Γεώργιος ο Άγιος του Χριστού και καλλίνικος Νεομάρτυς κατήγετο εκ των μερών της Ατταλείας, γεννηθείς από γονείς πλουσίους και ευσεβείς, οίτινες και εκκλησίαν ιδιόκτητον είχον εις την πατρίδα των, προς τιμήν της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Αικατερίνης. Ωμίλουν δε την τουρκικήν γλώσσαν καθώς και πάντες οι τα μέρη εκείνα οικούντες Χριστιανοί λόγω της πολυχρονίου δουλείας και τουρκικής κυριαρχίας, την οποίαν ακολούθως έμαθε και ο παις αυτών Γεώργιος. Ευρισκόμενος ούτος έτι εις παιδικήν ηλικίαν και παίζων ημέραν τινά μετ’ άλλων συνομηλίκων παιδίων εν τη οδώ, εμακρύνθη πολύ της πατρικής του οικίας. Έτυχε λοιπόν τότε να διέρχεται εκείθεν ο διοικητής της περιφερείας (Αγάς), Προύσαλης λεγόμενος, όστις ιδών την πραότητα και το χρηστόν ήθος του νέου ήρπασεν αυτόν (τοιαύται αρπαγαί των Χριστιανικών παιδίων ήσαν συνήθεις τότε υπό των κρατούντων Τούρκων) και έφερεν εις την οικίαν του.
Εκεί κατόπιν πολλών κολακειών και υποσχέσεων είλκυσαν αυτόν εις την ασεβή του Μωάμεθ θρησκείαν, ως νέον και άπειρον, μετονομάσαντες αυτόν Μεχμέτην. Οι δε δυστυχείς αυτού γονείς, μη γνωρίζοντες τα συμβάντα, έκλαιον και εθρήνουν την απώλειαν αυτού, ζητούντες αυτόν τήδε κακείσε. Αλλ’ οι κόποι των και αι έρευναι απέβησαν μάταιαι. Μαθόντες επί τέλους την θλιβεράν και φρικτήν είδησιν της βιαίας αρπαγής και εξωμόσεως του παιδός, εθρήνουν και έκλαιον ολοφυρόμενοι και εζήτουν ευκαιρίαν ίνα ίδουν αυτόν, έστω και μακρόθεν και, ει δυνατόν, να υπενθυμίσουν εις αυτόν την πατρικήν στοργήν και αγάπην. Αλλ’ ο βάρβαρος εκείνος και απηνής κύριός του, ίνα κατάσχη τελικώς το λάφυρον αυτού, έδωκεν εις αυτόν την ιδίαν θυγατέρα του προς συναναστροφήν και ούτω μετά καιρόν συνέζευξεν αυτόν μετ’ αυτής, οπότε οι τεθλιμμένοι αυτού γονείς απώλεσαν αυτόν δια παντός, στενάζοντες νύκτα και ημέραν δια την στέρησιν και απώλειαν του αγαπητού και πεφιλημένου υιού των. Μη έχοντες λοιπόν ουδεμίαν άλλην ελπίδα και παρηγορίαν κατέφυγον εις το εξής: Εις την οικίαν του κυρίου του υιού των υπηρέτει χριστιανή τις γυνή, Μαρία ονομαζομένη. Ταύτην θερμώς παρακαλέσαντες κατέπεισαν, ίνα υπενθυμίση εις τον Γεώργιον την καταγωγήν αυτού, και ίσως κατ’ αυτόν τον τρόπον δυνηθούν και τον αποσπάσουν εκ του ολεθρίου εκείνης οικίας. Ετόλμησεν όθεν η θεοσεβής Μαρία με φόβον πολύν να είπη εις τον Γεώργιον κρυφίως περί των γονέων του, και ότι εις άωρον ηλικίαν απώλεσαν αυτόν, και ήδη θρηνούν και οδύρονται δι’ αυτόν. Και ω του θαύματος! Δεν είχεν εισέτι παύσει λέγουσα τα τοιαύτα η αγαθή Μαρία, και αμέσως, καθώς ο σπόρος ο πεσών εις την γην την αγαθήν έφερε καρπόν εκατονταπλασίονα, ούτω και οι λόγοι αυτής εκαρποφόρησαν εις την καρδίαν του Γεωργίου, όστις της είπεν, ότι επιθυμεί να φύγη εκείθεν μακράν, αφ’ ενός μεν ίνα μη ενοχοποιήση τους γονείς αυτού, αφ’ ετέρου δε να κανονίση καθώς πρέπει τα καθ’ εαυτόν, ζητήσας συγχρόνως την συνδρομήν αυτής εν προκειμένω, συμφωνήσαντες αμφότεροι να το τηρήσουν μυστικόν, μήπως το μάθη ο σκληρός οθωμανός κύριός των, έως ότου εύρουν καταλληλότερον καιρόν δια να ομιλήσουν περί τούτου εκτενέστερον. Δοθέντος, λοιπόν, καιρού αρμοδίου, και συνομιλήσαντες τα δέοντα, συνεφώνησαν ο μεν Μάρτυς να προσποιηθή ότι θέλει να υπάγη εις την Μέκκαν δια να προσκυνήση δήθεν, η δε Μαρία εις τα Ιεροσόλυμα όπου θα τον περιμένη. Τούτου γενομένου αισίως και επιτυχώς, προσεκύνησαν μετά μεγάλης χαράς και ευλαβείας τους Αγίους Τόπους και εδέοντο αμφότεροι του Παναγάθου Θεού και Σωτήρος ημών, να συγχωρήση εις αυτόν το μέγα εκείνο σφάλμα της αρνήσεως, η δε Μαρία εγένετο πλέον ως μήτηρ αυτού. Όθεν παρηγόρει και περιεποιείτο και συνώδευεν αυτόν εις όλα τα προσκυνήματα, ήτοι εις τον Πανάγιον και Ζωοδόχον Τάφον του Κυρίου, εις τον Γολγοθάν, εις την Γεθσημανή, εις την Βηθλεέμ, εις τον Άγιον Σάββαν ένθα και εξωμολογήθη και έλαβε την πρέπουσαν διόρθωσιν της επιστροφής, και τέλος εις τον Ιορδάνην, όπου λουσάμενος έλαβε θάρρος και παρηγορίαν και ησθάνθη μεγάλην ανακούφισιν εν τη ψυχή του. Αξιωθείς δε και της θείας χάριτος των Αχράντων Μυστηρίων, έμεινεν επί δύο έτη εις την αγίαν ταύτην πόλιν, προσευχόμενος και παρακαλών τον Θεόν να λάβη παρ’ Αυτού τελείαν συγχώρησιν, διότι η συνείδησίς του πάντοτε τον έτυπτεν. Η δε Μαρία λαβούσα, ως είπομεν, θέσιν μητρός και πάντοτε δεξιά αυτού παρήγορος, τον συνεβούλευσε ν’ αναχωρήσωσιν εκείθεν και ν’ αλλάξουν τόπον διαμονής, πριν μάθη όλα αυτά ο κύριός των, ο αγάς, και κινδυνεύση και αυτή η ιδία, ως φυγαδεύσασα αυτόν. Και επειδή μεταξύ των πολλών προσκυνητών διεκρίνοντο οι Κρηναίοι (Τσεσμελήδες) ως πλέον φιλόξενοι, απεφάσισαν ν’ ακολουθήσουν αυτούς, μεθ’ ων και ήλθον και κατώκησαν εις Κρήνην, του Γεωργίου επαγγελλομένου τον καφεπώλην. Ενταύθα ο Άγιος ενυμφεύθη μετά τινος νέας Ελήνης Μαυρογιάννη καλουμένης. Εν τω μεταξύ εξερράγη η Ελληνική Επανάστασις, η δε πλησιόχωρος νήσος Χίος υπέστη μεγάλην καταστροφήν, ένεκα της προσεγγίσεως εις τον λιμένα αυτής Ιακώβου του Τομπάζη, και της μετά τούτου ελεύσεως των Σαμίων υπό τους αρχηγούς Αντώνιον Βοργιάν και Λυκούργον Λογοθέτην. Προς τον σκοπόν δε τούτον εστέλλοντο τότε συνεχώς παρά της Οθωμανικής αρχής εκ της Ανατολής εις την Κρήνην και εκείθεν προς την Χίον διάφορα στίφη Ασιανών Γιουρούκηδων και Ζεϊβέκων. Τότε ο Μάρτυς, ως γνωρίζων καλώς την τουρκικήν διάλεκτον, εγένετο ιπποκόμος εις το διοικητήριον της πόλεως Κρήνης, επί Σουλεϊμάν αγά διοικητού και διετέλει εισέτι άγνωστος η καταγωγή του, ομιλούντος απταίστως την τουρκικήν, ότε αίφνης διεδόθη φήμη ότι έρχεται ο πασάς της Ατταλείας, και πάντες οι κάτοικοι εθεώρησαν καλόν να παραμείνουν κεκλεισμένοι εις τας οικίας των, έως ότου διέλθη ο ανωτέρω πασάς και πρώην κύριος και πενθερός του Γεωργίου, μετά των ακολουθούντων αυτώ Διοιβαζογλήδων, καθώς όντων και δυστρόπων ανθρώπων, απερχομένων δια την Χίον, προς κατάπαυσιν δήθεν της επαναστάσεως, ή μάλλον προς αιχμαλωσίαν και τελείαν καταστροφήν της δυστυχούς Χίου. Ταύτην την φήμην ακούσασα η σύζυγος του Γεωργίου, καθώς και η Μαρία, παρεκάλεσαν αυτόν ν’ απομακρυνθή προς στιγμήν, έως ότου διέλθη ο πασάς. Αλλά προηγουμένως και πάντες οι κάτοικοι της Κρήνης είχον συμφωνήσει, εάν μεν έλθουν επαναστάται, να φυλαχθούν οι Οθωμανοί εις τας οικίας των Χριστιανών, ει δε έλθουν ξένοι Τούρκοι ή μάλλον στρατός Τουρκικός, να φυλαχθούν οι Χριστιανοί εις τας οικίας των Οθωμανών, και δι’ αυτόν τον λόγον εκρατούντο ο Αρχιερεύς Ιγνάτιος μετά του Διακόνου αυτού και του οικονόμου Παπά Κυριακού εντός του φρουρίου της πόλεως, και τινες των προκρίτων, προς ασφάλειαν των Οθωμανών, ορκισθέντων τούτων εις την πίστιν των να φυλάξωσι την συμφωνίαν. Δεν εκακοποιήθησαν, ευτυχώς, κατ’ αυτόν τον τρόπον οι Χριστιανοί, εκτός ολιγίστων Φράγκων και της κρημνίσεως του περιφήμου ναού του Αγίου Χαραλάμπους. Αλλ’ επί το προκείμενον ας επανέλθωμεν. Απεκρίθη τότε ο Γεώργιος εις την σύζυγόν του και την θετήν μητέρα του Μαρίαν να μη φοβηθούν εντελώς, καθ’ ότι αυτός δεν έχει να ριψοκινδυνεύση, αλλά μάλλον θα ωφεληθή εκ της περιστάσεως. Αι αγαθαί αύται γυναίκες δεν εννόησαν τους λόγους του, και επέμενον προτρέπουσαι αυτόν να κρυβή. Αλλ’ ο Άγιος, ενδυναμούμενος υπό της θείας χάριτος, είχεν άμα υπ’ όψιν του ότι είναι καιρός αρμόδιος να μαρτυρήση υπέρ Χριστού και να εξαλείψη ούτω την αμαρτίαν αυτού. Ότε λοιπόν ήλθεν ο προρρηθείς πασάς, δραμών υπεδέξατο αυτόν, και ως ιπποκόμος εκράτησε τον χαλινόν του ίππου βοηθήσας αυτόν ν’ αφιππεύση. Ο πασάς δεν εγνώρισεν αυτόν τότε αμέσως, και ανέβη εις το Διοικητήριον, όπου παρακύψας εκ τινος παραθύρου ίνα ίδη κάτω ανεγνώρισε τον Γεώργιον, κρατούντα ακόμη εκ του χαλινού τον ίππον αυτού και περιφερόμενον έξωθεν του Διοικητηρίου. Ωνείδισε τότε μετά θυμού τον Διοικητήν Σουλεϊμάν, διότι έχει τον γαμβρόν του εις τοιαύτην περιφρονητικήν θέσιν και διέταξε να τον φέρουν ενώπιόν του. Ελθόντος μετά θάρρους του Γεωργίου, ηρώτησεν αυτόν λέγων· «Μεχμέτ, τις άρα είναι η αιτία που έφυγες με απάτην και δολιότητα από τον οίκον σου; Εάν δεν ελυπήθης την σύζυγόν σου, δεν ελυπήθης καν τον υιόν σου»; Τούτο είπε προς αυτόν δια να ανακαλύψη αφ’ ενός το αίτιον της φυγής του, και αφ’ ετέρου να τον συγκινήση η ενθύμησις της συζύγου και του υιού του. Αλλ’ ο Άγιος, χωρίς ουδόλως να ταραχθή, απεκρίθη εις αυτόν: «έχεις λάθος· δεν είμαι Μεχμέτης, αλλά Γεώργιος και Χριστιανός θ’ αποθάνω». Ο πασάς ακούσας τους λόγους τούτους ήναψεν εκ του θυμού και λέγει: «Άπιστε, δεν είναι τούτον το σημείον όπου έχεις από μικρόν παιδί, όπου σε ανέθρεψα και σε έκαμα υιόν μου, όπου σου έδωκα την κόρην μου και τόσα άλλα καλά, και τώρα μου λέγεις ότι έχω λάθος»; Τότε ο Άγιος απεκρίθη μετά παρρησίας: «Μάλιστα, έχεις λάθος! Διότι ούτε εσύ με εγέννησας, ούτε εγώ σε εγνώρισα πατέρα, ούτε Μεχμέτης είμαι, αλλ’ είμαι Γεώργιος Χριστιανός». Πλήρης θυμού τότε ο πασάς προστάζει να τον ρίψουν εις την φυλακήν μέχρι δευτέρας εξετάσεως και να τον δείρουν δυνατά, ίνα κατ’ αυτόν τον τρόπον μεταβάλουν την γνώμην του. Τοιαύτην διαταγήν λαβόντες οι υπηρέται του τυράννου παρέλαβον αυτόν και έφεραν εις την φυλακήν, ο δε Άγιος ηκολούθει αυτοίς με χαροποιόν πρόσωπον. Πριν όμως εγκλεισθή εις την φυλακήν, επλησίασεν αυτόν ο αξιωματικός του στρατού, νουθετών και παρακινών αυτόν να επανέλθη εις την γνώμην του πρώην πενθερού του, μάλιστα υπέσχετο εις αυτόν πολλά και μεγάλα καλά και πλούτον πολύν. Αλλ’ ο Άγιος απεκρίθη, ότι όλα του κόσμου τα καλά και αγαθά δεν δύνανται να παραβληθούν με την αγίαν και αμίμητον πίστιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Απελπισθείς ούτω ο αξιοματικός, ενέκλεισε τον Μάρτυρα εις την φυλακήν, και αφού έδειραν αυτόν ισχυρώς, ησφάλισαν τους πόδας του εις το τιμωρητικόν ξύλον, ποδοκάκην λεγόμενον (κοινώς φάλαγγα). Αλλ’ ο Άγιος πάσχων εδόξαζε τον Θεόν, διότι ηξιώθη να τιμωρηθή δια την αγάπην Αυτού.Κατ’ εκείνας τας ημέρας υπήρχεν ιερεύς τις, ιεροκήρυξ, Γρηγόριος ονομαζόμενος, άνθρωπος ευλαβέστατος και δραστηριώτατος. Ούτος, μαθών τα κατά τον Μάρτυρα, παρεκίνησε τους δημογέροντας να φυλακίσωσι δύο Χριστιανούς, ως οφείλοντας δήθεν χρήματα, κυρίως όμως ίνα βλέπωσι τον Μάρτυρα και ενθαρρύνωσιν αυτόν μήπως φοβηθή τας βασάνους, και ίνα δια μέσου αυτών εξεύρωσι τρόπον και κοινωνήση των Αχράντων Μυστηρίων. Οι δε βασανισταί, μη δυνηθέντες να μετατρέψουν την γνώμην αυτού, ούτε με απειλάς ούτε με κολακείας, επυράκτωσαν εν χάλκινον σκεύος και επέθηκαν επό την κεφαλήν αυτού. Αλλ’ ο Άγιος υπέστη με καρτερίαν την βάσανον ταύτην. Τότε οι τιμωρούντες έχυσαν επί του σώματός του βράζον έλαιον. Αλλά και πάλιν ο Άγιος Μάρτυς υπέμεινε δοξάζων τον Θεόν, και ονειδίζων την απιστίαν των έλεγε προς αυτούς· «όσας βασάνους και τιμωρίας μου κάμετε, τόσα βραβεία και στεφάνους μου προξενείται εις την αιώνιον ζωήν». Αλλ’ ο πασάς μη ανεχόμενος τοσαύτην γενναιότητα και καρτερίαν του Μάρτυρος έδωκε την τελευταίαν απόφασιν ότι, κατά την επομένην ημέραν, εάν δεν μεταβάλη την γνώμην του και το πείσμα του, θέλει τον κρεμάσει ως κακούργον. Μαθών τούτο ο Άγιος ένευσε μυστικώς εις τους φυλακισμένους Χριστιανούς ότι επιθυμεί και θέλει να κοινωνήση, οι δε Χριστιανοί εμήνυσαν εις τον ειρημένον ιεροκήρυκα Γρηγόριον την επιθυμίαν του Μάρτυρος. Εκείνο λοιπόν το εσπέρας, μη δυνάμενος ο Γρηγόριος να μεταβή ο ίδιος εις την φυλακήν και μεταδώση αυτώ των Αχράντων Μυστηρίων, έθεσεν αυτά εντός μιας σταφίδος μεταξύ άλλων μαύρων σταφίδων και την έστειλε με ένα φίλον του Χριστιανόν, όστις του έφερε τροφήν καθ’ εκάστην. Δεξάμενος ούτως ο Άγιος την Αγίαν Μετάληψιν και προσευχηθείς μετέλαβε χαίρων και αγαλλόμενος, διότι παρ’ όλας τας δυσκολίας ηξιώθη δια του επινοήματος τούτου του Μυστικού Δείπνου, και διετέλεσεν άγρυπνος δι’ όλης της νυκτός προσευχόμενος και παρακαλών τον Θεόν, να τον αξιώση να διανύση καλώς τον αναληφθέντα αγώνα του μαρτυρίου. Την πρωΐαν της επομένης έφεραν τον Μάρτυρα εις τον τόπον της καταδίκης, εις το κεντρικώτατον σημείον της Κρήνης, ονομαζόμενον συνοικία Λαζούμη, όπου είχον στήσει την αγχόνην. Ερωτούν τότε πάλιν αυτόν, ιστάμενον ατάραχον και απτόητον, αν μετέβαλε γνώμην, και εν τοιαύτη περιπτώσει να του χαρίσουν την ζωήν, να του θεραπεύσουν τας πληγάς, και να του δώσουν αξιώματα και τιμάς και πλούτη πολλά. Αλλ’ ο Άγιος απεκρίθη, ότι το μόνον αξίωμα που επιθυμεί είναι να υπάγη μίαν ώραν ταχύτερον προς τον Δεσπότην Χριστόν. Τότε ωθήσαντες αυτόν ως αρνίον άκακον έφεραν κάτωθεν της αγχόνης, και περιέθηκαν τον βρόχον εις τον λαιμόν του, ούτω δε ανέσυραν αυτόν υψηλά. Ο δε Άγιος Μάρτυς μόλις προέφερε το, Μνήσθητί μου Κύριε, και στρέψας το πρόσωπον προς ανατολάς παρέδωκε το πνεύμα εις χείρας Θεού τη 25η Ιουνίου του έτους 1823. Έμεινε δε κρεμάμενον το σώμα τρία νυχθήμερα, φυλασσόμενον υπό των Αγαρηνών, οίτινες έβλεπον καθ’ εκάστην νύκτα φως άνωθεν του αγίου λειψάνου, και ιερέα ιστάμενον και θυμιώντα. Την δε τελευταίαν νύκτα υπέλαβον τον θυμιώντα ιερέα ως τον φυλακισθέντα οικονόμον, τον οποίον και ηρώτησαν να τοις αποκριθή εκείθεν, αλλ’ ο φανείς ιερεύς αντί άλλης απαντήσεως εγένετο άφαντος μετά του φωτός, ως αυτοί ούτοι οι φύλακες Αγαρηνοί διηγήθησαν. Προς τούτοις είπον εις τους κυρίους αυτών, ότι και μετά θάνατον κρατεί το πείσμα του, διότι το πρόσωπόν του ον εστραμμένον προς ανατολάς δεν ηδυνήθημεν να στρέψωμεν αλλαχού, δια τούτο και ο Θεός οργίσθη εναντίον ημών και έρριψε πυρ να μας κατακαύση. Ακούοντες οι Αγαρηνοί τα τοιαύτα, το ουράνιον φως και τον θυμιώντα ιερέα, διέταξαν να καταβιβάσωσιν της αγχόνης το θείον του μάρτυρος λείψανον, και δια μέσου των οδών της πόλεως μάχρι θαλάσσης να το σύρωσιν Εβραίοι, είτα δια λέμβου ή πλοιαρίου ν’ ανοιχθώσιν εις το πέλαγος και ρίψωσιν αυτό προς βρώσιν των ιχθύων, ως υπέλαβον. Η δε ευσεβής και αγαθή Μαρία, μαθούσα τα βάσανα του θετού και αγαπητού της υιού Γεωργίου και τον τρομερόν της αγχόνης θάνατον, έκλαιε μεν δια τούτο, ηγάλλετο δε δια τον θρίαμβον και την νίκην της αγίας ημών πίστεως ευχαριστούσα τον Θεόν. Την δε νύκτα καθ’ ην έμελλον να ρίψουν το λείψανον του Μάρτυρος εις την θάλασσαν, εφάνη καθ’ ύπνον ο Άγιος και παρηγόρησεν αυτήν, παραγγείλας να επαγρυπνή επί της συζύγου του, ήτις μέλλει να γεννήση θυγάτριον. Εάν δε ερωτώσι δι’ αυτόν να λέγη, ότι ονομάζεται Άγιος Γεώργιος ο Θαλασσινός. Εξυπνήσασα το πρωΐ ανήγγειλε ταύτα εις τους γνωστούς και γείτονας, οίτινες εχάρησαν μεγάλως και τακτικώς επεκαλούντο αυτόν εις βοήθειαν. Συρόντων δε των Εβραίων το τίμιον λείψανον, εις Χριστιανός καφεπώλης της συνοικίας εκείνης, ονομαζόμενος Φιλιππής Χαχλάς, έχων το θάρρος των φυλάκων, εδωροδόκησε τούτους και κατώρθωσε να λάβη μέρος εκ των ενδυμάτων του Μάρτυρος και το αχειρίδωτον αυτού ένδυμα, το οποίον είχεν εις πολλήν ευλάβειαν. Εκ τούτου έλαβεν η αδελφή τεμάχιον και εν κομβίον δια φυλακτήρια, αλλ’ εφάνη εις αυτήν καθ’ ύπνους ο Άγιος ως ναυτικός στάζων θαλασσινόν ύδωρ, και απειλών αυτήν ότι εάν δεν επιστρέψη το κομβίον εις την θέσιν του θέλει την τιμωρήσει. Η δε αφυπνισθείσα, τρέμουσα και διηγουμένη το όνειρον επέστρεψε την πρωΐαν εις την θέσιν του το κομβίον. Οι δε Εβραίοι οδηγούμενοι υπό τινος φανατικού Οθωμανού έφεραν το τίμιον λείψανον του Μάρτυρος έξωθεν του λιμένος και προσδέσαντες λίθον επ’ αυτού έρριψαν εις την θάλασσαν. Έτυχε δε τότε πλοίον φέρων σημαίαν Αυστριακήν και κυβερνώμενον υπό τινος Ηλία Σκλαβούνου κακουμένου, ηγκυροβολημένον πλησίον του λιμένος. Την δε νύκτα καθ’ ην έρριψαν το λείψανον ήκουσε κρότον εις την πρύμνην εκτός του πλοίου ο φυλάσσων ναύτης, και ειδοποίησε τον πλοίαρχον, όστις καταβάς επί λέμβου είδε το άγιον λείψανον πλέον επί της θαλάσσης και αναγνωρίσας αυτό ανεβίβασε μετά σπουδής, και ανοίξας τα ιστία και τυχόν ουρίου ανέμου, έφερεν αυτό επί της Ρωσίας και παρέδωκεν εις τους Ορθοδόξους, οίτινες εκήδευσαν αυτό μετά της πρεπούσης τιμής, ευχαριστήσαντες τον πλοίαρχον Ηλίαν Σκλαβούνον και παρακαλέσαντες αυτόν, ίνα επιστρέψη εις Κρήνην και λάβη σημειώσεις περί του Αγίου Μάρτυρος. Επανελθών ο πλοίαρχος μετά τινα έτη εις Κρήνην και ελθών εις τον τόπον ένθα εκρέμασαν τον Άγιον, εις τον τοίχον της οικίας του ευγενούς Παντελάκη Φαρμακέως, ήτις οικία μένει έως της σήμερον ακατοίκητος, έλαβε τας απαιτουμένας σημειώσεις και απήλθε μετά χαράς μεγάλης. Έκτοτε οι Κρηναίοι διαδοχικώς ακούοντες τα του Μάρτυρος έως των γεροντοτέρων, έχοντες και το αχειρίδωτον ένδυμα εκ του τιμίου λειψάνου τιμώσιν αυτόν, αλλά ένεκα των πολλών δυσχερειών του τόπου δεν εφρόντισαν λεπτομερώς να εκθέσουν ταύτα και αποδώσουν κατ’ αξίαν τας απαιτουμένας αθλητικάς τιμάς εις τον αθλητήν Νεομάρτυρα Άγιον Γεώργιον, όστις εμαρτύρησεν επί της χώρας αυτών, και ηγίασεν αυτήν δια των αθλητικών αυτού αγώνων, δοξάσας τον δοξάζοντα τους Αγίους αυτού Κύριον, ω πρεσβεύει αδιαλείπτως υπέρ των τελούντων την ιεράν αυτού μνήμην, ίνα εύρωμεν χάριν και έλεος παρά Θεού του Σωτήρος ημών. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου