Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2021

Τη ΚΘ’ (29η) Δεκεμβρίου, ο Όσιος Πατήρ ημών ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ, Ηγούμενος της Μονής των Ακοιμήτων, εν ειρήνη τελειούται.

Μάρκελλος ο θείος και θαυμάσιος Πατήρ ημών ήκμασε κατά το δεύτερον ήμυσι του Ε΄ μετά Χριστόν αιώνος. Πατρίς του ήτο η Απάμεια της Συρίας, η παρά τον Ορόντην, εις την οποίαν εγεννήθη από γονείς πλουσίους και ευγενείς, έμεινε δε ορφανός από πατέρα εκ νεαράς ηλικίας. Όμως δεν έκλινεν εις ατόπους ηδονάς, ούτε εξώδευε τον πατρικόν πλούτον εις σαρκικάς επιθυμίας, καθώς έχουν οι νέοι συνήθειαν. Αλλά πρώτον μεν απήλθεν εις Αντιόχειαν να μάθη γράμματα και επιτυχών εμπείρου και μαθηματικού διδασκάλου, έμαθεν εις ολίγον καιρόν την έξω παιδείαν όχι δια να έχη εις αυτήν το τέλος του, αλλά δια ν’ απολαύση δι’ αυτής την του Θεού σοφίαν την ψυχωφελή και σωτήριον.

Τη ΚΘ’ (29η) Δεκεμβρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΘΑΔΔΑΙΟΥ του Ομολογητού.

Θαδδαίος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών πρότερον μεν ήτο δούλος του Οσίου Πατρός ημών Θεοδώρου, του λαβόντος δια βασιλικής εξουσίας το Μοναστήριον του Στουδίου και ποιήσαντος αυτό Κοινόβιον, ύστερον δε ηλευθερώθη από της δουλείας και κουρεύσας τας τρίχας της κεφαλής εν τη Μονή του Στουδίου, έγινε Μοναχός. Έκτοτε, μεταχειριζόμενος πολιτείαν θεάρεστον, ηγαπήθη παρ΄ όλων, εσχόλαζεν εις νηστείας και αγρυπνίας πολλάς, ήτο εγκρατής εις τας ομιλίας, είχε προσοχήν εις τους θείους λόγους, μετεχειρίζετο χαμευνίαν, υπακοήν υπερβάλλουσαν και ακτημοσύνην μεγάλην, διότι ουδέν έτερον ο τρισμακάριος εκέκτητο ειμή μόνον εκείνα τα ενδύματα τα οποία εφόρει. Επειδή δε τότε κατά θείαν παραχώρησιν εβασίλευσαν δυσσεβείς και εικονομ΄χοι βασιλείς, ήτοι Μιχαήλ ο Τραυλός εν έτει ωκ΄ (820) και ο τούτου υιός Θεόφιλος εν έτει ωκθ΄ (829), όλοι οι ευσεβείς Επίσκοποι και Ηγούμενοι των Μοναστηρίων, άλλοι μεν εφυλακίζοντο, άλλοι δε εξωρίζοντο, εις δε εξ αυτών ήτο και ο μέγας αγωνιστής Θεόδωρος, ο τούτου του Οσίου Θαδδαίου αυθέντης και Ηγούμενος. Μετέβη δε ποτε μετά του Αγίου Θεοδώρου και ο Όσιος ούτος εις τα ανάκτορα, και υπό θείου ζήλου φλεχθείς ήλεγξε τον δυσσεβή βασιλέα ενώπιον των αρχόντων της συγκλήτου. Τότε ο βασιλεύς προσέταξε να φέρουν την αγίαν Εικόνα του Σωτήρος και να την θέσουν κατά γης, ο δε Όσιος, αφού δεθή σφιγκτά υπό ρωμαλέων ανδρών, να τεθή επί της αγίας Εικόνος και να κρατήται επ’ αυτής εν ακινησία, εις τρόπον ώστε και χωρίς την θέλησίν του να πατή επάνω εις αυτήν. Τούτου γενομένου, είπεν ο τύραννος προς τον Όσιον· «Βλέπε, ότι κατεπάτησας την Εικόνα του Χριστού σου· λοιπόν συγκατάνευσον εις τους λόγους μας». Τότε ο εν αληθεία πεφωτισμένος την ψυχήν απεκρίθη προς αυτόν· «Εγώ, δυσσεβέστατε και πάσης ακαθαρσίας πεπληρωμένε τύραννε, δεν έπραξα τούτο οικεία βουλήσει, μη γένοιτο! αλλά σύ έκαμες το σχέδιον της ιδικής σου πανουργίας και αδίκου κρίσεως. Προσκυνώ δε εγώ την αγίαν Εικόνα του Χριστού και Θεού μου και κατασπάζομαι αυτήν, προτιμών να αποθάνω δι’ αυτήν προθύμως». Οι λόγοι ούτοι κατήσχυσαν πολύ τον αλιτήριον τύραννον και μάλιστα διότι υβρίσθη υφ’ ενός αγροίκου και Σκύθου κατά το γένος· όθεν προστάσσει να ριφθή ο Όσιος κατά γης έμπροσθέν του και να δέρηται ασπλάγχνως. Τόσον δε πολύ έδειραν τον αοίδιμον με χονδράς ράβδους, ώστε όλοι ενόμισαν ότι απέθανε, διο και έσυραν αυτόν έξω. Έπειτα δέσαντες αυτόν εκ των ποδών, τον έσυραν ως θνησιμαίον και ακάθαρτον δι’ όλης της αγοράς και έρριψαν αυτόν πλησίον εις το τείχος της πόλεως· ελθόντες δε εις πηγήν τινα επλύθησαν, ως ακάθαρτον εγγίσαντες. Ο δε μακάριος Θαδδαίος πάντα τα ανωτέρω ανδρείως και ευχαρίστως υπομείνας, έζησε τρεις ημέρας και μετά ταύτα απήλθε προς Κύριον.

Τη ΚΘ’ (29η) Δεκεμβρίου, μνήμη των Αγίων ΝΗΠΙΩΝ των υπό Ηρώδου αναιρεθέντων, χιλιάδων όντων δεκατεσσάρων.

Τα Άγια ταύτα Νήπια εθανατώθηκαν υπό του Ηρώδου, ότε ούτος διεπίστωσεν ότι τον ενέπαιξαν οι Μάγοι, εις τους οποίους παρήγγειλε να επιστρέψωσι και να του αναγγείλωσι τα περί του γεννηθέντος Βασιλέως, τον οποίον εμήνυεν εις αυτούς ο Αστήρ, τον οποίον ηκολούθουν, ίνα και αυτός υπάγη να τον προσκυνήση. Επειδή λοιπόν οι Μάγοι δεν επέστρεψαν εις τον Ηρώδην, καθώς προσέταξεν αυτούς ο Άγγελος, αλλά δι’ άλλης οδού επανήλθον εις την χώραν των, τότε βλέπων ο Ηρώδης ότι ενεπαίχθη υπό των Μάγων, ωργίσθη και επικράνθη πολύ. Όθεν ενθυμούμενος εκείνο το οποίον είπον οι Μάγοι, ότι δηλαδή ο Αστήρ εφάνη προ χρόνου ολιγωτέρου των δύο ετών, έστειλε τους στρατιώτας του και εφόνευσαν όλα τα εν τη Βηθλεέμ βρέφη, όσα δηλαδή ήσαν ηλικίας κατωτέρας των δύο ετών, νομίζων ο μάταιος, ότι εάν θανατώση άπαντα τα βρέφη, ομού με τα άλλα θέλει θανατωθή βεβαίως και εκείνος, ο οποίος μέλλει να βασιλεύση, και επομένως δεν θέλει τον επιβουλευθή. Εις μάτην όμως εμόχθησεν ο ανόητος, αγνοών, ότι ο άνθρωπος ουδέποτε δύναται να εμποδίση την βουλήν του Θεού. Όθεν εις μεν τα Νήπια επροξένησε την Βασιλείαν των ουρανών, εις εαυτόν δε εγένετο ο άθλιος πρόξενος της αιωνίου κολάσεως.