Αγαθάγγελος ο ένδοξος του Χριστού νέος Οσιομάρτυς, της Αίνου το βλάστημα και της σεβασμίας Μονής του Εσφιγμένου το καύχημα, ήθλησεν εν Σμύρνη ολίγον προ της Ελληνικής Επαναστάσεως. Τούτου τον θαυμάσιον Βίον και το υπέρ της αγάπης του Χριστού Μαρτύριον μετά πολλής της προσοχής ακούσατε, ίνα πολλήν και υμείς την ωφέλειαν λάβητε. Διότι και ειδικώτερον δια το Μαρτύριον του μακαρίου τούτου Νεομάρτυρος Αγαθαγγέλου, αλλά και γενικώτερον δι’ όλα τα Μαρτύρια και τους Βίους των επί Τουρκοκρατίας διαλαμψάντων Αγίων γνωστόν είναι εις πάντας ποίαν ωφέλειαν επροξένησαν ταύτα εις το πολυπαθές γένος ημών, κατά τους σκοτεινούς χρόνους της δουλείας.
Δια τούτο και οι κατά την εποχήν εκείνην συναθροίσαντες τα Μαρτύρια και τους Βίους των Αγίων ανδρών και εις την απλήν αυτά μεταφράσαντες, μεγάλως ωφέλησαν το έθνος, αφού δι’ αυτών επεξειργάσθησαν, μετά την αιχμαλωσίαν, την του γένους αποκατάστασιν. Διότι που τότε σχολεία, που διδάσκαλοι, που Πνευματικοί Πατέρες; Σπάνια ήσαν τα πάντα· μηδαμινά και ανίσχυρα τα ημέτερα· η πλημμύρα της ασεβείας πολλή, το κακόν επροχώρει και ηπείλει να παρασύρη εις την απώλειαν όλα τα εν δυστυχία βιούντα υπολείμματα των ομογενών μας. Δόξα όμως τω Αγίω Θεώ τω μη τελείως παραχωρήσαντι την εξαφάνισιν του γένους ημών δια τας αμαρτίας ημών. Διότι, Χάριτι Χριστού, ευρέθησαν και τότε άνθρωποι ζηλωταί και ορθά φρονούντες, οίτινες ηγωνίσθησαν και μετέφρασαν εις το απλούν τους Βίους των Αγίων και τούτο συνεκράτησε κατά μέγα μέρος τον χείμαρρον της ασεβείας, διεφύλαξε το έθνος ακέραιον, ελάφρυνε τον ζυγόν της δεινής αιχμαλωσίας, επαρηγόρησε τους απελπιζομένους υπό αφορήτων ψυχικών κακών Χριστιανούς, τους οποίους κατέστησεν υπομονητικούς και καρτερικούς εις τα βάσανα. Κατά μίμησιν λοιπόν των παλαιοτέρων διδασκάλων δεν παρέλειψαν και οι μεταγενέστεροι να συνθέτωσι τους Βίους και τα Μαρτύρια των νεωτέρων Αγίων προς τον αυτόν κοινωφελή σκοπόν, τούτο δε μέχρι και της σήμερον ενεργείται. Τούτους μιμούμενος και εγώ ο ελάχιστος και ανάξιος, επεχείρησα να συνθέσω το Μαρτύριον του Αγίου τούτου Οσιομάρτυρος Αγαθαγγέλου του εν Σμύρνη αθλήσαντος κατά το έτος αωιθ΄ (1819) εν μηνί Απριλίω τη 19η. Ο αγγελώνυμος ούτος Άγιος, ο πολλών επαίνων άξιος, εβλάστησεν εκ της πόλεως Αίνου, της εν τη Θράκη ευρισκομένης, γονείς έχων πτωχούς μεν κατά την περιουσίαν, πλουσίους δε κατά την ευσέβειαν. Ο πατήρ του ωνομάζετο Κωνσταντίνος, η δε μήτηρ του Κρυσταλλία. Ωνόμασαν δε αυτόν κατά το Άγιον Βάπτισμα Αθανάσιον. Επειδή δε έμεινεν ορφανός εκ πατρός πολύ νέος και δεν είχε τα προς το ζην αναγκαία, ήρχισε να ταξιδεύη με τα πλοία των συμπατριωτών του, ότε συνεδέθη δια φιλίας με τινα Αναστάσιον και συνεταξίδευε με αυτόν χωρίς να χωρίζωνται. Επειδή δε συνέβη να προσληφθή ο Αναστάσιος εις τουρκικόν πλοίον, συνηκολούθησε και ο Αθανάσιος, μετά δε καιρόν, αναχωρήσαντος του Αναστασίου από το πλοίον εκείνο, ηθέλησε και ο Αθανάσιος να αναχωρήση. Αλλ’ ο πλοίαρχος, ως Αγαρηνός, ημπόδισεν αυτόν τυραννικώς, ο δε Αθανάσιος, νέος ων και άπειρος των πολιτικών πραγμάτων, φοβηθείς, παρέμεινε. Προϊόντος δε του καιρού βλέπων ο ρηθείς Τούρκος τα προτερήματα και την επιδεξιότητα του Αθανασίου ήρχισε να επιβουλεύεται την ευσέβειάν του, προσπαθών να τον μεταφέρη εις την ασέβειάν του, κατόπιν δε να τον υιοθετήση ίνα καταστήση τούτον κληρονόμον του. Αλλά τον λογισμόν του τούτον εφύλαττεν από αυτόν μυστικόν, έως ότου εύρη καιρόν κατάλληλον να φέρη εις έργον το μελετώμενον. Μετά παρέλευσιν τριών ετών, πλέοντες από Κωνσταντινουπόλεως εις Σμύρνην, έφερον μεθ’ εαυτών εν τω πλοίω και τον κριτήν της Σμύρνης, όστις, βλέπων την ευπείθειαν και την προθυμίαν του νέου τούτου εις τας διαφόρους ενασχολήσεις του, την ιδιαιτέραν του επιμέλειαν εις την παράστασιν της τραπέζης του, ως και τα λοιπά του προτερήματα, παρεκίνησε και αυτός τον πλοίαρχον να πράξη παντοιοτρόπως, ίνα διαστρέψη τον νέον από την ευσέβειαν και μεταφέρη τούτον εις την ασέβειάν των. Εκ ταύτης λοιπόν της παρακινήσεως θερμανθείς έτι μάλλον ο ασεβής εκείνος, απεφάσισε να εκτελέση το μελετώμενον. Όμως γινώσκων το φυσικόν του νέου ιδίωμα, ότι δηλαδή με κολακείας ήτο αδύνατον να τον καταπείση, εσκέφθη να μεταχειρισθή βίαν. Και επειδή κατ’ εκείνας τας ημέρας ο μεν νέος εζήτει επιμόνως τον μισθόν της εκδουλεύσεώς του δια να αναχωρήση από αυτόν, ο δε ασεβής εμελέτα να εκτελέση τον σκοπόν του, απεφάσισε να μεταχειρισθή το ταχύτερον τρόπον απότομον προτού ο νέος αναχωρήση. Όθεν το εσπέρας της ημέρας εκείνης, κατά την οποίαν έλαβε την τοιαύτην απόφασιν, διέταξε τον νέον να ανάψη τον φανόν και να προπορεύεται, διότι ήθελε τάχα να υπάγη εις τι μέρος. Ενώ δε επορεύοντο εις οδόν εις την οποίαν ήσαν μνημεία τουρκικά, κρατήσας αίφνης ο βάρβαρος τον νέον έσυρεν αυτόν εις τα ενδότερα του πολυανδρίου (νεκροταφείου) και ευθύς ανασπάσας την μάχαιραν επεχείρει να τον φονεύση. Και πρώτον μεν ενέπηξεν αυτήν εις τα ψαχνά του νέου, όπου αρκετά τον επλήγωσε, κατόπιν δε την έφερεν εις τον τράχηλον. Εκπλαγείς τότε ο νέος δια το εξαφνικόν και ανέλπιστον τούτο επιχείρημα παρεκάλει αυτόν περίφοβος, θρηνών και ενθυμίζων εις αυτόν τας παλαιάς εκδουλεύσεις του. Εκείνος όμως απεκρίθη, ότι του είναι αδύνατον να τον αφήση ζωντανόν, επειδή τον επλήγωσε και εφοβείτο την εξουσίαν, εκτός μόνον εάν εγίνετο ομόπιστός του. Προσέθεσε δε και ταύτα· «Ειπέ μόνον ότι γίνεσαι Τούρκος και να σε αφήσω ελεύθερον». Νομίσας τότε ο νέος, ότι η μαρτυρία εκείνου δεν ίσχυε, διότι όλοι τον εγνώριζον ως ψεύστην και κακοποιόν, είπε καθ’ εαυτόν· «Ας είπω τώρα τον λόγον αυτόν δια να λυτρωθώ από τας χείρας τού αιμοβόρου τούτου και αύριον τον αρνούμαι και ούτω αναχωρώ». Ο δε τοιούτος λογισμός ήτο του σατανά, ίνα εξωθήση αυτόν να εξομόση. Όθεν εξεφώνησε, φεύ! ότι γίνεται Οθωμανός και τοιουτοτρόπως ο Αθανάσιος έγινε προς ώραν αλλότριος της αθανασίας· το αρνίον του Χριστού έγινε δούλος ελεεινός του διαβόλου. Διότι ο ασεβέστατος εκείνος ευθύς τον ησπάσθη και με οθωμανικόν όνομα τον ωνόμασε, φρονών, ως φαίνεται, ότι η κατόπιν βίας και τυραννίας δια μόνου του στόματος ομολογία ήτο ευπρόσδεκτος εις τον Θεόν· ήτο δε τότε ώρα έκτη της νυκτός, δηλαδή μεσονύκτιον, οπότε ως ήτο φυσικόν πάντες εκοιμώντο, ο δε ασεβής ηγρύπνει με τον σκοπόν να προσφέρη θυσίαν εις τον σατανάν. Όθεν περιχαρώς, αν και εις τοιαύτην προκεχωρημένην ώραν της νυκτός, έφερεν αυτόν εις το κριτήριον και αμέσως έπεμψε και εξύπνησε τον κριτήν με πολλήν βίαν. Ο δε, εγερθείς και μαθών ταύτα υπερεχάρη· διότι ήτο ο αυτός περί του οποίου είπομεν ανωτέρω. Ο δε νέος, στρέφων ένθεν κακείθεν, δεν έβλεπεν ουδέ ένα Χριστιανόν, αλλά κύνες πολλοί περιεκύκλωσαν αυτόν και με πολλήν επιμονήν έλεγον εις αυτόν να εκφωνήση την ολεθρίαν ομολογίαν της θρησκείας των. Αυτός δε πάλιν είπε καθ’ εαυτόν, συνεργεία βεβαίως του σατανά· «Ας είπω και τώρα τα αυτά, και έπειτα κατά την νύκτα ταύτην φεύγω και κρύπτομαι». Από της στιγμής ταύτης όμως δεν άφησαν πλέον αυτόν μόνον έως ου και την άνομον περιτομήν ενήργησαν επ’ αυτού. Μετ’ ολίγας όμως ημέρας ασθενήσας βαρέως ελυπείτο, φοβούμενος μήπως αποθάνη εις την ασέβειαν, αλλ’ αναλαβών, ελέει Θεού, εζήτησεν άδειαν παρά του αυθέντου του, ίνα απέλθη εις την πατρίδα του, δια να ίδη δήθεν την μητέρα και τους αδελφούς του. Ο δε Αγαρηνός, δηλώσας δια γραμμάτων την υπόθεσιν εις τους εκεί ομοπίστους του, έδωσεν εις αυτόν την άδειαν να αναχωρήση. Αφού λοιπόν έφθασεν ο νέος εις την Αίνον δεν έκρινεν εύλογον αμέσως από την πατρίδα και τους συγγενείς του να προσδράμη εις τον λιμένα της σωτηρίας του, τον Άθω, αλλ’ απελθών εις Κωνσταντινούπολιν, επέστρεψε πάλιν εις την Αίνον, όπου αφήσας εις την μητέρα του ό,τι είχε προς παρηγορίαν αυτών, προσεποιήθη ότι εσυγχύσθη με αυτούς και μεταβάς εις τον κριτήν έλαβε παρ’ αυτού γράμμα, ότι εις το εξής ούτε αυτός θα έχη αυτούς γονείς και αδελφούς, ούτε εκείνοι υιόν και αδελφόν, ούτε να μετέχη ούτος ή εκείνοι να μετέχωσι των εκάστου πραγμάτων. Έπειτα επέστρεψε πάλιν εις Σμύρνην προς τον αυθέντην του και έμεινεν ολίγον καιρόν μετ’ αυτού. Συγχυσθείς όμως μετ’ αυτού δια οικονομικήν διαφοράν, ολίγον έλειψε να φονευθή υπ’ εκείνου, κτυπηθείς δια ξύλου και μαχαίρας. Τούτο το συμβάν έδωκε αιτίαν εις τον νέον να αναχωρήση όπου βούλεται, άνευ τινός υποψίας· και την πρώτην νύκτα της ενάρξεως της μυσαράς εκείνων νηστείας, ανεχώρησε δια θαλάσσης και έκτοτε ήρχισε να εγείρεται εκ του πτώματος, αναλαβών πάλιν το όνομά του Αθανάσιος, το καθ’ αυτό, όπερ έλαβε κατά την ώραν του θείου Βαπτίσματος. Μετά όμως την εκ Σμύρνης φυγήν του εδοκίμασεν ο νέος πολλούς κινδύνους επ’ αρκετόν καιρόν και ηναγκάσθη να ταξιδεύη από τόπου εις τόπον. Διότι ο μιαρός εκείνος αυθέντης του, όταν ηννόησε την φυγήν του, εσυκοφάντησεν αυτόν, ότι του έκλεψεν ικανήν ποσότητα χρημάτων και λαβών έγγραφον εξουσίαν παρά της διοικήσεως, περιήρχετο διαφόρους τόπους ζητών αυτόν. Αλλ’ αυτός, διασωθείς τη του Θεού βοηθεία, ήλθεν εις το Άγιον Όρος, ενδεδυμένος με ιμάτια πενιχρά χριστιανικά. Και πρώτον μεν επεσκέφθη Μοναστήρια τινα και Σκήτας, εξομολογούμενος εις πολλούς Πνευματικούς και ζητών καταφύγιον· έπειτα δε, με συμβουλήν Πνευματικού τινός εναρέτου, ήλθεν εις το ιερόν Κοινόβιον του Εσφιγμένου, όπου τον εδέχθη ο Ηγούμενος Ευθύμιος, αφού πρότερον τον εξωμολόγησεν ειλικρινώς και εγνώρισεν όλα τα κατ’ αυτόν. Τότε ώρισεν αυτόν ο Ηγούμενος εις την υπηρεσίαν της τραπέζης, όπου και υπηρέτει αόκνως και με μεγάλην προθυμίαν. Ο δε πονηρός διάβολος, φθονήσας δια την σωτηρίαν του, ήρχισε πρώτον να τον ενοχλή με λογισμούς, τόσον σφοδρώς, ώστε δεν ηδύνατο καθόλου να ησυχάση. Εξομολογηθείς όμως και επικαλεσθείς το σωτήριον όνομα του Χριστού και το της Θεοτόκου, ενίκησε τον πειράζοντα. Αλλ’ ο πονηρός διάβολος, νικηθείς εις τον πόλεμον της προσβολής των λογισμών, επετέθη δια νυκτός κατά της φαντασίας τούτου του Οσίου και ούτω του εφάνη ότι μεταβάς εις καφενείον φίλου του Αγαρηνού, ενώ ούτος πρότερον του έκαμνε πολλάς περιποιήσεις, τώρα ουδέ εστράφη δια να τον ίδη, άλλοι δε τινες Αγαρηνοί, καθήμενοι εκεί πλησίον, έλεγον εις τον καφεπώλην· «Δεν ομιλείς εις τον φίλον σου;» Τότε εκείνος, στραφείς δήθεν προς αυτόν, είπε· «Φίλε, πως ήλθες εις τοιαύτην κατάστασιν και τίνος ένεκεν έφυγες από τον αφέντην σου και ήλθες εις τους Μοναχούς να ταλαιπωρήσαι; Δεν μας λυπείσαι, φίλε, διότι τόσον εκοπιάσαμεν ίνα σε καταστήσωμεν ευτυχή, τώρα δε μας αφήνεις δια να υπάγης μετά των θανασίμων εχθρών μας;» Ενώ δε ταύτα έλεγεν ο καφεπώλης, συνέκλαιον μετ’ αυτού και όλοι οι άλλοι φαινόμενοι ως Αγαρηνοί, εις την πραγματικότητα όμως δαίμονες, τόσον ώστε και αυτός ο Αθανάσιος εδάκρυσεν. Ότε δε εξύπνησε με τον ήχον του κώδωνος, την έκτην ώραν της νυκτός, ήσαν οι οφθαλμοί του δακρυσμένοι και εθαύμαζε τι να ήτο το όνειρον. Κατόπιν εξελθών του κελλίου του και ευρισκόμενος έξω του δώματος του προς την θάλασσαν, είδεν οφθαλμοφανώς άνθρωπον τινα καθήμενον εις την παραλίαν και ρίπτοντα πετράδια εις την θάλασσαν. Εκπλαγείς τότε έλεγε με τον λογισμόν του· «Τι άραγε ζητεί ο άνθρωπος ούτος τοιαύτην ώραν έξω της Μονής;» Ο δε φαινόμενος, στραφείς, είπε προς αυτόν· «Τι νομίζεις λοιπόν; Εδώ θα σε αφήσω;» Ταύτα δε ειπών, έρριψε κατ’ αυτού μίαν πέτραν, ήτις αφού διήλθε πλησίον της κεφαλής του, έκρουσε τον τοίχον. Ως είδε τούτο ο Αθανάσιος, εννόησε τι εδήλου το όνειρον και τι εσήμαινον οι λογισμοί του. Όθεν εισελθών ευθύς εις το κελλίον του έπεσε κατά γης και εδέετο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου να λυτρωθή από τας παγίδας του διαβόλου, ίνα μη δυνηθή ο διάβολος να τον εξώση από το Κοινόβιον. Μετά δε μακράν προσευχήν ησθάνθη γαλήνην τινά, οι δε πονηροί λογισμοί διεσκεδάσθησαν. Μετά πάροδον αρκετού καιρού, ενώ εξετέλει υπηρεσίαν εις τόπον τινά, εις τον οποίον ήτο καπνός, επόνεσαν οι οφθαλμοί του, στενοχωρηθείς δε από τον καπνόν δεν ηδυνήθη να παρευρεθή εις την εσπερινήν Ακολουθίαν. Όταν λοιπόν ήλθεν εις το κελλίον του συνετρίβη η καρδία του και κατανυγείς ήρχισε να κλαίη πικρώς λέγων· «Οίμοι τω ταλαιπώρω! Εάν τοσούτον πόνον μόνον δεν δύναμαι να υποφέρω, πως θα δυνηθώ να υπομείνω Μαρτύριον;» Ταύτα δε διαλογιζόμενος έπεσεν εις προσευχήν και έκαμνε μετανοίας μεγάλας γονυκλιτάς, επί δύο ώρας, δεόμενος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και της Υπεραγίας Θεοτόκου, ίνα τον ενισχύσωσιν, ώστε να παραδοθή εν γαλήνη εις το ποθούμενον Μαρτύριον. Καθώς δε προσηύχετο, απεκοιμήθη ολίγον. Και ιδού είδεν εν οράματι γυναίκα ωραιοτάτην και ένδοξον, ήτις ήτο η Άχραντος Δέσποινα, και έλεγε εις αυτόν· «Τι λυπείσαι, τέκνον, και αδημονείς;» Ο δε απεκρίθη· «Πως να μη λυπούμαι, Κυρία μου; Εγώ ο τρισάθλιος, προς τας άλλας μου αμαρτίας ηρνήθην και τον Κύριόν μου ενώπιον τού πονηρού κριτηρίου και εδέχθην την πλάνην των ασεβών, τώρα δε επιθυμώ να υπάγω να ομολογήσω πάλιν τον Κύριόν μου Θεόν αληθινόν ενώπιον των τυράννων, να τιμωρηθώ δε παρ’ αυτών και να θανατωθώ δια το Άγιόν Του Όνομα. Αισθάνομαι όμως τον εαυτόν μου πολύ ασθενή και τούτο με κάμνει να αδημονώ τα μέγιστα». Του λέγει τότε η Κυρία Θεοτόκος· «Έχε θάρρος, τέκνον μου, διότι θα απολαύσης το ποθούμενον Μαρτύριον, αλλά να υπάγης εις την Σμύρνην να βεβαιώσης εκείνα τα οποία έγιναν εις την Αδριανούπολιν, διότι οι εκεί ευρισκόμενοι ακούοντες ταύτα δεν τα πιστεύουσιν. Ύπαγε δε τώρα, διότι είναι καιρός κατάλληλος». Εξυπνήσας ο Όσιος ηγέρθη πάραυτα ένδακρυς εκ της πολλής χαράς και ευχαριστών την Υπεραγίαν Θεοτόκον, κατησπάζετο τον τόπον όπου είδεν Αυτήν. Το δε πρωί ήλθε προς τον Ιεροδιδάσκαλον Γερμανόν, προς τον οποίον ο Ηγούμενος τον είχε συστήσει, ίνα τον καθογηθή εκθέτων εις αυτόν τους λογισμούς του και ακούων τας συμβουλάς του. Διηγήθη λοιπόν προς αυτόν λεπτομερώς τα συμβάντα. Ακούσας δε ταύτα ο Γερμανός, είπε προς αυτόν να μη παραδέχεται ευκόλως τα ενύπνια, διότι πολλαί είναι αι παγίδες του πονηρού. Κατόπιν, αφού παρέλαβεν αυτόν, ήλθον αμφότεροι προς τον Ηγούμενον, εις τον οποίον διηγήθη άπαντα τα οραθέντα, ως συνέβησαν. Ακούσας ταύτα ο Ηγούμενος διέταξε τον Γερμανόν να απέλθη προς τον πρώην Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριον τον Ε΄, παροικούντα τότε, ως εξόριστον, εις την Ιεράν Μονήν των Ιβήρων. Ευθύς δε ως έφθασε προς αυτόν ο Γερμανός, ήρχισεν ο Πατριάρχης να διηγήται, ότι κατ’ αυτάς εις την Αδριανούπολιν εμαρτύρησαν τινες με τόσην σταθερότητα και πίστιν, ώστε εθαύμασαν και αυτοί οι ασεβείς και ότι έλαβε γράμμα περί της τοιαύτης ειδήσεως. Τότε και ο διδάσκαλος Γερμανός, λαβών αφορμήν, διηγήθη εις τον Πατριάρχην λεπτομερώς άπαντα τα υπό του Αθανασίου οραθέντα. Ο δε Πατριάρχης, ταύτα ακούσας, εδόξασε δακρυρροών τον Θεόν, τον διαφόρως οικονομούντα την σωτηρίαν των αμαρτωλών. Έπειτα είπεν εις τον Γερμανόν· «Αυτά όλα, τέκνον μου, είναι αληθή και εκ Θεού και ουχί εξ απάτης του πονηρού, διότι αύτη η οραθείσα γυνή ήτο η Κυρία ημών Θεοτόκος. Απερχόμενος δε εν ειρήνη, φρόντισον να εξοικονομήσετε τον νέον, προγυμνάζοντες αυτόν εις το Μαρτύριον, το οποίον και εγώ εύχομαι· ειπέ όμως εις αυτόν να έχη υπομονήν έως τέλους της αγίας Τεσσαρακοστής, ίνα προγυμνασθή καλώς και τότε ας υπάγη με του Θεού την χάριν». Ταύτα παρά του Πατριάρχου πληροφορηθείς ο Γερμανός απήλθεν εις το Κοινόβιον και ανήγγειλεν εις τον Ηγούμενον τα της μετά του Πατριάρχου συνομιλίας του, διεβίβασε δε και εις τον Αθανάσιον τας ευχάς και ευλογίας του Πατριάρχου, προσέθεσε δε εις αυτόν ότι η γνώμη του Πατριάρχου και του Ηγουμένου είναι σύμφωνος, να έχη όμως υπομονήν μέχρι του τέλους της αγίας Τεσσαρακοστής, δια να προγυμνασθή καλώς και ούτω να γίνη νόμιμος η άθλησίς του. Εις τους λόγους τούτους υπήκουσεν, ως ευπειθέστατος υιός της ευλογίας, ο μακάριος, αδημονών όμως ηρίθμει τας ημέρας ως έτη και τας ώρας ως μήνας, εκκαιόμενος από τον ένθεον και διάπυρον πόθον του Μαρτυρίου. Εις το διάστημα δε τούτων των ημερών ανέγνωσεν εις αυτόν ο Πνευματικός τας ιλαστικάς ημερινάς ευχάς, επί ημέρας οκτώ και προς το τέλος αυτών έχρισε τούτον δια του Αγίου Μύρου, κατά τον τύπον. Όταν δε έφθασεν η αγία Τεσσαρακοστή, ώρισεν ο Ηγούμενος να απέλθωσιν ο διδάσκαλος Γερμανός και ο Αθανάσιος εις την Σκήτην των Ιβήρων του Τιμίου Προδρόμου και να μείνωσιν αρκετάς ημέρας εν τη καλύβη του Πνευματικού Νικηφόρου, ίνα προετοιμασθή ο Αθανάσιος παρα του Μοναχού Γρηγορίου, όστις πρότερον παρεσκεύασε τέσσαρας Οσιομάρτυρας, ήτοι τον Ευθύμιον, τον Ιγνάτιον, τον Ακάκιον και τον Ονούφριον, τους οποίους συνώδευσεν εις το Μαρτύριον και έφερε τα άγια αυτών Λείψανα εις την καλύβην αυτών. Πορευθέντες δε ησπάσθησαν ευλαβώς τα άγια τούτων Λείψανα, τα οποία ευθύς ως είδεν ο Αθανάσιος ηγαλλιάσατο σφόδρα και εθερμάνθη η ψυχή του έτι περισσότερον δια το Μαρτύριον. Αλλ’ ο μεν Πνευματικός και η συνοδεία αυτού υπεδέχθησαν αυτούς φιλοφρόνως, ο δε μισόκαλος εκίνησε τον γειτονεύοντα προς αυτούς, όστις εφθόνει τον Πνευματικόν αυτόν και εκ του πονηρού κινούμενος έκαμε τρόπον και τους απεδίωξεν εκείθεν. Όθεν επέστρεψαν εις το Κοινόβιον, ώρισε δε τότε ο Ηγούμενος ο μεν Αθανάσιος να εγκλεισθή εις κελλίον και να αρχίση τους προπαρασκευαστικούς αγώνας προς την άθλησιν, κατά την οδηγίαν του προρρηθέντος Γρηγορίου, ο δε Γερμανός να επισκέπτεται αυτόν και να τον νουθετή. Ούτω λοιπόν ο Γερμανός ελθών ενουθέτει τον Αθανάσιον παραστήσας τα πράγματα επί το υπερβολικώτερον, απαριθμών τα είδη των βασάνων, την αγριότητα των τυράννων, την ωμότητα των βαρβάρων, το επικίνδυνον του εγχειρήματος, ως και τας λοιπάς απανθρώπους πράξεις των κρατούντων και τέλος είπεν εις αυτόν, ότι δεν θα ηδύνατο να τον συνοδεύση. Ούτος ο λόγος τόσον σκληρός του εφάνη, ώστε έκλαιε πικρώς καθ’ όλην την νύκτα, το δε πρωί έδωκεν εις τον Γερμανόν μικράν επιστολήν εις την οποίαν έγραφεν ούτως· «Άγιε Πάτερ, άκουσον· παραδίδω το σώμα μου εις χείρας σου την άλλην Κυριακήν και δοκίμασόν με ως βούλεσαι με σίδηρον, με αλύσεις, κρέμασόν με κάτω από το τειχόκαστρον και εάν θελήσης πάρε με εις το κοιμητήριον να μεταφέρω λίθους· ακόμη και ό,τι άλλο θέλεις ποίησον εις εμέ. Όλα τα δέχομαι με ευχαρίστησιν. Διότι την άλλην Κυριακήν θέλω να απέλθω εις Αίνον, ίνα λάβω εκείθεν τα ξένα ενέχυρα και την ευχήν τής μητρός μου, να υπάγω δε αμέσως απ’ εκεί εις το Μαρτύριον και άλλως δεν θέλω πράξει. Εάν όμως φοβήσαι να έλθης μετ’ εμού, μη έρχεσαι, διότι χωρίς την θέλησίν σου δεν δύναμαι να σε πάρω. Η γνώμη μου όμως είναι αυτή· ύπαγε λοιπόν εις τον Γέροντα και αφού ειπής όλα ταύτα, δος μοι απόκρισιν δια να γνωρίζω». Την επιστολήν ταύτην αναγνώσας ο Γερμανός, προσήλθεν ευθύς εις τον Ηγούμενον και επέδειξε ταύτην προς αυτόν. Ο δε Ηγούμενος έστειλεν αυτόν πάραυτα προς τον Αθανάσιον, όστις και του είπεν· «Αγαπητέ αδελφέ, μεγάλως εχάρημεν δια τον πόθον τον οποίον έχεις να δοκιμασθής τώρα από ημάς με βασανιστήρια δια την αγάπην του Κυρίου, δεν είναι όμως ανάγκη να λάβης κανέν εξ όσων γράφεις εις την επιστολήν σου, διότι, καθώς φαίνεται, τα έλαβες όλα μαζί με την προαίρεσίν σου. Είθε λοιπόν να ευοδώση ο Κύριος τον σκοπόν σου. Άρχισον δε τον αγώνα σου από τώρα μόνον με νηστείαν και προσευχάς, μετανοίας δε ποίησον όσας δύνασαι και εγώ θέλω έλθει ως συνοδός σου». Ταύτα ακούσας ο Αθανάσιος ησθάνθη μεγάλην παρηγορίαν και ήρχισε μετά προθυμίας να νηστεύη και να προσεύχηται. Μετά παρέλευσιν δύο εβδομάδων εκλείσθη, κατόπιν εντολής του Ηγουμένου, εις ένα από τους πύργους της Μονής, όπου ελάμβανε μόνον ολίγον άρτον και ύδωρ και έκαμνε μετανοίας μεγάλας έως χιλίας πεντακοσίας το ημερονύκτιον, άλλας δε μικροτέρας έως τέσσαρας χιλιάδας, καθημερινώς δε ηύξανε και τον αριθμόν. Κατά δε την πρώτην νύκτα, καθ’ ην εκλείσθη εις τον πύργον, ήκουεν έξωθεν φωνάς και ταραχάς πολλάς, αίτινες ετάραττον αυτόν δι’ όλης της νυκτός· αλλ’ αυτός με την αδιάλειπτον προσευχήν τας ενίκησε. Την δε δευτέραν νύκτα έβλεπεν όχι μόνον οφθαλμοφανώς, αλλά και με κεκλεισμένους τους οφθαλμούς του πλήθη αιθιόπων τρέχοντα άνω και κάτω και ταράττοντα αυτόν. Όμως δια της προσευχής του και τούτους ενίκησε και διεσκόρπισε. Την τρίτην νύκτα ολίγον τι τον ηνώχλησαν και την τετάρτην ουδέν πλέον εφάνη, δια τούτο και πολύ εστενοχωρείτο. Την επομένην διηγήθη όλα ταύτα εις τον Γερμανόν, ούτος δε είπε προς αυτόν, εάνήθελε να εξέλθη του πύργου. Ο Αθανάσιος όμως δεν ηθέλησεν, ίνα μη φανή εις τους εχθρούς ως λιποτάκτης. Του είπεν ακόμη ο Γερμανός αν ήθελε να παραμείνη και ούτος μετ’ αυτού, αλλ’ ουδέ τούτο εδέχθη, ειπών· «Μόνος μου θέλω να μείνω με την βοήθειαν του Κυρίου και της Θεοτόκου. Διότι άνευ θελήματος Θεού, τι δύνανται να πράξουν κατ’εμού οι ανίσχυροι δαίμονες;» Εζήτησε δε να επιταχύνωμεν την δια το Μαρτύριον αναχώρησίν του και ούτως έμεινε του λοιπού ανενόχλητος. Κατά δε την τετάρτην Κυριακήν των Νηστειών προσεκλήθη εις την θείαν Λειτουργίαν, ότε και έλαβε το άγιον Σχήμα του μανδύου, το καλούμενον Σταυροφόρος, κληθείς Αγαθάγγελος· εκοινώνησε δε και τα Θεία και Άχραντα Μυστήρια, είτα δε επέστρεψεν εις τον πύργον. Έκτοτε ήλλαξεν όψιν το πρόσωπον αυτού φωτισθέν υπό της θείας Χάριτος, ηγαλλιάσατο δε τω πνεύματι και ο νους αυτού προσηλώθη εις τα ουράνια. Εντός της καρδίας του ήναψε τότε φλοξ θεϊκή, ήτις παρώτρυνεν αυτόν εις αγώνας περισσοτέρους. Ευρών δε εκεί εις τον πύργον άλυσον, βάρους υπέρ τας δέκα οκάδας, εδέθη δια ταύτης κατάσαρκα. Ευρών δε επίσης και σάκκον τινά τρίχινον, ενεδύθη τούτον ως υποκάμισον και επλήθυνε τας μεγάλας και μικράς μετανοίας του, ώστε υπερέβη τας τρεις χιλιάδας γονυκλιτάς και οκτώ χιλιάδας προσκυνητάς. Ανεγίνωσκε τους οίκους της Θεοτόκου δις της ημέρας. Έκαμνεν επίσης ανάγνωσιν από το Τετραευάγγελον, το Νέον Μαρτυρολόγιον, την Αμαρτωλών σωτηρίαν και το Νέον Εκλόγιον. Ευχόμενος δε νοερώς την ευχήν, «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με», επόθει ολοψύχως τον υπέρ Χριστού θάνατον. Μετά ταύτα ανέφερεν εις τον Γερμανόν, ότι πλέον δεν ηδύνατο να συγκρατήση τον προς το Μαρτύριον πόθον του. Ο δε Γερμανός απεκρίθη εις αυτόν, ότι πολλοί, βαρυνόμενοι τους αγώνας της ασκήσεως, ποθούσι μάλλον το Μαρτύριον. Ο δε Άγιος Οσιομάρτυς Αγαθάγγελος, δυσαρεστηθείς εις το άκουσμα του λόγου τούτου, δεν εφανέρωσε πλέον εις αυτόν τον πόθον της καρδίας του, αλλ’ απήρχετο πολλάκις εις τον Ηγούμενον, δεόμενος να τον αποστείλη όσον το δυνατόν ταχύτερον. Τότε ο Ηγούμενος παρήγγειλεν επί τραπέζης εις τους αδελφούς να ποιήσωσι πάντες κατ’ εκείνην την νύκτα εκτενή προσευχήν, έκαστος ιδιαιτέρως, ίνα αποκαλύψη ο Θεός εάν ήτο θέλημά Του να στείλη τον Οσιομάρτυρα προς το Μαρτύριον. Κατ’ εκείνην λοιπόν την νύκτα είδεν ο Ηγούμενος κατ’ όναρ ότι, ενώ συνεπορεύετο μετά του Γερμανού και του Αγαθαγγέλου, συνήντησαν γέροντα τινά σεμνοπρεπή, λαμπροφόρον, ομοιάζοντα προς τον Άγιον Νικόλαον, ως εικονίζεται ούτος εις την ιεράν αυτού Εικόνα, ο οποίος πλησιάσας προς την Ηγούμενον ηρώτησεν αυτόν ποίος εξ αυτών θέλει να απέλθη εις το Μαρτύριον. Ο δε Ηγούμενος, δεικνύων τον Αγαθάγγελον, είπεν· «Ο νέος αυτός». Τότε πλησιάσας ο Αγαθάγγελος εις τον γέροντα εποίησε μετάνοιαν και ησπάσατο την δεξιάν του· ο δε κατά το φαινόμενον γέρων είπε προς αυτόν· «Καλόν έργον επεθύμησας, τέκνον· τάχυνον λοιπόν και θέλεις ευδοκιμήσει». Την πρωϊαν εγερθείς ο Ηγούμενος διηγήθη εις τον Γερμανόν τα καθ’ ύπνον οραθέντα, εδόξαζον δε από κοινού τον Θεόν. Έκτοτε λοιπόν ο Ηγούμενος, παρακινηθείς έτι μάλλον εκ της θείας ταύτης οπτασίας, ήρχισε να προπαρασκευάζη τα της οδοιπορίας εφόδια. Κατά δε την έκτην εβδομάδα των Νηστειών, την προ των Βαϊων, εθερμάνθη ο προς το Μαρτύριον ζήλος του νέου καθ’ υπερβολήν, ανήγγειλε δε τούτο εις τον Γερμανόν και ο Γερμανός το ανέφερεν εις τον Ηγούμενον. Τότε ο Ηγούμενος ώρισε να υπάγωσι πάλιν εις την ρηθείσαν καλύβην της Σκήτης του Προδρόμου, να ασπασθώσι τα ιερά Λείψανα των Αγίων Νεομαρτύρων και να λάβωσιν οδηγίας παρά του Γρηγορίου, εις δε τους αδελφούς της Μονής παρήγγειλε να εύχωνται, ίνα πέμψη ο Κύριος πλοίον εις την Μονήν, το οποίον να διευθύνεται προς την Σμύρνην. Απελθόντες λοιπόν ο Γερμανός μετά του Μάρτυρος και προσκυνήσαντες επέστρεψαν, ησυχάσαντες ο μεν εις τον πύργον, ο δε εις το κελλίον του. Κατά θείαν δε οικονομίαν, εν πλοίον Χίου πλοιάρχου, ανδρός ζηλωτού, πλέον κατά την Μεγάλην Παρασκευήν κάτωθεν της νήσου Θάσου προς την Σμύρνην, άνευ ανέμου και ρευμάτων ήλλαξε κατεύθυνσιν και το εσπέρας της ιδίας ημέρας ευρέθη έμπροσθεν της Μονής. Κατά δε την πρωϊαν του Μεγάλου Σαββάτου, ανοίξας ο Αγαθάγγελος την θυρίδα του πύργου είδε το πλοίον και δραμών εις τον αιγιαλόν ηρώτησε τους ναύτας. Μαθών δε ότι εταξίδευον δια την Σμύρνην εχάρη μεγάλως και ήλθε προς τον Ηγούμενον, παρακαλών αυτόν να τον στείλη με εκείνο το πλοίον, διότι, ως εφαίνετο, ήλθε κατά θείαν Πρόνοιαν. Ερωτήσαντες δε τον πλοίαρχον και μαθόντες ότι την επομένην ημέραν, ήτοι την Μεγάλην Κυριακήν του Πάσχα, αποπλέουσιν, ελυπήθη ο διδάσκαλος Γερμανός, διότι ήτο ανάγκη να ετοιμασθώσι και μάλιστα να μεταβώσιν εις την Σκήτην του Προδρόμου, ίνα λάβωσι τας τελευταίας οδηγίας παρά του Γέροντος Γρηγορίου. Αλλ’ ο Ηγούμενος παρέκαμψεν όλα τα εμπόδια, διότι πέμψας έφερε τον ρηθέντα Γρηγόριον αυθημερόν εις την Μονήν και ούτως έλαβε τας καταλλήλους οδηγίας. Έπειτα κατέπεισαν και τον πλοίαρχον να παραμείνη μέχρι της Δευτέρας της Διακαινησίμου, και ούτως έλαβον τον καιρόν και ητοιμάσθησαν. Προς δε το εσπέρας της Δευτέρας ενέδυσεν ο Ηγούμενος τον Αγαθάγγελον το μέγα και Αγγελικόν Σχήμα ποιήσας αυτόν Μεγαλόσχημον, ησπάσθησαν δε αυτόν οι αδελφοί, κατά το έθος, μετά δακρύων, δεόμενοι του Κυρίου να τον ενισχύση εις τον αγώνα της αθλήσεως. Περί δε ώραν τετάρτην της νυκτός ανήλθον εις το πλοίον συνοδευόμενοι υπό του Ηγουμένου και των εγκριτωτέρων αδελφών και ευθυδρομήσαντες έφθασαν εις τον κόλπον της Σμύρνης. Ο δε Αγαθάγγελος, ενώ τας παρελθούσας ημέρας ήτο περιχαρής, κατ’ εκείνην την ημέραν, ως ηγέρθη εκ του ύπνου, ήτο σκυθρωπός και περίδακρυς. Τούτον ηρώτησεν ο Γερμανός δια το αίτιον της λύπης του, ο δε απεκρίθη· «Είδον εν οράματι τον Οσιομάρτυρα Ευθύμιον (τον πρώτον δηλαδή εκ των τεσσάρων Αγίων Οσιομαρτύρων του οποίου το άγιον Λείψανον ήτο αποτεθησαυρισμένον εις την Σκήτην του Τιμίου Προδρόμου, ως είπομεν ανωτέρω), όστις αφού με ενηγκαλίσθη, με ησπάσθη, και μοι είπεν ότι έφθασεν ο καιρός· τώρα λοιπόν διαλογίζομαι ότι όταν χωρισθή η ψυχή μου από το σώμα, πως θέλω λυτρωθή από τα εναέρια τελώνια, όπου μέλλει να εξετασθώ δια τας πολλάς μου αμαρτίας; Ταύτα στοχαζόμενος θλίβομαι». Λέγει τότε ο Γερμανός εις τον Οσιομάρτυρα Αγαθάγγελον· «Η μεν οπτασία είναι αληθινή, ο δε στοχασμός σου είναι του πονηρού, ίνα σε φέρη εις δειλίαν, διότι τα εναέρια τελώνια δεν τολμώσι να πλησιάσωσιν εις την ψυχήν εκείνην, ήτις αναχωρεί κατόπιν μαρτυρικού θανάτου». Ταύτα ακούσας ο Αγαθάγγελος ησθάνθη χαράν μεγάλην. Κατά δε την Κυριακή του Θωμά, προς το εσπέρας, ηγκυροβόλησαν εις την Σμύρνην· αδελφοί δε τινες της Μονής, ευρισκόμενοι τότε εκεί δι’ υπόθεσιν του Κοινοβίου, και μαθόντες την έλευσιν αυτών, ήλθον και τους υπεδέχθησαν χαρμοσύνως. Εξελθόντες δε ο τε Οσιομάρτυς Αγαθάγγελος και ο Γερμανός εκ του πλοίου, ανεπαύθησαν εις τον οίκον του επιτρόπου της Μονής Κωνσταντίνου, Προσκυνητού, όστις μάλιστα, μαθών τον σκοπόν του νέου, υπερεχάρη, διότι ηξιώθη να υποδεχθή εις τον οίκον του τοιούτον πιστόν φίλον του Χριστού και φιλοφρόνως επεριποιείτο αυτούς, χωρίς καθόλου να δειλιάση αν και ήτο δημογέρων του Κοινού κατά το έτος εκείνο. Ητοίμασαν λοιπόν όλα τα αναγκαία εφόδια, ως και ενδύματα οθωμανικά. Την δε Πέμπτην πρωϊ, καθ’ ην συνέρχεται το κριτήριον, ξυρίσαντες τον Αγαθάγγελον ενέδυσαν αυτόν τα των Αγαρηνών ιμάτια· μόνον δε το καλούμενον παραμάνδυον έρραψαν εις το όπισθεν μέρος του έσωθεν χιτώνος, έδωσαν δε εις αυτόν και σταυρόν ξύλινον αγιορείτικον και Εικόνα χαρτίνην της του Χριστού Αναστάσεως, όπως υψώση αυτά ενώπιον του κριτηρίου, κατά την ώραν της ομολογίας αυτού. Όπως πράγματι και έπραξεν. Έπειτα προσευξάμενοι ησπάσθησαν αυτόν δακρυρροούντες. Είπε δε ο Αγαθάγγελος εις τον επίτροπον της Μονής Κωνσταντίνον. «Όταν με θανατώσωσι, το Λείψανόν μου να σταλή εις το Κοινόβιον του Εσφιγμένου, προς παραμυθίαν των αδελφών». Εξήλθε δε του οικήματος με τόσην χαράν και ανδρείαν, ώστε με δύο πηδήματα διέβη την αυλήν του οίκου εκείνου, ήτις ήτο λίαν ευρύχωρος, αυτός δε εξηντλημένος εκ της πολλής νηστείας και προσευχής. Τα δε γύναια του οίκου εκείνου, ιδόντα άνωθεν το πήδημα, εβόησαν δακρυρροούντα· «Ω χαρά εις την ανδρείαν του νέου και προθυμίαν του!» Ήτο δε τότε ώρα Τρίτη της ημέρας, καθ’ ην απελθών ανήλθε κατ’ ευθείαν εις το κριτήριον· αλλ’ επειδή δεν έτυχε να ευρίσκεται εκεί ο μέγας κριτής, επειδή ήτο ασθενής, περιέμενεν έξω μέχρι της εβδόμης ώρας. Ιδών δε ότι ο κριτής δεν έμελλε να έλθη κατ’ εκείνην την ημέραν, εισελθών παρουσιάσθη εις τον υιόν του κριτού, επίτροπον και πρόεδρον όντα του πονηρού συνεδρίου. Ερωτηθείς δε τι εζήτει, απεκρίθη, ότι είχε διαφορά με τον Μεχμέτ Καπετάνιον, τον πρώτον του αυθέντην και επεθύμει να τον προσκαλέσωσιν ίνα κριθή μετ’ αυτού. Αποστείλαντες λοιπόν ανθρώπους έφερον εκείνον εις το κριτήριον. Ερωτηθείς δε ο Άγιος παρά του κριτού να είπη ποίαν διαφοράν είχον, απεκρίθη θαρραλέως· «Εγώ, αυθέντα, όταν το πρώτον προσελήφθην εις την εργασίαν του ανθρώπου τούτου ήμην Χριστιανός· αυτός δε, αφού με επλάνησε δια της βίας με τας πανουργίας του, με ετούρκευσεν· εγώ όμως είμαι πάλιν Χριστιανός και πιστεύω εις τον Ιησούν Χριστόν, τον οποίον ομολογώ Θεόν αληθινόν». Ελέγξαντες δε αυτόν οι παρακαθήμενοι κολακευτικώς, τον συνεβούλευον να είπη ότι ημάρτησεν· ο δε Άγιος Οσιομάρτυς, εκβαλών αμέσως τον Σταυρόν εκ του στήθους του και υψώσας αυτόν ενώπιον του συνεδρίου, είπε μεγάλη τη φωνή εις τουρκικήν διάλεκτον· «Τούτο είναι το όπλον του Κυρίου μου Ιησού Χριστού του αληθινού Θεού· τούτο έχει να σώση και εμέ και πάντας τους Χριστιανούς, σας δε θέλει καταδικάσει». Τότε οι προεστώτες ήρπασαν ευθύς τον Σταυρόν από τας χείρας του Αγίου και τον επέπληττον κολακευτικώς μετά του κριτού, λέγοντες να έλθη δήθεν εις εαυτόν και να είπη την ομολογίαν της πίστεώς των. Ο Άγιος όμως εκβαλών και παρουσιάσας και την Εικόνα της Αναστάσεως ύψωσεν αυτήν ειπών με λαμπράν φωνήν· «Ούτως ανέστη ο Κύριός μου Ιησούς Χριστός· και ούτω θέλει αναστήσει και εμέ και τους πιστεύοντας εις Αυτόν· σας δε και τον προφήτην σας θέλει καταδικάσει εις τα βάθη της αιωνίου κολάσεως». Τότε οι υπηρέται ήρπασαν αμέσως και την αγίαν Εικόνα από τας χείρας του Μάρτυρος, ο δε κριτής είπε με προσποιημένην ημερότητα· «Αυτό το παιδίον είναι τεταραγένον, δια τούτο μεταφέρετέ το εις άλλην οικίαν και παρακινήσατε αυτό με δώρα πολλά και υποσχέσεις, ίνα έλθη εις τον εαυτόν του». Τότε ηγέρθησαν τινές των παρακαθημένων, οι παρ’ αυτών πεπαιδευμένοι και πιστοί εις την θρησκείαν των, και παραλαβόντες τον Ομολογητήν έφερον αυτόν εις άλλο οίκημα καλέσαντες, και άλλους δεινούς εις το λέγειν και ήρχισαν να κολακεύουν αυτόν με διαφόρους τρόπους και να λέγουν· «Μήπως, παιδίον, ετρελλάθης; Ή μήπως δεν έχεις χρήματα και δια τούτο κάμνεις αυτά»; Ο δε Ομολογητής απεκρίθη· «Όχι, μη γένοιτο! Εγώ και τον νουν μου έχω σώον και χρημάτων ανάγκην δεν έχω· αλλά θέλω να αναλάβω την Πίστιν μου, την οποίαν απατηλώς και δυναστικώς μού επήρατε». Ήρχισαν τότε οι μιαροί να κολακεύωσι τον Μάρτυρα με διαφόρους τρόπους, υποσχόμενοι πολλά· έφερον έμπροσθέν του σωρούς χρυσών νομισμάτων, ενδύματα χρυσοκέντητα, όπλα εγκεκοσμημένα δια χρυσού και εξηκολούθουν να λέγουν· «Ημείς ετρέφαμεν δια σε άλλας ελπίδας, διότι σε αγαπώμεν υπερβολικά, διότι είσαι νέος χαριτωμένος και εσκεπτόμεθα να σε καταστήσωμεν, με τον καιρόν, ηγεμόνα. Έχομεν δε ετοίμην δια σε ωραιοτάτην και πλουσίαν νύμφην». Επίσης υπέσχοντο μεγαλοπρεπή παλάτια, πλούτον πολύν και άλλα πολύτιμα της παρούσης ζωής. Εις δε την μέλλουσαν υπέσχοντο, ότι ο προφήτης θέλει του δώσει επτά αγγελικά κοράσια, πιλάφι, βούτυρον, γάλα, μέλι και άλλα ωραιότατα φαγητά πάμπολλα. Με τοιαύτας φαντασιοκόπους υποσχέσεις προσεπάθουν να παρασύρουν αυτόν εις την πλεκτάνην των, επί μίαν ολόκληρον ώραν, ο δε Ομολογητής εσιώπα, έχων τον λογισμόν του εις την ευχήν· «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» και ουδέ κατ’ ελάχιστον ήκουσε τας βεβήλους αυτών κενοφωνίας. Έπειτα ερωτηθείς παρ’ αυτών εάν επείσθη εις τας νουθεσίας των, απεκρίθη συντόμως, με ύφος απότομον, ειπών· «Και σας, απεχθάνομαι και τας νουθεσίας και υποσχέσεις και επαγγελίας σας· όλα δε ταύτα, όσα εφέρατε έμπροσθέν μου, βδελύττομαι». Ανήγγειλαν λοιπόν την απόκρισιν εις το συνέδριον. Τότε και ο πρώην αυθέντης του τον κατηγόρησεν, ότι του έκλεψε διάφορα πολύτιμα πράγματα όταν έφυγεν από αυτόν. Ο δε κριτής και οι συγκάθεδροι, νοήσαντες το ψεύδος, απέβαλον τον αθυέντην του με τρόπον εύσχημον, έπειτα δε ανεχώρησεν εκείθεν. Κατόπιν ο κριτής εκάλεσε και πάλιν τον Αγαθάγγελον και προέτρεπεν αυτόν να επανέλθη εις την μιαράν αυτών πλάνην, υποσχόμενος εις αυτόν πλείονα εκείνων τα οποία οι άλλοι του υπεσχέθησαν· ο δε Άγιος Οσιομάρτυς εσιώπα ως και πρότερον. Ερωτηθείς δε παρά του κριτού αν κατεπείσθη εις τους λόγους του, απεκρίθη με τους αυτούς λόγους. Από της στιγμής αυτής ήρχισεν ο κριτής να απειλή τον Άγιον παντοιοτρόπως και πικρόν θάνατον εξαγγέλων και απαριθμών όλα τα βασανιστήρια. Ο Αθλητής όμως του Χριστού, ποθών ταύτα, απεκρίθη αμέσως ευθαρσώς· «Όλα όσα λέγεις τα γνωρίζω καλώς και τα έλαβα υπ’ όψει μου, θέσον λοιπόν αυτά εις εφαρμογήν και πρόθυμος είμαι να τα υπομείνω όλα δια τον Χριστόν μου». Ιδών τότε ο κριτής της αδικίας την τόλμην και την ανδρείαν του Αθλητού και το στερεόν και αμετάθετον της γνώμης του, εξεδύθη το προσωπείον της αλώπεκος και απεκάλυψε την φυσικήν του λεοντικήν ωμότητα και σκληρότητα, ειπών με οργήν εις τους παρεστώτας· «Εκδύσατε αυτόν τον κύνα». Ευθύς τότε εξέδυσαν αυτόν, αφήσαντες μόνον με τα εσώρουχα. Εις δε των υπηρετών, παρευρισκόμενος, κατέφερε ράπισμα εις το πρόσωπον του Μάρτυρος, ως ο πάλαι υπηρέτης εις τον Ιησούν. Ο δε υπήκοος των Δεσποτικών ενταλμάτων έστρεψε και την άλλην παρειάν ειπών· «Κτύπησε και απ’ εδώ». Δέσαντες δε αυτόν σφιγκτότατα έφερον εις το παλάτιον του ηγεμόνος, όστις απουσίαζε κατ’ εκείνην την ημέραν, κατείχε δε την θέσιν εκείνου ο επίτροπός του. Ούτος επίσης εκολάκευσε τον Άγιον Οσιομάρτυρα πρώτον με πολλάς υποσχέσεις, έπειτα δε ήρχισε να τον απειλή. Ο δε, σιωπών, έκαμεν αυτόν να θαυμάση· τέλος απεκρίθη εις αυτόν τα αυτά τα οποία είπε και εις τον κριτήν. Τότε επρόσταξεν, ο απηνής, τους υπηρέτας, οίτινες ήρπασαν αυτόν και ωθούντες και κτυπώντες τον ενέκλεισαν εις την φυλακήν ασφαλίσαντες τους πόδας του εις το ξύλον της ποδοκάκης και δέσαντες εις τον λαιμόν του άλυσον βαρείαν, την οποίαν έσυρον πολλάκις οι άθλιοι υπηρέται με τόσην ορμήν, ώστε πολλοί των παρεστώτων ενόμισαν ότι έμελλε να πέση κάτω η κεφαλή του Αθλητού. Εκείνος δε ο του Κυρίου Μάρτυς έχαιρε πάσχων υπέρ Χριστού. Ευρέθησαν δε τότε εις την φυλακήν, κατά θείαν οικονομίαν, δύο εγκάθειρκτοι, ο εις Αρμένιος, ο δε έτερος Χριστιανός Ορθόδοξος, Νικόλαος ονομαζόμενος, Προσκυνητής, ο οποίος ύστερον διηγήθη εις τον Γερμανόν λεπτομερώς όσα είδε και ήκουσε παρά του στόματος του Μάρτυρος. Ήτο δε και ο Αρμένιος καλής διαθέσεως άνθρωπος. Επίσης ήσαν και τινες Αγαρηνοί φυλακισμένοι, οίτινες και ηυλαβήθησαν τον Μάρτυρα και ωνόμαζον αυτόν σεϊτ, ήτοι Μάρτυρα. Οι δε δύο προλεχθέντες, ο Ορθόδοξος και ο Αρμένιος, επαρηγόρουν και ενίσχυον την προθυμίαν του Μάρτυρος με παραδείγματα πολλών Μαρτύρων, καθ’ όλην την νύκτα. Ήναψαν δε και φως και δια χειρός του ρηθέντος Νικολάου έγραψεν ο Αθλητής προς τον διδάσκαλον Γερμανόν επιστολήν, περιγράφων συντόμως εν αυτή τα όσα έπαθε μέχρι της ώρας εκείνης. Κατά δε την νύκτα της Παρασκευής, οι δύο εκείνοι συγκρατούμενοι, ο Ορθόδοξος και ο ετερόδοξος, εξήγαγον τους πόδας του Μάρτυρος από το ξύλον προς ανάπαυσιν αυτού· το δε πρωϊ έβαλον πάλιν αυτούς εις την ποδοκάκην, ίνα μη γίνη αντιληπτή η πράξις αύτη από τους τυράννους. Μαθών ο ηγεμών τα περί του Μάρτυρος και ότι τον εξέδυσαν, δυσηρεστήθη, διότι εις το κριτήριον εσφετερίσθησαν τα ενδύματά του παρανόμως, πράγμα το οποίον είναι προνόμιον της εξουσίας. Όθεν ώρισε να τον οδηγήσωσιν εις το κριτήριον και να τον ενδύσωσι με όλα τα ενδύματά του και ούτω να τον φέρωσιν ενδεδυμένον εις το κριτήριον. Καθ’ οδόν δε τον εξηνάγκασαν να γονατίση τρεις φοράς και έπαιζον ενώπιόν του το ξίφος εκφοβίζοντές τον, μη αισθανόμενοι, οι άφρονες, ότι αυτός επόθει τον θάνατον και μάλλον όταν τον ανήγειρον άθικτον επροξένουν εις την ψυχήν του θλίψιν και οδύνην. Παρουσιασθείς λοιπόν εις το κριτήριον και εξετασθείς, έδειξε την αυτήν αταθερότητα. Όθεν ο κριτής, θαυμάσας την γενναιότητα της ψυχής του, ενέδυσεν αυτόν όλα του τα ενδύματα και τον απέστειλεν εις τον ηγεμόνα κατά την διαταγήν του. Το δε πλήθος των Ορθοδόξων Χριστιανών, ως και το των ετεροδόξων και ασεβών, νομίσαντες ότι έφερον αυτόν εις τον τόπον της καταδίκης, ίνα τον αποκεφαλίσωσι, συνήχθησαν, περιμένοντες έως δύο ώρας. Μαθόντες όμως κατόπιν, ότι τον ωδήγουν ενδεδυμένον προς τον ηγεμόνα, ανεχώρησαν περίλυποι, νομίσαντες ότι επέστρεψεν εις την ασέβειαν. Μεταξύ δε του πλήθους ίστατο και ο μιαρώτατος πρώην αυθέντης του, προς τον οποίον είπεν εις των Αγαρηνών· «Ιδού τον συνοδεύουσιν ενδεδυμένον· ίσως λοιπόν να μετέβαλε γνώμην». Ο δε του απεκρίθη· «Φρονώ ότι είναι αδύνατον να μετέβαλε γνώμην, διότι γνωρίζω καλώς το πείσμα του». Ταύτα ειπών προεφήτευσεν ως ο Καϊάφας. Αφού λοιπόν ωδήγησαν τον Άγιον εις τον οίκον του ηγεμόνος και τον παρουσίασαν προ αυτού, ώρισε και εκείνος να τον φυλακίσωσιν. Εξέδυσαν τότε αυτόν πάλιν οι στρατιώται και τον έρριψαν εις την φυλακήν, κλείσαντες σφιγκτά τους πόδας του εις το ξύλον, ως και πρότερον. Κατ’ εκείνην την ώραν έλαβεν ο επίτροπος της Μονής Προσκυνητής Κωνσταντίνος το προς αυτόν και τον Γερμανόν γράμμα του Μάρτυρος, διαλαμβάνον τα όσα κακά εποίησαν εις αυτόν και αναγνώσαντες εδόξασαν τον Θεόν, διότι αμέσως ησθάνθησαν καλάς ελπίδας. Ο δε ηγεμών, μετά τρεις ώρας, ώρισε να φέρωσι τον Μάρτυρα έμπροσθέν του. Τότε ενέδυσαν αυτόν στολήν ολόχρυσον και αφού τον έφερον εκεί τον διέταξεν ο κριτής να καθίση πλησίον του· του προσέφερον δε τσιμπούκιον και καφέ και άλλας πολλάς περιποιήσεις προσέφερον εις αυτόν. Έπειτα ήρχισενο ηγεμών να τον κολακεύη και να τον παρακαλή επιμόνως, υποσχόμενος όσα ηδύνατο. Επειδή δε ο Μάρτυς εσιώπα, ενόμισεν ο ηγεμών ότι μετέβαλε γνώμην. Όθεν ώρισε να φέρωσιν ύδωρ να νιφθή και μετά τούτο να προσκυνήση τον αντίχριστον Μωάμεθ. Τότε ο γενναίος του Χριστού Μάρτυς εγερθείς πάραυτα επροσκύνησε χριστιανικώς, ποιήσας τον Σταυρόν του και λέγων· «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλόν». Εκπλαγείς δε ο ηγεμών δια την πράξιν του ταύτην, λέγει προς αυτόν· «Τι κάμνεις»; Ο δε Μάρτυς απεκρίθη· «Τούτο είναι το ιδικόν μου προσκύνημα». Τότε ο ηγεμών, πεισθείς πλέον δια το αμετάθετον της γνώμης αυτού, καταισχυνθείς δε και διότι δεν ίσχυσαν εις τίποτε αι τόσαι συμβουλαί και υποσχέσεις του, ώρισε να αφαιρέσουν από τον Άγιον Μάρτυρα την χρυσήν εκείνην στολήν, αφού δε έπραξαν τούτο, ενέδυσαν αυτόν τα ιμάτια αυτού και έκλεισαν αυτόν εις την φυλακήν. Ο δε προαναφερθείς Νικόλαος, ιδών αυτόν ενδεδυμένον και φοβηθείς δια την ανέλπιστον μεταβολήν, εκάθητοεις μίαν γωνίαν περίλυπος. Πλησιάσας τότε ο Μάρτυς είπε προς αυτόν· «Μη φοβείσαι, αδελφέ, διότι είναι αδύνατον να μεταβάλωσι την γνώμην μου οι ασεβείς· εγώ με την δύναμιν του Χριστού μου είμαι και θα είμαι πάντοτε ο αυτός Αγαθάγγελος. Όθεν ούτε τας τιμωρίας αυτών υπολογίζω, ούτε τας κολακείας των και ας κάμουν εις εμέ ό,τι θέλουν». Ταύτα ακούσας ο Νικόλαος εχάρη καθ’ υπερβολήν και είπε· «Φαίνεται ότι ο κυρ Αθανάσιος ο Χίος, επειδή είναι φίλος του ηγεμόνος, εμεσίτευσε προς αυτόν δια να σε σώση». Ταύτα ακούσας ο Μάρτυς έγραψε αμέσως προς τον Αθανάσιον, παρακαλών τούτον και ορκίζων εις τον Θεόν να μη κάμη καμμίαν αίτησιν περί αυτού εις τον ηγεμόνα, αλλά να αφήση τους ασεβείς να τον βασανίσωσιν όσον και καθώς θέλουσι· μόνον δε οι Χριστιανοί και όσοι τον αγαπώσι να κάμνωσι δεήσεις προς τον Κύριον, ίνα τον ενισχύση εις το να τελειώση τον δρόμον του. Την επιστολήν ταύτην λαβών ο προρρηθείς Αθανάσιος έσπευσεν ευθύς εις την Μητρόπολιν και επέδειξεν αυτήν εις τον Αρχιερέα. Παρευρέθησαν δε τότε εκεί και τινες των προκρίτων και των εξεχόντων, οίτινες εδόξασαν τον Θεόν και μετά δακρύων είπον· «Αύτη η επιστολή ομοιάζει με εκείνην την οποίαν έγραψεν ο Θεοφόρος Ιγνάτιος προς τους εν Ρώμη πιστούς, παραγγέλλων εις αυτούς να μη κάμουν ουδεμίαν μεσιτείαν δι’ αυτόν, αλλά να αφήσωσι να φαγωθή από τα θηρία». Έφερε δε και ο Γερμανός επιστολάς από τον Ηγούμενον του Εσφιγμένου προς τον Αρχιερέα και τον Αγιοταφίτην Αρχιμανδρίτην Επιφάνιον, δια των οποίων παρεκάλει αυτούς να παραγγείλωσιν εις τους Χριστιανούς, ίνα δεηθώσι προς τον Θεόν να ενισχύση τον Μάρτυρα, τας οποίας όμως δεν επέδωσεν εις αυτούς αμέσως, αλλά τας εκράτησε μέχρι τότε· διότι εάν ελάμβανον αυτάς πρότερον, ίσως ήθελον εμποδίσει τον Μάρτυρα από τον σκοπόν του, καθώς και εις άλλους εποίησαν. Αφού λοιπόν έλαβεν ο Αρχιερεύς και την επιστολήν του Ηγουμένου και ανέγνωσεν αυτήν, έλαβον μετά των περί αυτόν κοινήν απόφασιν, να γίνη κατ’ εκείνην την νύκτα δέησις προς τον Θεόν εκτενής υπέρ της ενισχύσεως του Αθλητού. Διέταξε λοιπόν ο Αρχιερεύς τους Ιερείς να ειδοποιήσωσιν ιδιαιτέρως τους Χριστιανούς, ίνα τελέσουν την δέησιν ταύτην, εκτενώς μετά δακρύων ευχόμενοι. Κατά δε την νύκτα της Παρασκευής, περί ώραν τρίτην της νυκτός, είπεν ο Οσιομάρτυς Αγαθάγγελος εις τους προαναφερθέντας Χριστιανούς· «Ξηλώσατε από τον χιτώνα μου τον σταυρόν, ήτοι το παραμάνδυον, το οποιον είχον ράψει (ως ελέχθη ανωτέρω), ίνα μη ατιμάσωσιν αυτόν οι ασεβείς». Ως δε έπραξαν ούτως οι Χριστιανοί, ήλθον παρευθύς τινές των ασεβών, οίτινες, λαβόντες τον χιτώνα του, εμάγευον αυτόν καθ’ όλην την νύκτα. Ο δε Αρμένιος, επειδή εγνώριζε την πλάνην των μαγικών, συνεβούλευε τον Μάρτυρα να μη τον φορέση όταν τον φέρωσιν. Αλλ’ ο Μάρτυς αποκριθείς είπεν· «Η δύναμις του Κυρίου μου Ιησού Χριστού θέλει νικήσει τας μαγείας των προς περισσοτέραν εντροπήν των και μη φοβείσθε». Περί δε την αυγήν και πριν ακόμη εξημερώση, ελθόντες οι ασεβείς εκείνοι έφερον τον χιτώνα του Μάρτυρος και τον διέταξαν να τον φορέση. Ο δε γενναίος του Χριστού Αθλητής, ποιήσας το σημείον του Τιμίου Σταυρού, εφόρεσεν αυτόν άνευ ουδενός φόβου. Εχάρησαν τότε οι Αγαρηνοί και ανέμενον εκεί επ’ αρκετόν, ίνα ίδωσι τα αποτελέσματα της μαγικής των τέχνης, ως ήλπιζον, αλλά μη ιδόντες καμμίαν μεταβολήν εις τον Μάρτυρα, ανεχώρησαν κατησχυμμένοι. Τότε ο Αθλητής του Χριστού πεσών εκοιμήθη· μετ’ ολίγον όμως ηγέρθη και είπεν εις τους ρηθέντας Χριστιανούς με χαράν μεγάλην· «Συγχωρήσατέ με, αδελφοί, διότι σήμερον, προτού να φθάση η Πέμπτη ώρα της ημέρας (η Πέμπτη ώρα της ημέρας αντιστοιχεί προς την 11ην π.μ.), θα με αποκεφαλίσουν». Έπειτα αναπαυθείς πάλιν επ’ ολίγον εξύπνησε και ηρώτησε τι ώρα ήτο. Οι δε είπον· «Ώρα Δευτέρα». Τότε ο Άγιος είπε μετά χαράς· «Τρεις ακόμη έμειναν». Και πάλιν μετά μίαν ώραν ηρώτησε· «Τι ώρα είναι»; Και του απεκρίθησαν· «Τρίτη». Ο δε είπε με αγαλλίασιν· «Δύο έτι έμειναν· ας κοιμηθώ ακόμη ολίγον και όταν έλθωσι να ανοίξωσι την θύραν, εξυπνήσατέ με». Περί δε την τετάρτην ώραν ήλθον οι αγριώτατοι λύκοι κραυγάζοντες. Τότε ο Νικόλαος ήνοιξε ολίγον την θύραν, ο δε Άγιος Μάρτυς εγερθείς με τόσην χαράν ανεπήδησεν, ώστε άπαντες οι εντός της φυλακής, ακούσαντες τον θόρυβον, έστρεψαν τα βλέμματά των προς τον Άγιον. Αποχαιρετήσας λοιπόν αυτούς διηυθύνθη προς την θύραν, οι δε δύο εκείνοι Χριστιανοί παρεκάλουν αυτόν να μεσιτεύση εις τον Θεόν να παύση η συμφορά των θανατικών ποινών. Ο δε Μάρτυς απεκρίθη μετά πολλής ταπεινώσεως· «Μη με κολάζετε, Χριστιανοί· εγώ είμαι αμαρτωλότερος πάντων των ανθρώπων και δεν είμαι άξιος να κάμω τοιαύτην αίτησιν, σεις δε μάλλον προσευχηθήτε υπέρ εμού προς τον Θεόν, ίνα συγχωρήση τας αμαρτίας μου». Τοιαύτην δε ταπείνωσιν διετήρησεν ο αείμνηστος μέχρι τέλους. Ανοίξαντες δε την θύραν οι υπηρέται του διαβόλου, ήρπασαν τον Μάρτυρα μετ’ οργής και αφού τον έδεσαν πολύ σφιγκτά, τον έφεραν εις το κριτήριον, όπου εξετάσαντες και πάλιν αυτόν τον εύρον έτι σταθερώτερον εις την Πίστιν του και την απόφασίν του. Όθεν λέγουν προς αυτόν· «Ο αυθέντης σου λέγει, ότι του έκλεψες εν ωρολόγιον, δύο ζεύγη πιστόλια και δύο χιλιάδας γρόσια· δος αυτά εις ημάς και ημείς θα σε αναβιβάσωμεν εις πλοίον να υπάγης εις την Ρωσίαν». Ταύτα είπον με την πρόθεσιν να δοκιμάσουν αυτόν· ο δε Οσιομάρτυς απεκρίθη· «Περί των όσων λέγει ο ψεύστης εκείνος δεν είναι ανάγκη να αποκριθώ, διότι και σεις οι ίδιοι γνωρίζετε την αλήθειαν, περί δε της εις Ρωσίαν αποδράσεώς μου, εάν εγώ ήθελον να υπάγω εκεί, δεν ηρχόμην εδώ προς σας εκουσίως». Με την τοιαύτην σύντομον απόκρισιν, την μεν συκοφαντίαν του επαράτου πρώην αυθέντου του διεσκέδασε, την δε γενναιότητα της ψυχής του και την σταθερότητα της γνώμης του ενεργώς εφανέρωσεν. Όθεν απελπισθείς ο κριτής της αδικίας, ότι ήτο δυνατόν να μεταστραφή ο Μάρτυς εις την ασέβειαν, εξέδωκε κατ’ αυτού την τελευταίαν απόφασιν της αποτομής του και ούτως έλαβον αυτόν οι δήμιοι και τον έφερον με φωνάς πολλάς και αλαλαγμούς έμπροσθεν του ισάρ τζαμισί, ήτοι τζαμίου του κάστρου. Όταν δε ήλθον εκεί, πλήθος λαού της πόλεως, ακολουθούντες, παρεκίνουν αυτόν, οι άνομοι, να προσκυνήση τουρκιστί, να προσφέρη δηλαδή λατρείαν εις τον σατανάν. Ο δε Μάρτυς ούτε καν ανέκυψεν ουδόλως ίνα ίδη αυτούς, αλλ’ είχε προσηλωμένα τα όμματα εις το μέρος της καρδίας του, τον δε νουν του εις την προσευχήν. Έλεγε δε χαμηλοφώνως· «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με». Ηπλώθη δε η φήμη από πρωϊας εις όλην την πόλιν, ότι άνευ αναβολής σήμερον μέλλουν να αποκεφαλίσουν τον Αγαθάγγελον έμπροσθεν του τζαμίου του κάστρου. Όθεν συνηθροίσθη εκεί τόσον πλήθος λαού πάσης εθνικότητος, ώστε πολλοί ηπόρησαν δια την τόσην πληθύν των ανθρώπων. Πάντες δε, ατενίζοντες προς αυτόν, έβλεπον το πρόσωπόν του τόσον ωραίον, ως να ωμοίαζε προς πρόσωπον Αγγέλου. Είχον δε αυτόν εστολισμένον ως νυμφίον, φέροντες αυτόν εις τον τόπον της καταδίκης ως εις ουράνιον παστάδα. Αφού δε έφθασαν εις τον τόπον της καταδίκης, εξέδυσαν αυτόν και τον επρόσταξαν να γονατίση. Τότε επήγε πάλιν ο μιαρός πρώην αυθέντης του και κύψας ωμίλησεν εις το ούς του· ο δε Μάρτυς ούτε καν εστράφη να τον ίδη. Έπειτα ήλθεν πλησίον του και εις νομοδιδάσκαλος της πλάνης αυτών και κύψας έμπροσθέν του τού έλεγε· «Λυπούμαι, τέκνον μου, να τους αφήσω να σε θανατώσουν, αλλ’ ελθέ μετ’ εμού να σε κρύψω και κατόπιν να σε οδηγήσω να φύγης, να υπάγης όπου θέλεις και έχε την πίστιν σου». Ο δε Άγιος Μάρτυς ούτε εις αυτόν επρόσεξεν ουδόλως, αλλ’ έχων τον νουν του προσηλωμένον εις τον Θεόν και τους οφθαλμούς του εστραμμένους προς την γην, προσηύχετο νοερώς. Απλώσας δε τον λαιμόν του με προθυμίαν, είπεν εις τους δημίους με φωνήν έντονον· «Κτυπάτε»! Τότε επρόσταξεν ο αρχηγός των να τον κτυπήσωσιν, εις δε εξ αυτών εκτείνας το ξίφος απέκοψε την αγίαν του κεφαλήν τη ιθ΄ (19η) του μηνός Απριλίου, ημέρα Σαββάτω, ώρα Πέμπτη της ημέρας, διανύοντος τότε του Αγίου το δέκατον ένατον έτος της ηλικίας του. Τότε, όλα τα πλήθη των Χριστιανών εδόξαζον τον Θεόν χειροκροτούντες και ευφημούντες μεγάλως τον κλεινόν Αυτού Νεομάρτυρα, αποδεικνύοντες ούτω την μεγάλην χαράν και αγαλλίασιν της καρδίας των, την οποίαν ο Άγιος, ως είπομεν, προεγνώρισεν. Οι δε μισόχριστοι Αγαρηνοί, φθονούντες την δόξαν των Χριστιανών, είχον ετοίμους τους βαφείς με ξύλινα αγγεία πλήρη ύδατος και επρόσταξαν αυτούς να ρίψουν τούτο επί του αίματος του Αγίου, ίνα το αποπλύνωσιν, ώστε οι Χριστιανοί να μη λάβωσιν εξ αυτού προς αγιασμόν των· αλλ’ ύστερον μετενόησαν κτηνωδώς δια την ανοησίαν των. Διότι αυτοί μεν εζημιώθησαν ικανήν ποσότητα χρημάτων με το να μη πωλήσωσιν εκ του αίματος του Μάρτυρος, όπερ έρρεε κρουνηδόν, οι δε Χριστιανοί έλαβον εξ αυτού κατ’ άλλον τρόπον, τον οποίον ακούσατε. Εις ζηλωτής, εκ των βαφέων, ένθερμος Χριστιανός, ιστάμενος προ των άλλων επί του τόπου όπου έπεσεν η μαρτυρική κεφαλή και εχύνετο κρουνηδόν το τίμιον αίμα, έρριψεν επί του αίματος το περί την κεφαλήν του περίδεμα, προσποιηθείς ότι του έπεσε. Δια τούτου δε αφού εσπόγγισε το αίμα το περιετύλιξε. Οι δε παρεστώτες Χριστιανοί, αρπάσαντες τον κεφαλόδεσμον τον έκοψαν με ευλάβειαν εις λεπτά τεμάχια, τα οποία διεμοίρασαν μεταξύ των. Τούτο ιδόντες οι Αγαρηνοί ήρχισαν να κτυπούν ανηλεώς πάντα Χριστιανόν, τον οποίον εύρισκον εμπρός των. Οι δε Χριστιανοί, αν και τυπτόμενοι, μάλλον έχαιρον και με αλαλαγμόν εδοξολόγουν τον Κύριον λέγοντες· «Δόξα σοι ο Θεός». Εις δε Αρμένιος ανέκραξε τουρκιστί μεγαλοφώνως έμπροσθεν αυτών· «Εις είναι ο Χριστός, τι φθονείτε και μας κτυπάτε από την κακόαν σας; Κόψατε και ημάς, δεν σας φοβούμεθα». Τα αυτά έλεγον και οι Ορθόδοξοι με ενθουσιασμόν, διότι είχον ζήλον ένθεον να αποθάνωσιν όλοι δια το όνομα του Χριστού. Ταύτα ακούσαντες πάντες οι ασεβείς εξεπλάγησαν και απέμειναν κατησχυμμένοι. Πάντες δε οι Χριστιανοί επεθύμουν κατ’ εκείνην την στιγμήν να θανατωθώσι δι’ αγάπην του Χριστού, αλλά τρόπος θανάτου δεν ευρίσκετο δι’ αυτούς. Ως νικηταί όμως και τροπαιούχοι έτρεχον χαίροντες και αγαλλόμενοι προς τας οικίας των, τους συγγενείς των και τους γνωστούς. Ο δε τόπος εκείνος του τζαμίου του κάστρου, εις τον οποίον εθανατώθη ο Άγιος, εγένετο κατά τας ημέρας εκείνας μεγαλοπρεπές προσκύνημα, διότι έκαστος Χριστιανός, Ορθόδοξος και ετερόδοξος, δεκάκις της ημέρας σχεδόν διήρχετο εκείθεν, ίνα θεωρήση το άγιον Λείψανον κείμενον κατά γης. Περιεκύκλουν δε τούτο οι Αγαρηνοί φοβούμενοι μήπως οι Χριστιανοί ορμήσωσι και το αρπάσωσιν. Όχι δε μόνον ο κοινός λαός έχαιρε και ηυφραίνετο, αλλά και όλος ο ιερός των ευσεβών Κληρικών σύλλογος, Αρχιερείς, Αρχιμανδρίται, Πρωτοσύγκελλοι, Ιερείς, Διάκονοι, διδάσκαλοι, υποδιδάσκαλοι και όλοι οι πεπαιδευμένοι και άρχοντες, εμπορευόμενοι και εν γένει άπας ο λαός, άλλην ομιλίαν δεν είχον, ει μη μόνον να συγχαίρωνται δοξολογούντες τον Κύριον και εγκωμιάζοντες τον αήττητον Μάρτυρα. Έλεγον δε μεταξύ των· «Πολλάκις εδοκιμάσαμεν χαράς διαφόρους κατά καιρούς, αλλά την χαράν ταύτην, την οποίαν ελάβομεν εκ του Μαρτυρίου του Αγίου, όχι μόνον δεν την ησθάνθημεν ουδέποτε άλλοτε, αλλ’ ούτε δυνάμεθα να την περιγράψωμεν δια λόγου». Εξ εκείνων δε οίτινες εκτυπήθησαν ή εδάρησαν από τους ασεβείς εις τον τόπον όπου ο Άγιος εμαρτύρησεν, οι μεν έλεγον· «Δέκα ραβδισμούς ελάβομεν και ας είχομεν λάβει περισσοτέρους δια την αγάπην του Αγίου». Οι δε· «Μεγάλην ευφροσύνην ησθανόμεθα ότε μας εκτύπων, αλλ’ είθε και άλλοτε να αισθανώμεθα τοιαύτην αγαλλίασιν, ας κατέκοπτον δε και τα μέλη μας». Άλλοι δε άλλο τι χαρμόσυνον έλεγον. Κατά δε την Κυριακήν το πρωϊ μετέβη εις τον τόπον του Μαρτυρίου εις εκ του Ιερού Κλήρου και πλησιάσας εις το άγιον Λείψανον, αφού έκαμε τρεις μεγάλας μετανοίας γονυκλιτάς, το ησπάσθη με ευλάβειαν· οι δε περιστοιχούντες Αγαρηνοί δεν ωμίλησαν ουδόλως, ενώ την προηγουμένην ημέραν ουδένα άφηναν να πλησιάση. Όθεν ο Γερμανός, κινούμενος εκ περιεργείας, ηρώτησε περί τούτου Χριστιανούς τινάς συναναστρεφομένους με τους ασεβείς εκείνους. Ούτοι δε διηγήθησαν, ότι την νύκτα εκείνην εφύλαττον το άγιον Λείψανον δύο μόνον αγρυπνούντες, κοιμωμένων εκεί των λοιπών φυλάκων, οίτινες ακούοντες ταραχήν επί του αγίου Λειψάνου, επλησίασαν τούτο και το είδον καθήμενον. Τούτο τους εξέπληξεν. Όθεν παρατηρούντες αυτό μετά τρόμου, έβλεπον ότι τούτο ανίστατο μόνον και πάλιν έπιπτεν, επί τρεις ολοκλήρους ώρας. Το θαύμα τούτο ιδόντες οι δύο εκείνοι Αγαρηνοί, το διηγήθησαν και εις τους λοιπούς φύλακας, καθώς και εις άλλους Τούρκους και φίλους των Χριστιανούς, τινές εκ των οποίων συνέπεσε να ερωτηθώσι και παρά του Πατρός Γερμανού. Εις δε εκ των δύο εκείνων Αγαρηνών, οίτινες εφύλαττον το άγιον Λείψανον, ήτο ο δήμιος, ο αποκεφαλίσας τον Άγιον. Κατά θείαν δε οικονομίαν ηρώτησεν ούτος φιλαλήθη τινά Χριστιανόν να του εξηγήση το θαύμα. Ο δε Χριστινός απεκρίθη· «Το θαύμα δηλοί ότι αν και τον απεκεφαλίσατε, όμως ως Μάρτυς ζη εν τω Χριστώ και όταν θέλη εγείρεται». Τούτο τους έκαμε να περιστείλουν την οργήν των και να μη εμποδίζουν τους Χριστιανούς να προσέρχωνται κατά τας άλλας δύο ημέρας κατά τας οποίας έκειτο εκεί το άγιον Λείψανον. Αυτός λοιπόν ο φιλαλήθης Χριστιανός, ελθών εις την οικίαν του ιεροδιδασκάλου Γερμανού, εβεβαίωσεν όσα οι άλλοι Χριστιανοί τού είπον, έκτοτε δε ο δήμιος εκείνος και άλλοι τινές των Αγαρηνών υπελήπτοντο τον Άγιον και εκάλουν αυτόν σεϊτ, ήτοι Μάρτυρα. Ήρχισε δε την Κυριακήν εκείνην να ευωδιάζη το άγιον Λείψανον, γεγονός το οποίον διεδόθη εις όλην την πόλιν και έτρεχον εκεί πολλοί, οίτινες ησθάνοντο πράγματι την ευωδίαν. Την δε Δευτέραν, ήτις ήτο η Τρίτη ημέρα της καρατομήσεώς του, από πρωϊας ήρχισαν να συντρέχουν εκεί πολλοί Χριστιανοί, Ορθόδοξοι και ετερόδοξοι και εξ αυτών έτι των επισημοτέρων. Παρατηρούντες δε το άγιον Λείψανον, έβλεπον αυτό όχι μόνον γλυκύ και ωραίον και μη έχον σημείον θανάτου, διότι ούτε κακοσμίαν, ούτε εξόγκωσιν είχεν ουδόλως, αλλά μάλιστα και ευωδίαν θαυμασίαν εξέπεμπε και καθ’ όσον επροχώρει η ημέρα επί τοσούτον και η ευωδία εγίνετο εντονωτέρα. Το γεγονός τούτο εις μεν τους Χριστιανούς επροξένησε συντριβήν και μετάνοιαν, εις δε τους ασεβείς φθόνον και παράλογον κακίαν. Όθεν τινές εξ αυτών, οι σκληρότεροι και απηνέστεροι, λαβόντες την αγίαν Κάραν, εκύλισαν αυτήν εντός ακαθάρτου βορβόρου ίνα ασχημίσωσιν αυτήν και δυσωδιάση. Αλλ’ ω του θαύματος! Αντί η θεία του Αγίου Κάρα να μεθέξη από της δυσωδίας των ακαθαρσιών, παρέλαβεν ο βόρβορος ευωδίαν από την αγίαν Κάραν, αύτη δε έτι περισσότερον ευωδίαζεν. Τότε οι Χριστιανοί εις τόσην συντριβήν και μετάνοιαν ήλθον, ώστε και όλοι οι διδάσκαλοι της οικουμένης εάν εδίδασκον αυτούς επί ολόκληρα έτη, τόσον καρπόν σωτηρίας δεν θα απέφερον. Διότι έχθραι παλαιαί αδιάλλακτοι διελύοντο, ελεημοσύναι πλουσιοπαρόχως εδίδοντο, οίκοι της ανομίας, προσφιλείς πρότερον εις τους αμαρτάνοντας υπάρχοντες βδεληκτοί εις αυτούς καθίσταντο και με ένα λόγον όλοι προσέτρεχον μετά δακρύων εις τους Πνευματικούς Πατέρας προς εξομολόγησιν, ακόμη και οι προ πολλών ετών μη εξομολογηθέντες. Οι δε νατουραλισταί (νατουραλισμός= εντονωτέρα μορφή του ρεαλισμού ), βολταιρισταί (οπαδοί των δοξασιών του Βολταίρου) και αθεϊσταί έμειναν άλαλοι, μη έχοντες τι να απολογηθώσιν εις τους πιστεύοντας. Από δε της πρωϊας της Κυριακής οι πλέον ευδιάλλακτοι εκ των Αγαρηνών ήρχισαν να αποδίδωσιν εις τους Χριστιανούς και τρίχας ή τμήματα εκ της αγίας Κάρας και ό,τι ηδύναντο. Κατ’ εκείνην δε την ημέραν διεδόθη εις όλην την πόλιν η είδησις, ότι το σώμα του Αγίου μέλλει να ριφθή εις την θάλασσαν. Όθεν όλα τα πλοία των Χριστιανών, μεγάλα και μικρά και αυτά τα βασιλικά, έστρωσαν με δίκτυα όλον το εκεί μέρος της θαλάσσης και κατόπιν ητοιμάσθησαν να σταθώσιν ένοπλοι πάντες οι εντός των πλοίων καθ’ όλην την νύκτα. Αλλ’ η θεία του Μάρτυρος ψυχή εμεσίτευσεν ασφαλώς εις τον Παντοδύναμον Θεόν, να μη αφήση το πράγμα και συμβή περιστατικόν τι πρόξενον λύπης, αλλά να απομείνη η χαρά την οποίαν επροξένησεν η άπειρος αγαθότης του Θεού εις τας καρδίας των. Απεφασίσθη λοιπόν υπό των Αγαρηνών να δοθή το άγιον Λείψανον εις τους Χριστιανούς και να ενταφιασθή εντίμως. Όθεν αντί ολίγων χρημάτων έδωκαν έγγραφον διαταγήν εις αυτούς, μέσω του κυρ Αθανασίου, ούτως ώστε να μη φοβηθώσι να το παραλάβωσιν. Αφού λοιπόν παρήλθε και το εσπέρας της Δευτέρας, περί ώραν τρίτην της νυκτός ανεσήκωσαν το ιερόν του Αγίου Λείψανον οι ίδιοι οι Τούρκοι φύλακες με όλην την κουστωδίαν και ανοίξαντες δίοδον δια μέσου του πλήθους έφεραν αυτό εις το μέγα βεζήρ χάνι, όπου και παρέδωκαν αυτό εις τους Χριστιανούς. Ήσαν δε τότε συνηθροισμένοι εκεί πάντες οι προύχοντες και πολλοί εκ του λαού, περιμένοντες με λαμπάδας, μοσχοθυμιάματα, ευώδη αρώματα και επιτάφιον έτοιμον εστρωμένον με χρυσοϋφαντα υφάσματα, επί του οποίου έθεσαν το μαρτυρικόν σώμα. Τότε ενέδυσαν αυτό με σινδόνα καθαράν, την δε ψάθην δια της οποίας είχον τυλιγμένον το σώμα οι Αγαρηνοί κατέκοψαν εις μικρά τεμάχια και διεμοιράσθησαν ταύτα οι Χριστιανοί μεταξύ των εις αγιασμόν αυτών, όπως και τας τρίχας της κεφαλής του Αγίου. Χριστιανός δε τις, Δημήτριος καλούμενος, νοσών από τα ιοβόλα ποτά των αθεϊστών βολταιριστών, τα οποία ακορέστως έπινε, προσελθών επλησίασε την ρίνα του εις τον λαιμόν του Μάρτυρος, προς τον φάρυγγα. Τότε ωσφράνθη ευωδίαν τερπνήν και ευφρόσυνον. Όθεν απέβαλε την απιστίαν του, αναθεματίσας τους βολταιριστάς και παν φρόνημα αθεϊας· και την επομένην μετέβη εις τον ιεροδιδάσκαλον Γερμανόν και εξωμολογήθη δακτυρροών πάσας τας αμαρτίας του. Εκείθεν μετεκόμισαν ευλαβώς το άγιον Λείψανον ψάλλοντες με φωτοχυσίαν εις τον Ναόν του Αγίου Γεωργίου, εις του οποίου την ευρύχωρον αυλήν ανέμενον οι δύο Αρχιερείς, ενδεδυμένοι την αρχιερατικήν των στολήν, πάντες οι Ιερείς ενδεδυμένοι λαμπρώς και πλήθος λαού λαμπαδηφόροι και προσκυνούντες έως εδάφους το άγιον Λείψανον. Έφερον δε τούτο εντός του Ναού και έψαλλον μελωδικώς όλην την μαρτυρικήν ακολουθίαν. Ασπασθέντες δε τούτο ευλαβώς, το ενεταφίασαν εις τον μεγαλοπρεπή τάφον του Αγίου Δήμου, του προ πεντήκοντα εξ (56) ετών, ήτοι εν έτει αψξγ΄ (1763) μαρτυρήσαντος εν Σμύρνη. Κατά δε την επομένην, ήτις ήτο η κγ΄ (23η) Απριλίου, κατά την οποίαν ετελείτο η ένδοξος μνήμη του φαλαγγάρχου και εξάρχου των Μαρτύρων μεγαλάθλου Γεωργίου, συνέρρευσαν τα πλήθη των Ορθοδόξων Χριστιανών πάσης ηλικίας και τάξεως και πολλοί των ετεροδόξων, ήσαν δε τόσον πολυάριθμοι, ώστε επληρώθη όλη η αυλή του Ναού. Ησπάζοντο δε γονυκλιτώς και ευλαβώς τον τάφον του Αγίου ανάπτοντες κηρούς. Ο δε Αρχιερεύς μετά του Κλήρου, ποιήσας λιτανείαν, ήλθε πλησίον του αγίου μνημείου και ανέγνωσεν ευχάς υπέρ την ημίσειαν ώραν, δεόμενος του Αγίου ίνα πρεσβεύη προς τον Θεόν υπέρ αφέσεως των αμαρτιών του λαού. Τον δε χιτώνα τον αιματωμένον ως και το εσώρρουχον του Αγίου έλαβεν ο πρώτος υπηρέτης του ηγεμόνος, τα οποία ηγόρασε παρ’ αυτού ο κυρ Αθανάσιος. Έκοψε δε και τον λιχανόν δάκτυλον του Αγίου ο προαναφερθείς υπηρέτης, τον οποίον ομού μετά των ενδυμάτων του Αγίου λαβών ο αυτός κυρ Αθανάσιος εφύλαξεν αυτά εις το κατάλυμά του, εις το βεζήρ χάνι. Υπεσχέθη δε ούτος εις τον Ιεροδιδάσκαλον Γερμανόν να του τα παραδώση, ίνα φέρη αυτά εις το Κοινόβιον του Εσφιγμένου. Ο δε Άγιος Σμύρνης έγραψε επιστολήν προς τον Οικουμενικόν Πατριάρχην Γρηγόριον τον Ε΄, όστις εν τω μεταξύ είχεν επανέλθει εις τον θρόνον του και εδήλωσε λεπτομερώς πάντα τα περιστατικά του Μάρτυρος, της επιστολής δε ταύτης αντίγραφον έπεμψεν εις το Άγιον Όρος, όπερ ανέγνωσαν οι του Όρους Πατέρες. Ότε δε ο Ιεροδιδάσκαλος Γερμανός έμελλε να αναχωρήση, ήλθε το εσπέρας εις την οικίαν του κυρ Αθανασίου, εντός της οποίας ήσαν συνηθροισμένοι εικοσιπέντε έμποροι, άνδρες ελλόγιμοι. Εγερθείς δε ο Αθανάσιος ήνοιξε το κιβώτιον αυτού, ίνα δώση τον δάκτυλον του Μάρτυρος, το οποίον είχε τεθησαυρισμένον εις μικράν αργυράν θήκην. Ευθύς δε ως ήνοιξεν αυτήν, εξήλθεν ευωδία τερπνή εκ της θήκης και έκθαμβος γενόμενος εβόησε λέγων· «Ελθέ, παπά μου, εδώ και ίδε». Πλησιάσας δε ο Γερμανός έλαβεν ανά χείρας το κυτίον και ανοίξας αυτό ησθάνθη τόσην ευωδίαν, ώστε επληρώθη όλον το οίκημα. Έπειτα είπε προς τους εκείσε συνηθροισμένους εμπόρους με φωνήν σταθεράν· «Ω άθεοι! Τούτο, ούτε αυτός ο παπάς έλαβεν εις χείρας του ούτε άλλος τις· εγώ καθώς το ηγόρασα από τον Τούρκον, το έβαλα εις το αργυρούν αυτό κυτίον και το εκλείδωσα· αύτη λοιπόν η εδώ ευωδία πόθεν εξήλθε;». Ταύτα και άλλα όμοια εκείνου ειπόντος εξίσταντο πάντες και παρηκολούθουν έκθαμβοι, δοξάζοντες τον Θεόντον αξιώσαντα αυτούς να ίδωσι τοιαύτον θαυμάσιον και με πολλήν ευλάβειαν ησπάζοντο τον άγιον δάκτυλον. Τότε είπεν ο κυρ Αθανάσιος εις τον Γερμανόν· «Πάτερ μου, σεις έχετε πολλά τοιαύτα άγια εις το Άγιον Όρος· χάρισόν μοι αυτό ίνα το δεικνύω εις τους αθέους βολταιριστάς να επιστρέψωσιν εις την αγίαν Πίστιν ημών». Ο δε Γερμανός του είπεν αμέσως· «Χάρισμά σου». Ούτω λοιπόν εκράτησεν ο Αθανάσιος τον ιερόν δάκτυλον. Έπειτα παρέδωκεν εις αυτόν τα άλλα, ήτοι τον αιματωμένον χιτώνα και το εσώρρουχον, εκ των οποίων και πάλιν ηναγκάσθη να διανείμη τα ημίση εις πάντας όσοι παρευρίσκοντο εκεί κατ’ επίμονον αυτών αίτησιν, τα δε άλλα ημίση εκράτησεν εκείνος. Καιρός, αγαπητοί Χριστιανοί, είναι τώρα να είπωμεν και περί των δια του αγίου Λειψάνου τελεσθέντων, Θεού ευδοκία, θαυμάτων, εις δόξαν του δια την του Χριστού Πίστιν μαρτυρήσαντος Αγίου Οσιομάρτυρος Αγαθαγγέλου και μάλιστα του προανάρχου Θεού, όστις εδωρήσατο εις αυτόν την χάριν ταύτην. Πρώτον δε ευεργετηθέντα υπό του Αγίου να αναφέρωμεν τον προρρηθέντα κυρ Αθανάσιον. Ούτος μεθ’ ημέρας τινάς πορευθείς εις την πατρίδα του Χίον, εις τον οίκον του, εύρε τον πρωτότοκονυιόν του πνέοντα τα λοίσθια και αποφασισθέντα από τους ιατρούς. Ευθύς τότε έθεσεν επί του ασθενούς τον άγιον εκείνον δάκτυλον και το μέρος των ενδυμάτων τα οποία είχε μεθ’ εαυτού και παρευθύς ανέλαβεν ο ασθενής και ηγέρθη όλος υγιής. Τούτο διηγήθη μετά καιρόν ο ίδιος ο Αθανάσιος εις τον Ιεροδιδάσκαλον Γερμανόν. Αναχωρήσας δε και ο Ιερομόναχος και Ιεροδιδάσκαλος Γερμανός από την Σμύρνην, ήρχετο δια πλοίου εις το Όρος. Ενώ δε διέπλεον τον Άθωνα συνέβη μεγάλη τρικυμία και αυτός έκειτο ναυτιών και αναίσθητος. Είδε τότε εν οράματι τον Άγιον ιστάμενον πλησίον του, φαιδρόν. Όθεν υπό περιεργείας δήθεν κινούμενος, τον ηρώτησεν· «Αδελφέ μου Αγαθάγγελε, που υπάγεις;» Ο δε Άγιος με γλυκείαν φωνήν και ιλαρόν όμμα απεκρίθη· «Έρχομαι ίνα υπάγωμεν εις την Μονήν μας και μετ’ ολίγον θέλομεν φθάσει εις την Μονήν των Ιβήρων ασφαλώς». Τότε ο Γερμανός απαντά· «Συ, αδελφέ μου, απέθανες». Ο Μάρτυς όμως απεκρίθη· «Όχι δεν απέθανον, αλλά ζω ως με βλέπεις». Ομού δε με τον λόγον τούτον ο Γερμανός εξύπνησεν. Ευθύς τότε ησπάσθη πρώτον τον τόπον όπου είδε τον Άγιον ιστάμενον, κατόπιν δε καλέσας τον πλοίαρχον διηγήθη εις αυτόν το ενύπνιον, εκείνος δε, ποιήσας τον σταυρόν του, εδόξασε τον Θεόν. Ευχαριστών δε τον Άγιον, ανεκοίνωσε ταύτα και εις τους λοιπούς ναύτας. Όθεν πάντες ηυχαρίστησαν τον Άγιον και έλαβον θάρρος. Μετ’ ολίγον ησύχασεν η θάλασσα και μετά τριών ωρών ταξίδιον ελλιμενίσθησαν ασφαλώς εις τον λιμένα της Μονής των Ιβήρων, οπόθεν έπεμψαν είδησιν εις τον Ηγούμενον του Εσφιγμένου. Ότε δε επλησίασαν εις την Μονήν εξήλθεν ο Ηγούμενος μετά των Ιερέων και των Διακόνων ιεροφορούντες και κρατούντες φώτα και θυμιάματα. Ομοίως εξήλθον και πάντες οι αδελφοί. Κρούοντες δε τους κώδωνας και λιτανεύοντες, παρέλαβον τα αιματωμένα ενδύματα του Μάρτυρος. Ησπάζοντο δε ταύτα μετ’ ευλαβείας, δακρυρροούντες εκ της χαράς. Εισελθόντες είτα εις τον Ναόν και ποιήσαντες την πρέπουσαν δοξολογίαν απεθησαύρισαν τα μαρτυρικά ιμάτια εν τη αποθήκη των αγίων Λειψάνων. Εν τη Ιερά Μονή του Εσφιγμένου, Ιεροδιάκονος τις, Γεράσιμος ονόματι, ευλαβής, εκ συνεργίας του πονηρού, ελογίσθη κατά του Αγίου Μάρτυρος Αγαθαγγέλου, ότι εσώθη μόνον και ουχί ότι ηγίασε, τούτο δε είπε και εις άλλον τινά αδελφόν, όστις εκήρυττε και απεδείκνυεν ότι ο Άγιος Μάρτυς ηγίασεν. Επειδή όμως ο Γεράσιμος δεν επείθετο εις τούτο, ο άλλος εκείνος αδελφός του είπεν, ότι εξ αιτίας της απιστίας του θέλει του συμβή κακόν τι. Και πράγματι, κατά τας ημέρας εκείνας ο Ιεροδιάκονος προσεβλήθη υπό οφθολμοπόνου και η νόσος αύτη ολονέν επεδεινούτο, μάλιστα δε ότε έμελλον να τον χειροτονήσουν Ιερέα τόσον επλεόνασεν ο πόνος των οφθαλμών του, ώστε εφαίνετο ως τυφλός. Ο δε Αρχιερεύς ιδών αυτόν, είπεν· «Εγώ τυφλόν άνθρωπον Ιερέα δεν χειροτονώ». Ο δε Ιεροδιάκονος μέχρι της στιγμής εκείνης ενόμιζεν ότι ο πόνος των οφθαλμών του προήλθεν εκ συμπτώσεως. Αλλ’ ο ρηθείς αδελφός του ενεθύμισε τότε εκείνα τα οποία έλεγε κατά του Αγίου Αγαθαγγέλου, ειπών· «Ιδού το αποτέλεσμα των λόγων εκείνων, τους οποίους έλεγες κατά του Αγίου». Τότε ο Ιεροδιάκονος, ελθών εις εαυτόν και αναγνωρίσας το σφάλμα του και μετανοήσας εξ όλης ψυχής και καρδίας, εδέετο προς τον Άγιον Αγαθάγγελον μετά θερμών δακρύων να τον συγχωρήση και να μεσιτεύση προς τον Θεόν, ίνα τον ελεήση και ιατρεύση τους οφθαλμούς του. Ταύτα αφ’ εσπέρας προσηύχετο· το δε πρωϊ εξυπνήσας, ω της προς Θεόν παρρησίας του Μάρτυρος Αγαθαγγέλου! ευρέθη πλήρως υγιής. Όθεν και ο Αρχιερεύς ιδών υγιά τον πρώην οφθαλμιώντα, εχειροτόνησεν αυτόν Ιερέα, ενώ ούτος εκήρυττε πανταχού το θαύμα τούτο μετά των λοιπών του Αγίου θαυμάτων. Μετά τον ενταφιασμόν του ιερού Λειψάνου του Αγίου Οσιομάρτυρος Αγαθαγγέλου, ως άνωθεν είπομεν, εις τον τάφον του Αγίου Δήμου και μετά πάροδον πέντε μηνών, ήνοιξαν εκ πλαγίου μέρους τον τάφον εν καιρώ νυκτός και εύρον το άγιον Λείψανον διαλελυμένον. Όθεν ευθύς τότε ποιήσαντες την ανακομιδήν, ετοποθέτησαν τα άγια οστά μετά της αγίας Κάρας εις κιβώτιον και απέθεσαν ταύτα, ως θησαυρόν πολύτιμον, εις το ταμείον της επιτροπής του Ιερού Ναού του Αγίου ενδόξου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Τροπαιοφόρου. Κατά δε το έτος αωμδ΄ (1844) ο Ηγούμενος του Ιερού Κοινοβίου του Εσφιγμένου Αγαθάγγελος, συνώνυμος του Αγίου Αγαθαγγέλου υπάρχων, πόθω και ζήλω προς τον Άγιον κινηθείς, απέστειλε τον Πανοσιολογιώτατον Ιερομόναχον Μακάριον, ένα εκ των επισημοτέρων αδελφών της Μονής, με επιστολάς παρακλητικάς και προτρεπτικάς προς τον Αρχιερέα και τους δημογέροντας της πόλεως Σμύρνης, ζητών την άδειαν να μετακομίση τα ιερά Λείψανα του Αγίου εις την Μονήν, κατά την παραγγελίαν του Αγίου, ίνα ως είναι πρέπον ευρίσκωνται εις το έδαφος της μετανοίας του. Ο δε πανσεβάσμιος Αρχιερεύς, οι ευλαβέστατοι και χριστιανικώτατοι άρχοντες και οι προϊστάμενοι του κοινού δημογέροντες εδέχθησαν την εύλογον αίτησιν των Πατέρων του Ιερού Κοινοβίου και απέδωκαν εντίμως την αγίαν και θαυματουργόν Κάραν του Μάρτυρος, ομού με την δεξιάν χείρα και τον δεξιόν πόδα, προτιμήσαντες πρεπόντως την Ιεράν Μονήν, τα δε άλλα τοιαύτα εκράτησαν εκεί, ίνα παραμένωσι δι’ αγιασμόν της πόλεως αυτών. Προς ασφαλή βεβαίωσιν δε και απόδειξιν, ότι είναι ταύτα τα πραγματικά του Αγίου Λείψανα, έδωκαν οι επίτροποι βεβαιωτικόν γράμμα εσφραγισμένον και σεσημασμένον με την επιγραφήν του Αγίου Σμύρνης. Ούτως απέλαβεν η Μονή τα ιερά Λείψανα του Αγίου Οσιομάρτυρος Αγαθαγγέλου και επλουτίσθη με θησαυρόν απαράμιλλον, με πηγήν θαυμάτων αέναον, και νοσημάτων παντοίων ιατρείον άμισθον. Είδετε, αδελφοί, χαρίσματα, είδετε θαύματα δι’ ων εδόξασεν ο αθλοθέτης Θεός τον Αθλητήν Αυτού; Διότι όχι μόνον με άρρητον ευωδίαν εδόξασεν αυτόν αλλά και με ενέργειαν θαυμάτων, δια των οποίων μεταβάλλονται οι νόμοι της φύσεως, ως η Εκκλησία μεγαλοφώνως ψάλλει, λέγουσα· «Όντως θαύμα παράδοξον, ότι οστέα γυμνά εκβλύζουσιν ιάματα». Ούτως ηγωνίσθη ο Άγιος Οσιομάρτυς Αγαθάγγελος, ούτω γενναίως υπέμεινεν απαρνησάμενος πρώτον εκ ψυχής πάντα τα εν τω κόσμω, ύστερον δε προσενεγκών και αυτό το σώμα του ως θυσίαν ευπρόσδεκτον εις τον Θεόν· διο και ο Θεός εδόξασεν αυτόν με θαύματα και ευωδίαν των ιερών αυτού Λειψάνων και ήδη συγχορεύει εν ουρανοίς καταυγαζόμενος αμέσως δια του φωτός της Αγίας και Ομοουσίου Τριάδος, μετά των Μαρτύρω και των Οσίων συναγαλλόμενος και συνευφραινόμενος. Αλλ’, ω Οσιόαθλε του Χριστού Αγαθάγγελε, ως έχων πολλήν παρρησίαν προς τον Θεόν, μη παύσης πρεσβεύων εκτενώς υπέρ ημών των επιτελούντων την πανσέβαστον μνήμην σου, όπως τύχωμεν και ημείς των αιωνίων αγαθών εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, Ω η δόξα συν τω Πατρί και τω Πνεύματι εις τους αιώνας. Αμήν. Τοις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου