Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Πέμπτη 31 Αυγούστου 2017

Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΙΑΚΩΒΟΥ

Τη ΣΤ’  (6η) του αυτού μηνός Φεβρουαρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΙΑΚΩΒΟΥ ήτοι άλλου τινός θαυμασίου Ασκητού.                                                                                                                     
Ιάκωβος ο Όσιος Πατήρ ημών ούτος, ο Ασκητής, ήτο από τα μέρη της Κύρου, έγραψε δε τον Βίον αυτού ο σοφός Θεοδώρητος ο Κύρου, όστις έγραψε και πολλούς άλλους Βίους Μαρτύρων και Οσίων. Μεταξύ λοιπόν των άλλων Βίων των Οσίων, τους οποίους έγραψεν, είναι και ούτος ο θαυμάσιος Βίος του τρισμάκαρος Ιακώβου, με τον οποίον πολλάκις συνωμίλησε, καθώς κατωτέρω φαίνεται και είδε μέρος από τα εξαίσια κατορθώματά του. Όθεν, ως αυτόπτης αυτού γενόμενος, αφήκεν εις ημάς γεγραμμένην την πολιτείαν αυτού με την συνήθη βραχυλογίαν, γράφων τα εξής: Επειδή εγράψαμεν των περασμένων Οσίων και Αθλητών τας αρετάς, τους υπέρ φύσιν αγώνας και τα θαυμάσια κατορθώματα, ας είπωμεν τώρα δι’ εκείνους όπου ζώσιν ακόμη και φιλονεικούν να νικήσωσι τους προλαβόντας και να μιμηθούν τους ασωμάτους, εν σώματι ευρισκόμενοι και εξόχως ο μέγας και περιβόητος Ιάκωβος, τον οποίον είδον όχι μόνον εγώ αλλά και άλλοι πολλοί μετ’ εμού, οι οποίοι ας μαρτυρήσουν εις όλους, ότι δεν γράφω τι περισσότερον από την αλήθειαν, μάλιστα δε και ολιγώτερον, διότι οι ενάρετοι δούλοι του Θεού κρύπτουσι τας αρετάς αυτών όσον δύνανται, δια να φύγουν τον ανθρώπινον έπαινον. Ούτος ο καρτερόψυχος Ιάκωβος επερίσσευσε και τους παλαιούς εις την σκληραγωγίαν και άσκησιν, διότι πάσαν ανάπαυσιν του σώματος ολοψύχως εμίσησε, μη θέλων να έχη εδώ προσκαίρως καμμίαν απόλαυσιν· δεν είχεν εδώ σκέπην, ούτε οικίαν ή καλύβην ή σπήλαιον, αλλά επέρασεν όλην την ζωήν του άστεγος, έχων σκέπην τον ουρανόν και υπομένων πάσας τας εναντίας προσβολάς του αέρος, υπό του ηλίου καταφλεγόμενος και από τας χιόνας και όμβρους ταλαιπωρούμενος, τα οποία όλα καρτερικώς υπέμεινεν, ωσάν να ηγωνίζετο με ξένον σώμα και προσεπάθει να νικήση δια της προθυμίας την φύσιν του σώματος. Και πρώτον μεν εις την αρχήν της αναχωρήσεώς του εκλείσθη εις τινα μικρότατον οίκον ελευθερώσας την ψυχήν από τους έξω θορύβους και συγχύσεις και προσηλώσας τον νουν του εις την ενθύμησιν του Θεού, εμελέτα καθ’ ώραν τον νόμον αυτού. Αφ’ ου δε έκαμεν ολίγον καιρόν ούτως έγκλειστος και συνήθισε την σκληραγωγίαν και κακοπάθειαν, ετόλμησε να επιχειρισθή και αγώνα μεγαλύτερον. Ανελθών λοιπόν εις εν όρος, το οποίον είναι μακράν από την πόλιν Κύρον τριάκοντα στάδια, από άσημον όπου ήτο πρότερον και άκαρπον το έκαμεν επίσημον και σεβάσμιον και τόσην ευλογίαν εδέχθη από τον Θεόν το όρος εκείνο με την παρουσίαν του Οσίου, ώστε παίρνουν, όσοι υπάγουν εις αυτό, μέρος από το χώμα του προς ωφέλειαν ψυχής τε και σώματος. Εις αυτό το όρος ηγωνίζετο υπέρ άνθρωπον, ο θαυμάσιος Ιάκωβος, μη έχων, καθώς είπον, κελλίον εκτισμένον ή σκηνήν ή καλύβην ή άλλο παραμικρόν σκέπασμα, αλλά και προσευχόμενος και καθήμενος και αναπαυόμενος και στεκόμενος, υγιής τε και ασθενής, ευρίσκετο έστεγος πάντοτε. Όθεν, από την πολλήν κακοπάθειαν βαρέως ησθένησε και εκείτετο δεινώς οδυνώμενος. Τούτο μαθών επήγα και εγώ, λέγει ο Κύρου Θεοδώρητος, να τον ίδω ως φίλος και γνώριμος, είναι τώρα χρόνοι δεκατέσσαρες, ήτο δε τότε ο καιρός του θέρους και ο ήλιος εφλόγιζε δυνατά, διότι αέρας δεν εφύσα διόλου· η ασθένειά του ήτο από πάθησιν της χολής. Βλέπων λοιπόν εγώ την πολλήν οδύνην και καρτερίαν του εθαύμασα, διότι ούτε τότε όπου ήτο άστεγος δεν έστεργε να του κάμωμεν μικράν καλύβην, αλλά τον εβασάνιζεν έσωθεν μεν η θέρμη της ασθενείας, έξωθεν δε πάλιν τον κατέφλεγεν η άμετρος καύσις του ηλίου· ήσαν δε συνηγμένοι αναρίθμητοι άνθρωποι, δια να αρπάσουν το άγιον αυτού λείψανον, όταν κοιμηθή. Όταν λοιπόν είδον ότι η κατάστασίς του εχειροτέρευεν, μετεχειρίσθην μέθοδόν τινα δια να του δώσω ολίγην άνεσιν και του λέγω· «Είχα πόθον να παραμείνω εδώ δια συνοδείαν σου, αλλά δεν υποφέρω την καύσιν του ηλίου, διότι πονεί η κεφαλή μου και αν ορίζης να κάμω μικράν καλύβην να σκέπωμαι». Τότε προσέταξε και ενέπηξαν εις την γην καλάμια, επάνω δε εις αυτά έβαλαν σανίδας και μου είπε να υπάγω υποκάτω ταύτης της σκιάς, να μη με καίη ο ήλιος, εγώ δε είπον προς αυτόν· «Εντρέπομαι να έχω ανεσιν εγώ όπου είμαι υγιής και νεώτερος και συ, όστις είσαι ασθενής και γέρων, να κείτεσαι εις τον ήλιον· λοιπόν, εάν αγαπάς την συνοδείαν μου, ελθέ να είμεθα ομού εις την σκιάν». Τότε συγκατέβη και ήλθεν υπό το σκέπαστρον, μετά δε ώραν πολλήν, αφ’ ου συνωμιλήσαμεν διάφορα λόγια, έβαλα την χείρα μου εις την τάχιν του και βλέπω ότι εφόρει κατά σάρκα βαρύτατα σίδηρα· και άλλην μεν άλυσον εφόρει εις την μέσην, ως ζώνην, έμπροσθεν δε και όπισθεν εφόρει άλλας δύο σταυροειδώς διεζωσμένος και άλλας εις τας χείρας και τον τράχηλον, τας οποιας τον παρεκάλεσα να εκβάλη ούτω λέγων· «Σε φθάνει τώρα η θέρμη της ασθενείας σου, Πέτερ μου, την οποίαν έχεις έσω εις τα εντόσθια και μη βασανίζης το σώμα σου έξωθεν· όταν παρέλθη η ασθένεια, κάμε ως βούλεσαι». Έστερξε λοιπόν και εις τούτο ο πάνσοφος, δια να μη φανή παρήκοος και τότε μεν εις ολίγας ημέρας εθαραπεύθη, ύστερον δε πάλιν έπεσεν εις χαλεπωτέραν ασθένειαν και εσυνάχθησαν όχι μόνον από τα χωρία, αλλά και από την πόλιν πολλοί, δια να τον πάρουν· και τόσον εφιλονίκησαν οι πολίται με τους εγχωρίους, ποίον μέρος από τα δύο να τον πάρη, ώστε έκαμαν μεταξύ των πόλεμον, ύστερον τον έβαλαν εις μίαν κλίνην ξυλίνην ήσυχα και τον επήραν εις την πόλιν, χωρίς να γνωρίζη εκείνος τίποτε, διότι δεν ησθάνετο καθόλου και τον απέθεσαν εις τον Ναόν του Προφήτου Ηλιού. Μετά τρεις ημέρας συνήλθεν ολίγον και ηρώτα που ευρίσκετο· μαθών δε την υπόθεσιν εσκανδαλίσθη, διότι τον επήραν από το όρος και προστάσσει να τον υπάγουν εις το ποθούμενόν του ησυχαστήριον, όθεν του εκάμαμεν υπακοήν δια να μη τον λυπήσωμεν. Αφ’ ου λοιπόν τον επήγαμεν εκεί, του έκαμαν ολίγον χυλόν δια να δυναμώση ολίγον και ούτε καν τότε δεν ήθελε να χαλάση την τάξιν του να φάγη μαγείρευμα, διότι ψημένον πράγμα ποτέ του δεν έφαγε, μετά βίας δε τότε τον κατέπεισαν και έφαγε. Τόσην υπομονήν δε είχεν, ώστεπολλάκις, όταν εχιόνιζε, προσηύχετο τρία ημερόνυκτα κειτόμενος προύμητα, και τον έχωνεν όλον το χιόνι και τον εξέχωναν με τας αξίνας. Δια τούτους τους πόνους ηξιώθη της θείας Χάριτος και έκαμε διάφορα θαύματα· πολλούς ασθενείς εθεράπευσε, δαίμονας εδίωξε και νεκρούς ανέστησεν ο θαυμάσιος και εξόχως το παιδίον εκείνο, το οποίον γνωρίζουν εδώ πάντες οι εγχώριοι. Του παιδίου τούτου οι γονείς κατοικούσιν εδώ έξωθεν εις το προάστιον της πόλεως, εγέννησαν δε ούτοι πολλά παιδία, τα οποία όλα απέθανον άωρα, δηλαδή μικρά και ανήλικα. Όταν λοιπόν εγέννησαν τούτο το τελευταίον, έδραμον εις τον Όσιον και τον παρεκάλεσαν να το κάμη με την προσευχήν του πολύχρονον και να το αφιερώσωσιν εις τον Θεόν, ως έπρεπε. Το παιδίον αυτό, όταν έφθασεν εις τον τέταρτον χρόνον, απέθανεν, ο δε πατήρ αυτού εις τον θάνατόν του έλειπεν, όταν δε ήλθε και το εύρεν εις τον κράββατον και το επήγαιναν εις τον τάφον, ήρπασεν αυτό και τρέχων έφθασεν εις τον Όσιον και το απέθεσεν εις τους πόδας του λέγων, ότι δια να μη ψευσθή εις τον Θεόν, το έφερεν καθώς ήτο αποθαμμένον, να πληρώση την υπόσχεσιν. Τότε ο Όσιος, κλίνας τα γόνατα, προσηύχετο, δεόμενος εις τον Θεόν να τον αναστήση ως παντοδύναμος, κατά δε το δειλινόν ήκουσε το παιδίον και εφώναζεν· όθεν εγερθείς εδόξαζε τον ευεργέτην Θεόν, όστις επήκουσε την δέησίν του και τον ανέστησε. Τούτο το θαύμα και εγώ είδον οφθαλμοφανώς και το γράφω δια πολλών ωφέλειαν. Ακούσατε όμως και έτερα του παμμάκαρος κατορθώματα, καθώς αυτός μοναχός του μου διηγήθη, ούτω λέγων· «Όταν ανεχώρησα από τον κόσμον και ήλθα να ησυχάζω μοναχός εις την έρημον,  είδα ένα γίγαντα Αιθίοπα, όστις εξέβαλε πυρ από τους οφθαλμούς του· και τόσον φόβον ελάμβανα κάθε φοράν όπου τον έβλεπα, ώστε άφηνα την τροφήν και προσηυχόμην, διότι ούτος εφαίνετο την ενάτην ώραν, όταν ήθελα να φάγω, και ούτως έμεινα επί δέκα ημέρας άσιτος, χωρίς να φάγω τίποτε. Τέλος πάντων, καταφρονήσας τας πανουργίας του, ήρχισα να τρώγω, αλλ’ αυτός επλησίαζε με την ράβδον και προσεπάθει να με κτυπήση ο πολυμήχανος, εγώ δε έλεγον· «Εάν έλαβες εξουσίαν από τον Δεσπότην να με φονεύσης, έτοιμος είμαι, εάν δε όχι, τι κοπιάς εις μάτην, αδύνατε»; Ταύτα ακούσας έγινε άφαντος. Αλλά και πάλιν με άλλον τρόπον επεδίωκε να με διώξη απ’ εδώ, ο παμπόνηρος, και πολλάς φοράς μετεσχηματίζετο εις την μορφήν μου και έπαιρνε το ύδωρ, το οποίον μου έφερεν ο υποτακτικός μου και τον έστελλεν οπίσω, έπειτα δε έχυνε το ύδωρ· εγώ δε, όταν επέρασαν δέκα πέντε ημέραι, εστενοχωρήθην από την δίψαν και ηρώτησα τον αδελφόν διατί δεν έφερεν ύδωρ, εκείνος δε μου είπεν, ότι επήγαινα εγώ εις την μέσην του δρόμου και έπαιρνα την στάμναν από τον ώμον του. Τότε τον επρόσταξα να μη μου το δίδη έως να το φέρη εις τον τόπον του. Όταν εκείνος είδε και ταύτην την επιβουλήν ματαίαν, ο μάταιος, εδοκίμασε πάλιν άλλην και με εφοβέρισεν ούτω, λέγων· «Εγώ να σου δώσω τόσην δυσωδίαν, ώστε να μη δύναται να σε πλησιάση κανείς άνθρωπος από την δυσωδίαν». Του απεκρίθην τότε, ότι με αυτό θα μου έκαμεν ευεργεσίαν ανείκαστον, να φαντάζωμαι το θείον κάλλος καλλίτερα, όταν δεν θα με πλησιάζη άνθρωπος. Μετ’ ολίγας ημέρας βλέπω δύο γυναίκας, αι οποίαι ήρχοντο προς με ταχέως και πρώτον μεν εσκανδαλίσθην και έρριψα κατ’ αυτών λίθους δια να επιστρέψωσιν, έπειτα, ενθυμηθείς την πονηρίαν αυτού, έκαμα προσευχήν και εχάθησαν τα γύναια. Μετά ταύτα πάλιν, όταν προσηυχόμην νύκτα τινά, βλέπω ερχόμενον εν αμάξιον, του οποίου ο αμαξηλάτης φώναζε και τα άλογα εχρεμέτιζαν και σύγχυσις πολλών ανθρώπων ηκούετο. Όταν λοιπόν με επλησίασαν, ηρώτησα τον προεστώτερον, λέγων εις αυτόν· «Τις είσαι και τι ζητείς τοιαύτην ώραν, ταλαίπωρε; Έως πότε θα καταφρονής την θείαν μακροθυμίαν, αναίσχυντε»; Ταύτα ειπών, έκαμα την προσευχήν μου και παρευθύς όλη εκείνη η φαντασία έγινεν άφαντος. Άλλην πάλιν φοράν μετεσχηματίσθη εις νέον εύμορφον, ξανθόμαλον και εστολισμένον, όστις χαριεντιζόμενος με εκολάκευε και με εθώπευε με ερωτικά βλέμματα και πορνικά σχήματα, ηδονήν ανείκαστον αναβλύζων· εγώ δε θυμωθείς τον εδίωξα, προστάσσων αυτόν να γίνη άφαντος από προσώπου Κυρίου και να μη πειράζη τους δούλους του· ούτως έφυγε, μη υποφέρων να ακούση το θείον όνομα. Είναι και άλλα όμοια τεχνάσματα, τα οποία του έκαμαν οι δαίμονες, αλλά τα αφήνω χάριν συντομίας, δια να γράψω μίαν μεγάλην βοήθειαν, την οποίαν μου έδωκεν ο Θεός, δια προσευχής τούτου του Οσίου δούλου του· διότι αμαρτία έχω και θα είμαι αχάριστος, εάν σιωπήσω την ευεργεσίαν, την οποίαν μου έκαμεν. Εδώ εις την επαρχίαν μου της πόλεως Κύρου έσπειρεν ο βδελυρός Μαρκίων πολλάς ακάνθας της ασεβείας του, τας οποίας όσον ηδυνάμην εκοπίασα να ανασπάσω, ως Αρχιερεύς της πόλεως, δια να μη πληθύνη η μιαρά αυτή αίρεσις. Τινές δε, οι οποίοι ήσαν βεβυθισμένοι εις την αίρεσιν ταύτην, μου έκαμαν μαντείας και γοητείας και πολέμους με σατανικάς παγίδας. Μίαν νύκτα ήκουσα φωνήν και μου έλεγε ταύτα εις Συριακήν διάλεκτον ο διάβολος· «Τι πολεμείς με τον Μαρκίωνα, Θεοδώρητε, όστις κανέν κακόν δεν σου έκαμε; Κατάπαυσον την έχθραν και λύσον τον πόλεμον· ειδ’ άλλως θέλω σε κάμει να μετανοής ανωφελώς ύστερα· εγώ από πολύν καιρόν θα σε είχον εξολοθρεύσει, εάν δεν είχες βοηθόν και προστάτην τον Ιάκωβον». Ταύτα ακούσας εγώ ηρώτησα γνώριμόν μου τινά, όστις εκοιμάτο πλησίον μου, εάν τα ήκουσε και αυτός και μου απεκρίθη, ότι τα ήκουσεν. Εσηκώθημεν λοιπόν και βλέποντες πανταχού ουδένα είδομεν· όθεν τότε ηννόησα την σημασίαν των λεγομένων· εφόρουν εις την κεφαλήν μου του μεγάλου τούτου Ιακώβου το παλαιόν κουκούλιον και τούτο μου έγινε δυνατώτερον αδάμαντος και πάσης περικεφαλαίας ισχυρότερον, δια το οποίον με εφοβούντο οι δαίμονες. Το πρωϊ εμήνυσα του Οσίου να κάμη δι’ εμέ προς τον Δεσπότην παράκλησιν, να μη με βλάψωσι τα τεχνάσματα του πονηρού· ο δε απεκρίθη λέγων· «Μη φοβείσαι, φίλε μου, διότι όλαι εκείναι αι τέχναι ως ιστός αράχνης διελύθησαν, καθώς ο Δεσπότης ταύτην την νύκτα μου εφανέρωσεν. Διότι, όταν ήρχισα την υμνωδίαν, είδα, ότι εξήλθεν από τα χωρία εκείνα, εις τα οποία κατοικούν οι αιρετικοί, εις όφις φοβερώτατος, τρέχων από την δύσιν προς την ανατολήν. Τότε, κάμνων εγώ προσευχήν, είδον τον όφιν και ετύλιξε την κεφαλήν με την ουράν του και εσχίσθη εις δύο τμήματα και ως καπνός διελύθη». Ταύτα μεν προείδεν ο Όσιος, ημείς δε και την έκβασιν κατά την πρόρρησιν εγνωρίσαμεν αληθεύουσαν· και όχι μόνον ημάς δεν έβλαψαν οι εχθροί, οι ομόφρονες δηλαδή του Μαρκίωνος, οίτινες ήσαν εις τα προρρηθέντα χωρία και είχον έτοιμα τα ξίφη να μας φονεύσωσιν, αλλά και αυτοί επέστρεψαν εις την Ορθόδοξον πίστιν συνεργούσης της θείας Χάριτος. Όταν λοιπόν εγνώρισα ταύτην την θείαν βοήθειαν, επήγα να ευχαριστήσω τον Όσιον δια την τοιαύτην μεγίστην ευεργεσίαν, την οποίαν μου επροξένησεν η προσευχή του· αφ’ ου δε συνωμιλήσαμεν ώραν πολλήν, όταν επήρα συγχώρησιν να αναχωρήσω, τον παρεκάλεσα πάλιν να δέεται του Θεού δι’ εμέ, να ξερριζώση από το ποίμνιόν μου τελείως την πλάνην του Μαρκίωνος, διότι ακόμη ευρίσκοντο ολίγα λείψανα των ζιζανίων και αυτός μου απεκρίθη· «Ούτε εμέ, ούτε άλλον τινά χρειάζεσαι πλέον να μεσιτεύση προς Κύριον, διότι έχεις προς αυτόν μεσίτην και βοηθόν σου τον Μέγαν Πρόδρομον».  Εγώ δε, ταύτα ακούσας από το αψευδές εκείνο στόμα, εχάρην και τον παρεκάλεσα να μου φανερώση την υπόθεσιν, να βεβαιωθώ περισσότερον και ούτος μου απεκρίνατο· «Όταν έφερες από την Φοινίκην και την Παλαιστίνην τα τίμια λείψανα, είχα αμφιβολίαν, διστάζων μήπως δεν ήσαν του θείου Προδρόμου, αλλά άλλου τινός Ιωάννου Μάρτυρος συνωνύμου του. την άλλην ημέραν, όταν ενύκτωσε και προσηυχόμην, βλέπω ένα ασπροφόρον και μου λέγει· «Διατί δεν μας προϋπήντησες και συ με τους άλλους, αδελφέ Ιάκωβε»; Εγώ δε ηρώτησα τίνες ήσαν και πότε ήλθον, εκείνος δε απεκρίνατο· «Προχθές ήλθομεν από την Φοινίκην και την Παλαιστίνην και όλοι μας υπεδέχθησαν, ο τε Αρχιερεύς και όλος ο λαός πάντων των χωρίων και της Πόλεως και μόνον συ δεν μας ετίμησες». Τούτο το είπεν, ως νομίζω, δια τον δισταγμόν τον οποίον είχα. Εγώ δε είπον προς αυτόν· «Ας έχω συγχώρησιν, διότι δεν ήλθον, αλλά και απ’ εδώ σας τιμώ και τον των απάντων Θεόν προσκυνώ και σέβομαι». Όχι δε μόνον τότε είδα ταύτην την όρασιν, αλλά και ύστερα, όταν επήγαινες εις το χωρίον να παιδεύσης τους στασιαστάς και μου διεμήνυσες να κάμω δια σε παράκλησιν. Έκαμα όλην την νύκτα άγρυπνος, δεόμενος του Κυρίου να σου δώση βοήθειαν και καθώς ηυχόμην, ακούω φωνήν και μου λέγει: «Μη φοβείσαι, Ιάκωβε, διότι ο Μέγας Ιωάννης ο Βαπτιστής παρακαλεί τον Θεόν δια τον Θεοδώρητον και εάν αυτός δεν επρέσβευε, πολλήν ζημίαν θα ελάμβανεν από τον φθόνον του δαίμονος». Ταύτα μοι είπεν ο Μέγας Ιάκωβος και με εθάρρυνε να μη έχω αμφιβολίαν τινά, ούτε να βάζω άλλους μεσίτας, ως έχων βοηθόν τον Μέγαν Πρόδρομον. Τούτου του Οσίου Ιακώβου έκτισάν τινές Εκκλησίαν, εν ω ευρίσκετο ακόμη εν τη ζωή, έχοντες πόθον ίνα μετά  την τούτου μετάστασιν λάβωσι μέρος από το άγιον αυτού λείψανον· ομοίως και εγώ κατεσκεύασα θήκην πολύτιμον δια το λείψανόν του εις τον Ναόν των Αγίων Αποστόλων. Τούτο μαθών ο Όσιος με παρεκάλεσε να τον ενταφιάσω εκεί εις το όρος και του υπεσχέθην να εκτελέσω το πρόσταγμά του και αφού έκοψα τον λίθινον εκείνον τάφον, τον επήγα εις το όρος και του έκτισα μικρόν οίκον, δια να μη τον φθείρη η πάχνη, βλέπων δε αυτόν ο Όσιος, είπε προς με· «Αυτός ο τάφος δεν θέλω να ονομάζεται ιδικός μου, αλλά των Καλλινίκων να λέγεται, εμέ δε να με βάλετε εις άλλην θήκην, ως μέτοικον, να παροικώ με τους Αγίους αυτούς, ο ανάξιος». Ούτως είπε και με το έργον τον λόγον ετέλεσε και συνάξας πολλών Αγίων Προφητών, Αποστόλων και Μαρτύρων λείψανα, τα έβαλεν εις εκείνον τον τάφον, δια να φύγη την κενήν δόξαν και εις τούτο ο πάνσοφος. Πολλάκις δε ήρχοντο πολλοί από μακράν και έδιδον εις τον Όσιον ενόχλησιν εις την προσευχήν, τους οποίους συνήθως απέπεμπε και επέστρεφον περίλυποι, διότι δεν τους υπεδέχθη χαρούμενος, να τους ευλογήση ως έπρεπεν· εις αυτό τον συνεβούλευσα και εγώ να τους συνομιλή με ιλαρότητα, δια να μη σκανδαλίζωνται, ο δε απεκρίνατο· «Καθώς όταν έχη άρχων τις δούλον τινα και συνομιλώσι και αφήση ο δούλος τον Δεσπότην, ίνα ομιλή με άλλους συνδούλους του, οργίζεται και τον παιδεύει, ούτως είναι άσχημον και άπρεπον, όταν ευχώμεθα εις τον Θεόν, να αφήνωμεν αυτόν, τον υπέρτιμον Βασιλέα πάσης κτίσεως και να συνομιλώμεν μεταξύ μας, διότι, αντί να τον ιλαρύνωμεν, παροξύνεται και μας παιδεύει δικαίως χειρότερα». Ταύτα μεν με συντομίαν εγράψαμεν· και επειδή ζη αυτός ο θείος Ιάκωβος, εάν τελέση και άλλα θαυμάσια, ας τα γράψη όστις βούλεται εις δόξαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω πρέπει δόξα, κράτος, τιμή και προσκύνησις συν Πατρί και Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. 

Τετάρτη 30 Αυγούστου 2017

O Όσιος ΙΩΑΝΝΗΣ, ο εν Λικώ

Τη ΣΤ’  (6η) του αυτού μηνός Φεβρουαρίου, ο Όσιος ΙΩΑΝΝΗΣ, ο εν Λικώ τη πόλει, εν ειρήνη τελειούται.                                        

Ιωάννης ο Όσιος Πατήρ ημών ήτο εις τας αρετάς περιβόητος και τόσον θαυμάσιος, ώστε καίτοι ηγωνίζετο εν τω μέσω μεγάλων Οσίων, οίτινες ήκμασαν εις την έρημον, εν τούτοις πάντας υπερέβη με την αγγελικήν πολιτείαν του. Ούτος κατώκει εις τα μέρη της Θηβαϊδος πλησίον της πόλεως Λυκώ, επάνω εις ένα όρος υψηλόν και ήσυχον, εις το οποίον με πολλήν δυσκολίαν και κόπον ανείκαστον ανήρχετο πας όστις επεθύμει να τον επισκεφθή. Ήτο δε ο Όσιος έγκλειστος εις το κελλίον, εις το οποίον εισήλθεν όταν ήτο ετών τεσσαράκοντα. Έκαμε δε εκεί άλλα τόσα έτη έγκλειστος, χωρίς ποτέ να εξέλθη έξω, ούτε άλλος τις εισήλθεν εις το κελλίον του, ελάμβανε δε ολίγην τροφήν από μίαν μικράν θυρίδα, από την οποίαν συνωμίλει ολίγα και ωφέλιμα λόγια, σπανίως επί μερικάς ημέρας και όχι πάντοτε, αλλά όταν ήτο ανάγκη μεγάλη, δια να ωφελήση εκείνους οι οποίοι ήρχοντο να τον εύρουν, προς νουθεσίαν αυτών και διόρθωσιν. Ούτος ο Όσιος δεν ηθέλησε ποτέ να ιδή γυναίκα, ούτε και να συνομιλήση ποτέ, ησύχαζε δε πάντοτε, διότι εγνώριζεν, ότι όσον φεύγει τις τους ανθρώπους, επί τοσούτον πλησιάζει προς τον Θεόν. Όθεν τόσον ελέπτυνε τον νουν του με την θείαν ένωσιν και τόσον την ψυχήν εκαθάρισεν, ώστε ηξιώθη και προφητικού χαρίσματος· όχι δε μόνον τα μακράν εγνώριζεν, αλλά και τα μέλλοντα προέλεγε, προς μεγάλην έκπληξιν των ακουόντων. Δι’ ο πολλοί μετέβαινον και τον ερωτούσαν δι’ υπόθεσίν των τινά, εις τους οποίους έδιδεν απόκρισιν, προφητεύων τα μέλλοντα και όσα έλεγεν εγίνοντο ύστερον. Αλλά και αυτός ο πιστότατος βασιλεύς Θεοδόσιος, όταν επήγαινεν εις τον πόλεμον κατά των Περσών και άλλων απίστων, έστελλεν άνθρωπον και ηρώτα τον Όσιον τι τέλος έμελλε να έχη ο προκείμενος πόλεμος. Ο δε Όσιος άλλοτε μεν τους έλεγεν ότι θα νικήσωσιν, άλλοτε δε πάλιν ότι θα φύγωσι και ούτως εγίνετο. Επολέμουν δε ποτε οι Αιθίοπες πόλιν τινά του βασιλέως την οποίαν έλεγον Σεβενίν, ήτις ήτο μεταξύ των ορίων της Αιθιοπίας και της Θηβαϊδος, συνέλαβον δε ούτοι πολλούς αιχμαλώτους, ενώ πολλούς άλλους εφόνευσαν. Όθεν ο στρατηλάτης του βασιλέως εδειλία να συγκροτήση πόλεμον δεύτερον, ο δε Ιωάννης τον συνεβούλευσε να πολεμήση την δείνα ημέραν εις το όνομα του Κυρίου και ούτως εποίησεν. Όθεν ενίκησεν άπαντας, συνεργούσης της θείας Χάριτος. Έχων δε ο Όσιος από τον Θεόν τοσούτον μέγα χάρισμα, δεν υψηλοφρόνει ουδόλως, αλλά ενόμιζε τον εαυτόν του ως αχρείον δούλον του Χριστού και ανάξιον, έλεγε δε ότι η πίστις των προσερχομένων ενήργει και εγίνοντο τα θαυμάσια. Εις εκείνα τα όρια ώριζεν εις άρχων, η γυνή του οποίου είχε βαρείαν ασθένειαν· όθεν απήλθεν ο άρχων εις τον Όσιον και τον παρεκάλει να τον συγχωρήση να φέρη εκεί εις το κελλίον την συμβίαν του να την θεραπεύση, καθώς και πολλούς άλλους εθεράπευσεν. Ο δε Όσιος δεν εδέχθη, λέγων ότι γυνή δεν επλησίασε εκεί ουδέποτε. Λέγει ο άρχων· «Επ’ αληθείας, Άγιε του Θεού, εάν δεν έλθη εδώ η συμβία μου να την ευχηθής, θέλει αποθάνει από την λύπην της». Βλέπων λοιπόν ο Όσιος την πολλήν βίαν του άρχοντος και ακούσας της γυναικός την ευλάβειαν, είπε προς αυτόν· «Ύπαγε και αυτήν την νύκτα θα με ιδή η συμβία σου, χωρίς να κοπιάση έως εδώ, χωρίς λόγον». Ταύτα ακούσας ο άρχων απήλθεν εις την οικίαν του συλλογιζόμενος και δεν ηδύνατο να εννοήση την σημασίαν του λόγου. Ομοίως και η γυνή του διελογίζετο πως θέλει γίνει αυτό. Κατά το μεσονύκτιον βλέπει εν οράματι τον Όσιον λέγοντα· «Ω γύναι, μεγάλη η πίστις σου· όθεν ήλθα να πληρώσω τον πόθον σου, σου δίδω δε ταύτην την νουθεσίαν, να μην επιθυμήσης ποτέ να ιδής τους δούλους του Θεού εις το πρόσωπον, αλλά μόνον να μιμήσαι τας πράξεις των, διότι δεν είμαι Προφήτης, καθώς με νομίζεις, ούτε Δίκαιος, αλλά δια την ιδικήν σου πίστιν και του ανδρός σου παρεκάλεσα, ο αμαρτωλός, τον Κύριον και ιάτρευσεν όλας τας ασθενείας σου. Σας παρακαλώ λοιπόν και σας συμβουλεύω να ενθυμήσθε αυτάς και τας λοιπάς ευεργεσίας, όπου σας έκαμεν ο Κύριος, να τον ευχαριστήτε πάντοτε, να τον φοβήσθε και να φυλάττεσθε να μη πταίσετε εις αυτόν ουδέποτε. Λοιπόν, φθάνει ότι με είδες εις το όραμά σου και μη θελήσης να με ιδής έξυπνος». Το πρωϊ είπεν η γυνή εις τον σύζυγόν της το όραμα και τους χαρακτήρας της όψεως του Οσίου ως και τα ενδύματα και ούτως αυτή μεν έγινεν υγιής και εδόξαζε τον Κύριον, ο δε άρχων επήγε δρομαίος με πολλήν χαράν και ευλάβειαν προς τον Όσιον, ευχαριστών αυτόν δια την ευεργεσίαν την οποίαν του έκαμεν. Άλλος τις άρχων της πλησιοχώρου περιοχής, Ρωμαίος το γένος, ήλθεν εις τον Όσιον, λέγων ότι η γυνή του ήτο ετοιμόγεννος, αλλ’ εκινδύνευε να αποθάνη από τους πόνους και παρεκάλει τον Όσιον να κάμη προς Κύριον δέησιν, να την λυτρώση από τον κίνδυνον. Ο δε Όσιος απεκρίνατο· «Η γυνή σου εγέννησε παιδίον αρσενικόν, μετά την γένναν όμως η μήτηρ απέθανεν, αλλά δια την πίστιν σου και ευλάβειαν ύπαγε να την εύρης αναστημένην και βαπτίσας το παιδίον, ονόμασον αυτό Ιωάννην, μη δώσης δε τούτο εις άλλην γυναίκα να το θηλάζη, αλλά να το αναθρέψετε σεις εις τον οίκον σας και όταν γίνη επτά ετών, αφιέρωσέ το του Θεού και δος το εις αγίους Πατέρας να γίνη Μοναχός». Απελθών λοιπόν ο άρχων εις την οικίαν του εύρεν αληθινά όσα του είπεν ο Όσιος και έκαμε καθώς τον επρόσταξε. Μετέβαινον επίσης και άλλοι πολλοί εις τον Όσιον, εις τους οποίους έλεγε τα κρύφια της καρδίας των και όσας αμαρτίας έπραξαν, τους παρεκίνει δε να κάμουν μετάνοιαν. Πολλάκις δε επροφήτευε δια τον Νείλον, πότε έμελλε να πλημμυρίση και πότε να γίνη στέρησις ύδατος. Αλλά και όταν επρόκειτο ο Θεός να στείλη παίδευσίν τινα εις την γην, δια να παιδεύση τους αμαρτήσαντας, τους ενουθέτει πρότερον ο Όσιος και τους έλεγε να μετανοήσουν, ό,τι δε προέβλεπε τούτο πράγματι και εγίνετο. Άλλου τινός άρχοντος συγκλητικού η γυνή είχε μεγάλην ασθένειαν· έκαιεν όλη η σάρκα της από πολλήν θέρμην και εκινδύνευε μεγάλως εις θάνατον, παρεκάλει δε αύτη τον άνδρα της να την υπάγη εις τον Όσιον να της δώση την υγείαν της· εκείνος δε, γνωρίζων την τάξιν του Οσίου, ότι δεν ήθελε να ίδη γυναίκα, μετέβη μόνος του και λέγων την αιτίαν της μεταβάσεως αυτού, του έδωσεν ο Άγιος ολίγον έλαιον ευλογημένον, με το οποίον χρισθείσα η ασθενής ευθύς ιατρεύθη. Αλλά αφήνω όσα ήκουσα από άλλους (λέγει ο σοφός Ιερώνυμος) και λέγω εκείνα μόνον τα οποία είδα με τους οφθαλμούς μου. Επτά σύντροφοι είμεθα, οίτινες μετέβημεν δια να τον απολαύσωμεν, εκείνος δε μας υπεδέχθη χαρούμενος. Αφ’ ου εκάμαμεν προσευχήν (καθώς έχουν οι Μοναχοί πανταχού συνήθειαν, να υποδέχωνται τους ξένους με προσευχήν) μας ηρώτησεν, εάν ήτο κανείς κληρικός από ημάς και είπομεν όχι, διότι δεν εγνωρίζαμεν ότι εις εξ ημών ήτο Διάκονος, ο οποίος δια ταπείνωσιν δεν το ωμολόγησε, δια να μη τον τιμήση ο Άγιος. Εκείνος όμως, ως προορατικός, το εγνώρισε και μας είπεν· «Ο νεώτερός σας είναι Διάκονος». Επειδή δε εκείνος προσεπάθει να αποφύγη, έπιασεν ο Όσιος την χείρα αυτού και την εφίλησε λέγων· «Μη κρύπτης την χάριν του Θεού, τέκνον μου, δια να μη υποπέσης δια το καλόν εις κακόν, λέγων δια ταπείνωσιν ψεύματα». Τότε ο Διάκονος, ποιήσας μετάνοιαν, ωμολόγησε την αλήθειαν αιτήσας συγχώρησιν. Εκεί ευρισκόμενοι ησθένησεν ο εις εκ των συντρόφων μας από ρίγος τριταίον και παρακαλών εκείνος τον Άγιον να τον ιατρεύση, του απεκρίθη· «Αύτη η ασθένεια, τέκνον, θέλει σου δώσει μεγάλην ωφέλειαν· διότι καθώς με τα πικρά ιατρικά θεραπεύονται τα σώματα, ούτω και αι ψυχαί με τας ασθενείας ιατρεύονται». Ταύτα λέγων ο Όσιος εποίησε μίαν διδαχήν επί του θέματος τούτου. Έπειτα, δια να μη μας λυπήση, ευλόγησεν έλαιον και χρίσας τον ασθενή έμεινεν υγιής πάραυτα. Τότε προσέταξε τον υπηρέτην και μας εφίλευσε προς αυτάρκειαν, εκείνος όμως δεν έφαγε, φυλάσσων ακριβώς την παθοκτόνον εγκράτειαν και δεν έτρωγεν εψημένον φαγητόν ούτε καν τότε όπου ήτο ετών ενενήκοντα, ήτο δε από την πολλήν νηστείαν τόσον αδύνατος, ώστε ήτο δέρμα μόνον και οστά. Αφ’ ου λοιπόν, καθώς είπομεν, εφιλεύθημεν εις το άλλο κελλίον, εις το οποίον υπεδέχετο τους ξένους, επήγαμεν εις την θυρίδα και μας ηρώτησεν πόθεν είμεθα και διατί ήλθαμεν προς αυτόν, απεκρίθημεν δε ότι είμεθα από την Ιερουσαλήμ και μετέβημεν να τον ίδωμεν, δια να μας είπη λόγον τινά ωφέλιμον. Τότε απεκρίθη· «Σας θαυμάζω, αγαπητοί αδελφοί, πως εκάματε τόσον κόπον, δια να ιδήτε ένα αχρείον και ευτελέστατον, όστις ουδεμίαν αρετήν έχω επάνω μου. Δεν αναγινώσκετε τας Γραφάς, δια να ωφεληθήτε από ταύτας εις τας οικίας σας; Τι άλλα υποδείγματα ζητείτε; Δεν σας φθάνουν οι Προφήται, οι Απόστολοι, οι Μάρτυρες να τους μιμηθήτε, αλλά ήλθετε να ίδητε ένα αχρείον και ανάξιον άνθρωπον, όστις, γνωρίζων την ταλαιπωρίαν μου, δεν τολμώ να έβγω από το κελλίον μου; Όμως επειδή νομίζετε ότι έχω παραμικράν τινα αρετήν, να σας υπακούσω δια να μη επιστρέψετε οπίσω περίλυποι. Λοιπόν, προ πάντων σας δίδω τοιαύτην νουθεσίαν, να μη κενοδοξήσητε, ότι ήλθετε εις την έρημον και είδετε τους αγίους ταύτης οικήτορας, αλλά μάλιστα να κάμετε τρόπον να τους μιμήσθε όσον δύνασθε. Η Δευτέρα μου παραγγελία είναι αύτη· να φυλάττεσθε κατά κράτος, να μη ριζώση καμμία αμαρτία εις την καρδίαν σας. Διότι οπόταν ευρίσκονται αι ρίζαι των παθών εις τα εντόσθια, γεννώνται πολλοί ρυπαροί διαλογισμοί, οίτινες εμποδίζουσι την προσευχήν και διασκορπίζουσι τον νουν εις διάφορα πράγματα. Όστις λοιπόν εγκατέλιπε τον κόσμον και τας επιθυμίας αυτού δεν εμίσησεν, ολίγον όφελος απέκτησε. Διότι δεν σώζεται ο Μοναχός μόνον με το να αφήκε χωράφια, χρυσίον και άλλα πράγματα, αλλά όταν νικήση τας επιθυμίας του σώματος. Πολλοί δεικνύουσιν εις το φαινόμενον, ότι απηρνήθησαν τον κόσμον, την καρδίαν όμως δεν επιμελούνται να καθαρίζωσιν από τα πάθη, αλλά φωλεύουν εκεί διαλογισμοί διάφοροι». Λοιπόν, αγαπητοί μου αδελφοί, επιμελείσθε να νικήσετε όλα τα πάθη και βάλετε πολύν κόπον εις αυτό και αντιμάχεσθε εις την επιθυμίαν της σαρκός. Εισέλθετε από την στενήν πύλην και περιπατείτε την οδόν των θλίψεων, ότι χωρίς αυτήν την στενοχωρίαν δεν δύναται να σωθή κανείς. Δια να φυλάξετε λοιπόν εγκράτειαν, αναχωρήσατε από τον κόσμον, διότι η ησυχία θέλει σας βοηθήσει πολύ εις το να νικήσετε πάσαν επιθυμίαν. Όστις συναναστρέφεται με τους ανθρώπους, παραβαίνει πολλάκις την εγκράτειαν δια συγκατάβασιν και ούτω πίπτει και εις άλλα εγκλήματα. Εξαιρέτως να φυλάττεσθε από την υψηλοφροσύνην ως από όφεως. Ότι δι’ αυτής τινές εξέπεσον, ως ο Εωσφόρος, και από φίλοι Θεού έγιναν εχθροί και αποστάται του ύστερον· και προς νουθεσίαν σας, να σας είπω εκείνο όπερ συνέβη εις τινα ενάρετον Ασκητήν, όστις ήτο τώρα ολίγους χρόνους εδώ πλησίον μας, άνθρωπος εγκρατής και περιβόητος εις όλην την έρημον, όστις καθ’ ώραν προσηύχετο και κατά πολλά ηγωνίζετο· αλλ’ όμως, επειδή δεν είχε το θεμέλιον της αρετής, την ταπείνωσιν, εξέπεσεν ο ταλαίπωρος και ακούσατε καταλεπτώς την υπόθεσιν, δια να μη πάθη κανείς σας ομοίαν παρά Θεού εγκατάλειψιν. Ούτος ήτο εις ένα αναχωρητικόν σπήλαιον και μετήρχετο αγώνα θαυμάσιον· προσηύχετο πάντοτε και δεν έτρωγεν από ξένον κόπον άρτον ουδέποτε, αλλά από το εργόχειρόν του ετρέφετο. Βλέπων λοιπόν ούτος ότι όλοι τον είχον εις μεγάλην ευλάβειαν και έγινε πανταχού το όνομά του περίφημον, υπερηφανεύθη, ο ασύνετος, νομίζων ότι από την ιδικήν του γνώσιν και επιμέλειαν έγινε τοιούτος και όχι εκ θείας Χάριτος. Ταύτα βλέπων ο δαίμων, με πανουργίαν του έστησε παγίδα, δια να τον θανατώση ο μισάνθρωπος· μετασχηματισθείς εις μορφήν ωραίας γυναικός, επήγε νύκτα τινά εις το σπήλαιον αυτού και προσεποιήθη ότι έχασε τον δρόμον και δια να μη την φάγουν τα θηρία επήγε να μείνη εκεί έως της επομένης. Εκείνος δε, ευσπλαγχνιζόμενος αυτήν, έστερξε να την κρατήση και ερωτών πόθεν ήτο και πως περιεπάτει μοναχή εις τον δρόμον, του απεκρίθη με λόγια ψευδοσχηματιζόμενα και δόλια, τα οποία επλήγωσαν την καρδίαν του και του ήρχοντο αισχροί και ρυπαροί λογισμοί, την ψυχήν του μολύνοντες και εμελέτησε ο δυστυχής να κάμη μετ’ αυτής αμαρτίαν. Τούτο γνωρίσας ο δόλιος ήρχισε να ψηλαφή τον Ασκητήν τάχα δια ευλάβειαν, ο οποίος επληγώθη από τον έρωτα περισσότερον και λησμονήσας ως μεθυσμένος τους προτέρους αγώνας και την άσκησιν και τας δωρεάς και Χάριτας, τας οποίας έλαβεν από τον Θεόν, απεφάσισε να πορνεύση ο άθλιος· αλλ’ όταν επεχείρησε να εναγκαλισθή την γυναίκα δια να τελέση την αμαρτίαν, έγινεν αύτη άφαντος· εφώναζε δε εις τον αέρα ο δαίμων εμπαίζων τον Ασκητήν και περιγελών αυτόν· «ω Μοναχέ, συ όστις υπεραίρεσο χθες και σου εφαίνετο ότι επέτας εις τα ουράνια· ιδού ενικήθης και έπεσες εις τον Άδην, τρισάθλιε». Αυτά και έτερα πλείστα λέγων ο δαίμων, έπεσεν ο Μοναχός εις απόγνωσιν, μη υποφέρων την τοιαύτην αισχύνην και σύγχυσιν και φεύγων από την έρημον ετελείωσε την ζωήν του εις τα κακά του θελήματα ο ταλαίπωρος, διότι δεν είχε γνώσιν να επιστρέψη πάλιν εις την μετάνοιαν. Aλλά επειδή σας ελύπησα με αυτό, ακούσατε και άλλο, αμαρτωλού τινος την μετάνοιαν, όστις έλαβεν από τον Θεόν ταχείαν συγχώρησιν. Εις μίαν χώραν, εδώ πλησίον, ήτο τις εις τα κακά περιβόητος και παράνομος. Κάποτε, φωτισθείς παρά του Θεού, επέστρεψεν εις μετάνοιαν και εκλείσθη εις τάφον τινά, κλαίων πικρώς καθ’ ώραν και πίπτων επί της γης εκτύπα το μέτωπον και δεν ετολμούσε να αναφέρη το θείον όνομα, μόνον έκλαιε με συντριβήν της καρδίας ανείκαστον ημέρας οκτώ τελείως νηστικός. Ταύτα οι δαίμονες βλέποντες και φοβούμενοι μήπως τον χάσουν, επήγαν την νύκτα και εφώναξαν προς αυτόν· «Τι κάμνεις εδώ, ασεβέστατε; Τώρα όπου εχόρτασες από πάσαν ακαθαρσίαν και εγήρασες εις την αμαρτίαν, θέλεις να φανής καλός και σώφρων, παράνομε; Μάτην κοπιάς, αφρονέστατε. Σιότι άλλος τόπος δεν σε αναμένει ειμή μόνον εκείνος, τον οποίον ητοίμασες. Συ ετέλεσες τόσα κακά, ώστε έγινες ως άλλος δαίμων. Λοιπόν μη κόπτεσαι ανωφελώς, διότι τα δάκρυα θα σε καταβιβάσουν εις τον Άδην παράκαιρα. Επίστρεψε λοιπόν εις τας προτέρας ηδονάς και ημείς θα σου ετοιμάσωμεν πάσαν σαρκικήν απόλαυσιν, να χαρής το επίλοιπον της πολιτείας σου. Ει δε και σου αρέσουσιν αι θλίψεις και αι τιμωρίαι, καρτέρησον ολίγον, να απολαύσης μαζί μας εκείνα τα οποία σου πρέπουσιν». Αυτά και έτερα έλεγον εκείνοι οι δόλιοι· αυτός όμως δεν εσάλευσε ποσώς από τον τόπον του, αλλά εστέκετο με γνώσιν ακίνητος και ουδόλως απεκρίνατο. Οι δαίμονες λοιπόν, ως καταφρονηθέντες υπ’ αυτού, οργίσθησαν και του έδωσαν τοιούτον δαρμόν (ταύτα του Θεού συγχωρήσαντος), ώστε έμεινεν ως αποθαμένος, αλλά και πάλιν δεν εσάλευσεν απ’ εκεί. Την άλλην ημέραν μετέβησάν τινες συγγενείς και φίλοι του και ευρόντες αυτόν ούτω πεπληγωμένον, ήθελον να τον σηκώσουν και να τον υπάγουν εις την οικίαν των, δια να τον ιατρεύσωσιν· αυτός όμως δεν ηθέλησεν, αλλά έμεινεν ως στρατιώτης αήττητος εις τον πόλεμον. Όθεν, πάλιν οι δαίμονες τον έδειραν δυνατώτερα, ο δε υπέμεινεν ευχαριστών τον Κύριον και έλεγε· «Κάλλιον να αποθάνω, παρά να επιστρέψω εις τα πρότερα». Κατά δε την τρίτην νύκτα του έδωσαν τόσας μάστιγας, ώστε ο καθείς ενόμιζεν ότι απέθανεν. Αυτός δε ο αείμνηστος, μη δυνάμενος να σαλεύση, προσηύχετο κοιτώμενος. Τότε οι δαίμονες, νικηθέντες υπ’ αυτού, ανεχώρησαν και δεν ηδυνήθησαν πλέον να πλησιάσωσιν. Ούτος δε έμεινε του λοιπού ανενόχλητος και τόσας αρετάς κατώρθωσεν, ώστε έδειχνεν ως άσαρκος Άγγελος και όσοι τον έβλεπον τον εθαύμαζον και πολλοί απηλπισμένοι, βλέποντες αυτόν, επέστρεψαν εις μετάνοιαν και εσώθησαν. Ακούσατε δε και άλλο υπόδειγμα δια να φεύγετε της υψηλοφροσύνης τον κίνδυνον. Ήτο τις Μοναχός εις ταύτην την έρημον και ησυχάζων εφύλαττεν έως το γήρας αυτού μεγάλην εγκράτειαν, είχε δε τόσην ειρήνην και καθαρότητα συνειδήσεως και τόσον ήτο ενάρετος, ώστε επερνούσεν εις την γην πολιτείαν ουράνιον, καθ’ ώραν τον Θεόν στοχαζόμενος. Όθεν, βλέπων ο πανάγαθος Θεός τον πολύν αυτού πόθον και την καλήν προαίρεσιν, δια να τον λυτρώση από την φροντίδα του σώματος, του έστελλε καθ’ ημέραν με ένα Άγγελον ένα άρτον ευώδη και ωραιότατον, τον οποίον εύρισκεν εις την τράπεζαν έτοιμον μετά την ανάγνωσιν του εσπερινού. Όθεν, αφού έτρωγεν, εδίδετο πάλιν εις προσευχήν και θεωρίαν ουράνιον και πολλάς αποκαλύψεις είδεν, ως καθαρός και άμεμπτος. Επειδή όμως υπερηφανεύθη εις την διάνοιαν, βάζων εις τον νουν του, ότι δια τας αγαθοεργίας του τού έκαμεν ο Θεός τόσας Χάριτας, τον εβαρύνθη ο Κύριος και έπεσεν εις ολίγην ακηδίαν. Όθεν δεν έκαμνε πλέον την προσευχήν του με τόσην κατάνυξιν και όσον παρήρχετο ο καιρός, τόσον επλήθυνεν η αμέλεια. Πλην όμως εβίαζε την όρεξίν του και ανεγίνωσκε την ακολουθίαν του κατά την συνήθειαν, ευρίσκων δε τον άρτον, ως πρότερον, δεν κατέβαλε κόπον να διώξη την αμέλειαν, νομίζων ότι δεν είχε δι’ αυτό κατάκρισιν. Μετά ταύτα πάλιν του ήλθον ρυπαροί λογισμοί της σαρκός, παρακινούντες αυτόν εις την βδελυράν πράξιν της πορνείας. Την πρώτην ημέραν τους επολέμησε δυνατά και αφ’ου έκαμε την προσευχήν του εύρε τον άρτον, αλλ’ όμως όχι τόσον άσπρον και εύμορφον ως πρωτύτερα, αλλά ολίγον μελαχροινόν και εθαύμασε δια τούτο. Έφαγε λοιπόν με πολλήν θλίψιν της συνειδήσεως, γνωρίζων ότι αυτός ήτο τούτου το αίτιον. Την τρίτην ημέραν επλήθυναν τόσον οι ρυπαροί λογισμοί, ώστε του εφαίνετο, ότι εκράτει γυναίκα και επόρνευεν, εις τον αισχρόν δε λογισμόν αυτόν ευρίσκετο όλην την ημέραν. Τη επαύριον, μετά την ανάγνωσιν του εσπερινού, εισερχόμενος εις το σπήλαιον, βλέπει τον άρτον εις την τράπεζαν ξηρόν, μουχλιασμένον και άσχημον. Όθεν έκλαυσεν, αλλά όχι τόσον, όσον έφθανε να εξαλείψη την αμαρτίαν του. Πλην έφαγε τον άρτον, ως ηδυνήθη. Έπειτα του ήλθον τόσοι λογισμοί, όπου τον ενίκησαν τον ταλαίπωρον και εκίνησε να υπάγη εις τον κόσμον· και δεν εβόησε μετά δακρύων προς Κύριον να τον ευσπλαγχνισθή, αλλά νομίζων ότι δεν τον συγχωρεί πλέον, αισχύνετο να κάμη την προσευχήν του. Περιπατών όλην την νύκτα, ως έξω φρενών, εξημερώθη πολύ κουρασμένος πλησίον εις ένα μικρόν Μοναστήριον. Όθεν εισήλθεν εκεί δια να ξεκουρασθή ολίγον και δια να φάγη τίποτε. Οι Μοναχοί του Μοναστηρίου εκείνου, γνωρίζοντες την καλήν αυτού φήμην και το όνομα, τον ευλαβήθησαν και πίπτοντες εις τους πόδας αυτού εζητούσαν την ευλογίαν του. Αφ’ ου τον εφίλευσαν, τον παρεκάλεσαν, ως ενάρετον, να τους διδάξη πώς να πορεύωνται δια να σωθώσι και άλλα όμοια. Εκείνος δε, δια να μη τους λυπήση, τους έκαμεν ομιλίαν, διδάσκων αυτούς πώς να γνωρίσουν τας κακουργίας και πονηρίας του δαίμονος. Ταύτα διηγούμενος ο Ασκητής, τον ήλεγχεν η συνείδησίς του έσωθεν και έλεγε καθ’ εαυτού ταύτα· «Ω ταλαίπωρε, πως διδάσκεις τους άλλους και συ δεν διορθώνεις τον εαυτόν σου, αφρονέστατε;» Ταύτα λέγων κατενύχθη, Θεού συνεργεία, γνωρίσας την πλάνην του δαίμονος και επιστρέψας εις το κελλίον του και πίπτων κατά γης, εβόα ταύτα με θερμά δάκρυα· «Εάν δεν μου εβοήθει ο Κύριος, επήγαινεν εις τον Άδην η ψυχή μου να κολάζωμαι ατελεύτητα». Αυτά και έτερα μετά πικρών δακρύων ευχόμενος, έμεινεν έως τέλους της ζωής του εις την καλήν εκείνην μετάνοιαν. Αλλ’ όμως, δεν του ήρχετο πλέον η τροφή ουρανόθεν, ως πρότερον, μόνον εκοπίαζε με τον ιδρώτα του προσώπου του να εξοικονομή τον άρτον του. Όθεν, ενθυμούμενος την προτέραν μακαριότητα, έκλαιε και ωδύρετο περισσότερον και τόση κατάνυξις του ήρχετο, όταν ήθελε να φάγη τον γήϊνον εκείνον άρτον, ενθυμούμενος τον ουράνιον, ώστε εγίνοντο βρύσεις οι οφθαλμοί του από τα δάκρυα. Αφ’ ου λοιπόν έκαμεν αρκετόν καιρόν κεκλεισμένος εις το σπήλαιον κλαίων, ήλθεν Άγγελος Κυρίου και του λέγει· «Εδέχθη ο Θεός την μετάνοιάν σου, και εσυγχώρησε το αμάρτημά σου. Λοιπόν φυλάττου ακριβώς, μη έλθη πλέον λογισμός υπερηφανείας εις την καρδίαν σου· και δια σημείον ότι είναι αληθείς οι λόγοι μου, γνώριζε, ότι την δείνα ημέραν έρχονται αδελφοί τινες από το Μοναστήριον εις το οποίον εδίδαξες, να σου φέρουν τροφάς και φάγε ευχαριστών τον Κύριον». Ούτω λοιπόν ετελείωσεν ο Ασκητής, με καλήν μετάνοιαν.                              
Ταύτα τα υποδείγματα σας είπα, αδελφοί εν Χριστώ, δια να εννοήσητε, ότι η ταπείνωσις στερεώνει και η υπερηφάνεια εξολοθρεύει τον άνθρωπον. Δια τούτο ο Δεσπότης πρώτον από όλους εμακάρισε τους ταπεινούς και πτωχούς τω πνεύματι. Λοιπόν φυλάττεσθε από τας ενέδρας και τα πανουργεύματα των δαιμόνων και όταν αυτοί ενσπείρουν εις τον νουν σας ότι είσθε καλοί, ή και οι άνθρωποι σας επαινέσουν με λόγους, να ενθυμήσθε τας αμαρτίας σας και να ταπεινώνεσθε. Αυτά και έτερα ψυχωφελή υποδείγματα μας έλεγεν ημέρας τρεις ο μακάριος, όταν δε ελάβομεν συγχώρησιν να αναχωρήσωμεν μας είπε· «Υπάγετε εις ειρήνην, τέκνα μου, και να γνωρίζετε, ότι σήμερον ήλθεν εις την Αλεξάνδρειαν μήνυμα, ότι ο βασιλεύς Θεοδόσιος ενίκησε τον τύραννον Ευγένιον, όστις εις ολίγας ημέρας αποθνήσκει δια να λυτρωθή η Εκκλησία από την πλάνην αυτού του τυράννου και εύρη άνεσιν». Όταν λοιπόν εφθάσαμεν εις την Αλεξάνδρειαν, εύρομεν αληθινά όσα μας είπεν ο Όσιος. Και μετά ημέρας τινάς ηκούσαμεν και δι’ αυτόν τον μακάριον Ιωάννην, ότι απήλθε προς Κύριον, πλήρης ημερών γενόμενος. Έλεγον δε οι μαθηταί αυτού ότι, γνωρίσας πρότερον την τελευτήν του, έμεινε τρεις ημέρας ευχόμενος και ούτω παρέδωκε την μακαρίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού· ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.                                                                                                                               


Τρίτη 29 Αυγούστου 2017

Των Οσίων Πατέρων ΒΑΡΣΑΝΟΥΦΙΟΥ, και ΙΩΑΝΝΟΥ του επιλεγομένου Προφήτου

Τη ΣΤ’  (6η) του αυτού μηνός Φεβρουαρίου, μνήμη των Οσίων Πατέρων ημών ΒΑΡΣΑΝΟΥΦΙΟΥ του μεγάλου Γέροντος και ΙΩΑΝΝΟΥ του επιλεγομένου Προφήτου, μαθητού του Αγίου Βαρσανουφίου, των παρά τω εν Γάζη της Παλαιστίνης Κοινοβίω του Αββά Σερίδου ακμασάντων και εν ειρήνη τελειωθέντων.                                                                 

Βαρσανούφιος και Ιωάννης οι διαυγέστατοι φωστήρες οι εν τη ερήμω διαλάμψαντες, οι της ασκήσεως κανόνες και της ησυχίας οι επιστήμονες, οι λύχνοι της διακρίσεως και της προοράσεως οι ακοίμητοι οφθαλμοί, ανήλθον εις το της αρετής δυσθεώρητον ύψος αγωνιζόμενοι εις ερημικά κελλία πλησίον του ονομαστού Κοινοβίου του Αββά Σερίδου, κειμένου εις τα περίχωρα της πόλεως Γάζης της Παλαιστίνης. Ούτοι ήκμασαν κατά το πρώτον ήμισυ του ΣΤ΄ αιώνος και ο μεν Όσιος Βαρσανούφιος κατήγετο από την Αίγυπτον και ήτο πολύ πεπαιδευμένος, ως δεικνύουν αι αποκρίσεις τας οποίας έδιδεν εις τους ερωτώντας αυτόν επί διαφόρων υποθέσεων, αίτινες αποκρίσεις ομού με τας του συνεορταζομένου σήμερον Οσίου Ιωάννου σώζονται εις ιδιαιτέραν βίβλον, του δε Οσίου Ιωάννου δεν είναι γνωστή η πατρίς, διότι ουδέποτε ηθέλησε να ομιλήση περί αυτής. Αναχωρήσας λοιπόν ο θείος Βαρσανούφιος από την πατρίδα του Αίγυπτον μετέβη εις τους Αγίους Τόπους, αφού δε προσεκύνησε τον Τάφον του Κυρίου και τα άλλα ιερά προσκυνήματα, υπετάγη εις ευσεβή τινα Γέροντα ονόματι Μάρκελλον και γενόμενος Μοναχός συνεμόνασε μετ’ αυτού επί τινα καιρόν. Αποθανόντος δε του Γέροντος περιήρχετο ο Όσιος από τόπου εις τόπον διδάσκων τους ευσεβείς, ανεχώρει δε και εις κελλία αναχωρητικά και ησύχαζε, τόσον δε προέκοψεν εις την αρετήν, ώστε πολλοί ήρχοντο προς αυτόν χάριν νουθεσίας και εξομολογήσεως, αν και δεν ήτο Ιερεύς. Ήρχοντο δε και πολλοί Μοναχοί και Ηγούμενοι Μοναστηρίων, τους οποίους όλους ενουθέτει και ειρήνευεν. Αφού δε εκαθάρισε την καρδίαν του από τα πάθη και ηξιώθη να γίνη ναός και κατοικητήριον του Αγίου Πνεύματος, τις δύναται να παραστήση τα χαρίσματα, τα οποία ηξιώθη να λάβη; Εκ της τοιαύτης καθαρότητος επλουτίσθη ο Όσιος με την υψοποιόν και αληθινήν και τελείαν ταπείνωσιν· δηλαδή, όχι με την ταπείνωσιν εκείνην, ήτις συνίσταται από τα εξωτερικά ταπεινά σχήματα και τα ταπεινά λόγια, αλλά με την ταπείνωσιν εκείνην, την οποίαν κτίζει το Πνεύμα το Άγιον εις τας καρδίας των πιστών. Δια τούτο πολλοί Ηγούμενοι τον εζήτουν να τον έχουν εις τας Μονάς των δια να στηρίζη τους Μοναχούς με τας θαυμασίας παραινέσεις και διδασκαλίας του. Αφού δε παρήλθε καιρός αρκετός απεφάσισε να υπάγη εις την Μονήν του Αββά Σερίδου, αν και ο Σέριδος δεν τον είχε ζητήσει, καθώς τούτο ο ίδιος γράφει εις τας ερωταποκρίσεις του λέγων· «Πόσοι ήθελον ημάς τους Γέροντας και έτρεχον και ουκ εδόθη αυτοίς! Και καθημένου αυτού (του Αββά Σερίδου δηλαδή) έπεμψεν ημάς προς αυτόν ο Θεός και τέκνον γνήσιον ημών αυτόν εποίησεν» (απόκρισις 17η). Εγκατεστάθη λοιπόν ο Όσιος εις εξωτερικόν κελλίον άνωθεν της Μονής και παρέμεινεν εις αυτό έγκλειστος επί δέκα οκτώ έτη, χωρίς να δέχεται ουδένα, ούτε Μοναχόν, ούτε Ηγούμενον, ούτε και Επίσκοπον ακόμη. Και αυτόν μάλιστα τον αδελφόν του, γέροντα όντα, ο οποίος εζήτησε να τον ίδη και να συνομιλήση με αυτόν, ταύτα προς αυτόν απεκρίθη γραπτώς, ως συνήθως· «Εγώ αδελφόν τον Ιησούν έχω· εάν δε καταφρονήσας του κόσμου γίνη Μοναχός, τότε αδελφός μου ει» (Αποκρ. τμγ΄ ). Ο μόνος τον οποίον εδέχετο ήτο ο Αββάς Σέριδος, ο οποίος και του μετέδιδεν εκάστην εβδομάδα τα Άχραντα Μυστήρια και του έφερε και τρεις μικρούς άρτους με ολίγον ύδωρ. Τόσην δε εγκράτειαν απέκτησεν ο Μακάριος, ώστε πολλάκις ελησμόνει να φάγη και οι άρτοι έμενον άθικτοι μέχρι της επομένης εβδομάδος. Κατά το διάστημα της εγκλείσεώς του ο μόνος, τον οποίον εδέχετο ο Όσιος, ως είπομεν, ήτο ο Αββάς Σέριδος, δια του οποίου επεκοινώνει γραπτώς μετά των Πνευματικών του τέκνων και άλλων όσοι εζήτουν γραπτώς τας συμβουλάς του. Επειδή λοιπόν ουδείς τον έβλεπεν, έλεγόν τινες κακοπροαίρετοι ότι δεν υπήρχε τοιούτον πρόσωπον και ότι τας αποκρίσεις συνέτασσεν ο Αββάς Σέριδος. Όθεν δια να διαλύση την πλάνην ταύτην εδέχθη δια μίαν και μόνην φοράν τους Μοναχούς του Μοναστηρίου και έπλυνε τους πόδας των. Την ακριβή ταύτην πολιτείαν εφύλαξεν ο Όσιος εις πάσαν περίστασιν τόσον, ώστε και όταν ακόμη ήτο ασθενής δεν εξήρχετο ποτέ από κελλίον του προς θεραπείαν ούτε εδέχθη ποτέ ιατρόν. Απέφευγε δε επίσης επιμελώς την ανάμιξιν εις τα σκάνδαλα των Μοναχών και των Μοναστηρίων μέχρι και αυτών των δογματικών ερίδων της εποχής του. Επέκρινε δε δριμύτατα όσους ανεμιγνύοντο και προεκάλουν τοιαύτας έριδας. Εις μίαν απόκρισίν του δια τοιαύτα ζητήματα γράφει: «Ουαί και αλλαλαί τω γένει ημών! Τι αφήκαμεν και τι ερευνώμεν!... Ουρανοί φρίττουσιν, τι πολυπραγμονούσιν άνθρωποι. Η γη σείεται, πως εξιχνιάσαι θέλουσι τα ακατάληπτα… Ουκ απαιτεί ημάς ο Θεός ταύτα, αλλ’ αγιασμόν, κάθαρσιν, σιωπήν και ταπείνωσιν» (Αποκρ. 600). Και πράγματι· εάν αποκτήσωμεν τας αρετάς ταύτας το πνεύμα της πλάνης και των αιρέσεων διώκεται και ειρήνη βαθεία θέλει επισκιάζει την Εκκλησίαν. Εκ της θαυμαστής ταύτης πολιτείας του Οσίου εδόθη εις αυτόν παρά Θεού πλουσιώτατον και το της θαυματουργίας χάρισμα. Δια τούτο και τον Αββάν Σέριδον ασθενήσαντά ποτε από βαρείαν ασθένειαν εθεράπευσεν, ομοίως και άλλον αδελφόν δεινώς βασανιζόμενον και άλλους πολλούς. Δια τούτο και του Οσίου τούτου όχι μόνον η ψυχή και ο νους εχαριτώθη και ηγιάσθη, αλλά και αυτό το ιερόν σώμα του απήλαυσε της θείας Χάριτος και αγιότητος, δια τούτο και όσα πράγατα ήγγιζον εις αυτό ελάμβανον και αυτά θείαν τινά δύναμιν και χάριν. Και το κουκούλιον του, το οποίον απέστειλεν εις τον από Μηρωσάβης Ιωάννην, εσκέπαζεν αυτόν από πολλών πειρασμών και κακών. Άλλος δε Όσιος έστειλεν εις αυτόν το κουκούλιον και τον ανάλαβον αυτού (ήτοι το πολυσταύριον) και παρεκάλεσεν αυτόν να τα φορέση και μετά ταύτα να του τα αποστείλη δια να τα έχη σκέπην και βοήθειαν. Πολλοί δε έστελλον και ελάμβανον ευλογίαν, ήτοι μέρος τι από τον άρτον, τον οποίον έτρωγεν, ή το ύδωρ από το οποίον έπινε και λανβάνοντες αυτά ελαφρώνοντο από τα πάθη, τα οποία τους επολέμουν. Ταύτα όπου είπομεν περί του Αγίου Βαρσανουφίου αρμόζουν να είπη τις και περί του ΟσίουΙωάννου, του άλλου Γέροντος, καθ’ ότι και αυτός την αυτήν ήσυχον ζωήν είχε του Βαρσανουφίου και των αυτών χαρισμάτων του Πνεύματος ηξιώθη· εξαιρέτως δε και μάλιστα του χαρίσματος της προοράσεως και προφητείας, διο και προφήτης επωνομάζετο. Ούτος ο Όσιος Ιωάννης, ακούων τας αρετάς του Οσίου Βαρσανουφίου, επόθησε να αγωνισθή μαζί του, ο δε Όσιος Βαρσανούφιος, προγνωρίσας εκ θείας Χάριτος οποίος έμελλε να κατασταθή ο Ιωάννης, έδωσεν εις αυτόν το πρώτον κελλίον, εις το οποίον έμενεν εις την Μονήν του Αββά Σερίδου, αυτός δε εγκατεστάθη εις άλλο κελλίον εκεί πλησίον ευρισκόμενον. Ησύχασε δε ο Όσιος Ιωάννης χρόνους δέκα οκτώ μέχρι της τελευτή του. κατά το διάστημα τούτο δεν είδεν αυτόν ποτέ τις να χαμογελάση ή να ταραχθή ή χωρίς δάκρυα να κοινωνήση τα θεία Μυστήρια, καθώς περί τούτου εμαρτύρησε και ο Ηγούμενος του Κοινοβίου. Προέβλεπε δε πολλά και προέλεγε περί ζωής και θανάτου, ιάτρευσε μετά του Γέροντος Βαρσανουφίου φιλόχριστόν τινα και φιλόξενον χριστιανόν, όστις ευρίσκετο εις ασθένειαν, εξέλεγε δια προγνώσεως εκείνους οι οποίοι ήσαν άξιοι δια να χειροτονηθούν Ιερείς και άλλα πολλά. Όθεν δια το πλούσιον χάρισμα της προφητείας, το οποίον εδόθη εις αυτόν παρά Κυρίου, απεκαλείτο, ως είπομεν, από πολλούς Ιωάννης ο Προφήτης. Δια τούτο και ο Όσιος Νίκων, όστις αναφέρει τας αποκρίσεις του Πατρός τούτου εις τους δύο τόμους αυτού, επιγράφει αυτόν Ιωάννην τον Προφήτην. Κατά το διάστημα της μακροχρονίου ασκήσεώς των ουδέποτε συνηντήθησαν μεταξύ των οι Όσιοι ούτοι Πατέρες, διότι εφύλαττον ακριβώς τον κανόνα, τον οποίον αυτοί εις εαυτούς έθεσαν οι μακάριοι, μόνον δε δια του Αββά Σερίδου επεκοινώνουν και μεταξύ των και μετά των επερωτώντων αυτούς γραπτώς αδελφών. Εφύλαττεν όμως ο μακάριος Ιωάννης απεριόριστον υπακοήν και ευλάβειαν προς τον μεγάλον Γέροντα, τον Όσιον Βαρσανούφιον, και εξετέλει πιστώς τας εγγράφως στελλομένας εντολάς του, καθώς τούτο εις πλείστα μέρη της Βίβλου αυτών φαίνεται. Εκ της θαυμαστής και ξένης ταύτης διαγωγής των Οσίων τοσούτον εχαριτώθησαν και τοσαύτην ενότητα πνεύματος απέκτησαν, ώστε ό,τι ο εις εκ του κελλίου του έγραφε προς οικοδομήν των πιστών, τούτο και ο έτερος εκ του ιδικού του κελλίου επεσφράγιζε, χωρίς ουδεμίαν τινά περί του αφορώντος ζητήματος ιδιαιτέραν μεταξύ των συνεννόησιν. Πολλάκις δε, απευθύνοντές τινες ερωτήσεις κεχωρισμένας επί του αυτού θέματος εις αμφοτέρους τους Οσίους, ομοιομόρφους ελάμβανον τας απαντήσεις. Παραμένοντες δε οι μακάριοι έγκλειστοι εις τα κελλία αυτών, ουδόλως ηδιαφόρησαν δια την σωτηρίαν του πλησίον, αλλά καθημερινώς εστήριζον τους πιστούς δια των γραπτώς αποστελλομένων, ως είπομεν παραινέσεών των. Όχι δε μόνον κατά το διάστημα της προσκαίρου ζωής των εστήριζον τους πιστούς, αλλά και μετά θάνατον εφρόντισαν να ωφελήσουν αυτούς· όθεν και αφήκαν εις όλους τους αδελφούς την ιεράν αυτών Βίβλον, ως μίαν κληρονομίαν πατρικήν εις τους πνευματικούς υιούς των, δια να την αναγινώσκωσι συνεχώς και να λαμβάνωσιν εξ αυτής ωφέλειαν εις αιώνα αιώνων. Η Βίβλος δε αύτη περιέχει αποκρίσεις οκτακοσίας τριάκοντα οκτώ, γενομένας προς άλλας τόσας ερωτήσεις, τας οποίας απέστελλον προς αυτούς διάφορα πρόσωπα, Αρχιερείς, Ιερείς, Μοναχοί, λαϊκοί, γέροντες, νεώτεροι, ασθενείς και υγιείς. Τας αποκρίσεις δε ταύτας άλλας μεν έγραψεν ο άλλος Γέρων, δηλαδή ο Όσιος Ιωάννης, τας περισσοτέρας δε έγραψε, μάλλον δε υπηγόρευσεν ο μέγας Γέρων ο Όσιος Βαρσανούφιος, όχι με θέλημα ιδικόν του, αλλά με προσταγήν του Αγίου Πνεύματος προς ωφέλειαν των ψυχών, καθώς τούτο λέγει μόνος του· «Ταύτα πάντα ουκ εξ ιδίου θελήματος γράφω, αλλ’ εκ κελεύσεως του Αγίου Πνεύματος· όλα δε προς διόρθωσιν και ωφέλειαν της ψυχής και συνειδήσεως του έσω ανθρώπου» (Αποκρ. ιγ΄ ). Πράγμα δε θαυμαστόν ηκολούθησεν, όταν ο μέγας Βαρσανούφιος έκαμεν αρχήν να υπαγορεύη τας αποκρίσεις ταύτας προς τον Όσιον Σέριδον, τον Ηγούμενον του Μοναστηρίου, καθώς ο ίδιος ο Σέριδος εμαρτύρησε προς τον από Μηρωσάβης Όσιον Ιωάννην. Δηλαδή ο Όσιος Βαρσανούφιος, καλέσας τον θείον Σέριδον, τον γραφέα αυτού, είπεν εις αυτόν να γράψη απόκρισιν προς τον από Μηρωσάβης Ιωάννην, αλλ’ ο Σέριδος, μη δυνάμενος να κρατήση εις τον νουν του όλα τα λόγια, τα οποία είπεν ο Όσιος, διελογίζετο και ηπόρει πως θα ηδύνατο να γράψη τόσα πολλά λόγια και πως, αφού ήθελεν ο Γέρων να γράψη ταύτα, δεν του είπε να φέρη μελάνην και χάρτην δια να ακούη ένα ένα λόγον και να τον γράφη. Τούτον τον διαλογισμόν του Σερίδου εγνώρισεν ο μέγας Βαρσανούφιος δια του διορατικού χαρίσματος του Αγίου Πνεύματος, και ευθύς έλαμψε το πρόσωπόν του και έγινεν ωσάν πυρ, λέγει δε τότε προς τον Σέριδον· «Ύπαγε, γράψον και μη φοβηθής· ότι ανίσως και σου ειπώ μυρίους λόγους, ήξευρε ότι το Πνεύμα το Άγιον δεν θέλει αφήσει να γράψης ούτε παραπάνω, ούτε παρακάτω, ως ενός λόγου και γράμματος, έστω και αν συ θελήσης τούτο, αλλά θέλει οδηγεί την χείρα σου, δια να γράψη όσα σου είπον με ακολουθίαν και τάξιν» (Αποκρ. α΄ ). Κανένας δε από τους περιέργους και τους έχοντας το πνεύμα του κόσμου και της σαρκός ας μη κατηγορήση τα λόγια ταύτα του Αγίου, ως τάχα υπερήφανα. Επειδή ο σαρκικός άνθρωπος, ο οποίος είναι ο ταύτα λέγων, «ου δέχεται τα του Πνεύματος του Θεού, μωρία γαρ αυτώ εστι και ου δύναται γνώναι ότι πνευματικώς ανακρίνεται», καθώς λέγει ο Απόστολος· «ο δε Πνευματικός», οποίος ήτο ο θείος Βαρσανούφιος, «ανακρίνει μεν πάντα, αυτός δε υπ’ ουδενός ανακρίνεται» (Α΄ Κορ.  β: 14-15). Επειδή δε ο Θεός οις οίδε κρίμασιν έκρυψεν από τον Όσιον Ιωάννην τον θάνατον του Ηγουμένου Αββά Σερίδου, προεγνώρισε την τελευτήν του και είπε τα λόγια ταύτα· «εις τα έβδομα του Αββά Σερίδου τελευτώ· διότι εάν έμενεν  ο Αββάς Σέριδος, θα έμενον και εγώ άλλα πέντε έτη, επειδή δε απέκρυψε τούτο από εμέ ο Θεός και έλαβεν αυτόν, δεν παραμένω πλέον». Επειδή όμως και ο νεοεκλεγείς τότε Ηγούμενος του Κοινοβίου Αββάς Αιλιανός δεν εγνώριζε τας τάξεις του Μοναστηρίου και πώς να διοική τους αδελφούς, παρεκάλεσε τον θείον Ιωάννην να παραμείνη ολίγον ακόμη, λέγων προς αυτόν· «καν δύο εβδομάδας χάρισαί μου, ίνα σε ερωτήσω περί του Μοναστηρίου και της διοικήσεως αυτού». Όθεν ευσπλαγχνισθείς ο Όσιος και κινηθείς υπό του εν αυτώ οικούντος Αγίου Πνεύματος είπε ταύτα· «Ιδού έχεις με τας δύο εβδομάδας». Αφού δε ο Αιλιανός ηρώτησεν αυτόν όσα ήσαν αναγκαία περί της διοικήσεως του Κοινοβίου και ετελειώθησαν αι δύο εβδομάδες, εκάλεσεν ο Όσιος όλους τους αδελφούς του Μοναστηρίου και αποχαιρετίσας αυτούς, τους αφήκε να υπάγη έκαστος εις το κελλίον του, αφού δε εκείνοι απήλθον, παρέδωκεν εν ειρήνη και ησυχία την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού. Kατ’ αλήθειαν, αδελφοί μου αγαπητοί, είναι να θαυμάζη τις και να απορή οποία χάρις και δόξα είναι αυτή· ότι οι θνητοί και πήλινοι άνθρωποι είχον τοιαύτην εξουσίαν, να ζουν όσον θέλουν και να αποθνήσκουν όποτε θέλουν· λύει όμως τον θαυμασμόν και την απορίαν ο φερωνύμως μέγιστος και θεοφόρος Μάξιμος λέγων· «Πάντα όσα ο Θεός και ο κατά χάριν τεθεωμένος έσται, χωρίς της κατ’ ουσίαν ταυτότητος»· όθεν επειδή και οι Πατέρες ούτοι εθεώθησαν κατά Χάριν και τον Θεόν είχον εις την καρδίαν ένοικον, δια τούτο και τα του Θεού απέκτησαν ιδιώματα· διότι καθώς ο Θεός έχει την εξουσίαν ζωής και θανάτου, ούτω και εκείνοι, οι οποίοι έγιναν Άγιοι καθ’ ομοίωσιν Θεού, μετέλαβον και αυτοί κατά Χάριν από τον Θεόν την αυτήν εξουσίαν, πλην βεβαίως της κατ’ ουσίαν Θεότητος. Αφού δε ο Όσιος Ιωάννης ετελείωσεν, εσιώπησε τελείως και ο Όσιος Βαρσανούφιος και πλέον αποκρίσεις δεν έδιδεν, ως λέγει ο Αββάς Δωρόθεος εις την επιγραφήν του δευτέρου λόγου αυτού. Αν και εις την Βίβλον αυτών ευρίσκονται αποκρίσεις τινές του Οσίου Βαρσανουφίου γεγραμμέναι μετά την τελευτήν του Οσίου Ιωάννου, ίσως διότι αι αποκρίσεις αυταί εδόθησαν προ της τελευτής του Ιωάννου, οι δε αντιγραφείς δεν ετήρησαν την σειράν, αλλά τα προ της τελευτής έγραψαν μετά την τελευτήν του. Τελευτήσαντος δε του Οσίου Ιωάννου και σιωπήσαντος του Οσίου Βαρσανουφίου, ανεχώρησε και ο Αββάς Δωρόθεος από το Κοινόβιον εκείνο και εσύστησεν ιδικόν του Κοινόβιον. Τοιαύτη, αγαπητοί μου αδελφοί, εστάθη η ζωή και η πολιτεία των θεοφόρων Πατέρων ημών Βαρσανουφίου και Ιωάννου· τοιαύτα υπερφυσικά και ουράνια χαρίσματα ηξιώθησαν να λάβουν παρά Θεού, και τοιούτον μακάριον τέλος έλαβον· τώρα δε, ανελθόντες εις τους ουρανούς, κατατρυφώσι της ουρανίου μακαριότητος, βλέποντες πρόσωπον προς πρόσωπον τον Θεόν, τον οποίον εκ ψυχής επί γης ηγάπησαν και καταλάμπονται από το ανεκλάλητον εκείνο φως της τρισηλίου Θεότητος, υπέρ του κόσμου παντός αδιαλείπτως πρεσβεύοντες. Και δια να τελειώσωμεν την διήγησιν περί των μακαρίων τούτων Πατέρων με τα ίδια τα λόγια του θείου Βαρσανουφίου, λέγομεν  ότι οι τρισόλβιοι ούτοι Άγιοι, εις ουρανούς ήδη ευρισκόμενοι, «όλοι εγένοντο νους, όλοι οφθαλμός, όλοι φωτεινοί, όλοι τέλειοι, όλοι θεοί, εμεγαλύνθησαν, εδοξάσθησαν, ελαμπρύνθησαν, έζησαν, και επειδή πρώτον απέθανον, ευφραίνονται και ευφραίνουσιν· ευφραίνονται εν τη αχωρίστω Τριάδι και ευφραίνουσι τας άνω δυνάμεις». Ας ποθήσωμεν λοιπόν και ημείς την τάξιν αυτών· ας δράμωμεν τον αυτόν δρόμον· ας ζηλώσωμεν την αυτών πίστιν· ας αποκτήσωμεν την ταπείνωσιν αυτώ και την υπομονήν εις πάσαν περίστασιν, ίνα και της κληρονομίας αυτών άξιοι γενώμεθα· την αδιάπτωτον αυτών αγάπην ας κρατήσωμεν, ίνα τα ανεκλάλητα εκείνα αγαθά κληρονομήσωμεν, »α οφθαλμός ουκ οίδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη» (Αποκρ. ρκ΄). Ταις των Οσίων τούτων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.


Δευτέρα 28 Αυγούστου 2017

Ο Άγιος Φώτιος Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ο Ομολογητής

Τη ΣΤ’  (6η) του αυτού μηνός Φεβρουαρίου, μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών ΦΩΤΙΟΥ Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Ομολογητού.                                                                                   

Φώτιος ο τρισμακάριος και ιερώνυμος Ιεράρχης, ο Μέγας και λαμπρότατος της Εκκλησίας Πατήρ και Διδάσκαλος, ο Ομολογητής της πίστεως και Ισαπόστολος, ήκμασε κατά τους χρόνους των αυτοκρατόρων Μιχαήλ υιού Θεοφίλου, Βασιλείου του Μακεδόνος και Λέοντος του υιού αυτού, των βασιλευσάντων κατά τα έτη 842- 912. Ο λαμπρός ούτος φωστήρ εγεννήθη εν Κωνσταντινουπόλει εν έτει 820. Ο πατήρ του ωνομάζετο Σέργιος και ήτο σπαθάριος την αξίαν, ετύγχανε δε ανεψιός του Αγίου Ταρασίου του πατριαρχεύσαντος κατά τα έτη 784-806 και προεδρεύσαντος της Αγίας Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Η μήτηρ του εκαλείτο Ειρήνη, ταύτης δε ο αδελφός έλαβε σύζυγον την αδελφήν της αυτοκρατείρας Θεοδώρας, Ειρήνην και αυτήν καλουμένην. Οι γονείς του Αγίου, ευσεβείς και φιλομόναχοι τυγχάνοντες, εκοσμήθησαν με τον στέφανον του Μαρτυρίου, αθλούντες υπέρ της ευσεβείας κατά τους διωγμούς των αθέων εικονομάχων και δη του τελευταίου εικονομάχου αυτοκράτορος Θεοφίλου. Ο αοίδιμος Φώτιος πεπροικισμένος υπάρχων παρά του παντοκράτορος Θεού με το της σοφίας εξαίρετον χάρισμα και με πλήθος αρετών φυσικών και επικτήτων, επεδόθη ευθύς από της πρώτης του ηλικίας εις την μάθησιν των γραμμάτων και των επιστημών της εποχής του, σπουδάσας γραμματικήν, ποιητικήν, ρητορικήν, φιλοσοφίαν, ιατρικήν και πάσαν άλλην εξωτερικήν επιστήμην, τόσον ώστε όχι μόνον άλλος τοιούτος δεν ευρίσκετο κατά τον καιρόν εκείνον, αλλά και μεταξύ των παλαιών συνηριθμείτο, καθώς και αυτός ο Νικήτας ο Παφλαγών μαρτυρεί περί αυτού εν τω Βίω του Αγίου Ιγνατίου, καίτοι ήτο εχθρός του. Δια της αρετής του ταύτης και δια την λαμπρότητα του γένους του ετιμήθη υπό του αυτοκράτορος με τα πρώτα των βασιλικών αξιωμάτων, γενόμενος πρωτοσπαθάριος και πρωτοασηκρίτης, ήτοι πρώτος εξ απορρήτων του αυτοκράτορος Θεοφίλου και πρόεδρος της Συγκλήτου και της Βασιλικής Βουλής, καθώς ιστορεί ο Διάκονος Ιωάννης ο συγγράψας τον Βίον του Αγίου Ιωσήφ του Υμνογράφου. Τοιούτος ων ο θαυμάσιος Φώτιος και χηρεύοντος του Πατριαρχικού θρόνου επί τέσσαρας εβδομάδας από της αποχωρήσεως του μακαρίου Πατριάρχου Αγίου Ιγνατίου ψηφίζεται υφ’ όλου του Κλήρου, πλην πέντε μόνον, τον Δεκέμβριον του έτους ωνζ΄ (857) και εις ηλικίαν 37 ετώνΠατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως παρά την θέλησίν του, διατελών έτι εις τα βασιλικά αξιώματα. Αφού δε, ως είπομεν, εψηφίσθη κανονικώς, εχειροτονήθη υπό Γρηγορίου του Ασβεστά, Επισκόπου Συρακούσης, την πρώτην ημέραν Μοναχός, την δευτέραν Αναγνώστης, την τρίτην Υποδιάκονος, την τετάρτην Διάκονος και την Πέμπτην Πρεσβύτερος. Κατά δε την έκτην ημέραν, ήτις ήτο η κε΄ (25η) Δεκεμβρίου, κατά την οποίαν εορτάζομεν τα Γενέθλια του Κυρίου, εν έτει ωνζ΄ (857), ο Συρακούσης Γρηγόριος συμπαραστατούμενος υπό όλων των Επισκόπων, του Κλήρου και του λαού της Κωνσταντινουπόλεως και ενώπιον των βασιλέων Μιχαήλ και Θεοδώρας της Μητρός του βασιλέως εχειροτόνησεν αυτόν Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως. Η ανάδειξίς του εις το μέγα τούτο αξίωμα δεν ενεθουσίασε τον Άγιον, ως θα συνέβαινε δια πάντα άλλον, έστω και υπό ελαχίστης φιλοδοξίας νικώμενον. Η εγνωσμένη ταπεινοφροσύνη του Αγίου, η βαθεία αυτού γνώσις, η αναταραχή την οποίαν υφίστατο τότε η Εκκλησία από την εκθρόνισιν του προκατόχου Πατριάρχου Ιγνατίου, δεν επέτρεπον εις τον Μέγαν Φώτιον να αισθανθή και την ελαχίστην ματαιόφρονα ικανοποίησιν, τουναντίον εθλίβετο και ήσχαλε δι’ αυτήν. Τα αισθήματα ταύτα του Αγίου φανερώνει η προς τον τότε πανίσχυρον Βάρδαν επιστολή του Αγίου εις την οποίαν, μεταξύ άλλων, γράφει και τα εξής: «αγόμενος και ελκόμενος, και μάλλον αν προτιμήσας του βίου την τελευτήν»! Αληθώς άξιος θαυμασμού τυγχάνει ο Άγιος δια τα αισθήματά του ταύτα· επροτίμα αντί του οικουμενικού θρόνου την τελευτήν! Ανεβιβάσθη εις το ανώτατον της Εκκλησίας αξίωμα ωθούμενος και συρόμενος! Άδικος βεβαίως υπήρξεν η έξωσις του αοιδίμου Ιγνατίου, αλλά δυστυχώς τοιαύτα συμβαίνουν εις την Εκκλησίαν, όταν εις την πνευματικήν διοίκησιν επεμβαίνη η πολιτική εξουσία, ήτις ετάχθη προς διατήρησιν και όχι ανατροπήν των Ιερών Κανόνων περί Εκκλησιαστικής ευταξίας. Εις τι όμως έπταισεν ο Άγιος, αναγκασθείς εις διαδοχήν, αν ο αυτοκράτωρ Μιχαήλ και ο Βάρδας παρενόμησαν εξώσαντες τον Ιγνάτιον; Πάντως, αν και εκεί έσφαλον, εφρόντισαν τουλάχιστον δια την εκλογήν αξίου ανδρός οίος ήτο ο Φώτιος, όστις και αυτός καλώς ποιών υπεχώρησε εις την βίαν της εκλογής προς ειρήνευσιν και δόξαν της Εκκλησίας. Ανελθών εις τον θρόνον ο Μέγας Φώτιος ειργάσθη δι΄όλων αυτού των δυνάμεων προς αποκατάστασιν της γαλήνης εν τη Εκκλησία και την αποσκοράκισιν των λυμαινομένων αυτήν καταλοίπων των παλαιών αιρέσεων Μανιχαίων, Εικονομάχων και άλλων, αλλά και των αναφυεισών τότε αιρέσεων των Λατίνων, ήτοι της εν τω Συμβόλω προσθήκης περί της και εκ του Υιού εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, της αγαμίας των Κληρικών, της καταλύσεως της ημισείας πρώτης εβδομάδος των Νηστειών, της του Σαββάτου νηστείας, της απαγορεύσεως εις τους Ιερείς της δι’ αγίου Μύρου χρίσεως των βαπτιζομένων, διότι, έλεγον μόνος ο Επίσκοπος και όχι οι Ιερείς πρέπει να μυρώνωσι τους βαπτισθέντας, ως ποιούσι και σήμερον οι Δυτικοί και πλείστων άλλων καινοτομιών των Λατίνων, τας οποίας γενναίως κατεπολέμησεν ο Ορθοδοξότατος Φώτιος, ως επίσης και τας επιδιώξεις του Πάπα περί υπαγωγής της Εκκλησίας της Βουλγαρίας υπό την δικαιοδοσίαν αυτού και την εν γένει υποταγήν της Ανατολικής Εκκλησίας εις τον Πάπαν. Εκ τούτων λαβών αφορμήν ο τότε Πάπας Νικόλαος μεγάλως εμίσησε τον Φώτιον και εκίνει πάντα λίθον εναντίον αυτού, κοπτόμενος δήθεν υπέρ του αποβεβλημένου Ιγνατίου. Αλλά και οι Ιγνατιανοί ου μικρόν πόλεμον ήγειραν κατά του μεγάλου της Ορθοδοξίας προμάχου, συκοφαντούντες και διαβάλλοντες αυτόν και ποικιλοτρόπως εκταράσσοντες την Εκκλησίαν του Θεού. Ήσαν δε εκ των Ανατολικών προεξάρχοντες της κατά του μακαρίου Φωτίου συκοφαντικής εκστρατείας ο παράφορος Μητροπολίτης Σμύρνης Μητροφάνης, ο Νεοκαισαρείας Στυλιανός, ο Θεοφάνης, ο Νικήτας Δαυϊδ ο Παφλαγών, ο Θεόγνωστος και άλλοι πλείστα όσα χαλκεύσαντες και κατατοξεύσαντες κατά του αμωμήτου Φωτίου. Τούτων ούτως εχόντων συγκαλείται Σύνοδος των Επισκόπων εν Κωνσταντινουπόλει εν έτει ωξα΄ (861) Πρώτη και Δευτέρα αποκληθείσα ή Πρωτοδευτέρα, διότι συνήλθεν αύτη εις δύο συνελεύσεις παρελθόντος αρκετού χρόνου μεταξύ πρώτης και δευτέρας. Επειδή δε τα κατά την πρώτην συνέλευσιν συζητηθέντα επεκυρώθησαν κατά την δευτέραν τοιαύτην, δια τούτο ωνομάσθη Πρώτη και Δευτέρα, συνεκροτήθη δε αύτη εκ τιη΄ (318) Επισκόπων εν τω Ναώ των Αγίων Αποστόλων. Η Σύνοδος αύτη τον μεν Ιγνάτιον καθείλεν, ως ταραξίαν, επεκύρωσε δε την εκλογήν του Φωτίου, συνέταξεν επίσης και ιζ΄ (17) Κανόνας περί Εκκλησιαστικής ευταξίας. Εις την Σύνοδον ταύτην παρίσταντο και οι αντιπρόσωποι του Πάπα Παύλος και Ευγένιος οι Επίσκοποι και Πέτρος ο Καρδινάλιος. Μαθών ο Πάπας Νικόλαος την υπό της Συνόδου δικαίωσιν του Φωτίου και την του Ιγνατίου καθαίρεσιν δια τα γενόμενα σκάνδαλα και την ταραχήν της Εκκλησίας, περισσότερον δε βλέπων διαλυόμενα τα όνειρά του περί καθυποτάξεως της Ανατολικής Εκκλησίας εις τας αλλαζονικάς και κακόφρονας αξιώσεις της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, εθεώρησεν ως κύριον εμπόδιον δια την πραγματοποίησιν των σκοπών του τον Μέγαν Φώτιον. Όθεν εξαπέλυσε σφοδρότατον εναντίον του πόλεμον, ζητών την δια παντός τρόπου απομάκρυνσίν του από τον θρόνον της Κωνσταντινουπόλεως. Όθεν αλαζονικώτατα φερόμενος ο των μέχρι τότε Παπών απάντων αλαζονικώτερος Νικόλαος, θεωρών εαυτόν υπέρτερον και αυτών των Συνόδων, ετόλμησε να κηρύξη άκυρα τα πρακτικά της εν Κωνσταντινουπόλει συνελθούσης Αγίας Πρώτης και Δευτέρας Συνόδου, τα οποία απέστειλε προς αυτόν ο αυτοκράτωρ Μιχαήλ. Ουχί δε μόνον εις τούτο το ολίσθημα υπέπεσεν ο Πάπας Νικόλαος, αλλ’ άπαξ και παρεσύρθη από τον τυφώνα της επάρσεως και αλαζονείας αυτού απετόλμησε και ετέραν αξιοθρήνητον πράξιν. Συγκαλέσας εν Ρώμη εν έτει ωξγ΄ (863) Σύνοδον των Δυτικών Επισκόπων επιχειρεί θρασυτάτην επέμβασιν εις τα της εσωτερικής διοικήσεως της Ανατολικής Εκκλησίας πράγματα, καθαιρέσας αδίκως και παρανόμως τον καθαρώτερον αδάμαντος Φώτιον. Αλλά και ετέραν αρπαγήν επιχειρεί, την απόσπασιν των υποκειμένων εις τον Οικουμενικόν θρόνον επαρχιών. Πέμψας Επισκόπους εις Βουλγαρίαν, την οποίαν τότε νεωστί είχον οι Βυζαντινοί οδηγήσει εις την Ορθοδοξίαν, εδίδασκεν εις τους Βουλγάρους τας κακοδοξίας της Ρώμης και μάλιστα την εν τω Συμβόλω προσθήκην, εις εν τέλος αποβλέπων, εις το πώς να αποσπάση την Βουλγαρίαν από τον Οικουμενικόν θρόνον και να υπαγάγη αυτήν εις τον θρόνον της Ρώμης. Εκ τούτου μεγάλα σκάνδαλα και ταραχαί ηγέρθησαν και εις την Βουλγαρίαν. Εις τας αθέσμους και υπερφιάλους ταύτας ενεργείας του Πάπα Νικολάου δεν ήτο δυνατόν να μη απαντήση η Ανατολική Εκκλησία. Συγκαλεί όθεν ο Αγιώτατος Φώτιος Σύνοδον εν Κωνσταντινουπόλει εκ πάσης της Ανατολικής Εκκλησίας, ήτις συνελθούσα εν έτει ωξζ΄ (867) καθαιρεί τον Πάπαν Νικόλαον και αναθεματίζει απάσας τας κακοδόξους παπικάς καινοτομίας και μάλιστα την απαρχήν των κακών, ήτοι την εν τω Συμβόλω ασεβεστάτην προσθήκην περί της και εκ του Υιού εκπορεύσεως του Παναγίου Πνεύματος. Τούτο το αθάνατον της Ορθοδοξίας τρόπαιον κατά της παπικής αιρέσεως και τυραννίας πρώτος έστησεν ο Ιερώτατος Φώτιος, συντρίψας ούτω άπαξ δια παντός το κατά της Αγίας Ορθοδοξίας επηρμένον κέρας των Παπών της Ρώμης. Δια τούτο και οι Λατίνοι αείποτε μαίνονται ασπόνδως κατά του Μεγάλου της Ορθοδοξίας προμάχου, του Ιερωτάτου Φωτίου. Τα επακόλουθα της διαμάχης αυτής μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας, προκληθέντα αφ’ ενός μεν από τας κακοδοξίας της Δυτικής Εκκλησίας, εις αιρέσεις αποληξάσας, αφ’ ετέρου δε από τας εωσφορικάς αξιώσεις των Παπών και μάλιστα του τότε Πάπα Νικολάου, υπήρξαν πικρότατα. Αδύνατον είναι να περιγράψη τις εις τον μικρόν τούτον χώρον τα συνεπεία της διαμάχης ταύτης διαδραματισθέντα πικρά γεγονότα κατά τε την εποχήν εκείνην, αλλά και κατά το διαρρεύσαν έκτοτε και μέχρι της σήμερον υπερχιλιετές διάστημα. Και ναι μεν ο διαρραγείς τότε άρραφος από άνωθεν έως κάτω χιτών του Κυρίου συνερράφη προσκαίρως μετ’ ολίγον, αλλά και πάλιν επί του Πατριάρχου Μιχαήλ του Κηρουλαρίου, εν έτει ανδ΄ (1054), διερράγη οριστικώς και παραμένει έκτοτε εσχισμένος έως σήμερον. Ας όψεται όμως ο αίτιος! Η Ορθόδοξος Ανατολική Εκκλησία εκπληροί πάντοτε την εντολήν του Κυρίου, εκκόψασα τα ανιάτως νοσήσαντα μέλη αυτής, και διατηρούσα άχραντον και αμίαντον την διδασκαλίαν των Αγίων Αποστόλων, τον δε παρά ταύτην έτερα διδάσκοντα, καν Άγγελος τυγχάνη εξ ουρανού, εις ανάθεμα τούτον καθυποβάλλει μετά του ουρανοβάμονος Παύλου. Της υγιούς ταύτης διδασκαλίας και ο θείος Φώτιος υπεραμυνόμενος έπραξε παν ό,τι το συμφέρον της Αγίας Ορθοδοξίας επέβαλλεν. Εις τοιαύτην κατάστασιν ευρίσκοντο τα εκκλησιαστικά πράγματα και τοιούτους αγώνας υπέρ της Αγίας Ορθοδοξίας διεξήγαγεν ο ένδοξος μαχητής Φώτιος, ότε νέαι δοκιμασίαι προσετέθησαν εις τε τον αήττητον Φώτιον και εις την Αγίαν του Θεού Εκκλησίαν. Κατά το αυτό έτος ωξζ΄ (867) Βασίλειος ο Μακεδών, συμβασιλεύς τότε ων φονεύσας τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄ τον Μέθυσον εγένετο μόνος κύριος του θρόνου. Ο Βασίλειος ήτο δραστήριος ανήρ, και παιδείας ικανής μέτοχος, έχων και πολλάς άλλας βασιλικάς αρετάς, αλλ’ ήτο οξύς προς οργήν και εκδικητικός. Τούτον συμφώνως υπό του λαού αναγορευθέντα αυτοκράτορα έστεψεν ο Ιερός Φώτιος. Αλλ’ επειδή μετ’ ολίγον ο νέος αυτοκράτωρ εζήτησεν ίνα κοινωνήση των αχράντων Μυστηρίων, δεν επέτρεψεν εις αυτόν ο Άγιος, επειδή προ ολίγου ακόμη είχε διαπράξει τον φόνον και είχε τας χείρας σταζούσας ακόμη από το αίμα του φονευθέντος βασιλέως! Ο Άγιος δεν ήτο δυνατόν να υποχωρήση εις τοιαύτην ασέβειαν. Αγανακτήσας δια τούτο ο Βασίλειος καταβιβάζει από της πατριαρχείας τον διαυγέστατον της οικουμένης φωστήρα, ήδη δέκα έτη πατριαρχεύοντα, και ενέκλεισεν αυτόν εις την εν Κωνσταντινουπόλει Μονήν της Αγίας Σκέπης ως παρανόμως δήθεν πατριαρχεύσαντα ζώντος έτι του Ιγνατίου. Εθρήνησεν η Εκκλησία και έκλαυσεν η Πόλις δια την νέαν και άδικον ταύτην καταδρομήν κατά του Αγίου, εθρήνουν όμως οι πιστοί περισσότερον και έκλαιον δια την ζημίαν της Ορθοδοξίας στερηθείσης του γενναίου προμάχου αυτής, εχαίροντο δε οι παπικοί και οι άλλοι εχθροί του Αγίου. Προχωρών δε έτι περαιτέρω ο νέος αυτοκράτωρ, αφού ενέκλεισε τον Άγιον εις την Μονήν της Αγίας Σκέπης, έστειλε και έφεραν από την Μυτιλήνην, όπου ήτο εξόριστος, τον πρώην Πατριάρχην Ιγνάτιον, απέδωσε μάλιστα εις αυτόν προς κατοίκησιν και το εις Μαγγάνους πατρικόν αυτού παλάτιον. Παρευθύς τότε ο αυτοκράτωρ Βασίλειος πράττει πράγμα και της εαυτού Βασιλείας και πάσης της Ορθοδόξου Εκκλησίας ανάξιον, δια το οποίον και αυτός πολύ ύστερον μετενόησεν. Αποστέλλει προς τον Πάπαν Νικόλαον πρέσβεις, αναθέτων εις αυτόν ίνα κρίνη την μεταξύ των δύο Πατριαρχών Φωτίου και Ιγνατίου υφισταμένην διαφοράν. Αλλά τον μεν Νικόλαον εύρον οι πρέσβεις αποθανόντα, ο δε τούτου διάδοχος Ανδριανός, αρπάσας την ευκαιρίαν, επικυροί τα πρότερον υπό Νικολάου κατά Φωτίου πραχθέντα, αφορίζει δε και αυτός τον Φώτιον, συγχρόνως δε κηρύττει άκυρον την επί Φωτίου εν έτει ωξζ΄ (867) κατά του Πάπα Νικολάου γενομένην Σύνοδον· αποστέλλει δε και αντιπροσώπους αυτού προς τον αυτοκράτορα Βασίλειον, παραγγέλων όπως συγκροτηθή εν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδος Οικουμενική, ήτις να επικυρώση πάντα τα κατά του Φωτίου και κατά της Ορθοδοξίας πραχθέντα εν Ρώμη. Πράγματι οι παπικοί επέτυχον και η Σύνοδος συνεκροτήθη κατά μήνα Οκτώβριον του έτους ωξθ΄ (869), είναι αύτη η υπό των Λατίνων αριθμουμένη και κηρυττομένη ως ογδόη Οικουμενική, παρά πάντων δε των Ορθοδόξων ψευδοογδόη και ψευδοοικουμενική και βιαία και παράνομος λογιζομένη και μηδόλως μετά των ιερών Συνόδων αριθμουμένη. Και ο λόγος δικαιότατος· διότι, καθώς λέγει ο ιερός Δοσίθεος, «Σύνοδος αγία και κανονική ουτ’ έστι ούτε λέγεται συνέλευσις Αρχιερέων κατά προσταγήν της εξουσίας συναθροισθέντων, ουχ ίνα κρίνωσι κατά τους Θείους Κανόνας, αλλ’ ίνα μόνον υπογράψωσι τα παρ’ άλλων αυθαιρέτως ήδη κεκριμένα», και τοιαύτη εγένετο εκείνη η κατά του αμωμήτου Φωτίου συνέλευσις. Οι του Πάπα τοποτηρηταί έφερον πρόγραμμα, Λίβελλον καλούμενον (προδικαστικήν απόφασιν), του Πάπα Αδριανού, δια του οποίου εκυρούτο μεν η υπό του Νικολάου πρώτον και υπ’ αυτού του Αδριανού ύστερον εν Ρώμη κατά του Φωτίου γενομένη Σύνοδος, καταναθεματίζετο δε ο τε ιερός Φώτιος και μετ’ αυτού η εν Κωνσταντινουπόλει συγκροτηθείσα Σύνοδος, η καθελούσα τον Νικόλαον και πάσας τας Δυτικάς καινοτομίας! Τούτο το πρόγραμμα κρατούντες οι Παπικοί τοποτηρηταί έμπροσθεν των θυρών της συνελεύσεως προσέφερον προς έκαστον των προσερχομένων, και όσοι υπέγραφον εκ των προτέρων, εκείνοι μόνον εγίνοντο δεκτοί εις την συνέλευσιν. Φανερόν δε, ότι και εισήλθον και υπέγραψαν πολλοί, οι μεν υπό φόβου, οι δε δια χαμερπή κολακείαν προς τους ισχυρούς της εποχής, άλλοι δε και προς θεραπείαν των ιδίων αυτών παθών. Εις ταύτην και υπό τοιούτων Επισκόπων συσταθείσαν Σύνοδον καλείται ίνα δικασθή ο φάρος της δικαιοσύνης, ο εις μηδέν πταίσας Φώτιος. Αλλά και εις την κρίσιμον ταύτην στιγμήν ουδεμία ενέργεια ευγενούς συμπεριφοράς ετηρήθη, αλλ’ εσύρθη ο δίκαιος δίκην κακούργου υπό μαινομένου όχλου. Αδύνατον είναι, ως και προηγουμένως είπομεν, να περιγράψωμεν ενταύθα τα κατά μέρος συμβάντα και μόνον ολίγα τινά εκ των πολλών σταχυολογούμεν, ίνα τον άνδρα παραστήσωμεν. Κατά την πέμπτην συνεδρίασιν της Συνόδου και κατόπιν προηγηθείσης αποφάσεως αυτής, ληφθείσης κατ’ αίτησιν των παπικών προς περισσοτέραν του Αγίου εξουθένωσιν, μαινόμενοι λαϊκοί μεταβάντες εις την φυλακήν ήρπασαν τον Άγιον και ωδήγησαν ενώπιον της Συνόδου «ίνα δέξηται προδηλοτέραν την κατάκρισιν» και ετοποθέτησαν εις τον έσχατον τόπον. Πλήρεις τότε επάρσεως, καταφρονητικώς χλευάζοντες και ασυστόλως ψευδόμενοι οι τοποτηρηταί και αντιπρόσωποι του Πάπα ανεφώνησαν· «Ούτος εστιν ο Φώτιος, δι’ ον η αγία των Ρωμαίων Εκκλησία εν επτά έτεσι και πλέον υπέμεινε πόνους πολλούς ομοίως δε και οι Ανατολικοί θρόνοι και η Κωνσταντινουπόλεως Εκκλησία(!!) ανάστατος γέγονεν»; Ερωτώμενος δε ο Άγιος ίνα απαντήση εις τας κατ’ αυτού κατηγορίας εσιώπα μεγαλοφρόνως· επειδή δε και πάλιν επιμόνως ηρωτάτο, είπε· «Της φωνής του σιγώντος ο Θεός ακούει». Αλλά και πάλιν οι τοποτηρηταί του Πάπα απήτουν απειλητικώς να απολογηθή. Ο θείος Φώτιος τότε λέγει προς αυτούς· «Ουδ’ ο Ιησούς σιωπώ απέφυγε την καταδίκην». Και πάλιν υπό των αυτών προτρεπόμενος να απολογηθή, άλλως θέλει καταδικασθή, απήντησε· «Τα εμά δικαιώματα ουκ εισιν εν τω κόσμω τούτω». Έδωσαν τότε οι τοποτηρηταί εις τον Άγιον προθεσμίαν απολογίας χωρίς βεβαίως να την ζητήση εκείνος, πληρωθείσης δε και ταύτης προσήγαγον και πάλιν τον Άγιον μετά του Συρακουσών Γρηγορίου εις την εβδόμην συνέλευσιν. Ασθενής δε ων και καταβεβλημένος ο Άγιος εστηρίζετο εις μικράν βακτηρίαν. Οι δε του Πάπα τοποτηρηταί το κακεντρεχές αυτών φρόνημα επιδεικνύοντες προσέταξαν αποτόμως να αφαιρέσωσιν από τας χείρας του την βακτηρίαν, ως αναξίου δήθεν να φέρη αυτήν! Ερωτηθέντες δε ο τε θείος Φώτιος και ο Συρακούσης Γρηγόριος εάν δέχωνται να υπογράψωσι λίβελλον κατά των Συνόδων, αίτινες είχον καταδικάσει τας κακοδοξίας των Λατίνων και τας αυθαιρεσίας του Πάπα Νικολάου, απεκρίθησαν αμφότεροι· «Ο Θεός φυλάξαι τον βασιλέα ημών… Τοις τοποτηρηταίς απολογίαν ου παρέχομεν· και μετανοησάτωσαν αυτοί εφ’ οις επλημμέλησαν». Εκ της αξιοπρεπούς ταύτης απαντήσεως εξοργισθέντες οι παπικοί απετόλμησαν αυτοί οι όντως αλλότριοι της θείας Χάριτος να εκσφενδονήσωσι κατά του Αγίου δεκάκις το αποτρόπαιον ανάθεμα! Επέβαλον ποινήν την οποίαν με πόνον ψυχής αλλά και πολλής της προσοχής και συνέσεως χρησιμοποιεί η Εκκλησία εναντίον των αιρετικών και μόνον! Απετόλμησαν δε το ανοσιούργημα τούτο εντός αυτού τούτου του περιλαλήτου Ναού της Αγίας Σοφίας, του σεμνώματος της Ορθοδοξίας, της έδρας των Χρυσοστόμων, των Γρηγορίων και των Φωτίων, εντός της ιδίας έδρας του μακαριωτάτου Φωτίου, του ορθοδοξοτάτου και κανονικωτάτου κυριάρχου του Ναού, προσήγαγον δε τούτον δι’ αξέστων και εμπαθών λαϊκών, βιαίως συρόντων αυτόν ως κοινόν κατάδικον! Ω! τις να ακούση και να μη φρίξη δια το ανίερον τούτο κακούργημα; Αλλά δεν ήτο και το μόνον. Ευθύς αμέσως προσκομίσαντες εις το μέσον τα πρακτικά της εν έτει ωξζ΄ (867) συστάσης Συνόδου έθεσαν εις αυτά πυρ και τα κατέκαυσαν! Ταύτα δε και άλλα τοιαύτα πράξαντες υπέγραψαν τέλος τα πρακτικά της ψευδοσυνόδου ταύτης, ως ιστορεί Νικήτας ο Παφλαγών, ο φίλα προς τον Ιγνάτιον προσκείμενος και εχθρός του θείου Φωτίου λέγων· «ου ψιλώ τω μέλανι τα χειρόγραφα ποιούμενοι, αλλά (το φρικωδέστατον) και εν αυτώ του Σωτήρος τω αίματι βάπτοντες τον κάλαμον!» (σελ. 896). Εθρήνουν οι ευσεβείς Χριστιανοί δια την τοιαύτην πρωτάκουστον εξουθένωσιν και προδοσίαν της Αγιωτάτης Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, υπό των ιδίων αυτής αρχόντων Εκκλησιαστικών και πολιτικών! Δεν παρήλθον όμως πολλαί ημέραι, αφ’ ης έλαβε χώραν η αποτρόπαιος αύτη αποδοχή του παπικού φρυάγματος και συνειδότες πάντες το σφάλμα εις το οποίον παρέσυρεν αυτούς ο κατά του θείου Φωτίου άμετρος φθόνος και η παπική ραδιουργία, ήνοιξαν τους οφθαλμούς αυτών (Ο θείος Φώτιος εις τον ιδ΄ λόγον των «Αμφιλοχίων» εις το – Τι εστι το «διηνοίχθησαν αυτών οι οφθαλμοί»· και πως η παράβασις ισχύν έσχε διανοίγειν οφθαλμούς (Γενέσ. γ:7) – λέγει μεταξύ άλλων και τα εξής: «Μετά την αμαρτίαν ως τα πολλά η επίγνωσις του αμαρτήματος γίνεται, και το μέγεθος του τολμήματος τότε μάλλον επιγινώσκεται· του γαρ επιπροσθούντος πάθους και κινούντος οίστρου προς την αμαρτίαν μετά την έκθεσμον πράξιν πεπαυμένου τε και ηρεμούντος, τότε δη τότε ώσπερ διακύψας της πολλής εκείνης αχλύος και ανανήψας εφορά τα πεπραγμένα, και εις οίαν κατάστασιν εξ οίας μετηνέχθη συναίσθησιν μάλλον λαμβάνει και το συνειδός τιτρώσκον αυτόν και διεγείρον έχων, διαβλέπει τρανώς α του πάθους επιπροσθούντος ουχ ομοίως έβλεπε») και απήτουν την αποκήρυξιν των γενομένων. Αλλά και αυτοί οι την Σύνοδον απαρτίσαντες χαύνοι Πατέρες της Ανατολικής Εκκλησίας, προσελθόντες ύστερον εις τον αυτοκράτορα Βασίλειον, εξέφραζον την θλίψιν των και ωδύροντο ότι κακώς υπέταξαν την εξουσίαν της Ανατολικής Εκκλησίας εις τας αλαζονικάς αξιώσεις του Πάπα και θερμώς παρεκάλουν αυτόν να αφαιρέση τα πρακτικά της Συνόδου από τους τοποτηρητάς του Πάπα. Κατανοήσαςο αυτοκράτωρ το του παραπτώματος μέγεθος και μετανοήσας δια τας προς τους παπικούς παραχωρήσεις, προσέταξε και αφηρέθησαν απ’ αυτών τα πρακτικά, κατακαμφθείς όμως από τας οχλήσεις των τοποτηρητών απέδωκε και πάλιν αυτά, πλην με βεβαρημένην πλέον συνείδησιν και χωρίς καμμίαν εκδήλωσιν τιμής αφήκεν αυτούς να αναχωρήσωσι προς την Ρώμην, φέροντες εις τον Πάπαν τα τρόπαια της νίκης, τα προαναφερθέντα δηλαδή πρακτικά της ψευδοογδόης εκείνης Συνόδου. Αλλ’ όμως η θεία δίκη δεν αφήκεν αυτούς να χαρώσιν άχρι τέλους επί τω κατορθώματι αυτών, διότι πλέοντες προς την Ρώμην ενέπεσαν εις Σλαύους πειρατάς, οίτινες γυμνώσαντες αυτούς ήρπασαν συν τοις άλλοις και τον κώδικα των πρακτικών. Ούτως ουδέ εις χάρτην καν γεγραμμένην ηξιώθη να απολαύση την φαντασθείσαν νίκην ο Πάπας Αδριανός. Ο δε θείος Φώτιος μετά την άνομον κατάκρισιν αυτού ωδηγήθη εις την Μονήν της Αγίας Σκέπης, όπου και περεδόθη «εις χείρας ανθρώπων αμαρτωλών» και ποικιλοτρόπως εβασανίζετο φυλασσόμενος υπό λόχου στρατιωτών, απαγορευθείσης και πάσης επικοινωνίας μετά συγγενών και γνωστών και εις καθημερινάς ανακρίσεις υποβαλλόμενος. Το δε χειρότερον ότι και αυτά τα βιβλία του αφηρέθησαν, αλλά και σφοδρώς ασθενήσαντος εκ των ταλαιπωριών, ουδέ ιατρού καν είσοδος επετράπη. Ταύτα δε πάντα μετά θαυμαστής καρτερίας υπέμεινεν ο Άγιος μηδόλως λυπούμενος ή στενοχωρούμενος. Τούτων δε γενομένων σεισμός μέγας έσεισεν εκ θεμελίων την Κωνσταντινούπολιν και ζημίαι πολλαί εγένοντο, ώστε εις φόβον ενέβαλε πάντας, ότι δια τας κατά του Αγίου καταδρομάς εμίσησεν ο Θεός την Πόλιν. Παρέμεινε δε ο Άγιος φυλακισμένος και βασανιζόμενος επί τρία έτη, ότε κατανοήσας πλέον ο αυτοκράτωρ Βασίλειος την προσγενομένην αδικίαν όχι μόνον απηλευθέρωσεν αυτόν, αλλά και εγκαταστήσας μετά πάσης τιμής εις το εν Μαγναύρα βασιλικόν Παλάτιον ενεπιστεύθη εις αυτόν την ανατροφήν των υιών και διαδόχων αυτού Λέοντος και Κωνσταντίνου. Ο δε ταπεινόφρων Φώτιος έσπευσε να διαλλαγή και μετά του Πατριάρχου Ιγνατίου, αμφότεροι δε οι Αγιώτατοι ούτοι Πατριάρχαι, παρά τας διαφοράς αι οποίαι τους εχώρισαν, προσέπεσον εις τους πόδας αλλήλων και κατασπαζόμενοι αλλήλους εζήτουν απ’ αλλήλων συγχώρησιν. Παρείχε δε ο ανεξίκακος Φώτιος πάσαν συνδρομήν εις τον γηραιόν Ιγνάτιον δια την επίλυσιν πολυπλόκων εκκλησιαστικών ζητημάτων και την ειρήνευσιν της Εκκλησίας. Ασθενήσαντος δε του αοιδίμου Ιγνατίου και εν γήρα καλώ ευρισκομένου καθημερινώς επεσκέπτετο και εθεράπευε και ανεκούφιζεν αυτόν δια γλυκυτάτων παρηγορητικών λόγων μέχρι της μακαρίας εκείνου τελευτής. Κατά το διάστημα τούτο και προ του θανάτου του Αγίου Ιγνατίου, αποθανόντος του Πάπα Αδριανού, ο τούτου διάδοχος Ιωάννης ο Η΄ έγραψε και άπαξ και δις προς τον ιερόν Ιγνάτιον, παραγγέλων όπως παραχωρήση εις τον θρόνον της Ρώμης την Βουλγαρίαν, ως εδογμάτισεν η Παπική Καθέδρα, και πρώτος «ο Ισάγγελος Πάπας Νικόλαος»!!! Αλλ’ ο μακάριος Ιγνάτιος μόλις απεκρίθη συντόμως και καλώς, ότι «τούτον ου δίκαιον». Τελευταίον αγανακτήσας ο Ιωάννης απέστειλεν εις την Κωνσταντινούπολιν πληρεξουσίους πρέσβεις (λεγάτους), δια των οποίων παρήγγελλεν απειλητικώς ότι εάν δεν παραδώσωσιν οι Ανατολικοί την Βουλγαρίαν, θέλουσιν αφορίσει τον Ιγνάτιον. Αλλ’ επέπρωτο πριν ή φθάσωσιν εις Κωνσταντινούπολιν ούτοι οι του Πάπα τοποτηρηταί, να έχη ήδη απέλθει προς Κύριον και ο θείος Ιγνάτιος βίον όσιον διαγαγών, και κοσμήσας θαυμαστώς τον θρόνον τον Πατριαρχικόν, καν άλλως εφάνη κατ’ αρχής μικρόψυχος προς εκδίκησιν κατά του θείου Φωτίου, και προς την Παπικήν δεσποτείαν αναξίως εαυτού υποχωρήσας άχρι καιρού, αλλ’ ύστερον μετανοήσας αποκατέστησε τα πράγματα εις την εμπρέπουσαν θέσιν. Κατά δε την τρίτην ημέραν από του θανάτου του μακαρίου Ιγνατίου, ήτοι την 26ην Οκτωβρίου του έτους ωοη΄ (878), η Αγία του Θεού Εκκλησία ομόψηφος και ομογνώμων εγκαθιδρύει και πάλιν τον λαμπρότατον της Οικουμένης φωστήρα, τον ιερώτατον Φώτιον επί του Πατριαρχικού θρόνου. Αναλαβών ήδη το δεύτερον την διοίκησιν της Εκκλησίας ο θείος Φώτιος ζωηρόν επέδειξεν ενδιαφέρον δια την αληθινήν αποκατάστασιν της ειρήνης της Εκκλησίας, αρθείσης ήδη εκ μέσου της αμειλίκτου αλαζονείας του Πάπα Νικολάου. Τη προτροπή λοιπόν του θείου Φωτίου αποστέλλει ο αυτοκράτωρ πρέσβεις προς τον Πάπαν Ιωάννην, και ο Φώτιος ομοίως, καλούντες αυτόν δια τοποτηρητών εις Σύνοδον, την οποίαν μετ’ ολίγον έμελλον ίνα συγκροτήσωσιν εν Κωνσταντινουπόλει. Δέχεται τους πρέσβεις ο Ιωάννης, συμφωνεί με την γνώμην του αυτοκράτορος, διότι μεγάλην είχε την ανάγκην αυτού δια τινας περιστάσεις, αίτινες ηκολούθουν τότε εις την Δυτικήν Εκκλησίαν και γράφει προς τον αυτοκράτορα ότι αποδέχεται τον θαυμασιώτατον και ευλαβέστατον Φώτιον ως νόμιμον Πατριάρχην καθό ομοφώνως παρά πάντων των Ανατολικών αναγορευθέντα. Εις την επιστολήν του ταύτην προσθέτει ο Ιωάννης μεταξύ άλλων και τα εξής: «μηδείς προφασιζέσθω τας κατ’ αυτού γενομένας αδίκους Συνόδους· μηδείς τας των προ ημών μακαρίων Αρχιερέων Νικολάου τε φημί και Αδριανού καταψηφίσεις αιτιάσθω· ου γαρ απεδέχθησαν (ίσως απεδείχθησαν) παρ’ αυτών τα κατά του Αγιωτάτου Φωτίου τυρευθέντα… Πάντα γαρ πέπαυται και εξωστράκισται· πάντα τα κατ’ αυτού ηκύρωται και ηχρείωται». Έστειλε δε και τοποτηρητάς αυτού ο Πάπας Ιωάννης τον Αγκώνος Παύλον, τον Οστίας Ευγένιον, και Πέτρον τον Πρεσβύτερον. Συγκροτείται λοιπόν η επί Φωτίου (παρά τινων Ογδόη καλουμένη) αγία και Οικουμενική Σύνοδος, εν τω Ναώ της Αγίας Σοφίας, εις την οποίαν παρευρέθησαν Επίσκοποι τπγ΄ (383) από πάσης της Καθολικής Εκκλησίας, συνελθόντες κατά το έτος ωοθ΄ (879). Εις ταύτην την Σύνοδον επικυρούνται μεν αι προλαβούσαι επτά αγιώταται και Οικουμενικαί Σύνοδοι, και τούτων οι θεόπνευστοι Κανόνες άπαντες εις τους οποίους υπάρχουσι καταδεδικασμέναι και αι παρεισφρήσασαι καινοτομίαι της Δυτικής Εκκλησίας. Αναθεματίζεται δε ιδίως πάσα δυσσεβής εν τω Αγίω Συμβόλω προσθήκη. Αναθεματίζεται προσέτι και η κατά του Φωτίου εν Κωνσταντινουπόλει ψευδογδόη Σύνοδος· ιδίως αναγιγνώσκεται του Πάπα Ιωάννου κοινωνική Επιστολή, υπογεγραμμένη υπ’ αυτού και άλλων 16 Επισκόπων, 7 Πρεσβυτέρων και 2 Διακόνων, δια της οποίας και αυτός ούτος ο Ιωάννης ανεκήρυττεν άκυρον και ανύπαρκτον την προρρηθείσαν κατά του Φωτίου Σύνοδον. Και ούτως υπό πάσης της Οικουμένης εκείνης Συνόδου επικυρούται κανονικός και νομιμώτατος Πατριάρχης ο αγιώτατος Φώτιος. Περί δε του ζητήματος των Βουλγάρων, το οποίον πάλιν ανέφερον οι του Πάπα τοποτηρηταί, ώρισεν η αγία Σύνοδος ότι τούτο ανήκει εις την εξουσίαν του αυτοκράτορος, υπό του οποίου την πολιτικήν διοίκησιν ανήκεν η Βουλγαρία. Ούτω της Συνόδου τελεσθείσης υπέγραψαν μετά πάντων των άλλων και οι του Πάπα τοποτηρηταί τα πρακτικά, και λαβόντες ίσα τούτων αντίγραφα επικυρωμένα, απήλθον εις την Ρώμην. Ο δε Πάπας Ιωάννης δυσηρεστήθη δια μόνα τα περί της Βουλγαρίας εψηφισμένα, προς την οποίαν κυρίως απέβλεπεν εξ αρχής η Παπική αδηφαγία. Και γράφει μεν ραδιουργών προς τον άρχοντα των Βουλγάρων ο Πάπας Ιωάννης και εις Κωνσταντινούπολιν, μεμφόμενος την μη παραχώρησιν της Βουλγαρίας. Επειδή δε πανταχόθεν απετύγχανε, καταδικάζει αυθαδώς τον Φώτιον, και στέλλει πρέσβυν τοποτηρητήν τον Μαρτίνον εις Κωνσταντινούπολιν, ίνα μεταβάλη την γνώμην των Ανατολικών· αλλά τούτον φυλακίσας ο αυτοκράτωρ, εδίωξε τέλος ως ταραξίαν, προς δε τους διαδόχους του εν τω μεταξύ αποθανόντος Πάπα Ιωάννου Αδριανόν Γ΄ και τον εφεξής Στέφανον τον ΣΤ΄, θορυβούντας και μαινομένους κατά του Φωτίου, γράφει σφοδράν Επιστολήν ο αυτοκράτωρ, δια της οποίας έστειλλεν εις τ’ Ανάθεμα τας ανόμους και τυραννικάς αξιώσεις της Παπικής αυλής. Μετά δε ταύτα απέθανεν ο Αυτοκράτωρ Βασίλειος τω ωπστ΄ (886) και γίνεται τούτου διάδοχος ο υιός αυτού Λέων ΣΤ΄ ο Σοφός επονομαζόμενος και δικαίως εγκωμιαζόμενος δια την πολλήν και μεγάλην σοφίαν αυτού και την προς τα γράμματα και νομικά προστασίαν, χάριν των οποίων εξέδωκε το έτος 904 τα Βασιλικά εις Βιβλία 60. Αλλ’ ο σοφός ούτος αυτοκράτωρ εφάνη κατά δυστυχίαν πολλάκις άσοφος και δούλος των ιδίων αυτού παθών. Προς ταύτα δε πολλάκις ο Φώτιος ανθιστάμενος, δυσηρέστει τον αυτοκράτορα· όθεν και διέβαλλον αυτόν ευκολώτερον προς τον βασιλέα άνθρωποι συκοφάνται και φθονεροί, συκοφαντούντες παντοιοτρόπως την αρχαίαν και αθώαν φιλίαν, την οποίαν είχεν ο Άγιος προς τον Σανταβαρηνόν Θεόδωρον, τον οποίον από μακρού εμίσει ο βασιλεύς Λέων, διότι εθεώρει αυτόν υπεύθυνον διαβολής προς τον πατέρα του Βασίλειον, ότι ο Λέων επεβουλεύθη την ζωήν του πατρός του, συνεπεία της οποίας ολίγου δειν θα ετυφλούτο, εάν δεν έσωζεν αυτόν από της τυφλώσεως ο θείος Φώτιος. Ένεκα της κατηγορίας ταύτης ο Λέων είχεν εξωρισθή υπό του πατρός του. τοιαύτας λοιπόν αλόγους αιτίας αρπάσας ο φιλύποπτος αυτοκράτωρ Λέων, έχων δε και κατά νουν να αναβιβάση εις τον Πατριαρχικόν θρόνον τον αδελφόν αυτού Στέφανον, όστις από χρόνων εγκαταλείψας τα βασίλεια εγένετο Μοναχός και διήγε ζωήν οσίαν, έπραξεν έργον ανόσιον και άδικον φανείς αγνώμων προς τον ίδιον αυτού διδάσκαλον και σωτήρα, αλλά και της οικουμένης απάσης πατέρα και λαμπρόν φωστήρα, τον οποίον άνευ ουδεμιάς εξετάσεως, άνευ κρίσεως, κατεβίβασεν από του θρόνου εν έτει ωπστ΄ (886), εννέα ήδη έτη πατριαρχεύσαντα κατά την δευτέραν αυτού πατριαρχείαν και ως κακούργον απέστειλεν έγκλειστον εις το Μοναστήριον των Αρμενιανών, εις το οποίον και διήγαγε μέχρι τέλους της ενδόξου ζωής αυτού. Καταβιβασθέντος του θείου Φωτίου από του Πατριαρχικού θρόνου, ανεβιβάσθη πράγματι εις αυτόν ο πορφυρογέννητος Στέφανος ευσεβής και ενάρετος κατά τα άλλα. Ο δε αυτοκράτωρ Λέων δεν ηρκέσθη εις μόνην την άνομον και άδικον εκθρόνισιν του Αγίου, αλλά πισθείς αφ’ ενός εις τας των συκοφαντών διαβολάς, αφ’ ετέρου προσπαθών όπως αποκτήση κατηγόρους κατά του Αγίου τους ιδίους αυτού φίλους, ίνα στηρίξη κατ’ αυτού κατηγορίαν, παρέστησεν ενώπιόν του τον θείον Φώτιον και τον πολλά και άλλοτε παθόντα Θεόδωρον τον Σανταβαρηνόν. Εξεβίαζε δε ο αυτοκράτωρ τον Θεόδωρον να ψευδομαρτυρήση κατά του Αγίου, απειλών αυτόν, αν δεν πράξη τούτο, να τον βασανίση. Επίεζε και τον Άγιον να ομολογήση δήθεν παραβάσεις αλλ’ απελπισθείς από τας θαρραλέας αμφοτέρων αποκρίσεις, τον μεν Θεόδωρον τον Σανταβαρηνόν ετύφλωσεν εξορύξας τους οφθαλμούς αυτού και απέστειλεν εξόριστον εις Αθήνας, τον δε Άγιον ενέκλεισε και πάλιν εις την Μονήν των Αρμενιανών. Εις την Μονήν ταύτην παρέμεινεν έγκλειστος ο Άγιος επί πέντε ολόκληρα έτη ήτοι μέχρι της μακαρίας τελευτής αυτού, ως είπομεν ανωτέρω. Απερίγραπτοι τυγχάνουσιν αι δοκιμασίαι ας υπέστη, κατά τα τελευταία ταύτα έτη της ζωής του, ποικιλοτρόπως πάσχων και μηδεμιάς τυγχάνων ανθρωπίνης παρηγορίας, εστερημένος και αυτών των προσφιλεστέρων πνευματικών του τέκνων. Όσον όμως κατά το σώμα εδοκιμάζετο τοσούτον κατά το πνεύμα έχαιρε και ηυφραίνετο και καθημερινώς ανύψωνεν εαυτόν εις θείας αναβάσεις και ουρανίους θεωρίας. Ούτως εν ειρήνη ψυχής αγωνιζόμενος και ως χρυσός εν χωνευτηρίω δοκιμασθείς εις τε την ακλινή τήρησιν των πατροπαραδότων δογμάτων της αληθείας και την εις τους ποικίλους πειρασμούς υπομονήν, αποκαμών δε σωματικώς από τας ποικίλας στερήσεις, εκλήθη παρά του Κυρίου της δόξης ίνα απολαύση την εις ουρανούς ητοιμασμένην αυτώ κατοικίαν. Απήλθε λοιπόν προς ον επόθησε Κύριον, και υπέρ ου ολοψύχως ηγωνίσθη καθ’ άπαντα τον βίον αυτού, κατά το έτος 891, Φεβρουαρίου 6ην, ότε και την μνήμην αυτού γεραίρει η Μήτηρ ημών Αγία Ορθόδοξος Ανατολική του Χριστού Εκκλησία και προσετέθη εις τους μακαρίους Πατέρας ημών, μεθ’ ων υπέρ της ειρηνικής αυτής καταστάσεως και ακριβείας αδιαλείπτως πρεσβεύει προς Κύριον. Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Κυριακή 27 Αυγούστου 2017

H Αγία Μάρτυς Φαύστα και των συν αυτή ΕΥΙΛΑΣΙΟΥ και ΜΑΞΙΜΟΥ.

Τη ΣΤ’  (6η) του αυτού μηνός Φεβρουαρίου, μνήμη της Αγίας Μάρτυρος ΦΑΥΣΤΗΣ και των συν αυτή ΕΥΙΛΑΣΙΟΥ και ΜΑΞΙΜΟΥ.                                                                                                                                    

Φαύστα η Αγία Παρθένος και Μάρτυς του Δεσπότου Χριστού και νύμφη αμόλυντος υπήρξεν εις την εποχήν του Μαξιμιανού, εν έτει 299, γεννηθείσα και ανατραφείσα ευσεβώς εις την πόλιν της Κυζίκου από γονείς ευγενείς και πλουσίους, οι οποίοι αφ’ ου ανεπαύθησαν και επήγαν εις τον Κύριον αι ψυχαί αυτών, έμεινεν η κόρη ορφανή εις ηλικίαν δέκα τριών ετών, ήτις σχολάζουσα καθ’ εκάστην εις νηστείας, προσευχάς και εις την μελέτην των θείων Γραφών, επεμελείτο το κάλλος της ψυχής της. Δια τας αρετάς αυτάς η φήμη της επήγε πανταχού, επειδή, κατά τον λόγον του Δεσπότου μας, δεν είναι δυνατόν να κρυβή πόλις επάνω όρους κειμένη. Ακούσας λοιπόν ο τύραννος Μαξιμιανός δι’ αυτήν, έστειλεν ευθύς άρχοντά τινα, τον πρώτον του παλατίου του, ονόματι Ευϊλάσιον, να ερευνήση εις όλην την Κύζικον, να εύρη την νύμφην του Χριστού Φαύσταν, και να την καταπείση να θυσιάση εις τα είδωλα· εάν δε απειθήση εις τούτο και τολμήση να ομολογήση τον Χριστόν, να την βυθίση εις την θάλασσαν. Φθάσας λοιπόν ο Ευϊλάσιος εις την Κύζικον, επρόσταξε και έφεραν την Αγίαν εις το κριτήριον, ως φονέα δεδεμένην με άλυσον. Ηνάγκαζε δε αυτήν ο άρχων να θυσιάση εις τους μιαρούς δαίμονας. Η δε Αγία είπε προς αυτόν· «Εγώ τοιούτους θεούς, κωφούς, τυφλούς και αναισθήτους, δεν καταδέχομαι να προσκυνήσω ποτέ και να γίνω ομοία αυτών αναίσθητος, προσφέρουσα εις αυτούς θυσίαν· διότι εγώ έχω Θεόν αληθή, τον Ιησούν Χριστόν, εις τους ουρανούς και δεν δύναμαι να τον απαρνηθώ, δια να μη ζημιωθώ την αποκειμένην κληρονομίαν, ήτις είναι επηγγελμένη και ητοιμασμένη δια τους δούλους Αυτού». Λέγει πάλιν προς αυτήν ο Ευϊλάσιος· «Προσκύνησον, Φαύστα, τους θεούς, ειδ’ άλλως θέλω σου δώσει σκληρόν και πικρότατον θάνατον». Η δε Αγία απεκρίνατο λέγουσα· «Μη νομίσης πως είμαι κόρη τις ανόητος, να υποπέσω εις τοιαύτην ασέβειαν, να προσκυνήσω ως κτίστην τα κτίσματα, διότι, αν και φαίνομαι μικρά εις την ηλικίαν, όμως έχω μεγάλην την καρδίαν, τον δε λογισμόν τελείως αφιερωμένον εις τον Δεσπότην μου Χριστόν». Τότε προστάσσει ο δικαστής να ξυρίσουν την κεφαλήν της Αγίας, να την κρεμάσωσιν εις ξύλον και να την ξεσχίζωσιν. Αφού λοιπόν εβασάνισαν επί ώραν πολλήν την Αγίαν, εσήκωσεν αύτη τους οφθαλμούς προς ουρανόν μετά πίστεως και προσηύχετο προς τον Κύριον να της στείλη εξ ύψους βοήθειαν· ευθέως δε ήλθεν αστραπή τόσον μεγάλη και φοβερά, ώστε πολλοί από τον φόβον των απέθανον. Αλλά και ο Ευϊλάσιος εφοβήθη υπερβολικά και νομίζων ΄τι ταύτα ήσαν έργα μαντείας, ηρώτα την Αγίαν που έμαθε να κάμνη τοιαύτα τερατουργήματα· η δε έλεγε· «Μη απατάσαι, ω δικαστά, να νομίζης μαγείας τα έργα της θείας δυνάμεως· εμού η ψυχή είναι όλως δι’ όλου εστηριγμένη εις τον Δεσπότην μου, και δεν θέλεις δυνηθή να με χωρίσης ποσώς από την αγάπην του, έστω και αν μου κάμης μυρία κολαστήρια, τα οποία ποσώς δεν θα αισθάνομαι, διότι καταφλέγομαι ολόκληρος από τον θείον έρωτα και δια να γνωρίσης την αλήθειαν, σε παρακαλώ, πρόσταξε να ζωγραφίσουν εις εικόνα τον χαρακτήρα μου». Τούτου γενομένου με πολλήν ταχύτητα, επρόσταξεν η Αγία τους στρατιώτας να ξεσχίζουν και να τιμωρούν την εικόνα της και λέγει τότε προς τον άρχοντα· «Ζη Κύριος ο Θεός μου, καθώς εγώ δεν αισθάνομαι, ούτε καταλαβαίνω καθόλου πόνον τινά από όσα κακά κάμνετε εις αυτήν την εικόνα, η οποία έχει τον χαρακτήρα μου, ούτω και η ψυχή μου ολοτελώς δεν αισθάνεται τα κολαστήρια, τα οποία δίδετε εις την σάρκα μου, επί όσην δε ώραν με τιμωρείτε, σκέπτομαι τον Δεσπότην μου Χριστόν, και εκείνος ανακουφίζει τους πόνους μου». Τότε προστάσσει ο άρχων να την καρφώσουν εις γλωσσόκομον, δηλαδή ξύλινον κιβώτιον στενόν ως φέρετρον και να την πριονίσωσι μέσα εις αυτό από άνωθεν έως κάτω. Διατάξας ταύτα ο άρχων, ηγέρθη από τον θρόνον και επήγεν εις τον οίκον του, διότι ήτο εσπέρας. Την επαύριον είχον ητοιμασμένον οι στρατιώται το γλωσσόκομον και καρφώσαντες εντός αυτού την Αγίαν την επριόνιζαν από την πρώτην ώραν έως την ενάτην και δεν ηδυνήθησαν να κόψουν ούτε καν το δέρμα της κεφαλής της, αυτή δε έψαλλεν εντός του γλωσσοκόμου ευρισκομένη και εδόξαζε τον Κύριον. Ούτως αγωνιζόμενοι οι στρατιώται ήλλαξαν εξ πρίονας, όλοι όμως συνετρίβοντο και έμενον άχρηστοι, οι δε δήμιοι εκουράσθησαν και έγιναν ως νεκροί. Έπειτα εδοκίμασαν να την τελειώσουν δια πυρός, να λυτρωθούν απ΄αυτής, αλλ’ ούτε να την καύσουν ηδυνήθησαν, επειδή έχασε το πυρ την καυστικήν του ενέργειαν και την εδρόσιζε μάλλον, ούτω προστασσόμενον υπό του Παντοδυνάμου Θεού, τον οποίον επεκαλείτο η Μάρτυς έσωθεν, με θάρρος λέγουσα· «Καν δια πυρός έλθω, η φλοξ ουδέ ποσώς κατακαύσει με».Ταύτα μαθών από τους δημίους ο Ευϊλάσιος εθαύμασε και προσκαλεσάμενος την Αγίαν εις την οικίαν του, είπε προς αυτήν· «ω γύναι, εξέπληξάς με ποιούσα τοιαύτα έργα παράδοξα, επειδή είμαι τώρα ογδοήκοντα ετών και ποτέ δεν είδα τοσαύτα θαυμάσια. Λοπόν, σε ορκίζω εις τον Θεόν σου, να μου ειπής την ακρίβειαν της πίστεώς σου με πάσαν αλήθειαν». Λέγει προς αυτόν η Μάρτυς· «Καθάρισον τον νουν σου και άκουε επιμελώς όσα θέλω σου διηγηθή σήμερον δια να εννοήσης τα θεία μυστήρια και να πιστεύσης την αλήθειαν, εάν ποθής να εύρης τον αληθή Θεόν ευϊλατον, Ευϊλάσιε, να κληρονομήσης ζωήν αιώνιον και Βασιλείαν ατελεύτητον, να βαπτισθής συ και όλη σου η συγγένεια», Απεκρίθη ο άρχων· «Λέγε μετά παρρησίας την αλήθειαν και θα σε ακούσω νουνεχώς και επιμελέστατα». Τότε η Μάρτυς του Χριστού, πεφωτισμένη από την άνω σοφίαν, εδημηγόρησε λέγουσα· «Ο Θεός είναι αθάνατος και αιώνιος, τα έργα του αληθινά και δικαία η κρίσις του. Ούτος ο μόνος αληθής Θεός είναι τρισυπόστατος. Πατήρ, Υιός και Πνεύμα Άγιον· ποιήσας δε τον άνθρωπον κατ’ εικόνα αυτού και ομοίωσιν, τον έβαλεν εις τον Παράδεισον, από τον οποίον τον εξέβαλεν ο διάβολος με απάτην, από τον φθόνον του· επειδή δε έμεινεν άπαν το ανθρώπινον γένος υποκείμενον του δαίμονος, κατεδέχθη ο Υιός του Θεού και εσαρκώθη εις την Αγίαν Παρθένον γενόμενος κατά παράδοξον τρόπον άνθρωπος και εσταυρώθη θεληματικώς και υπέμεινε, προς ώραν, θάνατον, δια να λυτρώση τον άνθρωπον από την αιχμαλωσίαν του δαίμονος. Αφού λοιπόν ο Χριστός εξέβαλεν από τον Άδην τον άνθρωπον, ανέστη τριήμερος και τον επήρε μαζί του και ανελήφθη εις τους ουρανούς έμπροσθεν των Μαθητών αυτού, τεσσαράκοντα ημέρας μετά την Ανάστασίν του, δια να τους δείξη πως μέλλει πάλιν να έλθη με όμοιον τρόπον, επί των νεφελών καθήμενος, να κρίνη όλην την ανθρωπότητα και να αποδώση εις ένα έκαστον κατά τα έργα του. Οι δίκαιοι δηλαδή, οι οποίοι θα πολιτευθούν ενάρετα και θα καταισχύνουν τους δαίμονας, αυτούς όπου αφρόνως προσκυνείτε σεις ως θεούς, και νικήσουν τα κακά έργα και φυλάξουν παρθενίαν και ελεημοσύνην και τα άλλα σωτήρια προστάγματα, τα οποία μας παρήγγειλε, θα απολαύσουν τότε, εις την δευτέραν του παρουσίαν, δόξαν και ευφροσύνην αιώνιον, να συμβασιλεύουν μετ’ αυτού εις την Βασιλείαν των ουρανών πάντοτε. Όσοι πάλιν απειθήσουν και δεν φυλάξουν τας εντολάς του, αλλά επιδοθούν εις σαρκικάς πράξεις και κάμνουν τα θελήματά των ως άλογα ζώα, θα κατακριθούν μαζί με τους δαίμονας, τους οποίους προσκυνείτε, εις πυρ ατελεύτητον, να φλογίζωνται πάντοτε. Δια τούτο και ημείς οι οποίοι ηξιώθημεν να γνωρίσωμεν την άφατον του Χριστού αγαθότητα προδίδομεν τας σάρκας προθύμως και χαίροντες εις τιμωρίας προσκαίρους και μάστιγας, δια να λυτρωθώμεν από την ατελεύτητον κόλασιν και να κληρονομήσωμεν εις τους ουρανούς Βασιλείαν αιώνιον· διότι αν και τώρα προς ώραν αποθνήσκομεν, αλλά τότε, την ημέραν της κρίσεως, θα αναστηθώμεν όλοι να ζώμεν πάντοτε». Ταύτα ακούσας ο Ευϊλάσιος εγνώρισε του Θεού την μεγάλην και ανίκητον δύναμιν και κατανυγείς την καρδίαν από Πνεύμα Άγιον, επίστευσεν εις τον Χριστόν και απέλυσε την Μάρτυρα. Τότε έδραμεν ένας από τους δούλους του Ευϊλασίου προς τον βασιλέα, δια να φανή πιστός εις αυτόν, και του λέγει· «Γνώριζε, κύριέ μου βασιλεύ, ότι επρόδωσεν ο Ευϊλάσιος την αγάπην σου και μέλλει να γίνη Χριστιανός ο αχάριστος! Λοιπόν σπούδασον να τον αρπάσης πριν τελειωθή και τον χάσης». Μαθών ο βασιλεύς τα γενόμενα εθύμωσεν υπέρμετρα και προσκαλέσας τον έπαρχον αυτού, Μάξιμον ονομαζόμενον, όστις ήτο σκληρός πολύ και απάνθρωπος, τον έστειλεν εις την Κύζικον, παραγγείλας εις αυτόν να παιδεύση ασπλάγχνως τον Ευϊλάσιον. Αφού ήλθεν ο έπαρχος εις την Κύζικον, έφεραν ευθύς εις το κριτήριον δεδεμένον τον Ευϊλάσιον. Λέγει τότε προς αυτόν ο έπαρχος· «Ειπέ μου, κακή κεφαλή, πως ετόλμησες να αφήσης τους μεγάλους θεούς και να πιστεύσης εις τον Χριστόν, ανόητε»; Απεκρίθη ο Ευϊλάσιος· «Επ’ αληθείας, εάν ακούσης και συ την Μάρτυρα του Χριστού Φαύσταν, θέλει γνωρίσει τον ζώντα και αληθή Θεόν να γίνης μακάριος». Εις το άκουσμα των λόγων τούτων οργισθείς ο έπαρχος επρόσταξε να κρεμάσωσι τον Άγιον εις το ξύλον, να τον δέρωσι και να τον κεντώσι με τα ξίφη των. Καθώς λοιπόν έδερνον αυτόν ώραν πολλήν εφώναζε προς Κύριον λέγων· «Κύριε ο Θεός, ο Παντοκράτωρ, όπως εβοήθησες την δούλην σου Φαύσταν εις όλα τα θλιβερά όπου της ήλθον, δείξε και εις εμέ τον ταπεινόν τα θαυμάσιά σου· λύτρωσέ με από τον δεινόν τούτον και ωμότατον έπαρχον, διότι εσένα επόθησα, Δέσποτα, δια τα πολλά και μεγάλα σου θαυμάσια». Ταύτα του Ευϊλασίου προσευχομένου, επρόσταξε πάλιν ο έπαρχος να κατακαύσουν τας πλευράς του με λαμπάδας. Τούτου γενομένου με πολλήν ταχύτητα, παρεκάλει την Αγίαν Φαύσταν ο μακάριος Ευϊλάσιος, να κάμη προσευχήν δι’ αυτόν. Τότε η Αγία συμπονέσασα πολύ τον βασανιζόμενον Μάρτυρα του Χριστού ηύχετο δι’ αυτόν, ούτω λέγουσα· «Κύριε ο Θεός μου, χάρισέ μου την αίτησιν ταύτην, δέξαι τον δούλον σου Ευϊλάσιον εις την αυλήν των προβάτων σου, συναρίθμησον αυτόν μετά των Δικαίων σου, ότι ευλογημένος είσαι εις τους αιώνας. Αμήν». Τότε προστάσσει ο έπαρχος να φέρουν την Αγίαν εις το κριτήριον και λέγει προς αυτήν· «Κακή κεφαλή, πως ετόλμησες να αλλοτριώσης από τους μεγάλους θεούς τον τίμιον ιερέα Ευϊλάσιον και να τον προσφέρης εις τον Θεόν σου, αναίσχυντον γύναιον»; Η δε Αγία απεκρίνατο· «Ελπίζω εις την αγαθότητα του φιλανθρώπου Θεού μου, όστις εκάλεσεν αυτόν να γίνη τέκνον της αληθείας, Αυτός δε να καλέση και σε εις την αυτού προσκύνησιν». Λέγει ο έπαρχος· «Μη νομίσης, Φαύστα, ότι είμαι ωσάν αυτόν αφρονέστατος, να αρνηθώ την θρησκείαν μου». Ταύτα λέγων ο έπαρχος επρόσταξε να δέσουν την Αγίαν και να καρφώσουν ήλους σιδηρούς εις τους αστραγάλους της. Τούτου γενομένου ταχύτατα, έμεινεν αβλαβής η Αγία και ουδόλως ησθάνετο την τιμωρίαν και παίδευσιν ταύτην. Ιδών λοιπόν ο έπαρχος τοιούτον θαυμάσιον, ηρώτησε τους στρατιώτας, εάν εγνώριζέ τις εξ αυτών μηχανήν τινα δεινήν, ή χαλεπωτέραν παίδευσιν, με την οποίαν να νικήση την Φαύσταν και θα του δώση μεγάλην ανταμοιβήν δια την εκδούλευσιν ταύτην. Τότε αποκριθείς εις εξ αυτών, ονόματι Κλαύδιος, είπε προς αυτόν· «Εγώ, κύριέ μου, να την δώσω εις τα θηρία να την ξεσχίσωσι». Λαβών λοιπόν την Αγίαν, εγύμνωσε και αφήκε κατ’ αυτής μίαν λέαιναν αγριωτάτην πολύ και ανήμερον, ήτις ώρμησε κατ’ αυτής με ορμήν ακατάσχετον, όταν όμως την επλησίασεν, ελησμόνησε την φυσικήν αγριότητα και προσπίπτουσα εις τους πόδας της Αγίας την επροσκύνησεν. Απέλυσαν λοιπόν και άλλα θηρία οι των θηρίων απανθρωπότεροι, αλλά και αυτά εγίνοντο υπέρ τους ανθρώπους φιλανθρωπότερα και ουδέν ετόλμησε να κακοποιήση την Μάρτυρα, αλλά έπιπτον εις τους πόδας αυτής και έμενον ως αρνία πραότατα. Τούτον πάλιν το εξαίσιον θαύμα βλέπων ο έπαρχος επρόσταξε να την δέσουν από τους πόδας και να την σύρουν ούτω γυμνήν εις όλην την πόλιν να την πομπεύσωσιν, η δε μακαρία, καθώς την έσυρον, εβόησε προς Κύριον λέγουσα· «Κύριε Ιησού Χριστέ, Βασιλεύ Παντοδύναμε, σκέπασον το πλάσμα σου, να μη γίνωμαι εις τους εχθρούς σου αισχύνη και περιγέλασμα», ευθύς δε τότε ήλθεν από τον ουρανόν νεφέλη και την εσκέπασε. Τότε πάλιν άλλος άρχων, ωμότερος του Κλαυδίου και των θηρίων θηριωδέστερος, την κλήσιν Ευσέβιος, εζήτησεν από τον έπαρχον εξουσίαν να την παιδεύση καθώς αυτός εγνώριζεν. Αφού λοιπόν έλαβεν εις την εξουσίαν αυτού την Αγίαν ο εναγής και ασεβέστατος Ευσέβιος, προσέταξε χαλκέα τινά και του έκαμε καρφία σιδηρά οξύτατα, από τα οποία άλλα μεν εκάρφωσεν εις την κεφαλήν της και εις το πρόσωπον και έφθασαν εις το μυελόν, έτερα δε εις το στήθος και τους πόδας και εις άλλα μέρη του σώματος. Η δε Αγία υπέμεινε μεγαλοψύχως και ταύτην την δεινήν βάσανον με καρτερίαν θαυμασίαν και προσηύχετο εις τον Θεόν ταύτα λέγουσα· «Δέσποτά μου Κύριε Ιησού Χριστέ, ευχαριστώ σοι, όπου με ενεδυνάμωσες και ηξίωσες να υπομείνω τοιαύτα πάθη δια το όνομά σου. Δέομαι και ικετεύω την Βασιλείαν σου, να με αξιώσης να φθάσω εις το στάδιον του ευδίου λιμένος σου· έτι δε παρακαλώ την αγαθότητά σου, να φωτίσης τον έπαρχον να έλθη εις την ευσέβειαν δια να γνωρίσουν άπαντες, ότι συ είσαι μόνος Θεός αληθής και Πανάγαθος και σοι πρέπει δόξα εις τους αιώνας. Αμήν». Ταύτα μεν ηύχετο η Αγία, ο δε ελεήμων Θεός, βλέπων την αγαθήν αυτής προαίρεσιν, ότι εδέετο δι’ εκείνους όπου την έθλιβον, κατά το θείον αυτού και σωτήριον πρόσταγμα· «Προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς και διωκόντων υμάς…» (Ματθ. ε:44), επήκουσε της δεήσεως αυτής και επίστευσεν εις αυτόν ο έπαρχος, όθεν ο πρώην λύκος έγινεν αρνίον άκακον, καθώς κατωτέρω φαίνεται. Όταν είδεν ο δυσσεβής Ευσέβιος, ότι δεν ηδυνήθη να νικήση μίαν απαλήν κόρην με τοιαύτην φρικτήν και φοβεράν βάσανον, έφερεν εν τηγάνιον αρκετά μεγάλον, το οποίον εγέμισε με πίσσαν, θειάφιον και ρητίνην και βάζει μέσα την Αγίαν ομού με τον Ευϊλάσιον, ανάψας κάτωθεν αυτού μεγάλην πυράν· οι δε Άγιοι Μάρτυρες ιστάμενοι εις το τηγάνιον, έχαιρον ψάλλοντες, ως άλλοι παίδες και δεν ησθάνοντο ποσώς του πυρός την σφοδρότητα. Τότε δη τότε, βλέπων ο έπαρχος Μάξιμος τοιούτον θαυμάσιον, κατενύχθη η καρδία του από θείαν νεύσιν και βούλησιν και πιστεύσας εις τον Χριστόν έδραμε προς τους Αγίους, τοιαύτα ευχόμενος· «Ο Θεός ο αιώνιος, ο οικτίρμων και πολυέλεος, πρόσδεξαι και εμέ τον αμαρτωλόν και ανάξιον και συναρίθμησόν με με τους δύο τούτους ικέτας σου, να αποπληρώσω τον αριθμόν της Αγίας Τριάδος και εγώ ο ευτελής και ελάχιστος. Ναι, Κύριε, ο Θεός των Δυνάμεων, δείξον Σου το αμνησίκακον και φιλάνθρωπον και εις εμέ τον αχρείον δούλον σου, κάμε εις εμέ έλεος δια τους οικτιρμούς σου, φιλάνθρωπε, δια να δοξασθή και εις εμέ, απ’ όλους, το όνομά σου το άγιον». Ταύτα ειπών μετά πίστεως και πολλής κατανύξεως ο μακάριος έπαρχος, ηνοίχθησαν ευθύς οι ουρανοί και βλέπει τον Υιόν του Θεού και πάσας τας Στρατιάς των Αγγέλων και των Δικαίων ως ήλιον λάμποντας. Ταύτα ιδών ο Μάξιμος ανεβόησε προς τον Θεόν λέγων· «Δέσποτα Κύριε, πρόσδεξαι και εμέ τον κατακεκριμένον ως τον ληστήν και μη ενθυμηθής τας παρανομίας μου, πολυεύσπλαγχνε». Ταύτα ειπών μετά δακρύων ο Μάξιμος έκαμε τον σταυρόν του, εξεδύθη τα ενδύματά του, εσφράγισε και πάλιν όλον το σώμα του με το σημείον του Τιμίου και ζωοποιού Σταυρού και λέγων «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος», επήδησε μέσα εις το τηγάνιον, προς τους Αγίους λέγων· «Μαζί σας είμαι και εγώ, Άγιοι του Θεού· όθεν παρακαλώ σας, κάμετε και δι’ εμέ δέησιν προς αυτόν να δεχθή την εσχάτην μου ταύτην επιστροφήν και μετάνοιαν». Τότε η μακαρία Φαύστα ηγαλλιάσατο και ηυφράνθη τω πνεύματι, ότι επήκουσεν αυτής ο Κύριος και επέστρεψεν εις θεογνωσίαν ο έπαρχος, ευχαριστούσα δε αυτόν εξ όλης ψυχής και καρδίας έλεγε· «Δόξα σοι Χριστέ ο Θεός, διότι δεν θέλεις τον θάνατον του αμαρτωλού, ιδού ότι είμαι μεταξύ των δύο τούτων δούλων σου ως ευθαλής και πολύκαρπος άμπελος». Ταύτα ειπούσα, ήλθε φωνή από τον ουρανόν λέγουσα· «Έλθετε προς με πάντες οι πεφορτισμένοι και κοπιασμένοι να σας αναπαύσω εις την ουράνιον Βασιλείαν μου». Ταύτα ακούσαντες και χαράς πλησθέντες οι Άγιοι, παρέδωκαν εις αυτόν εν ειρήνη τας μακαρίας ψυχάς των, κατά την έκτην του Φεβρουαρίου μηνός, ων ταις πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, αξίωσον και ημάς της ουρανίου Βασιλείας σου, ότι ευλογητός ει, συν τω ανάρχω σου Πατρί και τω Παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ σου Πνεύματι, πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.