Σαν πίδακες
ζωντανού νερού ξεπηδούν μέσα από τα γεγονότα της ιστορίας του Θεού, που έγιναν
γιορτές της Εκκλησίας, οι αλήθειες, που λυτρώνουν και δροσίζουν την ψυχή μας.
Φθάνει εμείς να σκύψουμε με την αγωνία της σωτηρίας και να σκάψουμε με τη
λαχτάρα του ουρανού μέσα στην ιστορία τους, να γονατίσουμε μπροστά τους με
ανοιχτό το Ευαγγέλιο και να τα γιορτάσουμε με το Πνεύμα το Άγιο μέσα στην
Εκκλησία. Κι ο Θεός, που ήλθε στην ιστορία μας και μπήκε στη ζωή μας, μας
ελκύει στην ιστορία Του και μας ενώνει με τη ζωή Του, με μια θεία δύναμη μας
εντάσσει μέσα στο σωτήριο σχέδιό Του. Μια τέτοια φλέβα χαρίτων είναι η γιορτή
της Υπαπαντής, με την οποία τιμούμε τη Θεομήτορα, αλλά και τον Δεσπότη· την
Παναγία Μητέρα, που προσάγει στο ναό τον Ιησού, σαραντάμερο βρέφος και τον
Θεάνθρωπο Κύριό μας, που προσφέρεται στον Θεό ως πρωτότοκος. Μας παρασύρει
συνήθως η πρώτη όψη της γιορτής, η εικόνα της Θεοτόκου, που κρατώντας στην
αγκαλιά Της τον Ιησού μπαίνει στο ναό – καθώς ανταποκρίνεται στο πολύ γνωστό
μας ανθρώπινο και συγκινητικό γεγονός του σαραντισμού — και καλύπτει αυτή όλη
τη γιορτή. Αλλά ο σαραντισμός της Θεοτόκου είναι εντελώς τυπικός, εφόσον η
παρθένος Μαρία δεν έχει ανάγκη από καθαρισμό. Αποτελεί, βέβαια, οπωσδήποτε
γεγονός σωτηρίας και λόγω εορτής, για μας ότι «νηπιάζει ο Παλαιός των ημερών
και καθαρσίων κοινωνεί ο καθαρώτατος Θεός», διότι έτσι πιστοποιεί ότι έγινε
άνθρωπος για χάρη μας και πήρε πάνω Του την ανθρώπινη φύση, για να τη λυτρώσει.
Μέσα όμως από τα σπλάγχνα της γιορτής, από την ουσία της κι όχι από τον τύπο
της, ξεπηδά ένα άλλο εξίσου μεγάλο και συνάμα ιδιαίτερο, για τη γιορτή και
μοναδικό σ΄ αυτήν μήνυμα: Η αφιέρωση.
Α. Πρός τό σκάμμα.
Πρόμαχος τῆς Ὀρθοδοξίας, πού ἀκολούθησε τά ἴχνη τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου καί ἐφάμιλλος τοῦ ἱεροῦ Φωτίου, ἀναδείχθηκε ὁ μακάριος αὐτός ἐπίσκοπος τῆς Ἐφέσου, ὁ περιώνυμος μεταξύ τῶν ὀρθοδόξων μαχητῶν, ὁ Μάρκος ὁ Εὐγενικός. Χάρη στή θερμή του πίστη, τήν ἄτεγκτη ἐπιμονή του στήν Ὀρθόδοξη γραμμή καί τήν ἄφθαστη ἀνδρεία του, κατόρθωσε νά κράτησει τήν Ὀρθοδοξία ἀδούλωτη ἀπέναντι στούς κινδύνους πού τήν ἀπείλησαν νά ὑποδουλωθεῖ στήν παπική Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἀναγκάσθηκε νά ἀναγνωρίσει τίς πλάνες, στίς ὁποῖες ὑπέπεσε μετά τό χωρισμό της ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολική Ἐκκλησία. Ἄς μελετήσουμε τήν πατερική αὐτή μορφή, πού στάθηκε βράχος ἀσάλευτος καί ἀμετακίνητος ἐμμονῆς στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση.
Βρισκόμαστε στό τέλος τοῦ 14ου αἰῶνος. Τά πράγματα γύρω ἀπό τήν περίφημη Βυζαντινή αὐτοκρατορία, πού ἐπί χίλια ἔτη ἐξέπεμπε πλούσιο φῶς πολιτισμοῦ καί χριστιανικής ζωῆς σέ ὅλα τά σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα, δέν εἶναι καθόλου εὐχάριστα. Οἱ Τοῦρκοι τοῦ Μουράτ τοῦ Β΄ τήν ἐπιβουλεύονται ἀπό παντοῦ. Ὁλόκληρα τμήματά της τά ἀποσποῦν βίαια ἀπό τόν κορμό της καί τήν ἐξασθενίζουν συνεχῶς.
Μοιάζει μέ ἕνα μεγάλο ἀσθενῆ, πού ἔχει ἄμεση ἀνάγκη βοηθείας καί ἐνισχύσεως. Καί σάν νά μή ἔφθαναν οἱ κίνδυνοι αὐτοί, προστίθεται καί ἔνας ἄλλος ἀπρόσκλητος ἐχθρός. Εἶναι ὁ παπισμός· ἡ παπική Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἐκμεταλλεύεται κάθε εὐκαιρία προκειμένου νά ὑποτάξει καί ὑποδούλωση, τήν Ὀρθοδοξία καί ἐπεκτείνει, τήν κυριαρχία της καί στήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή.
Αὐτοκράτωρ στό θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως εἶναι ὁ Ἰωάννης ὁ Παλαιολόγος. Ἀπό τήν ὑψηλή σκοπιά τοῦ θρόνου τοῦ παρακολουθεῖ τά πράγματα τῆς αὐτοκρατορίας καί τά βρίσκει ἐξαιρετικά δύσκολα. Χρειάζεται ἄμεση βοήθεια. Ποῦ θά τήν βρεῖ ὅμως; Πουθενά δέν βλέπει νά ροδίζει ἡ αὐγή τῆς ἐλπίδος. Μία μόνο ἔχει ἀκόμη ἐλπίδα. Νά ἀπευθυνθεῖ στήν παπική Ἐκκλησία καί νά ζήτησει ἀπό αὐτήν ἐνίσχυση. Ἔχει αὐτή δύναμη καί ἐπιρροή. Ἔχει κατορθώσει νά ἐπηρεάζει βασιλεῖς καί αὐτοκράτορες τῆς Δύσεως. Μπορεῖ νά βοηθήσει ἀποτελεσματικῶς. Καί κατά τήν περίοδο ἐκείνη, συγκεκριμένα τό ἔτος 1438, εἶχε συγκροτήσει Σύνοδο, πού τήν ὀνόμασε Οἰκουμενική, στήν Φερράρα τῆς Ἰταλίας. Εὐκαιρία λοιπόν γιά τόν αὐτοκράτορα νά ἔλθει σέ συνεννοήσεις καί νά ζητήσει τήν πολυπόθητη βοήθεια. Ἀποφασίζει νά ἔλθει ἐκεῖ αὐτοπροσώπως μαζί μέ τούς ἀρχιερεῖς πού διέθεταν περισσότερο κύρος, μέ ἐπί κεφαλῆς τόν πατριάρχη Ἰωσήφ. Θά συζητήσουν ἐκεῖ, θά τούς θέσουν ὑπόψη τά σοβαρά ζητήματα πού τούς ἀπασχολοῦν θά ἀποσπάσουν ὁπωσδήποτε βοήθεια. Μαζί μέ τήν ὁμάδα τῶν ἐπισκόπων καί ὁ σπουδαῖος καί σταθερότατος Μάρκος, τό καύχημα τῆς Ὀρθοδοξιας, ὁ πρόεδρος τῆς μεγάλης Ἐφέσου, ὁ ἡρωικός της ἐπίσκοπος. Πρίν ὅμως παρακολουθήσουμε τήν τύχη τῆς ὑπό τόν Αὐτοκράτορα καί τόν Πατριάρχη ἐπιτροπῆς τῶν Ὀρθοδόξων, ἅς δοῦμε σέ λίγες γραμμές ποιός ἦταν ὁ ὀνομαστός ἐπίσκοπός της Ἐφέσου, πού γύρω ἀπό τό πρόσωπό του θά διεξαχθεῖ ὁ μέγας ἀγών τῆς Ὀρθοδοξιας κατά τοῦ Παπισμοῦ καί θά κράτησει, ἕνας καί μόνος αὐτός, τήν Πίστη τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας ἀδούλωτη.
Στήν Κωνσταντινούπολη γεννήθηκε ὁ Μάρκος τό 1392. Μανουήλ ἦταν τό βαπτιστικό του ὄνομα. Διάκονος ἦταν ὁ πατήρ του. Καί διδάσκαλος συγχρόνως. Κόρη ἰατροῦ ἡ μητέρα του. Ἐπιμελεια καί φροντίδα πολλή ἐπέδειξαν ἀμφότεροι στήν χριστιανική καί ἠθική διαπαιδαγώγηση τοῦ υἱοῦ τους. Ἀλλά καί τήν γραμματική του μόρφωση δέν παραμέλησαν. Τόν ἤθελαν πιστό Χριοτιανό, ἀλλά καί ἱκανό νά προσφέρι ὅ,τι θά μποροῦσε στούς γύρω του. Ὁ νέος ἀνταποκρίθηκε πλήρως στίς προσδοκίες τῶν εὐσεβῶν γονέων του. Καί μόρφωση ἱκανή ἔλαβε, ἀφοῦ ὁ Θεός τόν εἶχε προικίσει μέ σπουδαία διάνοια, ἀλλά καί πνευματικῶς καί χριστιανικῶς μορφώθηκε ἄριστα. Ἀπό τό ἐφηβικά τοῦ χρόνια παρουσίασε δείγματα ὥριμου ἀνθρώπου, σπουδαίου νέου. Οἱ πρῶτες του ἀσχολίες μετά τήν ἐγκύκλια μόρφωση τοῦ ἦταν ὅπως καί τοῦ πατέρα του. Διδάσκαλος ἔγινε· καί στούς μαθητές τοῦ μετέδιδε τά ἑλληνικά γράμματα, ἀλλά καί τά χριστιανικά ρήματα. Καί οἰκοδομοῦσε ὁ νέος· καί γινόταν παράδειγμα σέ μικρούς καί μεγάλους σταθερότητος καί πνευματικῆς προκοπῆς.