Δημήτριος ο νεοφανής Μάρτυς του Χριστού κατήγετο από την Φιλαδέλφειαν την εν τη Μικρά Ασία κειμένην, εκ γένους λαμπρού της αυτής πόλεως, υιός ιερέως τινός, Δούκα ονομαζομένου. Αποθανόντος δε του πατρός, η μήτηρ αυτού εξεπαίδευσεν εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου, έως ότου εγένετο δεκατριών ετών. Επειδή δε ο νέος ήτο σεμνός κατά το σχήμα, ωραίος την όψιν και χαρίεις, μίαν ημέραν ιδόντες αυτόν Αγαρηνοί τινες και περιεργασθέντες την ωραιότητα αυτού, εκινήθησαν υπό φθόνου και αρπάσαντες αυτόν, άλλος δια της απάτης και των υποσχέσεων δωρεών και τιμών και άλλος δι’ απειλών βασάνων, κατέπεισαν και ηρνήθη νηπιοφρονών τον Χριστόν. Όθεν παρεδόθη εις τον πρώτον Αγαρηνόν της Φιλαδελφείας και υπηρέτει αυτόν.
Τόσον δε ηυδοκίμησε πλησίον αυτού, ώστε εις ολίγους χρόνους απέκτησε αξίαν μεγάλην και δόξαν και πλούτον και ζώα και υπάρχοντα. Επειδή δε εκ φύσεως ήτο ανδρείος κατά το σώμα, εψηφίσθη πρώτος αρχιστράτηγος εις τους εκεί γενομένους πολέμους. Όθεν διατας τοιαύτας αρετάς του ηρραβωνίσθη μίαν από τας πρώτας και ευγενεστέρας νεάνιδας της Φιλαδελφείας. Όταν δε έφθασεν εις τους είκοσι πέντε χρόνους της ηλικίας του, ένευσεν εις αυτόν ο Θεός δια της χάριτος Αυτού και ήρχισεν ο καλός Δημήτριος να ενθυμήται την προγονικήν ευσέβειαν και πίστιν. Βλέπων δε την απατηλήν θρησκείαν των Αγαρηνών, εις την οποίαν υπετάγη, στενάξας εκ βάθους καρδίας είπε μετά δακρύων εις εαυτόν· Ω της αγνωσίας μου του ταλαιπώρου! Ω της δυστυχίας σου, άθλιε Δημήτριε! Πόσα έτη ευρίσκομαι εντός τούτου του σκότους; Πως ηπατήθην και ηρνήθην τον Κύριόν μου; Όμως πάλιν θα ομολογήσω Αυτόν ενώπιον των ανθρώπων, διότι γνωρίζω και άλλους πολλούς προγενεστέρους Μάρτυρας, οίτινες εποίησαν τούτο και τους οποίους θα έχω βοηθούς εις την ομολογίαν μου ταύτην. Ταύτην λοιπόν την απόφασιν λαβών και οπλισθείς δια της χάριτος και της δυνάμεως του Αγίου Πνεύματος, έσπευσεν ευθύς εις τον αγώνα του μαρτυρίου. Kατά πρώτον λοιπόν παρουσιάσθη προ του ηγεμόνος της Φιλαδελφείας και των παρ’ αυτώ μεγιστάνων και μετά παρρησίας μεγάλης και ζήλου ήρχισε να λέγη: Άκουσον, αυθέντα και ηγεμών της πόλεως ταύτης. Δώδεκα έτη είναι αφ’ ότου ετυφλώθην και δεν έβλεπον το φως της Ορθοδόξου πίστεώς μου. Τώρα όμως εφωτίσθη ο νους μου υπό Πνεύματος Αγίου, εδιδάχθη από τον Βασιλέα των βασιλευόντων Χριστόν, τον αληθινόν Θεόν μου, τον παραδώσαντα Εαυτόν εις θάνατον δια την αγάπην μας και έμαθον, ότι η θρησκεία των Αγαρηνών είναι απατηλή και παράνομος και ουδεμία σωτηρία εκ ταύτης είναι δυνατή. Δια τούτο και εγώ αρνούμαι και αποστρέφομαι ταύτην και ομολογώ, ότι προσκυνώ τον Χριστόν ως Θεόν αληθινόν και είμαι Χριστιανός καθώς ήμην και πρότερον και καλούμαι Δημήτριος. Δια το όνομα δε και δια την αγάπην του Χριστού μου είμαι έτοιμος να θυσιασθώ και να αποθάνω. Λοιπόν μη βραδύνετε, αλλά κατακόψατέ μου το σώμα. Εγώ σέβομαι τον Χριστόν τον Σωτήρα μου, τον δε προφήτην σας εξουθενώ και αποστρέφομαι. Ταύτα ειπών ο Άγιος Μάρτυς εσιώπησεν. Ως ήκουσαν ταύτα οι Αγαρηνοί ώρμησαν εναντίον του μεθ’ ορμής μεγάλης και εξαπλώσαντες αυτόν κατά γης, ερράβδισαν αγρίως δια τριακοσίων δέκα πέντε ραβδισμών. Ο δε Άγιος Μάρτυς χαίρων έψαλλε μεγαλοφώνως. Δόξα σοι ο Θεός ημών, δόξα σοι. Άγιε Δημήτριε, Άγιε Γεώργιε, βοηθήσατέ μοι· πρόφθασον, Άγιε του Θεού Νικόλαε! Μετά την τιμωρίαν ταύτην έρριψαν τον Μάρτυρα εις την φυλακήν, νομίζοντες ότι ίσως μεταμεληθή. Εκείνην δε την νύκτα εκάλεσαν οι Αγαρηνοί τους διδασκάλους των και έστειλαν αυτούς μετά τινος Άραβος μάγου εις την φυλακήν, δια να καταπείσουν τον Μάρτυρα με πολλάς πονηρίας και μαγείας διαβολικάς να αρνηθή την ευσέβειαν. Αλλ’ εις μάτην εκοπίασαν. Διότι ο Άγιος του Χριστού Μάρτυς ίστατο στερέός και ακλόνητος εις την πίστιν. Πρωΐας δε γενομένης, εξήγαγεν ο ηγεμών τον Άγιον από της φυλακής και απέλυσεν αυτόν. Ο δε Άγιος, βλέπων ότι ούτω στερείται του στεφάνου του μαρτυρίου, τον οποίον τόσον επόθει, μετέβη εις το καφενείον όπου ήτο συνηθροισμένον πλήθος πολύ Αγαρηνών και ήρχισε να ελέγχη τούτους μεγαλοφώνως δια τοιούτων λόγων: Ω ταλαίπωροι Αγαρηνοί, τι νομίζετε; Ότι είναι ορθή και αληθής η πίστις σας; Σφάλλετε και πλανάσθε, τρισάθλιοι! Ω πόσον είσθε εσκοτισμένοι και δεν βλέπετε το φως και την αλήθειαν! Εγώ όμως πιστεύω εις τον Χριστόν τον αληθινόν Θεόν, τον αναλαβόντα όλας τας αμαρτίας του κόσμου και Αυτόν μόνον λατρεύω. Ταύτα ειπών ο Άγιος έσυρε το λευκόν σαρίκιον το οποίον έφερεν εις την κεφαλήν και το πράσινον φόρεμα και ρίψας ταύτα κατά γης και καταπατών αυτά είπε: Καθώς καταπατώ ταύτα, τα οποία είναι σημεία της ιδικής σας πίστεως, ομοίως καταπατώ και την πίστιν και τον νόμον σας και αρνούμαι και αποστρέφομαι ταύτην. Οι δε Αγαρηνοί ευθύς έδραμον εναντίον του ως λέοντες τρίζοντες τους οδόντας και άλλοι με ξύλα, άλλοι με πέτρας, κτυπώντες τον Άγιον Μάρτυρα, έρριψαν κατά γης ως νεκρόν. Πολλοί τότε ενόμισαν, ότι απέθανεν. Ο δε Άγιος Μάρτυς, ενδυναμούμενος υπό του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, εξηπλωμένος ημιθανής, προσηύχετο νοερώς. Όθεν, όταν ήκουσε λέγοντας τους Αγαρηνούς ότι και αποθαμένον θα τον καύσωμεν εις την πυράν, αφήκε την προσευχήν και, ευθύς εγερθείς, λέγει: Έχω χρήματα να σας δώσω δια να αγοράσετε ξύλα να με καύσητε. Και μη νομίζετε, ότι απέθανον, διότι ο Χριστός μου με ενδυναμώνει. Εκείνοι δε μη υποφέροντες να βλέπουν τον Μάρτυρα εγερθέντα και τοιαύτα λέγοντα, εκτύπησαν αυτόν με την μάχαιραν τρις, εις τρόπον ώστε η μάχαιρα διεπέρα εκάστην φοράν από της ράχεώς του έως του στήθους. Ο δε Μάρτυς του Χριστού δεν ετελεύτησεν, αλλ’ εφυλάττετο ζων υπό θείας δυνάμεως. Όταν δε ωδήγουν τον Μάρτυρα εις τον τόπον της τελειώσεως, εις εκ των περιεστώτων εκτύπησεν εις την κεφαλήν τον Μάρτυρα δια της μαχαίρας και εχώρισεν εις δύο το πρόσωπον αυτού. Ο δε Μάρτυς, ω του παραδόξου θαύματος και της υπέρ φύσιν ανδρείας του! Έλαβε δια των χειρών του τα δύο μέρη της χωρισθείσης κεφαλής αυτού και υψώσας τα όμματα προς τον ουρανόν, επεκαλέσθη εις βοήθειαν τον Άγιον Δημήτριον και συνήρμοσεν ευτάκτως τα μέρη της κεφαλής. Ιδών τότε ο τρισκατάρατος εκείνος το θαύμα, δια δευτέραν φοράν εκτύπησε από του άλλου μέρους της κεφαλής και την εχώρισε. Και πάλιν ο Μάρτυς ιάτρευσεν αυτήν, ως και πρότερον, τόσον ώστε ουδέ αίμα έτρεξεν, ούτε σημείον εφάνη εκ των πληγών της μαχαίρας. Εκείνοι δε οι ανήμεροι, αντί να καταπραϋνθώσι βλέποντες τοιαύτα θαυμάσια, περισσότερον εσκληρύνοντο και ώθουν και ελάκτιζον τον Άγιον δια να οδηγήσουν εκεί όπου θα τον έκαιον. Ενώ δε επροχώρουν ιδών ο Μάρτυς την Εκκλησίαν των Χριστιανών εγονυπέτησε και μετά πολλής ταπεινώσεως και ευλαβείας είπε ταύτα δακρυρροών και μεγαλοφώνως: Κύριε ημών Ιησού Χριστέ, προς Σε έρχομαι σήμερον, δια να γίνω θυσία Σου και εις τας Αγίας Σου χείρας παραδίδω το πνεύμα μου. Ταύτα μη υποφέροντες να βλέπουν οι δήμιοι, εκτύπησαν τον Μάρτυρα δια της μαχαίρας και έκοψαν τας δύο αυτού κνήμας. Τότε ο του Χριστού αθλητής ετελειώθη και έλαβε του μαρτυρίου τον στέφανον. Οι δε Αγαρηνοί, λαβόντες ξύλα και άνθρακας εξ ενός λουτρού, ήναψαν πυράν και νεκρόν ον το σώμα του Αγίου έρριψαν τούτο εντός αυτής. Αλλ’ ω του θαύματος! εχωρίσθη η πυρά εις δύο και δεν ήγγισεν ουδόλως το σώμα του Μάρτυρος, αλλ’ έμεινε σώον και ολόκληρον. Ιδόντες δε το τοιούτον θαυμάσιον, μάλλον εσκληρύνθησαν και λαβόντες δια σταμνίων έλαιον έρριψαν τούτο εις την πυράν. Αλλά και ούτως ουδεμίαν ενέργειαν έσχε το πυρ κατά του Μάρτυρος. Τέλος μη ηξεύροντες πλέον τι να κάμουν, έλαβον τα σιδηρά εργαλεία του λουτρού, με τα οποία συνδαυλίζουσι τα ξύλα και δι’ αυτών κατέκοψαν εις τεμάχια το αθλητικώτατον σώμα του Μάρτυρος. Μετά δε την τελείωσίν του τα άγια αυτού λείψανα ετέλεσαν και τελούν πολλάς ιατρείας και θαύματα εις τους μετά πίστεως προσερχομένους εις αυτόν. Ου ταις πρεσβείαις αξιωθείημεν και ημείς της Βασιλείας των Ουρανών. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου