Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2017

ΕΓΚΩΜΙΟΝ Επί τη ευρέσει της τιμίας κεφαλής του Προδρόμου.

«Εκ σπέρματος όφεως», λέγει ο Ησαϊας, «εξελεύσεται έκγονα ασπίδων, και τα έκγονα αυτών εξελεύσονται όφεις πετάμενοι» (Ησαϊα ιδ:29). Τούτο σημαίνει, ότι από τον όφιν γεννώνται αι ασπίδες και τα γεννήματα αυτών γίνονται όφεις πτερωτοί, αληθής δε βεβαίως ο λόγος του Προφήτου. Ιδού το παράδειγμα ολοφάνερον. Πόθεν γεννάται ο Ηρώδης ούτος, όστις έρριψεν εις την φυλακήν τον Ιωάννην, τέλος δε τον εθανάτωσεν; Από τον πρώτον και τρομερόν εκείνον όφιν, όστις εθανάτωσε τας δεκατέσσαρας χιλιάδας των βρεφών, από τον πρώτον δηλαδή και μέγαν Ηρώδην. Από τον όφιν εκείνον γεννώνται ο Αριστόβουλος και ο Φίλιππος, ως και οι άλλοι όφεις· από το σπέρμα του όφεως εκείνου γεννάται και η θυγάτηρ του Αριστοβούλου Ηρωδιάς. Όφις φαρμακερός ο πρώτος Ηρώδης εναντίον της ανθρωπίνης φύσεως, όφις τοιούτος και ο δεύτερος Ηρώδης, ο υιός του· ιδού και η ασπίδα, η Ηρωδιάς. Θέλεις να ίδης και το θυγάτριον αυτής όμοιον της ασπίδος; Ιδού αυτό, της ασπίδος το γέννημα, πως πετά έμπροσθεν του Ηρώδου, και με το πέταγμα και στριφογύρισμα εκείνο ανοίγοντας το στόμα των, τόσον ο όφις, όσον και η ασπίς και το γέννημα αυτής, κόπτουσι την Κεφαλήν του Ιωάννου. Ω πονηρός όφις! Ω θανατηφόροι ασπίδες! Εις ποίαν φωτοφόρον Κεφαλήν τολμούν να βάλουν τους οδόντας των οι δείλαιοι! Ω! ποίον ακτινοφεγγοβόλον Λύχνον αποτολμούν να σβύσουν. Σβύνουν τον Λύχνον τον φωταυγή, δια να μη θεωρή ο Κόσμος τας κακίας των. Βγάζουν το φως από το μέσον, δια να μη θεωρούνται από τους άλλους αι μοιχείαι των. Βγάζουν την Φωνήν του Λόγου από το μέσον, δια να μη κηρύττη τας παρανομίας των. Όμως τον Λύχνον του Φωτός τον εστερήθησαν εκείνοι καταβάντες εις τον Άδην και όχι ο Κόσμος όλος. Πάλιν είναι Λύχνος του Φωτός, Πρόδρομος του Ηλίου και Φωνή του Λόγου και πάλιν ούτω λέγεται. Διότι που δεν λάμπει; Που δεν ακτινοβολεί; Που δεν κηρύττει ως Φωνή του Υιού και Λόγου του Θεού; Δεν γεννάται από δικαίους δίκαιος, από τον Ζαχαρίαν και την Ελισάβετ; Δεν είναι εκ κοιλίας Μητρός αυτού αγιασμός; Δεν επέρασεν εις την έρημον, όχι απλώς ανθρωπίνην, αλλά σχεδόν Αγγελικήν ζωήν; Δεν ήπλωσε τας χείρας του εις την Κορυφήν του παντός του Κόσμου Δεσπότου και Ποιητού και Πλάστου; Πως λοιπόν ημπορεί τις ποτέ να μου ειπή, ότι δεν συμμετέσχε μιας παντοτεινής ζωής και αιωνίου θεϊκής λάμψεως; Διότι «Υιός δίκαιος», λέγει ο Σολομών, «γεννάται εις ζωήν» (Παρ. ια: 19), διότι γίνεται μιμητής Αγγελικής ζωής, γεννάται εις ζωήν, επειδή αξιώνεται να γίνη Βαπτιστής της Αυτοζωής και να λάβη μέρος απ’ εκείνην την Αυτοζωήν. Λάμπει παντοτεινά ως Πρόδρομος του νοητού Ηλίου, διότι απλώνοντας εις τον νοητόν εκείνον Ήλιον, δίδει προς αυτόν δια παντός τας ηλιοθεοσταλάκτους ακτίνας του ο νοητός εκείνος Ήλιος. Ω! πόσον θεοφεγγοβολεί και ας ενόμιζεν ο ληρώδης ότι τον έσβησεν. Ω! πόσην έλαβεν χάριν από τον Χριστόν, ώστε να καταστή άξιος δια τας αρετάς του να γίνη Βαπτιστής Του! Τις να επαινέση κατ’ αξίαν τον Βαπτιστήν; Τις να πλέξη εγκώμιον αρμόδιον εις τον Πρόδρομον; Εάν ο Χριστός μεταξύ των γεννηθέντων εκ γυναικών μείζονα τον μαρτυρή, τις άλλος ημπορεί περισσότερον; Ώστε, όχι δια να τον ανυψώσωμεν περισσότερον, αλλά δια να μη μας κρίνωσιν οι ανευλαβείς ομιλούντες περί τούτου, θέλομεν αποδείξει τον Ιωάννην πρώτον Φωνήν και Στόμα του Χριστού και δεύτερον, μετά την αποτομήν της Τιμίας του Κεφαλής, επαινετόν και υπερθαύμαστον όχι μόνον από τους φίλους, αλλά και από τους εχθρούς του Χριστού. Ιδού λοιπόν, ότι από το πρώτον αρχόμεθα. Θέλων ο Μέγας και ουράνιος Θεός να φανερώση λεπτομερώς εις πόσην ασύγκριτον αγάπην και τιμήν έχει όλους εκείνους, οι οποίοι δια πολλών κόπων και πόνων και ιδρώτων, δια παντός αγωνιζόμενοι, εξάγουσι τον αμαρτωλόν από το στόμα του Άδου, λέγει δια του Προφήτου Ιερεμίου: Όποιος βγάλη τίμιον άνθρωπον από το ανάξιον στόμα του διαβόλου, θέλει τον κρίνει και τον έχει ωσάν το ιδικόν Του Στόμα. «Εάν εξαγάγης τίμιον από αναξίου, ως το στόμα μου έση» (Ιερ. ιε: 19). Ω έπαινος από τον Θεόν εις εκείνους, όπου δια την σωτηρίαν του ανθρώπου εναντίον του διαβόλου ανδρείως ηγωνίσθησαν. Ούτος του Θεού ο έπαινος εις Προφήτας και Αποστόλους και Αρχιερείς και Διδασκάλους, οι οποίοι όχι ένα και μόνον τίμιον, αλλά μυρίους και αναριθμήτους, μάλιστα με πολλούς ιδρώτας, από το βέβηλον και ανάξιον στόμα του διαβόλου εξέβαλον! Κατ’ εξοχήν όμως ο έπαινος ούτος αρμόζει εις τον Ιωάννην τον Πρόδρομον. Διότι, εάν είναι φωνή του Υιού του Θεού, καθώς θέλει φανή, φανερόν είναι ότι εις αυτόν αρμόζει εξαιρετικώς να λέγεται και στόμα Αυτού. «Φωνή Κυρίου επί των υδάτων» (Ψαλμ. κη: 3), λέγει ο Δαυϊδ. Και πάλιν ο αυτός· «Φωνή Κυρίου συσσείοντος έρημον, συσσείσει Κύριος την έρημον Κάδης. Φωνή Κυρίου καταρτιζομένη ελάφους» (Ψαλμ. κη: 8-9). Ποία είναι η φωνή αύτη, την οποίαν εννοεί ο Δαυϊδ, όταν λέγη επάνω των υδάτων, όπου καταρτίζει τας ελάφους, όπου σείει την έρημον; Ενθυμήσου την απόκρισιν εκείνην, ήτις εδόθη από τον Ιωάννην εις τους Φαρισαίους ιερείς και λευϊτας, όταν ηρωτάτο από αυτούς ποίος είναι. Μήπως είσαι συ, του έλεγαν, ο Ηλίας; Μήπως είσαι συ ο Προφήτης, ο Μεσσίας; Όχι, τους λέγει, μήτε ο Ηλίας είμαι, αλλά μήτε ο Προφήτης. Και λοιπόν, τι λέγεις περί σεαυτού; Ειπέ μας ποίος είσαι; Και ποίαν τάχα απόκρισιν, τέλος πάντων, έδωκεν εις εκείνους: «Εγώ, φωνή βοώντος εν τη ερήμω» (Ιωάν.  α: 23). Εγώ είμαι η Φωνή του Βοώντος, η Φωνή του Λόγου, η Φωνή του Κυρίου, του Υιού του Θεού, του Ιησού Χριστού. Ακούεις τον Ιωάννην πως ο ίδιος μαρτυρεί τον εαυτόν του; Φωνήν του Κυρίου, του Ιησού Χριστού. Εάν λοιπόν είναι Φωνή του Υιού του Θεού, πως δεν επιβάλλεται κατ’ ανάγκην και δεν αρμόζει κατ’ εξοχήν να λέγεται και Στόμα Αυτού; Η φωνή στόματος, βέβαια, λέγεται φωνή. Αύτη είναι η Φωνή του Κυρίου όπου λέγει ο Δαυϊδ. Ο Ιωάννης δηλαδή· που; Επί των υδάτων του ποταμού Ιορδάνου· διατί; Δια να ετοιμάση προς τον Κύριον με την διδασκαλίαν και νουθεσίαν του πολύν λαόν ευτρεπισμένον. «Ετοιμάσαι Κυρίω λαόν κατεσκευασμένον» (Λουκ. α: 17). Και τι λέγει προς τον λαόν η Φωνή αύτη; «Μετανοείτε· ήγγικε γαρ η Βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. γ: 2). Ω φωνή του Κυρίου, ω πως συμπεραίνεται, ότι προς αυτόν κυρίως κατ’ απόλυτον εξαίρεσιν αρμόζει να λέγηται και Στόμα του Χριστού, όπως Φωνή Αυτού ονομάζεται. Πόσους τιμίους ανθρώπους να εξήγαγεν άραγε από το ανάξιον στόμα του διαβόλου; Πόσας ελάφους, δηλαδή ψυχάς, αι οποίαι ποθούσι τόσον τα υψηλά, τας αειρρόους του ουρανού κρήνας, όσον αι έλαφοι τας πηγάς των υδάτων; Πόσους καταρτίσας κατευθύνει και οδηγεί προς την ουράνιον οδόν; Δεν έχουσιν αριθμόν· είναι αναρίθμητοι. Φωνή Κυρίου συσσείοντος έρημον. Τόσον ήτο η Φωνή αύτη ουράνιος. Τόσον εστάθη, λέγω, ο Ιωάννης εις το ύψος της αρετής και της Αγιότητος, ώστε η έρημος εκείνη ωνομάσθη Κάδης, δηλαδή Αγία. Διότι άπειρον πλήθος λαού συνέτρεχον εκεί, προς τον Ιωάννην, δια την Αγιότητά του, συσσεισμόν της ερήμου εννοών ο Δαυϊδ όχι τι άλλο, παρά μόνον την απειροπληθή προς τον Ιωάννην του λαού προσέλευσιν. «Τότε εξεπορεύετο προς αυτόν Ιεροσόλυμα και πάσα η Ιουδαία και πάσα η περίχωρος του Ιορδάνου και εβαπτίζοντο εν τω Ιορδάνη υπ’ αυτού, εξομολογούμενοι τας αμαρτίας αυτών» (Ματθ. γ: 5-6). Ω ασύγκριτος του Ιωάννου αρετή και Αγιότης! Αν είναι Φωνή του Κυρίου, τις ημπορεί να συγκρίνη τοιαύτην του Κυρίου Φωνήν; Φωνή λοιπόν του Κυρίου εστίν ο Ιωάννης. «Αύτη ουν η Φωνή επί των υδάτων των εν τω Ιορδάνη, εν ω εβάπτιζε, κηρύσσων το της μετανοίας Βάπτισμα». Ο μέγας της Εκκλησίας στύλος, ο ουρανοφάντωρ Βασίλειος, εις την ερμηνείαν του κη΄ (28) Ψαλμού λέγει πάλιν· «Την έρημον ουν εκείνην συνέσσεισεν η Φωνή αύτη του Κυρίου τη επιδημία των πανταχόθεν λαών, ήτις δια το μετανοείν τους προσερχομένους προσηγόρευται έρημος Αγία». Αφού λοιπόν Φωνή του Υιού του Θεού ο Ιωάννης λέγεται, άρα και Στόμα Αυτού, εξ ανάγκης, συνάγεται. Ο Ιωάννης μόνος μαρτυρεί τον εαυτόν του Φωνήν του Χριστού· λοιπόν, αξίζει η μαρτυρία του; Ποίος μαρτυρεί τον εαυτόν του ενάρετον και μάλιστα Φωνήν του Χριστού; Άλλοι πρέπει να είναι οι μάρτυρες και άλλος ο μαρτυρούμενς. Ούτως, αι αρεταί του γίνονται μάρτυρες και βεβαιωταί δι’ αυτόν και βεβαιώνουσι τον λόγον όπου είπεν· ότι δηλαδή είναι Φωνή του Χριστού και κατ’ ανάγκην και Στόμα Αυτού, μάλιστα και ο ίδιος ο Χριστός γίνεται μάρτυς αυτού. Και ιδού. Εις πάνδημον της Καισαρείας συνάθροισιν ο Ηρώδης, όστις τον Λύχνον τούτον του Ηλίου ενόμισεν ότι έσβυσεν, ενδεδυμένος με βασιλικήν πορφύραν και καθήμενος εις θρόνον, ωμίλει και εδημηγόρει μεγαλοφώνως εις όλον εκείνον τον λαόν. Ακούοντες δε εκείνοι τον επήνουν λέγοντες προς αυτόν, ότι η φωνή του δεν είναι ανθρωπινή, αλλά Θεού φωνή. Ο Ηρώδης ακούων τοιούτον έπαινον δια τον εαυτόν του εχαίρετο καθ’ υπερβολήν και με χαράν μεγάλην εδέχετο τον λόγον. Παρευθύς όμως ωργίσθη κατ’ αυτού ο Θεός και έξαφνα κατέρχεται ουρανόθεν Άγγελος και ραπίζει τον Ηρώδην με ράπισμα τρομερώτατον. Ούτος δε γίνεται αμέσως σκωληκόβρωτος και παραδίδει την ψυχήν του εις τον άδην. «Ο δε δήμος επεφώνει, Θεού φωνή και ουκ ανθρώπου, παραχρήμα δε επάταξεν αυτόν Άγγελος Κυρίου ανθ’ ων ουκ έδωκε την δόξαν τω Θεώ και γενόμενος σκωληκόβρωτος εξέψυχεν» (Πράξ. ιβ: 22). Ο Ηρώδης λοιπόν, όστις δεν είπε μόνος του, δια τον εαυτόν του, ότι η φωνή του είναι φωνή Θεού, αλλά επειδή ήκουσε τούτο από άλλους και το εδέχθη, κατάντησε σκωληκόβτωτος. Ο δε Ιωάννης μόνος του λέγει τον εαυτόν του Φωνήν του Θεού· και όχι μόνον δεν λαμβάνει καμμίαν τιμωρίαν, αλλ’ απολαμβάνει παρά Χριστού τιμήν και δόξαν ασύγκριτον. Διότι ολίγη δόξα είναι δια τον Ιωάννην να τον θελήση, να τον αγαπήση με την υπερβάλλουσαν αγάπην του και να τον κάμη Βαπτιστήν του Αυτός ο Θεός; Μήπως δεν εδέχθη τας χείρας του Προδρόμου Ιωάννου εις την θείαν του Κορυφήν; Μήπως δεν του εδείχθη παρά του Κυρίου το Πνεύμα το Άγιον, κατερχόμενον ουρανόθεν, ωσεί περιστερά; Ή μήπως δεν τον ηξίωσε να ακούση και την Φωνήν του ιδίου Του Πατρός; Τούτο δεν ήτο απλώς δόξς, τούτο δεν ήτο απλώς τιμή, αλλά έργον θελήσεως του Θεού, δια την άκραν αρετήν και αγιότητα του Ιωάννου, τον οποίον όχι μόνον νους ανθρώπινος, αλλ’ ούτε Αγγελικός δύναται να συγκρίνη ποτέ κατ’ αξίαν. Ώστε, εάν τοιαύτην αγάπην, δόξαν και τιμήν έδειξεν ο Χριστός εις τον Ιωάννην και μάλιστα αφ’ ότου ωνόμασε τον εαυτόν του Φωνήν Θεού, ακολουθεί και συνάγεται αναγκαίως, ότι ο ίδιος ο Χριστός και τα Τρία της Παναγίας Τριάδος Πρόσωπα έγιναν μάρτυρες και εβεβαίωσαν μαρτυρούντες τον λόγον του Ιωάννου αληθέστατον· ότι δηλαδή είναι Φωνή Θεού και βέβαια και Στόμα Αυτού, όπως η φωνή είναι φωνή στόματος. Άλλαι δάφναι ουράνιοι και φοίνικες άφθαρτοι εις χείρας του Ιωάννου, άλλος ούτος στέφανος θεόπλεκτος εις την Αγίαν Κεφαλήν του Ιωάννου, το να βεβαιούν τα Τρία της Τριάδος Πρόσωπα εκείνο που ο Ιωάννης είπε δι’ εαυτόν. Ω Κεφαλή με στέφανον αμάραντον δια παντός στεφανωμένη! Αν εσυγχωρείτο εις τους Αγίους να καυχώνται δια τους ουρανίους φοίνικας, οίτινες, δια τας αρετάς των, εις την Κορυφήν των αναβλαστάνουσι και δια παντός ανθούσιν, άλλος δεν θα είχε να καυχηθή δι’ όσα θα εκαυχάτο ο Πρόδρομος Ιωάννης. Και διατί να μη του συγχωρείται όταν η καύχησίς του γίνεται με θείον ζήλον και αγάπην; Δεν έλεγεν ο θείος Παύλος «εμοί δε μη γένοιτο καυχάσθαι, ει μη εν τω Σταυρώ του Κυρίου»; (Γαλ. στ: 14). Εάν ο Απόστολος Παύλος εκαυχάτο εν τω Σταυρώ του Κυρίου, διατί να μη καυχάται ο Ιωάννης εν τω Βαπτίσματι του Κυρίου; Δύναται λοιπόν και ο Πρόδρομος Ιωάννης να λέγη ανεμποδίστως, και δι’ αιτίαν μάλιστα ασύγκριτον, μη γένοιτό μοι καυχάσθαι ειμή εν τω Βαπτίσματι του Κυρίου· ειμή εν τω απλώσαι με τας χείρας εις την Κορυφήν του Δεσπότου και Θεού μου. Ειμή διότι είδον το Πνεύμα το Άγιον, ωσεί περιστεράν, καταβαίνον επ’ Αυτόν· ει μη διότι ήκουσα την φωνήν του Ανάρχου Θεού και Πατρός μαρτυρούσαν αυτόν Υιόν αγαπητόν. Ω, με πόσον δίκαιον και με πόσην χαράν ημπορεί πάντοτε να καυχάται δια την αλήθειαν ταύτην! Και αν η αλήθεια λάμπη, πως είναι δυνατόν να μη φαίνωνται αι λάμψεις και αι ακτίνες της; Τόσον δε αι λαμπεραί ακτίνες της θείας Χάριτος εφώτισαν τον Ιωάννην, ώστε όχι μόνον προ της Αποτομής της θείας του Κεφαλής, ότε, ως άλλος μαγνήτης έλκων τον σίδηρον, προσείλκυεν εις την Έρημον του Ιορδάνου τους Εβραίους όλης της Παλαιστίνης, αλλά και μετ’ αυτήν, από το πλήθος των αρετών αυτού εκείνοι κινούμενοι, δεν έπαυσαν να τον θαυμάζουν και να τον επαινούν, επί πλέον δε να διηγούνται ότι δια την αγάπην του προς τον Ιωάννην ο Θεός, οργισθείς κατά του Ηρώδου, θαυματουργών ηφάνισε το μέγα αυτού στράτευμα. Και ήτο θαύμα αναντίρρητον να βλέπη τις τους Εβραίους, οίτινες τόσον εμίσουν, όχι μόνον τον Χριστόν, αλλά και τους φίλους του Αποστόλους, όχι μόνον να μη δεικνύουν μίσος εις τον Ιωάννην, όστις πρώτος φίλος του Χριστού ήτο και ανώτερος των φίλων Εκείνου, αλλά μετά την Αποτομήν της Σεπτής του Κεφαλής και μέχρι σήμερον θαυμάζουν τον Ιωάννην δια την αρετήν του, από δε τους τα ιστορικά των βιβλία συγγράψαντας, φίλος του Θεού θαυμαστός ονομάζεται. Ποίος λοιπόν είναι ούτος, δια τον οποίον τόσον υπερβολικήν ευλάβειαν δεικνύουσιν οι Εβραίοι; Δεν είναι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, όστις εις την έρημον αντί άρτου έτρωγεν ακρίδας, τους τρυφερούς δηλαδή βλαστούς των φυτών και των σφηκών και αγρίων μελισσών το μέλι, το τόσον πικρόν; Δεν είναι αυτός τον οποίον δια την αρετήν του ολίγον έλειψε να προσκυνήσουν ως Μεσσίαν; Εάν δε τοιαύτην προς αυτόν ευλάβειαν έχουσι, πως δεν ευλαβούνται και τους λόγους του; Πως δεν πείθονται εις όσα τους λέγει δια τον Χριστόν; Δεν είπεν εις αυτούς τόσας φοράς, ότι ήλθεν ο Μεσσίας, ο Αμνός του Θεού, ο Ιησούς Χριστός; Δεν τον έδειξε μάλιστα εις αυτούς δια του δακτύλου, ειπών· «Ίδε ο Αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του Κόσμου» (Ιωάν. α: 29) και δεν είπε σαφέστατα, ότι Αυτός τον οποίον ωνόμαζεν Αμνόν, είναι ο ίδιος ο Υιός του Θεού; «Καγώ εώρακα και μεμαρτύρηκα ότι ούτός εστιν ο Υιός του Θεού» (Ιωάν.  α: 34). Δεν εμαρτύρησεν ο Ιωάννης, λέγων· «τεθέαμαι το πνεύμα καταβαίνον ωσεί περιστεράν εξ ουρανού και έμεινεν επ’ Αυτόν»; (Ιωάν. α: 32). Αυτούς τους λόγους έλεγεν ο Ιωάννης εις τους Εβραίους, αλλά δεν τους επίστευσαν εκείνοι, και καθ’ εκάστην εζήτουν να λιθοβολήσουν τον Χριστόν ή να τον κατασυντρίψουν. Αλλά και του Ιωάννου τους λόγους εμίσουν, αν και του είχον τόσον σεβασμόν. Τον Ιωάννην υπερβολικώς ευλαβείσθε και τους λόγους του δεν δέχεσθε; Όπως όμως και αν έχουν τα πράγματα, δεν έπαυσαν οι Εβραίοι, από ευλάβειαν παρακινούμενοι, να λέγουν, ότι δι’ αγάπην του Ιωάννου θαυματουργών ο Θεός εξεδικήθη τον Ηρώδην αποδεκατίζων τον στρατόν του. Ω! πόσον από τους εχθρούς του Χριστού επαινείται ο πιστότατος δούλος και θεράπων του Χριστού, ο Βαπτιστής και Πρόδρομος του Κυρίου. Ω! πόσον και από τους εχθρούς αι λάμψεις των αρετών του Προδρόμου Ιωάννου επαινούνται. Οίδε γαρ και πολέμιος επαινείν ανδρός αρετήν. Μη λογίζεσθε, πως επειδή οι Εβραίοι νομίζουν ότι ο αφανισμός εκείνος του στρατού του Ηρώδου έγινεν ουρανόθεν δι’ αγάπην του Ιωάννου και αισχύνην και τιμωρίαν του Ηρώδου, εγώ θέλω αρνηθή την αλήθειαν ταύτην; Επειδή την είπον ατοί; Αλλά μήπως δεν εθανατώθησαν από το γένος των Εβραίων όλοι οι Προφήται και μ’ όλον τούτο άπαντες οι Εβραίοι ομολογούσιν Αγίους τους Προφήτας; Λοιπόν, επειδή οι Προφήται αποκαλούνται από τους Εβραίους Άγιοι, θα αρνηθώ εγώ την αγιότητα των Προφητών; Διότι λοιπόν είπον οι Εβραίοι τον αφανισμόν εκείνον του στρατού του Ηρώδου ουρανόθεν τιμωρίαν, δι’ αγάπην του Ιωάννου, εγώ θα το αρνηθώ; Ανοίγει πολλάκις ο Θεός των μιαρών ανθρώπων τα βδελυρά στόματα και λέγουν πράγματα, τα οποία αληθώς ο Θεός έκαμε ή μέλλει να κάμη. Ως του Βαλαάμ του μάντεως, όταν έλεγεν ότι μέλλει να ανατείλη άστρον εξ ουρανού. Ως, όταν ο Λάβαν ηυχήθη εις την Ρεβέκκαν να πολλαπλασιασθή το γένος της εις χιλιάδας μυριάδων και ως του Κϊάφα όταν έλεγεν, ότι είναι συμφέρον και ωφέλιμον να αποθάνη εις υπέρ του λαού, δια να μη χαθή όλον το πλήθος. Όλα δε ταύτα έγιναν. Ας είναι λοιπόν το στόμα των Εβραίων και των ιστορικών των βδελυρόν. Εκείνο όπου λέγουν δια τον αφανισμόν του στρατού του Ηρώδου συνάγεται και είναι αληθέστατον. Οι Εβραίοι ομολογούν την ασύγκριτον του Ιωάννου αρετήν. Παραδέχεσαι τούτο; Ναι. Δέξου λοιπόν και όταν λέγουσιν, ότι δι’ αγάπην του Ιωάννου και εις αισχύνην και τιμωρίαν του Ηρώδου επροξένησεν ο Θεός τον αφανισμόν εκείνον εις όλον του Ηρώδου το στράτευμα. Δικαίως. Διότι, τις ήτο αυτός, εις τον οποίον ο Ηρώδης έθεσε φονικήν χείρα; Δεν ήτο ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, ο Πρόδρομος, προ του οποίου ο Σωτήρ ημών και ελευθερωτής Χριστός έκλινε την Κεφαλήν; Πως λοιπόν ο Χριστός δεν ήθελε τιμωρήσει τον μιαρόν Ηρώδην δια την κακίαν όπου έδειξε προς τον Βαπτιστήν Του; Πριν ή λάβη όσα έλαβεν ο Χριστός από τους Εβραίους, έλεγεν εις αυτούς, ότι δια την κακωσύνην των δεν θέλει μείνει λίθος επί λίθου εις την Ιερουσαλήμ. Το οποίον και έγινεν εις τον καιρόν Τίτου και Δομετιανού, των βασιλέων της Ρώμης. Έπρεπε λοιπόν να γίνη κατά μέρος και εις τους εχθρούς του Βαπτιστού ποια τις τιμωρία, ως προοίμνιον της όλης των Εβραίων πανωλεθρίας. Συμπεραίνεται λοιπόν αναγκαίως και από την τάξιν και αξίαν του Βαπτιστού και του Βαπτιζομένου, ότι η συμφορά εκείνη η πεσούσα επί του Ηρωδιανού στρατεύματος υπήρξεν ουρανόθεν τιμωρία, προς τιμήν, δόξαν και αγάπην του Ιωάννου και καταισχύνην του Ηρώδου. Διότι και αυτός εις το τέλος τρομερόν από τον Άγγελον έλαβε το ράπισμα και αφού κατήντησε σκωληκόβρωτος παρέδωσεν εις τον Άδην την βρωμερωτάτην αυτού ψυχήν. Ω πόσον ο Θεός αντιδοξάζει τους δοξάζοντας Αυτόν, ω πόσον φρικτώς εκδικείται ως Θεός τιμωρών! Τοιούτος εστάθη λοιπόν ο Ιωάννης, ως συντόμως διηγήθημεν. Τοιούτοι φοίνικες της αρετής, δια των ιδίων ιδρώτων του ποτιζόμενοι, ανεβλάστησαν εις την Σεπτήν Κεφαλήν του. Διο και με αμάραντον στέφανον ευρίσκεται εις τους ουρανούς αιωνίως κεκοσμημένος, πανηγυρίζων μετά των Αγγέλων του Θεού και μετά των εν ουρανοίς συμπανηγυριζόντων, απολαμβάνων με άρρητον χαράν, ως φίλος πιστότατος, Πρόδρομος και Βαπτιστής του Χριστού, των αγαθών εκείνων δια τα οποία ο θείος Παύλος λέγει· «α οφθαλμός ουκ είδε, και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου, ουκ ανέβη» (Α¨ Κορ. β: 9). Θέλεις λοιπόν και συ να συμπανηγυρίζης με τον Ιωάννην; Μιμήσου τον, κατά το δυνατόν, έστω και κατ’ ελάχιστον. Θέλεις να αξιωθής και συ να συναριθμηθής με όλους τους πανηγυριστάς του ουρανού ως ο Ιωάννης και να απολαμβάνης των αγαθών εκείνων, άτινα εκείνοι εις τον αιώνα απολαμβάνουν; Άκουσον τον Ιωάννην και φύλαττε πάντοτε τον Νόμον του Θεού απαράβατον και ασάλευτον. Μη τρώγης συ ακρίδας και μέλι άγριον, καθώς εκείνος. Μην ενδυθής συ τρίχινα ενδύματα από τρίχας καμήλου, καθώς αυτός. Ούτε ο ίδιος σου λέγει τούτο. Τον Νόμον φύλαττε· τον Νόμον του Θεού απαράβατον· και τούτο θέλει ευχαριστήσει τον Ιωάννην, ούτω δε θέλεις και συ συναριθμηθή με τους πανηγυριστάς του ουρανού. Εφύλαξες έως τώρα τον Νόμον του Θεού; Όχι. Παρέβης τούτον; Ναι. Όχι άλλο. Παραδειγματίσου από τον Ζηλωτήν του Νόμου, τον Ιωάννην. Άφησε από τώρα και εις το εξής την παράβασιν του Νόμου και μετανόησον δια την παράβασιν την οποίαν έκαμες. «Μετανοείτε! Ήγγικε γαρ η Βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. γ:2, αυτόθ. δ:17). Ο Ιωάννης ο Πρόδρομος σου το λέγει. Ελθέ εις μετάνοιαν. Κάμε έργα άξια της μετανοίας. «Ποιήσατε ουν καρπούς αξίους της μετανοίας» (Ματθ. γ:8, Λουκ. γ:8). Από την μελίρρυτον γλώσσαν του Ιωάννου σου εκφωνείται και τούτο. Αύτη είναι Φωνή και Στόμα του Χριστού και σκοπόν άλλον δε έχει παρά να ετοιμάση λαόν προοριζόμενον δια τον Χριστόν. Ακούεις λοιπόν της Φωνής και του Στόματος του Χριστού, να μετανοήσης και να ετοιμάσης καρπούς αξίους της μετανοίας; Τι λέγεις; Θέλει τάχα σεισθή η καρδία σου από την αγιότητα του Ιωάννου και θέλει μεταμεληθή δια την αμαρτίαν, δια την παράβασιν του Νόμου, ώστε να επιστρέψη εις την αρετήν και να φυλάττη, εις το εξής τουλάχιστον, τον Νόμον; Θέλει τάχα γίνει έλαφος η ψυχή σου και καταρτιζομένη με του Ιωάννου την διδαχήν, να πηδά προς τα άνω και να φαντάζεται τα υψηλά και ουράνια; Πώς να γίνη τούτο, αφού ποτέ δεν αφήνεις την αδικίαν και την πλεονεξίαν; Πως, όπου ποτέ δεν αφήνεις τον φθόνον κατά του αδελφού σου; Πως, όπου ποτέ δεν αφήνεις την πορνείαν; Και προκρίνεις, ειπέ μου, την αδικίαν, την πλεονεξίαν, τον φθόνον κατά του αδελφού σου περισσότερον από τους ψυχωφελείς του Ιωάννου λόγους, τον οποίον μάλιστα φαίνεσαι τάχα και να τιμάς και να πανηγυρίζης; Προτιμάς μίαν Ηρωδιάδα, μίαν πτερωτήν ασπίδα, ένα γέννημα ασπίδος με πήδημα πορνικόν και πλήρες δηλητηρίου, από την συμβουλήν του Ιωάννου; «Ουκ έξεστί σοι» (Ματθ. ιδ:4, Μάρκ. στ :18). Δεν επιτρέπεται, λέγει, και εις σε τώρα, καθώς τότε εις τον Ηρώδην, να έχης την πόρνην· δεν υπακούεις λοιπόν να αφήσης την πορνείαν; Γίνεσαι λοιπόν μιμητής του Ηρώδου; Τι θα μου είπης; Ότι ευλαβείσαι τον Ιωάννην, ότι τον εορτάζεις; Αλλά και ο Ηρώδης ηυλαβείτο τον Ιωάννην και τον εφοβείτο μάλιστα. Αλλά εις τι τον ωφέλησεν η ευλάβεια εκείνη; «Ο γαρ Ηρώδης εφοβείτο τον Ιωάννην ειδώς αυτόν άνδρα δίκαιον και άγιον… και ηδέως αυτού ήκουεν» (Μάρκ. στ: 20). Ποίαν λοιπόν ωφέλειαν και συ δύνασαι να λάβης από την ευλάβειάν σου προς τον Ιωάννην, όταν πρώτον μεν τον ευλαβείσαι, ύστερον δε παρανομείς; Μιμητής του Ηρώδου δια την παρανομίαν σου. Τι λοιπόν προσμένεις, εάν δεν παύσης να παρανομής και να αμαρτάνης; Να δεχθής ράπισμα Αγγελικόν, να καταφαγωθής ζωντανός από τους σκώληκας και να κατακρημνισθής εις το βάραθρον του Άδου; Και αν δεν σε φάγουν οι σκώληκες εδώ ζωντανόν, θα σε τρώγουν ακαταπαύστως, όταν η ψυχή σου κατέλθη εις τον Άδην. Θα προσφέρης τον εαυτόν σου τροφήν εις τους φοβερούς και βρωμερούς σκώληκας εκεί, και πυρ αιώνιον και ατελεύτητον θα σε κατακαίη. Διότι σου το λέγει ο Ιωάννης· «Παν ουν δένδρον μη ποιούν καρπόν καλόν, εκκόπτεται και εις πυρ βάλλεται» (Ματθ. γ:10). Ω θρήνοι αδιάκοποι από τους σκώληκας και το πυρ. Ω πόσον τότε θέλεις ελεεινολογεί τον εαυτόν σου δια τας παρανομίας όπου τώρα, εις τον κόσμον τούτον κάμνεις. Και ποίος εκεί θα σε παρηγορήση; Ποίος θα σε βοηθήση; Ο Χριστός; Πως, όπου με τας παρονομίας σου εδώ καταφρονείς την Φωνή Του και τον Ίδιον; Μήπως ελπίζεις να κατέλθη και πάλιν ο Δεσπότης Χριστός εις τον Άδην δια να σε ελευθερώση; Όχι, θα σου απαντήση Εκείνος. Μίαν φοράν μόνον τον ηρώτησεν ο Ιωάννης· «Συ ει ο ερχόμενος…»,  μίαν φοράν του είπεν· «Συ ει ο ερχόμενος, ή έτερον προσδοκώμεν»; (Ματθ. ια: 3, Λουκ. ζ:19). Τι λέγεις, Ιωάννη; Συ τον εβάπτισες, συ είδες το Πνεύμα το Άγιον καταβαίνον και μένον επ’ Αυτόν, συ ήκουσες τον Πατέρα Του να τον μαρτυρή ουρανόθεν Υιόν του, συ δακτυλοδεικτών, τον έδειξες εις τους Εβραίους και με τόσην βεβαιότητα τον εμαρτύρησες εις αυτούς Υιόν Θεού και τώρα ερωτάς Αυτόν, αν είναι Αυτός όπου έρχεται; Δεν τον ερωτώ, λέγει ο Ιωάννης, εάν ήλθε, διότι ήλθε βεβαίως και καμμίαν δεν έχω αμφιβολίαν, ότι είναι Υιός του Θεού. Τον ερωτώ όμως εάν είναι Αυτός ή άλλος. Εγώ δεν είμαι καρδιογνώστης δια να γνωρίζω τα πάντα. Γνωρίζω βέβαια, ότι ο ίδιος είναι Υιός του Θεού· γνωρίζω ότι έχει να ελευθερώση όλους εκείνους τους Δικαίους και τους Προφήτας, οι οποίοι είναι εις τον Άδην. Δεν γνωρίζω όμως, αν Αυτός ο ίδιος έρχεται εις τον Άδην, ή μήπως θέλει στείλει άλλον τινά, ενδυναμώνων τούτον με την Παντοδυναμίαν του, ίνα εξαγάγη από τον Άδην τους εν τω Άδη. Ή μήπως έχει να μας εξαγάγη από εκεί με μόνον τον λόγον του, ως τον τετραήμερον Λάζαρον; Δια τούτο, λέγει ο Ιωάννης, κάμνω εις τον Χριστόν τοιαύτην ερώτησιν· «Συ ει ο ερχόμενος, ή έτερον προσδοκώμεν»; Εύλογος βέβαια ήτο η ερώτησις αύτη του Ιωάννου. Αλλά συ, τι εύλογον αιτίαν έχεις να ερωτάς, αν θα κατέλθη πάλιν εις τον Άδην, αφού γνωρίζεις από τους Προφήτας του Χριστού και τους Αποστόλους, ότι ο Χριστός δεν θέλει λάμψει πλέον εις τον Άδην; Αν λοιπόν συ κατέλθης εκεί, μη ελπίζεις εις άλλο τι, παρά μόνον εις θρήνους, κλαυθμούς και αναστεναγμούς αιωνίους, μέσα εις τους πνιγηρούς καπνούς του Άδου. Λυπήσου λοιπόν τον εαυτόν σου, Χριστιανέ μου. Λυπήσου την ψυχήν σου. Άκουσε τας ψυχωφελείς του Ιωάννου συμβουλάς και νουθεσίας και άφησε τον φθόνον, άφησε την αρπαγήν και την αδικίαν, άφησε την ασπίδα όπου εκτοξεύει δηλητήριον εις την καρδίαν σου και σε κάμνει εχθρόν του Ιωάννου. Συντρόφευσε δε την πανήγυρίν του όχι μόνον με ευλάβειαν, αλλά με αληθινήν μετάνοιαν και καρπούς αξίους της μετανοίας. Κάμε φίλον τον Ιωάννην, όχι μόνον με την πρέπουσαν τιμήν, αλλά και με έργα, τα οποία δύνασαι να πράξης, ακούων τους συμβουλευτικούς και θείους εκείνου λόγους. Έχε τον Ιωάννην, μετά την Παρθένον, παντοτεινόν μεσίτην, διότι αυτός είναι φίλος πιστότατος του Χριστού ως Βαπτιστής και Πρόδρομος Αυτού και ημπορεί βέβαια να μεσιτεύση και να σε συμπεριλάβη με τον Χριστόν. Αλλ’ ω μέγιστε Προφήτα, και των Προφητών απάντων υπέρτατε Βαπτιστά και Πρόδρομε του Κυρίου, Αγιώτατε Ιωάννη, Φωνή και Στόμα του Χριστού και Λύχνε άσβεστε του αιωνίου Φωτός, εις δε την γην και εις τους ουρανούς πάντοτε υπερθαύμαστε, μετ’ ευλαβείας ημείς άπαντες ζητούμεν την μεσιτείαν σου και θερμώς παρακαλούμεν, ίνα δεχθής την ευλαβικήν φωνήν ημών. Προσπίπτομεν δε εις σε και δεόμεθα, Προφήτα του Χριστού Ιωάννη, να μας φωτίζης πάντοτε ως Λύχνος φωταυγής και Πόδρομος του Ηλίου, με τας ακτινοβόλους λάμψεις σου εις την οδόν της αληθείας. Συμφιλίωσε ημάς δια των μεγάλων πρεσβειών σου με τον Σωτήρα και ελευθερωτήν ημών Ιησούν Χριστόν. Αγίασον άπαντας τους την σην εορτήν και πανήγυριν ευλαβώς επιτελούντας, τους την σην την θείαν Κάραν σεμνοπρεπώς, ευλαβώς και τιμίως προσκυνούντας και τους τιμίως, καλώς και θεαρέστως κοπιάζοντας, τέλος δε αξίωσον ημάς άπαντας, δια των σων μεγίστων πρεσβειών να καταστώμεν άξιοι των ουρανίων αγαθών, ίνα συμπανηγυρίζωμεν, μετά τον πρόσκαιρον τούτον βίον, ομού μετά των Αγγέλων του Θεού. Ω, η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. 

Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2017

Τη ΚΔ΄ (24η) του αυτού μηνός Φεβρουαρίου, γέγονεν η πρώτη και Δευτέρα εύρεσις της τιμίας Κεφαλής του Αγίου ενδόξου Προφήτου Προδρόμου και Βαπτιστού ΙΩΑΝΝΟΥ.

Η Τιμία αύτη και Αγγέλοις αιδέσιμος του θείου Προδρόμου Κεφαλή πρώτον μεν ευρέθη εν τω οίκω του Ηρώδου, δι’ επιφανείας και αποκαλύψεως του ιδίου Τιμίου Προδρόμου, εις δύο Μοναχούς, οι οποίοι μετέβαινον εις προσκύνησιν του ζωοδόχου Τάφου του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, έλαβε δε ταύτην παρά των Μοναχών εκείνων εις κεραμεύς και την μετέφερεν εις την Έμεσαν· αισθανθείς δε εκείνος, ότι δια της Αγίας Κάρας έλαβεν ευτυχίαν, ετίμα αυτήν εξαιρέτως και όταν έμελλε να αποθάνη, την αφήκεν εις την αδελφήν του, παραγγείλας εις αυτήν να μη την μετατοπίση ούτε να την δείξη εις άλλον, αλλά να την τιμά και να την προσκυνή. Αφ’ ου δε η αδελφή εκείνου απέθανε, έλαβον την Αγίαν Κάραν αλληλοδιαδόχως πολλοί και τέλος κατήντησεν ο πολύτιμος ούτος θησαυρός εις τινα Ιερομόναχον Αρειανόν, Ευστάθιον, ο οποίος εδιώχθη παρά των Ορθοδόξων εκ του σπηλαίου, εις το οποίον κατώκει, διότι απέδιδεν εις την κακόδοξον αίρεσίν του τας ιατρείας, όσας ενήργει η Αγία Κάρα. Έλεγε δηλαδή, ότι η Αγία Κάρα ενεργεί τας ιατρείας διότι αυτός, όστις την κατέχει, είναι Αρειανός· αφ’ ου δε εκείνος ο κακόδοξος εδιώχθη εκείθεν, αφήκε κατά θείαν οικονομίαν την Τιμίαν Κεφαλήν εις το σπήλαιον αυτό εις το οποίον και ευρίσκετο κεκρυμμένη, μέχρι της εποχής Μαρκέλλου τινός Αρχιμανδρίτου και του Επισκόπου Εμέσης Ουρανίου, κατά τους χρόνους Θεοδοσίου του Μικρού εν έτει υλα΄ (431). Τότε λοιπόν πολλοί έλαβον θείας αποκαλύψεις δια την Προδρομικήν ταύτην Κεφαλήν· όθεν ευρέθη αύτη το δεύτερον εντός υδρίας, ήτις μεταφερθείσα εις την Εκκλησίαν υπό του άνω ρηθέντος Επισκόπου Ουρανίου ενήργει διαφόρους ιατρείας και παράδοξα θαύματα. Τελείται δε η της ευρέσεως αυτής Σύναξις και εορτή εις τον αγιώτατον και Προφητικόν Ναόν του Τιμίου Προδρόμου τον ευρισκόμενον εις τόπον ονομαζόμενον Φωρακίου. 

Τρίτη 28 Νοεμβρίου 2017

Τη αυτή ημέρα ΚΓ΄ (23η) Φεβρουαρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΔΑΜΙΑΝΟΥ

Τη αυτή ημέρα ΚΓ΄ (23η) Φεβρουαρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΔΑΜΙΑΝΟΥ του εν τοις ορίοις της κατά τον Άθω Ιεράς Μονής του Εσφιγμένου κατά την τοποθεσίαν της Σαμαρείας ασκήσαντος και εν ειρήνη τελειωθέντος κατά το έτος ασπ΄ (1280).                                                                                                                                   

Δαμιανός ο Όσιος και Θεοφόρος Πατήρ ημών ο Εσφιγμενίτης ποίαν πατρίδα είχε και ποίους γεννήτορας, ο πανδαμάτωρ χρόνος ουδέν υπόμνημα άφησεν εις ημάς. Πιθανόν δε να εσώζοντο τοιαύτα, αλλ’ αι επάλληλοι καταδρομαί, πυρκαϊαί και ερημώσεις, ας κατά καιρούς υπέστη το πολύαθλον τούτο Κοινόβιον του Εσφιγμένου, εξηφάνισαν και απώλεσαν όχι μόνον τα ιερά αυτού κειμήλια και σκεύη της Εκκλησίας, αλλά και διαφόρους κώδικας, χρυσόβουλλα και διάφορα έγγραφα και μένει ήδη απογεγυμνωμένον των τοιούτων. Πιθανόν λοιπόν μετ’ αυτών να συνηφανίσθησαν και τα του Αγίου τούτου υπομνήματα αν, ως είπομεν, εσώζοντο τοιαύτα. Εκ προφορικής όμως παραδόσεως μεταβιβαζομένης από γενεάς εις γενεάν και εκ του Βίου του Οσίου και Θεοφόρου Πατρός ημών Κοσμά του Ζωγραφίτου, μετά του οποίου ο Όσιος Δαμιανός ήτο φίλος στενώτατος, πληροφορούμεθα, ότι ούτος εξ απαλών ονύχων καταλιπών τον κόσμον και τα εν κόσμω, πατρίδα, γεννήτορας, συγγενείς, φίλους και ποθήσας να άρη επί των ώμων αυτού τον ελαφρόν και χρηστόν ζυγόν του Κυρίου, ήλθεν εις το Άγιον Όρος και κατώκησεν εις το ιερόν Κοινόβιον του Εσφιγμένου, υποταχθείς εις τον αυτού Ηγούμενον και την αδελφότητα, διανύσας με τόσην προθυμίαν και ζήλον τον δρόμον της μοναδικής ζωής, ώστε εν διαστήματι ολίγου καιρού υπερέβη άπαντας τους εκεί Μοναχούς και εγένετο τύπος και παράδειγμα αυτών εις την μοναδικήν πολιτείαν. Πάντες εθαύμαζον αυτόν και προς αυτόν ενητένιζον ως επί γνώμονος και κανόνος, ρυθμίζοντες δι’ αυτού την διαγωγήν αυτών. Αλλ’ επειδή ο θείος έρως κατέφλεγε την καρδίαν αυτού και επεθύμει να συνομιλή πάντοτε δια μέσου της προσευχής μετά του ποθουμένου αυτού Θεού και να μη διακόπτεται ένεκα συναναστροφής και θορύβου, τα οποία συμβαίνουν μεταξύ πολλών, δια τούτο επεθύμει να ησυχάζη κατ’ ιδίαν, ίνα επιτύχη του ποθουμένου. Τούτου ένεκα παρεκάλεσε τον Ηγούμενον και λαβών παρ’ αυτού την άδειαν κατώκησεν εις το απέναντι του Κοινοβίου όρος το ονομαζόμενον Σαμάρεια. Αφού λοιπόν ο Όσιος ήλθεν εις την Σαμάρειαν, πρώτον και κύριον μέλημα αυτού υπήρξε να ερευνήση και εύρη πατέρα πνευματικόν και διδάσκαλον της μοναδικής πολιτείας έμπειρον και ευφυή, δια του οποίου να διδαχθή την επιστήμην των επιστημών και τέχνην των τεχνών, την μοναδικήν πολιτείαν· τον οποίον επιτυχών, τη του Θεού βοηθεία κατά τον εγκάρδιον αυτού πόθον, υπετάχθη εις αυτόν ως εις τον Χριστόν, αφιερώσας εις αυτόν την της ψυχής και του σώματος φροντίδα· και δεν έπραξε καθώς πράττουσιν άφρονες τινες, οι οποίοι μόνοι των αναγορεύονται διδάσκαλοι της τοιαύτης ουρανίου και υψηλής επιστήμης και των οποίων το τέλος είναι η πλάνη ή, και αν δεν πλανηθώσι, περνούν όμως τον δίαυλον της ζωής των ανοήτως και ανωφελώς· καθότι οι άνευ οδηγού αρχάριοι, μη δυνάμενοι να διακρίνωσι τας Χάριτας του Παναγίου Πνεύματος από τας φαντασίας του εχθρού, τας προς απάτην των αρχαρίων παρασκευαζομένας παρ’ αυτού, δέχονται αυτάς, φευ! ως εκ θείου Πνεύματος ενεργουμένας· δεν πράττουσιν όμως ούτως οι υπό εμπείρων πνευματικών οδηγούμενοι, διότι αυτοί πολυειδώς και πολυτρόπως πειρασθέντες από των προσβολών του εχθρού, δύνανται τους υπ’ αυτών οδηγουμένους και πειραζομένους υπό του εχθρού να βοηθήσωσι, κατά τον Απόστολον Παύλον, διότι αυτοί πρώτον πειρασθέντες δύνανται «τοις πειραζομένοις βοηθήσαι» (Εβρ. β: 18). Πρέπει δε να μανθάνωμεν και να λαμβάνωμεν παράδειγμα και από τας ανθρωπίνας τέχνας και επιστήμας· διότι, εάν ταύτας με τας χείρας ημών ψηλαφώμεν, με τους οφθαλμούς τας βλέπωμεν και με τα ώτα μας τας ακούωμεν και πάλιν μόνοι μας δεν δυνάμεθα να τας μάθωμεν, αλλά χρειαζόμεθα τεχνίτην και διδάσκαλον, πως δεν είναι μωρόν και ανόητον να φαντάζεται τις ότι δεν χρειάζεται διδάσκαλον εις την πνευματικήν ταύτην τέχνην την δεινοτέραν απασών των τεχνών, η οποία είναι και αόρατος και κεκρυμμένη και θεωρείται από μόνους τους καθαρούς τη καρδία, η δε αμάθεια και απειρία της τέχνης ταύτης ουχί πρόσκαιρον ζημίαν, αλλά ψυχικήν απώλειαν γεννά; Όθεν οδηγούμενος και ποδηγετούμενος παρά του ρηθέντος πνευματικού εκείνου ανδρός εις το πώς να αντιτάσσεται κατά των προσβολών και των διαφόρων παγίδων των παρασκευαζομένων καθ’ ημών υπό του μισανθρώπου διαβόλου, εγένετο άριστος και δοκιμώτατος Μοναχός, αναβάσεις εν τη καρδία αυτού καθ’ εκάστην θέμενος, και αποτυπώσας εις εαυτόν τας του πνευματικού αυτού πατρός αρετάς, ως αποτυπούνται εις τον απαλόν κηρόν αι γραμμαί της σφραγίδος·  δια των αρετών δε αυτών κατήντησεν εις θείον έρωτα, ο οποίος τοσούτον ανακουφίζει το σώμα του αγαπώντος, ώστε όσους αγώνας και κόπους αν κάμνη δεν αισθάνεται κάματον, διότι δίδει πτερά εις την ψυχήν αυτού ο θείος ούτος έρως και όχι μόνον τους περί αρετής γινομένους κόπους εις ουδέν λογίζεται, αλλά και δάκρυα άφθονα καταχέει ενθυμούμενος τον αγαπώμενον γλυκύτατον Ιησούν Χριστόν, κατά τον αββάν Ισαάκ, λέγοντα ούτως· «Έθος γαρ τοις ερωμένοις εκ της μνήμης των αγαπητών εξάπτειν δάκρυα», επειδή δε τοιαύτην είχε και ούτος αγάπην, ουδέποτε υστερείτο εκ των δακρύων. Και ποία γλώσσα δύναται να διηγηθή κατά μέρος τας αρετάς και τα ηρωϊκά παλαίσματα του θαυμασίου τούτου ανδρός; Τις να διηγηθή την ολονύκτιον στάσιν, το αείρροον δάκρυ, τους κατωδύνους στεναγμούς, την τήξιν του σώματος, την ανεξάλειπτον εν μνήμη μελέτην του θανάτου, την προς τον πλησίον και τον Θεόν αγάπην και προ πάντων την απαύστως και αενάως εκ καρδίας βρύουσαν ευχήν, την οποίαν είχεν έργον ακατάπαυστον από νεότητος μέχρι τέλους της ζωής αυτού; Δι’ α και ο Θεός ηγάπησεν αυτόν και εσκήνωσεν εις αυτόν η Χάρις της Παναγίας Τριάδος και εγένετο θείον καταφύγιον των Χαρίτων του Αγίου Πνεύματος, όθεν κατέστη τύπος και απομίμησις του πραοτάτου και ταπεινού την καρδίαν Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ως ελθών εις βάθος ταπεινώσεως της καρδίας. Από δε το εξής διήγημα ας γνωρίση έκαστος εις ποίον μέτρον αρετής έφθασε. Καιρόν τινα, μεταβάς ο Όσιος εις τινα φίλον του Μοναχόν και μη ευρών αυτόν εις το κελλίον του, ανέμενεν αυτόν έως ότου ενύκτωσε και τότε ήλθεν ο Μοναχός και αφού συνωμίλησαν ηθέλησε να αναχωρήση· ο καιρός όμως εσκοτείνιασε και ήρχισε να βρέχη. Ο δε φίλος του δεν τον άφηνε να αναχωρήση, αλλ’ αυτός ο ευλογημένος επειδή είχεν εντολήν από τον μακαρίτην Γέροντά του να μη κοιμάται ποτέ έξω του κελλίου του, δεν ηθέλησε να μείνη και εξεκίνησε να υπάγη, τόσον όμως πολύ εσκοτείνιασε και τόσον ραγδαία βροχή έπιπτεν, ώστε δεν ήξευρε τελείως που ευρίσκετο και που υπάγει· όθεν, μη έχων τι άλλο να πράξη, εβόησε προς τον Κύριον, λέγων· «Κύριε, σώσον με, απόλλυμαι». Ταύτα ειπών, ω του θαύματος! ευρέθη έμπροσθεν του κελλίου του. Επειδή δε ήλθεν η ώρα ν’ αναχωρήση από τον μάταιον τούτον κόσμον και να υπάγη προς τον Χριστόν ανεπαύθη εν Κυρίω· ο δε Θεός θέλων να δοξάση τον δούλον του μετά την κοίμησίν του, τόσην πολλήν και άρρητον ευωδίαν μύρου εδώρησεν εις τον τάφον του τρισμακαρίου επί τεσσαράκοντα ημέρας, ώστε ησθάνοντο αυτήν οι Πατέρες κάτω εις το Μοναστήριον του Εσφιγμένου εις διάστημα ενός μιλίου και περισσότερον, δοξάσας ούτω αυτόν ο Θεός δια την καθαρότητά του και την θεάρεστον πολιτείαν του. Εκοιμήθη δε εν Κυρίω εν έτει ασπ΄ (1280), ου ταις πρεσβείαις αξιωθείημεν και ημείς της Βασιλείας των ουρανών. Αμην.

Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2017

Τη αυτή ημέρα ΚΓ΄ (23ην) Φεβρουαρίου, η Αγία ΓΟΡΓΟΝΙΑ, η αδελφή Γρηγορίου του Θεολόγου, εν ειρήνη τελειούται.

Γοργονία η μακαρία Μήτηρ ημών, η αδελφή του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, πατρίδα είχε την Ναζιανζόν της Καισαρείας, καθώς και ο αδελφός της θείος Γρηγόριος· και ο μεν πατήρ αυτής ωνομάζετο και αυτός Γρηγόριος, η δε μήτηρ της Νόννα, ήτις ήτο Χριστιανή εκ γονέων και προγόνων· ο πατήρ αυτής ήτο από γονείς ειδωλολάτρας και αυτός ο ίδιος έμεινεν ικανόν καιρόν εις την πλάνην της ειδωλολατρίας, αλλά η ευλογημένη Νόννα η σύζυγός του μετεχειρίσθη πολλούς τρόπους, έως ότου τον έφερεν εις την Χριστιανικήν ευσέβειαν· διότι ήτο άνθρωπος αγαθής προαιρέσεως και προτού ακόμη γνωρίση την αλήθειαν και δι’ αυτό δεν αφήκεν ο Θεός αφώτιστον μίαν τοιαύτην αγαθήν ψυχήν. Μετά δε το Βάπτισμα τόσον διέλαμψεν εις τας αρετάς ο Γρηγόριος, ο πατήρ δηλαδή, ώστε εχειροτονήθη και Επίσκοπος της πατρίδος του Ναζιανζού. Η δε αξιοθαύμαστος Νόννα τόσην προσοχήν είχεν εις τα θεία και τόσην ευλάβειαν, ώστε, καθώς λέγει ο Θεολόγος Γρηγόριος, ο υιός της, ποτέ δεν εγύρισε την ράχιν της από το ανατολικόν μέρος της Εκκλησίας, όπου είναι η Αγία Τράπεζα, ποτέ δεν έπτυσε κάτω εις το έδαφος του Ναού, ποτέ δεν ωμίλησε μέσα εις την Εκκλησίαν εις τον καιρόν της Ακολουθίας ή εις άλλον καιρόν, μόνον έξω της Εκκλησίας, όταν ήτο μεγάλη ανάγκη να ομιλήση. Και τι να λέγω τα κατά μέρος; Φθάνει να είπω τούτο μόνον, ότι με το παράδειγμα των αρετών της και με τας προσευχάς, τας οποίας έκαμνε προς τον Θεόν ημέρας και νυκτός, ηδυνήθη να μεταβάλη τον άνδρα της, ως προείπομεν, από την ασέβειαν εις την ευσέβειαν. Γεννηθείσα λοιπόν και ανατραφείσα η Αγία Γοργονία από τοιαύτην αγίαν μητέρα και έχουσα τοιούτον πατέρα και διδάσκαλον, τι ήτο φυσικόν να γίνη; Να γίνη, βέβαια, ομοία εις την αρετήν με αυτούς· να γίνη άλλη Νόννα, εις την προς τον Θεόν ευλάβειαν, ως και πράγματι έγινε· διότι, αν και την υπάνδρευσαν με νόμιμον και τίμιον γάμον, εν τούτοις τόσον εξεπέρασεν όλας τας άλλας γυναίκας του καιρού της εις την σωφροσύνην, δια να μη είπω ότι εξεπέρασε και τας παλαιάς εκείνας, όπου επαινούνται μεγάλως δια την σωφροσύνην των, εις τρόπον ώστε αυτή έσμιξε με τον γάμον το καλόν της παρθενίας, δείξασα εις όλους, ότι ούτε η παρθενία μόνη ενώνει τον άνθρωπον με τον Θεόν, ούτε πάλιν η υπανδρεία τον δεσμεύει με τον κόσμον και τον χωρίζει από τον Θεόν· δια τούτο ούτε ο γάμος πρέπει να είναι παντελώς φευκτός από τους ανθρώπους, ούτε η παρθενία όλως διόλου επαινετή· αλλά ο νους είναι όστις επιστατεί καλώς εις τον γάμον και εις την παρθενίαν και αυτός ή ενώνει τον άνθρωπον με τον Θεόν, ή τον δεσμεύει με τον κόσμον και τον χωρίζει από τον Θεόν· διότι αυτή η αοίδιμος δεν εχωρίσθη από τον Θεόν με το να υπανδρευθή, ουδέ με το να είχε κεφαλήν τον άνδρα της έπεται ότι δεν ήτο ηνωμένη με την πρώτην κεφαλήν, τον Χριστόν· αλλά υπηρέτησεν ολίγον εις τον κόσμον και εις την φύσιν, κατά τον νόμον της σαρκός, τον οποίον ο Θεός διώρισεν, όλον δε τον εαυτόν της τον αφιέρωσεν εις τον Θεόν. Το κάλλιστον δε και σεμνότατον κατόρθωμα αυτής ήτο, ότι και τον άνδρα της έφερεν εις την ιδικήν της αγαθήν γνώμην, μη έχουσα αυτόν αυθέντην άτοπον, αλλά σύμβολον αγαθόν εις όλα τα θεάρεστα έργα· και τον καρπόν της κοιλίας της, δηλαδή τα τέκνα της και τα τέκνα των τέκνων της τα ανέδειξε καρπόν του Αγίου Πνεύματος, με τας ψυχωφελείς νουθεσίας της και με το καλόν της παράδειγμα, δείξασα ούτω τον γάμον επαινετόν και ευαρεστήσασα εις τον Θεόν δια των αρετών της, καίτοι ήλθεν εις γάμον, διότι από τον γάμον της εκαρποφόρησε την καλήν καρποφορίαν, τα τέκνα της. Ο σοφός Σολομών εις το βιβλίον των Παροιμιών επαινεί την γυναίκα εκείνην, η οποία κάθηται και ησυχάζει μέσα εις το σπίτι της και αγαπά τον άνδρα της και καταγίνεται εις το έργον της και άλλα πολλά λέγει προς έπαινον της τιμίας και σώφρονος γυναικός· και μάλιστα δια περισσότερον αυτής έπαινον την αντεξετάζει και την συγκρίνει με εκείνην την άτιμον και ακράτητον γυναίκα, όπου γυρίζει εδώ και εκεί μέσα εις τους δρόμους και με πορνικά σχήματα και λόγια βλάπτει τας ψυχάς, όχι μόνον των ατίμων αλλά και των τιμίων ανθρώπων. Αυτά όμως τα οποία λέγει ο Σολομών, δια να επαινέση την σώφρονα και τιμίαν γυναίκα, είναι μικρά και ευτελή προς έπαινον της τιμιωτάτης και σωφρονεστάτης Γοργονίας· επειδή, ποία άλλη ήτο αξία να τιμάται δια την σεμνότητα και κοσμιότητά της, καθώς αυτή; Και με όλον τούτο, ποία άλλη ησύχαζε τόσον μέσα εις τον οίκον της και δεν εφαίνετο έξω, αλλ’ ήτο αθεώρητος εις τους άνδρας, ωσάν αυτή; Ποία άλλη είχε τους οφθαλμούς της τόσον σωφρονισμένους και εμποδισμένους από τας ατάκτους θεωρίας; Ποία άλλη είχε τον γέλωτα αυτής τόσον σεμνόν και ήσυχον ωσάν αυτήν, η οποία, μόλις εμειδία κάποτε, όταν μόνον ήτο ανάγκη; Αλλά και την ακοήν της τόσον καθαράν την εφύλαττεν, ώστε την είχε κεκλεισμένην μεν εις όλα τα μάταια και αργά λόγια, ανοικτήν δε εις όλα τα θεία και σωτηριώδη· ούτε την γλώσσαν είχεν ακράτητον, ωσάν αι πολλαί γυναίκες, αλλά είχε τον νουν επάνω εις αυτήν, ωσάν επιστάτην, εις το να λέγη μόνον τα αρέσκοντα εις τον Θεόν και είχε τάξιν διωρισμένην εις τα χείλη της, εις το να μη λαλούν ποτέ κανένα μάταιον ή ανωφελές. Η αξιοθαύμαστος Γοργονία δεν εστολίζετο με χρυσούς στολισμούς, δεν εκαλλώπιζε την τιμίαν της κεφαλήν με ξανθάς πλεξούδας, δεν ενέδυε το σώμα της με ακριβά και πολυέξοδα φορέματα, ούτε το ελάμπρυνε με μαργαριτάρια και διαμάντια, ούτε με καλλυντικά και ψιμμύθια εσκέπασε ποτέ το πρόσωπόν της, καθώς κάμνουν άλλαι γυναίκες αναίσχυντοι, αι οποίαι, εναντιούμεναι εις το έργον της θείας δημιουργίας, σκεπάζουν το πρόσωπόν των, το οποίον είναι πλάσμα Θεού, με χρώματα και αλείμματα και δεν ευχαριστούνται αι ανόητοι εις το πρόσωπον με το οποίον έπλασεν αυτάς ο Θεός, αλλά θέλουν να το κάμνουν καλλίτερον, καταμολύνουσαι με τον τρόπον τούτον την εικόνα του Θεού. Εγνώριζε και εκείνη η μακαρία πολλούς εξωτερικούς στολισμούς, όμως κανένα εξ αυτών δεν ήθελε, ειμή ένα και μόνον: τον στολισμόν της ψυχής με τα καλά Χριστιανικά ήθη και τας αρετάς· μίαν κοκκινάδα του προσώπου αγαπούσεν, εκείνην η οποία ανθεί εις τα πρόσωπα των σεμνών και τιμίων γυναικών από την εντροπήν και ευλάβειαν· μίαν λευκότητα και ασπράδα ήθελεν, εκείνην η οποία γίνεται από την εγκράτειαν και νηστείαν· τα δε βαψίματα του προσώπου και την προσωρινήν και πλαστήν ευμορφίαν την άφηνε δι’ εκείνας, αι οποίαι γυρίζουν μέσα εις τους δρόμους χωρίς εντροπήν και δεν αγαπούν την ωραιότητα της ψυχής, αλλά του σώματος. Τοιαύτη λοιπόν ήτο η θεία Γοργονία. Την δε φρόνησιν και την γνώσιν και την ευσέβειαν και την πίστιν, την οποίαν είχεν εις τον Θεόν η μακαρία Γοργονία, ποίος λόγος δύναται να παραστήση αξίως; Ούτε είναι δυνατόν να ευρεθούν πολλά παραδείγματα της φρονήσεως και της ευσεβείας της, έξω από εκείνα των σαρκικών και πνευματικών γονέων της, εις τους οποίους αποβλέπουσα η αείμνηστος εμιμείτο και κατώρθωνε την ίσην και ομοίαν αρετήν με εκείνους. Διότι τόση ήτο η οξύτης και αγχίνοια του νοός της, ώστε την είχαν, όλοι γενικώς, σύμβουλον εις τας ανάγκας των, όχι μόνον οι συγγενείς και συμπατριώται, αλλά και οι ξένοι, νόμον δε άλυτον και απαράβατον είχαν όλοι τας φρονίμους συμβουλάς της. Κατά δε την ευσέβειαν και ευλάβειαν ήτο θαυμαστή και ασύγκριτος· διότι ποίος άλλος εστόλισε τόσον τους Ιερούς Ναούς με τα αφιερώματά του, καθώς η μακαρία Γοργονία; Ή, καλύτερα να ειπώ, τις άλλος ετίμησε τόσον πολύ τους Ιερείς του Θεού; Τις άλλος εδέχετο εις τον οίκον του με περισσοτέραν δεξίωσιν και ευλάβειαν τους κατά Θεόν ζώντας και εναρέτους; Τις άλλος έδειξε συμπαθεστέραν και ευσπλαγχνικωτέραν ψυχήν εις τους πάσχοντας; Ποίος άλλος εβοήθησε περισσότερον τους πτωχούς με τας ελεημοσύνας του; Δια την Αγίαν αρμόζει να είπη τις εκείνα, τα οποία έλεγεν ο δίκαιος Ιώβ δια τον εαυτόν του, διότι και ο ιδικός της οίκος ήτο ανοικτός και έτοιμος εις φιλοξενίαν, καθώς ήτο και ο οίκος του Ιώβ· έξω από τον οίκον της ουδείς ξένος έμεινε ποτέ, επειδή και αυτή, καθώς ο Ιώβ, ήτο οφθαλμός των τυφλών, πους των χωλαινόντων, μήτηρ των ορφανών και αληθινήν μέριμναν και μεγάλην ευσπλαγχνίαν εδείκνυεν εις τας χήρας γυναίκας· ο οίκος της λοιπόν ήτο κοινόν καταφύγιον εις τους πτωχούς· τα υπάρχοντά της ήσαν κοινά εις τους έχοντας ανάγκην, «εσκόρπισεν, έδωκε τοις πένησιν» (Ψαλμ. ρια΄ 9), δια να μένη η δικαιοσύνη της εις τον αιώνα, με πολλάς δε ευεργεσίας εδεξιώθη τον Χριστόν, δια μέσου πολλών, οι οποίοι έλαβον τας προσφοράς της ευσπλαγχνίας της. Και το καλύτερον από όλα ήτο, ότι δεν τα έκαμνε φανερά και δι’ επίδειξιν, αλλά κρυφά, όσον ηδύνατο, δια να μη τα βλέπουν οι άνθρωποι, ειμή μόνος ο τα κρυπτά βλέπων Θεός. Όλα τα πράγματά της τα ήρπασεν από τον κοσμοκράτορα διάβολον και τα έφερεν εις τας ασφαλείς αποθήκας του ουρανού, δια μέσου της ελεημοσύνης, την οποίαν έδιδεν εις τους πτωχούς· εις την γην δεν άφησεν ουδέν άλλο, έξω από το σώμα της. Πλούτον δε μέγαν άφησεν εις τα τέκνα της το καλόν παράδειγμα εις τα καλά και θεάρεστα, ίνα ταύτην και εκείνα μιμούμενα φιλοτιμηθούν εις την άσκησιν της αγαθοεργίας. Συνήθειαν έχουν πολλοί άνθρωποι, και όταν ακόμη κάμνουν κανένα καλόν, να πίπτουν συγχρόνως εις άλλο κακόν. Επί παραδείγματι, όταν δίδουν ελεημοσύνας εις τους πτωχούς, αδιαφορούν πλέον και επιδίδονται εις τας τρυφάς και τας απολαύσεις του σώματος οι ανόητοι, ωσάν να ήτο ικανή η ελεημοσύνη μόνη να τους σώση, χωρίς τας άλλας αρετάς, ωσάν να ηγόρασαν τρόπον τινά τας τρυφάς με την ελεημοσύνην, την οποίαν έδωκαν. Δεν έπραττεν όμως κατ’ αυτόν τον τρόπον η αξιομακάριστος Γοργονία, αλλά κοντά εις την ελεημοσύνην είχε και την νηστείαν, κοντά εις την ευσπλαγχνίαν και την προς τους πτωχούς συμπάθειαν, εταπείνωνε και το σώμα της με την εγκράτειαν, κατεγίνετο δε πάντοτε εις την ανάγνωσιν των θείων Γραφών· αγρυπνούσεν εις τας προσευχάς, άλλοτε μεν ισταμένη ορθή, άλλοτε δε κλίνουσα τα γόνατα εις την γην και με καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην και θερμά δάκρυα ανύψωνεν εις τον Θεόν μαζί με την προσευχήν και τον νουν της και εκεί τον είχεν ασάλευτον· εις αυτά δε όλα όχι μόνον υπερέβαλλε τας γυναίκας, αλλά και τους άνδρας, τόσον ώστε εφαίνετο ανωτέρα των άλλων. Τας αρετάς τας οποίας είχαν άλλοι, τας εμιμείτο και αυτή η μακαρία και τας επραγματοποίει, άλλων δε πάλιν αρετών εγένετο η ιδία παράδειγμα άξιον προς μίμησιν· και άλλο μεν καλόν εφεύρεν αυτή η ιδία, άλλο δε το οποίον έμαθεν από άλλους το έκαμνεν αυτή με περισσοτέραν τελειότητα, αφ’ ό,τι το εδιδάχθη· τοιουτοτρόπως κατώρθωσεν όλας τας αρετάς με τόσην άκραν τελειότητα, όσην δεν κατώρθωσαν άλλοι μίαν μόνην αρετήν μετρίως. Διότι ποίον από τα κατορθώματα της Αγίας δεν είναι αξιοθαύμαστον; Το φόρεμα και το σώμα της το λερωμένον και άπλυτον, όπου έλαμπεν μόνον από την αρετήν; Ή η ψυχή της, ήτις διετήρει το σώμα σχεδόν χωρίς τροφήν ωσάν άϋλον; Ή δια να ειπώ καλύτερα, το σώμα εκείνο όπου εβιάσθη να νεκρωθή και προ του χωρισμού, δια να λάβη ελευθερίαν η ψυχή και να μην εμποδίζεται από τας αισθήσεις; Ή αι άγρυπνοι νύκτες και η ψαλμωδία και η στάσις όπου ήρχιζεν από ημέραν και ετελείωνεν εις την άλλην ημέραν; Ή η χαμαικοιτία, ήτις ετράχυνε παρά φύσιν την απαλότητα των μελών της; Ή αι πηγαί των δακρύων, όπου εσπείροντο από θλίψιν, δια να θερίσουν με αγαλλίασιν τους καρπούς; Ή η νυκτερινή βοή, η οποία ανήρχετο υπεράνω των νεφελών και έφθανεν έως τον ουρανόν; Ή η θερμότης του πνεύματός της, όπου δεν υπελόγιζε παντελώς ούτε τους κόπους τους νυκτερινούς, ούτε τας ψυχρότητας του αέρος, ούτε το παράκαιρον της νυκτός, δια την επιθυμίαν προς την προσευχήν; Ή η γυναικεία φύσις, η οποία ενίκησε την ανδρικήν, δια να αγωνισθή τον κοινόν αγώνα της σωτηρίας, ίνα φανερώση ότι η διαφορά των ανδρών από τας γυναίκας είναι κατά το σώμα μόνον και όχι κατά την ψυχήν; Ή η εγκράτεια της Αγίας, ήτις ενίκησε την πικράν γεύσιν της προμήτορος Εύας, την αμαρτίαν, τον πλάνον όφιν, τον διάβολον και τον θάνατον; Ή η ζωοποιός νέκρωσίς της, η τιμήσασα την μέχρι δούλου μορφής ταπείνωσιν του Χριστού και τα πάθη Του; Πως είναι δυνατόν να αριθμήση τις όλα τα κατορθώματα της μακαρίας Γοργονίας; Αλλά καλόν είναι να προσθέσωμεν εις την διήγησιν των αρετών της και τας αντιδόσεις και τους μισθούς, τους οποίους έλαβε παρά Θεού, του δικαίου μισθαποδότου, όταν ήτο ακόμη ζωντανή εις την παρούσαν ζωήν. Εκάθητο μίαν φοράν η Αγία επάνω εις άμαξαν, την οποίαν έσυρον ημίονοι, και καθώς επήγαιναν εις τον δρόμον, δεν γνωρίζω πως, εξηγριώθησαν αι ημίονοι έξαφνα και έτρεξαν με τόσην ορμήν, ώστε ανετράπη η άμαξα και εκρημνίσθη η Αγία· πλην δεν έμεινεν εις τον τόπον εις τον οποίον έπεσεν, αλλά περιεπλέχθη εις την άμαξαν και ομού με αυτήν εσύρετο από τας ημιόνους τόσον, ώστε κατεκόπησαν τα μέλη του σώματός της και κατασυνετρίβησαν τα οστά της· και τούτο το συμβεβηκός επροξένησε μεγάλον σκάνδαλον εις τους απίστους, πως τάχα άφησεν ο Θεός μίαν τοιαύτην Αγίαν γυναίκα να πάθη τοιούτον κακόν. Αύτη δε η μακαρία, με όλον ότι είχε τόσην ανάγκην θεραπείας, δεν ηθέλησε να προσκαλέση ιατρόν εις επίσκεψίν της, δια να μη ίδη ξένος άνδρας το σώμα της. Αλλ’ είχεν όλην την ελπίδα της εις τον Θεόν, ο οποίος, κρίμασιν οις οίδε, την άφησε να πάθη και έπειτα να την ιατρεύση· όθεν και κατά την χρηστήν ελπίδα, την οποίαν είχεν, ούτω συνέβη και το γεγονός και ιατρεύθη με τελειότητα χωρίς ιατρόν και τρόπον τινά εφάνη, ότι ο Θεός εσυγχώρησε να πάθη η Αγία ως άνθρωπος δια να ιατρευθή παραδόξως και υπέρ άνθρωπον, και να δοξασθή με το θαύμα τούτο, το οποίον όλους έκαμε να θαυμάσουν, μάλιστα δε εκείνους οι οποίοι εσκανδαλίσθησαν πρότερον. Διότι εις όλους διεδόθη και ηκούσθη το θαύμα τούτο κηρύσσεται και ομού με τα άλλα θαυμάσια του Θεού. Άλλοτε πάλιν ησθένησεν η Αγία, η δε ασθένειά της ήτο ασυνήθιστος και αλλόκοτος, διότι είχε μίαν πύρωσιν και καύσιν εξαφνικήν όλου του σώματός της και ήτο ωσάν ένας βρασμός και άναψις του αίματος. Έπειτα ηκολούθει πάγωσις και ψύχρα του αίματος, αιμωδίασμα, κιτρινάδα, χαύνωσις του νοός και παράλυσις των μελών του σώματός της. Το πάθος αυτό ηκολούθει συχνά, ενίοτε δε πολύ συχνά, χωρίς αι τέχναι των ιατρών να είναι ικαναί εις θεραπείαν του πάθους, αν και έβαλαν όλην αυτών την επιμέλειαν, ούτε τα πολλά δάκρυα των γονέων της, ούτε αι κοιναί δεήσεις και παρακλήσεις προς τον Θεόν όλου του πλήθους. Διότι όλων ήτο ωφέλεια η υγεία της Αγίας, ενώ αντιθέτως ενόμιζαν κοινόν πάθος και βλάβην την ασθένειάν της. Τι κάμνει λοιπόν η θεία Γοργονία; Αφ’ ου πλέον απηλπίσθη από κάθε άλλην βοήθειαν, κατέφυγεν εις τον Θεόν τον κοινόν ιατρόν. Ηγέρθη λοιπόν κατά την νύκτα, ότε δεν ήτο τις να την εμποδίση, επειδή την είχεν αφήσει ολίγον το πάθος και επήγε και προσέπεσε μετά πίστεως εις το άγιον Θυσιαστήριον επικαλουμένη μεγαλοφώνως εις βοήθειαν τον Θεόν, τον τιμώμενον επάνω εις αυτό, και ενθυμίζουσα τας δυνάμεις και τα θαύματα, τα οποία έκαμε κατά διαφόρους καιρούς εις ευεργεσίαν των ανθρώπων. Τέλος πάντων μιμείται την ευαγγελικήν αιμορροούσαν, η οποία ως ήγγισεν εις το ένδυμα του Χριστού, εξήρανεν ούτος την πηγήν του αίματος· και τι κάμνει; Ήγγισε και αυτή την κεφαλήν της εις την Αγίαν Τράπεζαν· και με την αυτήν φωνήν και τα αυτά δάκρυα, με τα οποία έβρεξεν η πόρνη εκείνη τους πόδας του Χριστού, έβρεχε και αυτή την Αγίαν Τράπεζαν λέγουσα, ότι δεν θέλει αναχωρήσει εκείθεν, έως ότου λάβη την υγείαν της. Αλείφουσα έπειτα με τα δάκρυά της όλον το σώμα της, ω! του θαύματος! παρευθύς έλαβε την υγείαν της και επέστρεψεν εις τον οίκον της, ελαφρωμένη κατά τε το σώμα και την ψυχήν, αλλά και κατά το νουν, ως λαβούσα τον μισθόν της ελπίδος της και επιτυχούσα με την ευρωστίαν της ψυχής την υγείαν του σώματος. Τοιαύτη εστάθη η ζωή της μακαρίας Γοργονίας. Οποίον δε το τέλος; Επεθύμει τον θάνατον η ευλογημένη, δια την πολλήν παρρησίαν και το θάρρος, το οποίον είχεν εις τον Χριστόν και δια τούτο αντί των γηϊνων επροτίμα να είναι μαζί με Αυτόν.  Όθεν δεν απέτυχε ταύτης της ενθέου και υψηλής ελπίδος της. Αλλά τι ακολουθεί; Ακούσατε. Ύστερα από πολλήν αγρυπνίαν, την οποίαν έκαμε δεομένη περί τούτου προς τον Κύριον, της ήλθεν ύπνος γλυκύτατος και εκεί εις τον ύπνον βλέπει οπτασίαν, η οποία της εφανέρωνε πότε και ποίαν ημέραν έμελλε να αποθάνη και να απέλθη προς Κύριον· τούτο δε οικονομεί ο Θεός εις τους δούλους του τους αγαπώντας Αυτόν, δια να ετοιμάζωνται και να μη ταραχθώσιν όταν έλθη ο θάνατος έξαφνα. Δεν είχεν όμως ανάγκην η Αγία από ετοιμασίαν, επειδή προ ολίγου είχε λάβει την κάθαρσιν, δια της τελειώσεως του Αγίου Βαπτίσματος· ή, να είπωμεν το αληθέστερον, όλη η ζωή της ήτο κάθαρσις και τελείωσις· διότι, την μεν αναγέννησιν την είχεν εκ της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, δια μέσου του Αγίου Βαπτίσματος, την δε ασφάλειαν και βεβαιότητα της σωτηρίας της από τας αρετάς και από τα καλά και θεάρεστα έργα, τα οποία έως τότε ετέλεσε και επάνω εις τα οποία ωσάν σφραγίδα και τέλος πάντων έβαλε το  Άγιον Βάπτισμα· ένα μόνον της έλειπε και αυτό επόθει να ετοιμάση και να προσθέση εις όλα της τα καλά· ποίον; Να βαπτίση και τον άνδρα της, δια να μη μείνη κανένα της πράγμα ατελές, αλλά να υπάγη κατά πάντα τετελειωμένη εις τον Χριστόν· αυτό εδέετο και εζήτει και δεν απέτυχε του ζητουμένου, το οποίον έλαβε παρά Θεού του ποιούντος το θέλημα των φοβουμένων Αυτόν. Αφ’ ου λοιπόν τα είχε πλέον όλα ως τα εφρόντισε και κανένα δεν έλειπεν από όσα επόθει, επλησίασε δε η διωρισμένη ημέρα του θανάτου της, τότε ητοιμάσθη προς θάνατον και την προς τον Χριστόν εκδημίαν και ασθενήσασα έπεσεν εις το κρεββάτι, κατά τους νόμους της φύσεως. Αφού δε παρήγγειλεν εις τον άνδρα της, εις τα τέκνα της και εις τους φίλους της όσα παραγγέλματα είναι ακόλουθον να ειπή μία φίλανδρος, φιλότεκνος και φιλάδελφος γυνή, φιλοσοφήσασα καλώς και διδάξασα δια την ουράνιον πολιτείαν και αφού έκαμεν ωσάν ημέραν πανηγύρεως, με την εις πάντας διδασκαλίαν της, την τελευταίαν ημέραν της ζωής της, εκοιμήθη και απήλθεν η μακαρία ψυχή της εις τα ουράνια, κατά μεν τους χρόνους της ζωής όχι τόσον γραία, διότι ουδέ το ήθελε να ζήση και να ευρίσκεται πολλούς χρόνους μακράν από τον Κύριον, κατά δε τα καλά και τας αρετάς πλουτισμένη περισσότερον από άλλους πολλούς, οι οποίοι έφθασαν εις γήρας βαθύ. Αλλά καλόν είναι και ωφέλιμον να προσθέσωμεν και εκείνο το οποίον ηκολούθησεν εις το τέλος της. Εκείτετο, καθώς είπομεν, εις το κρεββάτι και ανέπνεε τας τελευταίας αναπνοάς, γύρω της δε ήσαν πολλοί συγγενείς και ξένοι λυπούμενοι δια τον χωρισμόν της· και άλλοι μεν επεθύμουν να ακούσουν από αυτήν τίποτε αξιόλογον δια να το διηγούνται ύστερον, άλλοι δε ήθελαν να είπουν τίποτε αρμόδιον εις εκείνην την ώραν. Όμως κανείς δεν αποτολμούσεν, αλλά η λύπη και ο πόνος της καρδίας των ήσαν αθεράπευτα και τα δάκρυά των έτρεχαν, χωρίς να ακούεται φωνή, διότι δεν τους εφαίνετο εύλογον να τιμούν με θρήνους εκείνην, η οποία εχωρίζετο από τον κόσμον με τα σημεία της αγιότητος, εστέκοντο δε όλοι με βαθείαν σιωπήν, ωσάν να ετελείτο θείον τι Μυστήριον· η δε Αγία εκείτετο, κατά το φαινόμενον ακίνητος, άφωνος και χωρίς πνοήν, ότε ο κοινός ποιμήν, ήτοι ο πατήρ αυτής, όστις εστέκετο εκεί πλησίον και παρετήρει αυτήν, βλέπων, ότι εκινούσεν ολίγον τα χείλη της, έβαλεν εκεί το αυτίον του με την ελπίδα, ότι θέλει ακούσει σπουδαίον τι, και πράγματι ήκουσε την Αγίαν λέγουσαν ένα στίχον από τους Ψαλμούς του Δαυίδ, αρμόδιον εις εκείνην την ώραν, ήτοι το «Εν ειρήνη επί το αυτό κοιμηθήσομαι και υπνώσω» (Ψαλμ. δ: 9), τούτο δε δεν ήτο άλλο παρά μία φανερά μαρτυρία και απόδειξις της παρρησίας και της Αγιότητος με την οποίαν η μακαρία Γοργονία εξεδήμησε και απήλθε προς τον Χριστόν. Ου τω απείρω ελέει, δια πρεσβειών της Αγίας, αξιωθείημεν και ημείς, οι αμαρτωλοί και κατάκριτοι, αγαθού και σωτηρίου τέλους, εν μετανοία και εξομολογήσει, ίνα δοξάζωμεν μετά των σεσωσμένων την άκραν αυτού αγαθότητα, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. 

Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2017

Τη αυτή ημέρα ΚΓ΄ (23η) του Σεπτεμβρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΖΕΒΙΝΑ και των μαθητών αυτού και Οσίων Πατέρων ημών ΠΟΛΥΧΡΟΝΙΟΥ, ΜΩΥΣΕΩΣ και ΔΑΜΙΑΝΟΥ.

Ζεβινάς, Πολυχρόνιος, Μωϋσής και Δαμιανός οι Όσιοι Πατέρες ήσαν και ούτοι εκ της Συρίας, αναφέρει δε και τούτους ο σύγχρονος αυτών Θεοδώρητος. Και ο μεν θείος Ζεβινάς, κατασκευάσας επί όρους τινός κελλίον, υπεβάλλετο εν αυτώ εις ασκητικούς αγώνας μέχρι γήρατος. Υπερέβαλε δε όλους τους Οσίους του καιρού του κατά την υπομονήν, την οποίαν είχεν εν τη αγία προσευχή, ούτως ώστε, επειδή ένεκα του γήρατος δεν ηδύνατο να προσεύχηται όρθιος, προσηύχετο και εδοξολόγει τον Θεόν, ο αοίδιμος, στηριζόμενος επί της βακτηρίας του. Ζήσας όθεν με θαυμασίαν και θεάρεστον ζωήν, ανεχώρησεν από τον παρόντα βίον και απήλθε προς Κύριον. Ο θείος Πολυχρόνιος έγινε μαθητής του Οσίου Ζεβινά, τόσον δε πολύ εμιμήθη τας αρετάς του διδασκάλου του και τόσον καθαρώς ετύπωσεν εις εαυτόν τους χαρακτήρας εκείνου, όσον ούτε εις τον κηρόν δεν τυπούνται τόσον καλώς ο τύπος του δακτυλιδίου. Διότι το ίδιον στάσιμον και αδιάλειπτον της εκείνου προσευχής μετεχειρίζετο και ούτος, σίδηρα όμως δεν ηθέλησε να φορέση καθώς και ο Ζεβινάς, φοβούμενος μήπως η ψυχή του υπερηφανευθή δια τούτο· αντί όμως των σιδήρων, διέταξε και του έφεραν ρίζαν δένδρου βαρυτάτην, την οποίαν εφορτώνετο την νύκτα επί των ώμων του και ούτω φορτωμένος προσηύχετο· αν δε ήθελε κτυπήσει τις εις το κελλίον του, έκρυπτε την ρίζαν εις απόκρυφον τόπον, ίνα αποφύγη τον έπαινον και την δόξαν των ανθρώπων. Εκ των τοιούτων αγώνων έλαβε Χάριν των θαυμάτων παρά Θεού ο τρισόλβιος και δια προσευχής του διέλυσέ ποτε ξηρασίαν και κατεβίβασε βροχήν· και ελαιοδοχείον κενόν επλήρωσε ελαίου. Ταύτα και άλλα θαυμάσια ποιήσας, προς Κύριον εξεδήμησεν. Οι δε άλλοι δύο Όσιοι, ο Μωυσής και ο Δαμιανός, εχρημάτισαν και αυτοί μαθηταί του αυτού θείου Ζεβινά, αλλ’ ο μεν Μωυσής έμεινε μέχρι τέλους πλησίον του Οσίου Ζεβινά, προσφέρων εις αυτόν, ως εις πατέρα και κύριόν του, πάσαν υπακοήν και υπηρεσίαν και μορφώνων εις εαυτόν ως εν κατόπτρω την αρετήν, ήτις ήστραπτεν εκ της ιεράς ψυχής του μακαρίου εκείνου γέροντος, ο δε Δαμιανός, μεταχειρισθείς πρότερον ως διδάσκαλον της μοναδικής πολιτείας τον Όσιον Πολυχρόνιον, επήγε κατόπιν εις κώμην τινά εκεί πλησίον, Νιαρά καλουμένην, και ευρών έξωθεν αυτής μικρόν κελλίον εισήλθεν εις αυτό και μετεχειρίζετο την ιδίαν πολιτείαν του διδασκάλου του Πολυχρονίου. Ώστε, όστις καλώς εγνώριζεν αφφοτέρους, τον τε Πολυχρόνιον και τον Δαμιανόν, έπειτα δε έβλεπε μόνον τον Δαμιανόν, ενόμιζεν ότι βλέπει ομού και τον Πολυχρόνιον και θεωρεί την του Πολυχρονίου ψυχήν, ηνωμένην με το σώμα του Δαμιανού, επειδή και εις τους δύο έλαμπε η αυτή απλότης, η αυτή πραότης, η αυτή γλυκύτης της ομιλίας, η αυτή νήψις και προσοχή της ψυχής, η αυτή κατανόησις του Θεού, ο αυτός κόπος και η αγρυπνία και η τροφή και η ακτημοσύνη, διότι το κελλίον του Οσίου Δαμιανού άλλο τι δεν περιείχεν, ειμή φακήν βεβρεγμένην. Τόσην ωφέλειαν απέκτησεν εκ της συναναστροφής του θείου Πολυχρονίου. Ούτως λοιπόν εναρέτως έως τέλους πολιτευόμενοι οι Άγιοι ούτοι απήλθον προς Κύριον. 

Σάββατο 25 Νοεμβρίου 2017

Τη αυτή ημέρα ΚΓ΄ (23η) του Σεπτεμβρίου, μνήμη των Οσίων Πατέρων ημών ΙΩΑΝΝΟΥ, ΜΩΗΣΕΩΣ, ΑΝΤΙΟΧΟΥ και ΑΝΤΩΝΙΝΟΥ.

Ιωάννης, Μωϋσής, Αντίοχος και Αντωνίνος οι Όσιοι Πατέρες ημών ηγωνίζοντο εις τα όρη της Συρίας κατά τον Ε΄ αιώνα. Και ο μεν Ιωάννης έγινε μαθητής και γνώριμος του Οσίου Λιμναίου, όστις ησκήτευσεν εις το όρος Τάργαλα, ως προείπομεν κατά την κβ΄ (22αν) του παρόντος μηνός. Είτα αναβάς εις τινα ράχιν αυτού ψυχροτάτην, ήτις έκειτο εις το βόρειον μέρος, διήλθεν εκεί εικοσιπέντε έτη, ασκεπής και άστεγος· η δε τροφή του ήτο άρτος και άλας, εφόρει ένδυμα από τρίχας αιγός, είχε δε το σώμα του δεδεμένον με βαρύτατα σίδηρα, υπό των οποίων καταβαρυνόμενος και υπό των ακτίνων του ηλίου καταφλεγόμενος δεν ηθέλησε ποτέ να έχη, ο γενναίος ούτος αγωνιστής, ουδεμίαν άνεσιν και παρηγορίαν από τας κακοπαθείας ταύτας. Όθεν και αμυγδαλήν τινα, την οποίαν εφύτευσεν γνώριμός του πλησίον της κλίνης του, και η οποία μετά καιρόν έγινεν δένδρον σκιερόν, διέταξε και την έκοψαν, ίνα μη απολαμβάνη εκ της σκιάς της ουδεμίαν ανακούφισιν. Με τοιούτον λοιπόν τρόπον αγωνιζόμενος ο Όσιος ούτος Ιωάννης προς Κύριον εξεδήμησεν. Ο δε μακάριος Μωϋσής, μιμηθείς την ζωήν του ρηθέντος Οσίου Ιωάννου, ανέβη εις τινα κορυφήν ονομαζομένην Ραμά και εκεί ηγωνίζετο ασκητικούς αγώνας. Ο αοίδιμος πάλιν Αντίοχος, καίτοι γέρων την ηλικίαν, εις μεγάλην άσκησιν υπεβάλλετο, ομοίως και ο τρισόλβιος Αντωνίνος, όστις, γέρων ων, έκτισε περιτείχισμα τι εις ερημότατον τόπον και εκεί ηγωνίζετο παρομοίως με τους νέους. Αμφότεροι δε οι Όσιοι ούτοι έτρωγον την αυτήν με τους νέους τροφήν, δηλαδή άρτον και άλας, επίσης και το αυτό ποτόν των νέων έπινον, ήτοι το ύδωρ, το αυτό μετ’ εκείνων τρίχινον ένδυμα εφόρουν και τας αυτάς μετ’ εκείνων αγρυπνίας και προσευχάς εποίουν. Αλλά δια να είπωμεν εν γενικαίς γραμμαίς και οι τέσσαρες ούτοι Όσιοι ευρίσκοντο πάντοτε εις πόνους και κόπους, καθ’ όλην την ημέραν και καθ’ όλην την νύκτα και ούτε η πολυκαιρία της ασκήσεως ούτε το γήρας ούτε η ασθένεια της φύσεως ωλιγόστευσε την υπομονήν και ανδρείαν των, διότι είχον εν τη καρδία των ένθεον έρωτα και προθυμίαν να κοπιάζωσι δια τον Θεόν και να αγωνίζωνται. Όθεν, με τοιούτους αγώνας διελθόντες την ζωήν των, εν ειρήνη παρέδωκαν τας ψυχάς των εις χείρας Θεού. 

Παρασκευή 24 Νοεμβρίου 2017

Τη ΚΓ΄ (23η) του αυτού μηνός Φεβρουαρίου, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ Επισκόπου Σμύρνης.

Πολύκαρπος ο ένδοξος Ιερομάρτυς του Χριστού ήτο γέννημα και θρέμμα της πόλεως Εφέσου, εις την οποίαν εγεννήθη περί το έτος ξη΄ (68) μ.Χ. Οι γονείς του ήσαν πλουσιώτατοι, αλλ’ ευσεβείς και ελεήμονες· ο πατήρ του ωνομάζετο Παγκράτιος και η μήτηρ του Θεοδώρα. Τούτους διέβαλον εις τον εξουσιαστήν της Εφέσου Μαρκίωνα, ότι ήσαν Χριστιανοί· όθεν έστειλεν εκείνος στρατιώτας, οίτινες τους παρουσίασαν έμπροσθέν του, ήτο δε τότε η Θεοδώρα έγκυος εις τούτον τον Άγιον. Λέγει δε τότε προς αυτούς ο Μαρκίων· «Διατί δεν υπακούετε σεις εις τους βασιλικούς ορισμούς, αλλά καταφρονείτε τους μεγάλους θεούς και προσκυνείτε τον Χριστόν»; Οι γονείς του Αγίου απεκρίθησαν, χωρίς καθόλου να δειλιάσουν· «Ημείς, ω εξουσιαστά, εδιδάχθημεν από τους Αποστόλους του Κυρίου μας να πιστεύωμεν και να προσκυνούμεν τον αληθινόν Θεόν, τον Ποιητήν του ουρανού και της γης, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, εις του οποίου το όνομα εβαπτίσθημεν και αυτόν ομολογούμεν και κηρύττομεν· τα δε άψυχα και αναίσθητα είδωλα, τα οποία έχετε σεις δια θεούς, ημείς τα αποστρεφόμεθα και τα εξουθενούμεν». Ταύτα ακούσας ο εξουσιαστής και θυμωθείς σφόδρα επρόσταξε τους στρατιώτας να ρίψωσιν αυτούς κατά γης και να τους δείρωσι δυνατά· τούτου δε γενομένου τους έβαλον εις την φυλακήν όπου έμειναν καιρόν πολύν ανεπιμέλητοι από κάθε ανθρωπίνην βοήθειαν, ταλαιπωρούμενοι με πείναν και δίψαν και κάθε άλλην κακοπάθειαν, εντός δε της φυλακής εγέννησεν η μακαρία Θεοδώρα τον Άγιον. Ο δε Πανάγαθος Θεός, όστις γινώσκει τα πάντα προτού να γίνουν, προβλέπων, ότι ο εξουσιαστής μέλλει να ζητήση το βρέφος, δια να το αναθρέψη και να το διδάξη την ιδικήν του πλάνην, εξαπέστειλε τον Άγγελον αυτού εις την φυλακήν και πρώτον μεν εθεράπευσε τους γονείς του βρέφους εκ των πληγών, τας οποίας είχον από τους δαρμούς, κατόπιν δε τους ενεδυνάμωσε και προείπεν εις αυτούς, ότι ο εξουσιαστής μέλλει να τους θανατώση και να μη δειλιάσωσι τον υπέρ Χριστού θάνατον, διότι θέλουν στεφανωθή με τον στέφανον του Μαρτυρίου και να κληρονομήσωσι την ουράνιον Βασιλείαν. Έπειτα παραλαβών το βρέφος το επήγεν εις γυναίκα τινά χήραν πλουσιωτάτην και Χριστιανήν, παραγγείλας εις αυτήν να το βαπτίση, να το αναθρέψη με κάθε επιμέλειαν και να μη το ομολογήση εις ουδένα. Ταύτα δε ειπών έγινεν άφαντος. Ο δε παράνομος Μαρκίων, ζητών το βρέφος, ηρεύνα με πολλήν επιμονήν ημέρας πολλάς, αλλά μη ευρίσκων αυτό, ήναψεν όλος από θυμόν και εβασάνιζε σκληρώς τους γονείς του Αγίου. Τέλος πάντων, βλέπων το αμετάθετον της γνώμης των, ότι κατ’ ουδένα τρόπον δεν ηρνούντο τον Χριστόν, τους απεφάσισεν εις θάνατον. Όθεν παραλαβόντες τους Αγίους οι στρατιώται τους ωδήγησαν έξω της Εφέσου επάνω εις εν ύψωμα και εκεί τους απεκεφάλισαν, άφησαν δε εκεί τα λείψανά των να τα φάγουν τα θηρία· αλλά ματαίως εκοπίαζεν ο αλιτήριος Μαρκίων, διότι κανέν θηρίον δεν επλησίασεν εις τα τίμια λείψανα των Αγίων Μαρτύρων· μετά δε ταύτα επήγαν κρυφίως οι Χριστιανοί και τα ενεταφίασαν μετ’ ευλαβείας, ως έπρεπεν. Η δε ευσεβεστάτη εκείνη χήρα, εις την οποίαν ωδήγησε το βρέφος ο Άγγελος, το εβάπτισε και το ωνόμασε Παγκράτιον, εις το όνομα του πατρός του, το ανέτρεφε δε ως γνήσιον τέκνον της. Όταν ήλθε τούτο εις ηλικίαν δεκτικήν μαθημάτων, το έβαλεν εις το σχολείον, όπου εις ολίγον καιρόν έμαθεν όλην την Εκκλησιαστικήν Ακολουθίαν· επειδή δε είχεν εξ αρχής φρονήματα γέροντος δεν κατεγίνετο εις παιδαριώδη καμώματα, ωσάν τα άλλα παιδία, αλλά συνανεστρέφετο με σοφούς και εναρέτους άνδρας, γινόμενος ακροατής όλων των καλών και ψυχωφελών διδαγμάτων αυτών και εμιμείτο τα ένθεα παραδείγματά των, ως υιός δε Μαρτύρων εσπούδαζε με όλην την προθυμίαν να τους μιμηθή, κατά το δυνατόν, εις την αγάπην του Θεού και κατόπιν εις όλας τας αρετάς· ηγωνίζετο δε να έχη αγάπην με όλους, ταπείνωσιν, ιλαρότητα, εγκράτειαν, σωφροσύνην και κάθε είδους αρετήν, αγαπών εξόχως την ελεημοσύνην· δια τούτο ωνομάσθη Πολύκαρπος. Και ακούσατε να θαυμάσητε. Η θεοφιλής εκείνη γυνή, η οποία τον ανέθρεψεν, ήτο πολύ πλουσία, ως είπομεν, είχε δε μεταξύ των άλλων πολλάς αποθήκας γεμάτας από σιτάρι και κάθε είδους καρπόν της γης, διότι είχε πολλά υποστατικά. Ως ελεήμων δε που ήτο ο μακάριος Παγκράτιος και πολύ συμπαθητικός, έδιδε πλουσιοπάροχα εις τους πτωχούς, κρυφίως από την ψυχομητέρα του, έως ότου άδειασεν όλας τας αποθήκας. Εν μιά δεμιαν ημερών επήγεν η μήτηρ αυτού να βγάλη σιτάρι· και ευρίσκουσα κενάς τας αποθήκας εθαύμασεν, ηννόησεν όμως ότι ο Παγκράτιος τας εξεκένωσε, διότι εγνώριζε την αγαθήν του προαίρεσιν, ως και την ευσπλαγχνίαν την οποίαν είχε δια τους πτωχούς. Εν τούτοις έστρεψε και τον εκοίτταξε με άγριον βλέμμα, αυτός δε, με χαροποιόν πρόσωπον, είπε προς αυτήν· «Ας υπάγωμεν, κυρία, μαζί εις τας αποθήκας δια να ίδωμεν». Δεν ηθέλησεν όμως να υπάγη εκείνη, επειδή προ ολίγου τας είδε κενάς. Τότε επήγε μόνος ο Άγιος, έκαμε προσευχήν εις τον πολυεύσπλαγχνον Θεόν και, ω του θαύματος! παρευθύς εγέμισαν όλαι αι αποθήκαι από όλους τους καρπούς. Προσκαλέσας όθεν την μητέρα του, της είπε μετά χαράς· «Έλα, κυρία μου, εις τας αποθήκας, δια να ιδής την δύναμιν και την Χάριν του Θεού». Καθώς δε επήγεν η γυνή και είδε τας αποθήκας γεμάτας από καρπούς και όλα τα δοχεία γεμάτα από έλαιον και οίνον, εδόξασε μεγαλοφώνως τον πλουσιόδωρον Θεόν και καταφιλούσα τον ευλογημένον Παγκράτιον, του είπε· «Τέκνον μου αγαπητόν, από της σήμερον δίδε όσον θέλεις εις τους πτωχούς και πλέον δεν θέλω σε ονομάζει Παγκράτιον, αλλά Πολύκαρπον». Ούτως επεκράτησε το όνομα αυτό εις τον Άγιον. Έχων λοιπόν την άδειαν ο μακάριος, εμοίραζε πλουσιοπάροχα εις τους έχοντας ανάγκην τους καρπούς, αι δε αποθήκαι, θείω ελέει, δεν εξεκενούντο ποτέ· διότι ο Θεός, βλέπων την αγαθήν γνώμην του Αγίου, επλήθυνε τους καρπούς. Κατ’ εκείνον τον καιρόν ενέσκηψε πείνα μεγάλη εις την χώραν της Εφέσου. Τότε ο αξιομακάριστος Πολύκαρπος έδειξε την μεγάλην του ευσπλαγχνίαν και συμπάθειαν, όχι μόνον εις τους πτωχούς, αλλά και εις τους πλουσίους· διότι πολλοί, αν και είχον πλούτον πολύν, μη ευρίσκοντες όμως να αγοράσουν τα προς συντήρησιν εκινδύνευον από την πείναν· εις τούτους έδιδε πλουσιοπαρόχως ο Άγιος· και γενικώς, όλοι όσοι είχον στενοχωρίαν έλεγον· «Ας υπάγωμεν εις τον ελεήμονα Πολύκαρπον». Όθεν προσέτρεχον εις αυτόν καθ’ εκάστην ημέραν πλήθος πτωχών και πλουσίων και δεν εδίωκε ποτέ κανένα με τας χείρας κενάς, αλλά όλους τους εδέχετο με πολλήν ευσπλαγχνίαν, ευεργετών ένα έκαστον κατά την ανάγκην του. Όταν ο Άγιος έγινεν είκοσι πέντε ετών, ήκουσεν ότι ο Ιωάννης ο Θεολόγος εκήρυττε το Ευαγγέλιον εις τα άλλα μέρη της Ασίας και έχων πόθον πολύν να τον απολαύση, έλαβε την άδειαν και την ευχήν της μητρός του και επήγεν εις τον θείον Ιωάννην, μαζί με τον οποίον ήτο και ο θεοφόρος Ιγνάτιος και ο μακάριος Βουκόλος. Τούτον ηκολούθησε και ο ευλογημένος Πολύκαρπος και περιπατών μαζί των από τόπου εις τόπον και από χώρας εις χώραν, εδοκίμαζε μεγάλας κακοπαθείας, υποφέρων πείναν, δίψαν, γυμνότητα και κάθε άλλην στενοχωρίαν δια να κηρύττη τον λόγον του Χριστού, ως άλλος Απόστολος. Αφ’ ου παρήλθεν αρκετός καιρός, ήλθεν ορισμός από τον βασιλέα της Ρώμης Δομετιανόν να εξορισθή ο θείος Ιωάννης ο Θεολόγος εις την νήσον Πάτμον, επειδή ηκούσθη, ότι μετέστρεφε τους ειδωλολάτρας εις την πίστιν του Χριστού. Όταν δε επρόκειτο να υπάγη εις την εξορίαν, εχειροτόνησε τον μακάριον Βουκόλον Αρχιερέα της Σμύρνης, του έδωκε δε και τον Άγιον Πολύκαρπον να τον έχη συνοδείαν. Ούτως, αποχαιρετήσας αυτούς ο Απόστολος, επήρε μαζί του τον Πρόχωρον και επήγεν εις την Πάτμον. Ελθόντες λοιπόν εις την Σμύρνην ο Άγιος Βουκόλος μαζί με τον ιερόν Πολύκαρπον, τον εχειροτόνησεν Ιερέα, με όλον όπου δεν ήθελε κατ’ ουδένα τρόπον, προφασιζόμενος ότι δεν είναι άξιος· αλλ’ ο μακάριος Βουκόλος, βλέπων τας αρετάς του και τα θεία του κατορθώματα, τον ανεβίβασεν ακόμη και εις το αξίωμα του ορφανοτρόφου· τόσον δε ταπεινόφρων ήτο ο μακάριος, ώστε δεν ηθέλησε ποτέ καμμίαν προτίμησιν, ούτε εις τας συνάξεις των Ιερέων εκάθητο κατά την τάξιν του, αλλά πάντοτε εκάθητο κατώτερα απ’ όλους, ωσάν εις ταπεινός άνθρωπος. Βλέπων όμως ο Θεός την πολλήν του ταπείνωσιν, τον ύψωσε και τον εδόξασε, καθώς επαγγέλλεται· διότι, προγνωρίσας ο μακάριος Βουκόλος τον θάνατόν του, εσύναξεν όλους τους Επισκόπους της επαρχίας, όλον τον Κλήρον και πάντας τους Χριστιανούς και εφανέρωσε τον θάνατόν του, ειπών ότι εξέλεξε διάδοχόν του τον Άγιον Πολύκαρπον. Τούτον εδέχθησαν μετά μεγάλης χαράς οι Επίσκοποι, οι Κληρικοί και όλος ο λαός, εχειροτονήθη λοιπόν παρά την θέλησίν του ο Ιερός Πολύκαρπος Αρχιερεύς της Σμύρνης. Λαβών λοιπόν ο Άγιος το μέγα τούτο και πολύτιμον φορτίον της Αρχιερωσύνης, εποίμαινε τα λογικά του Χριστού πρόβατα με πολλήν επιμέλειαν εις νομάς σωτηρίους των θείων εντολών, διδάσκων καθ’ εκάστην τον λόγον του Ευαγγελίου και τύπος γινόμενος δια των έργων παντός αγαθού. Δεν έπαυε δε νύκτα και ημέραν να επισκέπτεται το ποίμνιόν του· εδυνάμωνε τους αδυνάτους, παρηγορούσε τους τεθλιμμένους, εθεράπευε τους ασθενούντας, εκυβέρνα τα ορφανά, ελεούσε τους πτωχούς και εβοηθούσε όλους τους Χριστιανούς κατά την ανάγκην εκάστου. Επεμελείτο δε ιδίως πολύ, κρυφά ή φανερά, ως ηδύνατο, τους Μάρτυρας τους οποίους εβασάνιζαν εκείνον τον καιρόν οι τύραννοι, στερεώνων τούτους εις την πίστιν του Χριστού και δια να είπωμεν εν συντομία πρεπόντως ωνομάσθη Πολύκαρπος, διότι δεν έλειψε ποτέ από αυτόν ο ένθεος καρπός, αλλ’ ήτο ως θαυμάσιος λιμήν αχείμαστος δι’ όλους και μέγα καταφύγιον, όχι δε μόνον εις τους Χριστιανούς, αλλά και εις τους ειδωλολάτρας, τους οποίους ακαταπαύστως εδίδασκε, χωρίς καμμίαν δειλίαν, χωρίς κανένα φόβον, επιστρέφων πολλούς εις την πίστιν του Χριστού. Ετέλει δε και άπειρα θαύματα καθ’ εκάστην, από τα οποία θέλομεν διηγηθή ολίγα τινά εις πίστωσιν των πολλών. Και ακούσατε. Καιρόν τινά εξερράγη μεγάλη και φοβερά πυρκαϊά εις την Σμύρνην, και εκαίοντο όχι μόνον μέσα εις την πόλιν σπίτια και άνθρωποι, αλλά ακόμη και έξω εις τους αγρούς, εις τα σπαρτά, αμπέλια, δένδρα και ζώα, εκράτησε δε το κακόν αυτό επτά ημερονύκτια. Οι δε ανόητοι και εσκοτισμένοι ειδωλολάτραι επεκαλούντο εις βοήθειαν τους θεούς των, αλλά ματαίως εκοπίαζαν οι ταλαίπωροι· διότι όσον εκείνοι παρεκάλουν τα είδωλα, τόσον ο Θεός ωργίζετο εναντίον των και ηύξανε το πυρ περισσότερον. Όθεν οι Χριστιανοί προσέδραμον εις τον Άγιον, παρακαλούντες αυτόν να κάμη προσευχήν προς τον Κύριον δια να καταπαύση το πυρ. Ευσπλαγχνισθείς όθεν ο Άγιος έκαμε δέησιν εις τον Θεόν, δι’ ό,τι του εζήτησαν, έπειτα, ελέγχων τους ειδωλολάτρας, ότι αυτά τα κακά προέρχονται από την ασέβειάν των, με το να μη πιστεύουν εις τον αληθινόν Θεόν, εστράφη προς το πυρ και είπεν· «Εν τω ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, τον οποίον εγώ ο ανάξιος λατρεύω και προσκυνώ, σε προστάζω να παύσης ευθύς την ώραν ταύτην και να σβεσθής εντελώς». Και, ω του παραδόξου θαύματος! παρευθύς εσβέσθη τελείως το φοβερόν εκείνο πυρ και ηφανίσθη· οι δε παρεστώτες θαυμάσαντες εφώναξαν μεγαλοφώνως· «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών». Τότε πολλοί ειδωλολάτραι επίστευσαν εις τον Χριστόν και εβαπτίσθησαν εις δόξαν του αληθινού Θεού ημών. Εις δε από τους ειδωλολάτρας, άρχων μέγας, ονόματι Πετρώνιος, παρακινηθείς από τον πατέρα του διάβολον, όστις φθονεί πάντοτε το καλόν, έλεγε λόγια βλάσφημα κατά της Πίστεως των Χριστιανών και κατά του Αγίου. Παρευθύς δε εδαιμονίσθη ούτος και έπεσε κατά γης κυλιόμενος, αφρίζων και σπαράττων. Βλέποντες δε αυτόν τινές Χριστιανοί τον ελυπήθησαν και παρεκάλεσαν τον Άγιον να τον ιατρεύση· ούτος δε μιμούμενος τον Δεσπότην Χριστόν, ηυσπλαγχνίσθη αυτόν και τον εθεράπευσε διπλήν θεραπείαν, διότι επιτιμών το πονηρόν και ακάθαρτον πνεύμα, το εδίωξεν από τον Πετρώνιον, εκείνον δε εφώτισε κατά την ψυχήν, ώστε να γνωρίση την δύναμιν την οποίαν έχουν οι δούλοι του Χριστού, εκ της ευεργεσίας την οποίαν έλαβε. Τότε επίστευσεν εις τον Χριστόν και εβαπτίσθη μαζί με όλους τους ανθρώπους της οικίας του. Μετά τέσσαρας χρόνους από της πυρκαϊάς, περί της οποίας είπομεν, ηκολούθησε μεγάλη ανομβρία εις όλην την περιοχήν της Σμύρνης, ούτως ώστε εκινδύνευαν να αφανισθώσιν όλοι οι καρποί της γης, ευρίσκοντο δε οι άνθρωποι εις μεγάλην λύπην. Όθεν οι Χριστιανοί προσέτρεξαν πάλιν εις τον Άγιον και τον παρεκάλεσαν να τους βοηθήση. Ο δε Άγιος έκαμε τότε δέησιν προς Κύριον και, ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύ! έβρεξε τόση βροχή, ώστε εδρόσισεν όλους τους καρπούς· έλαβον όθεν μεγάλην παρηγορίαν οι άνθρωποι, δοξάζοντες τον Θεόν και ευχαριστούντες τον Άγιον. Αλλ’ επειδή δεν έπαυε και έβρεχεν ακαταπαύστως, πάλιν ο Άγιος με την προσευχήν του την κατέπαυσε. Από ταύτα τα ολίγα θαύματα του Αγίου, τα οποία διηγήθημεν, ας γνωρίση πας τις πόσην παρρησίαν είχεν εις τον Θεόν, διότι αρκετά είναι αυτά να φανερώσουν την αγιότητά του. Ας έλθωμεν λοιπόν εις το προκείμενον του λόγου, να διηγηθώμεν με βραχυλογίαν και το ένδοξον αυτού Μαρτύριον. Όταν εβασίλευεν εις την Ρώμην ο Αντωνίνος, εκινήθη μέγας διωγμός κατά της πίστεως του Χριστού, όλοι δε οι κατά πόλεις εξουσιασταί εβασάνιζαν ανηλεώς τους Χριστιανούς. Όθεν και ο εξουσιαστής της Σμύρνης έπραττε τα ίδια, τιμωρών απανθρώπως έως θανάτου όποιον Χριστιανόν εύρισκεν. Ήλθε δε εις τόσην μανίαν ο επάρατος, ώστε απεφάσισε να ζητήση και τον Άγιον Πολύκαρπον, ως Αρχιερέα των Χριστιανών. Τούτο ακούσας ο θείος Πολύκαρπος ουδόλως εταράχθη και ήθελε να μείνη εις την πόλιν. Οι Χριστιανοί όμως, θέλοντες να μη υστερηθούν τοιούτον άγιον ποιμένα, τον κατέπεισαν δια παντοίων τρόπον να αναχωρήση από την Σμύρνην. Ούτως ο Άγιος, αν και επόθει το Μαρτύριον, εν τούτοις αποβλέπων περισσότερον εις το συμφέρον των άλλων, κατά την εντολήν του θείου Αποστόλου Παύλου και όχι μόνον εις το ιδικόν του, ανεχώρησεν από την Σμύρνην και επήγεν εις εν χωρίον όχι μακράν από την πόλιν και εκεί διέτριβεν, ουδέν έτερον ποιών παρά προσευχόμενος νύκτα και ημέραν δι’ όλους τους Χριστιανούς και δι’ όλας τας Εκκλησίας του Χριστού, τας καθ’ άπασαν την οικουμένην ευρισκομένας. Ημέραν δε τινά, τρεις ημέρας προτού συλληφθή, προσευχόμενος εκοιμήθη μετά την προσευχήν του· και τότε είδεν εν οράματι, ότι επήρε φωτιάν το προσκεφάλαιόν του και εκάη. Εξυπνήσας δε είπε προφητικώς εις εκείνους, οι οποίοι ήσαν μαζί του, ότι πρόκειται να μεταλλάξη την παρούσαν ζωήν δια του πυρός χάριν της αγάπης του Χριστού. Επειδή δε οι υπηρέται του εξουσιαστού ανεζήτουν αυτόν με κάθε επιμέλειαν, εβιάσθη πάλιν από την αγάπην των αδελφών και επήγεν εις άλλο χωρίον· την ώραν όμως κατά την οποίαν ανεχώρησεν ο Άγιος έφθασαν οι στρατιώται, οι οποίοι τον εζήτουν, και μη ευρόντες αυτόν εκεί, συνέλαβον δύο παιδία και τα εβασάνιζαν δια να φανερώσουν που ευρίσκετο ο Άγιος· μη υποφέρον δε το εν παιδίον τα βάσανα, τον εφανέρωσε. Λαβόντες λοιπόν οι στρατιώται το παιδίον εκείνο, επήγαν το βράδυ εις το άλλο χωρίον και τον εύρον την ώραν κατά την οποίαν έπεσε να κοιμηθή επάνω εις ένα ανώγειον υψηλόν, από το οποίον ηδύνατο να υπάγη εις άλλο σπίτι· αλλά δεν ηθέλησε λέγων· «Ας γίνη το θέλημα του Κυρίου». Ευθύς λοιπόν κατήλθεν από το ανώγειον και εδέχθη τους στρατιώτας με ιλαρόν και χαρούμενον πρόσωπον, ώστε εθαύμασαν εκείνοι την μεγαλοψυχίαν και αφοβίαν του. Ο δε Άγιος επρόσταξε να ετοιμάσουν τράπεζαν και να τους βάλουν να φάγουν και να πίουν, τους εζήτησε δε να του δώσουν καιρόν δια να προσευχηθή. Λαβών λοιπόν την άδειαν ο Άγιος από τους στρατιώτας προσηυχήθη ώραν ικανήν. Έπειτα, φέροντες ονάριον, τον ανεβίβασαν επ’ αυτού και τον έφεραν εις την πόλιν. Επήγαινε δε ο Άγιος προθύμως εις το κριτήριον, και όταν εισήρχετο εις αυτό ήλθεν εξ ουρανού φωνή, ήτις έλεγεν· «Ίσχυε, Πολύκαρπε, και ανδρίζου». Ταύτην την φωνήν πολλοί Χριστιανοί  ήκουσαν, ουδείς όμως είδεν εκείνον όστις την είπεν. Ερωτήσας λοιπόν ο εξουσιαστής, αν είναι αυτός ο Πολύκαρπος και ομολογήσας ο Άγιος ότι αυτός ο ίδιος είναι, είπε προς αυτόν να αρνηθή τον Χριστόν και να τον βλασφημήση· ο δε Άγιος απήντησεν· «Έχω ογδοήκοντα εξ χρόνους όπου τον δουλεύω, και κανένα κακόν δεν μου έκαμε· πως ημπορώ να βλασφημήσω τον Βασιλέα μου, τον Σωτήρα και Λυτρωτήν μου»; Ο τύραννος όμως τον εβίαζε και πάλιν να αρνηθή τον Χριστόν. Τότε ο θείος Πολύκαρπος του λέγει· «Επειδή προσποιείσαι ότι δεν γνωρίζεις ποίος είμαι και δια τούτο μου λέγεις ταύτα, άκουσον μετά παρρησίας· Χριστιανός είμαι και τον Χριστόν δεν αρνούμαι, ει δε θέλης να μάθης τας αληθείας του Χριστιανισμού, δος μοι καιρόν και ακρόασιν, ίνα σου ομιλήσω». Ο δε κριτής λέγει· «Εάν δεν αρνηθής τον Χριστόν, θα σε ρίψω εις τα θηρία να σε καταφάγωσιν». Ο Άγιος του απαντά· «Μη αργοπορής, αλλά ρίψε με εις τα θηρία, διότι εγώ δεν μετακινούμαι από την Πίστιν μου· μάλιστα θα σου οφείλω μεγάλην χάριν να με μεταφέρης μίαν ώραν ενωρίτερα από την ψευδή και πολύπονον ταύτην ζωήν, εις την αληθινήν και αθάνατον». Ο κριτής πάλιν του λέγει· «Επειδή δεν φοβείσαι τα θηρία, θέλω σε κατακαύσει εις το πυρ, εάν δεν μετανοήσης». Ο δε μέγας Πολύκαρπος λέγει· «Τι με φοβερίζεις με το πυρ, το οποίον καίει προς ώραν και μετ’ ολίγον σβέννυται; Ή δεν γνωρίζεις το άσβεστον πυρ της αιωνίου κολάσεως, το οποίον φυλάττεται δια να κατακαίη αιωνίως τους ασεβείς; Όθεν μη αργοπορής, αλλά κάμε ό,τι θέλεις». Αυτά και άλλα περισσότερα λέγων ο Άγιος μετά μεγάλου θάρρους και χαράς, έκαμε τον εξουσιαστήν να μείνη εκστατικός, απορών δε ούτος και μη γνωρίζων τι να πράξη, έστειλε τον κήρυκα εις το μέσον του σταδίου και εκήρυξε τρεις φοράς, ότι ο Πολύκαρπος ωμολόγησε ότι είναι Χριστιανός. Τούτο ακούοντες όλον το πλήθος των Ελλήνων και των Εβραίων, εφώναζον με μεγάλην φωνήν και με θυμόν ακράτητον· «Αυτός είναι ο Πατήρ των Χριστιανών, ο οποίος διδάσκει τους ανθρώπους να μη προσκυνούν τους θεούς. Πρέπει λοιπόν να τον καύσωμεν εις το πυρ ζωντανόν». Παρευθύς λοιπόν εσύναξαν από τα εργαστήρια και από τα λουτρά ξύλα και φρύγανα. Μάλιστα δε οι Εβραίοι έτρεχον με μεγάλην προθυμίαν, καθώς το έχουν συνήθειαν να υπηρετούν τους τυράννους ολοψύχως, εκ του μίσους το οποίον έχουν, οι κατάρατοι, κατά του Χριστού και όλων των Χριστιανών. Όταν δε ητοιμάσθη η πυρά εξεδύθη ο Άγιος τα ενδύματά του, έλυσε την ζώνην του και έπεσεν εις την πυράν μόνος του· ημποδίσθη όμως προς ολίγον από τους Χριστιανούς, οι οποίοι συνέτρεχαν με μεγάλην σπουδήν, αγωνιζόμενοι ποίος να πρωτοασπασθή το άγιον σώμα του. Έπειτα ήλθον οι στρατιώται να τον καρφώσουν, ώστε να μην κινήται καιόμενος, καθώς εσυνήθιζον να κάμνουν εις όλους τους καταδικαζομένους εις τον δια πυρός θάνατον· ο δε Άγιος τους είπεν· «Αφήσετέ με ακάρφωτον και εκείνος ο οποίος μου δίδει την δύναμιν να υπομείνω το πυρ, θέλει με ενδυναμώσει να μη κινηθώ παντελώς». Όθεν δεν τον εκάρφωσαν, αλλά τον έδεσαν με τας χείρας οπίσω και ούτω ως κριός επίσημος εκ μεγάλου ποιμνίου προσεφέρετο εις τον Θεόν ολοκαύτωμα ευπρόσδεκτον. Ανυψώσας δε τότε ο Άγιος τους οφθαλμούς του προς τον ουρανόν, προσηυχήθη ούτω. «Κύριε, ο Θεός ο Παντοκράτωρ, ευχαριστώ σοι, ότι ηξιώσας με τον ανάξιον της ημέρας και ώρας ταύτης, ίνα συναριθμηθώ και εγώ ομού μετά των Μαρτύρων σου εις ανάστασιν ζωής αιωνίου, ψυχής τε και σώματος και είθε να προσαχθώ σήμερον έμπροσθέν σου θυσία ευπρόσδεκτος, καθώς προητοίμασας, προεφανέρωσας και ετελείωσας, ο αψευδής Θεός· δια ταύτα πάντα σε ευλογώ και σε δοξάζω, συν τω αγαπητώ και μονογενεί σου Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Αφού ετελείωσε την προσευχήν ο Άγιος εισήλθεν εις την πυράν και, ω του θαύματος! η φλοξ του πυρός εκείνου εσχημάτισεν είδος θόλου, ως σχηματίζει το πανί του πλοίου, όταν το φυσά ο άνεμος, περιεκύκλωσε δε το σώμα του Μάρτυρος, όστις ήτο εις το μέσον της φλογός, όχι ως σάρξ καιομένη αλλά ως χρυσός πυρούμενος εντός καμίνου χρυσοχόου, εξήρχετο δε εξ αυτού ευωδία άρρητος ωσάν να εκαίετο θυμίαμα ή άλλο τι πολύτιμον άρωμα. Τέλος πάντων βλέποντες οι άνομοι, ότι δεν ήτο δυνατόν να καή το σώμα του Αγίου από την πυράν, επρόσταξαν να πλησιάση εις τον Μάρτυρα εις δήμιος και να τον θανατώση με το ξίφος·  τούτου γενομένου, ανεπήδησε πλήθος αίματος το οποίον έσβυσε τελείως το πυρ προς θαυμασμόν και έκπληξιν του παρισταμένου λαού δια τα θαυμάσια του Θεού. Ο δε φθονερός και πονηρός διάβολος, γνωρίζων ότι οι Χριστιανοί επεθύμουν να πάρουν το ιερόν λείψανον του Αγίου προς αγιασμόν, τι εμεθοδευθη ο κακομήχανος; Παρεκίνησεν άρχοντά τινα και είπεν εις τον εξουσιαστήν να μη δώση το σώμα του Ιερομάρτυρος εις τους Χριστιανούς, δια να μη αφήσουν τον Εσταυρωμένον Ιησούν και αρχίσουν να σέβωνται τούτον τον Πολύκαρπον, το ίδιον έλεγον και οι Εβραίοι και το εβεβαίωναν, εφύλαττον δε τον τόπον δια να μη το πάρουν κρυφίως οι Χριστιανοί. Ο εκατόνταρχος λοιπόν, ρίψας το άγιον λείψανον εις το μέσον της πυράς το έκαυσε. Κατόπιν δε οι Χριστιανοί λαβόντες όσα ιερά λείψανα απέμειναν άθικτα από το πυρ τα ενεταφίασαν ευλαβώς και εντίμως εις τόπον επίσημον, εις δόξαν Χριστού του Θεού ημών, ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. 

Πέμπτη 23 Νοεμβρίου 2017

Τη ΚΒ΄ (22α) του αυτού μηνός Φεβρουαρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΒΑΡΑΔΑΤΟΥ.

Βαραδάτος ο Όσιος Πατήρ ημών κατήγετο εξ Αντιοχείας· επειδή δε ηγάπησε την ερημικήν και φιλόσοφον ζωήν, πρώτον μεν εκλείσθη εντός μικρού κελλίου, εκείθεν δε επήγεν εις εν ύψωμα, το υψηλότερον της περιοχής, και εκεί κατεσκεύασε κιβώτιον μικρότατον εκ ξύλου, το οποίον δεν εχώρει ούτε αυτό το σώμα του. Ηναγκάζετο λοιπόν ο αοίδιμος να κύπτη πάντοτε, επειδή το κιβώτιον δεν είχεν ύψος ανάλογον προς το μέγεθος του σώματός του· ούτε ήτο συνηρμοσμένον καλώς δια σανίδων, αλλά ήτο χαμηλόν και όμοιον με τας ανοικτάς κιγκλίδας. Ώστε, ούτε από των βροχών επροστατεύετο ουδόλως, ούτε από τας καυστικάς φλόγας του ηλίου, αλλά και υπό των δύο προσεβάλλετο ομοίως. Αφ’ ου λοιπόν έζησε τοιαύτην ταλαιπωρημένην ζωήν επί πολλά έτη εξήλθεν εκ του κιβωτίου πεισθείς εις τας συμβουλάς του τότε Πατριάρχου Αντιοχείας Θεοδότου (418-427). Πλην, αν και εξήλθεν εκείθεν, ίστατο όμως αδιακόπως εκτείνων τας χείρας του εις τον ουρανόν και δοξολογών μεν τον των όλων Θεόν, κεκαλυμμένον δε έχων όλον το σώμα του με χιτώνα δερμάτινον· μόνον εις την ρίνα και το στόμα του αφήκε μικράν οπήν ίνα εκείθεν αναπνέη τον κοινόν αέρα. Ταύτας δε όλας τας κακουχίας υπέμεινεν ο αοίδιμος, μολονότι δεν είχε σώμα υγιές αλλά ασθενές και πάσχον. Υπό του θείου όμως έρωτος και υπό ζεούσης προθυμίας πυρπολούμενος, εβίαζε το σώμα του να κοπιάζη εις εκείνα εις τα οποία δεν ηδύνατο να κοπιάζη· καίτοι δε ευρίσκετο εις αυτό το ύψος της αρετής, είχεν όμως φρόνημα ταπεινόν, διότι εγνώριζεν, ως φρόνιμος, πόσην βλάβην προξενεί εις τον άνθρωπον το υπερήφανον φρόνημα. Με τοιούτον λοιπόν τρόπον διελθών την ζωήν του ο τρισμακάριστος, εν ειρήνη προς Κύριον εξεδήμησε. 

Τετάρτη 22 Νοεμβρίου 2017

Τη ΚΒ΄ (22α) του αυτού μηνός Φεβρουαρίου, μνήμη των Οσίων Πατέρων ημών ΘΑΛΑΣΣΙΟΥ και ΛΙΜΝΑΙΟΥ.

Θαλάσσιος και Λιμναίος οι Όσιοι Πατέρες ημών ήκμασαν εν Συρία επί των ημερών του Επισκόπου Κύρου Θεοδωρήτου (393-458) όστις έγραψε και τον Βίον αυτών. Και ο μεν εις εκ των δύο τούτων Οσίων, ο Θαλάσσιος, κτίσας ασκητήριον επί μικρού όρους άνωθεν χωρίου τινός της Κύρου, ονομαζομένου Τιλλίμας, υπερέβαλεν όλους τους τότε Οσίους κατά την απλότητα του ήθους και κατά το ταπεινόν φρόνημα. Ο δε έτερος, ο Λιμναίος, όστις ήτο τότε πολύ νέος κατά την ηλικίαν, υπεραγαπών την ασκητικήν ζωήν, επήγε προς τον ανωτέρω μέγαν Θαλάσσιον, και διδαχθείς παρ’ αυτού τα της ασκητικής πολιτείας μαθήματα, επήγεν έπειτα προς τον αοίδιμον Όσιον Μάρωνα. Τούτου του Μάρωνος μιμηθείς την ζωήν ο θείος Λιμναίος, ηγάπησε να διέλθη τον βίον του χωρίς στέγην και σκέπασμα· όθεν, αναβάς επί της κορυφής όρους τινός, άνωθεν του χωρίου του ονομαζομένου Τέργαλα, έζη εκεί ασκητικώς, χωρίς να κτίση καλύβην, αλλά περιφράξας εαυτόν μόνον με περιτείχισμα εκ ξηρολίθων, το οποίον είχε στέγην τον ουρανόν. Εκ των τοιούτων λοιπόν αγώνων έλαβε Χάριν παρά Θεού ο μακάριος να διώκη δαιμόνια και να ιατρεύη ασθενείας. Περιπατών δε ποτε, εδαγκάθη υπό όφεως και δια μόνης της προσευχής του έμεινεν αβλαβής και ελυτρώθη εκ του θανάτου· άλλοτε δε, προσβληθείς υπό κολικής (η οποία είναι πάθος της κοιλίας δεινόν και δυσκολοθεράπευτον, ήτοι ο κοινώς λεγόμενος κώλικας), έλαβε την υγείαν του με την επίκλησιν του θείου Ονόματος. Ούτος ο Όσιος, συναθροίσας όλους τους τυφλούς όσοι ηναγκάζοντο να ζητώσιν ελεημοσύνην και κτίσας τόσα κελλία, όσοι ήσαν και οι τυφλοί, ετοποθέτησεν αυτούς εντός των κελλίων, αυτός δε τους εχορήγει την αναγκαίαν τροφήν, την οποίαν ωκονόμει από τους Χριστιανούς, όσοι προσήρχοντο προς αυτόν χάριν ευλογίας. Βιώσας λοιπόν επί τριακονταοκτώ έτη ασκεπής ο αοίδιμος, εν ειρήνη παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας του Θεού. 

Τρίτη 21 Νοεμβρίου 2017

Τη ΚΒ΄ (22α) του αυτού μηνός Φεβρουαρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών και Ομολογητού ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ εν τω Παυλοπετρίω.

Αθανάσιος ο Όσιος Πατήρ ημών εγεννήθη εν Κωνσταντινουπόλει υπό ευλαβών και πλουσιωτάτων γονέων· επειδή δε εκ νεαράς ηλικίας υπήρξεν ευλαβής επόθησε να ενδυθή το Μοναχικόν σχήμα. Μεταβάς λοιπόν εις την εν τω κόλπω της Νικομηδείας Μονήν του Παυλοπετρίου, έγινεν εκεί Μοναχός. Τόσον δε υψώθη, ο αοίδιμος, εις τας αρετάς και τόσον διεδόθη η φήμη του, ώστε έγινε γνωστός και εις τους βασιλείς. Συνεδέθη δε και μετά των Οσίων Θεοδώρου του Στουδίτου, και Ιωάννου της Μονής των Καθαρών, μετά των οποίων συνειργάσθη δια την αναστήλωσιν των Αγίων Εικόνων. Κατά δε τους χρόνους Λέοντος του Εικονομάχου, κατηγορηθείς ότι σέβεται τας αχράντους Εικόνας, έλαβε διαφόρους βασάνους και εδοκίμασε πικροτάτας εξορίας και βαρείας θλίψεις· όθεν, μένων σταθερός και μέχρι τέλους διατηρών την Ορθοδοξίαν, απήλθε χαίρων προς Κύριον. 

Κυριακή 19 Νοεμβρίου 2017

Τη ΚΒ΄ (22α) του αυτού μηνός Φεβρουαρίου, μνήμη των εν τοις Ευγενίου ευρεθέντων Ιερών ΛΕΙΨΑΝΩΝ Αγίων ΜΑΡΤΥΡΩΝ και ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ.

Τα Ιερά Λείψανα ταύτα ευρέθησαν όταν ο αγιώτατος Πατριάρχης Θωμάς ήτο εις τον θρόνον της Κωνσταντινουπόλεως. Ευρέθησαν δε πρώτον τα τίμια λείψανα Αγίων τινών Μαρτύρων κεκρυμμένα υπό την γην, τα οποία ανεκομίσθησαν αμέσως ευλαβώς τε και σεβασμίως υπό του Πατριάρχου Θωμά και του συρρεύσαντος πανταχόθεν λαού, πολλαί δε και διάφοροι ασθένειαι εθεραπεύθησαν τότε. Μετά παρέλευσιν δε ετών πολλών, απεκαλύφθη εκ Θεού εις κληρικόν τινα και καλλιγράφον, ονόματι Νικόλαον, ότι μεταξύ των ιερών εκείνων Λειψάνων συμπεριλαμβάνονται και τα άγια λείψανα των Αποστόλων Ανδρονίκου και Ιουνίας, οίτινες αναφέρονται και υπό του θείου Αποστόλου Παύλου εις την προς Ρωμαίους επιστολήν εις την οποίαν γράφει· «Ασπάσασθε Ανδρόνικον και Ιουνίαν, τους συγγενείς μου και συναιχμαλώτους μου, οίτινες εισίν επίσημοι εν τοις Αποστόλοις, οι και προ εμού γεγόνασιν εν Χριστώ» (Ρωμ. ιστ: 7). 

Σάββατο 18 Νοεμβρίου 2017

Τη ΚΑ΄ (21η) του αυτού μηνός Φεβρουαρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΓΕΩΡΓΙΟΥ Επισκόπου Αμάστριδος.

Γεώργιος ο Όσιος Πατήρ ημών εγεννήθη περί το έτος ψν΄ (750) υπό γονέων Θεοδοσίου και Μεγεθούς, καταγομένων εκ της Κρώμνης, πόλεως κειμένης περί την Αμάστριδα, εν τω Ευξείνω Πόντω. Επειδή δε οι γονείς του Αγίου τούτου έμενον άτεκνοι, παρεκάλουν τον Θεόν δια προσευχής και νηστείας να δώση εις αυτούς καρπόν κοιλίας, όπερ και έγινε· διότι δια θείας φωνής έμαθον και την σύλληψιν και το όνομα και το αξίωμα της Αρχιερωσύνης, το οποίον έμελλε να λάβη ο εξ αυτών μέλλων να γεννηθή υιός, κατά τον καιρόν του γήρατός των, ο Γεώργιος ούτος δηλαδή. Όταν δε εγεννήθη το παιδίον και απεγαλακτίσθη, τα μεν ηδονικά και πρόσκαιρα της νεότητος πράγματα απέβαλε τελείως, τα δε μέλλοντα αγαθά επόθησεν εξ όλης της καρδίας. Δεν ημέλει δε και τα μαθήματα, τα τε θεία και ανθρώπινα. Όθεν οι γονείς, βλέποντες τας τοιαύτας αρετάς του τέκνου των, έχαιρον και εδόξαζον τον Θεόν. Αφ’ ου λοιπόν αρκούντως εξεπαιδεύθη ο Άγιος, ανεχώρησεν εκ της πατρίδος του και μετέβη εις το όρος της Συρικής, ένθα ευρών τίμιον Γέροντα λαμβάνει παρ’ αυτού το Αγγελικόν σχήμα των Μοναχών· αφ’ ου δε ο Γέρων αυτού απέθανεν, επήγεν εις την Μονήν Βονύσσης, και εκεί εταλαιπώρει ο αοίδιμος εαυτόν δια πάσης σκληραγωγίας και ασκήσεως. Επειδή δε ο Επίσκοπος της πόλεως Αμάστριδος ετελεύτησεν, ανεβιβάσθη εν έτει ψπη΄ (788) (καίτοι ακουσίως), ο Όσιος ούτος εις τον θρόνον ως λύχνος επί την λυχνίαν, με την ψήφον του Θεού, και με την συμφωνίαν του κλήρου. Χειροτονηθείς δε Αρχιερεύς εις την Κωνσταντινούπολιν, απήλθεν εις την επαρχίαν του Αμάστριδα, την οποίαν εκυβέρνησε μετά μεγάλου ζήλου και φόβου Θεού, επιμελούμενος αυτοπροσώπως όλας αυτής τας υποθέσεις οίον διατάξεις των ιερών, στολισμούς του Αγίου Βήματος, καταστάσεις του Ιερού τάγματος, προστασίας των ορφανών και χηρών, πτωχοτροφίας, εκκοπάς χρεών και ελευθερίας και προ πάντων εσπουδάζετο υπ’ αυτού η προς τον Θεόν ευσέβεια και Ορθοδοξία. Προς τούτοις δε έβλεπέ τις εις την Αμάστριδα να τελώνται παρά του Αγίου τούτου διάφορα θαύματα. Με τοιούτον λοιπόν τρόπον καλώς διελθών την ζωήν του ο τρισμακάριστος, απήλθε περί το έτος ωε΄ (805) προς Κύριον παραδούς εις Αυτόν εν ειρήνη το πνεύμα του.

Παρασκευή 17 Νοεμβρίου 2017

Τη ΚΑ΄ (21η) του αυτού μηνός Φεβρουαρίου, μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ Αρχιεπισκόπου Αντιοχείας της Μεγάλης.

Ευστάθιος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών, ο Ομολογητής, ήτο κατά τους χρόνους του πρώτου εν τοις βασιλεύσι των Χριστιανών Κωνσταντίνου του Μεγάλου, εν έτει τκδ΄ (324), καταγόμενος εκ της Σίδης της εν Παμφυλία. Διδάσκαλος δε ων ο Άγιος ούτος εξέπεμπε με τον λόγον της σοφίας του τας ακτίνας της Ορθοδοξίας εις όλην την οικουμένην. Ούτος ήτο παρών και εις την εν Νικαία Αγίαν Α΄ Οικουμενικήν Σύνοδον, την συγκροτηθείσαν εν έτει τκε΄ (325), κρατύνων με το δόγμα της ευσεβείας την Ορθοδοξίαν, ελέγχων δε και ανατρέπων τους Αρειανούς, οι οποίοι επί της μιάς φύσεως της Αγίας Τριάδος εισήγαγον τομήν και διαίρεσιν, οι άφρονες, τον Υιόν του Θεού κτίσμα λέγοντες και χωρίζοντες αυτόν από της ουσίας και τιμής και αξίας του ομοουσίου Πατρός. Όθεν, δια την ένθεον αυτού παρρησίαν και δια τον ζήλον τον οποίον είχεν υπέρ της Ορθοδόξου Πίστεως, εφθόνησαν αυτόν Ευσέβιος ο Νικομηδείας, Θέογνις ο Νικαίας και Ευσέβιος ο Καισαρείας, και όσοι άλλοι ήσαν κοινωνοί της αρειανής βλασφημίας, ή, μάλλον ειπείν, παντελούς αθεϊας και εκκινήσαντες δια να υπάγωσι δήθεν εις τα Ιεροσόλυμα, επήγαν εις την Αντιόχειαν και εκεί, συγκροτήσαντες συνέδριον, καθήρεσαν τον Άγιον· ίνα δε φανώσιν, ότι με εύλογον αιτίαν καθήρεσαν αυτόν, τι ετεχνεύθησαν οι πολυμήχανοι; Έδωκαν δώρα μεγάλα εις τινα πόρνην, έχουσαν παιδίον νεογέννητον και έπεισαν αυτήν να είπη ψευδώς, ότι το εγέννησε με τον Άγιον. Ελθούσα λοιπόν η πόρνη μετά του τέκνου της εις το εκείνων συνέδριον, εσυκοφάντησε τον Άγιον ότι εξ αυτού δήθεν συνέλαβε και εγέννησε το παιδίον· οι δε δόλιοι εκείνοι Αρχιερείς δεν εζήτησαν άλλας μαρτυρίας, αλλά μόνον επέβαλον όρκον εις την γυναίκα και αρκεσθέντες εις τούτο, πάραυτα προέβησαν εις την καθαίρεσιν του Αγίου. Και ουχί μόνον τούτο, αλλά πείθουσι και τον βασιλέα Μέγαν Κωνσταντίνον να εξορίση τον Άγιον. Τότε λοιπόν επέμφθη ο μακάριος Ευστάθιος δια της Θράκης εις τους Φιλίππους και εκεί ετελείωσε την ζωήν του. Λέγουσι δε, ότι η γυνή εκείνη, η οποία εσυκοφάντησε τον μέγαν τούτον Ευστάθιον, έπεσεν εις χαλεπήν ασθένειαν, όθεν ωμολόγησεν ότι αδίκως διέβαλε και εσυκοφάντησε τον Άγιον, εφανέρωσε δε και τα ονόματα των αρειανών Αρχιερέων, οι οποίοι την κατέπεισαν δια χρημάτων να είπη κατά του Αγίου την συκοφαντίαν ταύτην και να ορκισθή παραφρόνως· απεκάλυψε δε ότι το νεογέννητον παιδίον το συνέλαβε μεθ’ ενός χαλκέως, ονομαζομένου Ευσταθίου. Μετά παρέλευσιν εκατόν ετών, κατά τας ημέρας του βασιλέως Ζήνωνος, εν έτει υοζ΄ (477), ανεκομίσθη το άγιον αυτού λείψανον και επέμφθη εις την Αντιόχειαν. Τότε όλον το πλήθος ώρμησεν εκτός της πόλεως έως δεκαοκτώ μίλια και υπεδέχθη αυτό ευλαβώς με ύμνους, φώτα και θυμιάματα. 

Τετάρτη 15 Νοεμβρίου 2017

Τη Κ΄ (21η) του αυτού μηνός Φεβρουαρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΤΙΜΟΘΕΟΥ του εν Συμβόλοις.

Τιμόθεος ο μακάριος Πατήρ ημών ενεδύθη εκ νεαράς ηλικίας το σχήμα των Μοναχών και με την πολλήν εγκράτειαν και σύντομον προσευχήν ενέκρωσε τα σκιρτήματα των παθών· όθεν, γενόμενος απαθής, έμεινεν έως τέλους της ζωής του παρθένος κατά τε το σώμα και την ψυχήν, δι’ ο και κατέστη δοχείον του Αγίου Πνεύματος και χάρισμα έλαβεν ιαμάτων ιατρεύων πάσαν ασθένειαν και δαίμονας διώκων από των ανθρώπων. Ούτω λοιπόν καλώς πολιτευσάμενος έφθασεν εις γήρας βαθύ και με άκραν αγαθότητα προς Κύριον εξεδήμησεν. 

Τρίτη 14 Νοεμβρίου 2017

Τη Κ΄ (20η) του αυτού μηνός Φεβρουαρίου, μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών ΑΓΑΘΩΝΟΣ, Πάπα Ρώμης.

Αγάθων ο εν Αγίοις Πατήρ ημών ο θαυματουργός, κατήγετο εκ της Ιταλίας, ήτο δε υιός γονέων ευσεβών τε και ευλαβών, ζων εν έτει χν΄ (650), οι δε γονείς του εμόχθησαν και εδίδαξαν αυτόν όλην την Αγίαν και θεόπνευστον Γραφήν, εκ της οποίας τόσον ωφελήθη και κατενύχθη ο αοίδιμος, ώστε, αφ’ ου οι γονείς του απέθανον, εσύναξεν όλον τον πλούτον των και τον διένειμεν αυθημερόν εις τους πτωχούς, μετά ταύτα δε μετέβη εις Μοναστήριον και έγινε Μοναχός. Όθεν υπηρέτει εις τον Θεόν νυχθημερόν και υπέρ του κόσμου προσηύχετο. Εις τόσην δε αρετήν έφθασεν, ώστε και Χάριν ιαμάτων παρά του Κυρίου έλαβε και επειδή η αρετή δεν δύναται να κρυβή, δια τούτο έγινε και Πάπας της Ρώμης (678-682). Καλώς λοιπόν διαλάμψας προς Κύριον εξεδήμησεν. 

Δευτέρα 13 Νοεμβρίου 2017

Τη Κ΄ (20η) του αυτού μηνός Φεβρουαρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΒΗΣΣΑΡΙΩΝΟΣ.

Βησσαρίων ο Όσιος Πατήρ ημών εγεννήθη εις την Αίγυπτον, αφ’ ου δε απεγαλακτίσθη και έμαθε τα ιερά γράμματα, φως άγιον έλαμψεν εν τη καρδία του· όθεν, επειδή εκ νεαράς ηλικίας ηγάπησεν πολύ τον Θεόν, δεν εμόλυνε παντελώς δι’ ουδενός αμαρτήματοα το δοθέν εις αυτόν, νηπιόθεν, άγιον Βάπτισμα, αλλ’ αναβάς επί ερήμου τόπου, εκεί, ως πετεινόν και ως άσαρκος ηγωνίζετο, διότι δεν είχε φροντίδα οίκου, ούτε τόπους επεθύμησεν, ούτε κόρον τροφής, ούτε κτήσεις αγρών, ούτε βίβλων περιφοράς. Επί τεσσαράκοντα δε έτη δεν εκοιμήθη πλαγιασμένος, αλλ’ ή καθήμενος ή ιστάμενος. Καταφρονήσας λοιπόν εξ ολοκλήρου το σώμα ως φθαρτόν, υπέταξεν αυτό εις το κρείττον, ήτοι εις την ψυχήν και εύρε τον Θεόν βοηθόν, τον οποίον επόθησε. Τεσσαράκοντα ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας εστάθη εις προσευχήν εν μέσω ενός θάμνου, ως στύλος ακίνητος, τεταμένας μεν έχων τας χείρας και τα όμματα εις τον ουρανόν, την δε ψυχήν ηνωμένην μετά του Θεού και αχχώριστον. Δια τούτο ηξιώθη, ο μακάριος, να λάβη τοιαύτην Χάριν παρά Θεού, ώστε να τελή όχι τα τυχόντα θαυμάσια· διότι αυτός, ως ο Προφήτης Μωϋσής, χαράξας το σημείον του Σταυρού εις τον αέρα, μετέβαλε το αλμυρόν ύδωρ της θαλάσσης εις γλυκύτατον και με αυτό παρηγόρησε τον μαθητήν του και τον εζωοποίησεν, όστις λιποθυμισμένος ων εκ της δίψης, έπιεν από το γλυκύ εκείνο ύδωρ και εχόρτασε, καθώς και άλλοι πιόντες εξ αυτού ηθχαρίστησαν και εδόξασαν τον Θεόν. Αυτός, ως ο Ιησούς του Ναυή, ευρεθείς εις τινα τόπον και συνομιλών με πολλούς αδελφούς τα προς ωφέλειαν, εσταμάτησε δια προσευχής του τον ήλιον, έως ότου ετελείωσε την διδασκαλία του, επειδή δύοντος του ηλίου δεν επρόφθανε να υπάγη εκεί όπου ήθελεν. Αυτός ως ο Ηλίας εν καιρώ ανομβρίας, κατεβίβασεν ύδωρ εξ ουρανού, όχι όμως ως ο Ηλίας άπαξ, αλλά δις και πολλάκις, διότι τούτο εζήτησαν άλλοι αδελφοί παρ’ αυτού· και καθώς ο Ελισσαίος διέβη τον Ιορδάνην με την μηλωτήν του Ηλιού, κατά τον αυτόν τρόπον και ούτος διέβη τον ποταμόν Νείλον πεζός με του Σταυρού την δύναμιν, ώστε μόνον οι πόδες του έως εις τους αστραγάλους εβράχησαν. Ούτος και άλλα σημεία διάφορα εποίησε με την δύναμιν του Χριστού. Τον Θεόν λοιπόν μέχρι τέλους θεραπεύσας, ετελείωσε την ζωήν του εις γήρας βαθύ και προς ον επόθει Χριστόν εξεδήμησε,

Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2017

Του Αγίου Ιερομάρτυρος ΣΑΔΩΚ, Επισκόπου, και των συν αυτώ τελειωθέντων Εκατόν Είκοσι Οκτώ ΜΑΡΤΥΡΩΝ.

Τη Κ΄  (20η) του αυτού μηνός Φεβρουαρίου, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος ΣΑΔΩΚ, Επισκόπου, και των συν αυτώ τελειωθέντων Εκατόν Είκοσι Οκτώ ΜΑΡΤΥΡΩΝ.                                                                                                                                         

Σαδώκ ο ένδοξος Ιερομάρτυς και οι μετ’ αυτού αξιωθέντες των μαρτυρικών στεφάνων Εκατόν Είκοσιν Οκτώ Άγιοι Μάρτυρες εμαρτύρησαν εις την Περσίαν κατά τους χρόνους του βασιλέως Σαβωρίου εν έτει  τλ΄ (330) αποκεφαλισθέντες, διότι ωμολόγησαν την εις Χριστόν πίστιν. Ιστορείται δε ότι ο Άγιος Σαδώκ, πριν ή συλληφθή και μαρτυρήση, είδε κατ’ όναρ τον προ αυτού Ιερομάρτυρα Άγιον Συμεών, ο οποίος ίστατο εφ’ υψηλής κλίμακος και παρεκίνει αυτόν να αναβή· εφανέρωνε δε με τούτο, ως φαίνεται, την δια του Μαρτυρίου ανάβασιν τούτου.