Διονύσιος ο θαυμάσιος ούτος Πατήρ ημών ήτο από τα περίχωρα της Καστορίας, από χωρίον Κορησσόν καλούμενον. Οι γονείς του ήσαν γεωργοί, ούτε πολλά πλούσιοι, ούτε πένητες, αλλά ζώντες προς αυτάρκειαν, πλην ήσαν ευσεβείς και ενάρετοι. Γεννηθείς λοιπόν από τοιούτους γονείς ο ευγενής την ψυχήν Διονύσιος, έμαθεν ολίγα γράμματα· έπειτα, επειδή ήτο εκ φύσεως συνετός και φρόνιμος, κατεφρόνησε τα αγαθά της παρούσης ζωής ως φθαρτά και ρέοντα, και επόθησε τα ουράνια και αιώνια, τα οποία εστοχάζετο καθ’ εκάστην και εμελέτα κατά διάνοιαν· και καθώς μία διψασμένη έλαφος τρέχει με πόθον πολύν εις τας πηγάς των υδάτων, ούτω και τούτου η καρδία κατεφλέγετο περισσώς από τον ένθεον έρωτα. Όθεν κατά την καλήν αυτού γνώμην, τον ηξίωσε και ο Κύριος και έγινε δούλος του γνήσιος· και ακούσατε εξ αρχής την διήγησιν.
Ούτος ο καλός Διονύσιος είχεν αδελφόν εις την ηλικίαν μεγαλύτερον, ονόματι Θεοδόσιον· και καθώς ήσαν αδελφοί κατά σάρκα και όμοιοι εις τον χαρακτήρα της όψεως, ούτως ωμοίαζον και εις την αρετήν της ψυχής και κατάστασιν. Όταν έγινε ιη΄ (18) ετών ο Θεοδόσιος, ηθέλησε να υπάγη εις την Κωνσταντινούπολιν δια να ανταμώση εναρέτους ανθρώπους, ίνα ωφεληθή από τους λόγους των. Αφήκεν όθεν την πατρίδα, τους γονείς του και τον αδελφόν Διονύσιον, παιδίον μικρόν και ανήλικον, και απελθών εις την βασιλεύουσαν, κατώκησεν εις το Πατριαρχείον, όπου ήσαν Μοναχοί ενάρετοι και θαυμάσιοι εις την υμνωδίαν και άσκησιν, από τους οποίους έλαβε πολλήν ωφέλειαν και γράμματα έμαθεν ικανά, διότι ολίγα ήξευρε πρότερον. Μαθών όθεν όλην την θείαν Γραφήν και τα δόγματα, διότι ήτο εις τον νουν επιδέξιος και κατενόει ευκόλως τα μαθήματα, έγινεν εις όλους ποθητός και αιδέσιμος, διότι ήτο εις την όψιν του προσώπου ευγενής, σεμνός, χαριέστατος εις το ήθος και την ομιλίαν επιεικής και γλυκύτατος, και εις την αρετήν θαυμάσιος. Όθεν και ο Πατριάρχης του τότε καιρού τον ηγάπησε, και τον εχειροτόνησε διάκονον πρότερον, έπειτα και πρεσβύτερον, βλέπων μεγάλας αρετάς εις αυτόν. Ο δε Θεοδόσιος, αφ’ ότου έλαβε το της ιερωσύνης αξίωμα, ηγωνίζετο εις τας αρετάς περισσότερον, προκόπτων καθ’ εκάστην και προβαίνων από δυνάμεως εις δύναμιν. Έχων δε πόθον πολύν να υπάγη εις τόπον ήσυχον και ατάραχον, ανεχώρησεν από την Πόλιν και απήλθεν εις το Άγιον Όρος του Άθωνος· προσκυνήσας δε όλα τα κελλία και Μοναστήρια, έβαλε μετάνοιαν εις την σεβασμίαν Μονήν του Φιλοθέου, ότι ήσαν εκεί κατά την επωνυμίαν όντως άνθρωποι φιλόθεοι και ενάρετοι, τους οποίους εμιμείτο και συνεζήλωνεν ο αοίδιμος τόσον, ώστε εις ολίγον καιρόν τους υπερέβαλεν όλους και έγινε τύπος και κανών της μοναδικής πολιτείας και τάξεως, και εφαίνετο ως εικών έμψυχος, εστολισμένη από πάσας τας αρετάς εις το μέσον της συνοδείας εκείνης και ομηγύρεως, ή, δια να είπωμεν κατά τον Προφήτην, μία ελαία εις τον θείον οίκον πεφυτευμένη κατάκαρπος. Όθεν μετά χρόνους τινάς, αποθανόντος του ηγουμένου, παρεκάλεσαν όλοι τον Θεοδόσιον να δεχθή την προστασίαν του Μοναστηρίου, ως άριστος και έμπειρος· λοιπόν δια να μη γίνη παρήκοος, ανέλαβε την φροντίδα πάντων και το βάρος του έλαβεν εις τους ώμους του και τους εποίμαινεν εις νομάς ζωηράς κατά τας θείας εντολάς αόκνως με πολλήν επιμέλειαν. Όθεν η φήμη του διεδόθη εις πάντα τόπον σχεδόν, και πολλοί συνήγοντο εκεί, δια να λάβουν ψυχικήν ωφέλειαν. Αλλά ας έλθωμεν εις το προκείμενον, να είπωμεν δια τον αδελφόν του, πως ήλθε και αυτός εις τον Άθωνα, και ωκοδόμησεν εκείνο το θαυμάσιον μοναστήριον. Έπειτα πάλιν θέλομεν ιστορήσει και τα εξής δια τούτον τον σοφόν Θεοδόσιον, όστις, αφού έφυγεν από την πατρίδα του, ως άνωθεν είρηται, και έμεινεν εις τον οίκον αυτών ο Διονύσιος ακόμη μικρόν μειράκιον, επόθει και αυτός να γίνη Μοναχός· ακούσας δε περί του Αγίου Όρους, ηθέλησε να μεταβή εκεί να λάβη το άγιον σχήμα, όπου ήσαν πολλοί ενάρετοι. Ακούσας δε ότι ήτο νόμος και όρος συνοδικός, να μη δέχωνται εκεί κατ’ ουδένα τρόπον παιδίον αγένειον, όστις δε παραβή ταύτην την εντολήν, να είναι αφωρισμένος και ασυγχώρητος, εφοβήθη το επιτίμιον και εκαρτέρει ως φρόνιμος να φυτρώσουν τα γένεια του και τότε να υπάγη, δια να μη γίνη σκανδάλου αίτιος. Όταν λοιπόν, ελθών εις ηλικίαν, εφύη το γένειόν του, έμαθε δια τον αδελφόν του Θεοδόσιον, ότι ήτο εις την του Φιλοθέου ηγούμενος. Όθεν δεν είχε πλέον υπομονήν, αλλά έτρεχε προς το όρος του Άθω ως αετός υπόπτερος· και φθάσας εις το μοναστήριον έγινεν εις όλην την αδελφότητα πολλή ευφροσύνη και αγαλλίασις, ψάλλοντες το του Δαβίδ μελώδημα. Ιδού δη τι καλόν ή τι τερπνόν, αλλ’ ή το κατοικείν αδελφούς επί το αυτό; Εις ολίγας ημέρας εκούρευσεν αυτόν ο αδελφός του, και τον έκαμε Μοναχόν, ηυχαρίστει δε και εδόξαζε τον Κύριον, ότι επέτυχεν εκείνο όπερ εκ καρδίας επόθησε και διδαχθείς από τον καλόν εκείνον ποιμένα όλην την ακρίβειαν της μοναδικής πολιτείας, εμιμείτο τους εναρέτους όσον ηδύνατο και ηγωνίζετο να γίνη εναρετώτερος. Ιδών όθεν αυτόν ο ηγούμενος τοσούτον προκόπτοντα, τον έμαθε και τα ιερά γράμματα, επειδή ήξευρεν ολίγα πρότερον, καθώς είπομεν. Αφότου λοιπόν έμαθε την Ιεράν Γραφήν άπασαν και τα θεία της Εκκλησίας δόγματα, τον έκαμε Εκκλησιάρχην και υπηρέτει τον θείον Ναόν με πολλήν επιμέλειαν· έπειτα εξομολογήσας αυτόν ακριβώς, και ευρίσκων αυτόν αγγείον καθαρόν και αμόλυντον, τον παρουσίασεν εις τον επίσκοπον της επαρχίας, και τον εχειροτόνησε διάκονον· και όταν έγινε χρόνων λ΄ (30) τον προεχείρισε και πρεσβύτερον. Τότε μάλλον εταπεινώνετο περισσότερον και δεν υπερήρετο καθώς τώρα κάμνουν οι ιερομόναχοι· εσπούδαζε δε εις όλας τας αρετάς να μιμήται τον καθηγούμενον· όθεν καθ’ εκάστην εδίδετο εις αγώνας μεγάλους και τρόπαια κατά του πονηρού κοσμοκράτορος, των μεν όπισθεν, κατά τον Οαύλον, επιλανθανόμενος, τοις δε έμπροσθεν επεκτεινόμενος. Εκ τούτου έλαμπον εις την ιεράν εκείνην μονήν ανάμεσα εις τους άλλους πατέρας οι δύο αυτάδελφοι ως αστέρες φωτοειδέστατοι· ο δε Θεός εις αυτό αδοξάζετο ο δοξάζων τους Αυτόν αντιδοξάζοντας. Αλλ’ ο θείος Διονύσιος έχων περισσότερον πόθον και εγκάρδιον έρωτα προς τον Θεόν, εδίδετο εις σκληροτέρους αγώνας και άσκησιν, ενήστευε περισσότερον, ηγρύπνει ολονυκτίως προσευχόμενος, ήτο ακτήμων παντελώς, δεν είχε δεύτερον ιμάτιον· μόνον προς τον Θεόν ενητένιζε και Αυτόν είχε περιουσίαν και πλούτον ασύλητον, νοερώς δε προς αυτόν αδιαλείπτως προσομιλών, εφωτίζετο υπ’ Αυτού η μακαρία ψυχή του, τόσον ώστε και έξωθεν εφαίνετο από τους άλλους θεοφόρος και σεμνότερος. Πλην επειδή δύσκολον είναι να πολιτεύεταί τις τόσον υψηλήν διαγωγήν και θεάρεστον εις το μέσον πολλών αδελφών, οίτινες έχουν πολλάς φροντίδας και συγχύσεις, εδυσφόρει πολλά και επικραίνετο, εμελέτα δε να εύρη κάπου τόπον απόμερον, δια την ησυχίαν αρμόδιον, να προσεύχεται μόνος μόνω τω ηγαπημένω αυτού Θεώ και Σωτήρι αταράχως. Συμβουλευθείς λοιπόν τινάς εναρέτους, έφυγε κρυφά από την μονήν δια να μην τον εμποδίσωσιν. Αναβάς όθεν εις μίαν κορυφήν του όρους πολλά υψηλήν, την οποίαν ονομάζουσι μικρόν Άθωνα, εύρεν εις το νότιον μέρος εν σπήλαιον, πλησίον του οποίου και μέχρι αποστάσεως βολής τόξου ήτο βρύσις με ύδωρ δροσερώτατον. Όθεν εχάρη η ψυχή του και ηγαλλίασε· έμεινε δε εκεί χωρίς να έχη μεθ’ εαυτού άρτον ή οίνον ή έλαιον ή άλλο τι βρώσιμον ή ενδύματα, μόνον τα δύο τα οποία εφόρει και αυτά πεπαλαιωμένα και άχρηστα. Αλλ’ ώσπερ να ήτο ασώματος κατεφρόνησεν όλα τα γήϊνα και την ασθένειαν της φύσεως ο τρισόλβιος, και μόνον προς τον Θεόν είχεν όλον του τον νουν και έρωτα, τροφήν δε και τρυφήν της ψυχής του είχε την υμνωδίαν του Θεού ο θεόπνευστος· τα ιερά των γραφών λόγια ήσαν, κατά τον ψαλμόν, εις το στόμα του γλυκύτερα μέλιτος, και επληρώνετο εις αυτόν το ρητόν της θείας γραφής, ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος. Όταν δε ήθελε πεινάσει, έτρωγεν άγρια χόρτα και κάστανα ή άλλα ακρόδρυα. Εάν δε του ήρχετο καμμία φορά επιθυμία άρτου μετέβαινεν εις κάποιο κελλίον ή μοναστήριον και εζήτει· πάλιν δε υπέστρεφεν αμέσως εις το σπήλαιον και τούτο έκαμνε γνωστικά, τρώγων σπανίως ολίγον άρτον, δια να νικήση τον δαίμονα της υπερηφανείας. Παραμείνας λοιπόν τρεις χρόνους εις αυτό το σπήλαιον, και ρυθμίσας όλας τας αισθήσεις της ψυχής και του σώματος, έφθασεν εις το μέτρον της τελειότητος. Τότε Θεού οδηγία ήλθε προς αυτόν εις ασκητής, και αυτός δόκιμος πολλά και ενάρετος, και τον παρεκάλεσε να τον αφήση να κτίση κελλίον πλησίον του, ο δε Όσιος μετά βίας συγκατετέθη εις τούτο· έπειτα ήλθεν άλλος και κτίζοντες κελλία έμειναν και εξωμολογούντο εις αυτόν και υπετάσσοντο· όθεν ηκούσθη το όνομά του και ήλθον και άλλοι πολλοί να συνοικήσουν εκεί πλησίον του, δια να λαμβάνουν απ’ αυτού ωφέλειαν. Ο δε Όσιος κατ’ αρχάς μεν δεν έστεργεν, έπειτα, αφού τον παρεκάλεσαν, απεκρίνατο. «Εγώ, αδελφοί ποθεινότατοι, δεν σας μισώ, αγαπώ δε μάλλον την συνοδείαν σας, αλλά το τόπος είναι σκληρός και τραχύτατος· πάλιν, εάν ποθήτε να είσθε πλησίον μου, αναβήτε υψηλότερον εις το όρος, εύρετε τόπον επιτήδειον, κτίσατε καλλία και κατοικήσατε, εγώ δε θα έρχωμαι συχνάκις, έως ότου ζω, να σας βοηθώ εις ό,τι δύναμαι». Έστερξαν λοιπόν και έκτισαν υψηλότερα εις το βόρειον μέρος του όρους κελλία και Εκκλησίαν του Βαπτιστού Ιωάννου, όστις έως την σήμερον ονομάζεται ο παλαιός Πρόδρομος, οικήσαντες δε εκεί, ανέβαινεν ο Όσιος έκαστον Σάββατον και τους ελειτούργει, μετελάμβανον δε και εφιλεύοντο ομού δύο ημέρας και τους εδίδασκε και ελάμβανον πολλήν ωφέλειαν. Κατά δε την Κυριακήν το βράδυ έδιδον οι μαθηταί του εις τον Όσιον κανένα άρτον και ακρόδρυα και κατέβαινεν εις το κελλίον του. Επειδή όμως ο τόπος εκείνος ήτο πολύ ψυχρός, και τον χειμώνα είχον πολλήν κακοπάθειαν, έκτισαν κελλία χαμηλότερα, εις το δυτικόν μέρος, και εφύτευσαν αμπέλια, ούτω δε ωκονομούντο. Κατεσκεύασαν δε και λέμβον, επειδή άνθρωποι ήσαν και εχρειάζοντο διάφορα πράγματα· όταν δε έφεραν σιτάρι ή άλλα βαρέα πράγματα, τους εβοήθει πολλά ο Άγιος ως φιλόστοργος, και τα ανέβαζε τόσον ανήφορον, επειδή ήτο ισχυρός και ηδύνατο· έλεγε δε εις όλους, ότι ο προεστώς πρέπει να είναι εις τους άλλους καλόν υπόδειγμα. Πολλάς δε φοράς έμενον την νύκτα εις τινα καλύβην, την οποίαν είχον εις τον αιγιαλόν, κατά δε το μεσονύκτιον ηγείροντο να αναγνώσουν την ακολουθίαν των, εξερχόμενοι έξω όταν δεν έβρεχεν. Ο δε Άγιος είχε συνήθειαν και έστεκεν εις όλην την υμνωδίαν όρθιος με πολλήν ευλάβειαν, όλος εις τον νουν μετάρσιος, ηνωμένος μετά του Θεού, όλος έκδημος, κυττάζων ακλινώς προς το θείον φως, ίστατο δε έως το τέλος της ακολουθίας ως πύργος ακλόνητος. Νύκτα λοιπόν τινά, καθώς εστέκετο εις τον όρθρον, είδεν εις τον τόπον όπου ήτο Θεού θέλημα να γίνη το μοναστήριον, και εστέκετο (ω των αρρήτων, Χριστέ, μυστηρίων σου!) λαμπάς μεγάλη ανημμένη έως το ξημέρωμα. Τούτο ιδών ο Άγιος, το μεν πρώτον εσιώπησε και δεν είπε τι εις ουδένα, φοβούμενος μήπως ήτο φαντασία δαίμονος· ύστερον όμως, όταν είδε το θαυμάσιον τούτο πολλάς νύκτας, επήγε και εύρε διορατικόν τινα και πνευματοφόρον Ιερομόναχον, την κλήσιν Δομέτιον, όστις κατώκει εις τον ναόν της Υπεραγίας Θεοτόκου, ανήγγειλε δε εις αυτόν την υπόθεσιν. Ο δε σοφός Δομέτιος δεν ημέλησεν, αλλά επήγεν ομού με τον Άγιον δια να ίδη οφθαλμοφανώς το θαυμάσιον. Έμειναν λοιπόν ομού και οι δύο τρεις νύκτας ίνα βεβαιωθώσι καλύτερον, είδον δε εκείνο το θείον και λαμπρότατον φως ως λαμπάδα πυρός καιομένην· όθεν, μη έχοντες πλέον δισταγμόν, εφανέρωσαν τούτο εις όλους τους αδελφούς και το είδον άπαντες, το δε πρωΐ επήγαν εις την πέτραν, όπου το έβλεπον, και ανεζήτησαν εάν ήσαν ξύλα καμμένα ή κάρβουνα, αλλά δεν εύρον τίποτε· όθεν εβεβαιώθησαν άπαντες ότι ήτο πυρ άϋλον και ουράνιον. Τότε ο ιερός Δομέτιος είπε ταύτα προφητικώς προς τον θεσπέσιον Διονύσιον. «Θέλημα Θεού είναι να κτισθή εδώ ιερόν Μοναστήριον, να συναχθούν πολλοί ενάρετοι· και μη αμελήσης να αρχίσης, μη ανησυχής δε δια τα έξοδα, ότι ο Θεός σου στέλλει βοήθειαν ως παντοδύναμος και θέλω συνεργήσει και εγώ όσον δύναμαι». Ωσαύτως και οι επίλοιποι αδελφοί υπεσχέθησαν, και προσευξάμενοι ήρχισαν να καθαρίζουν τον τόπον, ωκοδόμησαν δε πρότερον πύργον δια τους πειρατάς της θαλάσσης, δια να προφυλάσσωνται από τας επιδρομάς των, τα δε έξοδα προσέφεραν εκείνοι, οίτινες εξωμολογούντο εις τον Άγιον. Διότι πολλοί ήρχοντο, όχι μόνον από τα μοναστήρια, αλλά και από τον κόσμον δια την πολλήν αυτού διάκρισιν και αγιότητα. Πλην ας αφήσωμεν προς στιγμήν τον Όσιον, δια να είπωμεν ολίγα δια τον αδελφόν αυτού Θεοδόσιον, όστις ήτο εις του Φιλοθέου ηγούμενος. Ούτος κατέβη εις τον αιγιαλόν με άλλους τινάς να αλιεύσουν, διότι επλησίαζεν η ημέρα του Ευαγγελισμού· και καθώς ηλίευον την νύκτα, ήλθον Αγαρηνοί και τους συνέλαβον αιχμαλώτους, πηγαίνοντες δε εις την Προύσαν τους επώλησαν, οι δε Χριστιανοί, οίτινες τους ηγόρασαν, τους άφησαν να υπάγουν όπου ήθελον. Όθεν οι μεν άλλοι υπέστρεψαν εις το μοναστήριον, ο δε θείος Θεοδόσιος επήγεν εις την Κωνσταντινούπολιν· και ιδόντες αυτόν ο Πατριάρχης και οι επίλοιποι εχάρησαν υπέρμετρα, ηξεύροντες ότι ήτο του Θεού δούλος γνήσιος, όθεν έβαλαν αυτόν εις τι Μοναστήριον ηγούμενον. Εις ολίγον καιρόν απέθανεν ο Μητροπολίτης της Τραπεζούντος, εις την οποίαν ευρίσκετο τας ημέρας εκείνας ο βασιλεύς, όστις ήτο ο Κομνηνός Αλέξιος, αιωνία η μνήμη του. Ούτος εμήνυσε του Πατριάρχου να ανεύρη τινά άγιον άνθρωπον, ίνα τον χειροτονήση Μητροπολίτην. Τότε ο Πατριάρχης και οι κληρικοί απαξάπαντες επροτίμησαν από όλους τον ιερόν Θεοδόσιον, όστις όχι μόνον εις την ψυχήν ήτο καθαρός και άγιος, αλλά και εις τα έξω, ήτοι κατά το ήθος και το είδος και την λοιπήν του σώματος κατάστασιν ήτο σεβάσμιος, υψηλός την πράξιν, ταπεινός το φρόνημα, έχων το γένειον έως την ζώνην, εις δε την ομιλίαν γλυκύτατος, ώστε προσείλκυε πάντας προς αυτόν, ως ο μαγνήτης τον σίδηρον· ήτο δε και πεπαιδευμένος εις άκρον την των κανόνων και νόμων διάταξιν. Αλλά τι να πολυλογώ; Όντως άξιος ήτο δια τοιαύτην αρχήν ο θεσπέσιος. Όθεν ο Πατριάρχης με όλους τους κληρικούς τον εχειροτόνησαν και μη θέλοντα, και τον επήγαν οι απεσταλμένοι εις την Τραπεζούντα χαίροντες. Ο δε ευσεβέστατος βασιλεύς με όλην την σύγκλητον τον υπεδέχθη ασμένως, ως από τον Θεόν στελλόμενον, τον οποίον ευχαριστούσαν, ότι τους εχάρισε τοιούτον ποιμένα θαυμάσιον και υπετάσσοντο εις όλα του τα προστασσόμενα. Ταύτα μαθών ο θείος Διονύσιος εχάρη πολύ, ότι έγινεν ο αδελφός του Αρχιεπίσκοπος, απεφάσισε δε να υπάγη να τον απολαύση, βάλη δε αυτόν μεσίτην προς τον βασιλέα, ίνα του δώση τα απαιτούμενα έξοδα προς οικοδομήν του Μοναστηρίου. Συμβουλευθείς λοιπόν εις αυτό τον όσιον Δομέτιον, του είπε να υπάγη τάχιστα. Όθεν επήρε συνοδείαν, και έπλευσαν εις την Τραπεζούντα. Πανηγυρίσαντες δε και συνευφρανθέντες μετά του αδελφού ψυχή και σώματι, εδιηγήθη εις αυτόν εξ αρχής την υπόθεσιν, όστις ακούσας ταύτα εχάρη, υποσχόμενος να βοηθήση εις την οικοδομήν όσον ηδύνατο. Παρευθύς λοιπόν επορεύθησαν ομού εις τον βασιλέα και τον επροσκύνησαν, αφού δε εχαιρετίσθησαν, ηρώτησεν ο αυτοκράτωρ τον Όσιον, πως επήγεν έως εκεί, και πως περνούσι τα Μοναστήρια του Άθω. Ο δε Όσιος με πραείαν και ιλαράν λαλιάν απεκρίνατο· «τα μεν Μοναστήρια, κράτιστε βασιλεύ, καλά πορεύονται με την θείαν βοήθειαν και την επιστασίαν του κράτους σου· η δε αιτία όπου ήλθα εδώ είναι δια να ίδω τον ηγαπημένον μου αδελφόν, έτι δε και δια να απολαύσω την πανόλβιον θέαν σου, και να αξιωθώ να συνομιλήσωμεν, καθώς είχον πόθον ανείκαστον. Έχω δε να σου είπω χαρμόσυνον μήνυμα, εάν είναι θέλημα του κράτους σου». Ούτως ειπών, διηγήθη καταλεπτώς την υπόθεσιν άπασαν, και τον παρεκίνησε να γίνη κτίτωρ του Μοναστηρίου, να έχη το μνημόσυνόν του αιώνιον, καθώς οι προηγούμενοι βασιλείς ωκοδόμησαν εις το Άγιον Όρος Μοναστήρια. Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς, και βλέπων εκείνο το χαριέστατον πρόσωπον το σεμνοπρεπές και ηδύτατον, και την λοιπήν σχετικήν κατάστασιν, τον ηγάπησεν εξ όλης ψυχής και καρδίας του, και κρίνων ότι όντως ο Θεός τον έστειλεν, απεκρίνατο λέγων. «Εγώ, πάτερ, θα ικανοποιήσω τον πόθον σου, θα σου δώσω όσα έξοδα χρειάζονται, μόνον επιθυμώ συ και όλοι οι διάδοχοί σου να με μνημονεύετε εις όλας τας ευχάς και λειτουργίας σας πάντοτε με όλους τους προγόνους και απογόνους μου, ίνα μας αξιώση ο Κύριος, εδώ μεν προσκαίρως να διέλθωμεν την ζωήν ειρηνικώς, εκεί δε να τύχωμεν της αιωνίου μακαριότητος». Τότε ο μεν Όσιος υπεσχέθη να κάμη ανελλιπώς όσα του είπεν εξ αποφάσεως, ο δε βασιλεύς παρευθύς έμπροσθεν πάντων έκαμε γράμμα χρυσόβουλλον, να ονομάζεται η Μονή του μεγάλου Κομνηνού, να είναι χρεώστης αυτός και οι τούτου απόγονοι να τους δίδουν όσα χρειάζονται. Τότε λοιπόν έδωσεν ο βασιλεύς εις τον Όσιον πεντήκοντα λίτρας χρυσίου, υπεσχέθη δε να του δώση άλλα τόσα εις ολίγον διάστημα, να κτίση όσα χρειάζεται. Εις δε το χρυσόβουλλον έγραψεν να δίδουν κάθε χρόνον εις το Μοναστήριον από τον βασιλικόν θησαυρόν χίλια αργύρια, τα οποία μετέβαινε πράγματι μοναχός της Μονής κατ’ έτος και τα ελάμβανε. Προσμείνας λοιπόν ικανάς ημέρας, και συνευφρανθέντες με τον βασιλέα και τον Αρχιερέα, επήρε το χρυσίον και εισήλθεν εις το πλοίον χαρούμενος. Όταν δε διέπλεον τον Ελλήσποντον συνήντησαν πειρατικά πλοία των Αγαρηνών, τα οποία ώρμησαν εναντίον των· ιδόντες δε εκείνοι τους βαρβάρους εφοβήθησαν, και επειδή ήσαν πλησίον της γης έτρεχον προς αυτήν, ίνα διαφύγουν τον κίνδυνον. Τότε ο του Θεού γνήσιος δούλος Διονύσιος, έχων προς Αυτόν την πίστιν αδίστακτον, είπε προς αυτούς· «μη φοβείσθε, τέκνα, ουδόλως, αλλά καρτερήσατε ακόμη ολίγον, να ίδητε του Θεού την δύναμιν· ας έχωμεν εις Αυτόν όλην την ελπίδα μας, και θα μας λυτρώση από τον κίνδυνον». Τότε οι μεν βάρβαροι πλησίον του πλοίου γενόμενοι ήρχισαν να τους τοξεύουν. Ο δε Όσιος υψώσας προς τον ουρανόν τας χείρας και τους οφθαλμούς ηύξατο ούτω με θερμότατα δάκρυα. «Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός, ο συν Πατρί και Πνεύματι αεί δοξαζόμενος, επάκουσόν μου του αχρείου δούλου Σου, και λύτρωσαί μας από την αιχμαλωσίαν ταύτην, δια πρεσβειών της Παναχράντου Μητρός Σου και του Βαπτιστού και Προδρόμου Σου». Ταύτα του Οσίου λέγοντος (ω της πολλής αυτού παρρησίας προς Κύριον!) ευθύς εφάνη προς εκείνους ο μέγας Πρόδρομος, κρατών ράβδον εις την δεξιάν χείρα του, και εις αυτούς μεν είπε να μη φοβούνται ουδόλως, τους δε βαρβάρους εφοβέρισε να τους φονεύση, εάν δεν στρέψουν εις τα όπισθεν· τότε των μεν βαρβάρων αι χείρες εξηράνθησαν, και μη δυνάμενοι να τους βλάψουν, έμειναν άπρακτοι· οι δε Όσιοι, ιδόντες τοιούτον παράδοξον θαυματούργημα, ευχαριστούσαν τον Κύριον λέγοντες· «Δόξα σοι, Χριστέ Βασιλεύ Παντοδύναμε, όστις μας ελύτρωσες από τον κίνδυνον δια μέσου του Βαπτιστού και Προδρόμου Σου». Ούτω λοιπόν απήλθον εις τον Άθωνα αβλαβείς, και ευρόντες τους αδελφούς ανήγγειλαν τα γενόμενα χαίροντες. Ακούσαντες ταύτα οι αδελφοί εδόξασαν άπαντες τον Θεόν, όστις δεν καταισχύνει όσους εις Αυτόν ελπίζουσιν. Ο δε Δομέτιος είπε ταύτα προς τον Όσιον. «Δεν σου το είπον εγώ να βάλης μόνον αρχήν, και ο Κύριος θα σου στείλη βοήθειαν; Άρχισε τώρα την οικοδομήν με προθυμίαν, και μη δειλιάσης δια τα επίλοιπα έξοδα, ότι ο Δεσπότης Χριστός σου στέλλει εξ ύψους βοήθειαν». Τότε ο Όσιος εύρεν εργάτας, και εμάζευσαν πέτρας και ξύλα, και έκαμαν ασβέστην, και όσα άλλα ήσαν αναγκαία προς το έργον ητοίμασαν, έκτισαν δε πρώτον τα τείχη, έπειτα τον Ναόν του Προδρόμου μέγαν και θαυμάσιον, κελλία πολλά, νοσοκομείον, τράπεζαν και άλλα όσα ήτο ανάγκη, και κατεβίβασαν από το βουνόν ύδωρ πολύ και νόστιμον· ετελειώθη δε η Μονή εις το στωπη΄ (6888) έτος από Αδάμ, από δε το σωτήριον έτος του Δεσπότου Χριστού ατπ΄ (1380). Πλην επειδή έμειναν τινά ημιτελή, ήτοι η αγιογράφησις του Ναού και άλλα τινά χρειαζόμενα και δεν είχε πλέον χρήματα, επήγε πάλιν εις την Τραπεζούντα ο Όσιος και ανήγγειλεν εις τον βασιλέα την υπόθεσιν· όστις πάλιν τον υπεδέχθη χαρούμενος και του έδωσε πολλά χρήματα. Απελθών δε εις το Μοναστήριον, εύρεν αυτό παντέρημον, ότι από συνεργείαν δαίμονος επήγαν πολλοί Αγαρηνοί, και με διαφόρους τέχνας και μηχανάς εμβήκαν μέσα και ηχμαλώτισαν άπαντας αρπάσαντες οι επάρατοι και όσα χρήσιμα πράγματα είχον. Ταύτα μαθών ο Όσιος ελυπήθη πολλά και έκλαυσεν από καρδίας, πλην δεν ελάλησε λόγον βαρύν κατά του Θεού, ηξεύρων ότι ήτο από τον μισόκαλον· μόνον εφρόντισε να ανεύρη τους αδελφούς και λυτρώσας αυτούς ως καλός βοσκός, τους επανέφερεν όλους εις το Μοναστήριον με την βοήθειαν του Θεού. Τότε πάλιν επήγεν εις τον ιερόν Δομέτιον, και τον συνεβουλεύθη εάν ήτο πρέπον να υπάγη πάλιν εις τον βασιλέα να του δώση και άλλα χρήματα, και του είπε να απέλθη τάχιστα. Όταν λοιπόν επήρεν από τους αδελφούς συγχώρησιν, απεχαιρέτησε τον Δομέτιον λέγων· «Ιδού, πάτερ τίμιε, εις τας χείρας σου μετά Θεόν και τον παμμέγιστον Πρόδρομον παραδίδω την προστασίαν της Μονής ταύτης, ότι δεν ηξεύρομεν, εάν ενωθώμεν πλέον εδώ πρόσκαιρα». Ο δε Δομέτιος απεκρίθη πεφωτισμένος από Πνεύμα Άγιον. «Εδώ, πάτερ, δεν ανταμωνόμεθα, μόνον εις αιώνα τον μέλλοντα, τον αεί και πάντοτε διαμένοντα, εκεί θα συνευφραινώμεθα με τον Δεσπότην Χριστόν και Σωτήρα μας». Ούτω δε και κατά την προφητείαν αυτών εγένετο, ότι δεν είδε πλέον εις τον κόσμον τούτον ο εις τον έτερον· ούτως είχον το χάρισμα της προφητείας αμφότεροι. Εισελθών λοιπόν ο Όσιος εις το πλοίον, απήλθεν εις την Τραπεζούντα με την συνοδείαν του, και συνευφράνθησαν με τον αδελφόν αυτού και τον αυτοκράτορα, προς τον οποίον ανήγγειλε τα συμβάντα πάντα, ως άνωθεν· ο δε ευσεβέστατος βασιλεύς τον επαρηγόρησε λέγων· μη λυπείσαι δια τας ελλείψεις του Μοναστηρίου, και εγώ σου δίδω βοήθειαν. Προσμείνας λοιπόν καιρόν ολίγον εις την Μητρόπολιν, ήλθεν η ώρα να υπάγη εις το ποθούμενον· και προσκαλεσάμενος τον αυτάδελφον αυτού και τον αυτοκράτορα, τους παρεκάλεσε να έχουν, έως ότου ζώσιν εις τούτον τον κόσμον, την φροντίδα του Μοναστηρίου και επιμέλειαν. Ταύτα καλώς διαταξάμενος, και υπέρ αυτών τω Κυρίω ευξάμενος, παρέδωκεν εις τας αγίας χείρας Αυτού την ψυχήν τη κε΄ Ιουνίου μηνός, ζήσας εις τούτον τον κόσμον χρόνους δύο και εβδομήκοντα. Το δε άγιον αυτού και σεβάσμιον λείψανον ενεταφίασεν ο αρχιερεύς με την προσήκουσαν τιμήν και ευλάβειαν, το οποίον έκαμε πολλά θαυμάσια ύστερον, εις όσους τον επεκαλέσθησαν μετ’ ευλαβείας και πίστεως. Λαβόντες τότε οι μοναχοί οίτινες ήσαν εις την συνοδείαν του Οσίου από τον βασιλέα και τον αρχιερέα την πρέπουσαν ελεημοσύνην και συγχώρησιν ανεχώρησαν, φθάσαντες δε εις το Μοναστήριον ανήγγειλαν εις τους αδελφούς την του Οσίου μετάστασιν· και έκλαυσαν άπαντες την ορφανίαν τοιούτου πατρός οδυρόμενοι. Τότε ο θείος Δομέτιος τους επαρηγόρησεν· έπειτα θέλων να υπάγη εις το κελλίον του, έπεσον όλοι εις τους πόδας αυτού μετά δακρύων δεόμενοι, να μη τους αφήση ορφανούς, αλλά να υπομείνη να τους ποιμαίνη ώσπερ και πρότερον· όστις δια να μη γίνη παρήκοος έμεινε· και τους εποίμαινε θεαρέστως με πολλήν επιμέλειαν· και πλήρης ημερών γενόμενος απήλθε προς Κύριον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου