Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2022

Τη ΙΖ΄ (17η) Ιανουαρίου, μνήμη του Αγίου Νεομάρτυρος ΓΕΩΡΓΙΟΥ του εξ Ιωαννίνων αθλήσαντος εν έτει αωλη΄ (1838).

Γεώργιος ο ευλογημένος νέος αθλητής και Μάρτυς του Χριστού, το καύχημα των Ιωαννίνων και ο ποταμός των θαυμάτων, η πτώσις των απίστων και η ανάστασις των πιστών, εγεννήθη το αωι΄ (1810) εις εν χωρίον της επαρχίας Γρεβενών, Τσούρχλι ονομαζόμενον, (Το χωρίον τούτο έχει μετονομασθή σήμερον εις Άγιον Γεώργιον). Οι γονείς του ήσαν πάμπτωχοι, Κωνσταντίνος και Βασίλω ονομαζόμενοι, εργαζόμενοι την γεωργικήν τέχνην. Ότε δε ο Άγιος ήτο εις ηλικίαν οκτώ ετών έμεινεν ορφανός από γονείς· όθεν έμεινεν υπό την προστασίαν του αδελφού του και της αδελφής του. Επειδή όμως ηκολούθησαν τότε πολλαί ανωμαλίαι εις την Ήπειρον και πολλοί Αλβανοί και άλλα στρατεύματα περιέτρεχον αυτήν, προσεκολλήθη και ούτος ο ευλογημένος εις τινας Αγάδες υπομίσθιος.

Τη ΙΖ΄ (17η) Ιανουαρίου, ο Όσιος ΑΧΙΛΛΑΣ εν ειρήνη τελειούται.

Αχιλλάς ο Όσιος πατήρ ημών ήτο αναχωρητής και ησκήτευεν εις την έρημον της Αιγύπτου, γράφει δε περί τούτου ο Ευεργετινός, ότι επήγε ποτέ εις τον Αββάν Ησαϊαν και εύρεν αυτόν τρώγοντα και έχοντα εις το πινάκιον άλας και ύδωρ. Ο δε Ησαϊας, ιδών τον Όσιον Αχιλλάν, έκρυψε κατ’ οικονομίαν το πινάκιον οπίσω του κοφινίου το οποίον έπλεκε, δια να μη σκανδαλίση αυτόν, επειδή δεν υπήρχε τοιαύτη συνήθεια εις την Σκήτην. Ο δε Αχιλλάς, βλέπων αυτόν τρώγοντα και ουδέν ενώπιον αυτού έχοντα, ηρώτησεν αυτόν τι έτρωγεν. Ο δε Ησαϊας απεκρίθη· «Συγχώρησόν μοι, Αββά, ότι έκοπτον θαλλία φοινίκων εις το καύμα, όθεν έβαλον εις το στόμα μου άρτον ξηρόν και δεν κατέβαινεν, επειδή εξηράνθη από το καύμα ο φάρυγξ μου, δια τούτο ηναγκάσθην να βάλω ύδωρ και άλας, ίνα βρέξω εις αυτά τον άρτον μου και δυνηθώ να τον φάγω».

Τη ΙΖ΄ (17η) Ιανουαρίου, μνήμη του ευσεβούς βασιλέως ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ του Μεγάλου.

Θεοδόσιος ο Μέγας, ο ευσεβέστατος και αοίδιμος ούτος βασιλεύς, εγεννήθη εις την Ισπανίαν, περιφανής ων κατά το γένος και κατά την ανδρείαν περιφημότατος. Αναδειχθείς δε στρατηγός υπό του βασιλέως Γρατιανού του υιού Ουαλεντινιανού, ύστερον εχειροτονήθη υπό του ιδίου βασιλεύς εις το Σίρμιον, τη δεκάτη έκτη Ιανουαρίου εν έτει τοθ΄ (379). Ανελθών εις τον θρόνον ο Θεοδόσιος επέδειξεν ιδιαιτέραν μέριμναν υπέρ της κατισχύσεως της Ορθοδοξίας, ευθύς δε από της πρώτης στιγμής της βασιλείας του τον μεν αρειανόν Πατριάρχην Δημόφιλον εξώρισεν, ανεβίβασε δε εις τον πατριαρχικόν θρόνον τον Μέγαν Γρηγόριον τον Θεολόγον. Αλλά και εις τα πολιτικά εχρημάτισε άριστος αυτοκράτωρ, ως λέγει ο Μελέτιος.

Τη ΙΖ΄ (17η) Ιανουαρίου, ο Όσιος και θεοφόρος πατήρ ημών ΑΝΤΩΝΙΟΣ ο Νέος και Θαυματουργός, ο εν τη σκήτη της Βεροίας ασκήσας, εν ειρήνη τελειούται.

Αντώνιος ο Όσιος πατήρ ημών ο Νέος κατήγετο από την Βέροιαν της Μακεδονίας, γεννηθείς δε από γονείς εναρέτους και ευτυχείς, ανετράφη ελευθέρως και ωδηγήθη υπ’ αυτών εις αρετήν· προτού δε ακόμη να διέλθη την παιδικήν ηλικίαν, ετρώθη ο αοίδιμος υπό θείου έρωτος. Όθεν αφήσας πάσαν τρυφήν και ματαιότητα της ζωής ταύτης, επήγεν εις το Μοναστήριον, το ευρισκόμενον εις τόπον Περαίαν καλούμενον, του εκείσε τρέχοντος ποταμού, το οποίον Μοναστήριον κατ’ εκείνον τον καιρόν ήκμαζεν από πλήθος Μοναχών και από εργασίαν αρετής. Εκεί λοιπόν αποταξάμενος όλα τα του βίου πράγματα και ενδυθείς το σχήμα των Μοναχών, εποίει αόκνως πάσαν υπηρεσίαν, την οποίαν προσετάττετο, γενόμενος εις όλους τους αδελφούς κανών και παράδειγμα της αρετής. Επειδή δε επεθύμησεν ο Όσιος ν’ αποκτήση υψηλοτέραν ζωήν, παρεκάλεσε τον Ηγούμενον και άφησεν αυτόν να υπάγη εις το εκεί πλησίον όρος δια να ζήση ησύχως και αναχωρητικώς.

Τη ΙΖ΄ (17η) Ιανουαρίου, μνήμη του Οσίου και Θεοφόρου Πατρός ημών ΑΝΤΩΝΙΟΥ του Μεγάλου.

Αντώνιος ο Μέγας Πατήρ ημών εγεννήθη εν Αιγύπτω κατά τας ημέρας του ασεβεστάτου Δεκίου εν έτει σαν΄ (251). Οι γονείς του ήσαν Χριστιανοί και ανέθρεψαν αυτόν ευσεβώς, πλην όμως γράμματα δεν ηθέλησε να μάθη, διότι ήτο εκ φύσεως απονήρευτος και δεν επεθύμει να συναναστρέφεται με άλλους παίδας ούτε να έχη φροντίδα και σύγχυσιν. Είχε δε πόθον να πηγαίνη τακτικά με τους γονείς αυτού εις την Εκκλησίαν, όπου ηκροάζετο με προσοχήν τα ιερά αναγνώσματα φυλάττων νουνεχώς εις την καρδίαν αυτού την εκ τούτων ωφέλειαν. Ποτέ δεν εζήτησε καλά φαγητά ή ωραία ενδύματα ή άλλα θελήματα άκαιρα κατά την των νέων συνήθειαν, αλλ’ επορεύετο ως ήθελεν εύρει εις τον οίκον των. Μετά τον θάνατον των γονέων αυτού έμεινε με την αδελφήν του και εφρόντιζε τας υπηρεσίας της οικίας εις όλα με την εμπρέπουσαν επιμέλειαν. Ήτο δε τότε χρόνων δέκα οκτώ ή και είκοσι και ποτέ δεν έλειπεν από την ακολουθίαν, πάντοτε δε διελογίζετο τα κατορθώματα των Αγίων, πως αφήκαν όλον τον βίον των και ηκολούθησαν τον Χριστόν, Απόστολοι, Μάρτυρες και οι λοιποί άπαντες. Ταύτα ενθυμούμενος εισήλθε ποτε εις την Εκκλησίαν και ήκουσε τον λόγον, τον οποίον είπεν ο Κύριος εις τον πλούσιον εκείνον·