Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Τετάρτη 18 Ιουλίου 2018

Τη ΙΗ΄ (19η) Ιουλίου, μνήμη της Οσίας Μητρός ημών ΜΑΚΡΙΝΗΣ, αδελφής του Μεγάλου Βασιλείου.


Μακρίνα η οσιωτάτη μήτηρ ημών ήτο μεγαλυτέρα αδελφή του Μεγάλου Βασιλείου, κεκοσμημένη δε ούσα με σωματικόν κάλλος και με γνώμην αγαθήν, ηρραβωνίσθη, πριν ή δε τελεσθή ο γάμος της απέθανεν ο ταύτην αρραβωνισθείς, ενώ εισέπραττε τους δημοσίους φόρους· η δε μακαρία Μακρίνα, καίτοι εζήτουν αυτήν άλλοι πολλοί εις γάμου κοινωνίαν, όμως δεν ηθέλησεν, αλλά προετίμησε μάλλον την χηρείαν και τα της χηρείας δεινά ή να δοκιμάση τας του γάμου τέρψεις και ηδονάς. Όθεν αποσπασθείσα πάσης κοσμικής συναναστροφής διέμενε μετά της μητρός της και κατεγίνετο εις την ανάγνωσιν και μελέτην των θείων Γραφών· πρωτότοκος δε ούσα, και επέχουσα θέσιν δευτέρας μητρός επί των εννέα άλλων αδελφών της, ανέτρεφε και επαίδευεν αυτούς. Οσίως λοιπόν και ασκητικώς διανύσασα την ζωήν της και μετά του αδελφού της θείου Γρηγορίου του Νύσσης συμφιλοσοφήσασα περί ψυχής εις αυτάς τας τελευταίας της αναπνοάς, απήλθε προς Κύριον.


Ο κατά πλάτος Βίος και πολιτεία της Οσίας μητρός ημών ΜΑΚΡΙΝΗΣ, αδελφής του Μεγάλου Βασιλείου,

Τη ΙΘ΄ (19η) του αυτού μηνός Ιουλίου, μνήμη του Οσίου πατρός ημών ΔΙΟΥ.


Δίος ο Όσιος πατήρ ημών ήκμασε κατά τους χρόνους του Μεγάλου Θεοδοσίου, εν έτει τοθ΄ (379), καταγόμενος εξ Αντιοχείας της Συρίας· μεταχειρισθείς δε πολλήν άσκησιν και φθάσας εις υψηλόν βαθμόν αρετής, μετέβη εις Κωνσταντινούπολιν, παρακινηθείς δια θείας αποκαλύψεως. Φθάσας δε εις τον τόπον ένθα ευρίσκεται το Μοναστήριον, το οποίον αυτός ο ίδιος έκτισε, και καθαρίσας αυτόν, ενέπηξεν εκεί την ξηράν και άνικμον ράβδον του και, ω του θαύματος! Ευθύς ερριζώθη δια της επικλήσεως της Αγίας Τριάδος και έγινε μέγα δένδρον, το οποίον μέχρι της σήμερον δίδει τους καρπούς του τελείους. Τούτου του Οσίου την φήμην ακούσας και ο βασιλεύς Θεοδόσιος ήλθεν ο ίδιος προς αυτόν, επειδή δεν ήτο δυνατόν να μείνη εντελώς κεκαλυμμένη η μεγάλη αυτού αρετή· θαυμάσας δε ο βασιλεύς τον Όσιον, έδωκεν εις αυτόν αρκετά χρήματα, με τα οποία συνέστησε το Μοναστήριόν του. Τούτον τον Όσιον βιάσας πολύ ο μακάριος Αττικός, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, εχειροτόνησεν αυτόν Ιερέα.

Τη ΙΗ΄ (18η) Ιουλίου, ο Όσιος ΠΑΜΒΩ εν ειρήνη τελειούται.


Παμβώ ο Μέγας Όσιος ησκήτευεν εις το όρος της Νιτρίας. Εγένετο δε και διδάσκαλος Διοσκόρου του Επισκόπου και του Άμμωνος, και Ιωάννου του ανεψιού Δρακοντίου, του θαυμασίου εκείνου. Μεγάλα όντως και θαυμαστά ήσαν τα προτερήματα, οι αγώνες και τα κατορθώματα του τρισμάκαρος Οσίου Παμβώ. (Ενοχληθείς ποτε ο Όσιος Παμβώ υπό του δαίμονος της βλασφημίας, και παρακαλών υπέρ τούτου τον Θεόν, ήκουσε φωνήν άνωθεν λέγουσαν εις αυτόν· «Παμβώ, Παμβώ, μη αθύμει επί αλλοτρία αμαρτία, αλλά περί των σων φρόντισον πράξεων, τας δε του πονηρού βλασφημίας επ’ αυτόν κατάλιπε»). Και εις τα τόσα προτερήματα και τας αρετάς του, τοσούτον κατεφρόνει τα χρήματα, όσον ο Κύριος παρήγγειλε τοις Αποστόλοις να μη έχουν ράβδον ιδικήν των. Δια τούτον τον μακάριον Παμβώ διηγείτο η Αγία Μελάνη ταύτα· «Επειδή ήλθον, (λέγει η Αγία Μελάνη) από την Ρώμην εις την Αλεξάνδρειαν, και έμαθον δια τούτον τον Όσιον από τον μέγαν Ισίδωρον τον Ξενοδόχον, εζήτησα και μου έδωκεν οδηγούς και με έφεραν εις την έρημον προς αυτόν.

Τη ΙΗ΄ (18η) Ιουλίου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΥΑΚΙΝΘΟΥ του εν Αμάστριδι.


Υάκινθος ο Άγιος Μάρτυς ήτο υιός ευσεβών γονέων, Θεοκλήτου και Θεονίλλης καλουμένων, ακμάσας κατά τους χρόνους του Επισκόπου Ηρακλείδου, όστις επεσκόπευεν εις την παράλιον Αμάστριδα την εν τω Ευξείνω Πόντω· έλαβε δε το όνομα Υάκινθος εξ επιφανείας θείου Αγγέλου. Τριετής γενόμενος ανέστησε νεκρόν παιδίον δια της επικλήσεως του ονόματος του Ιησού Χριστού· καθ’ όσον δε ηύξανεν ο Άγιος κατά την ηλικίαν του σώματος, συνηύξανε και κατά την πνευματικήν ηλικίαν της αρετής, πολλά θαύματα ποιήσας ο μακάριος άχρι γήρατος. Βλέπων δε τους ειδωλολάτρας Έλληνας προσκυνούντας δένδρον πτελέας, το οποίον ήτο τετρυπημένον και κοίλον από την πολυκαιρίαν, ζήλω θείω κινηθείς ο αοίδιμος, ήλθε και έκοψεν αυτό. Συλληφθείς όθεν προσήχθη εις τον ηγεμόνα Καστρίνσιον ονόματι και εις τους άρχοντας της πόλεως, αφού δε εδάρη ανηλεώς εξερρίζωσαν τους οδόντας του.