Προκόπιος ο Οσιομάρτυς ήτο από τα μέρη τα πλησιόχωρα της Βάρνας, από γονείς ευσεβείς· ούτος, αφού έφθασεν εις ηλικίαν χρόνων είκοσι, επεθύμησε την μοναδικήν πολιτείαν, και καταλιπών γονείς, πατρίδα και συγγενείς επήγεν εις το Άγιον Όρος του Άθω και ερευνήσας εις διαφόρους τόπους τα περί ψυχικής σωτηρίας, μετέρχεται την ασκητικήν ζωήν, υποταγείς εις ένα γέροντα, ονόματι Διονύσιον, εις την σκήτην του Τιμίου Προδρόμου. Μετ’ ολίγον χρόνον έλαβε και το άγιον σχήμα των Μοναχών, το οποίον επεθύμει· ήτο δε εκ φύσεως άκακος και απλούστατος εις την γνώμην, και εθαυμάζετο υπό πολλών δια την αρετήν του, την τε υπακοήν προς τον γέροντά του και επιμονήν εις τους κόπους της ασκητικής πολιτείας.
Μη υποφέρων όμως ο εχθρός της των ανθρώπων σωτηρίας διάβολος να βλέπη εις ένα νέον τοιαύτας αρετάς, εφθόνησε κατά την συνήθειαν όπου έχει να πολεμή τους αγωνιστάς, και καθ’ εκάστην του έσπειρε λογισμούς να επανέλθη εις τα εγκόσμια. Νικηθείς όθεν από τους τοιούτους λογισμούς ανεχώρησεν εκ της σκήτης της μετανοίας του και έρχεται εις την Σμύρνην, όταν δε έφθασεν εις την πόλιν αυτήν, του έρχεται άλλος λογισμός, του προτέρου χειρότερος, ότι, επειδή αφήκε την μετάνοιάν του και δεν εστάθη με υπομονήν μέχρι τέλους, αλλ’ επέστρεψεν εις τον κόσμον, μέλλει εξάπαντος να κολασθή· μάλιστα δε ταλανίζοντες τινές αυτόν δια την εκ της σκήτης αναχώρησιν, ηύξησαν του λογισμού αυτού την επήρειαν. Όθεν ο της απογνώσεως λογισμός κατακυριεύσας αυτόν, τον κατέστησε (φεύ!) να αφήση από τας χείρας την άγκυραν της ευσεβούς πίστεως, χωρίς να αποκαλύψη τον λογισμόν του εις τινα και να συμβουλευθή. Παρουσιάζεται λοιπόν εν μια των ημερών, μηδενός γινώσκοντος, εις τον της πολιτείας κριτήν, οι δε φύλακες ευθύς μόλις τον είδον τον ηρώτησαν τι ήθελε, αυτός δε τους είπεν, ότι ούτως αδιαφόρως ήλθεν· οι δε πάλιν ηρώτων, μήπως έχει κρίσιν τινά ή μήπως θέλει να γίνη Τούρκος; Ο δε απεκρίθη «ναι». Αρπάσαντες λοιπόν αυτόν μετά χαράς τον έφεραν εις τον κριτήν, λέγοντες· «ούτος ο άνθρωπος, ο Χριστιανός, θέλει να γίνη Τούρκος· λοιπόν σήμερον έχεις να κάμης ένα μεγάλο ψυχικόν». Ο δε εχάρη πολύ, και τον ηρώτα αν είναι αλήθεια, αυτός δε επεβεβαίωσε την αλήθειαν των λεγομένων. Τότε όμως, ότε παρεστάθη εις τον κριτήν, δεν παρρησιάσθη ως Μοναχός, αλλ’ εν σχήματι κοσμικού. Όθεν του λέγει ο κριτής· «διατί έχεις αφημένα τα γένεια»; Απεκρίθη: «έκαμα απόφασιν τοιαύτην και τα άφησα προ καιρού». Τότε ο κριτής εχάρη, ότι έρχεται ολοψύχως εις την θρησκείαν των, και είπεν αυτώ να εκφωνήση λόγους τινάς βλασφήμους, τους οποίους συνηθίζουσι να λέγωσιν εις τους τοιούτους, αυτός δε ο δυστυχής απεκρίθη ως προσετάχθη. Τότε τον κατήχησεν ο κριτής την ψυχώλεθρον αυτών κατήχησιν και τον συνεβούλευσε να μείνη στερεός εις τον λογισμόν του, αφήσας αυτόν έως δέκα πέντε ημέρας, κατά τας οποίας τον έλαβεν εις την επίβλεψίν του ο διοικητής των Γενιτσάρων μη τυχόν ομιλήση με τινα Χριστιανόν· ύστερον δε από δεκαπέντε ημέρας του έδωκαν και το σημείον της κατ’ αυτούς περιτομής. Αλλ’ ω της ταχείας μεταβολής και της αλλοιώσεως της δεξιάς του Υψίστου! Ευθύς μόλις έλαβε την βδελυράν σφραγίδα, ήλλαξεν ο λογισμός του, ήρχισε να τον κατελέγχη η συνείδησις και ο πριν απεγνωσμένος ήλθεν εις αίσθησιν του απείρου ελέους του Θεού. Ήθελε λοιπόν να φανερώση την τελευταίαν του γνώμην εις κανένα Πνευματικόν ή τινα των Χριστιανών, όμως όστις τον έβλεπε με τοιούτον οθωμανικόν σχήμα, δεν τον εδέχετο φοβούμενος. Ύστερον αποτολμά και κρυφίως ευρών καιρόν αρμόδιον, χωρίς να τον αντιληφθούν οι φυλάσσοντες αυτόν, έρχεται εις φίλον τινά Πνευματικόν, τον οποίον εγνώριζεν από την σκήτην, όστις βλέπων αυτόν με τοιούτον σχήμα (επειδή εφόρει πράσινα και λευκόν κάλυμμα εις την κεφαλήν) έμεινεν εκστατικός, ηξεύρων την πρώτην κατάστασίν του και από ποίαν ζωήν ενάρετον εις τίνα κατάστασιν ελεεινήν ήλθεν. Ελυπήθη όθεν πολύ, και ήρχισε να τον εξετάζη πως και δια ποίαν αιτίαν κατήντησεν εις τοιαύτην αξιοδάκρυτον κατάστασιν. Τότε διηγήθη εκείνος καταλεπτώς όλα τα άνω ειρημένα και πως μεγάλως μετενόησε και θέλει να μαρτυρήση, ίνα δια της εκχύσεως του αίματός του αποπλύνη το της αρνήσεως δεινόν αμάρτημα. Τότε του λέγει ο Πνευματικός· «αδελφέ μου, αυτό όπου μοι λέγεις είναι άγιον, όμως ο καιρός δεν συμφέρει, μάλιστα αυτός όπου σε έχει εις την επιστασίαν του, ο αρχηγός των Γενιτσάρων, είναι άνθρωπος φοβερός, ώστε τον τρέμουν οι Τούρκοι όλοι, καθώς το ηξεύρεις, και θα σε υποβάλη εις μεγάλα και δεινά κολαστήρια, όσα ήθελε τον εμπνεύσει ο πατήρ των διάβολος, συ δε, νέος ων, ενδέχεται να μη υποφέρης, όθεν ύστερον θέλεις λυπήσει όχι μόνον ημάς, αλλά και όλους τους συνασκητάς και φίλους σου και όλους τους εδώ Χριστιανούς, αλλά και όλους τους χορούς των Αγγέλων και των Μαρτύρων, οίτινες θέλουν λυπηθή όταν σε ίδωσιν, αντί νικητού, πάλιν εκ δευτέρου νενικημένον, αντί δε στεφανίτου, αξιοδάκρυτον. Πλην άκουσόν μου και εμού του ταπεινού φίλου σου· επειδή ήλθες να με συμβουλευθής ως Πνευματικόν, σοι λέγω, ότι το έλεος του Θεού είναι άπειρον προς ημάς τους αμαρτωλούς και δεν υπάρχει καμμία αμαρτία νικώσα την ευσπλαγχνία του Θεού· όθεν άκουσον και εμέ και κάμε τον Σταυρόν σου να επιστρέψης καλώς όθεν κακώς εξήλθες, εις την μετάνοιάν σου και εις τον γέροντά σου, τον οποίον θέλεις χαροποιήσει με την επιστροφήν σου, καθώς και όλους τους αδελφούς σου και σκητιώτας». Εις τους καλούς τούτους λόγους του Πνευματικού ουδόλως ανεπαύετο ο ολοψύχως μετανοήσας Προκόπιος· όθεν διϊσχυρίζετο λέγων· «είναι πράγμα αδύνατον να υπάγω με τοιούτον σχήμα εις την μετάνοιάν μου. Αν δε και γνωρίζω ότι θέλουν μοι δώσει μύρια και πάνδεινα κολαστήρια και βέβαια εξ ανάγκης μέλλω να αποθάνω, όμως ελπίζω εις την βοήθειαν του Θεού, όστις ενεδυνάμωσε και ενδυναμοί όλους τους Μάρτυρας, να με βοηθήση και εμέ. Μόνον τούτο σε παρακαλώ πολλά, αν είναι τρόπος να με μυρώσης και να συνεργήσης εις το να μεταλάβω των Αχράντων Μυστηρίων· αλλά δεν έχω καιρόν να λείψω από την επιτήρησιν ούτε μίαν ώραν, και δεν ηξεύρω πως να το κάμω, επειδή με φυλάττουν να μη τους φύγω». Ο δε είπεν αυτώ· «δεν έχω τον τρόπον να σε μυρώσω· πλην δεν είναι ανάγκη, επειδή αποφασίζεις με γενναιότητα να βαπτισθής με το αίμα σου, όπερ είναι το ύστατον βάπτισμα, το οποίον δεν μολύνεται πλέον με άλλας ακαθαρσίας και καθείρει τον άνθρωπον από πάσαν αμαρτίαν, και μάλιστα το έγκλημα της αρνήσεως· καλά και σωτήρια και προφυλακτικά είναι και αυτά όπου ζητείς, όμως δεύτερα από το Μαρτύριον». Από τότε ήρχισε να συχνάζη εις τον φίλον του Πνευματικόν, με μεγάλην προσοχήν να μη τον αντιληφθούν, λαμβάνων δε θάρρος πάλιν ανεχώρει κρυφίως έως δεκαπέντε ημέρας, ότε ιατρεύθη ολίγον η πληγή της παρανόμου περιτομής. Τότε έρχεται εν μια των ημερών, Σαββάτω πρωΐ και λέγει· «σήμερον είναι η υστερινή μου ημέρα και έκαμα απόφασιν να παρουσιασθώ· λοιπόν ήλθα να σε αποχαιρετήσω, ότι δεν θέλω σε ιδεί πλέον». Σταθέντες τότε εις προσευχήν αυτός μετά του Πνευματικού του, έψαλλον Παράκλησιν εις την Κυρίαν Θεοτόκον, και ασπασάμενοι αλλήλους τον τελευταίον ασπασμόν εκάθησεν εισέτι ολίγον λαμβάνων παρηγορίαν από τον Πνευματικόν, έως εις τας τέσσαρας ώρας της ημέρας. Είτα εφόρεσε καθαρά ενδύματα, τα οποία του είχε προητοιμασμένα ο Πνευματικός, και λαμβάνων εις τον κόλπον του ένα μαύρον σκούφον (επειδή όταν επρωτοπήγεν εις τον κριτήν ήτο με κοσμικά ενδύματα, ως προείπομεν) αγνώριστος εκίνησε δρομαίος, ο δε Πνευματικός ακολουθών μακρόθεν και παραθαρρύνων αυτόν έως το δικαστήριον, εστάθη έξω εις το εργαστήριον ενός Χριστιανού έως ου ιδή το αποβησόμενον. Εμφανισθείς λοιπόν ο Μάρτυς έμπροσθεν των Αγαρηνών, έρριψε το σαρίκιον και ήλεγξε παρρησία την θρησκείαν αυτών, φορών δε τον σκούφον έλεγεν, ότι είναι Χριστιανός, ότι ηπατήθη υπό του διαβόλου και ηρνήθη τον αληθή Θεόν τον Ιησούν Χριστόν, και ότι η θρησκεία των Τούρκων είναι μία ασέβεια και ψεύδος και απάτη. Τότε εκείνοι έρριψαν τον σκούφον από την κεφαλήν του και τον επέπληξαν να μη βλασφημή· ο δε Μάρτυς του Χριστού περισσότερον τους ήλεγχε κατηγορών αυτούς ως ασεβείς. Όθεν ιδόντες το αμετάθετον της γνώμης του Μάρτυρος εκυριεύθησαν υπό αγρίου θυμού και τον ήρπασαν ως αιμοβόροι θήρες, έδεσαν οπίσω τας χείρας του με το ίδιον κάλυμμα της κεφαλής του σφικτά, σύροντες δε αυτόν με τόσον θυμόν, ωσάν να ήθελεν επιβουλευθή την ζωήν των, τον επήγαν εις τον δικαστήν, έως ότου έλθη και ο αυθέντης του, ο αρχηγός των Γενιτσάρων. Όταν δε τον παρέστησαν έμπροσθεν αυτών, τον ηρώτων την αιτίαν της μεταβολής. Εκείνος δε, χωρίς να χάση καιρόν, ήνοιξε το στόμα του χωρίς ουδένα φόβον και συστολήν, ελέγχων με μαγάλο θάρρος την κακοδοξίαν και ασέβειαν αυτών. Τότε του λέγει ο δικαστής: «Ανόητε, τι είναι αυτό που κάμνεις»; Ο δε Μάρτυς με μεγάλον θάρρος απεκρίθη· «ανόητοι είσθε σεις, οίτινες είσθε όλοι σάρκες και ακαθαρσία και μολυσμός, και όχι εγώ· ανόητος ήμην έως τώρα και ηπατήθην, νομίζων ότι είναι καλή η πίστις σας, τώρα όμως εγνώρισα την αλήθειαν, ότι η πίστις σας είναι ψευδής και ματαία». Τότε εκείνοι προσποιούμενοι καλωσύνην τον εκολάκευον και υπέσχοντο να του δώσουν μεγάλα χαρίσματα και αξιώματα, ούτος δε τους απεκρίθη, ότι και όλον τον κόσμον εάν του χαρίσουν, δεν είναι δυνατόν να αλλάξουν την γνώμην του. Τότε του λέγουν· «που επήγες χθες, και ποίος ιερεύς σε εδίδαξε να κάμης τοιαύτην πράξιν»; (δια να πάρουν κανένα λόγον από το στόμα του). Ο δε Μάρτυς τους απεκρίθη, ότι ουδένα εγνώριζε και ότι μοναχός του εκινήθη εις τούτο· αυτοί δε του είπον· «ο διάβολος εισήλθεν εις σε και μετέστρεψε την γνώμην σου». Εκείνος τους απεκρίθη· «εγώ τώρα δεν έχω εντός μου άλλον, παρά τον Θεόν, τον Ιησούν μου Χριστόν, και την Παναγίαν μου». Τότε πάλιν του λέγουν· «τώρα θέλεις ιδή την κεφαλήν σου να κυλίση εις τους πόδας σου, και θα ίδωμεν εάν έρχεται η Παναγία σου να σε ελευθερώση». Και ο Μάρτυς απεκρίθη· «ό,τι θέλετε κάμετε, εγώ έτοιμος είμαι». Τότε ιδόντες το αμετάθετον της γνώμης του, μάλιστα επειδή τους είχεν έλθει σουλτανική διαταγή, ότι κινδυνεύει το βασίλειόν των και να προφθάσουν όλοι μικροί και μεγάλοι, ότι επετέθησαν εναντίον των οι εχθροί, και ήσαν πολύ τεταραγμένοι, δεν τους επέτρεπεν η ώρα να ενασχολώνται εις τας βασάνους αυτού, ή κατά θείαν ευδοκίαν, δια να εκπληρώση ταχύτερον τον του Μαρτυρίου δρόμον, έδωκαν κατ’ αυτού την δια ξίφους απόφασιν, εντός τριών ωρών αφού παρουσιάσθη. Έφεραν λοιπόν τότε τον Άγιον εις τον τόπον της καταδίκης οπισθάγκωνα δεδεμένον, και οι μεν ασεβείς ύβριζον και ητίμαζον αυτόν, εκείνος δε ο γενναιόψυχος δεν επεριπάτει αργώς, αλλ’ έτρεχε με φαιδρόν πρόσωπον αγαλλόμενος, όσους δε των Χριστιανών συνήντα καθ’ οδόν αποχαιρετών, έλεγεν αυτοίς το «έχετε υγείαν». Ώδευε δε μετά προθυμίας, επικαλούμενος το θείον έλεος, ως να επορεύετο εις χαράν και πανήγυριν, ότι μέλλει να χύση το αίμα του υπέρ της αγάπης του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Τόσον θαρραλέος και γενναίος εστέκετο εις τον καιρόν της θανατώσεώς του, ώστε έφερεν εις έκπληξιν τους ευρεθέντας Αγαρηνούς, και δεν απετόλμα τις να τον αποκεφαλίση, δεν γνωρίζω τι υποπτευόμενοι, αλλά καθείς επροφασίζετο και παρεκίνει τον άλλον, δια να του κόψη την κεφαλήν, δεν ευρέθη δε κανείς από την συνοδείαν των να τον αποκεφαλίση. Μόνον εις αρνησίχριστος ευρέθη, όστις υπερέβαλλε τους άλλους εις την κακίαν. Αυτόν έστειλαν και έφεραν και αυτός εκίνησε το ξίφος κατά του Μάρτυρος ο θεοστυγέστατος. Ετελειώθη δε ο Οσιομάρτυς ούτος Προκόπιος, λαβών τον δια ξίφους θάνατον κατά το σωτήριον έτος αωι΄ (1810) τη 25η του Ιουνίου, ημέρα Σαββάτω, σαββατίσας και καταπαύσας την πρόσκαιρον ταύτην ζωήν, χάριν της αιωνίου και υπερευφροσύνου, λαβών τον του Μαρτυρίου στέφανον και εναλλαξάμενος δια των φθαρτών τα ακήρατα. Αυτού αγίαις πρεσβείαις αξιωθείημεν και ημείς των αιωνίων αγαθών. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου