Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Δευτέρα 3 Μαΐου 2021

Τη Δ΄ (4ην) Μαϊου, μνήμη του Οσίου ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ησυχάσαντος εν τοις ερημικωτέροις χωρίοις του Άθω, εν ειρήνη τελειωθέντος.

Νικηφόρος ο Οσιώτατος Πατήρ ημών, ο εν τω αγιωνύμω όρει του Άθω τον των ασκητικών αγώνων διανύσας δύσβατον δρόμον, ακμάσας δε ολίγον προ του ατ΄ (1300) από του Χριστού έτους, εγένετο καθηγητής και μυσταγωγός των υψηλών της ασκητικής φιλοσοφίας μαθημάτων του Αγίου Γρηγορίου Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, του Παλαμά, ως ο ίδιος ούτος περί του Νικηφόρου τούτου μαρτυρεί. Μόνος δε εσχόλαζε συγκεντρωμένος εν εαυτώ εν αμερίμνω ησυχία και ούτως, απορρήτως ενωθείς μετά του υπερκοσμίου και υπερτάτου εκ των επιθυμουμένων, μακαρίως εφωτίσθη δια του φωτός της Χάριτος, το οποίον κατώκησε πράγματι εντός της καρδίας αυτού.

Τη Δ΄ (4ην) Μαϊου, ο Όσιος Πατήρ ημών ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ο Ηγούμενος της Μονής του Μηδικίου, εν ειρήνη τελειούται.

Νικηφόρος, ο Όσιος Πατήρ ημών, ήκμασε κατά τους χρόνους των εικονομάχων. Επειδή δε εκ τρυφεράς ηλικίας ηγάπησε τον Χριστόν, βλέπων την αίρεσιν των εικονομάχων αυξανομένην, αφήκε τον κόσμον και τα εν κόσμω και έγινε Μοναχός. Όθεν ανεχώρησεν εις τα όρη και ησύχαζε, καταγινόμενος εις νηστείας και αγρυπνίας, προσευχόμενος εις τον Θεόν υπέρ ειρηνεύσεως όλης της οικουμένης. Αφού δε εκόπασεν ολίγον η αίρεσις της εικονομαχίας, μετά πολλάς παρακλήσεις των Μοναχών έγινεν Ηγούμενος του Μοναστηρίου του Μηδικίου, το οποίον ευρίσκεται παρά τα  Μουδανιά. Ανακαινισθείσης δε και ενταθείσης πάλιν της αιρέσεως ταύτης δια του δυσσεβούς Λέοντος Ε΄ του Αρμενίου, κατά το έτος ωιδ΄ (814), εξωρίσθη και ούτος ο Άγιος εκ του Μοναστηρίου του, ως προσκυνητής των αγίων εικόνων και ως ακολουθών τας παραδόσεις και διατάξεις των Αγίων Αποστόλων και των θείων Πατέρων. Αφού δε κατεδικάσθη εις πικράς εξορίας, ενεκλείσθη εντός σκοτεινοτάτης φυλακής. Εκεί λοιπόν καταβαλών την ψυχοφθόρον αίρεσιν, ως στερρός αγωνιστής, απήλθεν ο αοίδιμος προς τον Χριστόν τον οποίον επόθησεν.

Τη Δ΄ (4ην) Μαϊου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΙΛΑΡΙΟΥ του Θαυματουργού.

Ιλάριος ο Όσιος, εκ νεαράς ηλικίας αναλαβών επί των ώμων του τον Σταυρόν του Κυρίου, ηκολούθησε τον σταυρωθέντα Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν και υπέταξε τα πάθη της σαρκός εις το πνεύμα και την ψυχήν. Δια τούτο επλουτίσθη παρά Θεού δια της χάριτος των ιαμάτων. Εθεράπευε λοιπόν πολλά και διάφορα πάθη και ασθενείας των ανθρώπων και εκ τούτων εδίωκε δαίμονας. Μετά ταύτα εκλείσθη εντός στενωτάτης και μικράς καλύβης και έζη μακράν πάσης ταραχής και θορύβου. Όθεν, λαμπρυνθείς δια της απαθείας, εδέχθη το θείον της ιερωσύνης αξίωμα. Ούτος ο Άγιος θύελλαν χαλάζης κατέπαυσε. Τα ζώα τα οποία έβλαπτον την σποράν και τα γεννήματα απεδίωξε. Την γην, ξηράν ούσαν εξ ανομβρίας, με βροχήν επότισε. Ρεύματα ποταμού ως ο Ελισσαίος και ο Ηλίας διέσχισε και διήλθε. Ξηράν χείρα Χριστιανού ιάτρευσε και χωλών και παραλύτων τους πόδας και τα μέλη ηνώρθωσε και εστερέωσεν. Αφού δε και άλλα πολλά εποίησε θαύματα, ανεπαύθη εν Κυρίω.

Τη Δ΄ (4η) Μαϊου, μνήμη της Αγίας Μάρτυρος ΠΕΛΑΓΙΑΣ της από Ταρσού.

Πελαγία η αγία Μάρτυς ήκμασε κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού του κατά τα έτη σπδ΄ - τε΄ (284-305) βασιλεύσαντος, καταγομένη μεν εκ Ταρσού της Κιλικίας, κατοικούσα δε εις Ρώμην. Επειδή δε ο Ρώμης Επίσκοπος Λίνος, όστις και εχρημάτισε, μετάτον κορυφαίον Πέτρον, πρώτος Επίσκοπος της Ρώμης, εβάπτιζε δια του Αγίου Βαπτίσματος πολλούς ειδωλολάτρας, κάμνων ούτω τούτους Χριστιανούς, η μακαρία Πελαγία είδε κατ’ όναρ την μορφήν του Επισκόπου τούτου, όστις την παρεκάλει να υπάγη να την βαπτίση. Ως δε εξύπνησεν, εννόησε το όραμα και ζητήσασα άδειαν παρά της μητρός αυτής, ίνα δήθεν μεταβή εις την τροφόν της, προσήλθεν εις τον Επίσκοπον και εβαπτίσθη. Λαβούσα η Πελαγία το Άγιον Βάπτισμα παρέδωκεν ευθύς εις τον Επίσκοπον τον πολύτιμον αυτής ιματισμόν, ίνα διανείμη τούτον εις τους πτωχούς· αύτη δε πορευθείσα εις την τροφόν της με τα ταπεινά φορέματα, με τα οποία ενεδύθη μετά το Άγιον Βάπτισμα, και μη γενομένη δεκτή παρ’ αυτής, επέστρεψεν έπειτα εις την μητέρα της με αυτήν την ταπεινήν ενδυμασίαν. Η δε μήτηρ της, ιδούσα ταύτην τόσον πτωχικώς ενδεδυμένην, ησθάνθη λύπην ανυπόφορον. Επειδή δε η μήτηρ της, αν και την παρεκίνει να αλλάξη τα φορέματα εκείνα και να αρνηθή τον Χριστόν, δεν ηδυνήθη να την καταπείση, δια τούτο απεκάλυψε το γεγονός εις τον υιόν του Διοκλητιανού, όστις ήτο μνηστήρ της. Εκείνος τότε, λυπηθείς καθ’ υπερβολήν, διότι η Πελαγία ηθέτησε τον προς αυτόν έρωτα, αυτοεχειριάσθη. Μαθών όθεν τούτο ο πατήρ του Διοκλητιανός και οργισθείς σφόδρα, συνέλαβε την Πελαγίαν και ενέκλεισεν αυτήν εντός πεπυρακτωμένου χαλκίνου βοός και ούτως η μακαρία έλαβε τον του Μαρτυρίου ακήρατον στέφανον.