(Κασσιόπη· κωμόπολις παράλιος της νήσου Κερκύρας εις τα βορειοανατολικά αυτής).
Το της Υπεραγίας Θεοτόκου υπερφυές τούτο θαύμα ετελέσθη ηγεμονεύοντος εις Κέρκυραν του Σίμωνος Λειόνος Μπαΐλου εν έτει αφλ΄ (1530) μετά Χριστόν. Κατά την εποχήν εκείνην νέος τις ονόματι Στέφανος επέστρεφεν εκ της πόλεως εις το χωρίον του, αφού ετελείωσεν υπόθεσίν του. Καθ’ οδόν συνηντήθη μετ’ άλλων οδοιπόρων μεθ’ ων συνεβάδιζεν. Ως δε απεμακρύνθησαν από της πόλεως, συνήντησαν νέους τινάς, οίτινες επέστρεφον από τον μύλον φέροντες άλευρα. Οι δε συνοδοιπόροι του Στεφάνου, επειδή ήσαν πονηροί και κακόγνωμοι, είπον προς αλλήλους· «Τι μας εμποδίζει να πάρωμεν τα άλευρά των και να τα διαμοιράσωμεν μεταξύ μας; Ουδείς μας βλέπει». Αλλ’ ο Στέφανος, ως δίκαιος, ευθύς ως ήκουσε ταύτα, με πολλάς νουθεσίας προσεπάθει όσον ηδύνατο να τους εμποδίση, λέγων εις αυτούς, ότι τούτο το οποίον μηχανεύονται είναι πράγμα θηριώδες και ότι, αν πράξουν τούτο, δεν θα διαφύγουν την δικαίαν τιμωρίαν, ως λησταί και κακοποιοί. Εκείνοι δε, ως ασπίδες, κλείοντες τα ώτα των, δεν ήκουσαν την συμβουλήν, μάλιστα δε παρεκίνουν και τον Στέφανον να συνεργασθή και αυτός εις την ληστείαν· αλλ’ αυτός ουδόλως εδέχετο να συγκατανεύση. Αυτοί δε, αφού έδειραν τους νέους, ήρπασαν από τούτους τα άλευρα και μετέβησαν εις τας οικίας των μετά των αλεύρων, χαίροντες. Ότε δε οι νέοι εκείνοι επέστρεψαν εις τους οίκους των κενοί και κλαίοντες, είπον εις τους συγγενείς των τα συμβάντα, ούτοι δε, ερευνήσαντες επιμελώς, έμαθον ποίοι ήσαν οι λησταί και ανέφερον εις τον ηγεμόνα τα γενόμενα.