Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Σάββατο 30 Απριλίου 2016

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΕΣΦΙΓΜΕΝΟΥ.

Φωτογραφία του χρήστη ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΕΣΦΙΓΜΕΝΟΥ.

ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ -- Λόγος εις την Αγίαν του Χριστού Ανάστασιν

Ο Ήλιος της δικαιοσύνης ο τριήμερος ανέτειλε σήμερα κι ολόκληρη εφώτισε την πλάση. Ο τριήμερος και προαιώνιος Χριστός, το τσαμπί του σταφυλιού, βλάστησε και τον κόσμο πλημμύρισε από χαρά. Την αβασίλευτην αυγή ας δούμε. Πριν έρθη η αυγή, ας τη δούμε σήμερα και απ τη φωτοπλημμύρα ας γεμίσουμε από χαρά. Τις πόρτες του Άδη ανοίγει ο Χριστός και οι νεκροί σηκώθηκαν σά να κοιμούνταν. Αναστήθηκε ο Χριστός που ανασταίνει τους πεσμένους και ανάστησε μαζί Του τον Αδάμ. Αναστήθηκε ο Χριστός, Αυτός που ανασταίνει όλους και ελευθέρωσε την Εύα απ την κατάρα. Αναστήθηκε ο Χριστός που Αυτός μόνος ανασταίνει και χαροποίησε τον ακατάστατο πρώτα κόσμο, σε όλα το ρυθμό και την τάξη εγκαθιστώντας. Σηκώθηκε ο Κύριος, όπως αυτός που κοιμάται, και τους εχθρούς Του όλους τους χτύπησε και τους ντρόπιασε. Αναστήθηκε κι είναι η χαρά το δώρο Του σ όλη την χτίση. Αναστήθηκε κι άνοιξε του Άδη η φυλακή. Αναστήθηκε και τη φθορά της φύσης σε αφθαρσία τη μετάλλαξε. Αναστήθηκε ο Χριστός, κι αποκατάστησε τον Αδάμ στην παλιά δόξα της αθανασίας.
Η νέα χτίση, που φέρνει ο Χριστός, με την Ανάστασή Του ανανεώνεται. Με τη νέα ομορφιά του Χριστού ας στολισθούμε.η Εκκλησία του Χριστού ο καινούργιος ουρανός γίνεται σήμερα, ένας ουρανός πιο λαμπρός από τον ουρανό που αντικρύζομε. Γιατί δεν περιμένει τον ήλιο που κάθε μέρα βασιλεύει, αλλά τον Ήλιο που υψωμένο στο Σταυρό τον ντράπηκε τούτος ο δούλος ήλιος και χάθηκε. Έχει τον ήλιο, που γι αυτόν είπε ο προφήτης.θ ανατείλη για τους φοβισμένους τον Ήλιο της Δικαιοσύνης, τον Ιησού, Ήλιο που την Εκκλησία καταυγάζει φωτεινός και αιώνιος. Γι αυτόν λέει η Γραφή.Ήλιος βγήκε στη γη και Λωτός φύτρωσε, για να υποτυπώση το νόμο, μπήκε στη Σιγώρ, που σημαίνει μικρότητα. Αυτός ο Ήλιος κάνει σοφούς τους άσοφους και αυτός ο Ήλιος στην ακλόνητη πέτρα μαζί με την πίστι μας έχει ρίξει θεμέλιο. Γι αυτόν τον Ήλιο της δικαιοσύνης, το Χριστό, έχει γίνει ουρανός η Εκκλησία και δεν έχει φεγγάρι που μεγαλώνει και μικραίνει παρά τη χάρη που λάμπει πάντα. Δεν ανατέλλει κάποια αστέρια πλανητικά αλλά αστέρια νεοφώτιστα μέσα από την κολυμβήθρα. Δε βγάζει σύννεφα που προκαλούν τη βροχή.έχει η Εκκλησία θεολόγους δασκάλους. Δεν κρέμεται πάνω σε θολά νερά, αλλά έχει θεμελιωθή πάνω στα ιερά δόγματα. Δεν φέρνει χειμωνιάτικη βροχή και συγκινεί τους ανθρώπους όχι με κρωγμούς αγριοπουλιών αλλά με τις ομιλίες των δασκάλων.

Παρασκευή 29 Απριλίου 2016

Αλληλούια, Αλληλούια, Αλληλούια.

 Σιγησάτω πάσα σαρξ βροτεία, και στήτω μετά φόβου και τρόμου και μηδέν γήινον εν εαυτή λογιζέσθω, ο γαρ Βασιλεύς των βασιλευόντων, και Κύριος των κυρευόντων, προσέρχεται σφαγιασθήναι, και δοθήναι εις βρώσιν τοις πιστοίς, προηγούνται δε τούτου, οι χοροί των Αγγέλων, μετά πάσης Αρχής και Εξουσίας, τα πολυόμματα Χερουβείμ, και τα εξαπτέρυγα Σεραφείμ, τας όψεις καλύπτοντα, και βοώντα τον ύμνον, Αλληλούια, Αλληλούια, Αλληλούια.

Τετάρτη 27 Απριλίου 2016

Ο βίος του Αγίου Ιερομάρτυρος ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ

Τη  ΙΕ΄ (15η) του αυτού μηνός μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ, Επισκόπου Ιλλυρικού.                                                                                                           
Ελευθέριος ο θαυμαστός και ένδοξος Ιερομάρτυς διέλαμπεν ως αστήρ φωταυγέστατος κατά το δεύτερον ήμισυ του δευτέρου μετά Χριστόν αιώνος, γεννηθείς εις την περιφανή μεγαλόπολιν Ρώμην από γονείς ευγενείς, λαμπρούς και πλουσίους, οίτινες ήσαν όχι μόνον κατά σάρκα περιφανείς, αλλά και εις την πίστιν ευγενείς τε και ευσεβέστατοι, διότι η μήτηρ αυτού, Ανθία ονόματι, ήτο δεδιδαγμένη την ακρίβειαν της Πίστεως από τους μαθητάς του μακαρίου Παύλου. Αύτη γεννήσασα τον ιερόν τούτον παίδα τον ωνόμασεν Ελευθέριον, τον οποίον ανέθρεψεν ευσεβώς. Ο δε πατήρ αυτού ήτο μεν πλούσιος, ως είπομεν, και διετέλεσεν ύπατος της πόλεως, όπερ αξίωμα ήτο εν από τα μεγαλύτερα και λαμπρότερα αξιώματα των αρχόντων, πλην έζησεν ολίγον καιρόν μετά την γέννησιν του Αγίου· όθεν έμεινεν ούτος υποτασσόμενος εις την μητέρα αυτού, η οποία τον έδωκεν εις τον Αρχιερέα της Ρώμης να τον μανθάνη τα ιερά γράμματα. Βλέπων ο Αρχιερεύς το ήθος του νέου, την ευταξίαν, την κοσμιότητα και τας άλλας αρετάς, τας οποίας είχε, τον προεχείρισε Κληρικόν· όταν δε έγινεν ετών δεκαπέντε τον εχειροτόνησε Διάκονον, εις τα δεκαεπτά Ιερέα και εις τα είκοσι τον εχειροτόνησεν Επίσκοπον του Ιλλυρικού· αλλά ας μη θαυμάση τις δια το ότι τον έκαμαν Επίσκοπον τόσον νέον, διότι τούτο εγένετο κατ΄ οικονομίαν Θεού δια τας μεγάλας αρετάς του νέου Ελευθερίου και μάλιστα διότι ήτο τόσον λόγιος και σοφός, ώστε προσείλκυε με την διδαχήν του πάντας εις την ευσέβειαν· όθεν δια να τεθή ο λύχνος επί την λυχνίαν και να μη κρύπτεται, κατά το ιερόν Ευαγγέλιον, και δια να φωτίση πολλάς ψυχάς και να επιστρέψη τους εσκοτισμένους εις θεοσέβειαν, δια τούτο πρεπόντως τον ανεβίβασεν εις τον υπέρτιμον θρόνον ο μέγας Ανίκητος, όστις ήτο τότε Αρχιεπίσκοπος Ρώμης, γνωρίζων πόσοι θέλουν φωτισθή δια μέσου αυτού, καθώς και εγένετο και επέστρεψαν πολλοί Έλληνες και εβαπτίσθησαν, διότι η γλυκύτης και η σοφία των λόγων του παρεκίνει τους ακροατάς να γνωρίσουν την αλήθειαν. Ο δε διάβολος, όστις φθονεί την σωτηρίαν των ανθρώπων πάντοτε, ελύσσα κατ΄ αυτού και έτριζε τους οδόντας ο δείλαιος και μη δυνάμενος να τον θανατώση ο ανίσχυρος, ενδύεται τον βασιλέα όλως δι΄ όλου εισερχόμενος εις τα εκείνου εντόσθια και εκίνησε διωγμόν κατά της ευσεβείας ο ασεβέστατος. Εδίωκε λοιπόν κοινώς πάντας τους Χριστιανούς ο άχρηστος βασιλεύς και εξόχως εζήτει τον Ελευθέριον δια να θανατώση εκείνον πρώτον ως αίτιον της ευσεβείας και κατόπιν τους άλλους. Απέστειλε λοιπόν στρατηλάτην τινά, ονόματι Φήλικα, προστάσσων αυτόν να φέρη επειγόντως τον Ελευθέριον· ο δε Φήλιξ επήγε με πλήθος στρατιωτών και περιεκύκλωσε την Εκκλησίαν, εντός της οποίας είχεν ακούσει ότι εδίδασκεν ο Άγιος. Εισήλθεν όθεν εις το Ναόν με κακήν γνώμην και βλέμμα άγριον· αλλά καθώς εισήλθε και είδε τον Άγιον με τοσαύτην ευκοσμίαν και ήκουσε την γλυκυτάτην εκείνην γλώσσαν και την πάνσοφον αυτού διδασκαλίαν, ω του θαύματος! εθαύμασε και μεταβαλών το άγριον βλέμμα εις ιλαρότητα, γίνεται ο πρώην λύκος ήμερον πρόβατον και αντί διώκτου μαθητής και υπήκοος, καταφρονεί τιμήν πρόσκαιρον, απαρνείται πλούτον και συγγενείς, δεν ενδιαφέρεται ποσώς δια να δώση απόκρισιν εις τον βασιλέα, αλλά προσπίπτων εις τους πόδας του Αγίου πιστεύει εις τον Χριστόν ο αοίδιμος. Ο δε Άγιος τον κατήχησε και τον ενουθέτησε την ακρίβειαν της πίστεως· έπειτα τον συνεβούλευσε να τον υπάγη εις τον βασιλέα, καθώς τον προσέταξε, δια να μη ζημιωθή ο Άγιος τον στέφανον του Μαρτυρίου. Εκίνησαν λοιπόν εις οδοιπορίαν και καθώς διήρχοντο από βρύσιν τινά εζήτησεν ο ευλαβής Φήλιξ (ως άλλος Κανδάκης από τον Φίλιππον) να τον βαπτίση ο Ελευθέριος, όστις ιδών τον πολύν αυτού πόθον και την μεγάλην προθυμίαν προθύμως και εκείνος τον ανεγέννησε δια του θείου Βαπτίσματος. Μεθ΄ ημέρας δε τινας φθάσαντες εις την Ρώμην, ο μεν πιστότατος Φήλιξ ηνώθη με τους άλλους Χριστιανούς και τους είπε τα γενόμενα, ο δε Άγιος επήγεν εις το κριτήριον χαίρων ως να τον είχον καλεσμένον εις πανήγυριν και εορτήν πανευφρόσυνον. Ιδών δε ο βασιλεύς τον Άγιον τόσον νέον και ωραίον και την πολλήν αυτού ευταξίαν και κοσμιότητα, τον εσυμπάθησε και του λέγει· «Διατί, Ελευθέριε, αφήκας την προπατορικήν σου πίστιν και την ευσέβειαν των θεών και πιστεύεις εις ένα κακοθάνατον άνθρωπον»; Ο δε Άγιος εσιώπα, ακούσας τοιούτον λόγον ανόητον και δεν έδωκεν εις αυτόν ουδεμίαν απόκρισιν.Τότε πάλιν ο τύραννος είπε προς τον Άγιον λόγους πολλούς και κολακευτικούς και του υπέσχετο δωρεάς και χαρίσματα πλούσια, εάν θυσιάση εις τα είδωλα· εάν δε δεν υπακούση, ηπείλει ότι θα του δώση διάφορα κολαστήρια. Ο δε Ελευθέριος ελευθέραν και την απόκρισιν έδωκε προς αυτόν ειπών· «Πώς να καταδεχθώ να προσκυνήσω τοιούτους θεούς αναισθήτους και ξόανα άψυχα; Μάλιστα και σας, οίτινες προσκυνείτε αυτούς, σας ταλανίζω και σας κλαίω, διότι ο Θεός σάς ετίμησε με το λογικόν, σεις δε γίνεσθε ανοητότεροι των ξύλων και των λίθων και νομίζετε ότι αυτά είναι θεοί, τον δε αληθινόν και μόνον Θεόν, όστις μας έπλασε και όλον τον κόσμον εδημιούργησεν, αφήσατε και προσκυνείτε τους δαίμονας· εγώ όμως λατρεύω τον Δεσπότην μου Χριστόν· αυτόν σέβομαι και ομολογώ Θεόν αληθέστατον, τας δε τιμάς και δωρεάς, τας οποίας μου υπόσχεσαι, ως και τα δεινά και φρικτά κολαστήρια, με τα οποία με απειλείς, νομίζω πληγάς νηπίων και παίχνια, διότι εγώ απηρνήθην τον κόσμον και εσταυρώθην κατά τον διδάσκαλόν μου Παύλον και νομίζω τον θάνατον δια τον Χριστόν μου τρυφήν και δόξαν και αγαλλίασιν». Ακούσας ταύτα ο τύραννος εθυμώθη και προστάσσει να πυρώσουν χάλκινον κράββατον και να θέσουν επάνω τον Άγιον, να έχουν δε υποκάτω πολλούς άνθρακας και εκεί να τον αφήσουν έως να ψηθή τελείως. Όταν λοιπόν έρριψαν τον Άγιον εις την φοβεράν εκείνην βάσανον, τον ελυπήθη όλος ο λαός της πίλεως, όστις ήτο εκεί συνηγμένος και αναρίθμητοι άνθρωποι ελοιδόρησαν τον βασιλέα δια την τοιαύτην ωμότητα λέγοντες· «Διατί ν΄ απολεσθή τοιούτος άνθρωπος επιφανής, ευγενής και πάνσοφος, ως καταφρονεμένος τις και άτιμος»; Ο δε παντοδύναμος Θεός ελάφρυνε τας οδύνας αυτού άνωθεν και έκειτο ο Άγιος δροσιζόμενος, ως να ήτο εις τρυφερά και δροσερά χόρτα. Μετά ώραν ικανήν, όταν παρήλθεν ο θυμός του τυράννου, είπε να τον εκβάλουν από την εσχάραν, νομίζων ότι απέθανεν· ο δε Άγιος επήδησεν όρθιος και απαθής χωρίς να έχη πληγήν τελείως και έψαλλε ταύτα περιχαρής και αγαλλιώμενος· «Υψώσω σε ο Θεός μου, ο Βασιλεύς μου και ευλογήσω το όνομά σου εις τον αιώνα» (Ψαλμ. ρμδ΄ 1), και τα λοιπά του ψαλμού· και τότε λέγει προς τον τύραννον· «Κοίταξέ με τώρα, ω βασιλεύ, που ενόμιζες ότι έγινα παρανάλωμα του πυρός και ίδε ότι ουδόλως αυτό με ήγγισεν· εννόησον λοιπόν εκ τούτου την επ΄ εμέ δύναμιν του μόνου αληθινού Θεού μου, των δε ιδικών σου ψευδωνύμων θεών την ασθένειαν». Ταύτην την παρρησίαν του Μάρτυρος ενόμισεν ο βασιλεύς ως ύβριν αυτού· όθεν εύρεν άλλην νεωτέραν βάσανον να τον παιδεύση ισχυρότερον. Επρόσταξε λοιπόν και έθεσαν τον Άγιον επάνω εις εσχάραν πεπυρωμένην και κάτωθεν μεν αυτής είχον πλήθος ανθράκων, άνωθεν δε έχυνον έλαιον δια ν΄ ανάψουν την φλόγα περισσότερον· πλην ουδέ τότε η Χάρις του Θεού ημέλησεν, αλλ΄ ευθύς ως τον ήπλωσαν εις την εσχάραν, το μεν πυρ έσβυσε και ο σίδηρος εψυχράνθη, ο δε Άγιος έμεινεν υπό της θείας Χάριτος δροσιζόμενος. Ο θυμός όμως του τυράννου μάλλον εξήπτετο και προστάσσει να βάλλουν λίπος, κηρόν και πίσσαν εις λέβητα και να βράσουν εντός αυτού τον Μάρτυρα. Αφού δε από την πολλήν πυράν εκοκκίνισεν ο λέβης, είπεν ο τύραννος· «Αναμέσον ζωής και θανάτου ευρίσκεσαι, Ελευθέριε· όθεν φρόντισον δια το συμφέρον σου, διότι εγώ, εκτιμών την ευγένειάν σου και την πολλήν καλωσύνην και το κάλλος σου, σε λυπούμαι, μα τους θεούς, και δεν θέλω να χάσης την ζωήν σου δι΄ εν πείσμα μάταιον και ανωφελές». Ο δε Άγιος γενναίως και αφόβως ήλεγχε τον βασιλέα, ονομάζων αυτόν λύκον της Αραβίας, όστις εφόνευε τους πιστούς ως πρόβατα· του έλεγε δε, ότι δεν ηδύνατο να τον αποσπάση από την γνώμην του, έστω και αν τον υπέβαλλεν εις όλα τα βασανιστήρια του κόσμου. Τότε επρόσταξεν ο τύραννος και τον έρριψαν εις τον λέβητα· αλλά ματαίως εκοπίαζε, διότι μετέβαλε τον πυρ εις δρόσον η άνω Πρόνοια και έμεινεν ο Μάρτυς πάσης βλάβης αμέτοχος ως και πρότερον δοξάζων τον Κύριον. Ο δε τύραννος ίστατο περίλυπος απορών και μη γνωρίζων τι να πράξη ο δείλαιος. Τότε ο έπαρχος της πόλεως, Κορέμων ονόματι, όστις ήτο πολυμήχανος και ήξευρε διάφορα κολαστήρι, βλέπων τον βασιλέα διαπορούντα και οδυνώμενον, τον παρηγόρησε λέγων· «Εγώ, βασιλεύ, να σε απαλλάξω από τους κόπους και τας φροντίδας δια τον Ελευθέριον και να τον κάμω να εκτελέση τον λόγον σου ή άλλως να απολεσθή κακώς και ανηλεώς». Ταύτα ειπών, επρόσταξε και έφεραν κλίβανον χάλκινον, έσωθεν του οποίου είχον από παντού καρφωμένα αιχμηρά σίδηρα, έβαλον δε πυρ δια να τον πυρώσουν δυνατά και να ρίψουν εντός αυτού τον Μάρτυρα. Ο έπαρχος δε αυτός εγνώριζε μεν την πίστιν του Χριστού, καθό δεδιδαγμένος από τον Φήλικα, πλην ήτο φίλος του βασιλέως και δια την πρόσκαιρον δόξαν δεν άφηνε την θρησκείαν των ειδώλων. Όταν λοιπόν αυτός ητοίμαζεν εκείνο το φρικτόν κολαστήριον, τότε ο Άγιος ως άλλος Στέφανος παρεκάλει τον Κύριον, αντί πάσης άλλης βοηθείας, να φωτίση τους διώκτας του και να τους δώση σωτηρίαν ψυχής· υψώσας δε προς ουρανόν τον νουν και την διάνοιαν, έλεγε ταύτα με ψυχικήν αγαλλίασιν· «Ευχαριστώ σοι, Κύριε Ιησού Χριστέ και Θεέ μου, όστις με ενεδυνάμωσας και τοσούτων αγαθών με ηξίωσας, ώστε να πάθω ταύτα δια το πανάγιόν σου Όνομα. Αυτός και τώρα την μεν ψυχήν μου λύτρωσον από τας χείρας των εχθρών σου και σώσον με, δια να γνωρίσουν όλοι, ότι συ είσαι μόνος Θεός αληθέστατος, αυτούς δε αξίωσον να μισήσουν τα αναίσθητα είδωλα και να έλθουν εις την αλήθειαν». Ο μεν λοιπόν Άγιος ούτως ηύχετο· ο δε Κύριος επήκουσεν αυτού και εφώτισε τον έπαρχον, όστις ηλλοιώθη και ώσπερ να μη ήτο εκείνος, όστις ητοίμασε την τιμωρίαν του Μάρτυρος, επλησίασε τον βασιλέα και του λέγει· «Ποίον κακόν έπραξεν ο καλός Ελευθέριος και τον αποφασίζεις εις τοιούτον κακόν και χαλεπόν θάνατον»; Ο δε βασιλεύς ηπόρει ακούσας τοιαύτα ανέλπιστα και τον ηρώτα τι έπαθε και έστρεψεν η γνώμη του εις το εναντίον τόσον γρήγορα. Και του έλεγεν· «Εγώ σε ετίμησα περισσότερον από κάθε άλλον άρχοντα του παλατίου μου και σε εψήφισα έπαρχον, πλούτον πολύν σου εχάρισα και πάλιν εάν είσαι φιλάργυρος και επήρες από τον Ελευθέριον χρυσίον και συμπονείς δι΄ αυτόν, εγώ να σου δώσω χαρίσματα μεγαλύτερα». Ο δε Κορέμων επληρώθη όλος θείου Πνεύματος με την προσευχήν του Αγίου και φωτισθείς την διάνοιαν έλεγεν· «Η τιμή σου ας είναι μετά σου εις απώλειαν και τα αργύριά σου ας τα καύση το πυρ, το οποίον σε αναμένει εις την κόλασιν, διότι με το θέλημά σου, γίνεσαι τυφλός εις την αλήθειαν και δεν γνωρίζεις την αδυναμίαν των θεών σου, οίτινες δεν δύνανται να λυτρώσουν εκ του πυρός ουδένα από σας, καθώς ο Χριστός ελύτρωσε τοσάκις τους δούλους του». Ταύτα ακουσας ο τύραννος εθυμώθη τόσον ο ανόητος, ώστε έστρεψε την προτέραν αγάπην εις μίσος ανείκαστον και προστάσσει να βάλουν εις τον ητοιμασμένον κλίβανον αυτόν τούτον τον έπαρχον, όστις τον ητοίμασεν. Όταν δε έφερον πλησίον αυτού τον έπαρχον και είδε την φοβεράν εκείνην φλόγα, εφώναξε προς τον Άγιον λέγων· «Ποίησον, Άγιε του Θεού, δέησιν προς τον αληθή Θεόν δι΄ εμέ και ενδυνάμωσόν με με το όπλον του Χριστού, καθώς και τον στρατηλάτην Φήλικα περιετείχισας». Ούτω λοιπόν ο Κορέμων καθοπλισθείς με τας ευχάς του Αγίου, εισήλθεν εις τον κλίβανον μετά προθυμίας και πίστεως· Χάριτι όμως Χριστού έμεινε και αυτός αβλαβής και ηυχαρίστει και υμνολόγει τον Κύριον. Ο δε βασιλεύς προσέταξε και τον απεκεφάλισαν· ούτω δι΄ ολίγον κόπον μιας στιγμής εκέρδησε ζωήν αιώνιον και αγαλλίασιν άρρητον. Αφού ο Άγιος Κορέμων ετελειώθη, επρόσταξεν ο τύραννος και έβαλον εις τον κλίβανον τον Άγιον, αλλ΄ ευθύς το μεν πυρ έσβυσε, τα δε σίδηρα έστρεψαν προς τα οπίσω το οξύ μέρος αυτών ευλαβούμενα τας σάρκας του Μάρτυρος. Ο δε βεβλαμμένος τον νουν και ασύνετος τύραννος έμεινε τυφλός εις την ψυχήν και δεν ήθελε να γνωρίση την αλήθειαν· όθεν φυλακίζει πάλιν τον Άγιον. Πολλοί όμως δια τας άνω ειρημένας θαυματουργίας εφώναζον· «Μέγας είναι ο Θεός των Χριστιανών». Ο δε άχρηστος ελύσσα κατά του Αγίου και τον αφήκεν εις τα δεσμά ν΄ αποθάνη από την πείναν και την κακοπάθειαν. Ο Θεός όμως, όστις έτρεφε τον Ηλίαν δια του κόρακος, αυτός και τον Ελευθέριον επεμελείτο εις την φυλακήν και του έστελλε τροφήν με περιστεράν όσας ημέρας παρέμεινεν έγκλειστος. Ο δε τύραννος, βλέπων ότι δεν ίσχυον αι πονηρίαι του, εδαιμονίζετο περισσότερον, και προστάσσει να δέσουν εις ζυγόν ίππους αγρίους, ο αγριώτερος και αλογώτερος εκείνων, και να δέσουν τον Άγιον όπισθεν αυτών και να τον σύρουν επάνω εις λίθους και βράχους δια να κατακοπούν αι σάρκες του και να ξεψυχήση ελεεινότατα. Ματαίως όμως έχανε τον καιρόν του μη παύων να μελετά κακά κατά του Αγίου ο εναγής και παμμίαρος τύραννος, διότι ο παντοδύναμος Κύριος δεν ημέλει να του στέλλη εξ ύψους βοήθειαν· όθεν ελθών Άγιος Άγγελος μετέβαλεν εις ημέρους τούς αγρίους ίππους και λύσας τα δεσμά ελευθερώνει τον Ελευθέριον, τον οποίον εκάθισεν επάνω εις την άμαξαν, την οποίαν έσυρον οι ίπποι και τον επήγε καθεζόμενον εις το πλησίον όρος αταράχως, εκεί δε γίνεται και άλλο θαυμασιώτερον· ήτοι, καθώς ανεγίνωσκε την Ακολουθίαν του, υμνολογών τον Κύριον, συνηθροίζοντο αι άρκτοι και οι λέοντες και άλλα άγρια ζώα του όρους και περιεκύκλουν τον Άγιον χαίροντα και εσκίρτων νεύοντα προς την γην τας κεφαλάς των. Ταύτα μαθών ο ασύνετος τύραννος από τινας κυνηγούς, οι οποίοι έτυχον εκεί και είδον τοιούτον θαυμάσιον, δεν ηυλαβήθη καν από ταύτα τον ΄γιον, αλλά γίνεται των θηρίων ανοητότερος και στέλλει στρατιώτας να του φέρουν τον Ελευθέριον. Τα δε θηρία, ως τους είδον, ώρμησαν με θυμόν εναντίον των, και θα τους εξέσχιζαν με τους οδόντας και τους όνυχας αυτών· πλην ο Άγιος προσέταξε να μη βλάψουν ουδένα, αλλά να υπάγουν εις τα σπήλαιά των, τους δε στρατιώτας ωνείδισε ότι επήγαν με ξίφη και όπλα να τον κυνηγήσουν ως να ήτο φονεύς και ληστής. Ταύτα ειπών, τους ηκολούθησε προθύμως, εδίδασκε δε αυτούς καθ΄ όλην την οδοιπορίαν των, να λάβουν παράδειγμα από την σύνεσιν των θηρίων και να γνωρίσουν τον Ποιητήν της κτίσεως δια να εύρουν ζωήν αιώνιον· και τόσον τους ενουθέτησεν, ώστε πολλοί εξ αυτών επίστευσαν εις τον Χριστόν. Όταν έφθασαν εις την Ρώμην, ετέλεσεν ο βασιλεύς πανήγυριν, δια να συναχθώσι πολλοί και να ίδωσι τον θάνατον του Αγίου, τον οποίον επρόσταξε να ρίψουν εις τα θηρία. Αλλά τα πράγματα δεν ηκολούθησαν καθώς ο τύραννος ενόμιζε, διότι αφήσαντες κατά του Αγίου λέαιναν αγρίαν κατά πολύ και ανήμερον, εκείνη πρώτον μεν ώρμησε μετά σπουδής κατά του Αγίου, όμως, αφού επλησίασεν, έκλινε την κεφαλήν εις τους πόδας αυτού και ανέλειχε τα ίχνη των ποδών του, έκαμε δε και σημεία τινά, ως να είχε γνώσιν ανθρωπίνην και ηυλαβείτο τον Μάρτυρα· αλλ΄ ουδέ εις αυτό το θαυμάσιον επίστευσεν ο σκληροκάρδιος τύραννος, αλλ΄ ενόμισεν ότι επειδή το θηρίον εκείνο ήτο λέων θηλυκός, ήτοι λέαινα, δεν είχε τόσην δύναμιν και δια τούτο δεν έβλαψε τον Άγιον· όθεν προστάσσει να φέρουν άλλον αρσενικόν λέοντα, όστις όμως εφάνη και αυτός προς τον Άγιον ημερώτερος από τον θηλυκόν· αγκαλίζεται και φιλεί τους πόδας του, σείει την ουράν του, χορεύει και χαίρεται και δεικνύει και αυτός με τα σχήματα νόησιν και αγάπην προς τον Άγιον. Οι δε περιεστώτες, τοιούτον θαυμάσιον βλέποντες, όσοι μεν είχον τους οφθαλμούς της ψυχής ανοικτούς ανέκραζον· «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών», οι δε τυφλοί και ανόητοι έλεγον, ότι ήτο μάντις και γόης. Τούτους όμως η θεία δίκη δικαίως επαίδευσε, δια να φραγούν, κατά τον Δαβίδ (Ψαλμ. λ΄ 19), τα δόλια χείλη, άτινα λαλούσι κατά του δικαίου ανομίαν και εξουθένωσιν, διότι ευθύς, καθώς είπον τα βλάσφημα λόγια, επληγώθησαν αοράτως. Βλέπων ο παράνομος τύραννος, ότι ο Άγιος ενίκα όλα τα κολαστήρια, απηλπίσθη τελείως. Όθεν γνωρίζων ότι με άλλον τρόπον δεν ηδύνατο να τον θανατώση διατάσσει να κόψωσι την κεφαλήν του. Τούτου λοιπόν γενομένου, παρέδωκεν ο ένδοξος Ελευθέριος την μακαρίαν ψυχήν του εις χείρας Θεού. Η δε μήτηρ αυτού Ανθία ενηγκαλίσθη το σώμα του υιού της και Μάρτυρος και καταφιλούσα τούτο εμακάριζεν αυτόν ότι έπαθε τοσαύτα δια τον Κύριον. Τότε οι δήμιοι και την μητέρα ως ωμοί και άσπλαγχνοι εθανάτωσαν. Όσοι δε πιστοί ευρέθησαν εκεί εις την Ρώμην από την Αυλώνα, ήτοι από την έδραν της Επισκοπής του Μάρτυρος, έλαβον και τα δύο ταύτα άγια Λείψανα και μυρίσαντες αυτά και πρεπόντως τιμήσαντες, φιλοθέως και ευλαβώς ενεταφίασαν, εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος του ενός και μόνου Θεού, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Τρίτη 26 Απριλίου 2016

«ΘΑΝΑΤΟΥ ΕΟΡΤΑΖΟΜΕΝ ΝΕΚΡΩΣΙΝ…» -- Τοῦ πρωτ. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ

Με τα ἀπαισιότερα συναισθήματα ἀντιμετωπίζεται συνήθως ὁ θάνατος. Ὁ πολιτισμός μας, γιὰ τὸν ὁποῖο τόσο καυχόμαστε, δὲν μᾶς ἔχει ἐξοικειώσει μὲ τὴ μεγαλύτερη καὶ τραγικότερη πραγματικότητα στὴ ζωή μας, τὸν θάνατο. Οὔτε μᾶς ἔχει συμφιλιώσει μαζί του. Γι᾽ αὐτὸ λείπει στὴ σημερινὴ κοινωνία μία ρεαλιστικὴ φιλοσοφία τοῦ θανάτου. Βέβαια, σ᾽ αὐτὸ συντρέχουν διάφοροι λόγοι. Ὁ ὀλιγόπιστος φοβᾶται τὸν θάνατο, διότι βλέπει τὴν ἀνετοιμότητά του νὰ τὸν ὑποδεχθεῖ. Ὁ ἄπιστος ἢ ἄθεος, ποὺ στηρίζει ὅλες τὶς ἐλπίδες του στὸν κόσμο αὐτό, βλέπει τὸν θάνατο σὰν καταστροφή. Γι᾽ αὐτὸ ἀποφεύγει νὰ μιλεῖ γιὰ τὸν θάνατο ἢ χλευάζει τὸν θάνατο, ἀλλὰ στὸ βάθος τὸν φοβᾶται. Ὅπως τὸν φοβοῦνται οἱ οἰκονομικὰ εὔρωστοι, διότι θὰ τοὺς κάμει νὰ χάσουν ὅσα ἔχουν, ἀλλὰ καὶ οἱ προλετάριοι τοῦ κόσμου μας, μολονότι διατείνονται, ὅτι βλέπουν τὸν θάνατο σὰν σωτηρία. Διότι γι᾽ αὐτούς, κυρίως, ἰσχύει ὁ λόγος τοῦ Δ. Σολωμοῦ: «Γλυκειὰ ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος μαυρίλα». 
2. Γιὰ τὸν Χριστιανὸ ὅμως, καὶ μάλιστα τὸν πατερικό, δηλαδὴ τὸν ὀρθόδοξο, τὸ μυστήριο τοῦ θανάτου ἔχει λυθεῖ. Ἡ Σφίγγα τοῦ θανάτου διέκοψε τὴ σιωπή της. Τὸ αἴνιγμα, ποὺ τόσο ἀπασχόλησε τὸ ἀνθρώπινο πνεῦμα καὶ μόνο ἡ σωκρατική–πλατωνικὴ μεγαλοφυία μπόρεσε νὰ ψαύσει στὸν «Φαῖδρο», ἔχει πιὰ ἐξιχνιαστεῖ καὶ ἀπομυθευθεῖ. Μένει, βέβαια, καὶ γιὰ τὸν χριστιανὸ ὁ θάνατος «μυστήριο». «Ὄντως φοβερώτατον τὸ τοῦ θανάτου, μυστήριο»— ψάλλουμε στὴ νεκρώσιμη ἀκολουθία. Τὸ μυστήριο ὅμως δὲν ἔγκειται στὴν ὕπαρξή του, ἀλλὰ στὶς συνέπειές του: «πῶς ἡ ψυχὴ ἐκ τοῦ σώματος βιαίως χωρίζεται...»! Ἡ συμμετοχὴ τοῦ πιστοῦ στὸ Πάθος καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ βοηθεῖ στὴν κατανόηση τοῦ μυστηρίου τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Ἡ ζωὴ εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, ποὺ δημιούργησε τὰ πάντα «ἐξ οὐκ ὄντων»(ἀπὸ τὸ μηδὲν) καὶ μᾶς ἔφερε ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξη. Ὁ θάνατος, ἐξ ἄλλου, εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴ θέληση τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶναι φυσικὴ κατάσταση, ἀλλὰ συνδέεται μὲ τὸ τραγικὸ γεγονὸς τῆς ἁμαρτίας, τῆς ἀστοχίας τοῦ ἀνθρώπου νὰ μείνει στὴν κοινωνία τοῦ Θεοῦ. «Ὁ Θεὸς θάνατον οὐκ ἐποίησεν», «φθόνῳ διαβόλου εἰσῆλθε θάνατος εἰς τὸν κόσμον». Ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε τὸν θάνατό μας, «ἵνα μὴ τὸ κακὸν ἀθάνατον γένηται». Αὐτὴ εἶναι ἡ θεολογικὴ ἑρμηνεία τοῦ θανάτου ἀπὸ τοὺς Ἁγίους μας, τοὺς ἀληθινοὺς Θεολόγους. Ἡ ἁμαρτία, ὡς πτωτικὸ γεγονός, ἀδρανοποίησε καὶ νέκρωσε, τελικά, τὴ ζωή μας, ποὺ εἶναι ἡ ἐνοίκηση τοῦ Θεοῦ στὴν καρδιά μας, τὸ κέντρο τῆς ὕπαρξής μας. Αὐτὸς ὁ «χωρισμός» ἀπὸ τὴν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ πνευματικὸς θάνατος, ποὺ προκάλεσε καὶ τὸν σωματικό–βιολογικὸ θάνατό μας. Στὸν πνευματικὸ θάνατο πρέπει νὰ ζητηθεῖ ἡ αἰτία καὶ τοῦ σωματικοῦ θανάτου. Ὁ θρῆνος, λοιπόν, κατὰ τὴν κήδευση κάποιου ἀγαπητοῦ μας προσώπου («Θρηνῶ καὶ ὀδύρομαι, ὅταν ἐννοήσω τὸν θάνατον...», ψάλλουμε) δὲν συνδέεται μὲ τὸν πρόσκαιρο χωρισμό μας, ἀλλὰ μὲ τὴν αἰτία ποὺ προκάλεσε τὸν θάνατό μας, τὴν ἁμαρτία. Ὁ σωματικὸς θάνατος εἶναι διάσπαση τῆς ἁρμονικῆς σχέσης καὶ συλλειτουργίας ψυχῆς καὶ σώματος, ὡς τὴ Δεύτερη Παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀνθρώπινη σάρκα νεκρώνεται, φθείρεται καί, ἐπιστρέφοντας στὸ χῶμα, διαλύεται. Ἡ ψυχὴ ὅμως δὲν φθείρεται, οὔτε διαλύεται, διότι ὁ Θεὸς τὴν δημιούργησε πνευματική. Περιμένει τὸ «κέλευσμα» (παράγγελμα) τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὴ Β´ Παρουσία Του (Α´ Θεσ. 4,16), γιὰ νὰ ξαναενωθεῖ μὲ τὸ ἀναστημένο σῶμα καὶ νὰ ζήσει αἰώνια μαζί Του, σὲ μίαν ἄλλη ζωή, ποὺ θὰ εἶναι ὅμως αἰώνια συνέχεια τῆς γήινης ὕπαρξής μας. Ὁ «νόμος τῆς ἀφθαρσίας» ἰσχύει ἀπόλυτα στὸ δημιουργικὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ. Τίποτε δὲν χάνεται ἀπὸ αὐτό. Γι᾽ αὐτὸ κάθε στιγμὴ τῆς παρούσας ζωῆς ἔχει γιὰ τὸν χριστιανὸ σωτηριολογικὴ σημασία, διότι ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ τὴ ζοῦμε κρίνεται ἡ σωτηρία μας, ἡ κατάστασή μας στὴν μετὰ θάνατον ὕπαρξή μας (Βλ. Β´ Κορ. 6, 7). 

Δευτέρα 25 Απριλίου 2016

Λυτρωτική Πορεία -- του αείμνηστου Στεργίου Σάκκου, Ομ. Καθηγητού Α.Π.Θ.

Η χαρά και ο πόνος, το γέλιο και το δάκρυ, η ευφροσύνη και η οδύνη χαρακτηρίζουν δύο καταστάσεις εντελώς αντίθετες, αλλά και αδιάρρηκτα συνδεδεμένες μέσα στην καθημερινή μας ζωή. Αποτελούν τις δύο όψεις του αυτού νομίσματος. Και θα ήταν άκριτο αλλά και αδύνατο να εξαλείψουμε ή έστω να παραβλέψουμε την μία από από αυτές τις δύο όψεις, διότι θα καπηλεύαμε έτσι το νόμισμα, θα αχρηστεύαμε την ζωή. Επιφανείς και άσημοι, σοφοί και απλοϊκοί, άγιοι και άγριοι γεύονται αναπόφευκτα και τον πόνο και την χαρά. Ακόμη και ο θεάνθρωπος Κύριός μας υποτάχθηκε σ΄ αυτή την πραγματικότητα. Η ζωή του, που φανερώνεται στον κόσμο με την ταπείνωση της ενανθρωπήσεως του Θεού και καταλήγει στην δόξα της αφθαρτοποιήσεως του φθαρτού σώματος και της αθανατοποιήσεως του θνητού ανθρώπου, σηματοδοτείται από τον σταυρό και την δόξα και περνά από το Πάθος στην Ανάστασι. Αλλά ο πόνος και η χαρά του Ιησού Χριστού έχουν κάτι το μοναδικό. Προσφέρονται στον κάθε άνθρωπο, που θα ήθελε να τα οικειοποιηθεί και να τα αξιοποιήσει, ως αντίδοτο του ανθρωπίνου πόνου. Κάτι περισσότερο· γίνονται ο μετασχηματιστής, που και την χαρά τελειοποιεί και μονιμοποιεί, αλλά και την λύπη μεταλλάσει και μεταστοιχειώνει σε χαρά. Κοινή και τραγική η μοίρα της ανθρωπότητος μετά την πτώση του πρώτου ανθρώπου. Ο καθένας γεννιέται με το κλάμα, συναντιέται με το κακό, πληγώνεται από την αδικία, χτυπιέται από τον πόνο. Αν στην πορεία του εγκολπωθεί την πίστη στον αναστημένο Χριστό, βαδίζει με το φως της ελπίδος. Αν όχι, παραπαίει στο σκοτάδι της απογνώσεως. Σήμα της ελπίδος και τρόπαιο της αληθινής χαράς ο ζωηφόρος σταυρός του Ιησού Χριστού. Ποτισμένος από το αίμα του Θεανθρώπου και φωτισμένος από την δόξα της Αναστάσεώς του λαμπρύνει με τις ανταύγειές του όλη την γη και δείχνει στην πονεμένη ανθρωπότητα ότι «ιδού ήλθε δια του σταυρού χαρά εν όλω τω κόσμω». 

Κυριακή 24 Απριλίου 2016

Οι Άγιοι Φιλήμων, Απολλώνιος και Αρριανός

Τη αυτή ημέρα μνήμη των Αγίων Μαρτύρων ΦΙΛΗΜΟΝΟΣ και ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΥ και του Αγίου Μάρτυρος ΑΡΡΙΑΝΟΥ και των τεσσάρων Προτεκτόρων των συναθλησάντων αυτώ.                                                                                                                       

Φιλήμων, Απολλώνιος και Αρριανός οι Άγιοι Μάρτυρες ως και οι μετά του Αγίου Αρριανού συναθλήσαντες Άγιοι Τέσσαρες Προτέκτορες ήσαν κατά τον καιρόν του τυράννου Διοκλητιανού του βασιλεύσαντος κατά τα έτη σπδ΄ - τε΄ (284-305), υπό του οποίου εκινήθη και πάλιν διωγμός μέγας κατά των Χριστιανών. Τότε ήτο ηγεμών εις την Θηβαϊδα της Αιγύπτου ο Αρριανός, όστις ειδωλολάτρης ων πρότερον εθανάτωσε πολλούς Χριστιανούς και μάλιστα δύο, Ασκλάν και Λεωνίδην καλουμένους, τους οποίους εβασάνισε με διάφορα κολαστήρια. Ημέραν δε τινα, κατά την οποίαν όλη η χώρα ήτο συνηθροισμένη εις το θέατρον, έδειξεν ο ηγεμών τα παιδευτήρια όργανα και έλεγε προς τους περιεστώτας με βλέμμα άγριον· «Όσοι δεν προσκυνήσουν τους θεούς, θέλουν αποθάνει βιαίως με ταύτα τα κολαστήρια». Τότε πηδούν εις το μέσον του θεάτρου άνδρες τριάκοντα επτά και καταγελώντες τα άδικα των τυράννων προστάγματα, ωμολόγησαν τον Χριστόν παρρησία, οι γενναιότατοι. Εις δε εξ εκείνων, Αναγνώστης την τάξιν, ονόματι Απολλώνιος, βλέπων τα διάφορα είδη των κολαστηρίων εδειλίασε και ίστατο εις δισταγμόν τι να πράξη από τα δύο, να βασανισθή δηλαδή ομού με τους άλλους, ή να αρνηθή την ευσέβειαν. Ταύτα σκεπτόμενος διελογίσθη να μετέλθη μέθοδόν τινα, δια να αποφύγη τον θάνατον, χωρίς να προσκυνήση τα είδωλα· έτυχε δε τότε και ευρίσκετο πλησίον του Έλλην τις, ειδωλολάτρης, Φιλήμων ονόματι, όστις έπαιζε τους αυλούς και έδιδεν εις τους ακροατάς πολλήν χαράν και απόλαυσιν με εκείνα τα όργανα· δια την τέχνην του δε ταύτην τον ωνόμαζον χοραύλην και τον ηγάπα και ο ηγεμών, διότι όταν ήτο εύκαιρος, τον προσεκάλει και έπαιζε. Τούτον τον Φιλήμονα επλήρωσεν ο Απολλώνιος, δώσας εις αυτόν τέσσαρα χρυσά φλωρία, δια να ενδυθή εκείνος τα ιδικά του ιμάτια, και προσερχόμενος ενώπιον του άρχοντος να προσποιηθή πρώτον ότι είναι Χριστιανός, έπειτα όμως να πεισθή δήθεν και να θυσιάση εις τα είδωλα, ώστε να νομίσουν όλοι ο Απολλώνιος προσέφερε θυσίαν εις αυτά.                                                                         
Εδέχθη λοιπόν ο Φιλήμων και εκδυθείς τα ιμάτιά του, ενδύεται τα του Απολλωνίου, σκεπάσας δε και το πρόσωπόν του ως ηδύνατο, επήγεν εις το θέατρον. Αλλ΄ ο πανάγαθος Θεός, όστις επιθυμεί την σωτηρίαν των ανθρώπων, ωκονόμησεν ως παντοδύναμος και έγινεν η υπόκρισις αλήθεια, δια να σωθούν και οι δύο ούτοι και να λάβουν της νίκης τον στέφανον· εφώτισε, λέγω, την ψυχήν του Φιλήμονος και καθώς έκαμε τον Σταυρόν του δια να δείξη ότι είναι Χριστιανός, ω του θαύματος! με τον Σταυρόν ενδύεται την ευσέβειαν και ελθούσα εις αυτόν η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος εστερεώθη εις την ευσέβειαν και παρρησία εβόα· «Χριστιανός είμαι και δούλος Χριστού του αληθινού Θεού». Ο δε ηγεμών, δια να τον κάμη να φοβηθή, του λέγει με αγριότητα· «Δεν είδες προχθές πόσας τιμωρίας υπέστησαν ο Ασκλάς και ο Λεωνίδης, οίτινες κακώς απωλέσθησαν»; Ο δε Φιλήμων απεκρίνατο· «Το θαυμάσιον το οποίον είδα εις εκείνους, οι οποίοι εσταμάτησαν το καράβι σου, όταν ήτο εις το μέσον του ποταμού και δεν ηδύνατο να σαλεύση ώσπερ να ήτο προσηραγμένον, αυτό με έκαμε και επίστευσα και είμαι έτοιμος να λάβω δια τον Χριστόν μου τον θάνατον». Μη δυνάμενος λοιπόν να τον μεταστρέψη ο ηγεμών προσέταξε τους παρεστώτας να φέρουν τον χοραύλην Φιλήμονα, δια να παίξη την λύραν, μήπως και τον επιστρέψη, μη γνωρίζων ότι αυτός μετά του οποίου συνδιελέγετο προηγουμένως ήτο ο Φιλήμων.                                                     
Εζήτουν λοιπόν εις όλην την χώραν τον Φιλήμονα και μη ευρόντες αυτόν έφερον τον αδελφόν του, Θέωνα καλούμενον, τον οποίον ηρώτησεν ο άρχων που ευρίσκεται ο Φιλήμων, εκείνος δε του τον έδειξε, λέγων ότι εκείνος με το σκεπασμένον πρόσωπον ήτο ο ζητούμενος. Τότε ο άρχων προσέταξε να τον ξεσκεπάσουν και ιδών αυτόν εγέλασε, νομίζων, ότι ηστειεύετο· όταν όμως είδεν ότι επέμενεν ομολογών τον Χριστόν τον ηρώτησε λέγων· «Ειπέ μοι, εις την υγείαν των βασιλέων, αληθώς ομιλείς ή προσποιείσαι δια να περιγελάς τους Χριστιανούς»; Ο δε απεκρίνατο· «Αληθώς σου ομιλώ, ω άρχων, και δεν ψεύδομαι, αλλά έτοιμος είμαι να πάθω μυρίους θανάτους δια την ομολογίαν αυτήν του Χριστού μου». Τότε εθυμώθη ο άρχων ταύτα ακούων και ηρώτα τους παρεστώτας, εάν ήτο δίκαιον να τον θανατώση ευθύς ως αρνητήν της πίστεως ή να του δώση διορίαν καιρού. Ο δε λαός τον ηγάπα πολύ και παρεκάλουν τον άρχοντα λέγοντες· «Μη απολέσης την απόλαυσιν όλης της πόλεως». Λέγει προς αυτόν ο τύραννος· «Βλέπεις, Φιλήμον, πόσην αγάπην σού έχουν όλοι και πως συμπονούν δια τον θάνατόν σου; Λοιπόν μη φανής και συ προς αυτούς αχάριστος, αλλά θυσίασον εις τους θεούς και μεθαύριον που έχομεν μεγάλην πανήγυριν να παίξης τα όργανα και να μας δώσης πολλήν απόλαυσιν». Λέγει ο Φιλήμων· «Η πανήγυρις αύτη με κάμνει να ενθυμούμαι την ουράνιον αγαλλίασιν και αύτη η πρόσκαιρος μουσική με παρακινεί να φαντάζωμαι την Αγγελικήν υμνωδίαν και την ανέκφραστον ηδονήν. Λοιπόν γνώριζε, ότι δεν μεταβάλλω γνώμην ουδέποτε και μη κουράζεσαι να με δοκιμάζης». Λέγει προς αυτόν ο άρχων· «Και να αποθάνης δια τον Χριστόν, πάλιν δεν λογίζεσαι Μάρτυς, διότι δεν έχεις το Βάπτισμα». Ο δε Μάρτυς απεκρίνατο· «Σε ευχαριστώ, διότι μου επροξένησας μεγάλην ωφέλειαν, ενθυμήσας εις εμέ το άγιον Βάπτισμα». Ούτως ειπών ο Άγιος προς τον άρχοντα, στρέφει προς τον λαόν το πρόσωπον και λέγει μεγαλοφώνως ταύτα· «Σας παρακαλώ, εάν κανείς μεταξύ σας υπάρχη Χριστιανός, όστις να μη φοβήται τον θάνατον δια την ευσέβειαν, ας έλθη ευθύς να με βαπτίση δια τον Κύριον». Ταύτα ειπών δεν είδεν ουδένα να πλησιάση, εκ του φόβου του άρχοντος. Όθεν στραφείς προς τον ουρανόν εδάκρυσε λέγων· «Δέσποτα Χριστέ ο Θεός μου, όστις με ελύτρωσας από την προτέραν πλάνην, ως αγαθός και φιλάνθρωπος, μη με αφήσης ακοινώνητον του θείου Βαπτίσματος, αλλ΄ ως θέλεις δείξον μοι Ιερέα και ύδωρ να γίνω Χριστιανός τέλειος». Ταύτα λέγων, ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύ! Κατέβη από τον αέρα νεφέλη με ύδωρ και εβάπτισε τον Φιλήμονα. Έπειτα η μεν νεφέλη ανέβη εις ύψος, ο δε βαπτιζόμενος είπε προς τους παρεστώτας· «Βλέπετε όσοι είσθε Χριστιανοί, ότι αφού δεν ετόλμησε κανείς να παρρησιασθή, ήλθεν αυτός ο Δεσπότης Χριστός και με εβάπτισεν; Άφετε λοιπόν πάσαν δειλίαν και παρρησιασθήτε, να λάβητε πλουσίαν αντάμειψιν· συ δε, ω ηγεμών, άφες την ανωφελή μανίαν και εννόησον, ότι πολεμείς ανωφελώς κατά του Θεού εκείνου όστις μέλλει, όταν κρίνη τον κόσμον, να σε κατακρίνη εις ατελεύτητον κόλασιν».                                                     
Ταύτα ειπόντος του Αγίου, απεκρίθη ο ηγεμών και λέγει προς αυτόν· «Άφες αυτά τα φλυαρήματα, ενθυμήσου την εορτήν και λάβε την λύραν και τους αυλούς να ευφράνης τους φίλους σου, ειδεμή συ μεν λαμβάνεις ως απειθής τον προσήκοντα θάνατον, έτεροι δε θα παίξουν τους αυλούς σου, να χαίρωνται». Τότε πάλιν ο Φιλήμων εζήτησεν από τον Θεόν και τούτο το θέλημα, λέγων· «Επάκουσον, Κύριε Βασιλεύ, της δεήσεώς μου και καθώς απέστειλας εις εμέ το ύδωρ και με εβάπτισας, ούτω και τώρα ας έλθη πυρ να κατακαύση τους αυλούς μου, τους οποίους έδωσα εις τον Απολλώνιον, όταν ήλθα εις το Μαρτύριον, δια να μη μείνη σημείον τι της προτέρας μου αγνωσίας και ματαιότητος». Δεν είχεν ακόμη τελειώσει την ευχήν και πίπτον πυρ ουρανόθεν εις τας χείρας του Απολλωνίου, τους μεν αυλούς κατέκαυσε, τας δε χείρας αυτού ουδόλως έβλαψεν.                                                                                                      
Ιδών λοιπόν ο Απολλώνιος το τοιούτον θαυμάσιον, έδραμεν εις το στάδιον και ανεκήρυξε την εις Χριστόν πίστιν, ο δε ηγεμών τον μεν Απολλώνιον εφυλάκισε δια να τον εξετάση βραδύτερον, τον δε Φιλήμονα επρόσταξε να ραβδίσωσιν. Ο δε λαός συμπονούντες τον Άγιον εφώναζον όλοι προς τους στρατιώτας, να μη τον δέρωσιν. Όθεν ο άρχων πάλιν τον εκολάκευε να επιστρέψη εις την προτέραν ασέβειαν και τον προσεκάλει να τον φιλεύση με δείπνον πλουσιοπάροχον και άλλας αμοιβάς. Ο Άγιος όμως απεκρίνατο· «Ο δείπνος ο ιδικός μου είναι ητοιμασμένος εις τα ουράνια και δεν χρειάζομαι τίποτε από σε». Τότε προσέταξεν ο άρχων και ετρύπησαν τους αστραγάλους και των δύο Αγίων Μαρτύρων, Απολλωνίου και Φιλήμονος και περάσαντες σχοινία από τας τρύπας τους έσυρον εις όλην την χώραν· έπειτα λέγει προς αυτούς ο άρχων· «Βλέπετε πόσον πόνον σάς δίδει αυτή η βάσανος; Που είναι ο δυνατός Θεός σας και δεν σας ελύτρωσεν»; Απεκρίθη ο Φιλήμων· «Ακόμη, Αρριανέ, δεν ηννόησας, ότι όχι μόνον με λόγια, αλλά και εις την πράξιν τας βασάνους υπομένομεν; Συ είδες ύδωρ και πυρ εξ ουρανού κατελθόντα και άλλα θαυμάσια και ζητείς και άλλα; Όμως ας ίδης εν ακόμη παράδειγμα, δια να εννοήσης, ότι εγώ δεν βλάπτομαι από τας κολάσεις σου, διότι φυλάττομαι υπό του Θεού». Ταύτα ειπών, εζήτησε και του κατεσκεύασαν εν όργανον χαλκούν· ήτο δε τούτο ως θρονίον γυναικείον, έβαλε δε εις αυτό παιδίον τι και εκάθητο, αλλά πέριξ αυτού ήτο σκεπασμένον με το χάλκωμα, προσέταξε δε να το τοξεύουν οι στρατιώται· ρίψαντες δε εκείνοι όλα τα βέλη, εξέβαλον ύστερον το παιδίον αβλαβές, διότι ταύτα έπιπτον επί του χαλκώματος και επέστρεφον άπρακτα. Τότε είπε προς τον άρχοντα· «Καθώς δεν εβλάψατε τον παίδα ποσώς, αλλά μάλλον σεις εβασανίσθητε, ούτω και εμέ δεν θέλετε νικήσει ποτέ, όσας κολάσεις και αν μου δώσετε, διότι η δύναμις του Χριστού με περικυκλώνει με τείχος αδαμάντινον και δεν συλλογίζομαι τας βασάνους σας».                                    
Τότε θυμωθείς ο Αρριανός ηθέλησε να δείξη ψεύστην τον Άγιον και κρεμάσας αυτόν εις δένδρον, τον ετόξευσαν όλοι δυνατά, όσοι είχον τόξα και έρριψαν όλα τα βέλη επάνω του· όμως ο Άγιος ηύχετο προς τον Θεόν και δεν τον ήγγισαν, αλλ΄ έπιπτον μέρος μεν εξ αυτών εις το δένδρον, μέρος δε εις την γην, άλλα δε πάλιν εκρέμαντο θαυμασίως εις τον αέρα. Ο δε ηγεμών επλησίασε να ίδη το θαυμάσιον, αλλά καθώς ητένισε τον Φιλήμονα, θαύμα εις το θαύμα ηκολούθησε, διότι βέλος τι κατελθόν από του αέρος ενεσφηνώθη με τόσην ορμήν και δύναμιν εις τον δεξιόν οφθαλμόν τού άρχοντος, ώστε ετυφλώθη αμέσως· η δε τύφλωσις αύτη έγινε φώτισις ψυχής, ότι ούτως οικονομεί η πάνσοφος του Θεού σοφία. Πρότερον, όταν είχε τους οφθαλμούς, ήτο τυφλός εις την ψυχήν και ανόητος και επολέμει με τον Παντοδύναμον ο ανίσχυρος, νυν δε, τυφλός ων, εγνώρισε τον αληθέστατον Θεόν και προστάσσων να κατεβάσουν τον Άγιον, τον προσεκύνησε, παρακαλών να του δώση την ίασιν και να πιστεύση εις τον Χριστόν. Ο δε είπε προς αυτόν· «Εάν σε θεραπεύσω τώρα, θέλεις είπει ότι είμαι μάντις· αλλ΄ αφού αποθάνω, τότε λάβε χώμα από τον τάφον μου, χρίσε τον οφθαλμόν σου, επικαλούμενος τον Χριστόν, και αμέσως θέλεις λάβει μόνος σου την ίασιν». Τότε ο Αρριανός, έχων πόθον να θεραπευθή, προσέταξε να αποκεφαλίσουν τον Απολλώνιον και τον Φιλήμονα, λέγων· «Εάν είπε ψεύματα δια την ιατρείαν μου ο Φιλήμων, ιδού έκαμα την εκδίκησιν δίδων εις αυτόν τον θάνατον· εάν δε αληθεύση, λαμβάνω την ποθουμένην υγείαν πάραυτα».                                                                                          
Μετά λοιπόν την τελευτήν και τον ενταφιασμόν των Αγίων, επήρεν ο ηγεμών χώμα εκ του τάφου των και χρίσας τον οφθαλμόν του, είπε ταύτα· «Εις το όνομά σου, Χριστέ Ιησού, δια τον οποίον εθανατώθησαν ούτοι, βάλλω εις τον οφθαλμόν μου το χώμα τούτο, και εάν αναβλέψω, θα είπω και εγώ, ότι πλην σου δεν υπάρχει άλλος Θεός κάμνων θαυμάσια». Ταύτα λέγων, έλαβε διπλήν την ίασιν και όχι μόνον έξωθεν εφωτίσθη, αλλά και κατά την ψυχήν περισσότερον και εβόα ταύτα αγαλλιώμενος· «Χριστιανός είμαι» και ηυχαρίστει τον Κύριον· έπειτα επήγεν εις τον οίκον του και εβαπτίσθη με όλους του παλατίου του, απηλευθέρωσε τους τριάκοντα εξ Χριστιανούς από την φυλακήν και επήρε με δύο Επισκόπους τα ιερά Λείψανα των Αγίων Μαρτύρων και τα έβαλε με σινδόνας πολυτίμους και πολλά αρώματα εις τόπον έντιμον με πολλήν ευλάβειαν, έδωσε δε και πολλάς ελεημοσύνας εις πένητας και άλλα πολλά καλά ετέλεσεν.                                                                                                       
Εις ολίγον καιρόν ηκούσθη ο λόγος εις τα βασίλεια, ότι ο Αρριανός έγινε Χριστιανός· όθεν στέλλει ο βασιλεύς τέσσαρας από τους προτέκτορας να τον φέρουν εκεί, να μάθη την αλήθειαν· οι δε απελθόντες τον έδεσαν δια να τον παραλάβωσιν. Ο δε Άγιος έδωκεν εις αυτούς οκτακόσια νομίσματα, δια να τον υπάγουν εκεί όπου ήσαν τα ιερά Λείψανα των Αγίων, να προσευχηθή· όθεν επήγαν όλοι ομού και πίπτων κατά γης εφίλει τον τάφον ευλαβώς, δεόμενος να τον βοηθήσουν οι Άγιοι να μαρτυρήση δια τον Κύριον. Τότε παρευθύς εξήλθε φωνή εκ του τάφου, ήτις ωμοίαζε με την του Φιλήμονος και λέγει προς αυτόν· «Ανδρίζου, Αρριανέ, και μη φοβείσαι, διότι ο Δεσπότης σε προσκαλεί και σου πλέκει τον στέφανον του Μαρτυρίου· μετά σου δε θα μαρτυρήσουν και οι προτέκτορες (σωματοφύλακες) και θα λάβουν από τον Χριστόν, εις την Βασιλείαν Αυτού, μεγάλην αντάμειψιν». Ταύτα ακούσαντες όλοι εθαύμασαν· επιστρέψαντες δε πάλιν εις τον οίκον του Αρριανού, καθώς ούτος εζήτησεν, απήλαυσεν εκεί χάριν πλουσίαν από τον Θεόν και εγνώρισε τον τρόπον και τον καιρόν της τελειώσεως αυτού. Καλέσας δε και τους δούλους αυτού, προεφήτευσε τα μέλλοντα λέγων· «Έλθετε μετ΄ εμού εις την Αλεξάνδρειαν· έπειτα εγώ μεν θα υπάγω εις τον βασιλέα και κατά την ογδόην του αυτού μηνός τελειώνω τον αγώνα του Μαρτυρίου με την βοήθειαν του Κυρίου. Θα με ρίψουν δε με σάκκον εις την θάλασσαν· σεις όμως, ενθυμούμενοι καλώς τους λόγους μου τούτους, να έλθετε εις τον αιγιαλόν την ενδεκάτην του αυτού μηνός, κατά την έκτην ώραν, δια να παραλάβετε το Λείψανόν μου από την ράχιν ενός δελφίνος, που θα το φέρη και να το ενταφιάσητε ομού με τα Λείψανα των άλλων Αγίων Μαρτύρων».                                                                                    
Ταύτα ειπών προς τους δούλους αυτού ο Άγιος απήλθεν εις τον Διοκλητιανόν, όστις τον υπεδέχθη το πρώτον με ιλαρότητα, έπειτα ηυτρέπισε λουτρόν έμπροσθεν εις τον ναόν του Απόλλωνος, εκεί δε ελούσθησαν ομού με τον Αρριανόν και εξελθόντες έξω του είπε να προσφέρη θυσίαν εις τον Απόλλωνα. Ο δε απεκρίνατο λέγων· «Πως είναι δυνατόν, ω βασιλεύ, να αφήσω τον αληθή Θεόν, από τον οποίον είδον τοιαύτα θαυμάσια, και να προσκυνήσω άψυχα και αναίσθητα είδωλα»; Τότε ο Διοκλητιανός ξεσκεπάζων την ψευδοσχηματισμένην πραότητα προστάσσει να τον δέσουν χείρας και πόδας και να κρεμάσουν εις όλον το σώμα του λίθους μεγάλους, έπειτα να τον ρίψουν εις χάσμα τι μέγα και εκεί να τον καταχώσουν από επάνω με λίθους και χώματα. Τούτου γενομένου, αυτός εκάθητο εις θρόνον υψηλόν, και έλεγε λόγια βλάσφημα κατά του Χριστού ο δείλαιος· έπειτα δε προσέθεσε και ταύτα· «Τώρα θα ίδωμεν εάν έλθη ο Χριστός να τον βοηθήση και να τον λυτρώση από τας χείρας μου». Αυτά και έτερα λέγων ο σαπρός σκώληξ με πολλήν υπερηφάνειαν, εκάθισεν εις τον ίππον του, δια να υπάγη εις τα βασίλεια. Όταν όμως έφθασεν εις το δωμάτιόν του δια να αναπαυθή, βλέπει, ω Δέσποτα των απάντων Χριστέ Βασιλεύ! Θέαμα φρικτόν και εξαίσιον, από μόνην την Σην ανεξερεύνητον δύναμιν δυνάμενον να πραγματοποιηθή. Είδε, δηλαδή κρεμασμένους εις την βασιλικήν κλίνιν τους λίθους και τα σχοινία, με τα οποία είχε δεδεμένον τον Μάρτυρα, όταν τον έρριψαν εις το φοβερόν εκείνο χάσμα, αυτός δε ο Αρριανός έκειτο επί της κλίνης αναπαυόμενος.                                                      
Ταύτα ιδών ο Διοκλητιανός εφοβήθη, νομίζων, ότι κάποιος από τους άρχοντάς του, επήρε τυραννικώς το βασίλειον· όθεν ήρχισε να φωνάζη, δια να δράμουν οι δούλοι του να τον βοηθήσουν, ο δε Άγιος του λέγει με πραότητα· «Μη συγχύζεσαι, διότι δεν σε επεβουλεύθη κανείς, αλλά είμαι εγώ ο Αρριανός ο ηγεμών της Θηβαϊδος, τον οποίον έρριψας εις το χάσμα, έπειτα έλεγες, ότι δεν ηδύνατο ο Χριστός να με λυτρώση από τας χείρας σου». Τότε έμεινεν άφωνος ώραν πολλήν και έμφοβος· έπειτα εξελθών έξω εφώναζεν ως δαιμονιζόμενος, λέγων, ότι οι Χριστιανοί ήσαν μάντεις και γόητες και άλλα παρόμοια φλυαρήματα· έπειτα προστάσσει να βάλουν τον Άγιον εις σάκκον και κατόπιν να τον γεμίσουν άμμον και να τον ρίψουν βαθειά εις το πέλαγος.                                   
Τότε παρρησιάζονται και οι προαναφερθέντες τέσσαρες άρχοντες, ήτοι οι προτέκτορες, οι οποίοι ιδόντες τοιούτον θαυμάσιον επίστευσαν εις τον Χριστόν και ενεθυμούντο την περί τούτου πρόρρησιν του Αγίου Φιλήμονος. Αφού λοιπόν προσήλθον εις τον τύραννον τον ήλεγξαν λέγοντες· «Διατί καταδικάζεις τον δίκαιον, άδικε, χωρίς να πράξη τι πταίσιμον; Ο Χριστός είναι ο αληθής Θεός, όστις ενεργεί τοιαύτα θαυμάσια και μη κοπιάς ανωφελώς, διότι καν υποκάτω εις τα όρη και τα υψηλά βουνά τον καταχώσης, καν εις το βάθος της θαλάσσης τον καταποντίσης, καν άλλο δεινότερον κακόν πράξης κατ΄ αυτού, ο Χριστός, ως αληθής Θεός, είναι δυνατός να τον αναστήση, καθώς εγνώρισες σήμερον από τον άρχοντα Αρριανόν, με τον οποίον και ημείς είμεθα πρόθυμοι να αποθάνωμεν δια τον Χριστόν· και πιστεύομεν ότι καθώς αυτόν εξέβαλεν από το βυθόν της γης, εις τον οποίον ήτο καταχωσμένος με τόσους λίθους, ούτω δύναται ν΄ αναστήση και ημάς και να μας δώση ζωήν καλλιτέραν και αιώνιον». Λέγει προς αυτούς ο τύραννος ειρωνευόμενος· «Εγώ και πρότερον, όταν ετηρούσατε τας εντολάς μου, ικανοποιούσα όλα τα αιτήματά σας, δια να μη σας πικραίνω, ως να ήμην πατήρ σας· όθεν και τώρα πάλιν δεν θα σας λυπήσω, αλλά θα σας δώσω τον θάνατον του Αρριανού προθυμότατα». Τότε ο πρεσβύτερος των προτεκτόρων, την κλήσιν Θεότυχος, απεκρίνατο· «Ο Θεός ο αληθινός, τον οποίον προσκυνούμεν και δια τον οποίον λαμβάνομεν θάνατον, να σου δώση την πρέπουσαν αντάμειψιν της αγάπης αυτής, την οποίαν μας έδειξες· πλην και ταύτην την χάριν παρακαλώ να μου κ΄μη η βασιλεία σου· τα πράγματά μου όλα ν΄ αφήσης να διαμοιρασθώσιν εις δύο μέρη, το εν να δοθή εις τα βασίλεια και το άλλο να διαμοιρασθή εις χήρας και ορφανά». Ταύτα λέγοντος του Θεοτύχου, είπον προς αυτόν οι επίλοιποι· «Ας αφήσωμεν, αδελφοί, άπαντα εις την άνω Πρόνοιαν και Αυτός ο Θεός θέλει οικονομήσει ως βούλεται· ημείς δε ας φροντίσωμεν δια το τέλος μας». Τότε ο βασιλεύς ίστατο συλλογιζόμενος και θαυμάζων επί ώραν πολλήν την προθυμίαν, την οποίαν είχον δια τον θάνατον. Ο δε Αρριανός, βλέπων τον βασιλέα συλλογιζόμενον, εφοβήθη μήπως μεταβάλη γνώμην και δεν τους θανατώση· όθεν λέγει προς αυτόν· «Μη σε πλανά ο διάβολος και έχης ελπίδα τινά από εμάς, διότι ημείς δεν μεταβάλλομεν γνώμην, έστω και αν μας έδιδες μυρίους θανάτους». Όθεν ο τύραννος βλέπων την στερεάν των γνώμην απηλπίσθη τελείως και δίδει κατ΄ αυτών την τελευταίαν απόφασιν, να τους βάλουν εις σάκκους έκαστον χωριστά και να γεμίσουν τους σάκκους με άμμον, έπειτα να τους ρίψουν εις το πέλαγος· τούτου δε ούτω γενομένου επληρώθη η προφητεία του Αγίου Φιλήμονος.                                                                                        
Αλλά και πάλιν άλλο θαυματούργημα έγινε τότε· καθώς δηλαδή τους έρριψαν οι στρατιώται εις την θάλασσαν, εφάνη θηριόψαρον μέγα πολύ και θαυμάσιον, ομοιάζον με δελφίνα· ούτος εσήκωσε και τους πέντε σάκκους εις την ράχιν του με τρόπον θαυμάσιον και τρέχων ως ταχύπλοον πλοίον, τους επήγεν εις την Αλεξάνδρειαν, εκεί δε εις τον αιγιαλόν ανέμενον οι παίδες του Αρριανού, καθώς εκείνος τους προσέταξεν, οίτινες ιδόντες τον δελφίνα εξεπλάγησαν και δια το μέγεθος το οποίον είχε και διότι ίσταντο επάνω αυτού οι σάκκοι με τόσην ασφάλειαν και δεν εγλύστρων να πέσωσιν εις την θάλασσαν· έτι δε ενθυμούμενοι, ότι ο αυθέντης των Αρριανός τούς είπε μόνον δια το ιδικόν του Λείψανον, αυτά δε ήσαν πέντε, διηπόρουν θαυμάζοντες. Τότε ακούουν φωνήν εκ Θεού ήτις τους λέγει· «Λάβετε το Λείψανον του αυθέντου σας και τα άλλα τέσσαρα των Προτεκτόρων και βάλετε αυτά ομού με τα Λείψανα των Αγίων μου Ασκλά και Λεωνίδους». Τότε ο δελφίν πλησιάσας απέθεσε μετά σεβασμού τους σάκκους εις τον αίγιαλόν και επέστρεψε πλέων οπίσω εις το πέλαγος.                      
Λαβόντες οι δούλοι τα άγια Λείψανα έβαλαν αυτά εις λέμβον και έπλεον και έπλεον τον ποταμόν επί τρία ημερονύκτια· όταν δε ήσαν εις την μητρόπολιν των Αντινοϊτών, εις την οποίαν ήτο θέλημα Θεού να μείνουν τα άγια Λείψανα, εστάθη η λέμβος με γεμάτα ιστία και δεν εσάλευε τελείως· οι δε σύντροφοι όλοι εκοιμώντο. Τότε ήλθε φωνή τις λέγουσα δις· «Θεοδοτίων (ούτω ωνομάζετο ο κυβερνήτης του πλοίου), εδώ είναι θέλημα του Θεού να μείνουν τα Λείψανα». Έξυπνος δε γενόμενος ο Θεοδοτίων και βλέπων την λέμβον ως δεδεμένην, εξήλθεν έξω και φθάσας εις την πόλιν, ανήγγειλε την υπόθεσιν· οι δε εγχώριοι έδραμον λαμπαδηφόροι με θυμιάματα ψάλλοντες και υμνολογούντες τον Κύριον· και ούτω λαμπρώς και ευλαβώς ενεταφίασαν αυτά εις τον τόπον, τον οποίον ο Θεός ωκονόμησε και εις τον οποίον καθ΄ εκάστην γίνονται εις τους ασθενείς ιάματα και άλλα θαυμάσια, εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, του ενός και μόνου Θεού. Ω πρέπει κράτος, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.


Σάββατο 23 Απριλίου 2016

ΑΘΕΪΑ, Η ΣΙΩΠΗ ΔΙΑ ΤΗΝ ΠΙΣΤΙΝ -- Τοῦ αείμνηστου Στεργίου Σάκκου, Ὁμοτ. Καθηγητοῦ Α.Π.Θ.

Εἶναι γεγονός ὅτι ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος δέν πολυενδιαφέρεται γιά τά πνευματικά καί μάλιστα γιά τά δογματικά θέματα, πού ἀποτελοῦν τό θεμέλιο καί τήν πηγή τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί τῆς σωτηρίας. Ἡ σημερινή κουλτούρα καί γενικότερα ἡ περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα ὄχι μόνο εὐνοεῖ μιά τέτοια νοοτροπία ἀλλά καί ἐξωθεῖ σʼ αὐτήν. Ἄλλωστε τό στίγμα τοῦ «φονταμενταλισμοῦ» καί ἡ μομφή τῆς μισαλλοδοξίας συνοδεύουν ἀνεξέλεγκτα κάθε προσπάθεια γιά τήν διατήρηση τῶν παραδεδομένων ἀξιῶν, πού ἀποτελοῦν τά θεμέλια τοῦ πολιτισμοῦ καί τῆς πνευματικῆς μας οἰκοδομῆς.
Κάτω ἀπό ὅλες αὐτές τίς ἔμμεσες πιέσεις ὁ σημερινός ὀρθόδοξος χριστιανός ἀβασάνιστα ἀποδέχεται τά δελεαστικά κηρύγματα Οἰκουμενισμοῦ, αὐτοῦ τοῦ ὁδοστρωτήρα καί ἰσοπεδωτῆ τῶν δογμάτων, καί περνᾶ στά «ψιλά γράμματα» τίς δογματικές διαφορές. Ὡστόσο, εἶναι λάθος καί παράπτωμα πνευματικό νά ἀδιαφοροῦμε γιά τά δόγματα· νά τά θεωροῦμε σχολαστική ἐνασχόληση τῶν θεολόγων, ἀνούσιο καί ἐνοχλητικό πονοκέφαλο γιά μᾶς τους «ἁπλούς χριστιανούς».
Τήν θεμελιακή σημασία τοῦ δόγματος καί τήν στενή σχέση του με τήν καθημερινή μας ζωή ἐκφράζει ἡ Ἐκκλησία μας ποικιλοτρόπως, ἀκόμη καί μέ τήν διάταξη τῶν πέντε πρώτων Κυριακῶν τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, τήν ὁποία ἤδη διανύουμε.

Παρασκευή 22 Απριλίου 2016

Σχεδιασµένη ἀπό τό 1990 ἡ ἰσλαµοποίησις; -- Πρὸς τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκ κλησίας τῆς Ἑλλάδος

Μακαριώτατε  Ἅγιε Πρόεδρε, Σεβασµιώτατοι Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,

 Ὡς Ἕλληνες πολίτες, ἀναγκαζόµαστε πλέον - ἐκ τῶν πραγµάτων- νὰ σᾶς καταθέσουµε τὴ βαθειά µας ἀνησυχία καὶ ἀναστάτωση, ὅσον ἀφορᾶ τὴν συνεχιζόµενη ροὴ λαθροµεταναστῶν-προσφύγων, στὴν φτωχοποιηµένη καὶ διαλυµένη πατρίδα µας. Μετὰ τὸ κλείσιµο καὶ ἐπισήµως ὅλων τῶν συνόρωνἑλληνοσκοπιανῶν, ἑλληνοαλβανικῶν, ἑλληνο- βουλγαρικῶνεἰς βάρος µας, ἀντιλαµβανόµαστε ὅτι κάτι πολὺ σοβαρὸ καὶ ὕποπτο παίζεται µπροστὰ στὰ µάτια µας καὶ ἐθελοτυφλοῦµε. Ἀλλὰ γιατί ἔκλεισαν τὰ σύνορα οἱ «καλοί» µας φίλοι καὶ Εὐρωπαῖοι ἑταῖροι; ∆ὲν σᾶς προβληµατίζει αὐτό; Μήπως γιὰ νὰ ἐγκλωβιστοῦν τελικὰ αὐτοὶ οἱ λαθροµετανάστες-πρόσφυγες καὶ νὰ παραµείνουν διὰ παντὸς ἐδῶ; Καὶ ἀφοῦ ἔκλεισαν τὰ σύνορα ὁριστικὰ πλέον, γιατί κυβέρνηση συνεχίζει καὶ δέχεται κι ἄλλους κι ἄλλους κι ἄλλους; Μὰ αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι δὲν θέλουν νὰ µείνουν στὴν πατρίδα µας, γιατί σῴνει καὶ καλὰ νὰ γεµίσει πατρίδα µας λαθροµετανάστες- πρόσφυγες, ἴσως καὶ τζιχαντιστὲς καὶ τροµοκράτες, ὅπως δήλωσαν καὶ οἱ ὑπουργοὶ ἐξωτερικῶν τῶν Σκοπίων καὶ Σλοβακίας; Ἀφοῦ ἔκλεισαν τὰ σύνορα ὁριστικῶς, γιατί ἡ κυβέρνηση δὲν τοὺς ἐπιστρέφει πίσω; Μήπως παίζει τὸ ὕποπτο παιχνίδι τῶν σκοτεινῶν κέντρων ἀποφάσεων, εἰς βάρος τοῦ Ἑλληνισµοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας, µὲ ἀπώτερο σκοπὸ τὴν ἰσλαµοποίηση τῆς Ἑλλάδος; 
Μακαριώτατε καὶ Σεβασµιώτατοι Ἀρχιερεῖς. Ἡ Ἑλλάδα εἶναι πλέον µία φτωχοποιηµένη καὶ διαλυµένη οἰκονοµικῶς Χώρα καὶ µᾶς γεµίζουν µὲ λαθροµετανάστες-πρόσφυγες καὶ µάλιστα µουσουλµανικοῦ θρησκεύµατος. ∆ὲν ἀνησυχεῖτε, δὲν προβληµατίζεστε, γιατί ὅλοι αὐτοὶ ἔρχονται ἐδῶ καὶ δὲν πηγαίνουν σὲ ὁµόθρησκες καὶ πάµπλουτες χῶρες, ὅπως ἡ Σαουδικὴ Ἀραβία, τὸ Κατάρ, τὸ Μπαχρέϊν ἢ τὸ Κουβέϊτ; Ἐµεῖς πιστεύουµε ἀκράδαντα πλέον, µετὰ καὶ τὸ κλείσιµο ὅλων τῶν συνόρων, πὼς συντελεῖται ἕνα ὀργανωµένο σχέδιο ἀποχριστιανοποίησης καὶ ἀφελληνισµοῦ τῆς πατρίδας µας. Τὸ σύνθηµα τὸ ἔδωσε, ὅπως γνωρίζετε πολὺ καλά, ὁ ἀλήστου µνήµης ἀνθέλληνας καὶ µισέλληνας ὑπουργὸς ἐξωτερικῶν τῶν ΗΠΑ, ὁ περιβόητος Χένρι Κίσινγκερ, πρὶν ἀπὸ ἀρκετὰ χρόνια, λέγοντας χαρακτηριστικά, ὅτι οἱ Ἕλληνες ἐπειδὴ εἶναι ἕνας ἀτίθασος λαός, πρέπει νὰ τὸν χτυπήσουµε στὶς ρίζες του, δηλαδὴ στὴν ἱστορία του, στὴ γλώσσα του, στὴν παιδεία του καὶ τέλος στὴ θρησκεία του! Τὰ τρία πρῶτα σχεδὸν τὰ κατάφερε µὲ ἐντολοδόχους τοὺς δικούς µας κυβερνῶντες, ἐνῷ µένει τὸ χτύπηµα τῆς θρησκείας µας. Ἐπίσης θὰ θυµᾶστε προφανῶς, τί εἶχε δηλώσει στὰ τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ1990 καὶ ὁ Τοῦρκος πρωθυπουργός, Τουργκοὺτ Ὀζάλ. Εἶχε δηλώσει : «∆ὲν χρειάζεται νὰ κάνουµε πόλεµο µὲ τὴν Ἑλλάδα, γιὰ νὰ τὴν κατακτήσουµε. Ἁπλῶς θὰ τοὺς στείλουµε µερικὰ ἑκατοµµύρια Μουσουλµάνους»!!! Ὅλος αὐτὸς ὁ διασυρµὸς καὶ ἐξευτελισµὸς τῆς ἔνδοξης πατρίδας µας καὶ τῆς ἔνδοξης ἱστορίας µας, δὲν σᾶς συγκινεῖ, δὲν σᾶς ἀγανακτεῖ, δὲν σᾶς ἐξοργίζει; Ἡ ἐπιχειρούµενη πληθυσµιακὴ ἀλλοίωση τῆς Ἑλλάδας, δὲν σᾶς τροµάζει; Ὁ πρωθυπουργὸς τῆς Τσεχίας πρὶν λίγο καιρὸ τὸ εἶπε ξεκάθαρα. Αὐτὸ ποὺ γίνεται µὲ τοὺς λαθροµετανάστες-πρόσφυγες Μουσουλµάνους εἶναι µία ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΗ ΕΙΣΒΟΛΗ! Οἱ Εὐρωπαῖοι προστατεύουν τὴν πατρίδα τους- καὶ καλὰ κάνουν, ἔτσι πρέπει -κλείνοντας τὰ σύνορα καὶ ἐµεῖς καθόµαστε θεατὲς σὲ αὐτὸ τὸ ὀργανωµένο ἔγκληµα; Θὰ ἀφήσουµε τὴ Χώρα ἕρµαιο σὲ κάθε ἀνορθόδοξη καὶ ἐγκληµατικὴ πολιτικὴ τῶν ἀνοιχτῶν συνόρων; Αὐτὴ ἡ τακτική τῆς κυβέρνησης εἶναι ἐθνικὰ ἐπικίνδυνη καὶ ὡς ἐκ τούτου ἰσοδυναµεῖ µὲ ΕΘΝΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ καὶ ΕΘΝΙΚΗ ΠΡΟ∆ΟΣΙΑ!!! Μακαριώτατε καὶ Σεβασµιώτατοι Ἀρχιερεῖς, ζητοῦµε ἀπὸ ἐσᾶς νὰ ἀνορθώσετε τὸ ἀνάστηµά σας καὶ νὰ ὑπερασπισθεῖτε τὰ τῆς πατρίδος καὶ νὰ ἀναλάβετε τὶς εὐθύνες σας ὡς Ἕλληνες πολίτες. Χρειάζεται ἐκ µέρους σας σθεναρὴ ἀντίσταση, ὥστε νὰ ἀκολουθήσει καὶ ὁ λαός. Ἡ Χώρα βρίσκεται σχεδὸν σὲ κατάσταση ἔκτακτης ἀνάγκης. Σᾶς ἐνθαρρύνουµε νὰ ἔρθετε σὲ ἐπαφὴ µὲ σοβαροὺς καὶ πατριῶτες συνταγµατολόγους καὶ διεθνολόγους γιὰ τὰ ἐθνικά µας δίκαια καὶ τὴν παραβίαση τῶν συνόρων µας. Τέλος, σᾶς παρακαλοῦµε ἐκτάκτως στὴν ἑπόµενη συνεδρίαση τῆς Ἱεραρχίας νὰ συζητηθεῖ αὐτὴ ἡ παρέµβασή µας. Μετὰ βαθυτάτου σεβασµοῦ

Συντονιστικὴ Ἐπιτροπὴ Ὀρθοδόξων Πολιτῶν Ἠµαθίας



Κοινοποίηση πρὸς ὅλους τοὺς Ἁγίους Ἀρχιερεῖς.