτών μεθ’ όλου του βαπτισθέντος πλήθους ωδηγήθη εις τον βασιλέα, όστις τας μεν είκοσι χιλιάδας των βαπτισθέντων απεκεφάλισε, τον δε Άγιον ενέδυσε δια χαλκίνου και πεπυρωμένου ιματίου. Όμως το πυρ, υπό της θείας χάριτος μετεβλήθη εις ψυχρότητα κρυστάλλου. Μετά ταύτα εκλείσθη ο Άγιος εις την φυλακήν, εκ της οποίας ελυτρώθη δι’ επιφανείας του Ταξιάρχου Μιχαήλ, ως ποτε δι’ αυτού ελυτρώθη εκ της φυλακής του Ηρώδου ο κορυφαίος Πέτρος. Ελευθερώσας δε τον Άγιον ο Αρχάγγελος, ωδήγησεν αυτόν εις την Καμπανίαν, εις πόλιν ονομαζομένην Φρυμόν, όπως κηρύξη και εκεί τον λόγον του Ευαγγελίου και επιστρέψη πολλούς εις τον Θεόν, όπερ πράγματι ο Άγιος εποίησε. Τελευταίον, μεταβάς ο του Χριστού αθλητής και ισαπόστολος εις την πόλιν Χερμελίαν, κατώκησεν εκεί. Όταν δε προσήγγισεν ο καιρός της αυτού τελειώσεως, προσεκύνησε τρις κατά Ανατολάς και παρακαλέσας τον Θεόν να χαρίζη άφεσιν αμαρτιών και ζωήν αιώνιον εις εκείνους, οίτινες ήθελον επικαλεσθή μετά πίστεως το όνομάτου και τελεί την μνήμην του, ήκουσεν άνωθεν θείας φωνής λεγούσης ταύτα. Ούτως έσται, ως προσηύξω και περισσότερον γενήσεται, εμού θεράπον Έρασμε. Ταύτα ακούσας ο Άγιος υπερεχάρη. Κατόπιν βλέψας εις τον ουρανόν, είδεν υπέρλαμπρον στέφανον, κατερχόμενον επ’ αυτού και εν ταυτώ τάγματα Αγγέλων, χορούς Προφητών και Αποστόλων, δήμους Μαρτύρων και τας των δικαίων απάντων τάξεις, οίτινες ήρχοντο εις προϋπάντησιν αυτού. Όθεν ειπών: Κύριε Ιησού Χριστέ, δέξαι το πνεύμα μου, ανήλθε χαίρων εις τα ουράνια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου