Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Δευτέρα 31 Αυγούστου 2015

O MΥΘΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΔΙΑΛΟΓΟΥΣ ΜΕ ΑΛΛΟΔΟΞΟΥΣ -- του αειμνήστου Ιωάννου Κορναράκη, Ομ. Καθηγητού Παν. Αθηνών

Στο φύλλο του «Ο.Τ.» της 17-11-06 δημοσιεύθηκε κείμενο με τίτλο: «Η επικοινωνία με τους αλλόδοξους δυνατότητα ορθοδόξου μαρτυρίας».                                                                                              
Το εν λόγω κείμενο στηρίζει και προβάλλει τη συμμετοχή των ορθοδόξων στους διαχριστιανικούς διαλόγους με το γνωστό επιχείρημα ότι η επικοινωνία μας με τους αλλοδόξους αποτελεί μοναδική ευκαιρία προσφοράς, εκ μέρους μας, της μαρτυρίας της ορθοδόξου αληθείας, την οποία η Εκκλησία μας κατέχει!                                                                              
Πρόκειται, σήμερα, για έναν ισχυρισμό, ο οποίος στηρίζεται στην κοινή λογική, σύμφωνα με την οποία η επικοινωνία μας αυτή επιβάλλεται ως μονόδρομος μιας τέτοιας προσφοράς, εφόσον είναι λογικό να δεχθούμε ότι, εάν δεν συναντηθούμε εν διαλόγω με τους αλλοδόξους αδελφούς μας, δεν μπορούμε να τους πληροφορήσουμε πειστικά για τον πλούτο των αληθειών της πατερικής μας παραδόσεως και γενικά για την ορθοδοξία της πίστεώς μας!                                     
Αλλά ένας τέτοιος ισχυρισμός θα ήταν πράγματι, σήμερα, ένα πειστικό επιχείρημα για τη συμμετοχή της Εκκλησίας μας σε τέτοιους διαλόγους, εάν υπήρχαν όντως οι όροι και οι προϋποθέσεις και οι συνθήκες εκείνες, οι οποίες θα καθιστούσαν πραγματοποιήσιμο ένα τέτοιο έργο μαρτυρίας της ορθοδόξου πατερικής διδασκαλίας στους πλανεμένους αλλοδόξους αδελφούς μας! Εντούτοις, σήμερα, πολλοί παράγοντες, ποικίλης φύσεως, αποδεικνύουν ουτοπικό έναν τέτοιο ισχυρισμό ή μέθοδο επικοινωνίας μας με τους αλλοδόξους, με στόχο την ανάπτυξη της ιεραποστολικότητας της Εκκλησίας σε χώρους διαχριστιανικών διαλόγων, στους οποίους κυριαρχεί το οικουμενιστικό πνεύμα, της αλλοτριώσεως της χριστιανικής πίστεως από τα στοιχεία της αγιοπνευματικής-χαρισματικής της δυναμικής! Έτσι κάτω από τις προϋποθέσεις και τους όρους, υπό τους οποίους οι διάλογοι αυτοί πραγματοποιούνται σήμερα, το επιχείρημα της αναγκαιότητος αναπτύξεως ιεραποστολικότητος της Εκκλησίας στους εν λόγω χώρους, ως ουτοπικό, αποτελεί μύθο!                                                                                                                   
Και είναι αλήθεια ότι ο μύθος αυτός γίνεται σήμερα πιστευτός και αποδεκτός από ανθρώπους της Εκκλησίας, οι οποίοι δεν γνωρίζουν τα συμβαίνοντα στον οικουμενιστικό χώρο του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών ή στους διαλόγους με τους παπικούς και γενικότερα στις διαθρησκειακές δραστηριότητες! Εξάλλου, τα συμβαίνοντα στους οικουμενιστικούς χώρους, που θεμελιώνουν την πραγματικότητα του μύθου, στο ουτοπικό επιχείρημα της δυνατότητος μαρτυρίας ή ιεραποστολικότητος, είναι μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα:                             
1. Κάθε ετερόδοξος εκπρόσωπος, σε ένα διαχριστιανικό διάλογο, έχει συγκεκριμένη αποστολή να εκθέσει και να υπερασπισθεί την ομολογιακή του πίστη στις σχετικές συζητήσεις. Δεν προσέρχεται, καταρχήν, σ΄ ένα διάλογο, για να αναζητήσει καλύτερες θέσεις στην προσωπική του πίστη. Έπειτα, οι ομολογιακές διαφορές μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησίας και ετεροδόξων-αιρετικών-διδασκαλιών, είναι συνήθως διαμετρικά αντίθετες, και δεν μπορεί να επηρεάσει αποφασιστικώς μια ορθόδοξη μαρτυρία τον ετερόδοξο αποδέκτη!                                                                
Εν προκειμένω, ο συνάδελφος Πατρολόγος Καθηγητής Στυ. Παπαδόπουλος, με πολυετή εμπειρία στους χώρους των διαχριστιανικών διαλόγων, βεβαιώνει ότι: «Δεν συνέβη μέχρι σήμερα, κάποια Ομολογία να εγκαταλείψει στοιχείο της διδασκαλίας της ως αποτέλεσμα των διαλόγων… Κάποιες ίσως δευτερεύουσες πρακτικές πλευρές δυνατόν να δέχθηκαν οι εταίροι μας να αλλάξουν· ποτέ στοιχείο της διδασκαλίας τους…».                                                  
2. Εκ της πρακτικής του τρόπου διεξαγωγής των διαλόγων αλλά, κάποιες φορές, και του είδους της παρουσίας και δράσεως ημετέρων εκπροσώπων, βεβαιώνεται, το αντίθετο, ότι δηλ. ορθόδοξοι εκπρόσωποι, όχι μόνο δεν δίνουν την οφειλομένη μαρτυρία αλλά στηρίζουν ετερόδοξες θέσεις.                                                                          
Σε έκθεση, του Μητρ. Περιστερίου Χρυσοστόμου και π. Θ. Ζήση, σχετικά με τη συμμετοχή ημετέρων σε συγκεκριμένο διάλογο, σημειώνονται και τα εξής· «…οι ορθόδοξοι αντιπρόσωποι εις τους διαλόγους παρουσιάζονται ¨τελείως απαράσκευοι¨ και δεν συμφωνούν μεταξύ τους. Πολλά ορθόδοξα μέλη, λόγω αγνοίας, υιοθετούν ΡΚαθολικάς απόψεις… και απορρίπτουν τας Ορθοδόξους ή θεωρούν τον διάλογον προσωπικήν των υπόθεσιν και βάσει των προσωπικών γνωριμιών και συμφερόντων καθορίζουν την θέσιν των…». 

 3. Στους διαχριστιανικούς διαλόγους, οι ετερόδοξοι προτιμούν θέματα, ή ζητήματα, τα οποία, όπως εκτιμούν, μας ενώνουν, αλλά ποτέ δεν δέχονται να συζητηθούν εκείνες οι διδασκαλίες, που μας χωρίζουν! Γεγονός, που βεβαιώνεται από το περιεχόμενο των «κοινών δηλώσεων», που συντάσσονται μετά το πέρας ενός διαλόγου!                                                                                                                             
Και εδώ σημαντικά και αποδεικτικά είναι όσα σχετικώς βεβαιώνει ο καθ. Στ. Παπαδόπουλος· «Στο διάλογο με τους ΡΚαθολικούς έλαβα μέρος για δέκα σχεδόν έτη. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα, συντάχθηκε σειρά κειμένων και σε κανένα απ΄ αυτά «δεν αναφέρεται ότι οι δύο Εκκλησίες έχουν δογματικές διαφορές». Οι ΡΚαθολικοί αρνήθηκαν επίμονα να γραφεί κάτι τέτοιο και οι Ορθόδοξοι άνετα το δέχθηκαν, παρά την έντονη επιμονή μου να σημειωθεί το γεγονός των δογματικών διαφορών… Θέλουνε να μη εμφανίζεται ο διάλογος ως οφειλόμενος σε δογματικές διαφορές αλλά σε ψυχολογικές και πολιτικές ή – το πολύ – σε διαφορές Θεολογικών «Σχολών»!                                                                                             
4. Αλλά κάθε προσπάθεια εκφοράς ορθοδόξου μαρτυρίας, σ΄ ένα διαχριστιανικό διάλογο, αποβαίνει αδύνατη, λόγω των σχετικών καταστατικών αρχών του Π.Σ.Ε.          
Έτσι:                                                                                                                                             
α) Η Οικουμενική Χάρτα (2000) προτρέπει να παραιτηθούμε από την ιεραποστολή στους ετεροδόξους, επειδή αυτό θεωρείται προσηλυτισμός. Έτσι «υποσχόμεθα να μη προτρέπωμεν ανθρώπους να αλλάσσουν την Εκκλησίαν αυτών».                        
β) Μας έχει επιβληθεί η αρχή (Βανκούβερ 1983), σύμφωνα με την οποία οι θεολογικές διαφορές είναι σε κάθε περίπτωση νόμιμες και δεν θεωρούνται ως εμπόδιο για την ενότητα των διαφόρων ομολογιών. Την αρχή αυτή ανανέωσε και ισχυροποίησε η αρχή της Θ΄ Γεν. Συνελεύσεως του Π.Σ.Ε. στο Πόρτο Αλέγκρε της Βραζιλίας (2006), σύμφωνα με την οποία· «Η αποστολική πίστη της Εκκλησίας είναι μία, αλλά μπορούν νόμιμα να υπάρχουν διαφορετικές διατυπώσεις της πίστεως της Εκκλησίας». Ο Θεός θα εναρμονίσει τις διαφορές και θα εξαφανίσει «τις ανθρώπινες αδυναμίες!». Η οικουμενιστική αυτή νομιμοποίηση των αιρέσεων εξουδετερώνει τον ορθόδοξο χαρακτήρα κάθε μαρτυρίας εκπροσώπου της Εκκλησίας  μας!                                                                                                                         
Το επιχείρημα επομένως, το οποίο συγκινεί ιδιαίτερα τους αγνοούντες ορθοδόξους πιστούς τα συμβαίνοντα στους οικουμενιστικούς χώρους των διαχριστιανικών και διαθρησκειακών διαλόγων, και τους πείθει να έχουν την άποψη ότι πρέπει να πηγαίνουμε στους διαλόγους αυτούς, λόγω του χρέους μας να δίνουμε την ορθόδοξη μαρτυρία, αποτελεί μύθο, ο οποίος εξυπηρετεί τους σκοπούς των οικουμενιστών «ορθοδόξων», κληρικών και λαϊκών!                                    
Η ιεραποστολικότητα της Εκκλησίας ανθεί θεοφιλώς, πράγματι, στους χώρους της εξωτερικής δραστηριότητος των ιεραποστολών, όπου οι ψυχές των αποδεκτών του ορθοδόξου μηνύματος της εν Χριστώ σωτηρίας το προσλαμβάνουν διψαστικώς και το βιώνουν και συγκροτούν την νεόφυτη Ορθοδοξία! Την Ορθόδοξη… Ορθοδοξία!                                                                               
Η ιεραποστολικότητα της Εκκλησίας δεν συγκινεί νόες διαποτισμένους από την επάρατη αίρεση! Ας μη αποπροσανατολίζουμε με μύθους την ορθόδοξη συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας!

Ο ΘΕΙΟΣ ΕΡΩΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ Ν. ΘΕΟΛΟΓΟΥ -- Αθωνικά άνθη

Καιρός όμως να ασχοληθώμεν με το πρόσωπον και το έργον του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου. Ο Πατήρ εις τα γραπτά του προσπαθεί να εκφράση την δια πλουσίου θείου έρωτος φορτισμένην καρδίαν του και όλην την βιωματικήν πείραν του εμμέτρως. Καταφεύγει εις την ποίησιν, εις τον χώρον της οποίας δύναται να δρα και να κινήται ελευθέρως. Εις τους στίχους του ας μη αναζητήσωμεν ούτε τον ρεμβώδη και μυστικοπαθή ρωμαντισμόν ούτε τον ταυτιζόμενον με την φύσιν ρεαλισμόν. Ο ποιητής εκφράζει μεν χαρακτηριστικάς ερωτικάς του καταστάσεις, αλλά αύται είναι απηλλαγμέναι, ως αγιοπνευματικαί, συναισθηματικών εξάρσεων, ως το τοιούτον παρατηρείται εις τον λυρισμόν. Εννοείται δε ότι μία τοιαύτη ποίησις ευρισκομένη πέραν των κοινών ανθρωπίνων εμπειριών δεν έχει τίποτε το τεχνικόν. Διο και η υπερκοσμία ποίησις του Πατρός καθώς και κάθε άλλο ορθόδοξον και πυρετώδες μυστικόν κείμενον στερείται ύφους. Δικαίως λοιπόν δυνάμεθα να καυχηθώμεν δια τον άγιον Πατέρα ότι αποτελεί δια την Εκκλησίαν μας σημαντικώτατον κεφάλαιον. Ουδείς ψευδομύστης ουδεμιάς ψευδοθρησκείας, ουδέ ψευδομυστικός ουδενός νοσηρού μυστικισμού, ούτε φιλόσοφος ουδεμιάς φιλοσοφίας, ουδέ καλλιτέχνης ουδεμιάς τέχνης εγνώρισεν, ουδέ ήτο δυνατόν, τόσον βαθέα, εναργή και πλούσια εις πόθον ερωτικά εν αγίω Πνεύματι βιώματα ελεύθερα πάσης γεώδους αισθήσεως ως ο Νέος Θεολόγος. Το περιεχόμενον της ποιήσεως του Πατρός αποτελεί όντως την συνισταμένην όλων των θεωριών και εμπειριών του μυστικού βίου των Ορθοδόξων Πατέρων. Είναι επομένως μέγιστον λάθος, αλλά και φοβερά βλασφημία, να αποδίδεται νοσηρότης εις το μυστικόν έργον του Πατρός. Είναι εντελώς αδύνατον εις ένα ορθολογιστήν και εγκεφαλικόν άνθρωπον, αμέτοχον της ενεργείας των θείων ερώτων, να εισέλθη εις τα άγια των αγίων της θεωρίας και της ενώσεως μετά του Θεού. Τας εις τα ύψη πτήσεις του αετού δεν δύναται να γνωρίση ο πετεινός, παρά την πεποίθησίν του ότι αποτελεί το σύμβολον δυνάμεως εντός του ορνιθώνος του, καθώς λέγει ο στάρετς Σιλουανός. Η προσπάθεια ερμηνείας των ουρανίων δια των γεηρών μαρτυρεί άγνοιαν, τύφλωσιν, θρασύτητα. 
Πριν όμως ανοίξωμεν τα ιστία δια την, κατά την ασθένειάν μας, παρουσίασιν του ερωτικού μυστηρίου του ωκεανού της βιώσεως του θείου Πατρός, θα αναλύσωμεν προεισαγωγικώς δύο όρους, οι οποίοι χρησιμοποιούνται υπ΄ αυτού ιδιαζόντως. Πρόκειται δια τους όρους πυρ και τρώσις.
Και εν αρχή το πυρ: Το εν τη καρδία πυρ, το οποίον ήλθεν ο Κύριος «βαλείν επί την γην» (Λουκ. 12, 29) δεν είναι βεβαίως υλικόν αλλά πνευματικόν και αυξομειούται αναλόγως της εντάσεως του έρωτος εις την καρδίαν. Όλος ο έρως αναφέρεται ως «πυριφλεγής» (Ιωάννης Καρπαθίου, Κεφάλαια 92, Φιλοκαλία Α΄ σ. 295). Ο αναχωρών του κόσμου δια την αγάπην του Ιησού «ευθέως πυρ εν προοιμίοις κέκτηται», το οποίον «κατά πρόσω την πυράν σφοδροτέραν εξάψειε» (Κλίμαξ Λόγ. 1, 24, σ. 17). Το πυρ αυξάνει όσω προσεγγίζομεν τον Θεόν και είναι μαρτυρία της μεθ΄ ημών συμπορεύσεως του Ιησού (Λουκ. 24, 32). Όσω ο έρως αυξάνει εις την ψυχήν, τοσούτον αύτη εξάπτεται. «Όσω γαρ τας εαυτής αναβάσεις αμείβει δια του Πνεύματος και επί τα βάθη χωρεί του Θεού, τοσούτω πυρπολείται τω πυρί της εφέσεως» (Νικήτας Στηθ. Γνωστικά κεφάλαια Γ΄ 37. PG 120,  969 B). Aλλά και ο νους «πολλής τινος κάτοχος ακολούθως ερωτοληψίας γίνεται και εφαμίλλως μανικώς εκβακχεύεται και πόθους αναρριπίζει διακαείς τη ψυχή, υπέκκαυμα θείας αγάπης το καταληπτόν του ακαταλήπτου ποιούμενος και την απορίαν πορισμόν ερώτων τιθέμενος» (Κάλλιστος Καταφ. Περί θείας ενώσεως…  91. Φιλοκαλία τόμ. Ε΄ σ. 57). Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος ομιλεί περί «φλογός αγνείας διακοψάσης φλόγα (πορνείας)», και περί πυρός ουρανίου το οποίον τρέφει τας ψυχάς (Λόγος 30, 11 σ. 168). Το πυρ προσιδιάζει εις τον καρδιακόν έρωτα, έχει ενέργειαν καθαρτικήν, ενώ το φως προσιδιάζον εις τον νοερόν και εκστατικόν έρωτα έχει φωτιστικήν την ενέργειαν. Δύο όψεις μιάς και της αυτής θείας ενεργείας: «Το αυτό γαρ και πυρ καταναλίσκον και φωτίζον φως ονομάζεται» (Κλίμαξ Λόγ. 28, 52 σ. 163).
Η  τ ρ ώ σ ι ς.  Τρώσις είναι ο τραυματισμός της ψυχής υπό των βελών της θείας αγάπης. Είναι η μόνη πληγή που προξενεί αντί άλγους ευγνωμοσύνην και ευχαριστίαν άπειρον προς τον τρώσαντα. Η χαίνουσα πληγή ποιεί την ψυχήν ταπεινήν και συγχρόνως ευπαρρησίαστον. Γράφει εις μίαν ευχήν του ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός: «Τετρωμένος την καρδίαν ειμί εγώ· εξέτηξέ με ο ζήλός σου, ηλλοίωσέ με η αγάπη Σου, Δέσποτα· δέσμιός ειμι τω έρωτί Σου…» (PG  96, 817  B). H τρωθείσα ψυχή παραβάλλεται προς έλαφον, η οποία με σκοπόν «του σβέσαι ιόν προς υδάτων τρέχει πηγάς», ενώ εκείνη, «βέλεσι θείοις τρωθείσα, άπαυστον έλκει τον προς τον τρώσαντα έρωτα» (Ηλία πρεσβ. , Ανθολόγιον γνωμικόν 23. Φιλοκαλία Β΄ 301). Η τρώσις ποτέ δεν αφήνει την ψυχήν να δημιουργήση μίαν συμβατικήν προς την αμαρτίαν σχέσιν. «Ου δύναται εις βάθος τρωθείσα ψυχή τω έρωτι του Θεού, μετά την γεύσιν των νοητών της γλυκύτητος αυτού δωρεών, όλως εφ΄ εαυτήν ίστασθαι…» (Νικήτας Στηθ. Γνωστικά κεφάλαια Γ΄ 37. PG 120,  969 B). Εις την τρώσιν, εν τέλει, οφείλεται και η εξερχομένη κραυγή εκ των χειλέων της ψυχής, όπως· «Την ψυχήν μου κεκαρδίωκας, και ου δύναμαι κατέχειν σου την φλόγα…», «… ου φέρω του πόθου την ενέργειαν» (Κλίμαξ, 29, 15, σ. 166 και 30,  18, σ. 169) κ. ά. τ.
Εκτός δε των προαναφερθέντων όρων εις την β΄ συνέχειαν, αναφέρομεν και τούτους τους πληθωρικώς παρατιθεμένους εις το έργον του Πατρός: ζήλος, μανία, κραυγή, γλυκασμός, έκλυσις μελών, αρραβών, σύλληψις, κυοφορία, γέννησις.
Ας μας συγχωρηθή όθεν η παράθεσις μακροσκελών αναφορών εκ του έργου του μεγάλου Πατρός δια μίαν όσον το δυνατόν ωλοκληρωμένην γνώσιν. Ο άγιος Συμεών έγραψε: Κεφάλαια (πρακτικά, θεολογικά, γνωστικά), Κατηχήσεις, Λόγους, Επιστολάς, Ύμνους. Οι «των θείων ερώτων ύμνοι» υπερβαίνουν τους 8200 στίχους. Εις τους στίχους τούτους υμνείται ο θείος έρως και η ένωσις μετά του Ηγαπημένου. Των ύμνων του Συμεών προηγείται μία ευχή πλήρης περιπαθούς αναζητήσεως του προσώπου του Ιησού. Εις αυτήν κραυγάζει ο ποιητής μας δια της ρηματικής προστακτικής, «Ελθέ»: «Ελθέ το φως το αληθινόν, ελθέ η αιώνιος ζωή, ελθέ το αποκεκρυμμένον μυστήριον… ελθέ Ον επόθησε και ποθεί η ταλαίπωρός μου ψυχή· ελθέ ο μόνος προς μόνον, ότι μόνος ειμί, καθάπερ οράς! Ελθέ ο χωρίσας εκ πάντων και ποιήσας με μόνον επί της γης· ελθέ ο γενόμενος πόθος αυτός εν εμοί και ποθείν Σε ποιήσας με, τον απρόσιτον παντελώς! Ελθέ η πνοή μου και η ζωή, ελθέ η παραμυθία της ταπεινής μου ψυχής, ελθέ η χαρά και η δόξα και η διηνεκής μου τρυφή» (Sources Chretiennes, 156,  150- 152). H ευχή αύτη είναι ενδεικτική της πεποιθήσεως του ωραίου Ιησού. Πράγματι η διψαλέα αναζήτησις του Θεού προς μυστικήν ένωσιν, κατέχει ιδιάζουσαν θέσιν εις το έργον του αγίου. Η αναζήτησις όμως αυτή δεν έχει τίποτε το απελπιστικόν, ούτε είναι σκοτεινή και απογνωστική· υπάρχει όχι μόνον η βεβαιότης της επισκέψεως του Ηγαπημένου αλλά και η πίστις της εκ των προτέρων ενώσεως μετ΄ Αυτού. Εις τους παρακάτω στίχους περιγράφεται εναργώς η ήρεμος αγωνία κατά την αναζήτησιν:
…εκτήκομαι τας φρένας, -- τον νουν και την καρδίαν μου φλεγόμενος και στένων. –Περιπατώ και καίομαι ζητών ώδε κακείσε – και ουδαμού τον εραστήν ευρίσκω της ψυχής μου. – (Ύμνος 16, 10- 13. SC 174, 10). H αγωνία, φλεγομένη, ευρίσκεται εις το αποκορύφωμά της. Είναι όμως όλα τόσο συγκρατημένα και απαθή. Η απώλεια – ή κατ΄ ακρίβειαν η απόκρυψις – του Ηγαπημένου αναγκάζει τον Συμεών να συμβουλευθή άλλους ενθέους άνδρας περί του τι δέον γενέσθαι. Και τους πάντας επηρώτων – τους ποτε Αυτόν ιδόντας. – (Ύμνους 29, 92-93.  SC 174, 320).
Εις τον θείον έρωτα του ημετέρου ορθοδόξου μύστου παρατηρείται αφ΄ ενός η αγωνία, η αδημονία, η αναζήτησις του Ερωμένου και αφ΄ ετέρου η θεωρία, η εύρεσις και η περίπτυξις Αυτού. Ταύτα πάντα δύνανται να παρομοιασθούν με κύκλον, ο οποίος πριν ενώση τα δύο άκρα του, δια να σχηματισθή κλειστός κύκλος, ανοίγει εκ του άκρου του ενός κύκλου άλλος και άλλος, ώστε να σχηματισθή δια των ημικλείστων τούτων κύκλων μία συστροφή δυνατών βιωμάτων, έχουσα προορισμόν την παραγωγήν του θείου ανδρός εις εναργεστέραν, ασφαλεστέραν και βεβαιοτέραν εποπτείαν και θεωρίαν. Το εν βίωμα αποτελεί την αιτιώδη σχέσιν του ετέρου: την ερωτικήν κατατρύφησιν ακολουθεί η εγκατάλειψις· αυτήν ακολουθεί η αναζήτησις· την αναζήτησιν διαδέχεται η επίσκεψις του Κυρίου και η μετάδοσις θείων δώρων. παραθέτομεν στίχους οι οποίοι ομιλούν δια την διαλεκτικήν πορείαν του συμεωνικού μυστικού βιώματος.
Και νεφέλης ώσπερ είδος – φωτεινής επιπεσούσα – όλη προς τη κεφαλή μου – εωράτο καθημένη – και κραυγάζειν ενεποίει – εν εκπλήξει γενομένω. – Όμως πάλιν αποπτάσα – εγκατέλιπέ με μόνον – και ζητούντί μοι εμπόνως – ταύτην, αίφνης όλην πάλιν – εν εμοί γνωστώς ευρέθη (Ύμνος 17, 374-384. SC 174  40).
Ο Ηγαπημένος «γνωστώς ευρέθη», πλην δεν έμεινεν ες αεί μετά του εραστού. Μετά την νέαν επίσκεψιν του Δεσπότου προς τον δούλον και την ακολουθούσαν απόκρυψιν απ΄ αυτού ο Δεσπότης πάλιν αποκρύπτεται, ενώ ο Συμεών αρχίζει εκ νέου την αγωνιώδη αναζήτησιν.
Έφευγεν Εκείνος τάχος – έτρεχον εγώ ευτόνως, εδρασσόμην ουν πολλάκις – του κρασπέδου τούτου φθάνων. –Ίστατο μικρόν Εκείνος – έχαιρον εγώ μεγάλως, -- και αφίπτατο και πάλιν – κατεδίωκον και ούτως – απιόντος, ερχομένου, -- κρυπτομένου, φαινομένου – ουκ εστράφην εις τουπίσω (Ύμνος 29, 71-81 SC 174,  320).


Σάββατο 29 Αυγούστου 2015

Η ΚΟΡΗ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ --- του αειμνήστου Ανδρέου Θεοδώρου Καθ. Πανεπιστημίου Αθηνών

Το μεγαλείον της Παρθένου είναι αρρήκτως συνδεδεμένον προς το άρρητον μεγαλείον του θείου Χριστολογικού μυστηρίου. Το θαύμα της συνέχεται στενώτατα προς το άπειρον θαύμα της επί γης αρρήτου επιδημίας του Λόγου του Θεού. Εκτός του μυστηρίου του Υιού της, το μυστήριον της Παρθένου μένει μετέωρον, ουδέν απολύτως ουσιαστικόν νόημα ενέχον. Εν τω Υιώ καταξιούται η Μήτηρ. Η θεία αυτής Μητρότης συνέχεται αδιαστάτως μετά του μυστηρίου του απειράνδρου Τόκου της. Το αξίωμα της Θεοτόκου αποκενούται, αν και προς ώραν έστω αποχωρισθή του μυστηρίου της εν Χριστώ οικονομίας. Το δόγμα της Θεοτόκου εισάγει την Χριστολογίαν, συμπλέκεται και συνυφαίνεται μετά της Χριστολογίας. Τας δύο ταύτας αλληλενδέτους του δόγματος στιγμάς ουδείς δύναται ν΄ αποχωρίση, άνευ ουσιαστικής ρήξεως συνόλου του χριστολογικού θαύματος. Η ορθόδοξος θεολογία το αξίωμα της Παρθένου βλέπει πάντοτε εκ της οπτικής γωνίας του Χριστολογικού δόγματος. Βλέπει την Θεοτόκον ως την εισιτήριον θύραν την εισάγουσαν εις το πεδίον της εν μυστηρίω αφράστου οικονομίας του Λόγου. Ασφαλώς δεν γνωρίζομεν τι θα συνέβαινεν, αν δεν ανεδεικνύετο εν τω κόσμω ο άνθρωπος, δια του οποίου θα καθίστατο δυνατή η εν τη σκηνή του κόσμου τούτου είσοδος του απείρου Λόγου της ζωής. Γνωρίζομεν όμως βεβαίως ότι η παρουσία της Πανάγνου ήτο συνθήκη απαραίτητος, όρος sine qua non, της επί γης ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού. Εκ της επόψεως ταύτης μελετωμένης της υψίστης περιωπής της Παρθένου, κατανοούμεν και την κεντρικωτάτην  θέσιν αυτής εν τε τη ορθοδόξω σωτηριολογία και τη εκκλησιολογία. Ιδία εν τη ευσεβεία και τη λατρεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας – όλως δ΄ ιδιαιτέρως εν τω Ακαθίστω  Ύμνω – η Θεοτόκος Μαρία προσαγορεύεται ως ιλασμός και σωτηρία των ανθρώπων. Οι επιπολαίως κρίνοντες τα πράγματα θα εύρουν ασφαλώς εις τας εν λόγω εκφράσεις παρακεκινδυνευμένας εξάρσεις ή και κακοδοξίαν σωτηριολογικήν. Το πράγμα όμως δεν έχει ούτως. Εις μόνον σώζει τον κόσμον εκ της αμαρτίας και λυτρούται τον άνθρωπον εκ του κράτους του αιωνίου πνευματικού θανάτου: Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Η Μήτηρ αυτού ουδεμίαν ουσιαστικήν και πραγματικήν θέσιν κατέχει εν τω μυστηρίω της σωτηρίας των ανθρώπων. Η συνεργία αυτής περιορίζεται αποκλειστικώς και μόνον εις την υπ΄ αυτής παροχήν της δυνατότητος ενανθρωπήσεως του Υιού του Θεού. Είναι η Μήτηρ του Λυτρωτού. Δι΄ αυτής εισήλθεν εις τον κόσμον ο Σωτήρ του κόσμου. Το αξίωμα τούτο ασφαλώς είναι μέγα, δεν είναι όμως αξίωμα ουσία λυτρωτικόν. Άλλωστε και αυτή αύτη η Θεοτόκος εσώθη δια του λυτρωτικού έργου του Υιού της. Πως ήτο λοιπόν, δυνατόν η σωθείσα να παράσχη και πόρρωθεν έστω σωτηρίαν; Αι φράσεις έχουσαι προφανώς ανάχρωσιν ηθικήν, δέον όπως μελετηθώσιν επί του πεδίου της σωτηρίου οικονομίας της χάριτος και δη και εν τω μυστηριακώ χώρω της Εκκλησίας. Η Μήτηρ του Θεού έχει χάριν και μητρικήν παρρησίαν προς τον άχραντον Τόκον της. Δούσα την ζωήν εις την πηγήν της Ζωής είναι αρρήκτως συνδεδεμένη μετά της γεννητρίας της ζωής. Ζήσασα εν τω αδύτω της καρδίας αυτής όλας τας περιπετείας του παναχράντου Τόκου της μέχρι και αυτής της εις ουρανούς αναλήψεως αυτού, δεν ήτο δυνατόν να παραμείνη απαθής προς την χριστοειδή σάρκα του, προς το μυστικόν και άχραντον Σώμα του. Μήτηρ φυσική του Υιού, είναι και μήτηρ πνευματική της Εκκλησίας. Η Μήτηρ αγαπώσα τον Υιόν, αγαπά εν ίσω μέτρω και την Εκκλησίαν του. Εις την σωτηρίαν των πιστών παρεμβαίνει εμμέσως και δη και μόνον δια της πρεσβείας και των δεήσεων αυτής. Ισχύει δε πολύ δέησις Μητρός προς ευμένειαν Δεσπότου. Ομοίως η Παρθένος, λόγω του υψίστου αξιώματος αυτής ως Μητρός του Θεού, δύναται να χορηγήση την σωτήριον χάριν του Υιού της. Ασφαλώς η διδασκαλία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας ότι πάσα χάρις διαβιβάζεται υπό του Κυρίου εις την Εκκλησίαν δια μέσου  της Θεοτόκου, είναι υπερβολική. Ουχ ήττον όμως η Παρθένος Μαρία, η κεχαριτωμένη Νύμφη της Βασιλείας, είναι πράγματι χορηγός της σωτηρίου Χάριτος του Υιού της. Η σωτήριος χάρις δεν προέρχεται ουσία εκ της Παρθένου· είναι απόρροια της ηδίστης βουλής του Θεού της συνιστώσης την σωτήριον οικονομίαν του Λόγου. Η Χάρις προέρχεται εκ της καρδίας του χριστολογικού μυστηρίου, ιδία εκ της λυτρωτικής θυσίας του Χριστού. Η Θεοτόκος, ως συνεχομένη αρρήκτως μετά του αυτού χριστολογικού μυστηρίου, είναι ευδοκία Υιού οικονόμος της σωτηρίου χάριτος αυτού. Είναι διάκονος του λυτρωτικού μυστηρίου εν τε τη συστάσει αυτού και τη σωτηρίω οικονομία της χάριτός του. Ο Υιός ευδοκεί εν τοις αγίοις αυτού, όλως δ΄ ιδιατέρως εν τη παναγία αυτού Μητρί. Επομένως η Θεοτόκος κατέχει κεντρικήν θέσιν εν τη σωτηρίω οικονομία της χάριτος. Δεν είναι πρώτη και κυρία πηγή της σωτηρίας· τούτο ανήκει αποκλειστικώς εις τον Κύριον ημών. Είναι απλή διάκονος της χάριτος, απλή οικονόμος του μυστηρίου της σωτηρίας εν ονόματι πάντοτε του Υιού της, διότι επαναλαμβάνομεν, η χάρις ανίσχει μόνον από της τριαδικής βουλής και ενεργείας και δραστηριοποιείται εν τη σωτηριώδει οικονομία του ενσάρκου Λόγου του Θεού. Επομένως όταν λέγωμεν: «Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς», η δέησις ουδέν το αντορθόδοξον ή απηχές εμπερικλείει, εξαίρουσα την ενάργειαν τούτο μεν της δραστικωτάτης πρεσβείας και των δεήσεων της Θεομήτορος, τούτο δε την εν ονόματι του Υιού της σωτήριον διακονίαν αυτής εν τη οικονομία της χάριτος. Ούτω δε δεν κατανοούμεν και τον φόβον τινών, οίτινες δια να περισώσουν δήθεν το δόγμα της πίστεως αντικαθιστούν το «σώσον» δια του «πρέσβευε» υπέρ ημών. Αμφότεραι αι προστακτικαί εκφέρουν την αυτήν της πίστεως αλήθειαν. Η περί αιρέσεως καχυποψία δεν ευρίσκεται εν τη δεήσει της Εκκλησίας, αλλ΄ εν τω νω των αστηρίκτων την πίστιν πνευμάτων των αδαώς εχόντων ως προς την βαθυτέραν ουσίαν της πίστεως και της ευσεβείας της Εκκλησίας. Υπό την έννοιαν ταύτην, τέλος, πρέπει να νοηθή και η προς Θεόν μεσιτεία της Παρθένου. Η Θεοτόκος είναι όντως προς Θεόν μεσίτρια των ανθρώπων. Η μεσιτεία αύτη, πλην του εξαιρέτου βαθμού αυτής, δεν διαφέρει της λοιπής προς Θεόν μεσιτείας των Αγίων. Δεν είναι μεσιτεία Δευτέρα και δη και παράλληλος προς την μοναδικήν και εξαίρετον μεσιτείαν του Κυρίου, διότι «εις και μεσίτης Θεού και ανθρώπων, άνθρωπος Χριστός»1. Η μεσιτεία της είναι μεσιτεία δεήσεως και πρεσβείας, απότοκος της μητρικής χάριτος και παρρησίας της Υπερευλογημένης. Η Μήτηρ μεσιτεύει παρά τω Υιώ δια την σωτηρίαν του σώματος της Εκκλησίας του, της σωτηρίας των πιστών των εν ταπεινώσει καταφευγόντων εις την κραταιάν σκέπην και προστασίαν της. Η Δέσποινα της Εκκλησίας, η πνευματική Μήτηρ του σώματος των πιστευόντων, είναι εν ταυτώ και πρέσβειρα αυτών παρά τω αρχηγώ της Εκκλησίας. Η εν πρεσβείαις μεσιτεία αυτής είναι απότοκος της υψηλής της περιωπής εν τω χριστολογικώ καθόλου θαύματι. Δεν είναι μεσιτεία θυτήριος και λυτρωτική, αλλά μεσιτεία δεήσεως και ικεσίας υπέρ της επί γης στρατευομένης Εκκλησίας του υπερφυούς Τόκου της. Ούτω δε μελετωμένη η μεσιτεία της Παρθένου εντάσσεται άριστα εν τη περί μεσιτείας των Αγίων γενική διδασκαλία της ορθοδόξου πίστεως. Μεθ΄ όσα μέχρι τούδε είπομεν, κατανοούνται πλήρως και οι ποικίλοι χαρακτηρισμοί, τους οποίους η ευσεβούσα καρδία της Ορθοδοξίας αποδίδει εις την υπέραγνον Μητέρα του Θεού, ως σκέπη, προστασία, καταφυγή, τείχος, οχύρωμα, λιμήν, βοήθεια κλπ. Δια τούτων απάντων εκφράζεται η βαθυτάτη πίστις της Ορθοδοξίας εις το άμεσον ενδιαφέρον της Παρθένου υπέρ της επί γης στρατευομένης Εκκλησίας του Υιού της, και η σωτήριος παρέμβασις αυτής υπέρ των πολυειδώς δεινοπαθούντων εν τω αγώνι αυτών κατά του διαβόλου και της αμαρτίας μελών της Εκκλησίας του Υιού της. Η πεποίθησις αύτη είναι βαθύτατα ερριζωμένη εν τη συνειδήσει της Ορθοδοξίας, καλύπτουσα ασφυκτικώς ολόκληρον την ευσέβειαν και την λατρεία αυτής 2. Η Θεοτόκος είναι η στοργική Μήτηρ της Εκκλησίας, η αγωνιζομένη παρά τω Υιώ της υπέρ της σωτηρίας και αποκαταστάσεως αυτής. Είναι η κραταιά και απροσμάχητος πρόσβασις της Ορθοδοξίας εις το κράτος του θείου ελέους και των οικτιρμών του ουρανίου Δομήτορος αυτής. Η αγάπη της Παρθένου αναλυομένη εν τη αγάπη του Υιού της διαφλέγει τα θεμέλια της Εκκλησίας, πυρπολεί την θεοχώρητον σάρκα της, αναχωνεύει αυτήν εν τω κρατήρι της χάριτος του θείου χριστολογικού μυστηρίου. Η Θεοτόκος Μαρία είναι τοσούτον συνδεδεμένη μετά της Ορθοδοξίας, ώστε δεν θα ήτο υπερβολή να ελέγομεν, ότι οιαδήποτε παραχάραξις του δόγματος Εκείνης θα επέφερε αυτόχρημα κατάρρευσιν συνόλου του πνευματικού οικοδομήματος της τελευταίας ταύτης. Tέλος το υπερφυές αξίωμα της Παρθένου ενέχει και μεγίστην εσχατολογικήν σημασίαν. Ως φυσική θυγάτηρ του Αδάμ η Παναγία υπέκυψεν εις τον θάνατον, καθολικόν της φύσεως νόμον, ρυέντα από της αμαρτίας του Αδάμ. Ενώ δε τους φυσικούς νόμους υπερέβη εν τω αχράντω τόκω αυτής, ως προς τον θάνατον τας πατρικάς ευθύνας υπέρχεται. Κι΄ η μεν αγία αυτής ψυχή αποχωρίζεται δια του θανάτου του ακηράτου σώματος αυτής, όπερ και νομίμω ταφή παραδίδεται. Το πανακήρατον σώμα της Πανάγνου, το εκ γης συντεθέν, παλινοστεί και αύθις προς γην, ίνα, εν τάφω αποκείμενον, αποτινάξη την θνητότητα και ενδυθή την αφθαρσίαν. Ως γνωστόν όμως, η φυσική νέκρωσις και ο θάνατος, ως το κατ΄ εξοχήν κέντρον και το οψώνιον της αμαρτίας, κατεπόθησαν οριστικώς δια της ζωηφόρου εκ νεκρών Αναστάσεως του ανάρχου Λόγου της ζωής. Δια της Αναστάσεως του Κυρίου κατεπόθη εις τέλος ο Άδης, εσυλήθη το Κράτος της φθοράς, απεγυμνώθη το ειδεχθές βασίλειον του θανάτου. Αν όμως ο θάνατος κατεπόθη γενικώς δι΄ όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους, τούτο ισχύει κατ΄ εξοχήν δια το λελυτρωμένον σώμα των Αγίων του, των οποίων ο θάνατος αποτελεί καλλίστην εκδημίαν, ήτις την προς Θεόν ενδημίαν χαρίζεται. Υπέρ πάντα όμως άλλον, ο θάνατος της ζωαρχικωτάτης Μητρός του Θεού υπερβαίνει πάσαν έννοιαν θανάτου, είναι θάνατος ζωηφόρος, αρχή δευτέρας αιωνίας υπάρξεως, ενδημία προς Θεόν, κοίμησις, θεία μετάστασις. Η Υπεραγία Θεοτόκος, η πλατυτέρα των ουρανών και ο απαστράπτων χερουβικός θρόνος, η αξιόθεος Μήτηρ του Βασιλέως και η κεχαριτωμένη Κόρη της Βασιλείας, έχει τι το περισσόν εν αναφορά προς όλους τους άλλους Αγίους. Ενώ δηλαδή δια του θανάτου αι ψυχαί των Αγίων, αποχωριζόμεναι των οικείων σωμάτων, ίπτανται εις τα φωτεινά σκηνώματα του ουρανού (εν τη μέση καταστάσει των ψυχών) προγευόμεναι της θείας μακαριότητος των ουρανών και μεσιτεύουσαι παρά τω Κυρίω υπέρ των επί γης στρατευομένων αδελφών αυτών, τα δε σώματά των φθείρονται εν τω τάφω άχρι της κοινής αναστάσεως, ότε ένδοξα και αφθαρτοποιημένα θα ενωθούν και πάλιν μετά των οικείων ψυχών, ο θάνατος της Υπερευλογημένης Μητρός του Θεού, σημαίνει καθολικήν μετάστασιν αυτής εις τους ουρανούς. Η πίστις εις την Μετάστασιν της Θεοτόκου αποτελεί παράδοσιν βαθύτατα ερριζωμένην εν τη συνειδήσει της Ορθοδοξίας. Σημαίνει δ΄ η Μετάστασις δύο τινα· ένθεν μεν την ανάστασιν του σώματος της Παρθένου και την συνέσωσιν αυτού μετά της οικείας ψυχής, μεθ΄ ο η πανάχραντος Μήτηρ ανελήφθη τελειωτικώς εις τους ουρανούς, εισδύσασα εις την άφθιτον δόξαν της Βασιλείας· ένθεν δε την αφαρπαγήν του σώματος της Απειρογάμου εκ του μνημείου της φθοράς εις τους ουρανούς. Πιθανωτέρα φαίνεται η πρώτη εκδοχή. Η ανάστασις της Παρθένου, ακολουθούσα εις την ζωοφόρον Ανάστασιν του Χριστού, πρόκειται ως φωτοειδής και λαμπροτάτη απαρχή της δια της Αναστάσεως του Κυρίου εγκαθιδρυθείσης αφθαρσίας και θεώσεως της φύσεως. Προ της καθολικής αναστάσεως, η ανάστασις της Παρθένου, προοιμιάζουσα την επί τω τέλει των αιώνων γενικήν εκείνην ανάστασιν, πληροί τα φωτοειδή σκηνώματα της Βασιλείας. Η γη ενυπάρχει εις τον ουρανόν, ο χρόνος μεταπτίπτει εις την αιωνιότητα, η αφθαρσία πληροί το κτιστόν και πεπερασμένον. Η εσχατολογία βιούται εν προλήψει εν τη θεοχωρήτω υποστάσει της Ευλογημένης. Η Μετάστασις της Παρθένου αποτελεί ειδικόν προνόμιον αυτής, οφειλόμενον εις το άφθιτον χριστολογικόν μεγαλείον της. Ωραιότατα περιγράφει τούτο ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός: «Ταύτην δε την αληθώς παμμακάριστον, τω του Θεού λόγω την ακοήν υποκλίνασαν και της ενεργείας πλησθείσαν του Πνεύματος και δι΄ αρχαγγέλου την πατρικήν ευδοκίαν εγκυμονήσασαν και ηδονής πάρεξ και συναφείας (ανδρός) συνειληφυίαν του Θεού Λόγου την πάντα πληρούσαν υπόστασιν, και προσφυώς ωδίνων άνευ γεννήσασαν, και όλην Θεώ ενωθείσαν, πως καταπίη ο θάνατος; Πως ο άδης εισδέξεται; Πως διαφθορά του ζωοδόχου κατατολμήσειε σώματος; Αλλότρια ταύτα, και πάντη ξένα της θεοφόρου ψυχής τε και σώματος» 3. Ως ήδη ετονίσθη, η Μετάστασις της Θεοτόκου αποτελεί πίστιν βαθύτατα ερριζωμένην εν τη ορθοδόξω παραδόσει, βιουμένην δε εν τη λατρεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας. Η Μετάστασις της Παρθένου εορτάζεται εν συναφεία και εν συνεχεία προς την Κοίμησιν αυτής. Η Κοίμησις οδηγεί εις την μετάστασιν της Μητρός της Ζωής. Ο τάφος δεν δύναται να κρατήση εις την σκοτεινότητα αυτού το πανακήρατον σώμα της Πανάγνου. Κοίμησις και μετάστασις συνθέτουν την αλήθειαν του Χριστολογικού θαύματος της Παρθένου. Η κοίμησις μεν ως όφλημα του καθολικού νόμου της φύσεως, ως ανάδειξις της ιστορικής συνεχείας και πραγματικότητος της Απειρογάμου. Η μετάστασις δε ως σημείον του αφθάρτου θαύματος, ως κατακλείς των χαρίτων της Απειρογάμου. Φύσις και υπέρφυσις, αθανασία και θάνατος, φθορά (ουχί διαφθορά) και αφθαρσία, φως φυσικόν και φως επουράνιον, το διάδημα της δόξης επί της τετελειωμένης φύσεως, σφραγίζουν την θεοχώρητον υπόστασιν της Παρθένου, επί της οποίας ο Υιός εγκολάπτει ανεξιτήλως την σωτήριον σφραγίδα του. Ενώ όμως, η πίστις εις την Μετάστασιν της Θεοτόκου γίνεται αποδεκτή εις το μέγιστον μέρος της Ορθοδοξίας (Σλαβικήν Ορθοδοξίαν) εν τη ορθοδόξω ελλαδική θεολογία παρατηρούνται σχετικώς διχογνωμίαι. Ελλείψει μαρτυριών περί της Μεταστάσεως της Παρθένου εν τη αρχαία αποστολική και εκκλησιαστική παραδόσει, αύτη καθίσταται ύποπτος ή και απορρίπτεται υπό πλειάδος ελλήνων ορθοδόξων θεολόγων. Δεν είναι του παρόντος βεβαίως να υπεισέλθωμεν εις λεπτομερή εξέτασιν των αμφιλογιών και αντιρρήσεων. Εκείνο το οποίον εκπλήσσει ημάς εν προκειμένω είναι η διάστασις της θεολογίας (θεολόγων μάλλον) προς την λατρείαν και την ευσέβειαν της Εκκλησίας. Δηλαδή ο Χριστιανός ως πιστός μεν θα εορτάζη την Κοίμησιν – Μετάστασιν της Θεοτόκου, ως θεολόγος δε ο αυτός θα έχη ενδεχομένως αντιρρήσεις και επιφυλάξεις! Είναι δε ενδεχόμενον η διάστασις αύτη να οδηγήση και εις κρίσιν συνειδήσεως, εις την ιδέαν ότι η Εκκλησία πανηγυρίζουσα την μεγίστην θεομητορικήν εορτήν αυτής κατά βάθος δογματικώς πλανάται! Βεβαίως δεν δυνάμεθα να παραθεωρήσωμεν την εκ της πολιάς αρχαιότητος έλλειψιν επαρκών μαρτυριών ως προς το υπό συζήτησιν θέμα· αλλ΄ ούτε και δυνάμεθα να παραβλέψωμεν πλήθος άλλων, μεταγενεστέρων έστω, μαρτυριών εκ της Πατερικής γραμματείας, σχετικών προς το περιμάχητον θέμα. Ούτε είναι κατά πάντα ορθόν να χωρίζωμεν τους Πατέρας εις αρχαίους και μη, πρωτεύοντας και επουσιώδεις, αντιστοίχως δε να διακρίνωμεν και την ορθόδοξον παράδοσιν! Η μαρτυρία τουλάχιστον Ιωάννου του Δαμασκηνού δέον οπωσδήποτε να καθιστά ημάς προσεκτικωτέρους. Ομοίως και το επιχείρημα ότι πολλά εν τοις ύμνοις, «ποιητική αδεία» λεγόμενα, δεν δύνανται να στηρίξουν το ορθόδοξον δόγμα, συνεπώς δε ούτε και την Μετάστασιν της Θεοτόκου, δεν νομίζομεν ότι είναι πάντοτε ισχυρόν, ιδία εις περιπτώσεις ένθα οι ύμνοι εκφράζουν βαθυτάτην λατρευτικήν και δογματικήν παράδοσιν της Εκκλησίας, ως τούτο συμβαἰνει εν προκειμένω. Το να χαρακτηρίζωμεν δε τους ύμνους άλλοτε μεν ως στηρίζοντας το ορθόδοξον δόγμα, άλλοτε δε ως μη στηρίζοντας αυτό, ασφαλώς δεν είναι πράγμα σοβαρόν. Τούτο βεβαίως δεν σημαίνει ότι εις τους ύμνους δεν έχομεν δογματικάς ασαφείας και κενά. Το να μεταποιώμεν όμως αυτούς εις Προκρούστειον κλίνην, δια να καλύπτωμεν δι΄ αυτών τας ιδικάς μας εκάστοτε προτιμήσεις, τούτο ασφαλώς δεν είναι επιτρεπτόν. Το θεολογικόν αισθητήριον εν προκειμένω πρέπει να είναι νηφάλιον, να εξετάζη δε τα πράγματα εν τω γενικωτέρω πλαισίω της ορθοδόξου ευσεβείας και παραδόσεως. Προσωπικώς δεν νομίζομεν, ότι η πίστις εις την Μετάστασιν της Θεοτόκου απάδει προς το ορθόδοξον δόγμα. Ούτως αν λάβωμεν την μετάστασιν εν τη εννοία της μεταθέσεως του σεπτού σκήνους της Θεομήτορος, ουδέν το άπορον, τοσούτω μάλλον όσω ολικαί μεταθέσεις δικαίων (σώματος και ψυχής άνευ μεσολαβήσεως του θανάτου) μνημονεύονται ήδη εν τη Π. Διαθήκη (Ενώχ, Ηλία), ως τις αμοιβή δια την δικαιοσύνην και θεάρεστον βιοτήν αυτών. Αν δε νοήσωμεν ταύτην ως ζωηφόρον εκ νεκρών εξανάστασιν της Παρθένου (κατά το πρότυπον του Υιού της), πάλιν ουδέν το άπορον, πρώτον διότι η εκ νεκρών εξανάστασις θα είναι ο, δυνάμει του σωτηρίου έργου του Χριστού, καθολικός κλήρος πάντων ανεξαιρέτως των τεθνεώτων άμα τη Δευτέρα επί γης επιφανεία του Κυρίου4, δεύτερον δε οι ζώντες κατά την φοβεράν εκείνην ημέραν ουδόλως καν θα αποθάνουν, αλλά μεταλλαγέντες δια της δυνάμεως του Παναγίου Πνεύματος θα απαντήσουν εις τον αέρα τον Κύριον5 και μετά την κρίσιν θα εισέλθουν εις την χαράν και την λαμπρότητα του ουρανού.Το γεγονός επομένως της μεταστάσεως καθ΄ εαυτό ουδεμίαν δυσχέρειαν δογματικήν παρουσιάζει. Μόνον εξ επόψεως χρονικής η ιδέα της μεταστάσεως δημιουργεί πως δυσκολίας. Ούτω δια της Μεταστάσεως η Παρθένος, υπερβαίνουσα την μέσην κατάστασιν των ψυχών, εις ην αύται εισέρχονται μετά θάνατον, φαίνεται οιονεί αποκοπτομένη του κοινού σώματος των πιστευόντων και αποχωριζομένη της Εκκλησίας. Αλλά και η δυσκολία αύτη δεν νομίζομεν, ότι είναι ανυπέρβλητος. Δια της Μεταστάσεως όχι μόνον δεν χωρίζεται της Εκκλησίας η Θεοτόκος, αλλά τουναντίον εν αυτή, ως τη κυριωτάτη εκπροσώπω αυτής, η Εκκλησία εκτείνεται πλήρως εν τη Βασιλεία των ουρανών, φαιδρύνεται και αναλάμπει εν τη πληρεστάτη δόξη της μυστικής και αοράτου αυτής κεφαλής, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Η Μετάστασις ου μόνον δεν καταπατεί το περί μέσης καταστάσεως των ψυχών δόγμα της Εκκλησίας, αλλά τουναντίον ενδυναμοί και εξαίρει αυτό, προβάλλουσα ανάγλυφον την πλήρη μακαριότητα και δόξαν και την οριστικήν τελείωσιν εις ην αποβλέπουν αι εν τη μέση καταστάσει ευρισκόμεναι ψυχαί των δικαίων και αγίων. Ασφαλώς δε το γεγονός τούτο – εκ του οποίου δέον να απαλειφθή παντελώς πάσα έννοια τοπικού και πνευματικού αποχωρισμού – θα πληροί τας ψυχάς των δικαίων αφάτου αγαλλιάσεως και χαράς και θα επιτείνη επί μάλλον τον αίνον και την δοξολογίαν του Θεανθρώπου Λυτρωτού, όστις δια του σωτηρίου έργου αυτού και της απείρου χάριτός του τοιαύτης τιμής ηξίωσε την παναγίαν Μητέρα αυτού και συν αυτή ολόκληρον το σώμα των δεδικαιωμένων! Και πάλιν επαναλαμβάνομεν, το προνόμιον τούτο της Παρθένου οφείλεται εις την περίοπτον θέσιν αυτής εν τω όλω σωτηρίω έργω του Υιού της. Εφ΄ όσον εν τη ανθρωπίνη φύσει του Χριστού ρέει το άγιον αίμα της Παρθένου, εφ΄ όσον εξ αυτής ελήφθη το άφθορον σώμα του Χριστού, το αείποτε συνηνωμένον μετά της απείρου Θεότητος του Λόγου, το σώμα το τεθεωμένον και ένδοξον, το αδιστάκτως εισελθόν εις το κράτος της μακαρίας δόξης της Τριάδος, τι το παράδοξον, αν και η Μήτηρ, η δούσα το σώμα τούτο, η Μήτηρ η ευκλεής και πάνσεπτος, υψώθη κατά χάριν ήδη από του παρόντος αιώνος εις την άπειρον λαμπρότητα και δόξαν του Υιού της; Τι το παράδοξον, αν ο Υιός εκάλεσε παρ΄ εαυτώ μετά θάνατον την υπόστασιν της κυησάσης αυτόν Μητρός; Μήπως η κλήσις αύτη, ως έγχρονος πρόληψις του εσχατολογικού κλήρου πάντων των δεδικαιωμένων, δεν είναι έργον της σωστικής και αγιαστικής δυνάμεως του Δεσπότου; Η εξαίρεσις αύτη της Παρθένου, οφειλομένη ασφαλώς εις την εξαίρετον θέσιν αυτής εν τη σωτηρίω οικονομία του Λόγου, ου μόνον δεν καταργεί τον κανόνα (μερικής κρίσεως και ανταποδόσεως), αλλ΄ επί μάλλον στερεοί και εξαίρει αυτόν. Διότι πρόκειται περί εξαιρέσεως αφορώσης αποκλειστικώς και μόνον εις την Μητέρα του παναγίου Λόγου του Θεού! Και ταύτα μεν εν γενικαίς γραμμαίς τα πορίσματα του μετά χείρας μελετήματος ημών. Το δόγμα της Θεοτόκου συνέχει και πληροί σύνολον την ζωήν και την υπόστασιν της Ορθοδοξίας. Προς την μορφήν της σεπτής Θεομήτορος ανέρχεται αύτη δια του δόγματος και της πίστεως αυτής, δια της μυστηριακής της διαισθήσεως, της λατρείας και της πνευματικότητος αυτής. Προ των φωτοειδών πυλώνων της Παρθένου κρούει αύτη την Πύλην της Βασιλείας. Εν τη χάριτι αυτής πληρούται χαρίτων και θείων δωρεών και ευλογιών. Εν τω θαύματι της Παρθένου βλέπει το θαύμα της ενσάρκου οικονομίας του Θεού, βλέπει το ιδικόν της θαύμα, την θείαν μεταμόρφωσιν και θέωσιν αυτής. Εν τη Μητρί του Θεού βλέπει την ιδικήν της Μητέρα, την χαράν και παρρησίαν αυτής, το καύχημα και το αγλάϊσμά της. Βλέπει την κραταιάν προστασίαν και την ακοίμητον βοήθειαν αυτής. Βλέπει την Δέσποιναν της Βασιλείας και την σεμνήν Οικονόμον της σωτηρίου Χάριτος του Χριστού. Δια τούτο η Ορθοδοξία μεγάλως τιμά την Μητέρα της, διότι μεγάλως τιμά τον Σωτήρα και πλαστουργόν της. Γεραίρει και ανυμνεί την Προστάτιν της, διότι γεραίρει και ανυμνεί τον ανερμήνευτον Τόκον της. Το δόγμα της Θεομήτορος διαφυλάττει και σκέπει ως κόρην οφθαλμού, διότι εν τω δόγματι τούτω συνοψίζεται η θεοϋπόστατος πνευματικότης και πίστις της. Οιαδήποτε παραχάραξις του δόγματος τούτου συνεπιφέρει παραχάραξιν συνόλου του δογματικού συστήματος αυτής, ιδία της χριστολογίας και σωτηρολογίας της. Η Ορθοδοξία βιοί εν μυστηρίω την Θεοτόκον της, ζη εν τω αδύτω της καρδίας της το άφραστον θαύμα και τα ανεξιχνίαστα μεγαλεία της. Η δόξα της την επισκιάζει, η χάρις της την συνέχει, το μεγαλείον της την συμπνίγει, το θαύμα της την αναφλέγει. Η Θεοτόκος ευλογεί και αγιάζει την Ορθοδοξίαν, διότι η Ορθοδοξία είναι η αμόλυντος και απαράφθορος σάρξ του ανεκφράστου Τόκου της!

Ανδρέας Θεοδώρου




1. Α΄ Τιμ. 2, 5.
2. Αυτήν την έννοιαν έχει και ο Παρακλητικός Κανών ο ψαλλόμενος υπό της Εκκλησίας προς την Θεοτόκον κατά την περίοδον του Δεκαπενταυγούστου.
3. Εγκώμιον δεύτερον εις την Κοίμησιν (MPG 96,  728).
4. «Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών» (Ιερόν Σύμβολον της Πίστεως).

5.  1, Κορ. 15,  51.  1 Θεσ. 4,  13-17.

Παρασκευή 28 Αυγούστου 2015

ΜΙΑ ΠΟΛΥΤΙΜΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ

Ουδέποτε άλλοτε υπήρξε τόση σύγχυσις περί Ορθοδοξίας εις τον Ελληνικόν χώρον, όση υπάρχει σήμερον. Ζώμεν εις μίαν χώραν φωτός απλέτου, φωτός υπερφυσικού, όπου ανέτειλεν με τον Χριστιανισμόν και το αγνοούμεν. Επειδή δεν απεκτήσαμεν αίσθησιν δια την γεύσιν των πνευματικών ουσιών, αρνούμεθα να δεχθώμεν και την ύπαρξίν των και την υπεροχήν των. Πολλοί, όταν αναφέρουν την Ελλάδα, εννοούν ένα προχριστιανικόν φως της Αριστοτελικής ή Πλατωνικής φιλοσοφίας ή τους Πυθαγορίους ή την Στοάν και ένα καθαρόν φυσικόν και ακτινοβόλον φως, με το οποίον είναι προικισμένη η μεσημβρινή Πατρίς μας, όπου φωτίζει τα μαρμάρινα μνημεία μας και τας απαραμίλλους φυσικάς καλλονάς της. Ούτε καν υποψία, ότι έχομεν τον κατά παράδοσιν πάμφωτον Ορθόδοξον Χριστιανισμόν, τον οποίον επεξειργάσθη εις όλας του τας μορφάς, ως αλήθειαν, ως κάλλος, ως δόγμα, ως πνευματικότητα, ως υπερούσιον λειτουργικήν ζωήν και ως ρυθμόν τέχνης, η χορεία των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας κατ’ ιδίαν και εν Ιεραίς Συνόδοις τη συνεργεία του Αγίου Πνεύματος. Και διατί αυτή η τραγική άγνοια των θείων θησαυρών μας; Διότι δεν εζήσαμεν πνευματικώς, δεν επιστεύσαμεν εις τον Χριστόν, όστις μας εφανέρωσε την Αλήθειαν, δεν εφηρμόσαμεν τας θείας Του εντολάς. Και έτσι, δεν άνοιξαν τα μάτια μας δια να ίδωμεν το Άγιον εκείνο και υπερφυσικόν φως, το οποίον περιέλαμψεν όσους επίστευσαν τον Χριστόν και ηγάπησαν την δόξαν και την αγάπην Του. Και εντεύθεν κατατριβόμεθα με μικροχαρή υποκατάστατα, ομιλώμεν με ενθουσιασμόν δια την κλασσικήν φιλοσοφίαν και την τέχνην, δια τον ψευδοπολιτισμόν μας, αλλά περί Ορθοδοξίας ούτε λόγος, επειδή δεν εζήσαμεν εν Χριστώ, δεν ησθάνθημεν την πνευματικήν λύτρωσιν και άπειρον ευδαιμονίαν της εν Χριστώ ζωής. Δια τούτο έχομεν περιέλθη εις αγωνίας και προβληματισμούς και άγχη και απελπιστικόν αδιέξοδον. Από το οποίον δεν θα εξέλθωμεν, εάν δεν προσέλθωμεν εν κλαυθμώ και ταπεινώσει και απλότητι ψυχής προς τον λυτρωτήν του κόσμου Χριστόν. Όχι τον Χριστόν των Λατίνων, που τον απεγύμνωσαν από την υπερβατικότητά του και τον κατέστησαν ένα ψυχρόν ηθικολόγον, ούτε τον Χριστόν των Προτεσταντών, οίτινες τον κατεκρεούργησαν εις τετρακόσια τεμάχια και κάθε αίρεσις τον παρουσιάζει εις τα μέτρα της. Αλλά τον Χριστόν, τον Ορθοδόξως ερμηνευθέντα και βιωθέντα επί δύο χιλιάδες έτη υπό της Εκκλησίας, εκ της οποίας απεκόπησαν και Λατίνοι και Προτεστάνται και ήδη πλανώνται εις το βαθύ σκότος της εγωπαθείας των. Τα ανωτέρω έγραψα ως μικράν εισαγωγήν εις την μικράν ιστορίαν, τόσον όμως περιεκτικήν και τόσον διδακτικήν δι’ ημάς, που ομιλώμεν περί ενώσεως των Εκκλησιών, την οποίαν εκθέτω αμέσως. Γνωστός μου φιλόλογος Γερμανός μοι εδιηγήθη τα εξής: Ευρισκόμην, λέγει, μεταξύ των στρατιωτών της Χιτλερικής εκστρατείας εις Ρωσίαν. Προ της καταρρεύσεως του γερμανικού μετώπου, ανεπαυόμην, μετά από μίαν μάχην, με άλλους συναδέλφους μου, εις ένα σπίτι ρωσικού χωριού. Ένα βράδυ οι συνάδελφοί μου ήρχισαν ένα θορυβώδες τραγούδι. Αίφνης, εμφανίζεται μία νεαρά ρωσίς, εις το σπίτι της οποίας εστεγαζόμεθα, και αφού μας έρριψεν αυστηρόν βλέμμα, έδειξε με τον δάκτυλόν της το εικονοστάσιον και την κανδήλαν που ήτο αναμμένη, ωσάν να μας έλεγε πόσον άτοπον είναι να τραγωδούμεν ενώπιον των ιερών εικόνων… Υπήρξε τόση η κατάπληξίς μου και ο σεβασμός μου δια την ορθόδοξον αυτήν νέαν, με το σταθερόν και ανδρείον φρόνημά της και δια την αδιαφορίαν της, ότι ωμίλει εις τους νικητάς της πατρίδος της, ώστε, μόλις ετελείωσεν ο φρικαλέος εκείνος πόλεμος, εζήτησα αμέσως να πληροφορηθώ τι πιστεύουν οι Ορθόδοξοι και ποίας διαφοράς έχομεν ημείς οι Προτεστάνται με αυτούς. Κατέφυγα εις ένα Ορθόδοξον ιερέα μιάς Κοινότητος εν Γερμανία και τον ερώτησα να με διαφωτίση. Εκείνος, ύστερα από πολλήν σκέψιν, μου απήντησεν ότι … δεν έχομεν διαφοράς σοβαράς και ότι αμφότερα τα δόγματα αντλούν από μίας πηγής!... Παρά την απροσδόκητον αυτήν απάντησιν του ιερέως, ήρχισα να μελετώ βιβλία Ορθόδοξα. Εκεί ανεκάλυψα, όχι απλώς διαφοράς, αλλά χάσματα κυριολεκτικώς. Έβλεπα ότι η Ορθοδοξία ήτο εκθαμβωτικόν φως και ο Προτεσταντισμός βαθύτατον έρεβος. Ότι η Ορθοδοξία, απετέλει αδιάκοπον συνέχειαν της Αποστολικής Διδαχής και ότι ο Προτεσταντισμός ήτο ένα σύνολον ερμηνευτικών πλανών, η αρχή των οποίων υπήρξεν εις την Ρώμην ως Ορθολογισμός. Και ακόμη διεπίστωσα, ότι τόσον ο Παπισμός, όσον και ο Προτεσταντισμός, (περισσότερον ο δεύτερος) δεν λυτρώνουν, δεν ζωοποιούν, δεν ειρηνεύουν την ψυχήν, εν αντιθέσει με την Ορθοδοξίαν, η οποία πρώτον καθαίρει την ψυχήν από των παθών, κατόπιν την φωτίζει και τελευταίον την ενώνει με τον Χριστόν. Αργότερα εδιάβασα την Υμνολογίαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας, την «Φιλοκαλίαν» και τους Ασκητικούς Πατέρας και εκολύμβησα εις άπειρον αγαλλίασιν. Η ορθοδοξία είναι έργον Θεού. Ο Ρωμαιοκαθολισμός ήτο έργον Θεού και έγινεν και ανθρώπινον. Ο Προτεσταντισμός από Θεανθρώπινον κλάδον αποκοπείς, εφυλλορρόησεν από σατανικούς ανέμους και τώρα κείται εις φύλλα εξηραμένα, έκαστον των οποίων αντιπροσωπεύει και μίαν Ομολογίαν!...                                                                                                                                                                                                                                  
…Προ πολλών ετών εζήτησα να εισέλθω στους κόλπους της Ορθοδόξου Ελληνικής Εκκλησίας. Εκατηχήθην—διότι ουσιαστικώς εγνώριζα την αλήθειαν της Ορθοδοξίας—και εβαπτίσθην δι’ ύδατος και πνεύματος. Και έγινα ένα μέλος του μυστικού Σώματος του Χριστού. Και τώρα, σεσωσμένος τη Χάριτι του Θεού, πληροφορημένος εις την καρδίαν μου «εν Χάριτι», ζω αποξενωμένος από τους ονειδίζοντάς με συγγενείς, αλλά «συμπολίτης των αγίων και οικείος του Θεού», πτωχός καθηγητής εν Ελλάδι, αλλά πλουτίσας εν Χριστώ δύναμαι ευγνωμόνως να αναπέμπω τας προσευχάς μου και να λέγω, μαζύ με τον άγιον Πατέρα μας Συμεών τον Νέον Θεολόγον, προς τον Σωτήρα μου Ιησούν: «Απολαύω της αγάπης σου και της ωραιότητός σου και είμαι πλήρης ευδαιμονίας και θείας γλυκύτητος. Το πρόσωπόν μου λάμπει όπως το πρόσωπον του Ηγαπημένου μου. Όταν βυθίζομαι εις το φως σου, τότε γίνομαι ένα φως όμοιον με το ιδικόν σου. Και τότε αισθάνομαι τον εαυτόν μου πλουσιώτερον από όλους τους πλουσίους, ωραιότερον από όλους τους ωραίους και δυνατώτερον από όλους τους αυτοκράτορας». Και τελειώνω την προσευχήν μου με την αίτησιν, να με αξιώση ώστε να γίνω Μοναχός της Ορθοδόξου αγίας Εκκλησίας μας, δια να αρχίσω από εδώ να αισθάνομαι την μακαριότητα της αιωνίου βιοτής… «Κύριε, συ που μου έδωσες το αιτείν, δος μου και το αιτούμενον, Αμήν». Έτσι ετελείωσεν ο Ιωάννης Γιόρνταν την αφήγησίν του.

Αθωνικά άνθη







Πέμπτη 27 Αυγούστου 2015

Κινδυνεύομε, ως Εκκλησία και ως Έθνος.

Οι κολυμβήθρες εστέγνωσαν δια το μη υπάρχειν βρέφη προς βάπτισι και η Ραχήλ, η αγία μας Εκκλησία, κλαίει απαρηγόρητα δια τα τέκνα Της τα αποβαλλόμενα και φονευόμενα υπό αναλγήτων μητέρων και κακούργων ιατρών. Τριάκοντα επτά περίπου χιλιάδες αθώων ψυχών φονεύονται κατά μήνα και ο εθνικός μας στρατός κατ΄ έτος ελαττώνεται, ενώ οι κύκλω ημών εχθροί υπερπληθύνονται. Οι δε Κληρικοί μας συζητούν περί ανέμων και υδάτων, περί ιερωσύνης γυναικών και στρατεύσεως αυτών… Ταλαίπωρε αιωνία Ελλάς, που πηγαίνεις; Με τρία εκατομμύρια μουσουλμάνων στα αγιοτόκα εδάφη σου, Ιέρειες ετοιμάζονται δια την Εκκλησία σου και γυναίκες δια την φύλαξι των συνόρων και της ακεραιότητός σου!!!

Τρίτη 25 Αυγούστου 2015

Χαίρει ο ουρανός ότι υποδέχεται την Θεοτόκον

«Δεύτε άπαντα τα πέρατα της γης, την Σεπτήν μετάστασιν της Θεομήτορος μακαρίσωμεν... Η γαρ των Ουρανών υψηλοτέρα και των Χερουβείμ ενδοξοτέρα και πάσης κτίσεως τιμιωτέρα, σήμερον την Παναγίαν παρατίθεται ψυχήν και πληρούνται τα σύμπαντα χαράς» (Τροπάριον β' Λιτής της εορτής).



Χαίρει ο ουρανός ότι υποδέχεται την Θεοτόκον, την αειπάρθενον, την μητέρα του φωτός. Χαίρει, γιατί υποδέχεται την θεοχώρητο κόρη και αγνή Θεοτόκο, το κλέος των προφητών, την θυγατέρα του Δαυΐδ. Χαίρει, όταν βλέπη να ανεβαίνη από την γη που είναι έρημος από αρετή και ωραιότητα Εκείνη που ανέτρεψε την κατάρα και την μετέτρεψε σε ευλογία. Χαίρει ο ουρανός, γιατί τιμάται υποδεχόμενος την πάντων Βασίλισσα «εν ιματισμώ διαχρύσω περιβεβλημένη» και παρισταμένη στα δεξιά του Σωτήρος. 
Χαίρει βλέπων «την βάτον την φλεγομένην και μη καιομένην», «την λαβίδα των μυστικών την τον άνθρακα Χριστό συλλαβούσα εν γαστρί» να μετακομίζη εις την άνω Ιερουσαλήμ για ατελεύτητο κατάπαυση. Χαίρει ο ουρανός, γιατί μετέστη προς την ζωήν «η κλίμαξ δι ἧς κατέβη ο Θεός», «η της αμαρτίας αναιρούσα τον ρύπον», «η των ειδώλων ελέγξασα τον δόλον», η Θεοτόκος. Χαίρει και αγάλλεται και σκιρτά βλέπων στον ουρανό τον έμψυχο ναό του Θεού, την τον θείον μαργαρίτην προαγαγούσα, Εκείνη δια της οποίας ελύθη η κατάρα, Εκείνη που Χριστόν προαγαγούσα έγινε αιτία χαράς και έκτοτε αντεισάγεται στον κόσμο αντί της καταδίκης η χάρις, αντί της απωλείας η σωτηρία, αντί του σκότους το φως, αντί του παροδικού το αιώνιον, αντί της αδικίας η δικαιοσύνη, αντί νυκτός η ημέρα, αντί του Βελίαρ ο Χριστός, την Θεομήτορα. Σήμερα, αδελφοί μου, το ηγιασμένον σκήνωμα του Υψίστου έλαβε επίγειο τέλος, ένδοξο και ευκλεές. Σήμερα, γιορτάζουμε την Κοίμηση Εκείνης, η οποία εις τον ανενδεή Θεό σώμα και σάρκα εχάρισε. Γιορτάζουμε την Κοίμηση Εκείνης, που έδωσε ένδυμα εις τον αναβαλλόμενον το φως ως ιμάτιον. Σήμερα, γιορτάζουμε την εορτή Εκείνης, που αποτελεί το παλάτιον και τον θρόνον του Βασιλέως, Εκείνης που είναι η αιτία της θεώσεως όλων, Εκείνης που εισήγαγε στον κόσμο και στην οικουμένη τον Χριστό προς σωτηρία των ψυχών ημών. Άνθρωποι σκιρτήσατε, λογικές φύσεις αλαλάξατε, πάσα η γη, τω Κυρίω υψώσατε φωνήν αινέσεως, ότι εκοιμήθη η μήτηρ της ζωής και τον «κόσμον ου κατέλιπεν». Ο ουρανός άνωθεν ευφραίνεται, η γη αγάλλεται, η θάλασσα του κόσμου αναταράσσεται. Απόστολοι εκ περάτων συναθροίζονται κηδεύσαι θεοπρεπώς την μεγάλη Μητέρα από την οποία ο Βασιλεύς της δόξης περιεβλήθη της σαρκός την πορφύρα και εκήρυξε την άφεση στους αιχμαλώτους της αμαρτίας και τους αποδήμους της θείας χάριτος. Πανηγυρίσατε φιλέορτοι και φιλόθεοι και θεόφιλοι. Η αμνάς η τεκούσα τον πάντων αγίων αγιώτατον Λόγον, η αμνάς η ελπίς πάντων ημών, προς τον Μεγάλο Ποιμένα, τον Δεσπότην Χριστό σήμερα ανυψώνεται από γης εις τα άνω, πρεσβευτικό υπέρ ημών εξανοίγουσα στόμα. Πανηγυρίσατε άνθρωποι ότι ο τάφος δεν μπόρεσε να κρατήση στους κόλπους του την μητέρα της ζωής ότι «ουχ είχε κατέχειν εις τέλος γη και τάφος και θάνατος, ζωαρχικόν σώμα και θεοδόχον»! Χαρήτε αδέλφια χαρά μεγάλη «παρθενεύει γαρ τόκος και ζωήν προμνηστεύεται θάνατος» «νενίκηνται γαρ της φύσεως οι όροι» στην Μητέρα του Θεού. Άσατε, άνθρωποι, τω Κυρίω «άσμα καινόν», αφού εν τη κοιμήσει της Θεοτόκου ο θάνατος δεν είναι πρόξενος λύπης αλλά χαράς. «Ζωής γαρ αϊδίου και κρείττονος ο θάνατος αυτής γέγονε». Είπωμεν πάντες οι ευλαβείς εορταστές και προσκυνητές της Παναγίας μας. «Πανύμνητε Μήτερ, Εσύ που μας προσέφερες το «σεσιγημένον» μυστήριον και το «σιωπόμενον δόγμα» εν τη Σεπτή Κοιμήσει Σου. Συ κόρη αμίαντε, παρθένε, αμόλυντε, άφθορε, πάγκαλε νεάνις. Συ γυναικών αγλάισμα, θυγατέρων καλλώπισμα. Συ εσφραγισμένη τη παρθενία, Συ του Νώε η Κιβωτός και του Ιωσήφ η σωφροσύνη. Συ η ράβδος του Ααρών η βλαστήσασα, Συ η θυγάτηρ του Δαυΐδ, Συ η υπάρχουσα των προφητών η διόπτρα. Δεόμεθά Σου σήμερον. Δέξου τις προσευχές όλων μας, κλήρου και λαού ως λαμπάδα αναμμένη προ της θαυματουργού εικόνος Σου, ως προσκύνηση και από πάσης ρύσαι συμφοράς άπαντας. Σε γαρ μόνην ασφαλή και βεβαίαν άγκυραν έχομεν. Δεόμεθά Σου Θεοτόκε. Φρούρει, φύλαττε και σώζε τον κόσμον. Δίδου εις αυτόν θεογνωσίαν, στήριξε την Εκκλησία, φύλαττε την πατρίδα ημών, σε ειρήνη μετάβαλε κάθε επιβουλή, καθότι ο εκ Σου τεχθείς Ιησούς ο Θεός ημών, Θεός και Βασιλεύς υπάρχει. Ειρηνοδότης και ειρηνοφόρος και «άνδρα αιμάτων και δόλιον βλελύσσεται». Αδελφοί μου, εορταστές και προσκυνητές της Παναγίας μας. Η κεχαριτωμένη έστω εις πάντας Υμάς σκέπη, ευλογία και χάρις, χαρά και χαρίτωσις. Αμήν.

Κυριακή 23 Αυγούστου 2015

ΙΒ ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΑΤΘΑΙΟΥ --- Πατέρας Ευθύμιος Μπαρδάκας


Η «Αγαθή Μερίδα» --- του αειμνήστου Στεργίου Σάκκου Ομ. Καθηγητού Α.Π.Θ. Σχόλιον εις ένα παρεξηγημένον χωρίον

Φιλοξενούμενος ο Κύριος στη Βηθανία, ένα προάστειο των Ιεροσολύμων, στο γνωστό και φιλικό σπίτι των αδελφών Μάρθας, Μαρίας και Λαζάρου – ο πατέρας της οικογένειας, Σίμων ο λεπρός (βλ. Ματθ. 26: 6· Μρ 14: 3), είχε πεθάνει – αξιοποιεί την ευκαιρία για να διδάξει τους παρευρισκομένους. Η Μάρθα ως οικοδέσποινα καταγίνεται με την περιποίηση του φιλοξενουμένου, ενώ η μικρότερη αδελφή της Μαρία καθισμένη κοντά στα πόδια του Ιησού, ακούει με προσοχή τη διδασκαλία Του (Λουκ. 10: 39). Αυτό ενόχλησε την Μάρθα, η οποίαπεριεσπάτο περί πολλήν διακονίαν, καταγινόταν υπερβολικά με την φροντίδα της φιλοξενίας. Πιθανόν ετοίμαζε πλούσιο τραπέζι με πολλά φαγητά, που μάλιστα απαιτούσαν ιδιαίτερο κόπο και χρόνο για την προετοιμασία. Επειδή, όμως δεν μπορούσε να τα προλάβει όλα μόνη της, έρχεται στον Κύριο, που δίδασκε και κάνει τα παράπονά της· «Κύριε, δεν σε μέλει που η αδελφή μου με άφησε μόνη να διακονώ; Πες της, σε παρακαλώ, να με βοηθήσει». Αξίζει να προσέξουμε ότι η Μάρθα δεν απευθύνεται στην αδελφή της αλλά στον Κύριο. Στο παράπονο τής Μάρθας ο Κύριος απαντά: «Μάρθα Μάρθα, μεριμνάς και τυρβάζη περί πολλά· ενός δε εστι χρεία· Μαρία δε την αγαθήν μερίδα εξελέξατο, ήτις ουκ αφαιρεθήσεται απ΄ αυτής» (Λουκ. 10: 41-42).                                                                                             

Αυτά ακριβώς τα λόγια του Κυρίου, που περιέχονται στο ευαγγελικό ανάγνωσμα των Παρακλήσεων της Παναγίας, έχουν παρεξηγηθεί από πολλούς και ερμηνεύθηκαν ως εξής: «Ταλαίπωρη Μάρθα, βυθίστηκες στις πολλές μέριμνες του κόσμου. Ένα μόνο σου χρειάζεται· να εγκαταλείψεις τα κοσμικά και να στραφείς προς τα πνευματικά, όπως η Μαρία. Από τις δύο ασχολίες η αγαθή είναι αυτή την οποία διάλεξε η Μαρία». Επίσης, η διαμαρτυρία της Μάρθας θεωρήθηκε ως εκδήλωση ζηλοτυπίας προς την αδελφή της. Με τις ερμηνείες αυτές αδικείται η αλήθεια και υποτιμάται το πρόσωπο της Μάρθας, διότι τάχα ασχολείται μόνο με την ύλη και δεν έχει ανώτερες πνευματικές πτήσεις όπως η Μαρία. Εντούτοις, ο διάλογος της Μάρθας με τον Ιησού Χριστό, όπως τον διασώζει ο ευαγγελιστής Ιωάννης (βλ. Ιω 11, 21-28), αποκαλύπτει το θείο φωτισμό και το πνευματικό μεγαλείο της ανδρείας αυτής γυναίκας.                                                                                             
Η απάντηση του Κυρίου, όπως φαίνεται κι από την επανάληψη του ονόματος της Μάρθας, Μάρθα Μάρθα, μεριμνάς και τυρβάζη περί πολλά, ήταν μία ελαφρά επίπληξη, που φανέρωνε ταυτόχρονα όλη τη συμπάθεια και την εύνοιά του. Το ρήμα «μεριμνώ» υποδηλώνει εσωτερική ανησυχία, ενώ το «τυρβάζομαι» αναφέρεται σε εξωτερικές εκδηλώσεις ταραχής. Ο Κύριος θέλει να καθησυχάσει τη Μάρθα. Την βλέπει να καταπιάνεται με πολλά, και τη συμβουλεύει· ενός δε εστι χρεία, είναι, δηλαδή, αρκετό ένα φαγητό.                                                                                  
Ο Ιησούς προτιμά να τρέφει αυτούς, που τον φιλοξενούν με την διδασκαλία Του παρά να απολαμβάνει τα πολλά τους εδέσματα. Δεν θέλει να στερείται ούτε η Μάρθα ούτε η Μαρία τηναγαθήν μερίδα, τη θεία διδασκαλία Του, που είναι η τροφή της ψυχής, ανώτερη από οποιαδήποτε άλλη τροφή και προσφορά.                                         
Οπωσδήποτε, όπως σημειώνει ο άγιος Μακάριος, ο Κύριος δεν αποποιείται, δεν απορρίπτει το έργο της διακονίας. Απλώς μιλά «ως το μείζον του ελάττονος προτιθείς». Δίδει την πρώτη θέση στη διδαχή και τη δεύτερη στη διακονία του φαγητού. Με την ίδια νοοτροπία οι απόστολοι, όταν δημιουργήθηκε πρόβλημα στην πρώτη εκκλησία, ανέθεσαν στους διακόνους τη διακονία των τραπεζών, για να έχουν οι ίδιοι την άνεση να διακονούν απερίσπαστα το κήρυγμα του θείου λόγου (Πράξ. 6: 1-6). Εξάλλου, στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν τίθεται θέμα συγκρίσεως μεταξύ ακροάσεως του θείου λόγου και διακονίας. Ο Κύριος τονίζει την αξία του πρώτου, διότι αυτό θα κινητοποιήσει για το δεύτερο, τη διακονία.                      
Όπως καθαρά φαίνεται στις σχετικές ευαγγελικές διηγήσεις, η Μάρθα δεν υστερεί πνευματικά έναντι της Μαρίας. Λαχταρούσε κι αυτή να ακούσει τον Διδάσκαλο. Υπερνικά, ωστόσο, την προσωπική της επιθυμία και ευχαρίστηση, μεριμνώντας για την εξυπηρέτηση των άλλων. Ως μεγαλύτερη και ωριμότερη θυσιάζεται, για να εκφράσει την αγάπη και τη στοργή της στους κουρασμένους επισκέπτες. Φιλότιμα μάλιστα, καταπιάνεται με πολλές φροντίδες και δουλιές, ώστε να τους περιποιηθεί πλούσια και να τους ευχαριστήσει με πολλά και αξιόλογα φαγητά. Με τη συμπεριφορά της μιμείται τον Κύριο, που, ενώ έφθασε στο σπίτι της κατάκοπος από την οδοιπορία, δεν σκέπτεται τη δική του ανάπαυση, δεν ενδιαφέρεται για το φαγητό, αλλά διδάσκει για να ωφελήσει τους ακροατές. Η Μαρία, η οποία ήταν και μικρότερη, κάθησε αμέριμνη και απολάμβανε τη διδασκαλία του Κυρίου. Η Μάρθα προχώρησε στην εφαρμογή, στη θυσία.                                                                                      
Η αγαθή μερίδα, λοιπόν, στην οποία αναφέρεται ο Κύριος είναι η ίδια η διδαχή του. Η Μαρία την απολαμβάνει, η Μάρθα τη στερείται, όχι από αδιαφορία ή άλλη αιτία, αλλά από τον πόθο τής προσφοράς. Δηλαδή εφαρμόζει ήδη τη διδασκαλία του Κυρίου, ακολουθώντας το δικό του παράδειγμα, που «ουκ ήλθε διακονηθήναι αλλά διακονήσαι» (Ματθ. 20: 28).

Παρασκευή 21 Αυγούστου 2015

Το εικόνισμα της Παναγίας . Αληθινή Ιστορία

http://agiooros.org/viewtopic.php?f=43&t=11314


O γέρο Χαραλάμπης έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του με την νοσταλγία της χαμένης του πατρίδας. Σκεφτόταν συνέχεια το όμορφο χωριό του κοντά στην Προύσα και τα μάτια του βούρκωναν. Μ’ αυτόν τον καημό έφυγε για την ζωή.

Συχνά έπαιρνε στην αγκαλιά του τον εγγονό του τον Μπάμπη, και του μιλούσε για το χωριό του. Του περιέγραφε πως ήταν η εκκλησία, το σχολείο που έμαθε τα πρώτα του γράμματα, την πλατεία που έπαιζε. Με μεγάλη λεπτομέρεια του περιέγραφε το σπίτι που γεννήθηκε, παντρεύθηκε, απέκτησε τα παιδιά του. Ο Μπάμπης μεγάλωσε και σπούδασε στην Αθήνα. Πάντα όμως θυμόταν τον παππού του…..

Και όταν κάποια μέρα πληροφορήθηκε πως ένα ταξιδιωτικό πρακτορείο είχε οργανώσει εκδρομή στα μέρη της Προύσας, θεώρησε χρέος του να επισκεφθεί αυτόν τον τόπο, στη μνήμη του παππού του.

Δυνατή συγκίνηση κατέλαβε τον Μπάμπη, όταν βρέθηκε στο χωριό του παππού του. Είδε πρώτα την εκκλησία, μόνο που τώρα ήταν τζαμί. Πλησίασε στο καφενεδάκι του παππού του…… ήταν κλειστό. Και η πλατεία εντελώς παραμελημένη. Κι ‘έφτασε μπροστά στο σπίτι…..

Με τρεμάμενο χέρι έσπρωξε την αυλόπορτα. Στα σκαλοπάτια καθόταν ένα γεροντάκι. Σηκώθηκε μόλις τον είδε.”Έλα παιδί μου, τι θέλεις?” τον ρώτησε στα τούρκικα…

Με τις λίγες τούρκικες λέξεις που είχε μάθει ο Μπάμπης από τον παππού του, προσπάθησε να του δώσει να καταλάβει πως είχε έρθει από την Ελλάδα για να γνωρίσει το χωριό του παππού του. Σαν τ άκουσε ο γέρος τινάχτηκε πάνω. Άπλωσε τα χέρια και τον έσφιξε στην αγκαλιά του… ”Καλώς όρισες” του είπε ελληνικά. “Το ξέρα πως θα ρθείς και σε περίμενα”

Ο Μπάμπης τον κοίταξε σαστισμένος. Τον έπιασε εκείνος από το χέρι και τον οδήγησε σ΄ ένα μικρό δωμάτιο στο εσωτερικό του σπιτιού.

Τον έβαλε να καθίσει στην μοναδική καρέκλα . Σκούπισε ένα δάκρυ που κύλησε στο πρόσωπο του και συνέχισε.

Γεννήθηκα σ΄ ένα όμορφο χωριουδάκι της Μακεδονίας. Οι γονείς μου ήταν Μωαμεθανοί και στο επάγγελμα αγρότες.

Εγώ ήμουν το μικρότερο παιδί της οικογένειας. Όταν οι άλλοι λείπανε όλη μέρα στα κτήματα εγώ έμενα στο σπίτι του φίλου μου του Νικολάκη. Πολλές φορές κοιμόμουνα κιόλας.

Οι γονείς του μ΄ αγαπούσαν και δεν με ξεχώριζαν από τα παιδιά τους. Ήταν καλοί άνθρωποι και πιστοί χριστιανοί.

Εκκλησιάζονταν συχνά το βράδυ όλη η οικογένεια, γονάτιζαν και προσεύχονταν μπροστά στην εικόνα της Παναγίας όπου έκαιγε συνέχεια το καντήλι, και δίπλα το θυμιατήρι, που σκορπούσε σ΄ όλο το σπίτι ευωδία.

Όλα αυτά εμένα μ΄ έκαναν να νιώθω δέος. Πολλές φορές γονάτιζα και εγώ μαζί τους και μιλούσα με την Παναγία σαν να μιλούσα με την μάνα μου. Η ψυχή μου τότε γέμιζε γαλήνη.

Κάποια μέρα η οικογένεια του Νικολάκη πήγανε σ΄ ένα ξωκλήσι που πανηγύριζε. Με πήραν κι εμένα μαζί τους.

Παρακολούθησα τη Θεία λειτουργία κι όταν είδα τους πιστούς να προχωρούν προς την Ωραία Πύλη για να μεταλάβουν ακολούθησα και εγώ.

Ο πατέρας του φίλου μου με συγκράτησε.”Όχι εσύ παιδί μου” μου είπε χαμηλόφωνα. “

“Δεν μπορείς να μεταλάβεις γιατί είσαι αβάφτιστος” Τον κοίταξα με παράπονο..”

“Τότε να βαπτιστώ” του απάντησα.

Λίγο αργότερα ο κυρ Δημήτρης μου εξήγησε πως ανήκουμε σε διαφορετικές θρησκείες και οι γονείς μου δεν θα μου επέτρεπαν να βαπτιστώ. Θα μπορούσα όμως να το κάνω όταν γινόμουνα ενήλικος κι εξακολουθούσα να έχω τον ίδιο πόθο.

Κι εγώ περίμενα την πολυπόθητη εκείνη μέρα και συνέχιζα να προσεύχομαι στην Παναγία. Δυστυχώς όμως δεν πρόλαβα να πραγματοποιήσω τη μεγάλη μου επιθυμία.

Πρίν ακόμα ενηλικιωθώ έγινε η ανταλλαγή των πληθυσμών. Με πήραν οι γονείς μου και με φέρανε σε τούτο εδώ το χωριό.

Ήταν νύχτα και δεν μπόρεσα να αποχαιρετήσω τον φίλο μου και την αγαπημένη μου εκείνη οικογένεια. Αυτό μου στοίχισε πολύ. Μια δυο φορές θέλησα να φύγω από το σπίτι. Οι γονείς μου αναγκάστηκαν να με κλειδώσουν σε τούτο εδώ το δωμάτιο, και συνέχισα να μένω όλα αυτά τα χρόνια.

Ένα βράδυ πάνω στην απελπισία μου γονάτισα, όπως έκανε η οικογένεια του Νικολάκη και με δάκρυα στα μάτια παρακάλεσα την Παναγία να με βοηθήσει να γυρίσω πίσω. Και ξαφνικά ένιωθα μια υπέροχη ευωδιά να πλημμυρίζει το δωμάτιο. Το θεώρησα σαν απάντηση της Παναγίας στην προσευχή μου. Την ίδια ευωδία την νιώθω ακόμα μέχρι σήμερα, όταν το βράδυ προσεύχομαι.

Αργότερα άρχισα να ακούω κάποια ελαφρά χτυπήματα κάτω από το κρεβάτι που κοιμόμουν. Έναν ολόκληρο χρόνο δεν μπορούσα να καταλάβω τι συνέβαινε, ούτε όμως τολμούσα να το πώ σε κάποιον.

Βρήκα την ευκαιρία κάποια μέρα που όλη η οικογένεια μου είχε πάει σ΄ ένα γάμο στο διπλανό χωριό κι έψαξα με πολύ προσοχή στο σημείο εκείνο.

Πρόσεξα πως κάποια σανίδια δεν εφάρμοζαν εντελώς. Τα ανασήκωσα μ’ ένα αιχμηρό αντικείμενο. Είδα από κάτω ένα μεταλλικό κουτί.

“Σίγουρα θα είναι κάποιος κρυμμένος θυσαυρός” σκέφτηκα.

Ρίγος με κατέλαβε όταν το άνοιξα. Μέσα υπήρχε μια ολόχρυση εικόνα της Παναγίας, ένα καντήλι και ένα θυμιατήρι που ευωδίαζαν.

“Σκέφτηκα πως οι άνθρωποι που φύγανε από αυτό το σπίτι έκρυψαν τον πολύτιμο θυσαυρό τους για να μήν πέσει σε βέβηλα χέρια”.

Το ίδιο σκέφτηκα να κάνω και εγώ.

Να φυλάξω την εικόνα μέχρι να βρεθεί κάποιος από την οικογένεια που θα μπορούσα να την παραδώσω.

Κι αυτό ήταν το αίτημα μου όταν προσευχόμουν κάθε βράδυ στην Παναγία.

Πέρασαν χρόνια από τότε. Οι γονείς μου φύγανε από τη ζωή. Τ’ αδέρφια μου παντρεύτηκαν κι έκαναν δικό τους σπιτικό.

Εγώ έμεινα εδώ μόνος. Φύλαγα την εικόνα της Παναγίας.

Δεν θέλησα να παντρευτώ, ούτε να μπεί γυναίκα στο σπίτι μου.

Οι συγγενείς και συγχωριανοί μου με θεωρούσαν αλλοπαρμένο και δεν με πλησίαζαν. Αυτό με βόλευε, γιατί δεν με ενοχλούσαν. Είχα πάντα την Παναγία που με προστάτευε.

Τελευταία οι δυνάμεις μου άρχισαν να με εγκαταλείπουν.

“Μην αφήσεις Παναγία μου να πεθάνω πριν παραδώσω σε χέρια σίγουρα την εικόνα σου” Προσευχόμουνα συνέχεια. Και ψες το βράδυ πήρα την απάντηση της . Η ευωδία σταμάτησε. Μια δροσερή αύρα απλώθηκε στην ψυχή μου.

Έβγαλα την εικόνα από το κουτί και μου φάνηκε πως η Παναγία μου χαμογέλασε.

“Κάποιον θα στείλει σήμερα να την πάρει”, σκέφτηκα και κάθισα από το πρωί στα σκαλοπάτια να περιμένω.

Τώρα πια μπορώ να κλείσω τα μάτια μου ήσυχος.

Συγκινημένος ο Μπάμπης πήρε το ιερό κειμήλιο από τα χέρια του γέροντα.

Έσκυψε μετά και φίλησε το χέρι του κι ένιωσε σαν να φιλούσε το χέρι του παππού του.

Τον ευχαρίστησε με όλη του την καρδιά.

Αποχαιρετίστηκαν δακρυσμένοι.

Πρίν φύγει ο Μπάμπης, ο γέροντας του έδωσε ένα σακουλάκι “Πάρτο παιδί μου, του είπε.

Έχει χώμα από τον κήπο του παππού σου. Βάλτο στον τάφο του να αναπαυθεί η ψυχή του.

Πέμπτη 20 Αυγούστου 2015

ΛΟΓΟΣ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΙΝ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ. --- (Του Κερνίκης και Καλαβρύτων Επισκόπου Ηλία Μηνιάτη).

«Παρέστη η Βασίλισσα εκ δεξιών σου, εν ιματισμώ διαχρύσω περιβεβλημένη, πεποικιλμένη» (Ψαλμ. μδ΄).


Αυτή είναι η πλέον ζωντανή και πρεπώδης εικών της μεταστάσης εις ουρανούς Θεομήτορος, ην εζωγράφησε με θεοκίνητον κάλαμον ο Προφητάναξ· και προς την θεωρίαν της εικόνος ταύτης προσκαλώ σήμερον τα όμματα της ευλαβούς σας διανοίας, ω φιλέορτον σύστημα. Μη στοχασθήτε εδώ κάτω τα θλιβερά εκείνα σύμβολα του θανάτου· εκεί δηλαδή, όπου φαίνεται ένα σώμα νεκρόν ηπλωμένον επάνω εις ένα κράββατον, κηδευόμενον σεπτώς παρά των ιερών Αποστόλων, παραδόξως συνηγμένων εκ των περάτων της γης.

Εις την αγιωτάτην Παρθένον όλα εστάθησαν υπέρ άνθρωπον· εις τούτο μόνον έδειξε πως ήτο φύσεως ανθρωπίνης, διότι σήμερον φαίνεται, ότι είναι φύσεως θνητής· αλλά και εις τούτο εφάνησαν και τα προνόμια της θείας χάριτος· διότι καθώς όταν η πανάμωμος Μαρία συνέλαβεν, η σύλληψις εστάθη άσπορος, και όταν εγέννησεν, η κύησις εστάθη αδιάφθορος, έτσι όταν απέθανεν, η νέκρωσις εστάθη αθάνατος. Δεν είναι θάνατος αυτός, ωσάν εκείνος ο τύραννος του γένους μας, ο υιός της κατάρας και πατήρ της φθοράς, όπου εις το σκοτεινόν του βασίλειον κρατεί αιχμάλωτον του Αδάμ την κληρονομίαν. Αυτός είναι ή ένας γλυκύς ύπνος, με τον οποίον ηθέλησεν η Πάναγνος Δέσποινα ως να αναπαυθή ολίγον εις το πέρας της επιγείου ταύτης ζωής, δια να αρχίση την οδόν εκείνης της ακηράτου· ή μία θαυμαστή έκστασις θείου έρωτος, εις την οποίαν η μεν μακαριωτάτη εκείνη ψυχή, σπεύδουσα το ογληγορώτερον να φθάση προς τον ηγαπημένον θείον Υιόν, άφησε δι΄ ολίγον το ομοδίαιτον σώμα· και τούτο ομοίως αιρόμενον υπό χερουβικού άρματος ηκολούθησε τον αυτόν δρόμον, και ανέβη δεδοξασμένον εις τους ουρανούς. Ιδέτε τον τάφον εις το χωρίον Γεθσημανή, και θέλετε τον εύρει κενόν· διότι τάφος δεν δύναται να χωρήση την Μητέρα της Ζωής, το δοχείον της σεσαρκωμένης Θεότητος, του οποίου τόπος αντάξιος είναι ο θρόνος της θείας δόξης. Και επάνω εις τοιούτον θρόνον, εκ δεξιών του Βασιλέως Θεού, μεταστάσα η Μήτηρ του Θεού κάθηται ως Βασίλισσα των ουρανίων και επιγείων, υπερτέρα πάσης κτίσεως: «Παρέστη η Βασίλισσα εκ δεξιών σου». Βασίλισσα των επιγείων· εις Αυτήν αποδίδει τας δευτέρας, μετά Θεόν, τιμητικάς λατρείας των πιστών η Εκκλησία· εις τους αχράντους αυτής πόδας ρίπτουσι τα σκήπτρα και διαδήματα οι ευσεβείς βασιλείς. Αυτής τον υψηλόν θρόνον περικυκλώνουσι των Ορθοδόξων τα συστήματα· και ποίος παρακαλεί υγείαν εις τας νόσους· ποίος απαλλαγήν εις τους κινδύνους· ούτος παρηγορίαν εις τας θλίψεις· εκείνος βοήθειαν εις τας συμφοράς· όλοι ζητούσιν έλεος από την πηγήν του ελέους· και ο παρακαλών λαμβάνει και ο ζητών ευρίσκει· διότι ανεξάντλητον είναι το πέλαγος των χαρίτων, ακένωτος είναι η πηγή των αγαθών. «Βασίλισσα των ουρανίων» · Αυτήν σέβονται και προσκυνούσιν όλα των Ασωμάτων τα τάγματα· οι Άγγελοι, το πολύτιμον σημείον των θείων αποκαλύψεων· αι Εξουσίαι, το πανσθενές κράτος των πιστών· αι Δυνάμεις, το ακαταμάχητον τείχος της Εκκλησίας· αι Αρχαί, την σωτήριον αρχήν της παγκοσμίου απολυτρώσεως· αι Κυριότητες, την υπερτάτην Κυρίαν του παντός· οι Θρόνοι, τον έμψυχον θρόνον του Βασιλέως της δόξης· τα Χερουβείμ, την θεοδίδακτον μυσταγωγόν της υψηλής γνώσεως· τα Σεραφείμ, την άσβεστον λαμπάδα της θείας καθαρωτάτης αγάπης. Βασίλισσα, την οποίαν ασπάζεται αυτή η τρισήλιος Θεαρχία, το Πνεύμα το Άγιον, την ανύμφευτον νύμφην, ο Υιός και Λόγος, την απείρανδρον Μητέρα· ο Θεός και Πατήρ, την ηγαπημένην Θεόπαιδα: «Παρέστη η Βασίλισσα εκ δεξιών σου». Αλλ΄ η δεδοξασμένη Παντάνασσα του ουρανού και της γης, είναι (λέγει), «εν ιματισμώ διαχρύσω περιβεβλημένη, πεποικιλμένη». Δηλαδή το θεοϋφαντον ένδυμα της μακαριότητος, οπού την στολίζει, είναι διάχρυσον, δια τας υπερκάλους αγλαϊας του απροσίτου φωτός. Είναι πεποικιλμένον, ήγουν διακεκοσμημένον με διάφορα χρώματα, οπού θέλει να ειπή: καθώς εις την Παρθένον, ζώσαν επί της γης, ήσαν όλοι οι διάφοροι χαρακτήρες των αρετών, τας οποίας εις πάντων των Αγίων τας ψυχάς τυπώνει η χάρις, έτσι εις την Παρθένον, μεταστάσαν εις ουρανούς, είναι όλα τα διάφορα χρώματα των θείων ελλάμψεων, οπού εις πάντων των μακαρίων τα πρόσωπα ζωγραφίζει της θείας δόξης το τρισόλβιον φως. Όταν ο ήλιος φθάση εις την μέσην αψίδα του ουρανού, εξίσου χύνει εις όλα τα μέρη των ακτίνων το φως, αλλά εξίσου δεν φωτίζονται πάντα τα φωτιζόμενα σώματα· καθώς είναι ή αραιότερα, ή πυκνότερα, έτσι ή περισσότερον ή ολιγώτερον λαμβάνουσι το προσβάλλον απαύγασμα της ηλιακής λαμπηδόνος· τα μεν καθαρά εκλάμπουσιν εύδια, και τα στερεά και αντίτυπα αντιλάμπουσιν όσον μόνον γίνονται ορατά. Αλλ΄ όταν λάχη και ο ήλιος προβάλη τας ακτίνας του εις ένα ακηλίδωτον καθρέπτην, όχι μόνον τον φωτίζει, αλλ΄ αυτός όλος ο ήλιος εκεί φαίνεται να εισβαίνη, και να περικλείεται εις τρόπον, ώστε εκείνος δεν φαίνεται τόσον ένα κρύσταλλον οπού φωτίζεται, αλλ΄ αυτός ο ήλιος οπού φωτίζει. Αυτή είναι ανάμεσα των άλλων φωτιζομένων σωμάτων και του καθρέπτου η διαφορά· ότι τα μεν άλλα σώματα λαμβάνουσι μόνον του ηλίου το φως, ο καθρέπτης λαμβάνει αυτόν όλον τον ήλιον και ακτινοβολεί ως ήλιος. Ομοίως ο άδυτος εκείνος της δικαιοσύνης Ήλιος, όστις λάμπει εν ταις λαμπρότησι των Αγίων, εξίσου χύνει εις όλα τα πνεύματα των μακαρίων της θείας δόξης ανέσπερον φως, αλλ΄ εξίσου δεν φωτίζονται πάντα· καθ΄ ένα λαμβάνει το ίδιον μέτρον της θείας φωτοχυσίας, ως ένα μερικόν χρώμα μακαρίας ελλάμψεως· και δέχεται ή περισσότερον ή ολιγώτερον το μέτρον του θείου τούτου φωτός, καθώς είναι δεκτικόν, κατά τον βαθμόν δηλαδή και αναλογίαν της ιδίας του καθαρότητος. Έτσι αλλέως φωτίζονται οι Άγιοι Άγγελοι, οπού είναι άϋλα πνεύματα· αλλέως οι άνθρωποι, οπού είναι φύσεως παχυτέρας· και πάλιν ανάμεσα και εις τους Αγγέλους, διαφωρετικά φωτίζονται από τας Κυριότητας οι Θρόνοι· από τους Θρόνους, τα Χερουβείμ, και από τα Χερουβείμ τα Σεραφείμ· και ανάμεσα εις τους ανθρώπους, από τους Προφήτας, οι Απόστολοι, από τους Ομολογητάς, οι Μάρτυρες, και από τους Ασκητάς οι Παρθένοι· όλοι είναι άστρα του νοητού στερεώματος, όθεν οι δίκαιοι εκλάμψουσιν ως φωστήρες· «Πλήν αστήρ αστέρος διαφέρει εν δόξη» κατά το ρητόν. Η Παναγία Παρθένος είναι ανάμεσα εις όλους τους μακαρίους ακηλίδωτος καθρέπτης αγνείας και καθαρότητος, όλη καλή, όλη άμωμος, καθώς την ονομάζει εις το Άσμα το Πνεύμα το Άγιον: «Όλη καλή, η πλησίον μου, και μώμος ουκ έστιν εν σοι» · καθαρωτέρα ασυγκρίτως και των ανθρώπων και των Αγγέλων. Όθεν όχι μόνον εις αυτήν χύνει της μακαριότητος το φως, αλλ΄ εις αυτήν εισβαίνει και ωσάν να περικλείεται όλη, όλη εκείνη η πολυχεύμων πηγή του φωτός, όλος, όλος της δόξης ο ήλιος· εις τρόπον ώστε ως άλλος δεύτερος της δόξης ήλιος ακτινοβολεί της Παναγίας Παρθένου το μακάριον πρόσωπον, και κάμνει διπλούν το φως της ανεσπέρου ημέρας. Καταλάβετε δε την διαφοράν της μακαριότητος οπού χαίρονται των λοιπών δικαίων τα πνεύματα, και της μακαριότητος οπού χαίρεται η Θεομήτωρ Μαρία· ότι εκείνοι μεν κατά μέρος δέχονται της θείας δόξης το φως, αυτή δε όλον δέχεται της δόξης τον Ήλιον. Εκείνοι μερικώς έλαβον εδώ την χάριν και κατά το μέτρον της χάριτος απολαμβάνουσιν εκεί την δόξαν, Αυτή είναι δοχείον δεκτικόν εκεί όλης της δόξης, καθώς εδώ εστάθη δοχείον δεκτικόν όλης της χάριτος. Όθεν εδώ ήτο, καθώς την ωνόμασεν ο Αρχάγγελος, κεχαριτωμένη, είχε δηλαδή όλον το πλήρωμα της θείας χάριτος, το ομολογεί και ο Θεολόγος: «Έκαστος των εκλεκτών η χάρις κατά μέρος εδόθη, τη δε Παρθένω άπαν το της χάριτος πλήρωμα»· εκεί δε είναι δεδοξασμένη, έχει δηλαδή όλον το πλήρωμα της θείας δόξης, καθώς την προείδεν ο Ιεζεκιήλ: «Και είδον, και ιδού πλήρης δόξης ο οίκος Κυρίου· παρέστη η Βασίλισσα εκ δεξιών σου, εν ιματισμώ διαχρύσω περιβεβλημένη, πεποικιλμένη». Αδύνατον είναι, Χριστιανοί, ο νους μας να φαντασθή το υπέρλαμπρον εκείνο φως, με το οποίον αστράπτει η μακαρία Παρθένος εις τον Παράδεισον· η σελήνη, ο ήλιος είναι σκοτεινά πράγματα παραβαλλόμενα με εκείνο το ανεκλάλητον κάλλος, το οποίον βλέπουσι και δεν χορταίνουσιν οι μακάριοι! Τι ωραίον! Τι φαεινόν! Τι θεοειδές θέαμα εις τα μάτια των Σεραφείμ! Τούτο επεθύμησε να ίδη ένας νέος πολλά ευλαβής της Παρθένου, και έκαμε προς Αυτήν τοιαύτην δέησιν· «Μαρία Θεοτόκε, γλυκύτατον όνομα, όπου εγώ μετά Θεόν σέβω και προσκυνώ, με όλον τον πόθον και ευλάβειαν της ψυχής μου, διότι είσαι της ψυχής μου η παρηγορία και η χαρά· αν εύρηκα χάριν ενώπιόν σου ο ταπεινός δούλος σου, μίαν χάριν να μου κάμης σε παρακαλώ· ανάμεσα εις τας ευεργεσίας, να με αξιώσης να σε ίδω καθώς είσαι εις τον Παράδεισον. Αξίωσόν με, αειπάρθενε Κόρη, αξίωσόν με Μήτερ ελέους· ας σε ίδω, και ευχαριστούμαι να χάσω ένα από τα μάτια μου». Εισήκουσεν η Πάναγνος Δέσποινα του ευλαβούς δούλου της την προσευχήν· του εφάνη μίαν νύκτα εις τον ύπνο του ολολαμπής, με όλον εκείνο το φως της δόξης, με το οποίον λάμπει εις τον ουρανόν. Εξύπνησεν ο νέος, και αληθινά έχασε το ένα από τα ομμάτιά του, αλλά από την χαράν οπού είχεν, ότι ηξιώθη να ίδη την Βασίλισσαν του ουρανού και της γης, δεν ελυπείτο ολότελα, ότι εστερήθη το φως του· μάλιστα πάλιν παρακαλεί να την ίδη άλλην μίαν φοράν, και ευχαριστείται να χάση και τον άλλον οφθαλμόν, όστις του έμεινε. Και πάλιν ηξιώθη, πάλιν την είδε· αλλά τι λογιάζετε, Χριστιανοί; Πως τάχα να έμεινε τυφλός και από τους δύο οφθαλμούς; Η συμπαθεστάτη Μήτηρ του Θεού, όταν του εφάνη την δευτέραν φοράν, όχι μόνον δεν τον εστέρησεν από τον ένα οφθαλμόν όπου του έμεινεν, αλλά του έστρεψε και τον άλλον που είχε χαμένον· εξύπνησεν ο νέος εκείνος και με τους δύο οφθαλμούς υγιείς και όλος εκστατικός από την διπλήν χαράν, με πολλά δάκρυα ευλαβούς αγαλλιάσεως έδωκεν εις την Υπερένδοξον Θεομήτορα χιλίας ευχαριστίας. Κεχαριτωμένη, δεδοξασμένη Παντάνασσα, από την άφθονον εκείνην ακτινοβολίαν του θείου φωτός οπού χαίρεσαι, παρισταμένη εκ δεξιών του μονογενούς σου Υιού, πέμψον εδώ κάτω και εις ημάς τους ευλαβείς δούλους σου μίαν μακαρίαν ακτίνα, οπού να είναι και φως εις τον εσκοτισμένον μας νουν, και φλόγα εις την ψυχραμένην μας θέλησιν, δια να βλέπωμεν και να περιπατώμεν σπουδαίοι εις την οδόν των θείων δικαιωμάτων. Ημείς, μετά Θεόν, εις σε του Θεού την Μητέρα, και Μητέρα ημών, έχομεν την ελπίδα της σωτηρίας μας· από σε ελπίζομεν τας νίκας της γαληνοτάτης Αυθεντίας· τα τρόπαια των ευσεβών βασιλέων· την στερέωσιν της Εκκλησίας· την αντίληψιν του Ορθοδόξου Γένους· την σκέπην της ευλαβούς σου ταύτης πολιτείας, ήτις είναι αφιερωμένη εις την άμαχόν σου βοήθειαν. Ναι, Παναγία Παρθένε Μαρία, όνομα, που είναι η παρηγορία, το καύχημα των Χριστιανών· δέξαι την νηστείαν και παράκλησιν των αγίων τούτων ημερών, οπού εκάμαμεν εις τιμήν σου, ως θυμίαμα ευπρόσδεκτον· και αξίωσόν μας, καθώς εδώ εις την Εκκλησίαν ευλαβώς ασπαζόμεθα την αγίαν σου και θαυματουργόν ταύτην Εικόνα, έτσι και εκεί εις τον Παράδεισον να ίδωμεν αυτό το μακάριόν σου πρόσωπον, το οποίον να προσκυνούμεν, συν τω Πατρί και τω Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι, εις τους απεράντους αιώνας. Αμήν.