Ορέντιος ο Μάρτυς και οι αδελφοί αυτού ήσαν κατά τους χρόνους του Διοκλητιανού και Μαξιμιανού εν έτει τα΄ (301) καταγόμενοι μεν εκ της Ανατολής, συνηριθμημένοι δε με διακοσίους Τύρωνας (ήτοι νεοσυλλέκτους στρατιώτας), υπό τον Κουβικουλάριον Ρόδωνα, εν τη πόλει της Αντιοχείας, οι οποίοι απήλθον εις τα μέρη της Θράκης και κατετάχθησαν εις εν τάγμα, το οποίον ωνομάζετο Λεγέανδρον. Επειδή δε κατά τους χρόνους εκείνους εκίνησαν επανάστασιν οι Σκύθαι και διαβάντες τον Δούναβιν ελεηλάτουν την Θράκην, δια τούτο αφού ετελεύτησεν ο Διοκλητιανός και εκράτησε την βασιλείαν ο Μαξιμιανός εν τη Ανατολή, διέκειτο ούτος έμφροντις και απορών, και μάλιστα διότι ο αρχηγός των Σκυθών, Μαραθώμ ονομαζόμενος, όστις υπερέβαλλε τους άλλους κατά το μέγεθος του σώματος και κατά το κάλλος και την ανδρείαν, εκάλει τον Μαξιμιανόν ή άλλον τινά εις μονομαχίαν, επί τω όρω ότι εις εκείνον εκ των δύο ο οποίος ήθελε νικήσει, να δίδωσιν οι άλλοι τα νικητήρια και να υποτάσσωνται εις αυτόν.
Εκ τούτων ευρίσκετο ο Μαξιμιανός εις πολλήν απορίαν, επειδή ουδείς των Ρωμαίων είχε το θάρρος να αντιστή και να μονομαχήση με τον βάρβαρον και ανδρειωμένον Μαραθώμ. Όθεν ο Άγιος Ορέντιος τη κοινή γνώμη πάντων εξελέγη, ίνα μονομαχήση με εκείνον, διότι και φύσει ανδρείος ήτο, και εις τους πολέμους έμπειρος, και εις το να νικά επιτήδειος δια την ευστροφίαν και ταχύτητα του σώματός του. Εξήλθε λοιπόν ο Άγιος εις το στάδιον, και αντιπαρετάχθη εις τον Μαραθώμ και κτυπήσας αυτόν δια του ακοντίου του απέκοψε την κεφαλήν του, και έφερεν αυτήν εις τον βασιλέα και ούτως εποίησε νίκην και τρόπαιον. Ο δε βασιλεύς, θαυμάσας τον Άγιον και επαινέσας την ανδραγαθίαν του, προσέφερεν εις τα είδωλα θυσίας δια την νίκην ταύτην· αλλ’ ο Άγιος, παρασταθείς έμπροσθεν του βασιλέως, ωμολόγει ότι με την βοήθειαν του Χριστού ενίκησε τον υπερήφανον Σκύθην, και όχι με την βοήθειαν των ψευδωνύμων θεών. Παρά ταύτα τότε μεν συνεχώρησεν ο βασιλεύς τον Άγιον να απολαμβάνη τας βασιλικάς τιμάς, σεβασθείς το μεγαλείον της ανδραγαθίας του, εχάρισε δε εις αυτόν και την πολυτελή και πολυτάλαντον ζώνην τού φονευθέντος βαρβάρου· ύστερον όμως, επειδή συνεβούλευε τον Άγιον και δεν ηδυνήθη να τον καταπείση, ίνα αρνηθή την πίστιν του Χριστού, έστειλεν αυτόν μετά των εξ αδελφών του εις την πόλιν των Σατάλων την εν τη Αρμενία, γράψας και εις τον εκεί δούκα, ότι εάν μεν οι Άγιοι τιμωρούμενοι πεισθώσι να θυσιάσωσιν εις τους θεούς, να στείλη αυτούς οπίσω, εάν δε μείνωσιν αμετάπειστοι, να στείλη αυτούς εξορίστους εις τας χώρας της Αβασγίας και της Ζηκχίας, ήτοι της λεγομένης Τζερκεζίας. Επειδή δε εξετασθέντες υπό του δουκός, δεν επείσθησαν να θυσιάσωσιν εις τα είδωλα, αλλ’ εστάθησαν στερεοί εις την πίστιν του Χριστού, δια τούτο, κατά την προσταγήν του βασιλέως, εξωρίσθησαν οι Άγιοι εις τας ανωτέρω χώρας. Εκ τούτων ο πρώτος των αδελφών Έρως απήλθε προς Θεόν, όταν έφθασαν εις τόπον καλούμενον Καινήν Παρεμβολήν, κατά την εικοστήν δευτέραν του παρόντος μηνός. Ο Άγιος Ορέντιος έλαβε το μακάριον τέλος, όταν έφθασεν εις τόπον καλούμενον Ρίζιον, διότι πέτραν δέσαντες οι Έλληνες εις τον λαιμόν του, έρριψαν αυτόν εις την θάλασσαν, επιφανείς δε ο Άγγελος Ραφαήλ ανεκούφισεν αυτόν και τον εξήγαγεν εκ της θαλάσσης εις την γην αβλαβή, στήσας αυτόν επί πέτρας, ένθα προσευχηθείς παρέδωκε το πνεύμα του εις τον Θεόν και ετάφη κατά την εικοστήν τετάρτην του παρόντος. Ο Άγιος Φαρνάκιος αφιχθείς εις τόπον ονομαζόμενον Κορδόλη, απήλθε προς Κύριον, κατά την τρίτην Ιουλίου. Ο Φίρμος και Φιρμίνος, φθάσαντες εις την Άψαρον, εκεί ετελείωσαν την πρόσκαιρον ταύτην ζωήν, κατά την εβδόμην του Ιουλίου. Ο Άγιος Κυριακός φθάσας εις την χώραν των Λαζών, εις τόπον λεγόμενον Ζυγάνεως, ανεπαύθη εν Κυρίω κατά την δεκάτην τετάρτην του Ιουλίου. Ο δε μακάριος Λογγίνος, γενομένης μεγάλης τρικυμίας εν ω απήρχετο δια θαλάσσης από της Ζυγάνεως εις την Λιβυκήν, παρέδωκε, προσευχηθείς, την ψυχήν του εις χείρας Θεού, και ενεταφιάσθη εις την Πιτυούντα, μετά τέσσαρας ημέρας αφού προσωρμίσθη εκεί το πλοίον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου