Θεόδωρος ο Άγιος ούτος Μάρτυς του Χριστού ήτο επί της βασιλείας Αντωνίνου του βασιλεύσαντος κατά τα έτη ρλη΄ - ρξα΄ 9138 – 161), καταγόμενος εκ Πέργης της Παμφυλίας. Κατά την εποχήν εκείνην ήτο ηγεμών τις εις την Πέργην, Θεόδωρος καλούμενος, όστις συνήθροιζε τους νέους της επαρχίας και τους έστελλεν εις τον βασιλέα της Ρώμης Αντωνίνον, δια να τους κάμνη στρατιώτας του. Ελθόντες δε οι στρατολόγοι εις την Πέργην απήντησαν καθ’ οδόν και τον μακάριον τούτον Θεόδωρον, ιδόντες δε αυτόν ανδρείον είπον μεταξύ των· «Ίδε αληθώς νεανίας, ο οποίος δύναται να σώση και άλλους εν πολέμω». Ταύτα δε ειπόντες έσπευσαν να θέσουν εις έργον την σκέψιν των· δι’ ο και συνέλαβον αυτόν. Ο δε Άγιος τους ηρώτησε· «Τι θέλετε, αδελφοί;» Και εκείνοι του απήντησαν· «Ο ηγεμών σε θέλει».
Ο δε μακάριος Θεόδωρος, αναβλέψας εις τον ουρανόν με χαριέστατον πρόσωπον, είπεν· «Ευλογώ σε, Κύριέ μου Ιησού Χριστέ, ότι ήγγικεν η ώρα του αγώνος μου, διότι τούτο εγώ από πολλού επόθουν και καθ’ ημέραν το ανέμενον». Τότε οι στρατιώται ωδήγησαν τον Άγιον εις τον ηγεμόνα και λέγουν προς αυτόν· «Σου εφέραμεν νέον τινά πάσης τιμής άξιον». Ως δε ο ηγεμών και πάντες οι πλησίον αυτού ευρισκόμενοι είδον εισερχόμενον τον Θεόδωρον εχάρησαν άπαντες χαράν μεγάλην δια την ωραιότητά του. Ηρώτησε δε τον Άγιον ο ηγεμών· «Νεανία, πως ονομάζεσαι;» Ο δε απεκρίθη· «Θεόδωρος». Εχάρη τότε ο ηγεμών και επρόσταξε να του βάλουν την σφραγίδα του στρατιώτου. Αλλ’ ο Άγιος έρριψεν αυτήν εις την γην ειπών· «Εγώ εκ κοιλίας μητρός μου εσφραγίσθην από τον αιώνιον Βασιλέα Ιησούν Χριστόν, όστις εποίησε τον ουρανόν, την γην, την θάλασσαν και πάντα τα εν αυτοίς· δεν θέλω λοιπόν να γίνω στρατιώτης του βασιλέως Αντωνίνου». Τότε ο ηγεμών εκπλαγείς είπεν· «Ούτε και να θυσιάσης θέλεις; Πράττεις δηλαδή και συ όπως έπραξαν και άλλοι ανόητοι Χριστιανοί, οίτινες ηφάνισαν την ζωήν των με διάφορα βασανιστήρια; Πρόσεξε όμως, διότι και συ θέλεις πάθει τα όμοια, εάν δεν δεχθής να θυσιάσης. Αν δε με υπακούσης, θέλω σε στείλει με πολλήν τιμήν εις τον βασιλέα, όστις θέλει σε κάμει κόμητα και αυθέντην». Λέγει ο Άγιος· «Εις ποίον να θυσιάσω;» Απεκρίθη ο ηγεμών· «Εις τον επουράνιον και καθαρόν Δία». Λέγει ο Μάρτυς· «Ημπορεί να είναι άγιος και καθαρός εκείνος όστις δια τέχνης μαγικής μετέβαλε το σχήμα του και εμοίχευε τας γυναίκας; Αλλά και ποίος από τους θεούς σας δεν είναι ασελγής και ακάθαρτος;» Τότε ο ηγεμών είπε μετ’ οργής· «Υπερήφανε και ασεβέστατε άνθρωπε, δεν αρκεί ότι δεν θέλεις να θυσιάσης, αλλά και βλασφημείς τους θεούς;» Παρευθύς τότε επρόσταξε και εξαπλώσαντες τον Άγιον εις την γην τον έδερον με βούνευρα ωμά. Προσέταξε δε να τον δέρουν τοιουτοτρόπως έως ότου είπη ότι θυσιάζει. Ο δε Άγιος ούτως απανθρώπως δερόμενος έλεγεν· «Ευλογώ σε, Κύριέ μου Ιησού Χριστέ, ότι ηξίωσάς με να μιμηθώ και εγώ ο ανάξιος την ζωήν και τους πόνους των Αγίων Σου, διο επικαλούμαι Σε, Δέσποτα, να με ενδυναμώσης ίνα δράμω ανεμποδίστως τον δρόμον τούτον, και καταξιωθώ να αινώ το όνομά σου εις τον αιώνα». Αφού λοιπόν ητόνισαν οι δήμιοι δέροντες, είπεν ο ηγεμών· «Επείσθης, Θεόδωρε, να θυσιάσης, δια να μη χάσης την νεότητά σου τόσον προώρως;» Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Εγώ προετίμησα να γίνω θυσία εις τον Θεόν μου, δια να συντρίψω με τας τιμωρίας τας οποίας υφίσταμαι την κεφαλήν του πατρός σου διαβόλου». Τότε ο ηγεμών επρόσταξε και έφεραν τον Άγιον επάνω εις εσχάραν σιδηράν φρικτώς πεπυρακτωμένην. Ο δε Μάρτυς, φαιδρώ τω προσώπω, έλεγε· «Κύριε, ο επιβλέπων επί την γην και ποιών αυτήν τρέμειν, εξαπόστειλον τον Άγγελόν σου και σώσον με από τον καύσωνα τούτον, διότι δια το όνομά Σου ταύτα πάσχω». Ενώ όμως ταύτα έλεγεν ο Άγιος, θαύμα μέγα είδον οι παρεστώτες. Διότι παρευθύς εσείσθη ο τόπος υποκάτω της εσχάρας και ανέβλυσεν ύδωρ, το οποίον έσβεσε την φλόγα. Ο δε Άγιος Μάρτυς ανέστη ως εξ ύπνου και είπεν· «Άκουσόν με, ω ηγεμών, και θέσον ένα εκ των στρατιωτών σου εις την εσχάραν, ίνα ίδωμεν αν τον βοηθούν οι θεοί σας». Στρατιώτης δε τις Ακυλίνος ονομαζόμενος είπε· «Μη τον ακούσης, ω ηγεμών· αλλά βάλε ένα ιερέα και αν δύνανται οι θεοί, θέλουν φυλάξει τον υπηρέτην των». Τότε ο ηγεμών εκάλεσεν ιερέα τινά των ειδώλων, Διόσκουρον ονόματι και τον ηρώτησε· «Με ποίαν τέχνην εμάγευσε το πυρ ο Θεόδωρος και δεν τον έβλαψεν;» Ο Διόσκουρος όμως φωτισθείς παρά Θεού απήντησε· «Μη πλανάσαι, ω ηγεμών· κανείς Χριστιανός δεν είναι μάγος, το δε όνομα του Χριστού τρέμει πάσα πνοή· οι δε δαίμονες φρίττοντες επί τω ακούσματι αυτού αφανίζονται. Ο Ζεύς πάλιν είναι είδωλον από ανθρωπίνην τέχνην κατεσκευασμένον. Δια τούτο άφες με να ρίψω εκείνον εις το πυρ ίνα ίδωμεν αν ημπορή να φυλάξη τον εαυτόν του». Έκπληκτος τότε ο ηγεμών είπεν· «Ως φαίνεται, απεξενώθης από τους θεούς». Απεκρίθη ο Διόσκουρος· «Εγώ ήμην υπηρέτης των θεών σας δι’ ένδειαν άρτου και δια την γαστριμαργίαν μου· όμως ηννόησα ότι είναι αδύνατοι· είδον δε και τον Θεόδωρον νικώντα τας κακίας σου και δια τούτο σκέπτομαι να γίνω στρατιώτης του Χριστού». Οργισθείς τότε ο ηγεμών είπεν· «Αν ίσως λοιπόν θέλης να γίνης στρατιώτης του Ιησού, πήδησε πρώτος εις την εσχάραν». Τότε ο γενναίος Διόσκουρος στραφείς προς τον μακάριον Θεόδωρον είπε· «Δέομαί σου, κύριε Θεόδωρε, βοήθησόν μοι και προσευχήθητι υπέρ εμού, όπως διασωθώ από τας χείρας του κακοτέχνου τούτου ηγεμόνος». Ενώ λοιπόν ο μακάριος Θεόδωρος προσηύχετο έθεσαν τον Διόσκουρον επί της εσχάρας, αφού έκαυσαν ταύτην επταπλασίως. Εβόησε τότε ο Διόσκουρος· «Ο Θεός Θεοδώρου, Ιησού Χριστέ, ελθέ και πρόσδεξαι το πνεύμα μου εν ειρήνη». Ταύτα δε ειπών απέδωκε την αγίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού. Οι δε παρεστώτες αδελφοί, ζητήσαντες το ιερόν αυτού Λείψανον, το έθαψαν εκεί πλησίον, τον δε Άγιον Θεόδωρον επρόσταξεν ο ηγεμών και έρριψαν εις την φυλακήν. Αφού δε ενύκτωσε, μετέβη ο Επίσκοπος Πηγάσιος και παρακαλέσας τον κλειδοφύλακα, εισήλθε και εύρε τον Άγιον ευχόμενον εντός του δεσμωτηρίου. Πεσών δε προ των ποδών του Αγίου Μάρτυρος, κατεφίλει αυτούς λέγων· «Ευχαριστώ σοι, Κύριέ μου Ιησού Χριστέ, διότι αν και είμαι ανάξιος της ποίμνης σου εξέλεξες εν από τα πρόβατα τα οποία μου ενεπιστεύθης, δια να γίνη πρόδρομος και οδηγός όλης της ποίμνης Σου. Βλέπε, τέκνον, δράμε τον δρόμον σου καλώς, δια να σε ακολουθήσωμεν και ημείς κατόπιν». Ταύτα ειπών ο Επίσκοπος και το «Ειρήνη σοι, τέκνον», επειπών εξήλθε του δεσμωτηρίου. Κατά δε την πέμπτην ημέραν από της φυλακίσεως του Αγίου επρόσταξεν ο ηγεμών και έφεραν προ αυτού τον Άγιον Θεόδωρον, τούτου δε γενομένου ηρώτησεν αυτόν λέγων· «Δεν θύεις, Θεόδωρε, εις τους θεούς;» Και ο Μάρτυς απεκρίθη· «Θέλεις να ερωτήσω το είδωλον του Διός, αν θέλη την θυσίαν μου;» Απεκρίθη ο ηγεμών· «Κάμε ό,τι θέλεις». Τότε ο Άγιος, πλησιάσας εις το είδωλον, είπε· «Προς σε απευθυνόμενος, το κωφόν και αναίσθητον είδωλον, το κατασκευασθέν από χείρας ανθρώπων, καλώ τον εις σε κατοικούντα δαίμονα να ομολογήση δια ζώσης φωνής αν ίσως θέλη από εμέ θυσίαν». Τότε ο δαίμων και μη θέλων, άνωθεν βιαζόμενος ωμίλησε και είπε με κραυγήν μεγάλην· «Άκουσον, ω ηγεμών, ακούσατε πάντες οι κατοικούντες την πόλιν ταύτην· τρεις χρόνοι είναι σήμερον, αφ’ ότου εβίαζα τον νέον τούτον να τον ρίψω εις πορνείαν, δια να τον αποξενώσω από την ποίμνην του Χριστού, νύκτα δε τινά, ενώ εκοιμάτο, εθέρμανα τους νεφρούς και την καρδίαν του· αυτός δε αναστάς προσηυχήθη και φρίξας εγώ έφυγον από αυτού. Όθεν δεν θέλω θυσίαν από μέρους του, διότι από αυτόν μέλλω να εξορισθώ από τον τόπον τούτον. Επειδή, αφ’ ότου εγεννήθη, προείδομεν και το Μαρτύριόν του και ότι εγεννήθη πυρ καίον τους δαίμονας. Διότι δέκατον και όγδοον χρόνον μόνον έχων, μέλλει να απολαύση τον στέφανον της αθανασίας. Όθεν δεν δύναμαι να μείνω εις τον τόπον τούτον. Ο Τρύφων με εδίωξεν από την Μακεδονίαν και ο Θύρσος μού συνέτριψε το κατοικητήριον εις την Νικομήδειαν· ήλθον εδώ και ο Θεόδωρος με εξορίζει. Που να κρυφθώ δεν γνωρίζω, διότι πάσα πνοή ανθρώπων και πάσα κτίσις υπετάχθη εις τον Εσταυρωμένον· πηγαίνω λοιπόν εις το αιώνιον πυρ· συγχώρησόν με, Θεόδωρε, παρακαλώ σε». Ο δε Άγιος Θεόδωρος καταναθεματίσας τον δαίμονα είπε· «Σιώπα και δια το όνομα του Εσταυρωμένου, το οποίον φοβείσαι και τρέμεις, σύντριψε το κατοικητήριόν σου και μη βλάψης κανένα άνθρωπον, μόνον πήγαινε εκεί όπου μόνος σου είπες». Τότε ο δαίμων συντρίψας το είδωλον και ποιήσας τούτο κόνιν έφυγε λέγων· «Ω ηγεμών, τι έκαμες; Συνέλαβες τον νέον τούτον δι’ αφανισμόν ιδικόν μου; Σύντομα φόνευσέ τον, διότι αν θυμωθή και παρακαλέση τον Εσταυρωμένον, θέλει κατακαύσει και σε και όσους είναι μαζί σου». Τότε ο ηγεμών, καλέσας τον Άγιον, του είπε· «Ποίον τέλος πάντων, Θεόδωρε, είναι το ιδικόν σου προτέρημα, ώστε και θεούς να διώκης και τιμωρίας να μη υπολογίζης και ουδέ το πυρ να σε νικά; Ειπέ μου τα μυστήρια του Χριστού σου και σε αφήνω ελεύθερον». Ταύτα ακούσας ο Άγιος απεκρίθη· «Νομίζεις ότι αγαπώ να ζω εις τον κόσμον τούτον; Όχι· αλλά βλέπων την καρδίαν σου διεστραμμένην διστάζω να σου αποκαλύψω το Ευαγγέλιον του Χριστού μου. Διότι αυτό γράφει· «Μη δότε τα άγια τοις κυσί μηδέ βάλητε τους μαργαρίτας υμών έμπροσθεν των χοίρων» (Ματθ. ζ:6). Αγανακτήσας τότε ο ηγεμών επί τω ακούσματι των λόγων τούτων, επρόσταξε να δέσουν τον Μάρτυρα εις αγρίους ημιόνους και ούτω να συντριβή συρόμενος. Ο δε Άγιος παρεκάλεσε τους στρατιώτας εκείνους οι οποίοι τον έδενον, να τον αφήσουν να προσευχηθή. Αλλ’ οι στρατιώται τρωθέντες και αυτοί από την αγάπην του Εσταυρωμένου Ιησού, είπον προς αυτόν· «Προσευχήθητι και υπέρ ημών, Άγιε του Θεού Θεόδωρε». Υψώσας τότε ο γενναίος του Χριστού Αθλητής τα όμματα προς τον ουρανόν, είπε ταύτα· «Ιησού, το φως ημών, Σε επικαλούμαι, τον προ αιώνων όντα, τον αναγαγόντα τον Ήλίαν εν άρματι πυρίνω, τον ημερώσαντα τους αγρίους λέοντας και τον δίκαιόν σου Δανιήλ διασώσαντα· ο καθήμενος επί των Χερουβείμ εμφανίσθητι και ενίσχυσόν με, όπως πολλοί σωθώσι βλέποντές με νικώντα τας τέχνας του διαβόλου. Μνήσθητι, Κύριε, και των δύο τούτων στρατιωτών και κατάνυξον αυτών τας καρδίας, όπως πιστεύσαντες επί Σε ζωήν αιώνιον κληρονομήσωσιν». Αφού δε ούτω προσευχήθη, είπεν εις τους στρατιώτας και τον έδεσαν· εκείνοι δε έλεγον· «Ωδήγησον και ημάς εις την αληθινήν Πίστιν, ίνα και ημείς γίνωμεν συναγωνισταί σου, δια να κληρονομήσωμεν δια σου ζωήν αιώνιον». Ταύτα δε ειπόντες τον έδεσαν εις την άμαξαν, ο δε Άγιος συρόμενος εις τας ερήμους έλεγε· «Κύριε Ιησού Χριστέ, σώσον με από τον κίνδυνον τούτον, δια να πιστεύσουν ότι συ είσαι Θεός θεών, Κύριος κυρίων και Βασιλεύς βασιλευόντων». Ταύτα του δικαίου λέγοντος, είδομεν όλοι ότι κατήλθεν άμαξα εξ ουρανών, ήτις ήρπασε τον Άγιον και τον κατεβίβασεν έμπροσθεν του κριτηρίου, οι δε σύροντες τον Άγιον άγριοι ημίονοι, καταπεσόντες εις τους κρημνούς, εφονεύθησαν. Tαύτα μαθών ο ηγεμών, εσυλλογίζετο δια ποίου τρόπου να θανατώση τον νέον· επρόσταξε λοιπόν και τον εφυλάκισαν, το δε πρωί, εγερθείς, επρόσταξε να φέρουν τον Μάρτυρα. Ότε δε ο Άγιος εισήλθε, φαιδρώ τω προσώπω, λέγει προς αυτόν ο ηγεμών· «Μη νομίζης, Θεόδωρε, ότι δύνασαι να φύγης ζων από τας χείρας μου· καταπείσου λοιπόν και θυσίασον, διότι λυπούμαι την νεότητά σου και μάλιστα διότι είσαι συνώνυμός μου». Αλλ’ ο Άγιος απεκρίθη· «Μετανόησον συ εκ της πλάνης σου, δια να εννοήσης δια ποία αιώνια αγαθά βασανίζομαι εγώ». Λέγει ο ηγεμών με οργήν· «Θυσιάζεις ή όχι;» Ο Μάρτυς απεκρίθη· «Εγώ γνωρίζω από τας γραφάς σας τας ατοπίας των θεών σας και δια τούτο δεν προσφέρω εις αυτούς θυσίαν». Τότε ο ηγεμών θυμωθείς σφόδρα επρόσταξε και έκαυσαν κάμινον επί τρία ημερονύκτια εις την οποίαν και έρριψαν τον Άγιον. Συγχρόνως ο θηριώδης εκείνος ηγεμών παρήγγειλεν εις τους στρατιώτας, ότι όποιον ίδουν λυπούμενον τον Άγιον να ρίψουν και εκείνον εις την κάμινον. Τότε οι δύο εκείνοι στρατιώται, οίτινες είχον δέσει τον Άγιον εις την άμαξαν, Σωκράτης και Διονύσιος ονομαζόμενοι, είπον· «Ω ηγεμών ανόητε, τι κακόν έκαμεν ο νέος ούτος και τον τιμωρείς; Δύνασαι να εννοήσης την δύναμιν του Χριστού; Ουαί σοι, άνομε, οποίος τόπος και οποία αλύτρωτος κόλασις σε αναμένει!» Εκπλαγείς τότε ο ηγεμών και υπερζέσας εκ θυμού είπε προς αυτούς· «Ουαί σας, ταλαίπωροι, διότι σήμερον μέλλετε να χάσετε το φως του ηλίου». Ευθύς δε επρόσταξε και έρριψαν αυτούς εις την κάμινον. Εις αυτήν λοιπόν ριφθέντες οι μακάριοι Σωκράτης και Διονύσιος εύρον τον Θεόδωρον ως εν δρόσω ευρισκόμενον και υμνούντα τον Θεόν, παρεκάλεσαν δε αυτόν λέγοντες· «Βοήθησόν μας, Άγιε, διότι μας καίει το πυρ». Ο δε Άγιος είπε προς αυτούς· «Λέγετε σεις Αλληλούϊα», αυτός δε έλεγεν· «Άγιος ο Θεός, Άγιος ο Υιός, Άγιον το Πνεύμα· δόξα εν υψίστοις Θεώ. Σε υμνούμεν, Κύριε, Σε ευλογούμεν, Σοι πρέπει, Κύριε, αίνεσις εις τους αιώνας· ελθέ, Κύριε, και νυν και σώσον ημάς τους ταπεινούς εκ της φλογός ταύτης, καθώς έσωσας και τους Τρείς Αγίους Σου Παίδας· ήθελον όμως, Κύριε, να έβλεπε και η μήτηρ μου τον αγώνα μου, διότι πολύ λυπούμαι δι’ εκείνην». Ταύτα του μακαρίου Θεοδώρου προσευχομένου συνέψαλλον μετ’ αυτού και οι γενναίοι στρατιώται Σωκράτης και Διονύσιος λέγοντες συχνάκις το «Αλληλούϊα». Μετ’ ολίγον δε είπον προς τον Άγιον· «Κύριε Θεόδωρε, που είναι η μήτηρ σου;» Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Τρεις χρόνοι είναι τώρα, αφ’ ότου την ήρπασαν αιχμάλωτον οι αλλόφυλοι». Μετ’ ολίγον δε αφού εμαράνθη η φλοξ και οι Άγιοι απεκοιμήθησαν, Άγγελος Κυρίου είπε προς τον Θεόδωρον· «Μη λυπείσαι, Θεόδωρε, διότι ήλθεν εδώ και η μήτηρ σου». Εξυπνήσας τότε ο Άγιος είπε προς τους συν αυτώ στρατιώτας· «Αδελφοί και σπλάγχνα μου γνήσια, ο Άγγελος όστις κατέσβεσε την φλόγα μού είπε και ότι ήλθεν η μήτηρ μου». Ταύτα δε εκείνων λεγόντων κατέφθασε και η Αγία Φιλίππα, ήτις, μαθούσα ότι ο υιός της ευρίσκεται εις την κάμινον, εξέσχιζε τα ενδύματά της και ανέσπα τας τρίχας της κεφαλής της, τρέχουσα δε ήλθεν εις την κάμινον και έλεγεν· «Ω Δέσποτα των όλων, ενώ ακόμη ήτο εις την κοιλίαν μου το τέκνον μου, μου είπες ότι μέλλει να δοξασθή από πολλούς και να το ονομάσω Θεόδωρον· πως λοιπόν τώρα το παράδωσες εις το πυρ»; Ο δε μακάριος Θεόδωρος, ιδών ταύτην τόσον βαθέως λυπουμένην, είπεν· «Ω μήτερ, διατί έκαμες τούτο; Εγώ παρεκάλεσα τον Θεόν, να έλθη να ίδης τον αγώνα μου και συ πως φρονείς τα του κόσμου; Πήγαινε λοιπόν και στολίσου ως νύμφη Χριστού, δια να μη χαρή ο διάβολος». Τότε η μακαρία εκείνη, υπακούσασα ευθύς και στολισθείσα, έπεσεν εις την γην προ της καμίνου, ευχομένη και λέγουσα· «Κύριέ μου Ιησού Χριστέ, ιδού προσφέρω εις θυσίαν αυτόν τον καρπόν της κοιλίας μου και πρόσδεξαι αυτόν ως τον Ισαάκ και ως θυμίαμα ευώδες ενώπιόν Σου, Κύριε». Ταύτα δε ειπούσα είπε προς τον Μάρτυρα· «Τέκνον μου Θεόδωρε, μοι απεκαλύφθη ότι μέλλεις να λάβης σταυρικόν θάνατον, τους δε συντρόφους σου μέλλουν να κατακόψουν με τα ξίφη των». Οι δε στρατιώται ακούσαντες τούτο εχάρησαν περισσότερον. Εγερθείς λοιπόν ο ηγεμών το πρωί, είπε προς τους συμβούλους του· «Εγώ νομίζω ότι ουδέ οστούν των αθλίων εκείνων δεν απέμεινεν εις την κάμινον». Εις δε των υπηρετών είπε προς τον ηγεμόνα· «Δέσποτα ηγεμών, ημείς κατά την προσταγήν σου επράξαμεν». Ενώ δε έμελλον να ανοίξουν την κάμινον και να εισέλθουν εντός αυτής, επεκαλέσθη ο Θεόδωρος το όνομα του Χριστού και ευθύς εσβέσθη η φλοξ. Η δε μήτηρ του Θεοδώρου, ελθούσα, τους ενουθέτει να μη θυσιάσουν και τοσούτον εχαίρετο, ως να έκαμνε τους γάμους του υιού της. Τότε ήλθε και ο ηγεμών επί τόπου και ιδών την μακαρίαν Φιλίππαν, την εκάλεσε και της είπε· «Συ είσαι η μήτηρ του Θεοδώρου;» Η δε Φιλίππα απεκρίθη· «Ναι». Λέγει ο ηγεμών· «Νουθέτησον τον υιόν σου να θυσιάση, δια να ζήση, ίνα μη απομείνης και συ άτεκνος εις την ζωήν ταύτην». Τότε η μακαρία Φιλίππα, άνωθεν ενδυναμωθείσα, απεκρίθη· «Άκουσον, ω ηγεμών, ο ουρανός και η γη παρελεύσονται, οι δε λόγοι Κυρίου ου μη παρέλθωσι· ο Κύριός μας μού απεκάλυψεν ότι πρέπει να σταυρωθή ο υιός μου. Μη πλανάσαι λοιπόν, ω ηγεμών, διότι ημείς δεν θυσιάζομεν εις δαίμονας αναισθήτους». Λέγει πάλιν ο ηγεμών· «Εφ’ όσον λοιπόν και συ επληροφορήθης περί σταυρικού θανάτου του υιού σου, προστάζομεν και ημείς, επειδή δεν πείθεται εις τα προστάγματα τού βασιλέως, να σταυρωθή, τους δε δύο στρατιώτας, οι οποίοι απεστάτησαν, να τους καύσουν εις την κάμινον». Επρόσταξε δε ακόμη να αποκεφαλίσουν και την μητέρα του Αγίου. Εξήγαγον λοιπόν οι στρατιώται τον Άγιον εκ της καμίνου και τον ωδήγουν ίνα τον σταυρώσουν· τους δε δύο στρατιώτας ελόγχευσαν μέσα εις την κάμινον και τους εθανάτωσαν. Φθάσας δε εις τον τόπον ο Άγιος και ιδών τον σταυρόν καρφωμένον εις την γην, είπε· «Χαίροις Σταυρέ, καύχημα των Χριστιανών· χαίροις αμαρτιών λυτρωτά, Δικαίων στερέωμα, κλίμαξ ουράνιος, Προφητών κήρυγμα, εσκοτισμένων φωστήρ, κήρυξ αληθινέ των του Χριστού παθών, των πιστών η ανάστασις, των νεκρών η άφθονος πηγή. Δια σου οι προσερχόμενοι ζωήν αιώνιον κληρονομούσι· πρόσδεξαί με εν ιλαρότητι, όπως τον εν Σοι κρεμασθέντα σαρκί Θεόν άφθαρτον, ίνα Τούτον δοξάζω εις τους αιώνας· αμήν». Ευθύς δε ως ετελείωσε τον χαιρετισμόν του Σταυρού, παρεκάλει τους δημίους λέγων· «Κρεμάσετέ με με την κεφαλήν προς την γην και όχι όρθιον, ως τον Κύριόν μου Ιησούν Χριστόν». Οι δε δήμιοι είπον· «Όχι, αλλά καθώς επροστάχθημεν». Στήσαντες δε τον Άγιον εις τον Σταυρόν, τον εκάρφωσαν με τα καρφία, ο δε μακάριος με μεγάλην φωνήν εκραύγαζε· «Τώρα σε κατεπάτησα, διάβολε, τώρα κατησχύνθης· δεν σε φοβούμαι λοιπόν πλέον, διότι κρατώ τους κλάδους του ξύλου της ζωής». Αλλά και η μακαρία Φιλίππα απαγομένη εις τον τόπον της τελειώσεως έλεγεν· «Ιδού, Κύριέ μου Ιησού Χριστέ, το ποτήριον το οποίον έπιες δι’ ημάς, το αυτό πίνει και το τέκνον μου ο Θεόδωρος δια το όνομά Σου. Ενθυμού λοιπόν, Κύριε, και ημάς τους αμαρτωλούς και γενέσθω εις ημάς η ευωδία σου Χριστέ εις τους αιώνας». Και ταύτα ειπούσα ετελειώθη δια ξίφους. Ο δε Άγιος Θεόδωρος έμεινεν επάνω εις τον Σταυρόν τρεις ημέρας και επειδή δεν ηδύνατο η ψυχή να χωρισθή απ’ αυτού εβόησε προς Κύριον, λέγων· «Αββά ο Πατήρ, δέξαι μου το πνεύμα» και ομού με τον λόγον παρέδωκεν ευθύς την αγίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού. Οι δε πιστοί Χριστιανοί, λαβόντες τα τίμια Λείψανα των Μαρτύρων και ανεγείραντες Ναόν προς τιμήν των τα ενεταφίασαν εν αυτώ. Ετελειώθη δε ο Άγιος Θεόδωρος, η Αγία μήτηρ αυτού Φιλίππα ως και οι δύο γενναίοι στρατιώται, Σωκράτης και Διονύσιος, κατά μήνα Απρίλιον τη δεκάτη και ενάτη αυτού, βασιλεύοντος Αντωνίνου, δι’ ημάς όμως εβασίλευεν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, Ω η δόξα και το κράτος, άμα τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου