Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Σάββατο 18 Ιουλίου 2020

Τη ΙΗ΄ (19η) Ιουλίου, μνήμη του Οσίου Αββά ΔΙΟΚΛΕΟΥΣ.

Διοκλής ο Όσιος πατήρ, αφού εσπούδασε γραμματικήν και φιλοσοφίαν, εις τους εικοσιοκτώ χρόνους της ηλικίας του άφησεν όλα και έγινεν αναχωρητής, κλείσας εαυτόν εις εν σπήλαιον, εις το οποίον είχε ζήσει έως τότε, όπου τον είδε ο συγγραφεύς του Λαυσαϊκού Ηρακλείδης, όστις και γράφει ταύτα, χρόνους τριάκοντα πέντε. Προσθέτει δε ο αυτός Ηρακλείδης τα εξής: Ούτος ο μακάριος μας εδίδασκε λέγων· «Ένας νους εάν και μόνον αποχωρήση από τον καλόν συλλογισμόν, ήτοι από το να εννοή πως έχει να γίνη μετά θάνατον, άραγε σώζεται ή απόλλυται»; Θέλων δηλαδή με τούτο να είπη, ότι, εάν τις δεν έχη αυτήν την έννοιαν, πίπτει εν ευκολία εις τας κακάς ορέξεις. Έλεγε δε ακόμη, ότι η κακή όρεξις κάμνει τον άνθρωπον άλογον ζώον, ο δε θυμός τον κάμνει δαίμονα. Είπα και εγώ (λέγει ο Ηρακλείδης) εις τον Όσιον· «Πως είναι δυνατόν, πάτερ,  ο ανθρώπινος νους να ευρίσκεται πάντοτε εις τα θεία νοήματα»; Ο δε Όσιος απεκρίθη· «Καθώς συνηθίση ο άνθρωπος, είτε με καλά νοήματα είτε με κακούς συλλογισμούς, έτσι και πολιτεύεται».

Τη ΙΗ΄ (19η) Ιουλίου, μνήμη του εν Αγίοις πατρός ημών ΘΕΟΔΩΡΟΥ του κατά την Λαύραν του Αγίου Σάββα ασκήσαντος, έπειτα γεγονότος Αρχιεπισκόπου Εδέσσης· ου τον βίον έγραψεν ο Επίσκοπος Εμέσσης Βασίλειος.

Ανήρ τις από την Έδεσσαν, Συμεών ονόματι, έλαβε γυναίκα καλουμένην Μαρίαν και διήγον εναρέτως αμφότεροι. Δεν απέκτησαν δε άρρεν τέκνον, μόνον μίαν θυγατέρα, ήτις εγέννησεν εμέ τον Εμέσσης Επίσκοπον χρηματίσαντα. Μετέβαινον λοιπόν λυπούμενοι οι εμοί προπάτορες πολλάκις εις τον Ναόν του Κυρίου, δεόμενοι να τους δώση υιόν και να του τον αφιερώσουν εκ νεότητος. Και μίαν ημέραν, όπου ήτο το πρώτον Σάββατον των αγίων Νηστειών, απήλθε πάλιν η γυνή με τον άνδρα της εις τον Ναόν των Αγίων Αποστόλων, και εδέοντο του Θεού να τους δώση υιόν ως άνωθεν. Κατά την επομένην νύκτα είδον αμφότεροι εις το ενύπνιόν των τον Άγιον Θεόδωρον, και έλεγε ταύτα προς τον Μέγαν Παύλον· «Ιδού, μαθητά του Κυρίου, πως παρακαλεί αυτό το ζεύγος, να γεννήσουν υιόν· λοιπόν δος εις αυτούς την αίτησιν, συ όστις έχεις μεγάλην παρρησίαν προς Κύριον».

Τη ΙΗ΄ (19η) Ιουλίου, μνήμη της Οσίας Μητρός ημών ΜΑΚΡΙΝΗΣ, αδελφής του Μεγάλου Βασιλείου.

Μακρίνα η οσιωτάτη μήτηρ ημών ήτο μεγαλυτέρα αδελφή του Μεγάλου Βασιλείου, κεκοσμημένη δε ούσα με σωματικόν κάλλος και με γνώμην αγαθήν, ηρραβωνίσθη, πριν ή δε τελεσθή ο γάμος της απέθανεν ο ταύτην αρραβωνισθείς, ενώ εισέπραττε τους δημοσίους φόρους· η δε μακαρία Μακρίνα, καίτοι εζήτουν αυτήν άλλοι πολλοί εις γάμου κοινωνίαν, όμως δεν ηθέλησεν, αλλά προετίμησε μάλλον την χηρείαν και τα της χηρείας δεινά ή να δοκιμάση τας του γάμου τέρψεις και ηδονάς. Όθεν αποσπασθείσα πάσης κοσμικής συναναστροφής διέμενε μετά της μητρός της και κατεγίνετο εις την ανάγνωσιν και μελέτην των θείων Γραφών· πρωτότοκος δε ούσα, και επέχουσα θέσιν δευτέρας μητρός επί των εννέα άλλων αδελφών της, ανέτρεφε και επαίδευεν αυτούς. Οσίως λοιπόν και ασκητικώς διανύσασα την ζωήν της και μετά του αδελφού της θείου Γρηγορίου του Νύσσης συμφιλοσοφήσασα περί ψυχής εις αυτάς τας τελευταίας της αναπνοάς, απήλθε προς Κύριον.


Ο κατά πλάτος Βίος και πολιτεία της Οσίας μητρός ημών ΜΑΚΡΙΝΗΣ, αδελφής του Μεγάλου Βασιλείου, ασκησάσης κατά το τξ΄ (360) έτος από Χριστού, συγγραφείς υπό του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης του αυταδέλφου αυτής και αποσταλείς προς Πλύμπιον Μοναχόν· ήδη δε μεταφρασθείς εις το απλούν παρά Νικοδήμου Αγιορείτου:

Τη ΙΘ΄ (19η) Ιουλίου, μνήμη του Οσίου πατρός ημών ΔΙΟΥ.

Δίος ο Όσιος πατήρ ημών ήκμασε κατά τους χρόνους του Μεγάλου Θεοδοσίου, εν έτει τοθ΄ (379), καταγόμενος εξ Αντιοχείας της Συρίας· μεταχειρισθείς δε πολλήν άσκησιν και φθάσας εις υψηλόν βαθμόν αρετής, μετέβη εις Κωνσταντινούπολιν, παρακινηθείς δια θείας αποκαλύψεως. Φθάσας δε εις τον τόπον ένθα ευρίσκεται το Μοναστήριον, το οποίον αυτός ο ίδιος έκτισε, και καθαρίσας αυτόν, ενέπηξεν εκεί την ξηράν και άνικμον ράβδον του και, ω του θαύματος! Ευθύς ερριζώθη δια της επικλήσεως της Αγίας Τριάδος και έγινε μέγα δένδρον, το οποίον μέχρι της σήμερον δίδει τους καρπούς του τελείους. Τούτου του Οσίου την φήμην ακούσας και ο βασιλεύς Θεοδόσιος ήλθεν ο ίδιος προς αυτόν, επειδή δεν ήτο δυνατόν να μείνη εντελώς κεκαλυμμένη η μεγάλη αυτού αρετή· θαυμάσας δε ο βασιλεύς τον Όσιον, έδωκεν εις αυτόν αρκετά χρήματα, με τα οποία συνέστησε το Μοναστήριόν του.