Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2021

Τη ΙΖ΄ (17ην) Φεβρουαρίου, μνήμη του Αγίου Νεομάρτυρος ΘΕΟΔΩΡΟΥ του Βυζαντίου, του εν Μυτιλήνη μαρτυρήσαντος κατά το έτος 1795 και αγχόνη τελειωθέντος.

Θεόδωρος ο ένθερμος της Ορθοδόξου πίστεως Νεομάρτυς και Αθλητής του Χριστού προθυμότατος, κατήγετο εκ του Νεοχωρίου του Βυζαντίου, εγεννήθη δε κατά το έτος αψοδ΄ (1774) επί της βασιλείας του Σουλτάν Μαχμούτ. Οι γονείς αυτού ήσαν ευσεβέστατοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί και ο μεν πατήρ του ωνομάζετο Χατζή Αναστάσιος, η δε μήτηρ του Σμαραγδή. Εφαίνετο δε εις τούτον ως άνωθεν προωρισμένον το όνομα Θεόδωρος, διότι η μεγάλη προς τα θεία θερμότης του τον εφώτιζεν, ώστε από μικρόν παιδίον να είναι προσηλωμένος εις τον φόβον του Θεού και εις τα ιερά γράμματα, τα οποία και έμαθεν· έμαθε δε και την ζωγραφικήν τέχνην από ευσεβή τινα Χριστιανόν με τον οποίον ειργάζετο εις τα βασιλικά παλάτια. Βλέπων δε ο μισόκαλος διάβολος την προς τα θεία σταθεράν πίστιν και αφοσίωσίν του και αυξανομένην καθημερινώς την αρετήν του και εδραιουμένην εις την θείαν επίγνωσιν και μη υποφέρων και την καθημερινήν προσευχήν και κανονικήν νηστείαν του, εφθόνησε και ήρχισε να ρίπτη εις την αγαθήν καρδίαν αυτού σπόρον φιληδονίας και μετατροπήν επιγνώσεως και να στρέφη την προσοχήν του προς εκείνας τας αγαρηνάς σωματικάς τρυφάς, δόξας και πολυτελείας, τας οποίας ο μισόκαλος ούτος παρέστησεν ως δόλον επιγνώσεως· ως άνθρωπος δε απατηθείς, έπεσεν εις την παγίδα αυτού του αποστάτου διαβόλου και σκοτισθείς τον νουν, ηρνήθη, φευ! Τον Ιησούν Χριστόν και εδέχθη το βδελυρόν εκείνο της θρησκείας του Μωάμεθ σύμβολον, ήτοι την ψευδοπεριτομήν της ακροβυστίας και ως τοιούτος έμενεν εις τα βασιλικά παλάτια τρία έτη, όπου εδιδάσκετο τας βδελυράς και απατηλάς μυθολογίας, τας οποίας εκείνος ο πλάνος επενόησε.

Τη ΙΖ΄ (17ην) Φεβρουαρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΑΥΞΙΒΙΟΥ Επισκόπου Σόλων της Κύπρου.

Αυξίβιος ο Όσιος Πατήρ ημών κατήγετο από την παλαιάν Ρώμην. Οι γονείς του ήσαν πλούσιοι μεν, αλλά ειδωλολάτραι. Εγέννησαν δε δύο υιούς, τον μακάριον Αυξίβιον και τον Θεμισταγόραν. Ήτο δε ο ευλογημένος Αυξίβιος κατά πολύ χαρίεις και θαυμάσιος, διότι ήτο πράος καθώς ο Μωϋσής, είχε δε και τον λογισμόν σώφρονα, καθώς ο πάγκαλος Ιωσήφ και, δια να μη πολυλγώμεν, ήτο εστολισμένος από όλας τας αρετάς. Ότε ήλθεν εις ηλικίαν δεκτικήν μαθήσεως, εδόθη από τον πατέρα του εις διδασκάλους και εδιδάχθη όλην την έξω σοφίαν και ότε έφθασεν εις νόμιμον ηλικίαν οι γονείς του ηβουλήθησαν να τον υπανδρεύσωσιν. Ο μακάριος όμως Αυξίβιος, έχων τον νουν ένθεον και τέλειον τον λογισμόν, αντέλεγεν εις τούτο, διότι ήκουσε περί του Χριστού και εμελέτα να γίνη Χριστιανός.

Τη ΙΖ΄ (17ην) Φεβρουαρίου, μνήμη των εν ευσεβεί τη λήξει γενομένων βασιλέων ΜΑΡΚΙΑΝΟΥ και ΠΟΥΛΧΕΡΙΑΣ· τελείται δε η Σύναξις αυτών εν τη Αγιωτάτη Μεγάλη Εκκλησία.

Μαρκιανός και Πουλχερία οι ορθοδοξότατοι και Άγιοι βασιλείς εβασίλευσαν εν Κωνσταντινουπόλει κατά το έτος υν΄ (450), διαδεχθέντες τον κατά το αυτό έτος αποθανόντα Θεοδόσιον Β΄ τον επιλεγόμενον Μικρόν, αφ’ ενός μεν προς διάκρισιν από του πάππου του Θεοδοσίου Α΄ του Μεγάλου, αφ’ ετέρου δε διότι επταετής την ηλικίαν ανήλθεν εις τον θρόνον υπό επιτροπείαν εν έτει υη΄ (408), διαδεχθείς τον αποθανόντα πατέρα του Αρκάδιον υιόν του Μεγάλου Θεοδοσίου. Πρεσβυτέρα θυγάτηρ του Αρκαδίου και αδελφή του Θεοδοσίου Β΄ υπήρξεν η ευσεβεστάτη βασίλισσα Πουλχερία, σύζυγος δε αυτής ο ευλαβέστατος βασιλεύς Μαρκιανός. Η μακαρία Πουλχερία εγεννήθη εις Κωνσταντινούπολιν κατά το έτος 398. Από δε της νεαράς της ηλικίας διεκρίνετο δια την ωραιότητα της ψυχής και του σώματος, την ευγένειαν των τρόπων, την αντίληψιν του νοός, την σοφίαν της διανοίας, την σεμνότητα του ήθους, την αγαθότητα της καρδίας και εν γένει δια την όλην συμπεριφοράν αυτής και μάλιστα δια την παρθενικήν διαγωγήν της, διότι είχεν υποσχεθή η μακαρία εις τον Θεόν να φυλάξη παρθενίαν, την οποίαν και έως τέλους ετήρησεν. Εξεπαιδεύθη δε η μακαρία Πουλχερία εις τε την Ελληνικήν και την Λατινικήν γλώσσαν και εδιδάχθη πάσαν γνώσιν και σοφίαν της εποχής εκείνης, αλλά και οξυδέρκειαν απέκτησε και διοικητικάς ικανότητας εις ό,τι αφεώρα την διοίκησιν του Κράτους και προνοητικότητα και σύνεσιν, διό και από του έτους υιδ΄ (414), δεκαεξαέτις την ηλικίαν, ανέλαβε ουσιαστικώς την διακυβέρνησιν της αυτοκρατορίας και την ανατροφήν και μόρφωσιν του νεαρού βασιλέως αδελφού της Θεοδοσίου, απέκτησε δε τοσαύτην επιρροήν επ’ αυτού, ώστε, και οσάκις προέβαινεν εις δριμείας προς αυτόν παρατηρήσεις δια τυχόν παρεκτροπάς του, όχι μόνον ουδόλως αντέλεγεν εκείνος, αλλ’ έμενε σιωπηλός και έκυπτεν ενώπιόν της την κεφαλήν ως παιδίον ενώπιον του πατρός του.

Τη ΙΖ΄ (17ην) Φεβρουαρίου, εορτάζομεν την εύρεσιν των λειψάνων του Αγίου Μάρτυρος ΜΗΝΑ του Καλλικελάδου.

Μηνάς ο μακάριος Μάρτυς, ο επιλεγόμενος Καλλικέλαδος, εμαρτύρησε κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμίνου του βασιλεύσαντος κατά τα έτη τζ΄ - τια΄ (307-311). Κατά δε τους χρόνους Βασιλείου, του φιλοχρίστου βασιλέως, εφάνη εν μια νυκτί εις τινα άνθρωπον καλούμενον Φιλομμάτην, ο οποίος συνηριθμείτο εις την στρατιωτικήν σχολήν την επονομαζομένην των Ικανάτων και λέγει εις αυτόν, ότι αυτός είναι Μηνάς ο Καλλικέλαδος και ότι κρύπτεται υποκάτω εις την γην κατά το μέρος του αιγιαλού, όπου είναι η ακρόπολις· εδείκνυε δε δια του δακτύλου εις αυτόν και τον τόπον. Ο φιλόθεος Φιλομμάτης τότε εσηκώθη πολύ πρωϊ και εφανέρωσεν καταλεπτώς εις τον φίλον του Μαρκιανόν τον νουμέριον την οπτασίαν· εκείνος δε πάλιν φανερώνει ταύτην εις τον βασιλέα και παρευθύς εστάλησαν στρατιώται εις τον δηλωθέντα τόπον, οι οποίοι, σκάψαντες με ταχύτητα, εύρον σιδηράν θήκην, εντός της οποίας ήτο το λείψανον του Μάρτυρος, επ’ αυτής δε της θήκης εύρον εγκεχαραγμένα γράμματα, τα οποία εφανέρωναν τους χρόνους κατά τους οποίους ετοποθετήθη το άγιον λείψανον, ως και που να τεθή εις το εξής. Αριθμήσαντες δε τους χρόνους εύρον, ότι είχον παρέλθει από της εναποθέσεως της λειψανοθήκης τετρακόσια έτη· όθεν ηυχαρίστησεν όλον το πλήθος και εδόξασε τον Θεόν.

Τη ΙΖ΄ (17ην) Φεβρουαρίου, μνήμη της Αγίας ΜΑΡΙΑΜΝΗΣ, αδελφής του Αγίου Φιλίππου του Αποστόλου.

Μαριάμνη η μακαρία Μήτηρ ημών ήτο αδελφή του Αγίου ενδόξου Αποστόλου Φιλίππου του εκ των Δώδεκα Μαθητών και Αποστόλων του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Μετά δε την ένδοξον Αυτού Ανάληψιν, ο Άγιος Απόστολος Φίλιππος μετά της αδελφής του Μαριάμνης και του Αποστόλου Βαρθολομαίου μετέβησαν εις Ιεράπολιν την εν Φρυγία ευρισκομένην, ένθα, επειδή ο Απόστολος εκήρυξε το Ευαγγέλιον του Χριστού, οι εκεί ειδωλολάτραι τον εκρέμασαν ως και τον Βαρθολομαίον μετά της Μαριάμνης. Ότε δε έμελλε να αποθάνη, προσηυχήθη εις τον Θεόν και, ω του θαύματος! κατεχώσθη εις την γην ο ανθύπατος και άρχων ως και ο υποτεταγμένος εις αυτόν λαός, οι δε λοιποί, φοβηθέντες, παρεκάλουν τον Άγιον Βαρθολομαίον και την Αγίαν Μαριάμνην, ενώ ακόμη εκρέμαντο, ίνα μη και εκείνοι καταχωθώσιν. Ο δε Βαρθολομαίος πάλιν και η Μαριάμνη παρεκάλεσαν τον Άγιον Φίλιππον και όχι μόνον δεν τους κατέχωσεν εκείνους, αλλά και οι καταχωσθέντες διεσώθησαν, διότι δια της προσευχής του εξέβαλεν αυτούς από την γην, εκτός του ανθυπάτου και της γυναικός του, ονομαζομένης Εχίδνης. Ο Βαρθολομαίος και η Μαριάμνη ανεχώρησαν τότε από την Ιεράπολιν και ο μεν Βαρθολομαίος μετέβη εις τας Ινδίας και την Μεγάλην Αρμενίαν όπου σταυρωθείς ετελειώθη, η δε Μαριάμνη, ελθούσα εις την Λυκαονίαν, ένθα εκήρυξε τον λόγον του Θεού και αφού εβάπτισε πολλούς, εν ειρήνη ετελειώθη.

Τη ΙΖ΄ (17ην) Φεβρουαρίου, μνήμη του Αγίου Μεγαλομάρτυρος ΘΕΟΔΩΡΟΥ του Τήρωνος.

Θεόδωρος ο ένδοξος Άγιος Μάρτυς ήτο κατά τους χρόνους των βασιλέων της Ρώμης Διοκλητιανού και Μαξιμιανού των βασιλευσάντων κατά τα έτη σπδ΄- τε΄ (284-305), Μαξιμιανού Γαλερίου του εν τη ανατολή βασιλεύσαντος (τε΄ - τια΄ 305-311) και Μαξιμίνου του ανεψιού και διαδόχου του Γαλερίου, κατήγετο δε εκ της Αμασείας πόλεως της Καππαδοκίας, από το χωρίον Χουμιαλά. Κατ’ εκείνον τον καιρόν έστειλαν οι βασιλείς διαταγάς, ότι όποιος εκ των Χριστιανών αρνηθή το Χριστόν και πιστεύση εις τα είδωλα θα έχη μεγάλας τιμάς από τους βασιλείς· όστις δε αρνήται να θυσιάση εις τα είδωλα και μένει εις την πίστιν του, να θανατώνεται με τιμωρίας και βασάνους. Χριστιανοί δε τινες μετέβαινον φανερά και ωμολόγουν τον Χριστόν ως Θεόν αληθινόν, διο και απέθνησκον με πολλάς τιμωρίας. Άλλοι πάλιν ηρνούντο φεύ εκ του φόβου των βασάνων τον Χριστόν και εθυσίαζον εις τα είδωλα.