Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2018

Τη Α΄ (1η) του μηνός Ιανουαρίου την κατά σάρκα ΠΕΡΙΤΟΜΗΝ του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ εορτάζομεν.

Περιτομήν την κατά Σάρκα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού εορτάζομεν σήμερον, αδελφοί, την οποίαν κατεδέχθη να λάβη φιλανθρώπως κατά την προσταγήν του παλαιού Νόμου, ίνα αντί της χειροποιήτου και σαρκικής Περιτομής αντεισάξη εις ημάς την αχειροποίητον και πνευματικήν Περιτομήν, ήτοι το άγιον Βάπτισμα. Ταύτην, την του Κυρίου Περιτομήν, παρελάβομεν ημείς οι Χριστιανοί παρά των Αγίων Πατέρων να πανηγυρίζωμεν κατ’ έτος, ως και την πανηγυρίζομεν, λογιζόμενοι ταύτην ως μίαν των Δεσποτικών εορτών δια τον ημάς τιμήσαντα Κύριον δια μέσου αυτής.

Tη ΛΑ΄ (31η) Δεκεμβρίου, Ο Όσιος ΓΕΛΑΣΙΟΣ εν ειρήνη τελειούται.

Καταχωρίζομεν ενταύθα το κατόρθωμα, το οποίον εποίησεν ο Αββάς ούτος Γελάσιος, ως δηλωτικόν της άκρας προσπαθείας του και το οποίον αναφέρει ο «Ευεργετινός» (ημετέρα έκδοσις Ε΄, Τόμ. Β΄ υπόθ. ΛΗ΄, σελ. 346, Διδ. 10). Είναι δε τούτο το εξής: Ο Όσιος ούτος είχεν εν βιβλίον περιέχον την Παλαιάν και την Καινήν Διαθήκην, το οποίον είχεν εναποθέσει εις την Εκκλησίαν δια να το αναγινώσκουν οι αδελφοί, είχε δε τούτο αξίαν 18 νομισμάτων.

Tη ΛΑ΄ (31η) Δεκεμβρίου, μνήμη του Αγίου ΖΩΤΙΚΟΥ του Ορφανοτρόφου.

Ζωτικός ο εν Αγίοις Πατήρ ημών ήτο κατά τους χρόνους του μεγάλου Κωνσταντίνου του βασιλεύσαντος κατά τα έτη τστ΄- τλζ΄ (306-337), καταγόμενος από την παλαιάν Ρώμην, γεννηθείς από γένος έντιμον και λαμπρόν και παιδευθείς με πάσαν σοφίαν εκ νεαράς ηλικίας του. Επειδή δε ήτο αγχίνους και φρόνιμος, κληθείς υπό του Μεγάλου Κωνσταντίνου του βασιλέως ήλθεν εις Κωνσταντινούπολιν και ετιμήθη παρ’ εκείνου με την αξίαν του μαγιστριανού. Κατά την εποχήν εκείνην ομού με τον Άγιον τούτον Ζωτικόν ήλθον από την Ρώμην εις την Κωνσταντινούπολιν και άλλοι τινές άρχοντες κληθέντες υπό του Μεγάλου Κωνσταντίνου, μεταξύ δε τούτων ήσαν ο λεγόμενος μαγιστριανός των αρμάτων,

Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2018

Tη ΛΑ΄ (31η) Δεκεμβρίου, μνήμη της Οσίας ΜΕΛΑΝΗΣ της Ρωμαίας.

Μελάνη η μακαρία μήτηρ ημών η σήμερον εορταζομένη ήτο γέννημα και θρέμμα της περιφήμου μεγαλοπόλεως Ρώμης, εις την οποίαν εγεννήθη κατά το έτος τπγ΄ (383), καταγομένη από γένος περιφανέστατον. Οι γονείς της ήσαν οι πρώτοι της βουλής και από όλους τους άρχοντας πλουσιώτεροι, ευσεβείς και αυτοί και ενάρετοι. Όταν δε έφθασεν η κόρη εις ηλικίαν νόμιμον και οι γονείς της εβούλοντο να την υπανδρεύσουν, τους παρεκάλεσε να μη της αναφέρουν πλέον υπόθεσιν γάμων. Αυτοί όμως είχον πόθον να κάμουν απόγονον, δια να κληρονομήση τον πλούτον των. Όθεν και μη θέλουσαν την υπάνδρευσαν, όταν ήτο εις το δέκατον τέταρτον έτος της ηλικίας της.

Τη Λ΄ (30η) Δεκεμβρίου, μνήμη του Αγίου Οσιομάρτυρος ΓΕΔΕΩΝ του Νέου.

Γεδεών ο νεοφανής αστήρ του νοητού στερεώματος και νέος Οσιομάρτυς κατήγετο από το χωρίον Κάπουρνα της επαρχίας της Δημητριάδος, κείμενον πλησίον της Μακρυνίτσας, κωμοπόλεως της ιδίας Δημητριάδος, γεννηθείς από γονείς ευσεβείς και Ορθοδόξους. Και ο μεν πατήρ του ωνομάζετο Αυγερινός, η δε μήτηρ του Κυράτζα, είχε δε και άλλους τρεις αδελφούς κατά σάρκα και τέσσαρας αδελφάς, αλλ΄ αυτός ήτο ο πρωτότοκος των άλλων, ονομαζόμενος Νικόλαος. Επειδή δε ο πατήρ του Αγίου περιέπεσεν εις δυστυχίαν λόγω της βαρείας φορολογίας, και δεν ηδύνατο να εξοικονομήση τα προς το ζην αναγκαία εις την πατρίδα του Κάπουρνα, αναχωρήσας εκείθεν κατώκησεν εις εν χωρίον ονομαζόμενον Γιερμή με όλην την οικογένειάν του, φέρων ομού και τον Άγιον, δώδεκα χρόνων ηλικίαν έχοντα τότε.

Τη Λ΄ (30η) Δεκεμβρίου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΦΙΛΕΤΑΙΡΟΥ.

Φιλεταίρος ο Άγιος Μάρτυς ήτο κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού του βασιλεύσαντος κατά τα έτη σπδ΄ - τε΄ (284 – 305). Τότε ελθόντος του βασιλέως εις Νικομήδειαν, ειδωλολάτραι τινές επρόδωσαν εις αυτόν τον Άγιον. Ο δε βασιλεύς έστειλεν ευθύς και τον έφεραν έμπροσθεν εις το βασιλικόν του κριτήριον, και βλέπων αυτόν εξεπλάγη εκ μόνης της θεωρίας του, διότι ήτο ο Φιλεταίρος μεγαλόσωμος και ωραίος, αι δε τρίχες της κεφαλής και των γενείων του ήσαν λαμπραί και στίλβουσαι σχεδόν υπέρ τον χρυσόν· όθεν ως εκ του θαυμασμού του θεόν αυτόν ωνόμασεν ο Διοκλητιανός και όχι άνθρωπον.

Τη Λ΄ (30η) Δεκεμβρίου, μνήμη της Οσίας ΘΕΟΔΩΡΑΣ της από Καισαρίδος.

Θεοδώρα η Οσία ήτο κατά τους χρόνους Λέοντος Γ΄ του Ισαύρου του πατρός Κωνσταντίνου του Κοπρωνύμου, του βασιλεύσαντος κατά τα έτη ψιζ΄ - ψμα΄ (717 – 741), καταγομένη από γένος λαμπρόν και περιφανές, θυγάτηρ πατρός μεν Θεοφίλου, πατρικίου το αξίωμα, μητρός δε Θεοδώρας. Η μήτηρ της δε αύτη επί πολλά έτη ούσα στείρα και περίλυπος δια την στείρωσιν, παρεκάλει τον Θεόν και την Υπεραγίαν Θεοτόκον να της χαρίση τέκνον, εισήκουσε δε ο Θεός τής δεήσεώς της και έδωκεν εις αυτήν την χάριν, την οποίαν εζήτει, δια της Αγίας Άννης της μητρός της Θεοτόκου.

Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2018

Τη Λ΄ (30η) Δεκεμβρίου, μνήμη της Αγίας Οσιομάρτυρος ΑΝΥΣΙΑΣ της εν Θεσσαλονίκη.

Ανυσία η Αγία του Χριστού Οσιομάρτυς ήκμασε κατά τους χρόνους Μαξιμιανού του βασιλεύσαντος κατά τα έτη 286 – 305 καταγομένη εκ Θεσσαλονίκης, θυγάτηρ γονέων ευσεβών και πολύ πλουσίων, μετά τον θάνατον των οποίων έζη η Αγία κατ’ ιδίαν ησυχάζουσα και ευαρεστούσα τον Θεόν δια της πληρώσεως των θείων εντολών.

Τη ΚΘ’ (29η) Δεκεμβρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΘΑΔΔΑΙΟΥ του Ομολογητού.

Θαδδαίος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών πρότερον μεν ήτο δούλος του Οσίου Πατρός ημών Θεοδώρου, του λαβόντος δια βασιλικής εξουσίας το Μοναστήριον του Στουδίου και ποιήσαντος αυτό Κοινόβιον, ύστερον δε ηλευθερώθη από της δουλείας και κουρεύσας τας τρίχας της κεφαλής εν τη Μονή του Στουδίου, έγινε Μοναχός. Έκτοτε, μεταχειριζόμενος πολιτείαν θεάρεστον, ηγαπήθη παρ΄ όλων, εσχόλαζεν εις νηστείας και αγρυπνίας πολλάς, ήτο εγκρατής εις τας ομιλίας, είχε προσοχήν εις τους θείους λόγους, μετεχειρίζετο χαμευνίαν, υπακοήν υπερβάλλουσαν και ακτημοσύνην μεγάλην, διότι ουδέν έτερον ο τρισμακάριος εκέκτητο ειμή μόνον εκείνα τα ενδύματα τα οποία εφόρει.

Τη ΚΘ’ (29η) Δεκεμβρίου, ο Όσιος Πατήρ ημών ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ, Ηγούμενος της Μονής των Ακοιμήτων, εν ειρήνη τελειούται.

Μάρκελλος ο θείος και θαυμάσιος Πατήρ ημών ήκμασε κατά το δεύτερον ήμυσι του Ε΄ μετά Χριστόν αιώνος. Πατρίς του ήτο η Απάμεια της Συρίας, η παρά τον Ορόντην, εις την οποίαν εγεννήθη από γονείς πλουσίους και ευγενείς, έμεινε δε ορφανός από πατέρα εκ νεαράς ηλικίας. Όμως δεν έκλινεν εις ατόπους ηδονάς, ούτε εξώδευε τον πατρικόν πλούτον εις σαρκικάς επιθυμίας, καθώς έχουν οι νέοι συνήθειαν. Αλλά πρώτον μεν απήλθεν εις Αντιόχειαν να μάθη γράμματα και επιτυχών εμπείρου και μαθηματικού διδασκάλου, έμαθεν εις ολίγον καιρόν την έξω παιδείαν όχι δια να έχη εις αυτήν το τέλος του, αλλά δια ν’ απολαύση δι’ αυτής την του Θεού σοφίαν την ψυχωφελή και σωτήριον.

Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2018

Τη ΚΘ’ (29η) Δεκεμβρίου, μνήμη των Αγίων ΝΗΠΙΩΝ των υπό Ηρώδου αναιρεθέντων, χιλιάδων όντων δεκατεσσάρων.

Τα Άγια ταύτα Νήπια εθανατώθηκαν υπό του Ηρώδου, ότε ούτος διεπίστωσεν ότι τον ενέπαιξαν οι Μάγοι, εις τους οποίους παρήγγειλε να επιστρέψωσι και να του αναγγείλωσι τα περί του γεννηθέντος Βασιλέως, τον οποίον εμήνυεν εις αυτούς ο Αστήρ, τον οποίον ηκολούθουν, ίνα και αυτός υπάγη να τον προσκυνήση. Επειδή λοιπόν οι Μάγοι δεν επέστρεψαν εις τον Ηρώδην, καθώς προσέταξεν αυτούς ο Άγγελος, αλλά δι’ άλλης οδού επανήλθον εις την χώραν των, τότε βλέπων ο Ηρώδης ότι ενεπαίχθη υπό των Μάγων, ωργίσθη και επικράνθη πολύ.

Τη ΚΗ΄ (28η) Δεκεμβρίου, ο Όσιος ΣΙΜΩΝ ο Μυροβλύτης, ο κτίτωρ της εν τω Άθω Ιεράς Μονής Σιμωνοπέτρας, εν ειρήνη τελειούται.

Σίμων ο Όσιος Πατήρ ημών πατρίδα ή γονείς ή αδελφούς επί γης ποίους είχε δεν γνωρίζομεν. Εις ουρανούς δε πάντως πατρίδα μεν έχει την πόλιν του Θεού, την χώραν των Αγγέλων, την άνω Ιερουσαλήμ, Πατέρα τον Θεόν, μητέρα δε την Αγίαν Εκκλησίαν, πρότερον μεν την Αγωνιζομένην (την επί γης), εις ην και ανεγεννήθη, νυν δε την εν ουρανώ Θριαμβεύουσαν, την υπό του Αποστόλου καλουμένην «των Πρωτοτόκων» (Εβρ. ιβ: 23), της οποίας υιός γενόμενος έχει επομένως και αδελφούς όλους τους Αγγέλους και Μάρτυρας και Οσίους.

Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2018

Τη ΚΗ΄ (28η) Δεκεμβρίου, μνήμη των Αγίων ΔΙΣΜΥΡΙΩΝ, ήτοι είκοσι χιλιάδων, ΜΑΡΤΥΡΩΝ, των εν Νικομηδεία καέντων.

Δισμύριοι όντες τον αριθμόν οι Άγιοι ούτοι Μάρτυρες έλαβον τον στέφανον του Μαρτυρίου κατά το δεύτερον έτος της βασιλείας του ασεβούς Μαξιμιανού, του βασιλεύσαντος κατά τα έτη σπστ΄- τε΄ (286- 305). Τότε επιστρέφων ούτος νικητής από τον κατά των Αιθιόπων πόλεμον, ηθέλησε να θυσιάση εις τα είδωλα δια την νίκην αυτήν· επέμφθησαν λοιπόν από αυτόν γράμματα πανταχού παρακινητικά δια να έλθωσιν όλοι εις την Νικομήδειαν και να προσκυνήσωσι τους θεούς του.

Τη ΚΖ’ (27η) Δεκεμβρίου, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος ΜΑΥΡΙΚΙΟΥ και των συν αυτώ ΕΒΔΟΜΗΚΟΝΤΑ Μαρτύρων.

Μαυρίκιος ο ένδοξος Ιερομάρτυς του Χριστού και οι συν αυτώ μαρτυρήσαντες Άγιοι Εβδομήκοντα Μάρτυρες ήσαν κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμιανού του βασιλεύσαντος κατά τα έτη (296-305), καταγόμενοι μεν από την πόλιν Απάμειαν, ήτις κείται εις την Προποντίδα, στρατιώται δε υπάρχοντες βασιλικοί κατά το επάγγελμα. Όταν λοιπόν διήλθε δια της πόλεως εκείνης ο βασιλεύς διεβλήθησαν εις αυτόν οι Άγιοι ούτοι ως Χριστιανοί· όθεν συλληφθέντες ωδηγήθησαν εις αυτόν και επειδή ωμολόγησαν παρρησία ότι είναι Χριστιανοί, τους αφήρεσαν τας στρατιωτικάς ζώνας, τας οποίας εφόρουν και τους έκλεισαν εις την φυλακήν.

Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2018

Τη ΚΖ’ (27η) Δεκεμβρίου, ο εν Αγίοις Πατήρ ημών ΘΕΟΔΩΡΟΣ ο Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως εν ειρήνη τελειούται.

Θεόδωρος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών ούτος ήτο γέννημα και θρέμμα της Κωνσταντινουπόλεως, ζήσας κατά τους χρόνους του βασιλέως Κωνσταντίνου Δ΄ του Πωγωνάτου, του βασιλεύσαντος κατά τα έτη χξη΄ - χπε΄(668- 685), δια δε την πολλήν αυτού ευλάβειαν και αρετήν εχειροτονήθη Πρεσβύτερος της αγιωτάτης Μεγάλης Εκκλησίας, γενόμενος έπειτα σύγκελλος και σκευοφύλαξ.

Τη ΚΖ’ (27η) Δεκεμβρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΘΕΟΔΩΡΟΥ του Γραπτού, αδελφού Θεοφάνους του Ποιητού και Γραπτού.

Θεόδωρος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών, ο Γραπτός, ομού με τον αδελφόν του Θεοφάνη (τον εορταζόμενον ιδίως κατά την ενδεκάτην Οκτωβρίου), ήσαν κατά τους χρόνους Θεοφίλου του εικονομάχου του βασιλεύσαντος κατά τα έτη ωκθ΄ - ωμβ΄(829 – 842), ότε μεγάλως ηγωνίσθησαν αμφότεροι δια την τιμήν και προσκύνησιν των αγίων Εικόνων· όθεν εδάρησαν ασπλάγχνως και κατά προσταγήν του Θεοφίλου εγράφησαν εις το μέτωπόν των με σίδηρον πεπυρωμένον οι ιαμβικοί στίχοι ούτοι:

Τη ΚΖ’ (27η) Δεκεμβρίου, μνήμη του Αγίου Αποστόλου Πρωτομάρτυρος και Αρχιδιακόνου ΣΤΕΦΑΝΟΥ.

Στέφανος ο μακάριος Πρωτομάρτυς και Αρχιδιάκονος ήτο Ιουδαίος το γένος, μαθητής ως λέγουσί τινες Γαμαλιήλ του νομοδιδασκάλου, και πρώτος των επτά Διακόνων τους οποίους κατέστησαν οι Απόστολοι εν Ιεροσολύμοις εις την των πτωχών επιμέλειαν και την εις αυτούς διανομήν των ελεημοσυνών, πλήρης πίστεως και Πνεύματος Αγίου και ποιών σημεία και τέρατα εν τω λαώ (Πραξ. στ: 8).

Τη αυτή ημέρα 26η Δεκεμβρίου, ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ, μνήμην επιτελούμεν των Αγίων και Δικαίων ΙΩΣΗΦ του Μνήστορος, ΙΑΚΩΒΟΥ του Αδελφοθέου, και ΔΑΒΙΔ του Προφήτου και Βασιλέως.

Ιωσήφ ο Δίκαιος και Μνήστωρ της Θεοτόκου ήτο υιός του Ιακώβ (Ματθ. α: 16), γαμβρός δε και επομένως υιός πάλιν (Λουκ. γ: 23) του Ηλεί (όστις και Ελιακείμ και Ιωακείμ καλείται και είναι ο της Παρθένου Μαρίας πατήρ). Ούτος κατήγετο εκ της φυλής του Ιούδα και εκ της οικογενείας του Δαβίδ, κατώκει δε εις την Ναζαρέτ. Ήτο δε ο μακάριος Ιωσήφ τέκτων την τέχνην και γέρων την ηλικίαν, ότε κατ΄ ευδοκίαν Θεού εμνηστεύθη την Παρθένον Μαρίαν, ίνα υπηρετήση αυτήν εις το μέγα μυστήριον της ενσάρκου αυτού οικονομίας. Ετελεύτησε δε, κατά την παράδοσιν των Πατέρων, μετά το 12ον έτος από της του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού Γεννήσεως.

Τη αυτή ημέρα 26η Δεκεμβρίου, μνήμη του Αγίου Νέου Ιερομάρτυρος ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΟΥ του Ρώσου, αθλήσαντος εν Κωνσταντινουπόλει κατά το αψμγ΄(1743) έτος.

Κωνστάντιος ο τρισμακάριος Ιερομάρτυς ήτο από το Χριστιανικώτατον βασίλειον των Ρώσων, είχε δε έλθει εις την Κωνσταντινούπολιν ως Ιερεύς του πρέσβεως της Ρωσίας, λόγω όμως του γενομένου τότε Ρωσοτουρκικού πολέμου οι μεν άλλοι έφυγον, αυτός δε έμεινεν εις τα μέρη της Τουρκίας και ελθών εις το Άγιον Όρος, επήγε και έμεινεν ολίγον καιρόν εις την Μεγίστην Λαύραν, από εκεί δε απήλθεν εις τα Ιεροσόλυμα και εις άλλους σεβασμίους τόπους και πάλιν επέστρεψεν εις το Άγιον Όρος, έμεινε δε και πάλιν εις την Μεγίστην Λαύραν, αναμένων να ποιήσωσιν ειρήνην τα βασίλεια.

Τη αυτή ημέρα 26η Δεκεμβρίου, ο Όσιος Πατήρ ημών ΕΥΑΡΕΣΤΟΣ εν ειρήνη τελειούται.

Ευάρεστος ο Όσιος Πατήρ ημών ήτο κατά τους χρόνους του βασιλέως Λέοντος Ε΄ του Αρμενίου του Εικονομάχου, βασιλεύσαντος κατά τα έτη ωιγ-ωκ (813-820), καταγόμενος εκ της επαρχίας Γαλατών, υιός περιφήμων γονέων. Αφ΄ ου δε ο ρηθείς Λέων εφονεύθη, διεδέχθη την βασιλείαν Μιχαήλ Β΄ ο καλούμενος Τραυλός εν έτει ωκ΄ (820). Επειδή δε και αυτός ήτο αισχρότατος και ομοιότροπος με τον προλαβόντα Λέοντα, έλαβε την προσήκουσαν τιμωρίαν.

Τη αυτή ημέρα 26η Δεκεμβρίου, ο Όσιος Πατήρ ημών ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ο εξ Ιουδαίων εν ειρήνη τελειούται.

Κωνσταντίνος ο Όσιος ήτο από τα Σύναδα (πόλιν ένδοξον της μεγάλης Φρυγίας τετιμημένην με θρόνον Μητροπολίτου και αριθμούσαν είκοσιν Επισκόπους), καταγόμενος από το γένος των Ιουδαίων. Έτι δε πολύ νέος ων, ηκολούθει την μητέρα του και βλέπων Χριστιανόν τινα, ο οποίος, όταν εχασμήθη, εσχημάτισεν εις το στόμα του τον τύπον του Τιμίου Σταυρού, έκτοτε και αυτός έπραττε το ίδιον μιμούμενος τον Χριστιανόν· όχι δε τούτο μόνον, αλλά και τα άλλα των Χριστιανών έργα και αυτός με θερμήν πίστιν εμιμείτο.

Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2018

Τη αυτή ημέρα 26η Δεκεμβρίου, μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών ΕΥΘΥΜΙΟΥ Επισκόπου Σάρδεων του Ομολογητού, ή μάλλον ειπείν, του Ιερομάρτυρος.

Ευθύμιος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών έζη κατά τους χρόνους των ευσεβών και Ορθοδόξων βασιλέων Κωνσταντίνου ΣΤ΄ (780-797) και Ειρήνης (797- 802) της μητρός αυτού, ήτο δε εκ τινος χώρας Ούζαρα λεγομένης, και ευρισκομένης εις τα όρια της Λυκαονίας, υιός Χριστιανών γονέων, οίτινες έχοντες κτήματα ίδια, αμπέλους, αγρούς, ζώα και άλλα κινητά και ακίνητα πράγματα, έζων με αυτάρκειαν. Είχον δε και άλλα τέκνα, τα οποία έβαλον εις διαφόρους τέχνας, τον δε Άγιον έδωκαν οι γονείς του εις την μάθησιν των γραμμάτων, τα οποία έμαθε καλώς εις ολίγον διάστημα, ομοίως και όλην την εκκλησιαστικήν τάξιν και Ακολουθίαν, διότι είχε νουν δεξιόν και φυσικήν επιτηδειότητα εις το μανθάνειν.

Τη ΚΕ΄ (25) Δεκεμβρίου, η ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΙΣ των ΜΑΓΩΝ.

Κατά τους χρόνους του Προφήτου Μωϋσέως εχρημάτισε μάντις τις, ονομαζόμενος Βαλαάμ, κατοικών εις την χώραν των Περσών, και εν ω εμαντεύετο και προέλεγε και άλλα πολλά, είπε και τούτο: «Θέλει ανατείλει εις Αστήρ από το γένος του Ιακώβ, και θέλει συντρίψει τους αρχηγούς του Μωάβ» (Αριθ. κδ: 17). Την προφητείαν λοιπόν ταύτην ενθυμούμενοι κατά διαδοχήν οι μάντεις και μάγοι της Περσίας, εδίδασκον αυτήν εις τους βασιλείς των Περσών· όθεν παρετήρουν πότε θα έβλεπον τοιούτον Αστέρα.

Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2018

Τη ΚΕ΄ (25) Δεκεμβρίου, η κατά Σάρκα ΓΕΝΝΗΣΙΣ του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ.

Η Γέννησις του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού ούτως εγένετο.  Βλέπων ο φιλάνθρωπος Θεός ότι το γένος των ανθρώπων ετυραννείτο υπό του διαβόλου, ευσπλαγχνίσθη, και αποστείλας τον Άγγελον αυτού Γαβριήλ διεμήνυσε δι΄ αυτού εις την Θεοτόκον το «Χαίρε κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σου»· ειπούσης δε Αυτής το «Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου», ευθύς συνελήφθη εν τη αχράντω και παρθενική μήτρα Αυτής ο Υιός και Λόγος του Θεού και Κύριος ημών Ιησούς Χριστός.

Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2018

Τη ΚΓ΄ (24η) Δεκεμβρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΝΙΚΟΛΑΟΥ του από στρατιωτών, και διήγησις ωφέλιμος.

Νικόλαος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών εγένετο στρατιώτης κατά τους χρόνους του βασιλέως Νικηφόρου του Πατρικίου του βασιλεύσαντος κατά τα έτη ωβ΄-ωια΄ (802-811). Ότε δε ο Νικηφόρος συνήθροισε στρατόν ίνα πολεμήση τους Βουλγάρους, τότε και ο Νικόλαος εξήλθε μετά των στρατευμάτων. Διερχόμενος δε εκ τινος τόπου, επειδή ήτο εσπέρα, έμεινεν εις πανδοχείον· και αφού εδείπνησε μετά του πανδοχέως, προσηυχήθη και επλάγιασεν ίνα κοιμηθή. Κατά δε τας εξ ή και επτά ώρας της νυκτός, η θυγάτηρ του πανδοχέως, τρωθείσα υπό σατανικού έρωτος, επήγεν εκεί όπου εκοιμάτο ο Όσιος και τον εκέντησε, παρακινούσα αυτόν εις αισχράν πράξιν.

Τη ΚΔ΄ (24η) Δεκεμβρίου, ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΤΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ και μνήμη της Αγίας Οσιοπαρθενομάρτυρος ΕΥΓΕΝΙΑΣ.

Ευγενία η ένδοξος Οσιοπαρθενομάρτυς ήτο κατά τους χρόνους του βασιλέως Κομμόδου του βασιλεύσαντος κατά τα έτη 180- 192. Ο πατήρ της ωνομάζετο Φίλιππος και ήτο έπαρχος Αλεξανδρείας, επιφανής και πλουσιώτατος, η δε μήτηρ της εκαλείτο Κλαυδία, είχε δε και αδελφούς δύο Αβίταν και Σέργιον καλουμένους. Ήτο δε η μακαρία Ευγενία κατά το όνομα και την ψυχήν ευγενεστάτη, εις το κάλλος ωραία και πάγκαλος και εις την πολιτείαν θαυμάσιος.

Τη ΚΓ΄ (23η) Δεκεμβρίου, μνήμη του Αγίου και Θεοφόρου Πατρός ημών ΝΑΟΥΜ του Θαυματουργού, του φωτιστού και Ιεροκήρυκος της Βουλγαρίας.

Ναούμ ο εν Αγίοις Πατήρ ημών ήκμαζε κατά τους χρόνους Μιχαήλ Γ΄ βασιλέως του Βυζαντίου, του υιού Θεοφίλου του Εικονομάχου, βασιλεύσαντος κατά τα έτη ωμβ΄ -  ωξζ΄ (842-867), ότε και οι Άγιοι Κύριλλος, Μεθόδιος και Κλήμης διέτριβον εις Βουλγαρίαν αγωνιζόμενοι εις το να φωτίσωσι, δια της Πίστεως του Χριστού και της Ορθοδοξίας, το πεπλανημένον έθνος των Βουλγάρων. Εις τούτους τους πρώτους φωτιστάς της Βουλγαρίας γενόμενος κατά πάντα ακόλουθος ο θείος ούτος Ναούμ περιήρχετο μετ΄ αυτών όλας τας πόλεις της Βουλγαρίας, κηρύττων τον λόγον της ευσεβείας, τυπτόμενος, λοιδορούμενος, θλιβόμενος και διωγμούς και μάστιγας υπομένων υπό των απίστων και εχθρών του Χριστού.

Τη ΚΓ΄ (23η) Δεκεμβρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΠΑΥΛΟΥ Αρχιεπισκόπου Νεοκαισαρείας, ενός των εν Νικαία τριακοσίων δέκα και οκτώ Θεοφόρων Πατέρων.

Παύλος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών έγινε τόσον περιβόητος κατά τας αρετάς, ώστε το όνομά του έφθασε και εις τας ακοάς του τότε βασιλεύοντος εν Νικομηδεία Λικινίου τη΄-τκγ΄ (308-323), όθεν αποστείλας ανθρώπους παρέστησε τον Άγιον ενώπιόν του. Και πρώτον εδοκίμαζεν ο τύραννος να τον εκφοβίση με απειλάς, κατόπιν δε ήρχισε και να τον δέρη, αλλ΄ εξεπλάγη αυτός τε και όλοι οι παρεστώτες δια την ασύγκριτον τούτου ανδρείαν και υπομονήν. Έπειτα, κατά προσταγήν του, πυρώσας ο χαλκεύς τεμάχιον σιδήρου, έβαλεν αυτό εντός της μιάς παλάμης του Αγίου, επί δε του σιδήρου έθηκε και την άλλην παλάμην του, και έσφιγξεν αυτάς επί τοσούτον διάστημα χρόνου, έως ου εψυχράνθη ο πεπυρωμένος σίδηρος· εκ δε της βασάνου ταύτης έμειναν νεκρά και ανενέργητα τα νεύρα και των δύο χειρών του.

Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2018

Τη ΚΓ΄ (23η) Δεκεμβρίου, μνήμη των Αγίων ΔΕΚΑ ΜΑΡΤΥΡΩΝ των εν τη Κρήτη μαρτυρησάντων.

Θαυμαστή και αξιέπαινος είναι η περιβόητος Κρήτη, δια τε το κάλλος και το μέγεθος αυτής, δια τα τείχη και τους λιμένας της, δια την κράσιν και υγείαν του κλίματός της, ως και την αφθονίαν και πλουσιότητα των καρπών της, αλλ΄ ημείς θέλομεν διηγηθή την αληθινήν της αξίαν και ωραιότητα, τον χορόν, λέγω, των θείων Μαρτύρων, τους Δέκα του Χριστού στεφανίτας, οι οποίοι από αυτήν εγεννήθησαν και εις αυτήν υπέρ Χριστού γενναίως εμαρτύρησαν, καθώς θέλει το φανερώσει ο λόγος. Όταν εβασίλευσεν εις την Ρώμην ο ασεβέστατος Δέκιος, εν έτει σν΄ (250) κατέστησεν ανθύπατον εις την Κρήτην άλλον τινά Δέκιον ομώνυμόν του και ομότροπον, όστις ευθύς ως έφθασεν εις την Κρήτην ήρχισε να βασανίζη ανηλεώς και πολυτρόπως τους Χριστιανούς, είτα δε και πικρώς να τους θανατώνη.

Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2018

Τη ΚΒ΄ (22α) Δεκεμβρίου, μνήμη της Αγίας Μεγαλομάρτυρος ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ της Φαρμακολυτρίας.

Αναστασία η ένδοξος του Χριστού Μεγαλομάρτυς ήτο κατά τους χρόνους του ασεβεστάτου Διοκλητιανού, του βασιλεύσαντος κατά τα έτη σπδ΄- τε΄ (284- 305), κατήγετο δε από την περίδοξον και μεγαλόπολιν Ρώμην, από γένος περιφανέστατον, ωραία την όψιν και ευπρεπέστατα εις τα ήθη και τάξεις κεκοσμημένη και με την ευγένειαν της ψυχής εστολισμένη υπέρ το κάλος του σώματος. Ο πατήρ της ωνομάζετο Πραιξτετάτος, είχε δε διδάσκαλον ενάρετόν τινα άνθρωπον ονόματι Χρυσόγονον, εκ του οποίου εδιδάχθη την ευσέβειαν και εγνώρισε τον αληθή Θεόν, τα δε αναίσθητα είδωλα απέβαλε και κατεφρόνησεν.

Τη ΚΑ΄ (21η) Δεκεμβρίου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ.

Θεμιστοκλής ο άγιος Μάρτυς ήτο κατά τους χρόνους του βασιλέως Δεκίου εν έτει σν΄ (250), καταγόμενος από τα Μύρα της Λυκίας, βοσκός τυγχάνων προβάτων. Επειδή δε ο εκεί άρχων, Ασκληπιός ονόματι, εκίνησε διωγμόν κατά των Χριστιανών και εζητείτο παρ΄ αυτού ο Άγιος Μάρτυς Διοσκορίδης, τούτου ένεκα ο μεν θείος Διοσκορίδης έφυγεν εις το βουνόν και εκρύβη, οι δε ζητούντες εκείνον, ευρόντες τον μακάριον τούτον Θεμιστοκλέα βόσκοντα τα πρόβατά του, ηρώτησαν αυτόν· ούτος δε ο αοίδιμος, τον μεν Διοσκορίδην έκρυψε, λέγων ότι δεν γνωρίζει που ευρίσκεται, τον δε εαυτόν του παρέδωκεν εις αυτούς, ομολογήσας ότι είναι Χριστιανός.

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2018

Τη ΚΑ΄ (21η) Δεκεμβρίου, μνήμη της Αγίας Μάρτυρος ΙΟΥΛΙΑΝΗΣ.

Ιουλιανή η ένδοξος Μάρτυς του Κυρίου ήτο από την Νικομήδειαν και έζη κατά τους χρόνους του δυσσεβούς βασιλέως Μαξιμιανού του βασιλεύσαντος κατά τα έτη 286- 305. Ήτο δε αύτη από γένος επιφανές και έκλαμπρον, ωραία την όψιν και τον τρόπον επαινετή και φιλάρετος, επάνω δε εις τας άλλας της αρετάς είχε και την ευσέβειαν, η οποία είναι το θαυμασιώτερον, διότι ο πατήρ αυτής και οι λοιποί συγγενείς της ήσαν Έλληνες ειδωλολάτραι, η δε μήτηρ της ούτε τα είδωλα εσέβετο, ούτε τον Χριστόν, αλλά ίστατο αμφίβολος. Επί πλέον ο πατήρ της Ιουλιανής εμίσει πολύ τους Χριστιανούς και τους εμάχετο σφόδρα.

Τη Κ΄ (20η) Δεκεμβρίου, ο Άγιος Νεομάρτυς ΙΩΑΝΝΗΣ ο ράπτης, παιδίον νέον, ο καταγόμενος εκ της νήσου Θάσου και μαρτυρήσας εν Κωνσταντινουπόλει κατά το αχνβ΄ (1652) έτος, ξίφει τελειούται.

Ιωάννης ο μακάριος ούτος Νεομάρτυς ήτο από την νήσον Θάσον, από χωρίον ονομαζόμενον Μαρίαις· όταν δε έγινε ετών δεκατεσσάρων, τον έφεράν τινες εις την Κωνσταντινούπολιν και τον άδωσαν εις ένα Χριστιανόν εις τον Γαλατάν δια να μανθάνη ράπτης. Ημέραν τινά τον έστειλεν ο διδάσκαλός του να αγοράση ράμματα παρά τινος Εβραίου και δυσαρεστηθείς εφιλονίκει μετά του Εβραίου του πωλούντος αυτά, έτυχε δε κατά την ώραν εκείνην να φωνάζη ο χόντζας επάνω εις τον μιναρέν εν ώρα μεσημβρίας, κατά την συνήθειαν των Τούρκων, ο δε μιαρός Εβραίος, καιρού δραξάμενος, έλεγε τόσον προς τον κράζοντα, όσον και προς τους άλλους Αγαρηνούς· «Δεν ακούετε το παιδίον τούτο ότι υβρίζει την πίστιν σας και το προσκύνημά σας»;

Τη Κ΄ (20η) Δεκεμβρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΦΙΛΟΓΟΝΙΟΥ, γενομένου από δικολόγου Πατριάρχου Αντιοχείας.

Φιλογόνιος ο μακάριος Πατήρ ημών επεδόθη νηπιόθεν  εις την μάθησιν των ιερών γραμμάτων, όθεν δια τούτο εγένετο απ΄ αρχής αφιέρωμα εις τον Θεόν· διότι διδαχθείς όλας τας επιστήμας και έχων επιμέλειαν σύμφωνον με την αγχίνοιαν και ευφυϊαν του, μετά τοσαύτης ακριβείας έμαθεν όλας τας επιστήμας, ως να είχε μάθει μίαν μόνην εξ αυτών. ΄Οθεν και λαμπράν ζωήν κατώρθωσε, μολονότι είχε γυναίκα και τέκνα και καθημερινώς ως εκ του επαγγέλματός του ευρίσκετο εις τα δικαστήρια.

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2018

Τη Κ΄ (20η) Δεκεμβρίου, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος ΙΓΝΑΤΙΟΥ του Θεοφόρου, και Προεόρτια της κατά Σάρκα Γεννήσεως του Κυρίου ημών ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ.

Ιγνάτιος ο θείος και θεοφόρος Πατήρ ημών ήτο Επίσκοπος εις την Αντιόχειαν κατά τον καιρόν του βασιλέως Τραϊανού του βασιλεύσαντος κατά τα έτη 98-117. Τούτον λέγουσί τινες, ότι έλαβεν ο Δεσπότης Χριστός εις τας αγίας του χείρας, όταν ήτο ακόμη βρέφος μικρόν, και διδάσκων τον λαόν εις Ιεροσόλυμα, είπε προς αυτούς· «όστις ουν ταπεινώσει εαυτόν ως το παιδίον τούτο, ούτος εστίν ο μείζων εν τη Βασιλεία των ουρανών· και ος εάν δέξηται παιδίον τοιούτον εν επί τω ονόματί μου εμέ δέχεται» (Ματθ. ιη: 4-5). Ταύτα λέγων ο Δεσπότης Χριστός εφανέρωσε σαφέστατα την μέλλουσαν προκοπήν του παιδός, εις την Αποστολικήν διδασκαλίαν.

Τη ΙΘ΄ (19η) Δεκεμβρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΓΡΗΓΕΝΤΙΟΥ Επισκόπου Αιθιοπίας.

Γρηγέντιος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών ήτο από την μεγαλόπολιν των Μεδιολάνων, ήκμαζε δε εν έτει φιη΄(518). Οι γονείς του ωνομάζοντο Αγάπιος και Θεοδότη, ευσεβείς αμφότεροι· το δε παιδίον αυτών, ο θείος δηλαδή ούτος Γρηγέντιος, από μικρός εδεικνύετο, ότι έμελλε να γίνη δούλος Χριστού γνήσιος από σημεία και πράξεις εναρέτους, τας οποίας είχεν εκ νεότητος. Όθεν όταν έφθασεν εις ηλικίαν νόμιμον, τον εχειροτόνησαν Διάκονον με θείον νεύμα και βούλησιν και τότε εδόθη εις περισσοτέραν νηστείαν, σκληραγωγίαν και άσκησιν και άλλας αρετάς ο θαυμάσιος· όθεν δεξάμενος την Χάριν του Πνεύματος, ετέλει σημεία μεγάλα και τέρατα.

Τη ΙΘ΄ (19η) Δεκεμβρίου, οι Άγιοι Μάρτυρες ΤΙΜΟΘΕΟΣ και ΠΟΛΥΕΥΚΤΟΣ πυρί τελειούνται.

Τιμόθεος και Πολύευκτος οι Άγιοι Μάρτυρες, κρατηθέντες και ομολογήσαντες τον Χριστόν, ετελείωσαν δια πολλών βασάνων το Μαρτύριον. Και ο μεν Τιμόθεος ετελείωσε το Μαρτύριον εν τη Αφρική Μαυριτανία ή (Μαυρουσία), ο δε Πολύευκτος, με διαφόρους τιμωρίας πρότερον βασανισθείς εν Καισαρεία, τελευταίον εις πυρ βληθείς ετελείωσε και ούτος το Μαρτύριον, ούτω δε έλαβον και οι δύο τους μαρτυρικούς στεφάνους παρά Κυρίου.

Τη ΙΘ΄ (19η) Δεκεμβρίου, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων ΗΛΙΑ, ΠΡΟΒΟΥ και ΑΡΕΩΣ

Ηλίας, Πρόβος και Άρης οι Άγιοι Μάρτυρες κατήγοντο εξ Αιγύπτου, ήσαν δε Χριστιανοί και επορεύοντο εις την Κιλικίαν όπως επισκεφθώσι και υπηρετήσωσι τους εκεί μαρτυρούντας Χριστιανούς. Όταν δε έφθασαν εις την Ασκάλωνα, συλληφθέντες εφέρθησαν ενώπιον του εκεί κριτού, Φιρμικιανού ονόματι, ομολογήσαντες δε εαυτούς Χριστιανούς εδοκίμασαν διαφόρους βασάνους· και ο μεν Άγιος Άρης ετελείωσε το Μαρτύριον δια πυρός, οι δε Άγιοι Πρόβος και Ηλίας απεκεφαλίσθησαν. Τελείται δε η αυτών σύναξις εν τω Μαρτυρίω του Αγίου Φιλήμονος, εν τόπω καλουμένω Στρατηγίω.

Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2018

Τη ΙΘ΄ (19η) Δεκεμβρίου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΒΟΝΙΦΑΤΙΟΥ και της Αγίας ΑΓΛΑΪΔΟΣ της Ρωμαίας.

Βονιφάτιος ο Άγιος Μάρτυς ήκμασε κατά τους χρόνους του αντιχρίστου βασιλέως Διοκλητιανού του βασιλεύσαντος κατά τα έτη σπδ΄ - τε΄ (284- 305), ήτο δε εις την Ρώμην δούλος της Αγλαϊδος, ήτις ήτο γυνή συγκλητική, θυγάτηρ Ακακίου ανθυπάτου Ρώμης. Αύτη δε η Αγλαϊς, ούσα από γένος λαμπρότατον, ήτο και ωραία εις το κάλλος του σώματος, αλλά και πλουσία πολύ από χρήματα, και από άλλα αγαθά πρόσκαιρα, εκ των οποίων ήτο παραδεδομένη εις τας σαρκικάς ηδονάς, καθώς δυστυχώς πράττουν οι περισσότεροι εκ των εχόντων ταύτα, διότι με το να έχουν πολλά, εκτελούν της σαρκός τα θελήματα.      

Τη ΙΗ΄ (18η) Δεκεμβρίου, ΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΟΝ ΠΡΟΦΗΤΗΝ ΔΑΝΙΗΛ ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΤΡΕΙΣ ΠΑΙΔΑΣ

Η Εκκλησία του Χριστού, ευλογημένοι Χριστιανοί, εορτάζει σήμερον, Κυριακήν προ της Χριστού Γεννήσεως, την μνήμην πάντων των από Αδάμ μέχρι του Ιωσήφ του Μνήστορος της Υπεραγίας Θεοτόκου ευαρεστησάντων τω Θεώ, καθώς αυτούς γενεαλογεί ο ιερός Ευαγγελιστής Ματθαίος και όσους ο θείος Ευαγγελιστής Λουκάς από Αδάμ μέχρις Αβραάμ αριθμεί ως επίσης και πάντων των Προφητών και Προφητίδων, επειδή αυτοί εγένοντο αρχηγοί του γένους του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού κατά σάρκα και διότι αυτοί προείπον περί της ελεύσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, από των οποίων τας προφητείας και ημείς επιστεύσαμεν εις Αυτόν. 

Τη ΙΗ΄ (18η) Δεκεμβρίου, μνήμη του Αγίου ενδόξου Ιερομάρτυρος ΜΟΔΕΣΤΟΥ Αρχιεπισκόπου Ιεροσολύμων του Θαυματουργού.

Μόδεστος ο του Θεού θαυμάσιος άνθρωπος εγεννήθη εις την πόλιν της Σεβαστείας της εν Μικρά Ασία, από Ορθοδόξους γονείς, Ευσέβιον και Θεοδούλην ονομαζομένους. Επειδή δε η μήτηρ του ήτο στείρα, τούτου ένεκα δια προσευχής των γονέων του εδόθη εις αυτούς υιός, ο μέγας ούτος Πατήρ, ύστερον από τεσσαράκοντα έτη του γάμου των. Αφού δε εγεννήθη ούτος, διεβλήθη ο πατήρ του εις τον Μαξιμιανόν (286- 305) ως Χριστιανός. Όθεν δεθείς, εκλείσθη μέσα εις την φυλακήν. Τούτο μαθούσα η γυνή του Θεοδούλη επήγε και αυτή εις την φυλακήν ομού με τον υιόν της τούτον.

Τη ΙΗ΄ (18η) Δεκεμβρίου, ο Όσιος Πατήρ ημών ΜΙΧΑΗΛ ο Σύγκελλος και Ομολογητής εν ειρήνη τελειούται.

Μιχαήλ ο Όσιος Πατήρ ημών ήτο εκ της αγίας πόλεως Ιερουσαλήμ, υιός ευσεβών γονέων. Παιδευθείς και μαθών δε εις το άκρον την τε έξω σοφίαν των Ελλήνων και την ιδικήν μας, έγινε Μοναχός· αλλά και η μήτηρ αυτού μετά των θυγατέρων της εκουρεύθη Μοναχή εις Μοναστήριον γυναικείον, αφού απέθανεν ο πατήρ του. Επειδή δε καλώς και θεοφιλώς ο θείος ούτος Μιχαήλ επολιτεύθη υποβάλλων τον εαυτόν του εις πάσαν σκληραγωγίαν, χειροτονείται Πρεσβύτερος.

Τη ΙΗ΄ (18η) Δεκεμβρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΦΛΩΡΟΥ Επισκόπου Αμινσού.

Φλώρος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών ήτο κατά τους χρόνους των βασιλέων Ιουστίνου (565-578), Τιβερίου (578- 582), και Μαυρικίου (582-602), πατρός μεν Φλώρου και εκείνου ονομαζομένου, μητρός δε Ευφημίας. Έγινε δε ούτος έμπειρος πάσης παιδείας, τόσον της εξωτερικής των Ελλήνων, όσον και της εσωτερικής των ιερών και θείων Γραφών. Και πρώτον μεν καθίσταται γραμματεύς βασιλικός, έπειτα αναβιβάζεται εις το αξίωμα του πατρικίου· λαβών δε γυναίκα, έγινε και πατήρ.

Τη ΙΗ΄ (18η) Δεκεμβρίου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΕΥΒΙΟΤΟΥ.

Ευβίοτος ο Άγιος Μάρτυς ήτο κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμιανού του Γαλερίου του βασιλεύσαντος κατά τα έτη τε-τια΄ (305-311), καταγόμενος εκ της κώμης Πωκετούς, ήτις ευρίσκετο εις την Ασίαν και υπήγετο εις το θέμα το καλούμενον του Οψικίου. Εις την κώμην αυτήν εγεννήθη και ανετράφη ο Όσιος και εις αυτήν έλαβε και το τέλος της ζωής του. Επειδή δε ο Άγιος ούτος διήγε ζωήν θεάρεστον και παν είδος αρετής ειργάζετο, τούτου ένεκα εδοκίμασε πολλά κακά υπό των ειδωλολατρών, περιφερόμενος εις διάφορα μέρη και δενόμενος και δερόμενος.

Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2018

Τη ΙΗ΄ (18η) Δεκεμβρίου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΥ και των συν αυτώ. H Αγία Μάρτυς Ζωή. Ο Άγιος Μάρτυς Τραγκυλίνος. Ο Άγιος Μάρτυς Κλαύδιος. Ο Άγιος Μάρτυς Τιβούρτιος. Ο Άγιος Μάρτυς Κάστουλος. Οι Άγιοι Μάρτυρες Μάρκος και Μαρκελλίνος.

Σεβαστιανός ο ένδοξος Μάρτυς του Κυρίου και οι μετ΄ αυτού συναθλήσαντες και ανωτέρω αναφερόμενοι Άγιοι Μάρτυρες ήσαν κατά τον καιρόν των αντιχρίστων βασιλέων Διοκλητιανού (284- 305) και Μαξιμιανού (286- 305), οίτινες υπερτέρησαν εις κακίαν και απανθρωπίαν πάντας τους προ αυτών βασιλείς, διότι τόσον διωγμόν εκίνησαν κατά των Χριστιανών οι άχρηστοι και ασύνετοι, ώστε δεν εχωρούσαν οι Άγιοι εις τα δεσμωτήρια.

Τη ΙΖ΄ (17η) Δεκεμβρίου, ο εν Αγίοις Πατήρ ημών ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ο Νέος, ο εκ Ζακύνθου μεν ορμώμενος, Αρχιεπίσκοπος δε Αιγίνης γενόμενος, εν ειρήνη τελειούται.

Διονύσιος ο θείος Πατήρ ημών ο Νέος είχε πατρίδα την περίφημον νήσον Ζάκυνθον, εις την οποίαν εγεννήθη κατά το έτος αφμζ΄ (1547), Ιουνίου (21η), από γονείς ευσεβείς, ενδόξους και ευγενείς· ο πατήρ του ωνομάζετο Μώκιος, την επωνυμίαν Σιγούρος και η μήτηρ του Παυλίνα. Όταν δε ο Άγιος έφθασεν εις ηλικίαν δεκτικήν μαθήσεως, εδόθη εις θεοσεβείς και σοφούς διδασκάλους, ως ευφυής δε όπου ήτο εις τον νουν, έμαθεν εις ολίγον καιρόν όσα μαθήματα ήσαν αρκετά να του φωτίσουν την διάνοιαν δια να καταλάβη την πλάνην του κόσμου, του προσκαίρου βίου την ματαιότητα και την της ψυχής αθανασίαν.

Τη ΙΖ΄ (17η) Δεκεμβρίου, μνήμη του Οσίου και αειμνήστου Πατρός ημών ΣΤΕΦΑΝΟΥ του Ομολογητού, του πρότερον καλουμένου ΔΟΥΝΑΛΕ.

Στέφανος ο Όσιος Πατήρ ημών ο προ της χειροτονίας του καλούμενος Δουναλέ ή Δουνάλε ήτο πρότερον άρχων της ιδίας αυτού χώρας, η οποία είναι νήσος παρ΄ άλλων μεν ονομαζομένη Νιβερτία, παρ΄ άλλων δε Βερρόη και βρεχομένη μεν από τον Ατλαντικόν Ωκεανόν, ευρισκομένη δε πλησίον εις τα Γάδειρα, τα εν τη Ισπανία. Ούτος λοιπόν είχε πλούτον πολύν και ανετράφη με ευσεβή πίστιν και χριστιανικώτατα δόγματα, ζων περισσότερον εις τον Θεόν, παρά εις τους ανθρώπους.

Τη ΙΖ΄ (17η) Δεκεμβρίου, μνήμη των Αγίων Οσιομαρτύρων ΠΑΤΕΡΜΟΥΘΙΟΥ, ΚΟΠΡΙΟΥ και ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ.

Πατερμούθιος, Κόπρις και Αλέξανδρος οι Άγιοι Μάρτυρες ήσαν κατά τους χρόνους Ιουλιανού του Παραβάτου του βασιλεύσαντος κατά τα έτη τξα΄- τξγ΄ (361 – 363). Διήνυσαν δε πρότερον την ζωήν των εν ησυχία εις έρημόν τινα τόπον της Αιγύπτου. Εκστρατεύσας δε ο Παραβάτης κατά των Περσών και μαθών περί των Οσίων τούτων έστειλε και τους έφερεν έμπροσθέν του. Ηρώτησε δε πρώτον τον Πατερμούθιον πόσων ετών είναι· αφού δε εκείνος απεκρίθη, ότι είναι τεσσαράκοντα πέντε, εξέβαλεν αυτόν έξω.

Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2018

Τη ΙΖ΄ (17η) Δεκεμβρίου, μνήμη των Αγίων Τριών Παίδων ΑΝΑΝΙΟΥ, ΑΖΑΡΙΟΥ, ΜΙΣΑΗΛ και ΔΑΝΙΗΛ του Προφήτου.

Δανιήλ ο μακάριος Προφήτης ήτο από την βασιλικήν φυλήν του Ιούδα, καταγόμενος από γένος ευρισκόμενον εις την βασιλικήν υπηρεσίαν και εγεννήθη εις Βηθαράν την ανωτέραν. Ενώ δε ακόμη ήτο νήπιον, απήχθη αιχμάλωτος εκ της Ιουδαίας εις την Βαβυλώνα και εκεί προεφήτευσεν έτη εβδομήκοντα· προέλαβε δε την Γέννησιν του Χριστού τετρακόσια εξήκοντα έτη. Ήτο δε ανήρ τοσούτον σώφρων, ώστε οι Ιουδαίοι ενόμιζον, ότι είναι ευνούχος. Επένθησε πολύ δια την αιχμαλωσίαν των ομοφύλων του Εβραίων, ενήστευε δε από πάσαν επιθυμητήν τροφήν· και ήτο μεν ξηρός κατά το σώμα, εφαίνετο όμως πολύ ωραίος με την Χάριν του Υψίστου Θεού. 

Τη ΙΓ΄ (16η) του Δεκεμβρίου, μνήμη της αοιδίμου Βασιλίσσης και θαυματουργού ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ, συζύγου γενομένης Λέοντος του σοφωτάτου βασιλέως.

Θεοφανώ η ευσεβεστάτη και Αγία βασίλισσα ήτο γέννημα και θρέμμα της Κωνσταντινουπόλεως, έχουσα βασιλικήν την καταγωγήν, καθότι ήτο απόγονος των περιφανών Μαρτινακίων, θυγάτηρ δε Κωνσταντίνου ιλλουστρίου και Άννης, οι οποίοι κατήγοντο εκ της Ανατολής. Ούτοι, μη έχοντες παιδίον, καθ΄ εκάστην ελυπούντο και παρεκάλουν υπέρ τούτου την Κυρίαν Θεοτόκον, πάντοτε μεν διατρίβοντες εις τον πανσεβάσμιον αυτής Ναόν, τον ευρισκόμενον εις τον λεγόμενον Βάσσου, θερμοτάτας δε τας αυτών δεήσεις και ικεσίας προσφέροντες και λέγοντες· «Λυθήτω, Δέσποινα, η του κόσμου Κυρία, λυθήτω η ατεκνία, ήτις λυπεί και καταξηραίνει ημάς τους δούλους σου».

Τη ΙΓ΄ (16η) του Δεκεμβρίου, μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών ΜΟΔΕΣΤΟΥ Αρχιεπισκόπου Ιεροσολύμων.

Μόδεστος, ο εν Αγίοις Πατήρ ημών, ο θείος αστήρ της Εκκλησίας και πιστός θεράπων του Θεού, ήκμασε κατά τον Ζ΄ αιώνα από της ενσάρκου οικονομίας του Κυρίου. ενδυθείς το Αγγελικόν Σχήμα των Μοναχών, κατέστησε τον εαυτόν του τύπον και υπογραμμόν της ασκητικής φιλοσοφίας και έγινε σκεύος πάσης αρετής, διαλάμπων όχι μόνον δια των σοφών λόγων του, αλλά και δια των κατά Θεόν έργων του. Δια τούτο και εφωτίσθη δια του φωτισμού του Παναγίου Πνεύματος και έγινε δοχείον θείων ελλάμψεων.

Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2018

Τη ΙΓ΄ (16η) του Δεκεμβρίου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΜΑΡΙΝΟΥ,

Μαρίνος ο Άγιος Μάρτυς ήτο επί Καρίνου βασιλέως του βασιλεύσαντος κατά τα έτη σπγ΄ - σπδ΄ (283-284), Ρωμαίος το γένος, εκ νεαράς ηλικίας μετέχων της βουλής και τιμής της βασιλικής Συγκλήτου. Διαβληθείς δε ως Χριστιανός, παρεστάθη εις εξέτασιν· και επειδή δεν ηθέλησε να θυσιάση εις τα είδωλα, κρεμάται και δέρεται με ξυλίνας σπάθας.

Τη ΙΓ΄ (16η) του Δεκεμβρίου, μνήμη του Αγίου Προφήτου ΑΓΓΑΙΟΥ.

Αγγαίος ο Άγιος Προφήτης κατήγετο από την ιερατικήν φυλήν του Λευϊ, εγεννήθη δε εις την Βαβυλώνα, μετά την αιχμαλωσίαν των Ισραηλιτών. Νέος δε έτι ων, μετέβη εκ της Βαβυλώνος εις την Ιερουσαλήμ μετά των άλλων Ιουδαίων και προεφήτευσε μετά του Προφήτου Ζαχαρίου έτη τριάκοντα εξ, προλαβών την έλευσιν του Χριστού έτη τετρακόσια εβδομήκοντα.

Τη ΙΔ΄ (15η) του Δεκεμβρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΠΑΥΛΟΥ του Νέου, ασκήσαντος εν τω όρει του Λάτρου.

Παύλος ο θεσπέσιος Πατήρ ημών ήτο κατά τους χρόνους του βασιλέως Κωνσταντίνου Ζ΄ του Πορφυρογεννήτου του βασιλεύσαντος κατά τα έτη (913 – 959), γεννηθείς εις τινα πόλιν ονομαζομένην Ελαία και ευρισκομένην πλησίον της Περγάμου, ήτις ευρίσκεται εις την Ασίαν· είχε δε και άλλον αδελφόν κατά σάρκα μεγαλύτερον και κατά την αρετήν ασκητικώτατον, ονόματι Βασίλειον. Ο πατήρ αυτού εκαλείτο Αντίοχος, ο οποίος ήτο κόμης εις τον στόλον της Κωνσταντινουπόλεως· και πολεμών πλησίον εις την Χίον με τους Αγαρηνούς της Κρήτης εφονεύθη εις τον πόλεμον.

Τη ΙΔ΄ (15η) του Δεκεμβρίου, ο Άγιος Μάρτυς ΒΑΚΧΟΣ ο Νέος ξίφει τελειούται.

Βάκχος ο Άγιος Μάρτυς κατήγετο εκ της Παλαιστίνης, ακμάσας κατά τους χρόνους Κωνσταντίνου (780 – 797) και Ειρήνης (780 – 802) των ευσεβών βασιλέων, οι δε γονείς του ήσαν Χριστιανοί εκ προγόνων. Ο πατήρ του Αγίου τούτου είχε συμβίαν χριστιανικωτάτην, αλλ΄ απατηθείς υπό της ματαίας δόξης του κόσμου ηρνήθη, φευ! την αληθή και πατροπαράδοτον πίστιν των Χριστιανών και αυθορμήτως ωλίσθησεν εις την μιαράν θρησκείαν των Αγαρηνών, εις ταύτην δε ευρισκόμενος απέκτησεν επτά τέκνα, τα οποία ανέτρεφε κατά την ασεβή πλάνην αυτών· τούτου δε αποθανόντος εις την ασέβειαν, έμειναν οι υιοί του με την μητέρα των.

Τη ΙΔ΄ (15η) του Δεκεμβρίου, μνήμη της Αγίας Οσιομάρτυρος ΣΩΣΑΝΝΗΣ της εις άνδρα μετασχηματισθείσης και μετονομασθείσης Ιωάννης.

Σωσάννα η Αγία Οσιομάρτυς ήτο κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμιανού του βασιλεύσαντος κατά τα έτη (286-305), καταγομένη εκ της Παλαιστίνης, θυγάτηρ πατρός μεν Έλληνος, μητρός δε Εβραίας. Αμφοτέρων δε τούτων την ασέβειαν αποστραφείσα, προσέτρεξεν εις την πίστιν του Χριστού και λαμβάνει το άγιον Βάπτισμα από τον Επίσκοπον Σιλβανόν.

Τη ΙΔ΄ (15η) του Δεκεμβρίου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ του Κουβικουλαρίου.

Ελευθέριος ο Άγιος Μάρτυς, ο αποκαλούμενος Κουβικουλάριος, ήτο από την Κωνσταντινούπολιν, δια της Ορθοδοξίας μεν διαλάμπων, δια πλούτου δε και δόξης υπερβάλλων όλους τους κατ΄ εκείνον τον καιρόν ενδόξους και άρχοντας. Διότι ανατραφείς παιδιόθεν εις τας αυλάς των βασιλέων, έλαβεν από εκεί και τας πρώτας τιμάς· τρωθείς όμως από τον έρωτα των αφθάρτων και αιωνίων αγαθών, ως ουδέν όλα τα γήϊνα ελογίσατο ο μακάριος.

Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2018

Τη ΙΕ΄ (15η) του αυτού μηνός Δεκεμβρίου, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ, Επισκόπου Ιλλυρικού.

Ελευθέριος ο θαυμαστός και ένδοξος Ιερομάρτυς διέλαμπεν ως αστήρ φωταυγέστατος κατά το δεύτερον ήμισυ του δευτέρου μετά Χριστόν αιώνος, γεννηθείς εις την περιφανή μεγαλόπολιν Ρώμην από γονείς ευγενείς, λαμπρούς και πλουσίους, οίτινες ήσαν όχι μόνον κατά σάρκα περιφανείς, αλλά και εις την πίστιν ευγενείς τε και ευσεβέστατοι, διότι η μήτηρ αυτού, Ανθία ονόματι, ήτο δεδιδαγμένη την ακρίβειαν της Πίστεως από τους μαθητάς του μακαρίου Παύλου. Αύτη γεννήσασα τον ιερόν τούτον παίδα τον ωνόμασεν Ελευθέριον, τον οποίον ανέθρεψεν ευσεβώς.

Τη ΙΔ΄ (14η) του Δεκεμβρίου, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων ΦΙΛΗΜΟΝΟΣ και ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΥ και του Αγίου Μάρτυρος ΑΡΡΙΑΝΟΥ

και των τεσσάρων Προτεκτόρων των συναθλησάντων αυτώ.                                                                                                                       
Φιλήμων, Απολλώνιος και Αρριανός οι Άγιοι Μάρτυρες ως και οι μετά του Αγίου Αρριανού συναθλήσαντες Άγιοι Τέσσαρες Προτέκτορες ήσαν κατά τον καιρόν του τυράννου Διοκλητιανού του βασιλεύσαντος κατά τα έτη σπδ΄ - τε΄ (284-305), υπό του οποίου εκινήθη και πάλιν διωγμός μέγας κατά των Χριστιανών.

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2018

Τη ΙΔ΄ (14η) του Δεκεμβρίου, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων ΘΥΡΣΟΥ, ΛΕΥΚΙΟΥ και ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΥ.

Θύρσος, Λεύκιος και Καλλίνικος οι Άγιοι Μάρτυρες ήθλησαν κατά τον καιρόν του βασιλέως Δεκίου του βασιλεύσαντος κατά τα έτη σμθ΄ - σαν΄ (249- 251), κατήγοντο δε από την χώραν των Βιθυνών, από γένος λαμπρόν και περίφημον, αλλά και κατά την ευσέβειαν εφάνησαν έτι λαμπρότεροι, επειδή υπέμειναν από τους ασεβείς διάφορα παιδευτήρια και δεν ενικήθησαν οι αήττητοι.

Τη ΙΓ΄ (13η) Δεκεμβρίου, μνήμη του Αγίου Νέου Ιερομάρτυρος ΓΑΒΡΙΗΛ, Αρχιεπισκόπου Σερβίας, του εν Προύση μαρτυρήσαντος κατά το έτος αχνθ΄ (1659).

Γαβριήλ ο αγγελώνυμος ούτος Αρχιεπίσκοπος της Σερβίας, ευρισκόμενός ποτε εις μεγάλην στενοχωρίαν, ως μη δυνάμενος να οικονομήση το χρέος της επαρχίας του, επήγεν εις την Βλαχίαν, και εκείθεν εις Μοσχοβίαν χάριν ελέους, ήτοι δια να λάβη βοήθειάν τινα ικανήν να κυβερνήση τα της επαρχίας του. Κατ΄ εκείνον δε τον καιρόν κατά τον οποίον έλειπε ο Γαβριήλ από την επαρχίαν του, Μάξιμός τις, ευρών ευκαιρίαν, ήρπασε δυναστικώς τον Αρχιεπισκοπικόν θρόνον του και όταν επέστρεψεν ο Γαβριήλ εύρε τον Μάξιμον εις την επαρχίαν του.

Τη ΙΓ΄ (13η) Δεκεμβρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΑΡΣΕΝΙΟΥ του εν τω Λάτρω.

Αρσένιος ο Όσιος και θαυματουργός Πατήρ ημών ήτο από την Κωνσταντινούπολιν, υιός γονέων ευσεβών, πλουσίων και πρώτων κατά το γένος. Παρεκτός όμως του ότι ο Όσιος ούτος ήτο τοσούτον περιφανής κατά το γένος, εδόθη εις αυτόν υπό του τότε βασιλέως και άλλο αξίωμα, ο τίτλος δηλαδή στρατηγού και πατρικίου του θέματος του καλουμένου των Κιβυρραιωτών.

Τη ΙΓ΄ (13η) Δεκεμβρίου, μνήμη της Αγίας Μάρτυρος ΛΟΥΚΙΑΣ της παρθένου.

Λουκία η Αγία Μάρτυς και Παρθένος κατήγετο εκ των Συρακουσών, πόλεως της νήσου Σικελίας, αρραβωνισμένη ούσα· δια δε την ασθένειαν της αιμορροίας, η οποία εταλαιπώρει την μητέρα της, επορεύθη μετ΄ αυτής εις την Κατάνην, όπως προσκυνήση το εκεί ευρισκόμενον Λείψανον της Αγίας Μάρτυρος Αγάθης και παρακαλέση αυτήν ίνα θεραπεύση το πάθος της μητρός της. Εκεί δε αφιχθείσα, βλέπει εις το όραμά της την Αγίαν Αγάθην, η οποία εις μεν την μητέρα της έδωσε την ιατρείαν, εις αυτήν δε προείπεν, ότι μέλλει να μαρτυρήση δια τον Χριστόν.

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2018

Τη ΙΓ΄ (13η) Δεκεμβρίου, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ, ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ, ΕΥΓΕΝΙΟΥ, ΜΑΡΔΑΡΙΟΥ και ΟΡΕΣΤΟΥ.

Ευστράτιος, Αυξέντιος, Ευγένιος, Μαρδάριος και Ορέστης οι Άγιοι Μάρτυρες ήσαν κατά τους χρόνους των αντιχρίστων βασιλέων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού των βασιλευσάντων κατά τα έτη σπδ΄- τε΄ (284- 305). Κατά την εποχήν εκείνην ολόκληρος η αυτοκρατορία των Ρωμαίων ήτο σχεδόν ένας ναός ειδωλολατρίας και πάντες είχον ζήλον άμετρον, ή μάλλον ειπείν μανίαν και λύσσαν μεγάλην, συναγωνιζόμενοι ποίος να προκόψη περισσότερον εις την λατρείαν των ειδώλων, και τούτο διότι έβλεπον ότι καθ΄ εκάστην εστέλλοντο βασιλικά προστάγματα προς τους ηγεμόνας και τους άρχοντας, εις πάσαν πόλιν και χώραν, παρακινούντα και προστάσσοντα πάντας, να προσφέρουσιν κατά τας διατεταγμένας εορτάς θυσίας εις τους θεούς αυτών· και εκείνους μεν, οίτινες ήθελον δείξει σπουδήν πολλήν εις τούτο το σέβας, να τιμώσι με δόξαν πολλήν και βασιλικά χαρίσματα· τους δε μη πειθομένους να υστερώσι πάσης περιουσίας και να τους παιδεύουν με διάφορα κολαστήρια και επονείδιστον θάνατον. Ήτο όθεν εις όλην την οικουμένην διωγμός μέγας κατά των Χριστιανών, και είχον μεγάλην φροντίδα οι άρχοντες να εξαλείψουν αυτούς τελείως από προσώπου της γης. Κατά τας ημέρας εκείνας ανήγγειλάν τινες εις τους βασιλείς, ότι πάσα η μεγάλη Αρμενία και Καππαδοκία δεν επείθοντο εις το πρόσταγμά των, αλλά πιστεύουσιν ολοψύχως εις τον Χριστόν και εις ολίγον καιρόν θέλουσιν έλθει και εις τελείαν αποστασίαν.

Τη ΙΒ΄ (12η) του Δεκεμβρίου, μνήμη του Οσίου και Θεοφόρου Πατρός ημών ΙΩΑΝΝΟΥ Μητροπολίτου Ζιχνών

και Κτίτορος της Ιεράς και Σεβασμίας Μονής του Τιμίου ενδόξου Προφήτου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου, της κατά το Μενοίκιον όρος κειμένης.                                                                                                                         

Ιωάννης ο Θεοφόρος Πατήρ ημών ήκμασε κατά τους χρόνους Ανδρονίκου Β΄ του Παλαιολόγου, του ευσεβούς βασιλέως και αυτοκράτορος των Χριστιανών του βασιλεύσαντος κατά τα έτη 1282- 1328, έφθασε δε και εις τους χρόνους του Ανδρονίκου Γ΄,  (1328- 1341) εγγόνου του προηγουμένου. Οι γονείς του υπήρξαν πιστοί και ευσεβείς Χριστιανοί, πριν όμως ο παις φθάση τα δύο έτη της ηλικίας του απέμεινεν ορφανός, στερηθείς των γονέων του.

Τη ΙΒ΄ (12η) του Δεκεμβρίου, μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ Αρχιεπισκόπου Ιεροσολύμων του Ιερομάρτυρος.

Αλέξανδρος ο των Ιεροσολύμων Αγιώτατος Αρχιεπίσκοπος, εχρημάτισε πρώτον Βοηθός Επίσκοπος του Αρχιεπισκόπου Ιεροσολύμων Ναρκίσσου (185-213), διότι εκείνος ήτο πολύ γέρων, τελευτήσας εις ηλικίαν 116 ετών. Μετά δε τον εκείνου μαρτυρικόν θάνατον (213) εψηφίσθη υφ΄ όλων των Επισκόπων Αρχιεπίσκοπος Ιεροσολύμων, ευρίσκετο δε εις τον θρόνον μέχρι των ημερών του ασεβεστάτου Δεκίου, όστις εβασίλευεν εις την παλαιάν Ρώμην κατά τα έτη σμθ΄-σαν΄ (249-251). Τότε ο τύραννος εκείνος εκίνησε μέγαν κατά των Χριστιανών διωγμόν και έστειλε προσταγάς βασιλικάς εις πάσαν χώραν, δια των οποίων προσέταξε να καταναγκάζωνται οι Χριστιανοί όπως θυσιάζωσιν εις τα είδωλα και όσοι δεν πείθονται εις τούτο να τιμωρώνται πρώτον με δεινάς τιμωρίας και έπειτα να στερώνται και της ζωής ταύτης με οδυνηρόν θάνατον.

Τη ΙΒ΄ (12η) του Δεκεμβρίου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΣΥΝΕΤΟΥ.

Συνετός ο Άγιος Μάρτυς ήτο κατά τους χρόνους του βασιλέως Αυρηλιανού του βασιλεύσαντος κατά τα έτη σο΄ - σοε΄ (270-275), Αναγνώστης υπάρχων της των Ρωμαίων Εκκλησίας, προβεβλημένος υπό του Αγίου Πάπα Σίξτου. Βλέπων δε τον Αυρηλιανόν να προσφέρη εις τα είδωλα θυσίας, συνδιελέχθη μετ΄ αυτού και περιπαίζων αυτόν, υπεσχέθη να θυσιάση και αυτός. Επειδή όμως κληθείς προς τούτο δεν ήθελε να θυσιάση, αλλ΄ εφανερώθη ότι δι΄ εμπαιγμόν μόνον είπε τον λόγον, δέρεται με βούνευρα τόσον πολύ, ώστε εβάφη από τα αίματα όλη η πέριξ αυτού γη.

Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2018

Τη ΙΒ΄ (12η) του Δεκεμβρίου, μνήμη του Οσίου και Θεοφόρου Πατρός ημών ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ Επισκόπου Τριμυθούντος της εν Κύπρω, του Θαυματουργού.

Σπυρίδων ο εν Αγίοις Πατήρ ημών, της οικουμένης το καύχημα και των πιστών το αγλάϊσμα, ήκμασε κατά τους χρόνους του βασιλέως Κωνσταντίνου του Μεγάλου (306- 337) και του υιού αυτού Κωνσταντίου (337-361), κατήγετο δε εκ της περιφήμου νήσου Κύπρου. Τοσούτον δε η αρετή και τα ένθεα του Αγίου τούτου κατορθώματα την οικουμένην κατηύγασαν, ώστε δεν πρέπει να μείνη κανείς Χριστιανός όστις να μη γνωρίση εν πάση λεπτομερεία τον Βίον του. Ο Θεοφόρος ούτος Πατήρ είναι εκείνος, όστις λαβών μέρος εις την εν Νικαία Αγίαν Α΄ Οικουμενικήν Σύνοδον εποίησεν ενώπιον πάντων των απαρτιζόντων αυτήν Αγίων Πατέρων το μέγα εκείνο και υπερφυές θαύμα της κεραμίδος, δια του οποίου τον μεν φιλόσοφον του Αρειανισμού κατέβαλε, τας δε αληθείας της Ορθοδόξου ημών Πίστεως εκράτυνεν. 

Τη ΙΑ΄ (11η) του Δεκεμβρίου, ο Άγιος Μάρτυς ΒΑΡΣΑΒΑΣ ξίφει τελειούται.

ΒΑΡΣΑΒΑΣ ο Άγιος Μάρτυς εν Περσία παρρησία ομολογήσας τον Χριστόν αληθή Θεόν, απετμήθη την κεφαλήν από τον άρχοντα της Περσίας και έλαβε του Μαρτυρίου τον στέφανον.

Τη ΙΑ΄ (11η) του Δεκεμβρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΛΕΟΝΤΙΟΥ του εν τη Αχαϊα.

Λεόντιος ο Όσιος Πατήρ ημών έζη κατά τους χρόνους των τελευταίων Παλαιολόγων (Κωνσταντίνος ΙΑ΄ 1449-1453) και τους μετέπειτα χρόνους, ήτο δε από την Πελοπόννησον, εκ της πόλεως Μονεμβασίας. Οι γονείς του ήσαν πλούσιοι, θεοφιλείς και επίσημοι της πατρίδος των, μάλιστα δε ο πατήρ αυτού, Ανδρέας ονόματι, ήτο εξουσιαστής όλης της Πελοποννήσου, της οποίας την εξουσίαν είχεν εμπιστευθή εις αυτόν ο ευσεβής βασιλεύς Ανδρόνικος· ήτο δε και εις την πατρίδα του λαμπρός και εις τους βασιλείς αγαπητός.

Τη ΙΑ΄ (11η) του Δεκεμβρίου, ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ.

Αβραάμ του μακαρίου Προπάτορος αι υποθέσεις είναι γνωσταί τόσον εις τους σοφούς, όσον και εις τους ιδιώτας Χριστιανούς, καθ΄ ότι η Βίβλος της Γενέσεως, την οποίαν συνέγραψεν ο Προφήτης Μωϋσής και ήτις περιέχει ταύτας αναγινώσκεται εις επήκοον πάντων των Χριστιανών εις την Εκκλησίαν, κατά τας νηστευσίμους ημέρας της Αγίας και μεγάλης Τεσσαρακοστής. Όθεν εκ της Βίβλου εκείνης μανθάνουσιν όλοι, ότι ο Προπάτωρ ημών Αβραάμ κατήγετο από την χώραν των Χαλδαίων και ήτο εθνικός (του έθνους των Χαλδαίων όντος προγενεστέρου του των Ιουδαίων), έχων πατέρα ειδωλολάτρην, τον Θάρραν.

Τη ΙΑ΄ (11η) του Δεκεμβρίου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΜΕΙΡΑΚΟΣ και διήγησις πάνυ ωφέλιμος.

Μείραξ ο μακάριος Μάρτυς του Χριστού ήτο Αιγύπτιος, γεννηθείς εκ γονέων Χριστιανών εις πόλιν ονομαζομένην Τενεσή, βαπτισθείς δε ανετρέφετο και εξεπαιδεύετο υπό των γονέων του με την αμώμητον και καθαράν πίστιν του Χριστού. Ύστερον όμως, από μικρόνοιαν και κουφότητα, ηπατήθη υπό του διαβόλου και προσελθών εις τον εκεί Αμιράν, ηρνήθη, φεύ! την πίστιν του Χριστού· και όχι μόνον τούτο, αλλά και την ζώνην του κόψας και τον Σταυρόν πατήσας, έλαβε την μάχαιραν εις τας χείρας και ηλάλαζε την ελεεινήν εκείνην φωνήν· «Από σήμερον είμαι πλέον Αγαρηνός και όχι Χριστιανός».

Τη ΙΑ΄ (11η) του Δεκεμβρίου, οι Άγιοι Μάρτυρες ΑΕΙΘΑΛΑΣ και ΑΚΕΨΕΗΣ ξίφει τελειούνται.

Αειθαλάς και Ακεψεής οι Άγιοι Μάρτυρες κατήγοντο εκ της Περσίας εκ πόλεως καλουμένης Αρβήλ. Και ο μεν Αειθαλάς ήτο ιερεύς των ειδώλων, εγένετο δε κοινωνός της εις Χριστόν πίστεως δια τον λόγον ότι και μόνον ως εσκέφθη να υπάγη εις τον Επίσκοπον των Χριστιανών, ευθύς ιατρεύθη εκ της ασθενείας, από την οποίαν έπασχεν, ήτις ήτο ρύσις αίματος. Μαθών λοιπόν και κατηχηθείς υπό του Επισκόπου την εις Χριστόν πίστιν, επανήλθεν εις την ιδικήν του πόλιν, ίνα γίνη και εις τους άλλους διδάσκαλος της ευσεβείας.

Τη ΙΑ΄ (11η) του Δεκεμβρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΛΟΥΚΑ του Νέου Στυλίτου

Λουκάς ο θαυμάσιος ούτος Πατήρ ημών ήτο κατά τους χρόνους των βασιλέων Ρωμανού Α΄ του Λεκαπηνού (920-944) και Κωνσταντίνου Ζ΄ του Πορφυρογεννήτου (913-959), υιού Λέοντος ΣΤ΄ του Σοφού, γαμβρού δε του Ρωμανού. Επατριάρχευε δε τότε ο Θεοφύλακτος (931-956), υιός γνήσιος του αυτού βασιλέως Ρωμανού. Κατήγετο δε ο Όσιος εκ της Ανατολής υιός ων Χριστοφόρου και Καλής. Ότε λοιπόν εκινήθη κατά τον καιρόν εκείνον ο κατά των Βουλγάρων πόλεμος, τότε η προσταγή των βασιλέων εβίασε και τον Όσιον τούτον να υπάγη εις τον πόλεμον· όθεν συγκροτηθέντος του πολέμου και πολλών μυριάδων ανθρώπων πεσόντων, ούτος ελυτρώθη υπό της θείας Προνοίας.

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2018

Τη ΙΑ΄ (11η) του Δεκεμβρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΔΑΝΙΗΛ του Στυλίτου.

Δανιήλ ο Όσιος Πατήρ ημών ούτος έζη κατά τους χρόνους του βασιλέως Λέοντος Α΄ του μεγάλου του επικαλουμένου Μακέλλη του βασιλεύσαντος κατά τα έτη (457- 474), κατήγετο δε από την Μεσοποταμίαν της Συρίας, εκ της περιφερείας Σαμοσάτων. Τούτου τον θαυμάσιον και μελίρρυτον Βίον θέλομεν διηγηθή ενταύθα, ελπίζοντες ότι μεγάλως εκ τούτου θέλετε ωφεληθή. Διότι καθώς όταν ομιλή τις προς ανδρείους στρατιώτας περί των διακριθέντων εις πολεμικούς άθλους και τρόπαια διεγείρεται η ψυχή αυτών προς τους πολέμους και γίνονται προθυμότεροι και όσον μάλλον τας ανδραγαθίας των αηττήτων και ισχυρών εκείνων ακούουσι, τοσούτον και αυτοί προθυμοποιούνται και επιθυμούσι να δείξουν ομοίαν ανδρείαν και δύναμιν, τοιουτοτρόπως και όταν διδάσκαλος τις διηγήται τους ασκητικούς Βίους, τους θαυμαστούς αγώνας και τα ένθεα κατορθώματα των εναρέτων ανδρών, προθυμοποιούνται οι ευλαβείς και φιλόχριστοι ακροαταί και παρακινούνται να μιμηθώσι τον επαινούμενον.

Τη Ι΄ (10η) του Δεκεμβρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΘΩΜΑ του Δεφουρκινού.

Θωμάς ο ιερός και θαυμάσιος Πατήρ ημών ήτο κατά τους χρόνους του βασιλέως Λέοντος Α΄ του Σοφού (886- 912). Πατρίδα είχε την γην εκείνην, ήτις ευρίσκεται εις τους πρόποδας του όρους, του καλουμένου Κυμινά, οι γονείς δε αυτού ήσαν άνθρωποι ιδιώται και εν αυταρκεία ζώντες. Όταν δε ο Άγιος έφθασεν εις την ακμήν της ηλικίας του, κατεφρόνησεν όλα τα πράγματα του κόσμου και ζηλώσας την ζωήν των Μοναχών, ενεδύθη το Αγγελικόν Σχήμα και έγινε και αυτός Μοναχός. Όθεν προέκοπτεν εις τους αγώνας, χωρίς να οπισθοδρομή· διότι εξ απαλών ονύχων έτρεφε τον πόθον τούτον εις την καρδίαν του ο αοίδιμος, επειδή συνείθιζε να μεταβαίνη μετά του πατρός του εις τα Μοναστήρια, όταν ήτο παιδίον, και βλέπων την ζωήν των Μοναχών ηγάπα ταύτην και την επόθει.

Τη Ι΄ (10η) του Δεκεμβρίου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΓΕΜΕΛΛΟΥ του Πολυάθλου.

Γέμελλος ο Άγιος Μάρτυς ήτο κατά τους χρόνους του βασιλέως Ιουλιανού του Παραβάτου του βασιλεύσαντος κατά τα έτη τξα΄ - τξγ΄ (361 – 363), κατήγετο δε εκ της πόλεως Αγκύρας της Μικράς Ασίας, από την ενορίαν την καλουμένην Κλιμαξίνην. Διελθόντος δε ποτε του Ιουλιανού δια της Αγκύρας, εστάθη ο Άγιος ούτος κατά πρόσωπον εκείνου και κατεπλήγωνεν αυτόν με λόγια ένθεα ως με βέλη. Τότε ο βασιλεύς οργισθείς σφόδρα επρόσταξε να ζωσθή ο Άγιος πεπυρωμένην σιδηράν ζώνην, κατεκαίετο δε δι΄ αυτής τόσον δυνατά, ώστε το υγρόν το οποίον έτρεχεν από το καύσιμον της σαρκός του επλήρωσεν όλην την εκεί γην. Είτα προστάσσεται να ακολουθή τον ασεβή τύραννον καθ΄ οδόν.

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2018

Τη Ι΄ (10η) του Δεκεμβρίου, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων ΜΗΝΑ του Καλλικελάδου, ΕΡΜΟΓΕΝΟΥΣ και ΕΥΓΡΑΦΟΥ.

Μηνάς, Ερμογένης και Εύγραφος οι Άγιοι Μάρτυρες ήσαν κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμίνου του εν τη Ανατολή βασιλεύσαντος κατά τα έτη τζ΄ - τιγ΄ (307-313), ετύγχανον δε ούτοι εκ των πρώτων αρχόντων του παλατίου αυτού. Κατά την ιδίαν αυτήν εποχήν, εκτός του Μαξιμίνου, εβασίλευον και άλλοι βασιλείς, οίτινες είχον διαδεχθή τους αιμοχαρείς τυράννους, το ζεύγος του διαβόλου, τον Διοκλητιανόν, λέγω, και τον Μαξιμιανόν, ήσαν δε αυτοί οι Κωνστάντιος ο Χλωρός πρώτον (+306) και υιός του Κωνσταντίνος κατόπιν εις τα δυτικώτατα  μέρη της Αυτοκρατορίας, ο Μαξέντιος εις την Ρώμην, ο Μαξιμιανός Γαλέριος εις την Ελληνικήν χερσόνησον με έδραν την Θεσσαλονίκην και άλλοι τινές ενδιάμεσοι, καθώς και ο Μαξιμίνος εις την Ανατολήν, περί του οποίου προείπομεν.


Ούτος λοιπόν εκίνησε κατά των Χριστιανών διωγμόν φοβερώτατον και ήτο μεγάλη ταραχή και σύγχυσις εις όλην την Ανατολήν· επειδή ο ασεβέστατος αυτός βασιλεύς ηγωνίζετο να εξαλείψη την Πίστιν του Δεσπότου Χριστού και να στερεώση την απάτην των προπατόρων του, ήτοι να προσκυνώνται τα είδωλα εις όλην την επαρχίαν του, μη γνωρίζων ο μωρός και ασύνετος, ότι όσον κανείς αντιμάχεται κατά της αληθείας, επί τοσούτον αύτη στερεούται, καθώς ο Χριστός μάς υπεσχέθη ειπών ότι η Εκκλησία αυτού θέλει είναι ακαταγώνιστος και ανίκητος και ότι «πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής» (Ματθ. ιστ: 18). Όσον λοιπόν αυτός επολέμει και εμάχετο την ευσέβειαν επί τοσούτον αύτη εστερεούτο. Κατά τας ημέρας εκείνας απήλθον προς τον βασιλέα Αλεξανδρείς τινές και του λέγουν· «Πολυχρονημένε βασιλεύ, γνώριζε ότι εις την χώραν μας υπάρχει μεγάλη στάσις και απείθεια, όχι μόνον εις τα κοινά πράγματα και τας κρατικάς υποθέσεις, αλλά, το χειρότερον, και εις τα της λατρείας. Επειδή ευρίσκονται εκεί άφρονες τινες και αναίσχυντοι, οίτινες δεν καταδέχονται να προσκυνούν τους παντοδυνάμους θεούς εκείνους, τους οποίους εσέβοντο και όλοι οι προπάτορες ημών, αλλ΄ ομολογούν Θεόν ένα Εσταυρωμένον. Λοιπόν είναι ανάγκη να υπάγης έως εκεί, να ειρηνεύσης τα σκάνδαλα». Ταύτα ακούσας ο Μαξιμίνος διελογίζετο πώς να ενεργήση, διότι δεν είχε καιρόν να υπάγη αυτός. Όθεν έστειλε προστάγματα φοβερώτατα προστάσσων ότι, όστις προσκυνήση Θεόν νεώτερον, αυτός με να θανατώνεται, η δε περιουσία του όλη να δημεύεται. Παρά ταύτα όμως, ύστερον από ολίγον του ανήγγειλαν πάλιν ότι οι Αλεξανδρείς δεν έλαβον ποσώς υπ΄ όψιν τα προστάγματά του, αλλά κηρύττουν τον Χριστόν παρρησία.Ταύτα ακούσας ο Μαξιμίνος εθυμώθη, πλην όμως, επειδή είχεν ανάγκην μεγάλην να υπάγη εις το Βυζάντιον, δεν επήγεν ευθύς εις την Αλεξάνδρειαν. Όμως έστειλε τον φρονιμώτερον άρχοντα εκ των συμβούλων αυτού, τον μετέπειτα ένδοξον Μεγαλομάρτυρα Μηνάν, όστις ήτο Αθηναίος, πεπαιδευμένος εις την ελληνικήν σοφίαν και την ρητορικήν επιστήμην, τόσον ώστε ήτο άξιος με την ευγλωττίαν του να συναγωνισθή με κάθε σοφόν, το δε αληθέστερον ότι ούτος ήτο Χριστιανός εις το απόκρυφον, αλλ΄ εις τον βασιλέα παρρησιάζετο ως ειδωλολάτρης, διότι δεν ετόλμα ακόμη να ομολογήση την αλήθειαν, επειδή δεν εγνώριζε το αποβησόμενον. Τούτον λοιπόν έστειλεν ο βασιλεύς εις την Αλεξάνδρειαν, δια να διαλύση πάσαν αμφιβολίαν και παν ζήτημα, το οποίον θα ηγείρετο εις το μέσον, ουτως ώστε να παύσουν τα σκάνδαλα, έτι δε δια να αφανίση τελείως με την σοφίαν και γνώσιν του το κήρυγμα του Χριστού, ως ζηλωτής του Ελληνισμού, όπως εις το φαινόμενον ενομίζετο. Έδωσε δε εις αυτόν οδηγίας όσοι δεν πειθαρχήσουν εις τας εντολάς του να τους παιδεύη σκληρότατα. Λαβών λοιπόν ο Μηνάς την εξουσίαν, απήλθεν εις την Αλεξάνδρειαν ως του βασιλέως επίτροπος και εκεί με την δύναμιν των λόγων του και την βασιλικήν εξουσίαν, την οποίαν είχεν, έλυσε μεν τας διαφοράς και ειρήνευσε τον λαόν, επαναφέρας εις αυτόν την παλαιάν γαλήνην. Δια την Πίστιν όμως του Χριστού έβαλε κατά νουν, ότι δεν ήθελεν εύρει καιρόν επιτηδειότερον να παρρησιασθή, απ΄ αυτόν κατά τον οποίον είχε την εξουσίαν εις χείρας του και του ήτο εύκολον να καταπείση την χώραν ολόκληρον εις το να γίνουν Χριστιανοί και διότι, εάν ήθελε μαρτυρήση άλλον καιρόν, θα ελάμβανεν ένα και μόνον στέφανον, ενώ τότε θα είχε μισθόν και δια τους άλλους οίτινες θα επίστευον. Έστειλε λοιπόν πρώτον αναφοράν εις τον βασιλέα, δια της οποίας εξέθετεν εις αυτόν την επελθούσαν συμφωνίαν και την ειρήνευσιν του λαού, προσπαθών ούτω να καθησυχάση τον βασιλέα· έπειτα γνωρίζων τον όχλον, και ότι ολίγοι είναι οι πιστεύοντες μόνον με τους λόγους και τας παροτρύνσεις, ίσως δε και αυτοί οι ολίγοι υποκρινόμενοι, δεν έκαμεν εις αυτούς πολλάς ομιλίας, ειμή μόνον έλεγεν ολίγα τινά όταν ήθελον τον ερωτήσει. Όμως επεχείρησε να δεικνύη με τα έργα την δύναμιν του Εσταυρωμένου, διότι εγνώριζεν ότι τα έργα δύνανται να ελκύσουν ευκολώτερον τους βλέποντας αυτά εις την ευσέβειαν, επειδή οι οφθαλμοί είναι πιστότεροι των ώτων. Περιεπάτει όθεν εις την αγοράν καθ΄ εκάστην ταπεινός και μέτριος, απορρίπτων πάσαν κενοδοξίαν προερχομένην εκ του αξιώματός του. Ηκολούθει δε αυτόν και όλος ο λαός, όχι τόσον δια την εξουσίαν, την οποίαν είχεν, όσον δια τα σημεία και τα θαύματα, τα οποία ετέλει, θεραπεύων πάσαν ασθένειαν· διότι και μόνον εάν ήθελε βάλει την χείρα του εις ασθενή, επικαλούμενος το όνομα του Δεσπότου Χριστού, και εσφράγιζεν αυτόν δια του Τιμίου Σταυρού, ευθύς εθεραπεύετο· και οι μεν χωλοί περιεπάτουν, οι τυφλοί ανέβλεπον, οι κωφοί ήκουον, οι άλαλοι ωμίλουν και απλώς ειπείν οι δαίμονες και παν κακόν εφυγαδεύετο. Ταύτα τα εξαίσια βλέπων ο λαός, άφηναν την προγονικήν των απάτην, τους πατρώους θεούς εβδελύσσοντο, τα άψυχα είδωλα και ψευδωνύμους θεούς εκρήμνιζον, τους βωμούς κατηδάφιζον και εγίνοντο μία γνώμη και μία ψυχή και γλώσσα με τον Μάρτυρα. Ητοιμάζοντο δε με μεγάλην προθυμίαν, εάν παραστή ανάγκη, και να αποθάνωσιν δια την αγάπην του Χριστού. Οι λόγοι του Μηνά εφαίνοντο εις αυτούς ως λόγοι ζωής και η λαλιά αυτού ως φωνή θεϊκή. Μόνον ολίγοι τινές έμειναν εις την ασέβειαν, διότι έκλεισαν τα ώτα και τους οφθαλμούς, δια να μη γνωρίσουν την αλήθειαν· αυτοί ετίμων πολύ την επιβώμιον εορτήν των δαιμόνων δια τα συμπόσια, την μέθην, τας κοίτας και την ασέλγειαν, ύβριζον δε και ητίμαζον τα των Χριστιανών δια την εγκρατή ζωήν και τον μετά σώματος ασώματον βίον. Μη υπομένοντες λοιπόν οι υιοί του σκότους και της απωλείας απόγονοι την αισχύνην των σεβασμάτων αυτών, εζήτουν τρόπον να εκδικηθούν τον Άγιον και τους λοιπούς Χριστιανούς, δια την ύβριν των μιαρών θεών· αλλά φοβούμενοι την ορμήν του πλήθους, δεν ετόλμων να πράξουν φανερά τίποτε· μόνον έστειλαν προς τον βασιλέα γράμματα, δια να εξάψουν τον θυμόν αυτού, και έλθη να τους παιδεύση το ταχύτερον. Έγραφον δε ότι πανταχού το όνομα του Γαλιλαίου (του Χριστού) ήτο σεβαστόν, ηθετούντο δε οι πατρώοι θεοί και εις ολίγον καιρόν θέλουν έλθει και εις φανεράν αποστασίαν, να μη λαμβάνωσι καθόλου υπ΄ όψιν των τα βασιλικά προστάγματα. Τούτων δε πάντων, έλεγον, αιτία είναι ο έπαρχος, τον οποίον έστειλε να τιμωρή τους Χριστιανούς, διότι αυτός πιστεύσας εις τον Χριστόν είναι ο πρώτος όστις κηρύττει αυτόν ανερυθριάστως και καθ΄ εκάστην πείθει τους απλουστέρους εις την αθέτησιν των θεών και των βασιλικών προσταγμάτων.Ταύτα ακούσας ο Μαξιμίνος έλαβε μεγάλην λύπην και αισχύνην· λύπην μεν δια την απώλειαν της χώρας, φανταζόμενος ότι υπάρχει κίνδυνος να αποστατήσουν και να μη τον προσκυνούν ως βασιλέα, ούτε να πληρώνουν το βασιλικόν δόσιμον· αισχύνην δε, ότι έβλεπε τους θεούς υβριζομένους, εαυτόν δε ηττημένον, εφ΄ όσον δεν ηδύνατο να τους υποτάξη. Μετ΄ ολίγον, αφού παρήλθεν η ζάλη των διαλογισμών, ελάλησε λόγια βλάσφημα κατά του Χριστού και του Μηνά, λέγων ότι «Είναι αδύνατον να γνωρίση τις τον άνθρωπον με ακρίβειαν ποίαν γνώμην έχει και ότι δεν είναι άξιοι συγχωρήσεως όσοι λάβουσι χάριν, έπειτα δε φανούν προς τον ευεργέτην αχάριστοι». Ούτως είπε και τη επαύριον συνήθροισεν όλην την σύγκλητον να κάμουν συμβούλιον τι μέλλει γενέσθαι, πάντες δε με μίαν γνώμην απεφάσισαν, να στείλη άρχοντά τινα φρονιμώτατον, ονόματι Ερμογένη, όστις να υπάγη αντί του βασιλέως εις την Αλεξάνδρειαν, διότι ήτο ικανός με καλόν τρόπον να ειρηνεύση τα σκάνδαλα και να κάμη τον Μηνάν να μετανοήση. Ο Ερμογένης ήτο αγαθός άνθρωπος, σεμνός και σώφρων, έχαιρε δε και μεγάλης φήμης διότι και μη έχων φύσει νόμον (κατά τον Απόστολον) τα του νόμου εφύλαττεν (Ρωμ. β: 14) καίτι αγνοών του Εσταυρωμένου την δύναμιν και μη έχων την σφραγίδα του θείου Βαπτίσματος. Ήτο δε και αυτός Αθηναίος, πεπαιδευμένος εις τα ελληνικά· είχε και γνώσιν φυσικήν περισσοτέραν από τα γράμματα και απλώς ειπείν ήτο άξιος δια πάσαν υπόθεσιν μεγάλην και αυθεντικήν. Όθεν ο βασιλεύς τον διώρισεν έπαρχον Αλεξανδρείας, καταργήσας τον μακάριον Μηνάν και υστερήσας αυτόν πάσης αξίας. Εις δε τον Ερμογένη παρήγγειλε να εξετάση επιμελώς δια τον Μηνάν και να μη τον λυπηθή ουδόλως ως φίλον και συμπατριώτην του, αλλ΄ εάν ήσαν αληθή τα λεγόμενα, να τον βασανίση με διάφορα κολαστήρια. Ο μεν βασιλεύς ούτως ώρισε, του έδωκε δε και πολλούς στρατιώτας να τον συνοδεύσωσιν. Ο δε Ερμογένης εισήλθεν εις τα πλοία με πολλήν φαντασίαν και δορυφορίαν υπηρετούμενος και αρμενίζων είδε καθ΄ ύπνον τρεις άνδρας, οι οποίοι είπον προς αυτόν· «Ίδε, Ερμόγενες, ως ουδέ σπουδής βραχείας υπερορά ο Θεός». Και αυτός τους ηρώτησε· «Ποία είναι η βραχεία σπουδή»; Οι δε απεκρίθησαν· «Ο αληθής δέχεται την ατελή σου πρόθεσιν εις αυτήν την οδόν σου, εις την οποίαν εκίνησες να υπάγης δια ζημίαν πολλών και θέλει σε αξιώσει δόξης μεγάλης και τιμής αθανάτου. Φύλαττε λοιπόν τα ευαγγέλια ταύτα, διότι θέλεις κάμει φίλον μέγαν τον αληθή και αϊδιον Βασιλέα, όστις θα σε αξιώση τοσαύτης προκοπής, όσην δεν ημπορεί να σου δώση βασιλεύς επίγειος». Εγερθείς εκ του ύπνου ο Ερμογένης δεν ηννόησε την οπτασίαν τι εσήμαινεν αύτη, αλλ΄ είπεν, ότι ήτο όνειρον και του υπέσχετο δόξαν επίγειον και τα τοιαύτα. Μετ΄ ολίγας ημέρας έφθασεν εις την Αλεξάνδρειαν και συνήχθη όλη η χώρα εις τον αιγιαλόν να τον προϋπαντήσουν με σάλπιγγας, τύμπανα και δόξαν πολλήν, σχεδόν ως να ήτο αυτός ο βασιλεύς. Συνώδευσαν δε αυτόν με πολλάς τιμάς έως το παλάτιον· πριν όμως διασκορπισθή ο λαός, επήγεν ο μακάριος Μηνάς προς τον Ερμογένη, δια να κηρύξη την ευσέβειαν, θαρρών ότι θέλει τον ακούσει ως φρόνιμος, να ωφεληθή τι και του λέγει· «Χάρις εις τον ένα και μέγαν Θεόν, και με την πρόνοιαν Αυτού, ως φαίνεται, ο υψηλός συ και περιφανής αφήκες την μεγάλην πόλιν και ήλθες εις ταύτην την πενιχράν». Ούτως είπεν ο Άγιος έχων κατά νουν να καταισχύνη μετά ταύτα τους μιαρούς του θεούς. Αλλ΄ ως ήκουσεν ο Ερμογένης ένα Θεόν, δια να μη φανή προς τους συκοφάντας ότι ακροάζεται τους εχθρούς του βασιλέως, έτι δε και δια να φανή αγριώτερος προς τον Άγιον και προς τον βασιλέα ευγνώμων, προσέταξε να τον κλείσουν αμέσως εις την φυλακήν, λέγων προς τους παρεστώτας· «Αύριον θέλει εννοήσει αυτός ο μάταιος μύστης του Γαλιλαίου ποίος είμαι εγώ και πόσος φίλος των εχθρών του βασιλέως και των θεών και εάν είναι εις Θεός, ή πολλοί, όταν δοκιμάση τα δεινά κολαστήρια εκείνα τα οποία τον αναμένουσι». Την επομένην, καθίσας ο έπαρχος εις υψηλότατον θρόνον, προστάσσει να φέρουν τον Άγιον, όστις ήλθε χωρίς φόβον ή δειλίαν τινά, αλλά με φαιδρόν πρόσωπον. Λέγει δε προς αυτόν ο έπαρχος· «Είναι δίκαιον, Μηνά, να τιμά έκαστος τους θεούς και τους βασιλείς και μάλιστα να είναι ευγνώμων προς τους ευεργέτας αναγνωρίζων την καλωσύνην, την οποίαν του προσέφερον ή όχι»; Ο Άγιος απεκρίνατο· «Πρέπον είναι, ω έπαρχε, να ευγνωμονή έκαστος τον ευεργέτην, εφ΄ όσον τούτο είναι προς το συμφέρον και όφελος και των δύο· αλλ΄ όταν η ευγνωμοσύνη βλάπτη τα μέρη αμφότερα, είναι δίκαιον να γίνη το συμφερώτερον. Το να τιμώμεν τους βασιλείς, είναι καλά και άγια καμωμένον, δια την αρχήν και εξουσίαν αυτών, όταν και αυτοί τιμούν και σέβωνται Εκείνον όστις έδωκεν εις αυτούς την ηγεμονίαν, ήτοι τον όντως Θεόν. Αλλ΄ όταν αυτοί σφάλλουν εις την ευσέβειαν και δεν αποδίδουν την οφειλομένην τιμήν εκεί όπου πρέπει, δεν είναι ουδείς χρεώστης να τιμά ούτε αυτούς ούτε τους θεούς των, διότι δεν εξετάζουν εάν είναι αληθινοί αυτοί οι θεοί και αν έχωσι δύναμιν, όπως και ο αληθής και παντοδύναμος Θεός. Οι θεοί πρέπει να μη έχουν αρχήν και γέννησιν, αλλά να είναι ατελεύτητοι και αθάνατοι· εάν δε λείπη τι εξ αυτών, δεν είναι πρέπον να προσκυνώνται ως θεοί, καθό ατελείς. Πρέπει δε μάλιστα οι βασιλείς να ζητήσωσι μετά πόθου θερμοτάτου και με ψυχής καθαρότητα τον όντως όντα Θεόν τον αληθή και παντοδύναμον». Ακούων ταύτα ο έπαρχος και θέλων πρώτον με ιλαρότητα να καταπείση τον Μάρτυρα, είπε με πραείαν φωνήν. «Και πόθεν συ, ω Μηνά, κατεπείσθης να αφήσης την λατρείαν των πατρώων θεών και να πιστεύσης ότι ο Χριστός είναι ο αληθής Θεός»; Απεκρίθη ο Μάρτυς· «Εγώ, ω έπαρχε, είμαι Αθηναίος, καθώς το γνωρίζεις, και ετίμων τον πάτριόν μου νόμον· αφού δε απέθανεν ο πατήρ μου ήμην ακόμη πολύ νέος και επεδόθην εις την ελληνικήν παιδείαν, την οποίαν αφού έμαθον, από τον πόθον τον οποίον είχον, ακούων ότι είχον και οι Χριστιανοί βίβλους τινάς, επεθύμησα να τας αναγνώσω, εύρον δε εις αυτάς κεκρυμμένην μεγάλην ωφέλειαν και πολλήν διαφοράν μεταξύ τούτων και της ελληνικής παιδείας, διότι εις ταύτην μεν ευρίσκεται πλάνη και μοχθηρία, εις εκείνας δε αρετή και αλήθεια. Αι Γραφαί των Χριστιανών εξηγούσιν ότι αι δυνάμεις του Χριστού είναι θεϊκαί και απαθείς, ενώ αι των Ελλήνων λέγουσιν, ότι είναι παθητοί οι θεοί των· όχι δε μόνον τούτο, αλλά και από ασελγείας και αταξίας και άλλα ψεύδη και φλυαρίας είναι πλήρεις και λέγουν, ότι οι θεοί έκαμαν μάχην προς αλλήλους και ενικήθησαν και εδάρησαν από ανθρώπους θνητούς· γέμουσι δε και από άλλους πολλούς μύθους και δια να είπω με απλά λόγια ο σκοπός των Γραφών του Χριστού είναι η επίγνωσις του αληθούς Θεού και η σωτηρία των ανθρώπων, ενώ των γραφών των Ελλήνων είναι η καθοδήγησις προς άτιμα πάθη και η πασιφανής των πειθομένων εις αυτάς απώλεια». Αφού είπε ταύτα ο Μάρτυς του Χριστού, ύστερον προσέθεσε και τα εξής: «Εγώ όμως, ω έπαρχε, δεν επίστευσα εις τον Χριστόν μόνον με τα λόγια των Γραφών, αλλ΄ εζήτησα να γνωρίσω και με το έργον την αλήθειαν· ευρών λοιπόν άνθρωπον τινα παράλυτον, του οποίου όλα τα μέλη ήσαν μεμαραμμένα και ουδείς ιατρός ήτο ικανός να τον θεραπεύση, εγνώρισα ότι το έργον ηκολούθει τους λόγους· διότι καθώς επεκαλέσθην μόνον το όνομα του Δεσπότου Χριστού, ευθύς εκείνα τα μεμαραμμένα μέλη του ασθενούς, ως να μετεπλάσθησαν, έστρεψαν εις την προτέραν κατάστασιν και έγινεν ο άνθρωπος υγιής, ως να μη είχε ποτέ ασθενήσει. Με το έργον λοιπόν εγνώρισα τον Δημιουργόν των απάντων και μισήσας την δόξαν και την ματαιότητα των Ελλήνων, έγινα δούλος του Χριστού δια του θείου Βαπτίσματος από τότε δε, ω έπαρχε, ασθενείας φοβεράς, πάθη ανίατα και άλλα κακά, τα οποία μόνος ο Θεός δύναται να ιατρεύση, θεραπεύω εν ευκολία επικαλούμενος το όνομα μόνον του Χριστού. Μάρτυρες τούτων είναι όλος ο λαός, όστις παρίσταται εδώ εις το θέατρον, ούτε δύνασαι να είπης ότι τα λέγω ψεύματα, διότι έτοιμος είμαι να σου δείξω και με το έργον την δύναμιν του Χριστού μου». Ούτως εκήρυξεν ο Άγιος την αλήθειαν και ίστατο όλος ο λαός από της τρίτης ώρας έως της εβδόμης, ακούοντες με περισσοτέραν γλυκύτητα αυτόν, παρά αν ήσαν εις πλουσιωτάτην τράπεζαν. Όταν ο λαός είδεν ότι ο Άγιος ήλεγξε τους ψευδωνύμους θεούς των βασιλέων, τον δε Χριστόν αληθή Θεόν ανεκήρυξε, καλών αυτούς μάρτυρας των θαυμάτων, εβόησαν όλοι με μίαν φωνήν λέγοντες· «Μη αμφιβάλλης εις ταύτα ποσώς, φρονιμώτατε έπαρχε, διότι ημείς είδομεν οφθαλμοφανώς ταύτα τα τεράστια και ουδέν ψεύδος, ούτε απάτη υπάρχει εις αυτά τα θαυμάσια. Γνώρισον λοιπόν και συ ως γνωστικώτατος την αλήθειαν και μη προσκυνής Θεόν άλλον ειμή μόνον εκείνον, τον οποίον κηρύττει ο μακάριος Μηνάς». Ο έπαρχος τότε ευλαβηθείς την πεπαρρησιασμένην ομολογίαν της πόλεως και βλέπων όλον σχεδόν τον λαόν με την γνώμην του Μάρτυρος, εδειλίασε, φοβηθείς μήπως αποτολμήσουν και επίθεσιν τινα κατ΄ αυτού. Μη δυνάμενος δε εξ άλλου να εναντιωθή προς την αλήθειαν, προσέταξε να κλείσωσιν εις την φυλακήν τον Άγιον και εγερθείς του θρόνου διέταξε την απόλυσιν του θεάτρου. Όθεν έκαστος απήλθεν εις την οικίαν του, ευφημούντες τον Άγιον, όστις εφυλακίσθη μεν, αλλ΄ η γλώσσα του ήτο ελευθέρα και έψαλλε ταύτα· «Έσωσας ημάς, Κύριε, εκ των θλιβόντων ημάς και τους μισούντας ημάς κατήσχυνας» (Ψαλμ. μγ: 8), «Ήνοιξας εν παραβολαίς το στόμα ημών και εφθεγξάμεθα προβλήματα απ΄ αρχής» (Ψαλμ. οζ: 2). ΟΟ δε έπαρχος, αναλογιζόμενος πόσον τον κατεφρόνησαν οι Αλεξανδρείς και πόσον θέλει τον κατακρίνει ο βασιλεύς, όταν ακούση τα γενόμενα, επικράνθη πολύ και εκοιμήθη νήστις. Όταν εξημέρωσε, συνήχθησαν εις το θέατρον περισσότεροι άνθρωποι, επιποθούντες να ίδωσι το τέλος της διαλέξεως. Ο δε έπαρχος, μαθών ταύτα, επρόσταξε να φέρουν όλα τα κολαστήρια όργανα, με τα οποία ετιμώρουν τους απειθείς και καθίσας επί του βήματος έστειλε να φέρουν δεδεμένον τον Μάρτυρα, δια να φοβηθή βλέπων ταύτα και λέγει προς αυτόν· «Εις ποίαν τύχην εθάρρευσας και ετόλμησας να καταπείσης όλον τον λαόν της πόλεως να αποστατήσουν από την βασιλικήν εξουσίαν, να καταφρονήσωσι τους θεούς και να πιστεύσουν εις την γνώμην σου σεβόμενον Θεόν νεώτερον;  Ή μήπως έβαλες κατά νουν να εξουσιάσης την πόλιν ταύτην τυραννικώς»; Λέγει προς αυτόν ο Άγιος· «Φανερόν είναι, ω έπαρχε, από το μέτριον σχήμα και τας άλλας μου εργασίας, ότι εγώ δεν έχω κατά νουν να ασκήσω καμμίαν τυραννίαν, ούτε τον λαόν παρεκίνησα εις απείθειαν, αλλ΄ ο ζήλος του Θεού, τον οποίον εγνώρισαν δια των σημείων, τους ηνάγκασε να καταφρονήσουν τους θεούς σας, διότι πρέπον είναι πας άνθρωπος, έχων γνώσιν και γνωρίσας το ψεύδος, να το μισή και να προσκυνή την αλήθειαν, η οποία είναι ο Χριστός».  Βλέπων ο έπαρχος ότι με τους λόγους μόνον δεν δύναται να πείση τον Μάρτυρα, λέγειπρος αυτόν· «Ούτω νομίζεις, ανόητε· αλλά τώρα θα σε κάμω εγώ να γνωρίσης ότι όλα αυτά, τα οποία είπες χθες και σήμερον, είναι φλυαρήματα και ότι δεν πρέπει να σέβεσαι τον Εσταυρωμένον· διότι όταν συ δεν δυνηθής να θεραπεύσης εκείνα τα μέλη, τα οποία εγώ θα σου κόψω, πώς να πιστεύσω ότι δίδεις εις άλλους την υγείαν, αφού δεν θα δύνασαι να ιατρεύσης τον εαυτόν σου»; Την γνώμην ταύτην του επάρχου επήνεσεν όλος ο λαός. Ο δε Άγιος είπε προς αυτόν· «Παρακαλώ τον Κύριον, να δοκιμάσης εις εμέ τον Χριστόν, διότι τότε ελπίζω να εκδυθής και συ την αξίαν, την οποίαν φορείς και να γίνης εις εκ των δούλων του ουρανίου Βασιλέως Χριστού του Θεού». Ο έπαρχος, οργισθείς εις τούτο πολύ και δια να εκδικήση την ύβριν ταύτην, καθώς την ενόμιζεν, ελπίζων δε και ότι με τούτο θέλει νικήσει τον Άγιον, προστάσσει να κόψουν με μαχαίρας όλην την σάρκα των ποδών του, ήτοι τα πέλματα και να μη αφήσουν ει μη μόνον τα κόκκαλα. Ο δε Άγιος, τοσούτον ανηλεώς τας σάρκας κατατεμνόμενος, επόνεσεν ολίγην ώραν, πλήν υπέμεινε τας αλγηδόνας ανδρείως και αφού τον αφήκαν οι δήμιοι, επήδησε και εστάθη ορθός, με τα οστά μόνον των ποδών και έψαλλεν· «Ο πους μου έστη εν ευθύτητι, εν Εκκλησίαις ευλογήσω σε, Κύριε» (Ψαλμ. κε: 12). Έρρεε λοιπόν το αίμα κρουνηδόν από τους πόδας του Μάρτυρος και έγινε το έδαφος όλον κόκκινον. Αυτός δε είχε την όψιν φαιδράν, την ψυχήν προς τους κινδύνους νεαράν και ακμάζουσαν και την γλώσσαν πεπαρρησιασμένην προς έλεγχον και απλώς ειπείν ήτο χωρίς φόβον ή δειλίαν τινά προς τα κολαστήρια. Τότε το θέατρον όλον εκρότησε τας χείρας, διότι ενικήθη ο έπαρχος, όστις δια να φύγη τον έλεγχον του Αγίου και να τον κάμη να μη δύναται πλέον να αντιλογή, προστάσσει να του ανασπάσουν την γλώσσαν από τον φάρυγγα. Ο δε είπε προς αυτόν· «Εάν εκβάλης και τας κόρας των οφθαλμών μου, ω έπαρχε, δεν θέλω προσκόψει, διότι ο νόμος του Χριστού θα είναι ως λύχνος εις τους πόδας μου». Όταν δε ανέσπων με σπουδήν οι υπηρέται την γλώσσαν του Μάρτυρος, έπασχε μεν ο γενναιότατος και αήττητος αγωνιστής, αισθανόμενος πόνον πολύν και ανείκαστον βάσανον, αλλά ηνδρίζετο καρτερικώς, έχων εις τον Χριστόν όλην αυτού την διάνοιαν. Μετά ταύτα εξησθένησε μεν η σωματική δύναμις του Αγίου, ο ψυχικός όμως πόθος προς τον Χριστόν ενεδυναμούτο και εδείκνυε με νεύματα προς τον έπαρχον και τους παρεστώτας, ότι όχι μόνον υπέμενε με καρτερίαν τα λυπηρά, αλλά και είχε ταύτα δια τρυφήν και αγαλλίασιν, επιθυμών μάλιστα και αυτόν τον θάνατον. Ο δε έπαρχος εσκανδαλίσθη, διότι δεν ελάμβανεν υπ΄ όψιν την τιμωρίαν ο Άγιος, αλλ΄ έθετε και τον λαόν μάρτυρα της ανδρείας του, και προστάσσει να εξορύξουν τους οφθαλμούς του. Οι δε υπηρέται, χωρίς καμμίαν συμπάθειαν, εξέβαλον ευθύς ανηλεώς τους οφθαλμούς του Μάρτυρος, όστις υπέμεινε και την βάσανον ταύτην γενναίως και έκλινε πολλάκις την κεφαλήν, ευχαριστών τον Θεόν, όστις τον ηξίωσε τοσούτον αγαθών. Βλέπων ταύτα ο έπαρχος επικράνθη και ήτο εις την ψυχήν σκυθρωπός· όθεν εγερθείς εκ του θρόνου προσέταξε να φυλάττουν το λείψανον έως την αύριον, δια να το δώσωσιν εις τα θηρία να το φάγουν, να μη μείνη ουδέν εις ενθύμησιν. Οι δε στρατιώται, λαβόντες τον Άγιον, όστις είχεν ακόμη ολίγην πνοήν, τον έρριψαν εις την φυλακήν άνευ επιμελείας τινός. Κατά δε την τρίτην ώραν της νυκτός ήλθεν άμετρον φως εις το δεσμωτήριον και εξαίφνης παρουσιάζεται ο Δεσπότης Χριστός εις τον τόπον, εις τον οποίον ήτο ερριμμένος ο Άγιος και πρώτον μεν του έδωκε θάρρος και προθυμίαν πολλήν, έπειτα ανέπλασε την γλώσσαν, τους οφθαλμούς και τους πόδας του και απλώς απ΄ εκεί όπου ήτο σχεδόν νεκρός, τον κατέστησεν όλον υγιά και ούτε μικρότατον σημείον πληγής τινός έμεινεν, αλλ΄ έγινεν υγιέστερος και δυνατώτερος από πριν. Έπειτα λέγει προς αυτόν ο Δεσπότης· «Πρόσεχε, ω Μηνά, διότι εγώ ειμι Ιησούς Χριστός, δια τον οποίον έπαθες τόσα βάσανα και δεν σε εγκατέλειψα πρότερον, ούτε εμάκρυνα από σου, αλλ΄ ανέμενον να φανερωθή ενώπιον των αρχών και των εξουσιών η αγάπη την οποίαν έχεις προς εμέ, δια να την γνωρίσουν άνθρωποι και δαίμονες, να θαυμάσωσιν. Επειδή λοιπόν η προς εμέ αγάπη σου έγινε πλέον φανερά, από τώρα και εις το εξής θα είμαι μετά σου και φανερά θα σε βοηθώ. Γνώριζε δε και τούτο, ότι αύριον θέλει γίνει ικέτης σου ο έπαρχος Ερμογένης, όστις εχθρεύεται τόσον το όνομά μου και εις ολίγας ημέρας θέλει γίνει συναθλητής σου και αυτός και θα μαρτυρήση δι΄ εμέ, διότι είναι ανάξιον της φιλανθρωπίας μου να παραδράμω την χρηστότητα αυτού, επειδή έχει μεγάλην συμπάθειαν προς τους πένητας και φυλάττει σωφροσύνην, χωρίς να έχη ακόμη διδαχθή το Ευαγγέλιον και τους νόμους μου».Ταύτα ειπών ο Σωτήρ, ενεφύσησεν εις αυτόν Πνεύμα άγιον και τον αφήκε πλήρη ευφροσύνης και αγαλλιάσεως. Ο δε έπαρχος, επειδή και αυτός ήτο άνθρωπος γλυκύς τε και φρόνιμος και εγνώριζε τον μακάριον Μηνάν, ότι ήτο σοφός και περιφανής την ψυχήν, ακόμη δε ότι ήσαν και από την αυτήν πατρίδα, έξυπνος γενόμενος το μεσονύκτιον και ελευθερωθείς από τον θυμόν, ο οποίος τον εσκότιζε πρότερον, διελογίζετο οποίας τιμωρίας έδωκε του Αγίου και πόσην υπομονήν έδειξεν εκείνος μη πράξας ή ειπών αγενές τι και άπρεπον και ότι απωλέσθη τοιούτος σοφώτατος άνθρωπος, όμοιος του οποίου δεν ήτο άλλος εις την σοφίαν και τας γνώσεις. Ταύτα διελογίζετο, διότι ενόμιζεν ότι ο Άγιος απέθανεν από τας πολλάς τιμωρίας. Όθεν κατέκρινε τον εαυτόν του ότι δεν τον εκολάκευε, ώστε να έχη τοιούτον άνθρωπον σύντροφον. Ταύτα ο έπαρχος διαλογιζόμενος εδάκρυε μετανοών δι΄ όσα ετέλεσε πρότερον. Πλην επειδή τα γενόμενα ουκ απογίνονται, έκρινε καλόν να τιμήση καν τον λείψανόν του κατά το πρέπον, να το ενταφιάση δηλαδή με δόξαν πολλήν και ούτω να αποκαταστήση κατά το δυνατόν τον εξευτελισμόν, τον οποίον του έκαμεν. Όταν λοιπόν εξημέρωσε, προσέταξεν ο έπαρχος να συναχθή όλη η πόλις εις το θέατρον και να φέρουν εντίμως το σώμα του Μάρτυρος. Εισελθόντες δε οι απεσταλμένοι εις την φυλακήν, είδον θαύμα φρικτόν και εξαίσιον. Είδον φως και λάμψιν αμέτρητον και δύο άνδρας ωραίους την όψιν φέροντας όπλα και φυλάσσοντας τον Μάρτυρα, αυτόν δε ζώντα και σώον καθ΄ όλα τα μέλη, ψάλλοντα δε τοιαύτα· «Εάν πορευθώ εν μέσω σκιάς θανάτου, ου φοβηθήσομαι κακά, ότι συ μετ΄ εμού ει, Κύριε» (Ψαλμ. κβ: 4). Εκπλαγέντες λοιπόν εις τοιαύτην θέαν οι υπηρέται ενόμισαν ότι βλέπουσιν όνειρον· αλλ΄ αφού εγνώρισαν ότι ήσαν αληθινά τα ορώμενα εκ θείας δυνάμεως εβόησαν άπαντες· «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών». Είτα απορρίπτουσι τα στρατιωτικά ξίφη και μη λαμβάνοντες καν κατά νουν τον θυμόν του δικαστού, αλλά καταφρονούντες και τους άρχοντας και τον βασιλέα, επίστευσαν εις τον Χριστόν και έμειναν με τον Άγιον. Επειδή δε είχε συναχθή όλος ο λαός εις το θέατρον με πόθον πολύν να ίδωσι το άγιον Λείψανον και εδυσανασχέτουν δια την αργοπορίαν των στρατιωτών, έστειλεν ο έπαρχος περισσοτέρους άνδρας να εκτελέσουν την υπηρεσίαν ταχύτερον, οίτινες ως είδον τα γενόμενα επίστευσαν και αυτοί εις τον Χριστόν και ίσταντο όλοι με πολλήν ευλάβειαν και φόβον ενώπιον του Αγίου, ως να ήτο αυτός ο Θεός. Ακούων δε ο Άγιος ότι ολόκληρος η πόλις ήτο συνηθροισμένη δι΄ αυτόν και θέλουν πιστεύσει όλοι εις τον Χριστόν, βλέποντες τοιαύτην θαυματουργίαν, έσπευσε με τους στρατιώτας να φθάση εν βία εις το θέατρον. Ο δε λαός, ιδόντες αυτόν, ενόμισαν φάντασμα την αλήθειαν, αλλά αφού τον επρόσεξαν καλλίτερα και είδον ότι ήτο αυτός ο Μηνάς και έβλεπε με τους οφθαλμούς, περιεπάτει με τους πόδας και εκελάδει η εύλαλος γλώσσα του, εβόησαν άπαντες· «Εκυρίευσεν η δύναμις του Χριστού τον θάνατον. Καλότυχος η Αλεξάνδρεια, ήτις σήμερον ελυτρώθη της πλάνης των ειδώλων και εδιδάχθη την αλήθειαν. Του Θεού είναι αναμφιβόλως αυτή η εξουσία και η δύναμις. Ανδρίζου ρήτορ, χαίρε Αθλητά του αληθινού και σώζοντος Θεού». Εκπλαγείς ο έπαρχος εις το παράδοξον θέαμα, ηγέρθη του θρόνου και προστάσσει τον λαόν να σιωπήσουν και να πλησιάση ο Άγιος, βλέπων δε αυτόν ενόμιζεν ότι βλέπει όνειρον, διότι δεν είχεν ακόμη δοκιμάσει τον Χριστόν. Ψηλαφήσας λοιπόν τον Άγιον με τας χείρας του, εγνώρισε το θαυμάσιον και έμεινεν ως εξεστηκώς επί πολλήν ώραν. Έπειτα είπε προς αυτόν· «Λέγε μοι, ω άνθρωπε, φιλαλήθως περί του Θεού σου, τι πράγματα παράδοξα είναι αυτά τα οποία βλέπομεν, και τα οποία άλλος δεν δύναται να κάμη, ειμή μόνον αυτός ο Θεός; Ειπέ μοι με ακρίβειαν τα περί της Πίστεως του Χριστού». Τότε ο Άγιος εδίδαξεν αυτούς με βραχυλογίαν τα περί της ανάρχου υπάρξεως του Θεού και Πατρός, τα περί της σωματικής παρουσίας του Χριστού επί τηε γης, τα περί του σωτηρίου Πάθους και όλου του της ενσάρκου οικονομίας μυστηρίου. Εις δε το τέλος είπε και ταύτα· «Επειδή λοιπόν, ω έπαρχε, ο Θεός είναι αγαθός και φιλάνθρωπος και κατέβη δια την σωτηρίαν των ανθρώπων επί της γης, δεν θέλει να υπάγη τις εις την απώλειαν, να ζημιωθή τα αιώνια αγαθά· και καθώς η μήτηρ αγαπά το τέκνον, το οποίον εγέννησε και επιμελείται αυτό υπομένουσα τας ύβρεις, τας οποίας της κάμνει δια την αγνωσίαν του και δεν το εχθρεύεται, διότι νικάται υπό των φυσικών σπλάγχνων, ούτω και ο ελεήμων Θεός προνοεί και κυβερνά την δημιουργίαν αυτού και ως Πατήρ μας υπομένει τας ύβρεις, τας οποίας του κάμνομεν από την πολλήν αγνωσίαν μας και μας υπομένει με φιλανθρωπίαν αμέτρητον, ουδέν έτερον ποθών, ειμή μόνον να αξιωθώμεν της δόξης του, να φθάσωμεν «εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας (πνευματικής) του πληρώματος του Χριστού Αυτού», καθώς μας διδάσκει ο Παύλος (Εφεσ. δ: 13). Επειδή λοιπόν είδεν ο Σωτήρ ότι τον κατεφρονήσαμεν και τον παρωργίσαμεν με τα βδελύγματα των ειδώλων σας, τα οποία προσκυνείτε ως θεούς και εις την δύναμιν αυτού δεν πιστεύετε, μας ελυπήθη ως τέκνα του και ήλεγξε σήμερον την πλάνην των ειδώλων σας, ίνα και σεις γνωρίσητε την αήττητον Αυτού δύναμιν». Αφού τοιαύτα και έτερα πλείονα είπεν ο Άγιος, προσέθεσε κατόπιν και ταύτα· «Ας σκεφθή λοιπόν έκαστος εμέ, άνθρωπον γέροντα και αδύνατον φυσικώς, ακόμη δε περισσότερον εξησθενημένον από τα βασανιστήρια, τα οποία μου εκάμετε και πως, ενώ χθες με ερρίψατε ως νεκρόν εις την φυλακήν, τώρα ίσταμαι όλος υγιής, απαθής και ακέραιος, ως να ήτο άλλος εκείνος, όστις εβασανίσθη, και ανεγεννήθην ισχυρότερος. Όθεν όστις θέλει να εύρη τον αληθινόν Θεόν, ας τον εννοήση από εμέ σήμερον, διότι δεν είναι άλλος από εκείνον όστις την γλώσσαν και τους πόδας και τους οφθαλμούς μού εχάρισε και ας πιστεύση από τούτο, ότι Αυτός έπλασε και τον κόσμον όλον απ΄ αρχής και την κίνησιν έδωκεν εις τα πάντα. Μη βραδύνης λοιπόν, ω έπαρχε, ως γνωστικώτατος, να γνωρίσης Εκείνον, όστις σε σκέπει και αναμένει την επιστροφήν σου, διότι, καθώς μού είπε σαφέστατα ο Χριστός, όταν με εθεράπευσεν, θέλεις έλθει και συ προς Αυτόν και θα συμμαρτυρήσης με εμέ δια την ομολογίαν του. Χαίρε λοιπόν και αγάλλου, σοφώτατε, διότι αντί του προσκαίρου τούτου και φθαρτού βασιλέως, του οποίου είσαι δούλος, γίνεσαι φίλος του αθανάτου και αιωνίου Βασιλέως και συγκληρονόμος της των Αγίων μακαριότητος εις την Βασιλείαν των ουρανών». Ταύτα ειπόντος του Αγίου εγνώρισεν ο έπαρχος την αλήθειαν, μάλιστα διότι τον επεσκίασεν η θεία Χάρις και τους ψυχικούς οφθαλμούς του διήνοιξεν· όθεν ήρχισεν από τους λόγους του Μάρτυρος και από το φανερώτατον θαύμα της θεραπείας του να εννοή τον αληθή Θεόν και να δέχεται φωτισμούς ευσεβείας εις την ψυχήν. Ενεθυμείτο δε και την οπτασίαν, την οποίαν είδεν εις το πέλαγος, ότι ο φανείς εις αυτόν Θεόν εβούλετο να τον συναριθμήση με τους υπηρέτας και φίλους του και ταύτα συλλογιζόμενος ο Ερμογένης έχαιρε μεν δια το μεγαλείον του πράγματος, διηπόρει όμως και εδίσταζε πώς να αξιωθή παρευθύς να γίνη φίλος τοιούτου Θεού, αφού επί τόσα έτη ευρίσκετο εις την πλάνην της ειδωλολατρίας. Η δε θεία Χάρις, δια να τον φέρη εις επίγνωσιν, του φανερώνει λαμπρότερα σύμβολα της αληθείας και είδεν αυτός και άλλοι τινές, οι οποίοι ήσαν πλησίον του, δύο άνδρας λευκοφόρους, λάμποντας ως αστραπή, και φέροντας πτέρυγας, οι οποίοι παρέστησαν έμπροσθεν του Αγίου με όπλα πολεμικά και έθεσαν εις την τιμίαν αυτού κεφαλήν στέφανον λαμπρόν και ωραιότατον. Ταύτα βλέπων ο έπαρχος, ηρώτησε τους πλησίον εάν τα έβλεπον και αυτοί, εκείνοι δε απεκρίθησαν, ότι τα έβλεπον καθαρώτατα. Τότε ηγέρθη του θρόνου περιχαρής και εβόησε προς το πλήθος λαμπρά τη φωνή· «Όντως αληθινού Θεού είναι δούλος ο άνθρωπος ούτος και μέγαν Θεόν μάς κηρύττει. Αυτόν ομολογώ και εγώ Θεόν αληθέστατον, όστις αναπλάσσει όσους αγωνίζονται δι΄ αυτόν και τους βραβεύει, ουρανόθεν χαρίζων εις αυτούς νίκας κατά των εχθρών, καθώς φανερά το βλέπομεν τώρα ενώπιόν μας και με νοεράν συμμαχίαν δικαιώνει και σκέπει αυτούς. Ομολογώ λοιπόν ότι έως τώρα ευρισκόμην λανθασμένος, προσκυνών τους πονηρούς δαίμονας». Ταύτα δε λέγων επόθει να σπεύση και να φιλήση τους πόδας του Μάρτυρος, αλλά δεν ετόλμα δια την θαυμάσιον όψιν και παρουσίαν των Αγγέλων, οίτινες και έγιναν πάραυτα άφαντοι από των οφθαλμών του, δια να μη τους φοβήται. Τότε λοιπόν, ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύ! Έδραμεν ο έπαρχος και πίπτων έμπροσθεν του Αγίου και καταφιλών ευλαβώς τους πόδας του, έλεγεν· «Εύξαι υπέρ εμού εις τον αληθινόν Θεόν σου και παρεκάλεσέ τον να δεχθή και εμέ τον ανάξιον δούλον του, να μη με βδελυχθή δε δια τας αμαρτίας μου, διότι τώρα εγνώρισα από σε οποίους δορυφόρους έχουν όσοι είναι του Χριστού δούλοι γνήσιοι και τίνα πληρωμήν και πόσας αμοιβάς δίδει εις αυτούς δια τον κόπον των και τους στέλλει θαυμαστούς και φοβερούς υπηρέτας να τους φυλάττωσι, τους οποίους δεν ημπορούμεν να ίδωμεν πρότερον, διότι είμεθα εναγείς και ακάθαρτοι. Δειλιώ λοιπόν και αμφιβάλλω, μήπως και με εκδιώξει ο Χριστός ως ανάξιον· όθεν σε παρακαλώ να δεηθής προς αυτόν να με συναριθμήση με τους ευτελεστέρους δούλους του και να είναι τούτο αρκετόν εις εμέ· επί πλέον επιποθώ να με αξιώση να παιδευθώ τώρα και να τιμωρηθώ δια την προτέραν πλάνην και αφροσύνην μου». Ταύτα ακούων μετά χαράς ο Άγιος λέγει προς αυτόν· «Μη έχης αμφιβολίαν τινά εις την ανεξικακίαν του Θεού μου, λαμπρότατε έπαρχε, αλλ΄ έχε θάρρος, διότι εγώ γινώσκω την φιλανθρωπίαν αυτού και είναι τοσούτον ελεήμων και μετανοών επί κακίαις ανθρώπων, ώστε όχι μόνον δεν σε αποστρέφεται, αλλά και το όνομά σου έγραψεν εις την βίβλον της ζωής και κατεδέχθη να συνδοξάσωμεν ομού το Όνομά του το Άγιον με το ποθητόν Μαρτύριον». Αφού είπε ταύτα και επειδή εγνώριζεν, ότι όλος ο λαός ήτο νήστις και ίσταντο εκπληττόμενοι, προτιμώντες να ακούουν τους λόγους του μάλλον ή να καταλύσουν σωματικήν τροφήν, τους απεχαιρέτησε, υποσχόμενος εις αυτούς να ανταμωθώσι και πάλιν κατά την αύριον. Ο έπαρχος όμως δεν απεχωρίσθη πλέον από του Αγίου, αλλ΄ έλαβεν αυτόν εις τον οίκον του και του εζήτει να του ερμηνεύση την Πίστιν, να εννοήση καλώς την ακρίβειαν αυτής. Κατά δε την επομένην, πριν ακόμη ανατείλη ο ήλιος, συνηθροίσθη εις το θέατρον τόσον πλήθος ανθρώπων, ώστε δεν ήτο δυνατόν να τους χωρέση, βλέποντες δε τον Άγιον ομού μετά του επάρχου, εβόησαν άπαντες· «Πιστεύομεν άπαντες εις τον Θεόν εκείνον, τον οποίον συ κηρύττεις και αρνούμεθα τα αναίσθητα είδωλα». Ευχαριστήσας δε τον Θεόν ο Άγιος, τους επήνεσεν, υποσχόμενος ότι θα έχουν μισθόν περισσότερον διότι ταχέως επέστρεψαν εις την ορθήν Πίστιν, παρά αν ήθελον βραδύνει να πραγματοποιήσουν την επιστροφήν αυτήν και εξηκολούθουν παραμένοντες επί πολύ εις την απιστίαν· όταν δε βαπτισθούν, θα γίνουν μέτοχοι των δωρεών του Κυρίου. Ταύτα ειπών ο Άγιος ηυχήθη αυτούς λέγων· «Ο Θεός να σας αξιώση του αγίου Βαπτίσματος και να σας κάμη χρησίμους εις πάσαν Αυτού εργασίαν και δούλευσιν. Ερωτήσατέ με δε ακόμη, ό,τι θέλει έκαστος περί Θεού και εγώ μετά χαράς θα αποκρίνωμαι». Ο δε έπαρχος μεθ΄ όλου του πλήθους είπον προς αυτόν· «Δεν έχομεν πλέον αμφιβολίαν περί του Θεού σου, Άγιε, διότι όλα τα εγνωρίσαμεν φανερά και πιστεύομεν όσα μάς είπες· εν μόνον ζητούμεν και ποθούμεν, να γίνωμεν φίλοι και δούλοι Αυτού με το άγιον Βάπτισμα. Αληθώς απροσωπόληπτος είναι ο Θεός, όστις δια την σωφροσύνην του επάρχου και την προς τους πένητας παρεχομένην υπ΄ αυτού προστασίαν έδωκεν εις αυτόν αμοιβήν την ευσέβειαν». Τότε προστάσσει ο Άγιος να φέρουν ύδωρ και κλίνας την κεφαλήν ο έπαρχος εβάπτισεν αυτόν ο Άγιος λέγων· «Δέχεται το λουτρόν της αναγεννήσεως ο δούλος του Θεού Ερμογένης εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». Ούτως εβαπτίσθη ο έπαρχος προς μεγίστην χαράν των παρακολουθούντων. Μετά ταύτα διελύθη το θέατρον, και απήλθεν έκαστος εις τα ίδια. Ευρέθησαν δε τότε παρόντες εις την πόλιν δεκατρείς Επίσκοποι, οίτινες ήλθον από τα περίχωρα και από την έρημον δια να ίδουν τους αγώνας του Μάρτυρος και να επισκεφθούν και τους πιστούς, οίτινες ήσαν εις την χώραν. Λέγει δε προς αυτούς ο Άγιος· «Δεν είναι δίκαιον, Άγιοι Αρχιερείς, να στερηθή η Εκκλησία τοιούτου ανδρός πολυμαθούς και σώφρονος και εις την διάνοιαν υψηλού, αλλά χειροτονήσατε αυτόν Αρχιερέα, αν φαίνεται πρέπον εις την θεοφιλίαν σας». Τότε οι Αρχιερείς βλέποντες τον Ερμογένη ότι δεν ηναντιώθη ουδόλως, δια την πολλήν ευλάβειαν την οποίαν είχε προς τον Άγιον, τον εχειροτόνησαν Κληρικόν· έπειτα του έδωκαν κατά τάξιν όλους τους βαθμούς και τέλος τον εχειροτόνησαν Αρχιερέα. Ο δε Άγιος κατά την εβδόμην από της χειροτονίας του ημέραν συνήθροισεν όσον χρυσίον είχε και ό,τι άλλα πολύτιμα πράγματα, καθώς και άπασαν την περιουσίαν του και τα διένειμεν εις χείρας των πενήτων· έπειτα απαρνησάμενος πάσαν τρυφήν και όλα εκείνα εις τα οποία χαίρονται οι φιλόκοσμοι, εγκαταλείψας δε και πάσαν άλλην φροντίδα, εκίνησε με την βοήθειαν όλου του πλήθους πόλεμον κατά των δαιμόνων, έχων προς αυτούς μνησικακίαν, δια να εκδικηθή την προτέραν πλάνην και εις ολίγας ημέρας κατέσκαψε όλους τους βωμούς των και κρημνίσας πάντα τα είδωλα, ύψωσε τον ζωοποιόν Σταυρόν και ωκοδόμησεν Εκκλησίαν, δια να προσκυνήται το όνομα του Χριστού και καθ΄ ημέραν εβάπτιζε τόσους εκ των πιστευόντων, ώστε αριθμόν δεν είχον, τους δε δαιμονιώντας και ησθενημένους, μόνον αν ήθελεν επικαλεσθή επ΄ αυτούς το γλυκύτατον όνομα του Χριστού, τους εθεράπευεν από πάσαν ασθένειαν και τους δαίμονας παρευθύς εδίωκεν. Εδίδασκε δε τον λαόν καθ΄ εκάστην να φυλάττουν αγνείαν, σωφροσύνην, θεοσέβειαν, ταπεινοφροσύνην, αγάπην, πραότητα, ακτημοσύνην και πάσαν άλλην πράξιν ενάρετον, παρέχων τον εαυτόν του ως υπόδειγμα, καθώς πρέπει να πράττη πας όστις διδάσκει, ήτοι πρώτον έπραττεν αυτός τας αρετάς και έπειτα εδίδασκε τους άλλους. Εις ολίγας ημέρας λοιπόν έγινεν όλη η Αλεξάνδρεια μία ποίμνη και εις Ποιμήν, ο Δεσπότης Χριστός· αλλά πάλιν ο μισόκαλος διάβολος, μη δυνάμενος να βλέπη την Εκκλησίαν του Χριστού μας ατάραχον, παρεκίνησεν άνθρωπον τινα του συνεδρίου δεισιδαίμονα, το όνομα Ρουστίκιον, όστις βλέπων τους βωμούς των ειδώλων κατηδαφισμένους τελείως, τα δε θυσιαστήρια των Χριστιανών ανεγηγερμένα, εμέθυσεν από τον θυμόν· όθεν επήγεν εις τον βασιλέα και του λέγει· «Γνώριζε, πολυχρονημένε βασιλεύ, ότι κατεφρονήθη πάσα θυσία, υβρίσθησαν οι σεμνοί μας θεοί, κατηδαφίσθησαν και διελύθησαν όλοι οι βωμοί εκ θεμελίων και με ένα λόγον καθηρέθησαν τελείως και απωλέσθησαν οι θεοί μας, διότι ο έπαρχος Ερμογένης έγινε Χριστιανός και έκαμαν τόσα με τον Μηνάν, ώστε προσκυνείται πανταχού ο Χριστός χωρίς φόβον τινά, ακολουθεί δε οπίσω αυτών όλη η Αλεξάνδρεια. Λοιπόν, εάν δεν βάλης φροντίδα και μελέτην πολλήν εις ταύτην την υπόθεσιν, να καταστρέψης τα ιερά των Χριστιανών και να αναστήσης τους θεούς μας, εχάθη εις ολίγον καιρόν η βασιλεία σου παντελώς και η του Χριστού στερεώνεται». Ταύτα και άλλα πολλά λέγων ο αλιτήριος Ρουστίκιος, εκίνησε τον βασιλέα εις οργήν πολλήν και εις θυμόν άμετρον κατά του επάρχου και πάσης της πόλεως και απεφάσισε να υπάγη μόνος του το ταχύτερον να τους εξολοθρεύση. Ευχαριστήσας λοιπόν ο βασιλεύς και τιμήσας πολύ τον Ρουστίκιον, ότι ήτο προς τους θεούς ζηλωτής, προσέταξε να συναχθούν δέκα χιλιάδες ανδρείοι στρατιώται, δια να τον συνοδεύσουν. Τούτου δε γενομένου, και αφήσας πάσαν άλλην φροντίδα του Κράτους, απήλθε με βίαν οιλλήν εις την Αλεξάνδρειαν και προστάσσει να φυλακίσουν τους Αγίους και την επομένην ημέραν να τους φέρουν γυμνούς εις το θέατρον. Την επομένην συνήχθη όλη η πόλις, να ίδωσι τι μέλλει να γίνη. Όταν δε έφεραν τους Αγίους ιδών αυτούς ο βασιλεύ, εβόησε λέγων· «Τι είναι τούτο, θεοί παντοδύναμοι; Να τιμήσω αυτόν τον πλάνον, να τον αξιώσω τοσαύτης προνοίας και να του εμπιστευθώ τας πρώτας αρχάς, πράγμα το οποίον εις άλλον τινά δεν έκαμα, και αυτός να γίνη προς εμέ τοσούτον αχάριστος και να έλθη εις τοσαύτην αφροσύνην,  ώστε να κόψη τας τρίχας της κεφαλής του και να γίνη ως τους μίμους, οίτινες παρακινούν με τας κωμωδίας των τους ανθρώπους εις γέλωτα»; Ούτως ειπών, εστράφη προς τον Ερμογένη και λέγει προς αυτόν· «Ειπέ μοι, δύστηνε, διατί σου έδωσα την εξουσίαν γης και θαλάσσης και σε έκαμα έπαρχον ισόβιον; Εγώ σε εδόξασα, διότι ήσο ευλαβής και ευγνώμων προς τους θεούς και ήλπιζα ότι δεν ήθελες ποτέ αρνηθή αυτούς, ό,τι δήποτε και αν ήθελε σου συμβή. Ήλπιζα ακόμη ότι χάρις εις την γνώσιν σου θα επανέφερες τούτον τον λόγιον και σοφόν άνδρα από την πλάνην εις την οποίαν ωλίσθησε και θα τον αποκαθίστας εις την πάτριόν του θρησκείαν. Συ όμως τι είδες; Τι έπαθες και συνεκοινώνησες εις την κακοδοξίαν αυτού, κουρεύσας μάλιστα την κεφαλήν, ανόητε, ως να είσαι μίμος του θεάτρου και γελοίος»; Ταύτα είπεν ο Μαξιμίνος με πολύν θυμόν και οργήν αμέτρητον, εκοίταζε δε αυτούς με αγρίαν και θηριώδη όψιν, δια να τους φοβίση και να επιστρέψουν ταχέως εις την γνώμην του. Αλλ΄ ο ελεήμων και ταχύς εις βοήθειαν Θεός έστειλε δύο Αγγέλους να τους δώσουν θάρρος, είπον δε ούτοι προς αυτούς· «Μη φοβηθήτε την οργήν του βασιλέως, αλλά πολεμήσετε αυτόν ανδρείως, και θα τον νικήσητε· ο Θεός θέλει σας δώσει την δύναμιν». Τότε απεκρίθη ο Ερμογένης και του λέγει· «Εάν έχης ολίγην υπομονήν, σοφώτατε βασιλεύ, θέλω σου είπει την αιτίαν, ήτις με ηνάγκασε και κατεφρόνησα τας ευδαιμονίας σου και τας τιμάς, εις τας οποίας, καθώς λέγεις, με ηξίωσας, και ήλθον πρόθυμος εις τοιαύτην τύχην, ώστε να φαίνωμαι μωρός, πτωχός, άτιμος και γελοίος εις τους ανθρώπους, να ονομάζωμαι δούλος Χριστού, άγνωστος και πλάνος εκουσίως και με το θέλημά μου. Όχι δε μόνον ταύτα, αλλά και να είμαι έτοιμος να καταφρονήσω και ξίφος και πυρ και θηρία και να διψώ δι΄ αγάπην Χριστού τον θάνατον μάλλον ή την ζωήν. Εις τούτο θέλουν μαρτυρήσει και όλοι ούτοι, οίτινες είδον οφθαλμοφανώς όσα πρόκειται να είπω· μάλιστα και μόνος σου θα τα ίδης, εάν θέλης, σήμερον. Δεν θέλω δε είπει παρά μόνην την αλήθειαν». Λέγει προς αυτόν ο βασιλεύς· «Αυτό ποθώ και εγώ να ακούσω».Τότε λέγει ο Άγιος· «Εγώ, κράτιστε βασιλεύ, ήμην πολύ ηγριωμένος κατά του Χριστού και με πολύν πόθον ελάτρευον τους νομιζομένους θεούς και εδούλευον εις την βασιλείαν σου επιμελώς, καθώς το γνωρίζεις. Ελθών δε με φαντασίαν μεγάλην εις την χώραν ταύτην, ηγωνίσθην πολύ με κολακείας και απειλάς να φέρω τον άνθρωπον τούτον εις την δυσσέβειαν των πατέρων μας, αλλά δεν ηδυνήθην, μάρτυς των λόγων μου είναι όλος ο λαός, όστις γνωρίζει πόσα έκαμα δια να τον απομακρύνω από την ευσέβειαν· διότι δεν εγνώριζα ο άφρων, ότι ούτος ήτο αμετάβλητος εις την Πίστιν του, έχων την γλώσσαν πεπαρρησιασμένην και ανίκητον εις τας αποκρίσεις και την ψυχήν έτοιμον να υποστή πάσαν μάλλον τιμωρίαν και βάσανον παρά να αρνηθή τον Χριστόν. Τέλος δε, δια να αφήσω τα περιττά, βλέπων ότι ουδόλως ελάμβανεν υπ΄ όψιν του το κράτος και την εξουσίαν μου, αλλ΄ αντιλέγων ήλεγχε τους θεούς, επρόσταξα να κόψουν τα πέλματα των ποδιών του, να αποσπάσουν την γλώσσαν του και να εκβάλουν τους οφθαλμούς του. Και οι μεν δήμιοι εξετέλεσαν τα προσταχθέντα, αυτός δε έμεινεν ως νεκρός κατά την ανθρωπίνην φύσιν και τον έρριψαν εις την φυλακήν. Όμως, δια να είπω την αλήθειαν, ύστερα τον ελυπήθην και εγώ και επόνεσεν η ψυχή μου, διότι απωλέσθη τοιούτος σοφώτατος άνθρωπος, νομίζων ότι απέθανε. Το πρωϊ στέλλω να φέρουν το λείψανόν του, δια να τον θάψωμεν τουλάχιστον καθώς πρέπει. Όταν όμως ήλθε και είδον αυτόν υγιά, με οφθαλμούς και πόδας, και ήκουσα την κεκομμένην γλώσσαν του να διαλέγεται σοφώτατα και να ομιλή γλυκύτατα, ενόμιζα ότι έβλεπον όνειρον και τρίψας τους οφθαλμούς, μήπως είναι φάντασμα, επήδησα εκ του θρόνου και ψηλαφήσας εγνώρισα ότι αυτός ήτο ο Μηνάς. Τότε ενικήθην από την αλήθειαν, έχων αψευδή μάρτυρα την συνείδησιν· αλλ΄ ιδού και αυτός είναι παρών και ο λαός όστις παρηκολούθησε τας τιμωρίας. Ερεύνησον λοιπόν και συ το θαύμα, ως θέλεις, δια να το ίδης με τους οφθαλμούς σου». Ταύτα ειπών ο Άγιος ηρώτησε τον βασιλέα· «Ειπέ μοι λοιπόν και συ, βασιλεύ, είδε τις ποτε τους θεούς σας να τελέσουν τοιαύτα θαυμάσια, καθώς είδα εγώ τον Χριστόν αναπλάσαντα και ψυχώσαντα εξαίφνης όλον τον άνθρωπον; Όθεν από τούτο ας γνωρίση έκαστος την δύναμιν Αυτού, διότι, εάν δεν ήτο Θεός, δεν θα εποίει τοιαύτα εξαίσια πράγματα. Όστις λοιπόν βλέπει τοιαύτα θαυμάσια και δεν καταφρονήση πρόσκαιρον δόξαν και βασιλείαν επίγειον και πάσαν σωματικήν ηδυπάθειαν, δια να γίνη φίλος τοιούτου Θεού, να φωτίζη τυφλούς, να ανιστά νεκρούς, να μετακινή τα όρη και να μεταπλάττη όλην την κτίσιν ως βούλεται και, το ακριβέστερον, να είναι βέβαιος, ότι μέλλει να βασιλεύη αιώνια και αυτός δεν εκτιμήση τοιαύτα χαρίσματα, ο τοιούτος κατ΄ αλήθειαν είναι μωρός και ανόητος, καν έπαρχος είναι, καν βασιλεύς, διότι δεν γνωρίζει το όφελός του. Δια ταύτην την αιτίαν και εγώ εβδελύχθην τους μύθους και τους θεούς σας και όλην την φαινομένην ευδαιμονίαν απαρνησάμενος προσέδραμον εις τον Χριστόν και ηγάπησα μάλλον να είμαι κακοδαίμων, καθώς με είπες και ανόητος. Ιδού ήκουσας εξ ημών τα ιδικά μας και εάν θέλης να τα γνωρίσης και εις την πράξιν, μη αμελήσης, αλλά συλλογίσθητι να μας δώσης την δεινοτέραν βάσανον, την οποίαν δύναται να εύρη ανθρώπινος νους. Βάλε θηρία να μας αναλώσουν, ρίψε μας εις κρημνούς, βύθισόν μας εις την θάλασσαν, κατάχωσέ μας εις την γην, κατάκαυσόν μας εις πυρ, κόπτε με μαχαίρας τα μέλη μας και μεταχειρίσου εναντίον μας πάσαν άλλην τιμωρίαν, καθώς και εγώ πρωτύτερα, όταν ήμην τυφλός ως συ, έκαμα προς τούτον τον μέγαν φωστήρα και άμισθον διδάσκαλον Μηνάν, όστις με εχειραγώγησε προς την αλήθειαν». Ο μεν λαός λοιπόν εθαύμασε την παρρησίαν του Ερμογένους, την ανδρείαν και την εις το λέγειν σοφίαν και μάθησιν. Ο δε βασιλεύς, μη δυνάμενος να εναντιωθή εις τα λεγόμενα, διότι όλος ο λαός ήσαν μάρτυρες και το θαύμα φανερόν αφ΄ εαυτού και βάλλων κατά νουν, ότι εάν τον αφήση να μακραίνη τον λόγον ακόμη, θέλουν ελεγχθή οι θεοί του και αυτός θα καταισχυνθή περισσότερον, είχεν απορίαν και λύπην πολλήν. Όθεν προστάσσει να κόψουν τας χείρας του Ερμογένους από τον ώμον και τους πόδας του από τα γόνατα και να τα βάλουν εις την εσχάραν έμπροσθεν αυτού να τα ψήσωσιν. Έπειτα να σχίσωσι την κοιλίαν του με κοντάρια, να χυθούν όλα τα εντόσθια και το επίλοιπον του σώματος να ρίψουν εις τον ποταμόν. Τότε οι άσπλαγχνοι δήμιοι, αρπάσαντες τον Άγιον, έκοψαν με τα ξίφη ανηλεώς τας χείρας και τους πόδας του. Εκείνος δε ητόνισεν από τους πόνους και απέκαμεν, όμως υπέμενε με πολλήν καρτερίαν ανδρείως, ως να έβλεπεν άλλον τιμωρούμενον και όχι εαυτόν. Όταν δε είδε τα μέλη του και εκαίοντο, έλαβεν άνεσιν και ευφροσύνην ψυχικήν, λέγων· «Μακάριος εγώ και καλότυχος, ότι τας χείρας, τας οποίας ήπλωνα εις θυσίαν αλλοτρίων θεών, και τους πόδας, οι οποίοι περιεπάτησαν εις την πλάνην της απωλείας, δέχεται σήμερον ο Δεσπότης Χριστός εις θυσίαν ολοκαυτώσεως». Τότε εκτύπησαν οι δήμιοι τον μακάριον Ερμογένην εις την κοιλίαν και εχύθησαν όλα του τα εντόσθια· έπειτα τον ήρπασαν ολίγον ακόμη πνέοντα και τον έρριψαν εις τον ποταμόν. Τούτων γενομένων, και μη φροντίζων πλέον δια τον Ερμογένην ο βασιλεύς, διελογίζετο δια τίνος τρόπου να θανατώση τον μακάριον Μηνάν, τον οποίον είχεν ο λαός ως θεόν, εφοβείτο δε μήπως τον νικήση ο Άγιος με θαύματα και με την δύναμιν των λόγων του και καταισχυνθή μεν ο ίδιος ούτος ο βασιλεύς, απολέση δε και εκείνους οι οποίοι επίστευσαν εις τον Χριστόν με τους λόγους του. Προσέταξε λοιπόν  να κλείσουν τον Άγιον εις φυλακήν σκοτεινήν και απόκρυφον και εκεί να τον γυμνώσουν πρώτον· έπειτα να τον κρεμάσουν εις την στέγην από τας χείρας και εις τους πόδας του να δέσουν λίθον μέγαν και τόσον βαρύν, ώστε να μη δύναται να τον σύρη άμαξα, εις αυτήν δε την θέσιν να τον αφήσουν έως ότου κατασπασθή βιαίως και ξεψυχήση. Ευθύς λοιπόν οι υπηρέται εξετέλεσαν το προσταχθέν και αφήκαν αυτόν μόνον κρεμάμενον εις τον σκοτεινόν εκείνον τόπον, δια να μη έχη παρηγορίαν τινά από κανένα. Του δε μακαρίου Μηνά από το άμετρον βάρος του λίθου, όστις τον έσυρε προς τα κάτω, ολίγον κατ΄ ολίγον μετετοπίζοντο αι αρμονίαι και αι αρθρώσεις, έσπων τα νεύρα, εσπάρασσον αι σάρκες και με ένα λόγον όλη η αρμονία και ενότης των μελών του σώματος εχωρίζετο, μετεκινούντο δε ταύτα από τον τόπον των με πολλήν και σφοδροτάτην οδύνην του Μάρτυρος, ο οποίος, εφ΄ όσον είχεν ολίγην δύναμιν εις την ψυχήν, έπασχε μεν δεινώς, έψαλλε δε συνεχώς, λέγων· «Ίδε, Κύριε, την ταπείνωσίν μου και τον κόπον μου» (Ψαλμ. κδ: 18)· ότι· «ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν» (Ρωμ. η: 18). Αφού εξηντλήθη άπασα η δύναμις του Αγίου και πλέον δεν είχε πνοήν, λέγων «Ευχαριστώ σοι, Κύριε, ότι απήλαυσά σου των αγαθών», εσιώπησε και έμεινεν ως νεκρός. Ότε δε ετελείωσε και ο μαρτυρικός αυτός αγών των Αθλητών του Χριστού, τότε ήλθον εις αντίληψιν και βοήθειαν οι προσφιλείς και σύμμαχοί των Άγγελοι και πρώτον μεν εξέβαλον εκ του ποταμού το σώμα του Μάρτυρος Ερμογένους και το κατέστησαν άρτιον, σώον, υγιές και ολόκληρον, ως ήτο πρότερον και του λέγουν να τους ακολουθή, δια να του δείξουν τον συναθλητήν του Μηνάν. Αφού δε έφθασαν εις την φυλακήν, ηνοίχθησαν αι θύραι αυτής με δύναμιν θεϊκήν, διαλυθέντων των κλείθρων. Ο δε μακάριος Ερμογένης, κατανοήσας εαυτόν και θαυμάζων πως έγινεν η αναβίωσίς του, εθαύμαζε βλέπων και τον μακάριον Μηνάν ούτως άπνουν κρεμάμενον και κατανοών την φοβεράν εκείνην βάσανον, ετρόμαζεν, ότι ήσαν σχεδόν εξηρθρωμένα πάντα τα μέλη από την θέσιν των. Οι δε Άγγελοι είπον εις τον Ερμογένην· «Μη είσαι σκυθρωπός, αλλά πρόσεχε τι μέλλει να κάμωμεν». Τότε πλησιάζουν με ευλάβειαν εις τον Άγιον και αφού προσήρμοσαν  τα μέλη του εις τας αρμονίας αυτών, ευλογήσαντες ανέστησαν αυτόν. Τότε μετεστράφη η λύπη του Ερμογένους εις χαράν και αγαλλίασιν, έμειναν δε οι Άγγελοι ομού μετ΄ αυτών έως την ώραν του όρθρου, ομιλούντες θαυμαστά πράγματα περί της του Χριστού Βασιλείας και της αιωνίου μακαριότητος. Έπειτα τους ενίσχυσαν περισσότερον προς τους κινδύνους, παρακινούντες αυτούς να μη οκνήσουν εις τους στεφάνους, τους οποίους μέλλουν να αξιωθούν ακόμη, υποσχόμενοι ότι θα είναι και αυτοί εις την συνοδείαν των να ελαφρύνουν τους αγώνας των έως τέλους. Ταύτα λέγοντες οι Άγιοι Άγγελοι τους απεχαιρέτησαν και ανελήφθησαν εις τους ουρανούς.Το πρωϊ εκέλευσεν ο βασιλεύς να συναχθή όλος ο λαός εις το θέατρον και καθήσας επί του βήματος διελογίζετο τι να πράξη, διότι του είπον, ότι όλη η χώρα επίστευσεν εις τον Χριστόν και δεν ήτο πρέπον να την αφήση ατιμώρητον· να θανατώση δε πάλιν όλους ήτο παράλογον και μεγάλη η ζημία του. Προσεποιήθη λοιπόν ότι δεν εγνώριζε τίποτε και λέγει προς αυτούς· «Εγνώρισα από πολλά πράγματα, ω ακροαταί, ότι με φόβον και ευλάβειαν εθεραπεύατε τους θεούς, προσφέροντες εις αυτούς τας διατεταγμένας θυσίας· εις ημάς δε τους βασιλείς υπετάσσεσθε πάντοτε· τώρα όμως, επειδή επλανήθητε και δεν ηναντιώθητε προς τους αλιτηρίους εκείνους, τους τολμήσαντας να διδάσκουν τον Εσταυρωμένον και δεν τους ελιθοβολήσατε παρευθύς, γνωρίζω ότι εθυμώθησαν οι θεοί και ωργίσθησαν εναντίον σας. Όθεν δια να μη ρίψουν πυρ και κεραυνούς από τον ουρανόν και σας κατακαύσουν, θέλω επιβάλει εγώ προς σας μικράν τιμωρίαν, ίσως ημερώσουν και καταπραϋνθώσι. Προστάσσω λοιπόν να είσθε εστερημένοι όλοι σας από τας τιμάς, τας οποίας σας εχάρισα πρότερον, δια να εννοήσητε με την επιτίμησιν ταύτην και με τας τιμωρίας, τας οποίας έλαβον εκείνοι οι ανόητοι, ότι όταν ο δικαστής δεν πλανηθή από τας μαντείας τοιούτων υποκριτών, τότε δεν δύναται ο Εσταυρωμένος να βοηθήση ή να λυτρώση τινά από κανέν κακόν ή ασθένειαν, αλλά μόνον προξενεί βιαίους θανάτους και δυστυχίαν εσχάτην εις όσους τον σέβονται. Αν δεν πιστεύετε εις τους λόγους μου, το είδετε οφθαλμοφανώς εις εκείνους τους μάγους και γόητας, Ερμογένην και Μηνάν, οι οποίοι εκαυχώντο πρότερον να αναστήσουν άλλους νεκρούς και τώρα, ότε αφήρεσα την ζωήν αυτών με φρικτόν θάνατον, δεν δύνανται να βοηθήσουν τους εαυτούς των. Που είναι σήμερον εκείνου του πλάνου Χριστού η δύναμις»; Η βλασφημία αύτη, ακουσθείσα από τον λαόν, προεκάλεσε γενικήν αναστάτωσιν, άπαντες οι εν τω θεάτρω εξεγερθέντες έκαμον θόρυβον και ταραχήν πολλήν, εξεδήλωνον δε την πρόθεσιν να προβούν και εις επιθετικάς ενεργείας. Τότε οι κήρυκες εκάλεσαν δια των σαλπίγγων τον λαόν να σιωπήση δια να ακούσουν τον βασιλέα, όστις ήθελεν ακόμη να λέγη κατηγορίας κατά του Χριστού και των Αγίων· αλλ΄ αίφνης βλέπουν όλοι τους Μάρτυρας να πηδούν έμπροσθεν εις το βήμα του βασιλέως σώοι και ακέραιοι χωρίς κανέν σημείον πληγής επάνω των. Τότε όλοι εβόησαν μεγαλοφώνως· «Ένας είναι ο αληθινός Θεός, ο Χριστός». Ανήρ δε τις πεπαιδευμένος εις τα Ελληνικά, ονόματι Εύγραφος, συνεργάτης και γραμματεύς του μακαρίου Μηνά, βλέπων τα τελούμενα, επληρώθη η καρδία του θάρρους, ανδρείας και ζήλου θεϊκού και ποιήσας το σημείον του Τιμίου Σταυρού, επήδησεν εις το μέσον, λέγων· «Χριστιανός είμαι και εγώ, βασιλεύ, τα προστάγματά σου καταφρονώ, την θρησκείαν σου αναθεματίζω και έρχομαι δια τον Χριστόν μου να λάβω θάνατον. Δεν λυπούμαι την σάρκα ταύτην ποσώς, αλλ΄ είμαι έτοιμος να υποστώ πάσαν τιμωρίαν και βάσανον. Μη έχης λοιπόν ελπίδα, ότι με κολακείας ή απειλάς θα νικήσης εμέ ή άλλον τινά των Χριστιανών, διότι θάνατός μας είναι το να ζώμεν με τους ασεβείς και ζωή μας ο δια Χριστόν θάνατος. Γνωρίζομεν ότι ήλθες εις ταύτην την χώραν ως λέων ωρυόμενος, ζητών με θυμόν να αρπάσης εις την ειδωλολατρίαν και να διασπαράξης το ποίμνιον του Χριστού· αλλά ματαίως κοπιάζεις, διότι με την τόλμην του θανάτου και το αμετάθετον της ευσεβείας θέλομεν φύγει από σου, περιπαίζοντές σε ως δολεράν και πεπονηρευμένην αλώπεκα». Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς ηλλοιώθη τας φρένας από την κατάπληξιν του θαύματος και ελησμόνησεν ότι ήτο βασιλεύς· όθεν επήδησεν από τον θρόνον και αρπάσας με μανίαν την σπάθην ενός στρατιώτου, εθανάτωσε μόνος του τον Μάρτυρα, δίδων εις αυτόν πολλάς και θανασίμους πληγάς, τας οποίας υπεδέχετο ο αριστεύς αφόβως ιστάμενος και ελέγχων την μωρίαν του βασιλέως· ύστερον έπεσεν εις την γην από τους πόνους, ευχαριστών τον Θεόν ότι τον ηξίωσε πρώτον από τους άλλους να πορευθή προς αυτόν με πολλάς πληγάς, δια να λάβη και πολλά στέφανα. Ούτω λέγων ο μακάριος Εύγραφος εξέπνευσεν. Ο δε τρισάθλιος και ανόητος βασιλεύς, έχων ακόμη την ψυχήν τετυφλωμένην από την μέθυν του θυμού, εκάθισεν εις τον θρόνον και αναλογιζόμενος την αταξίαν, εις την οποίαν τον εξώθησεν η μανία του και τον έκαμε να υβρίση το αξίωμα της βασιλείας, να φονεύση δηλαδή άνθρωπον ως να ήτο δήμιος, επροφασίσθη προς τον λαόν ότι το έκαμε δια την αναισχυντίαν του Ευγράφου. Αφού συνήλθεν από την κατάπληξιν ο βασιλεύς, είπε προς τον λαόν· «Σας διαβεβαιώ εις την δύναμιν των μεγάλων θεών, ότι πολλά παράδοξα πράγματα ανέμενον να ίδω, αλλά δεν επίστευα ποτέ ότι θα ευρεθώσι τοιούτοι μάντεις και γόητες· πλην μη νομίζετε τούτο πρωτοφανές και πρωτάκουστον, διότι με την μαντείαν επλάνησαν και πλανούν τους απλουστέρους και τους πείθουν να υφίστανται κακόν θάνατον οι δυστυχείς, δια την αγάπην του Εσταυρωμένου». Στραφείς κατόπιν προς τους Μάρτυρας, είπε προς αυτούς· «Εγώ θα ελέγξω ταχέως με τρόπον ακριβέστερον την απάτην, δια να γνωρίσουν όλοι ότι η ψευδής αυτή ανάπλασις των μελών σας είναι φαντασία και απάτη των οφθαλμών και μαγεία σαφεστάτη». Οι δε Άγιοι απεκρίθησαν· «Ανάρμοστα ωμίλησες, ω βασιλεύς, επειδή η διάνοιά σου παραλογίζεται, η ψυχή σου ετυφλώθη, η καρδία σου είναι πεπωρωμένη και διεστραμμένη· δια τούτο η αλήθεια του παραδόξου θαύματος σου φαίνεται απάτη και γοητεία. Δεν είσαι τυφλός προφανώς δια να μη πιστεύης εκείνα τα οποία βλέπεις με τους οφθαλμούς σου, και τα οποία είναι λαμπρότερα του φωτός και της ημέρας. Εάν έχης ακόμη αμφιβολίαν δι΄ όσα βλέπεις, ελθέ και ερεύνησε καλλίτερα την αλήθειαν· εάν δε νομίζης ότι με απειλάς και υποσχέσεις θα δυνηθής να μας μεταστρέψης, πλανάσαι, διότι και την βασιλείαν σου, εάν μας προσφέρης, την οποίαν σεις οι φιλόκοσμοι έχετε δια πράγμα μέγα και πολύ και μακαριώτατον, ουδέν θέλεις επιτύχει, μάλιστα ευκολώτερον είναι να αφήσης συ την πλάνην και να πιστεύσης εις τον Χριστόν, παρά ημείς να έλθωμεν εις το ψεύδος. Αποφάσισον λοιπόν παν ό,τι επιθυμείς εναντίον μας, αλλά γνώριζε πως, ό,τι και αν κάμης, ματαίως βασανίζεσαι». Βλέπων λοιπόν ο βασιλεύς και αφ΄ εαυτού του την αλήθειαν ως και την έκπληξιν των παρισταμένων, οίτινες εψηλάφων τους Αγίους και εθαύμαζον, εφοβήθη μη αποστατήσουν και φανερά και τον θανατώσουν ως εναντιωτήν της αληθείας· όθεν εξέδωκε την απόφασιν να κόψουν τας κεφαλάς των και ηγέρθη από τον θρόνον του. Οι δε Άγιοι, φθάσαντες εις τον τόπον της καταδίκης με τους στρατιώτας και όλον το πλήθος της πόλεως, εποίησαν προσευχήν εις επήκοον πάντων, δεόμενοι του Δεσπότου Χριστού υπέρ ειρηνικής καταστάσεως της χώρας και πασών των Εκκλησιών των Χριστιανών και όπως μη αποστρέψη κενόν και αβοήθητον ουδένα εξ όσων ήθελον επικαλεσθή αυτούς εις επικουρίαν και αντίληψιν. Μετά την ευχήν ησπάσθησαν και απεχαιρέτησαν αλλήλους και κλίνοντες τας κεφαλάς εδέχθησαν το ποθούμενον τέλος κατά την δεκάτην του Δεκεμβρίου. Επειδή δε ο μακάριος Μηνάς είχε ζητήσει χάριν από τον βασιλέα, όπως επιτρέψη να υπάγουν το Λείψανόν του εις το Βυζάντιον, εις το οποίον, καθώς είπεν ο Άγιος εις τινας φίλους του, του εδόθη κλήρος να κατοική, εφθόνησε και εις τούτο ο Μαξιμίνος και προστάσσει να κατασκευάσουν κιβώτιον σιδηρούν, εντός του οποίου να βάλουν τα Λείψανα των Μαρτύρων και να τα βυθίσωσιν εις την θάλασσαν. Ετέλεσαν λοιπόν οι υπηρέται και την προσταγήν αυτήν, ο δε βασιλεύς, βλέπων ότι όλον το πλήθος του λαού ήσαν εξηγριωμένοι κατ΄ αυτού, ανεχώρησε με δειλίαν ο άθλιος και έσπευδε δια ξηράς σπουδαίως προς την πρωτεύουσαν αυτού. Τούτων ούτω γενομένων, τελείται και έτερον θαύμα εξαίσιον, όχι μικρότερον των προτέρων, ήτοι εκείνη η σιδηρά θήκη, ήτις είχε τα Λείψανα των Αγίων Μαρτύρων, έπλεεν επάνω εις τα κύματα με πρόσταγμα θεϊκόν και ως να ήτο πετεινόν με φτερά έτρεχε προς το Βυζάντιον, εις το οποίον και εντός ολίγου κατέφθασεν. Άγγελος δε Κυρίου εφανέρωσε ταύτα δια νυκτός, λέγων προς τον Αρχιερέα της Πόλεως· «Έγειραι ταχέως, ύπαγε εις το παραθαλάσιον, το καλούμενον Ακρόπολις, να υποδεχθής τα Λείψανα των Αγίων Μαρτύρων Μηνά και Ερμογένους, τα οποία έρχονται δια θαλάσσης από την Αλεξάνδρειαν». Εγερθείς λοιπόν ο Πατριάρχης εκάλεσεν όσους Χριστιανούς ηδυνήθη κατά την ώραν του μεσονυκτίου και απελθόντες εις τον ρηθέντα τόπον, είδον φως μέγα εις το πέλαγος, ως στύλον στηριζόμενον επάνω εις νομιζομένην λέμβον, η δε κορυφή του πυρίνου στύλου έφθανεν έως τον ουρανόν· ίσταντο δε δύο άνδρες λαμπροί με ευλάβειαν ανά εις εις έκαστον μέρος της λέμβου, η οποία έτρεχε κατ΄ ευθείαν προς τον λιμένα. Όσον όμως επλησίαζε το φαινόμενον, τόσον και εγνωρίζετο, ότι δεν ήτο λέμβος, αλλά κιβώτιον, το οποίον πλέον εις την θάλασσαν ούτε επάνω ανέβαινεν εις τα υψώματα των κυμάτων, ούτε πάλιν έπιπτε προς τα κάτω, αλλά με την ενέργειαν των ανδρών εκείνων έβαινεν εις ευθείαν γραμμήν και έτρεχε ταχύτατα. Ήτο δε το περιαστράπτον αυτό φως άμετρον και πλουσιώτατον και εφαίνετο ως άλλος ήλιος. Αλλά και οι φαινόμενοι εκείνοι άνδρες είχον σημεία και σύμβολα θείας τινός και παραδόξου δυνάμεως, συνώδευον δε την σορόν με πολλήν ευλάβειαν. Ταύτα βλέποντες, εξίσταντο άπαντες. Αφού λοιπόν η ιερά λάρναξ έφθασεν εις τον αιγιαλόν, οι δύο εκείνοι άνδρες, οι οποίοι ήσαν Άγιοι Άγγελοι, επλησίασαν τον Πατριάρχην και του είπον εις ποίον μέρος να διαφυλάξη την λάρνακα έως καιρόν δια την του βασιλέως θρασύτητα και πώς να τιμήσωσιν ύστερον τα άγια Λείψανα. Ταύτα ειπόντες οι Άγγελοι εγένοντο αφανείς. Ο δε Αρχιερεύς και όλοι οι συμπαρευρεθέντες, αφού είδον πως η σιδηρά αύτη λάρναξ έπλεεν ως φύλλον δένδρου, εθαύμασαν και προσκυνήσαντες ευλαβώς ησπάζοντο τα άγια Λείψανα· κατόπιν τα εφύλαξαν εις Ναόν τινα απόκρυφον, καθώς προσετάχθησαν. Ο δε Μαξιμίνος, ευρισκόμενος τότε εις την Ταρσόν της Κιλικίας, επληγώθη από οργήν θεήλατον και εχύθησαν οι οφθαλμοί του, δερόμενος υπό θείων Αγγέλων, τους οποίους αυτός μόνον έβλεπε, καθώς ο ίδιος ωμολόγησεν εις τους παρευρισκομένους, ειπών, ότι  Άγγελος τον εφόνευε· τούτο δε το έκαμεν εξ ανάγκης βιαζόμενος βεβαίως υπό του Αγγέλου δια να μη μείνη το θαύμα απόρρητον, αλλά να γνωσθή η αλήθεια και ότι η θεία δίκη κολάζει τους πονηρούς. Μαθών δε ο Αρχιερεύς τον θάνατον του δυσσεβούς βασιλέως, απήλθε σπουδαίως και έλαβε τα άγια Λείψανα των Μαρτύρων από τον τόπον εις τον οποίον τα είχεν κεκρυμμένα και ενεταφίασεν αυτά μεγαλοπρεπώς εις το τείχος της Ακροπόλεως δια να υπάρχωσιν εκεί οι Άγιοι φύλακες μεν της Πόλεως, σωτήρες δε των πλεόντων και παραμυθία αψευδής των κατατρυχομένων από συμφοράς και νόσους παντοίας, εις δόξαν του μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, συν τω ανάρχω αυτού Πατρί και τω ζωοποιώ και τελεταρχικώ Πνεύματι, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.