Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 2018

Τη ΙΓ΄ (13η) του Αυγούστου, μνήμη της αοιδίμου και παμμακαρίστου βασιλίσσης και κτιτορίσσης της σεβασμίας Μονής του Παντοκράτορος Σωτήρος Χριστού ΕΙΡΗΝΗΣ, της δια του αγίου και αγγελικού σχήματος μετονομασθείσης ΞΕΝΗΣ Μοναχής.

Ειρήνη η αοίδιμος βασίλισσα εγεννήθη μεν υπό γονέων ευτυχών βασιλέων της Δύσεως, εκ νεαράς δε ηλικίας εδείκνυεν η μακαρία οποία μέλλει να γίνη ακολούθως, καθώς και τα εύκαρπα δένδρα δεικνύουσιν άμα τη αρχή της βλαστήσεώς των οποίους καρπούς μέλλουσι να αποφέρωσι· προκόπτουσα δε έγινεν εις όλους ονομαστή και περίφημος, διότι η αρετή συνηθίζει να φανερώνη τους μεταχειριζομένους αυτήν, καν εκείνοι ώσι κεκρυμμένοι εις γωνίαν τινά ή απόκεντρον τόπον. Επειδή δε τότε εζητείτο υπό των αοιδίμων βασιλέων Αλεξίου του Κομνηνού και της τούτου συζύγου Ειρήνης, οι οποίοι εν έτει αο΄ (1070) εβασίλευον, ωραία και ενάρετος κόρη, εύρον την αοίδιμον ταύτην Ειρήνην, ήτις συνεκέντρωνεν εις εαυτήν όλα τα καλά και ταύτην συνήψαν δια γάμου με τον θεοπάροχον αυτών βλαστόν και πορφυρογέννητον βασιλέα Ιωάννην. Όθεν τα πάντα επληρώθησαν ευφροσύνης και αγαλλιάσεως.

Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2018

Τη ΙΒ΄ (12η) του Αυγούστου, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων ΦΩΤΙΟΥ και ΑΝΙΚΗΤΟΥ.

Ανίκητος και Φώτιος οι Άγιοι Μάρτυρες ήκμασαν κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού εν έτει σπη΄ (288), του Φωτίου όντος ανεψιού του Αγίου Ανικήτου. Όταν λοιπόν ο Διοκλητιανός εις την Νικομήδειαν εδημηγόρησε κατά των Χριστιανών, παρούσης εκεί και της Συγκλήτου Βουλής, και όταν έβαλεν εις το μέσον πολλά είδη βασανιστηρίων οργάνων, απειλήσας ο ασεβέστατος ότι θέλει εξαφανίσει παντοιοτρόπως, και εξ αυτών των άκρων της Οικουμένης, εκείνους, όσοι επικαλούνται το όνομα του Χριστού· όταν, λέγω, ο αλιτήριος εκείνος τύραννος εβλασφήμησε κατά της Θεότητος και δόξης του Μονογενούς Υιού του Θεού, τότε παρών και ο Μάρτυς του Χριστού Ανίκητος δεν εφοβήθη τας απειλάς του τυράννου, αλλά παρρησία ομολογήσας εαυτόν Χριστιανόν, ήλεγξε και εστηλίτευσε την πλάνην των ειδώλων, προσθέσας και τούτο, ότι όσοι σέβονται τα είδωλα είναι κωφοί και αναίσθητοι. Δια τους λόγους λοιπόν τούτους οι των ειδώλων λάτραι τόσον πολύ τον έδειραν τον Άγιον, ώστε εκ των ραβδισμών έγιναν πληγαί και σχισίματα εις όλον το σώμα του, δια των οποίων εφαίνοντο τα οστά του.

Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 2018

Τη ΙΑ΄ (11η) του Αυγούστου, η ανάμνησις του εν Κερκύρα υπερφυούς κατά Αγαρηνών θαύματος του εν Αγίοις πατρός ημών ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ του θαυματουργού.

Σπυρίδων ο εν Αγίοις πατήρ ημών αείποτε πλείστα θαύματα επιτελεί, μεταξύ δε των υπερφυών θαυμάτων αυτού μέγα τω όντι και εξαίρετον είναι το κατά Αγαρηνών τερατούργημα, δια το οποίον άπασα η Κέρκυρα θαυμάζει και λαμπρά τη φωνή ανακηρύττει το παράδοξον· έχει δε η υπόθεσις ούτω. Πολέμου ποτέ γενομένου μεταξύ Ενετών και Ισμαηλιτών, μετά την άλωσιν της Πελοποννήσου, οι Αγαρηνοί εθεώρησαν καλόν να καταλάβουν και την Κέρκυραν. Ιδού λοιπόν κατά το χιλιοστόν επτακοσιοστόν δέκατον έκτον έτος από Χριστού, τη 24 του μηνός Ιουνίου, ενεφανίσθη εις τον λιμένα της πόλεως ισχυρός στόλος Ισμαηλιτών. Εκ του απροσδοκήτου τούτου κακού οι κάτοικοι της πόλεως της Κερκύρας κατελήφθησαν υπό θάμβους· πολυάριθμος δε στρατιά των επιδρομέων εξήλθεν εις την νήσον. Εσχεδίαζον δε να λεηλατήσουν αυτήν και να πολιορκήσουν την πόλιν δια ξηράς και θαλάσσης. Ήρχισε τότε άγριος πόλεμος, οι δε βάρβαροι κατέθλιβον τους Χριστιανούς δια πυρός και σιδήρου. Μετά δε σφοδράν μάχην, ήτις εκράτησεν επί πεντήκοντα ημέρας, η κυρία δύναμις των βαρβάρων εστράφη εναντίον της πόλεως της Κερκύρας. Τότε τα πλήθη των Ορθοδόξων, μη έχοντες άλλην ελπίδα, κατέφυγον εις τον προστάτην των Άγιον Ιεράρχην Σπυρίδωνα τον θαυματουργόν και δια στεναγμών και δακρύων, ημέραν τε και νύκτα παρεκάλουν αυτόν να τους προστατεύση και να τους απαλλάξη από τον προκείμενον κίνδυνον.

Κυριακή 28 Ιανουαρίου 2018

Τη ΙΑ΄ (11η) του Αυγούστου, μνήμη του Οσίου ΝΗΦΩΝΟΣ

Τη ΙΑ΄ (11η) του Αυγούστου, μνήμη του Οσίου ΝΗΦΩΝΟΣ, του εν τη κατά τον Άθω κοινοβιακή Μονή του Αγίου Διονυσίου ασκήσαντος και γενομένου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, εν έτει αυξ΄ (1460) εν ειρήνη τελειωθέντος.                                                                                             

Νήφων ο θείος ούτος πατήρ ημών είχε πατρίδα την Πελοπόννησον, γεννηθείς από γονείς λαμπρούς μεν κατά κόσμον και ευγενείς, λαμπροτέρους δε και ευγενεστέρους κατά την ευσέβειαν και την αρετήν, Μανουήλ και Μαρίαν ονομαζομένους· αναγεννηθείς δε ωνομάσθη Νικόλαος, ερχόμενος δε εις ηλικίαν εδόθη εις σχολείον δια να μάθη τα ιερά γράμματα· έχων δε εξ αρχής γηραλέα φρονήματα, δεν κατεγίνετο εις άλλας παιδαριώδεις πράξεις, ως τα άλλα παιδία, αλλά ως σοφή μέλισσα επήγαινεν εις διδασκάλους σοφούς και εναρέτους δια να συνάξη το μέλι της αρετής, ακροατής και μιμητής γινόμενος όλων των καλών και ψυχωφελών μαθημάτων και παραδειγμάτων·

Παρασκευή 26 Ιανουαρίου 2018

Διήγησις περί της αχειροποιήτου Εικόνος του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ.

Εν ταις ημέραις του ευσεβούς βασιλέως Τιβερίου εν έτει φοη΄ (578) έγεινε θαύμα μέγα και παράδοξον. Γυνή τις Μαρία ονομαζομένη, συγκλητική μεν και φιλόχριστος, πατρικία δε το αξίωμα, χήρα, έπεσεν εις πάθος χαλεπόν και αθεράπευτον· απελπισθείσα δε εκ πάσης ανθρωπίνης βοηθείας, αφιέρωσεν εις την καρδίαν αυτής τοιούτον αγαθόν συλλογισμόν, να στείλη εις τους Ιερείς, τους υπηρετούντας εις την αγίαν και δεσποτικήν αχειροποίητον Εικόνα του Κυρίου, και να τους παρακαλέση να έλθωσι προς αυτήν. Όταν λοιπόν ήλθον εκείνοι, έπεσεν η γυνή εις τους πόδας αυτών λέγουσα· «Επειδή, κύριοί μου, ο Θεός εσυγχώρησε να παιδεύωμαι δια τας πολλάς μου αμαρτίας με την δεινήν ταύτην και αθεράπευτον ασθένειαν, δια τούτο θέλουσα και αγαπώσα η ταλαίπωρος, καίτοι αναξία, να δεχθώ εις τον ευτελή οίκον μου δια των αγίων σας ευχών τον δεσποτικόν και αχειροποίητον Χαρακτήρα του Κυρίου μας εις ημέρας τεσσαράκοντα, δι’ ου ίσως ποιήση έλεος ο Κύριος εις εμέ, παρακαλώ να συνεργήσητε προς τούτο».

Πέμπτη 25 Ιανουαρίου 2018

Τη ΙΑ΄ (11η) του Αυγούστου, μνήμη του Αγίου Μεγαλομάρτυρος ΕΥΠΛΟΥ του Διακόνου.

Εύπλος ο ένδοξος Μάρτυς και Διάκονος ήκμασεν επί βασιλέως Διοκλητιανού, εν έτει 296, καταγόμενος εκ Κατάνης της εν τη Επαρχία της Σικελίας. Διαβληθείς δε ούτος εις τον άρχοντα Καλβιασιανόν, και μη πεισθείς να αρνηθή τον Χριστόν, πρώτον μεν εδέθη τας χείρας, τους πόδας και τα γόνατα, είτα δε εκρεμάσθη εις ξύλον ορθόν και εξεσχίσθη με σιδηρούς όνυχας. Ελθούσα δε εις αυτόν θεϊκή τις φωνή τον ενεδυνάμωσε. Μετά ταύτα συνέτριψαν τας κνήμας του με σιδηράς σφύρας, και έρριψαν αυτόν εν τη φυλακή, εκεί δε ευρισκόμενος ο Άγιος δια μόνης της προσευχής του έκαμε να αναβλύση πηγή ύδατος, ούτω δε εξήγαγον αυτόν εκ της φυλακής. Ύστερον πάλιν τον εφυλάκισαν, και με σιδηρούς και πεπυρωμένους όνυχας κατεπλήγωσαν τα ώτα του· τελευταίον δε απέκοψαν την αγίαν του κεφαλήν και ούτως έλαβε παρά Κυρίου τον του μαρτυρίου άφθαρτον στέφανον. 

Τετάρτη 24 Ιανουαρίου 2018

Τη Ι΄ (10η) του Αυγούστου, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΥ Αρχιδιακόνου, ΞΥΣΤΟΥ Πάπα Ρώμης και ΙΠΠΟΛΥΤΟΥ.

Λαυρέντιος, Ξύστος και Ιππόλυτος οι Άγιοι Μάρτυρες ήκμασαν κατά τους χρόνους του βασιλέως Δεκίου εν έτει σν΄ (250). Εκ τούτων ο μεν Άγιος Ξύστος κατήγετο εξ Αθηνών, εις τας οποίας εδιδάχθη τα μαθήματα της φιλοσοφίας· μεταβάς δε εις Ρώμην εχειροτονήθη Επίσκοπος, αφού εμαρτύρησεν ο Άγιος Στέφανος ο Πάπας της Ρώμης. Επειδή δε τότε προητοιμάζετο ο κατά των Χριστιανών διωγμός, διέταξεν ο Άγιος Ξύστος τον Αρχιδιάκονόν του Άγιον Λαυρέντιον να οικονομήση τα σκεύη της Εκκλησίας της Ρώμης, ο δε θείος Λαυρέντιος διεμοίρασε ταύτα εις τους πτωχούς. Όταν λοιπόν επανήλθεν εκ της Περσίας ο Δέκιος, ωδηγήθη έμπροσθεν αυτού ο Άγιος Ξύστος, και επειδή δεν επείσθη να αρνηθή τον Χριστόν, αλλ’ ωμολόγησε παρρησία αυτόν Θεόν αληθινόν και δημιουργόν του παντός, απεκεφαλίσθη και έλαβεν ο αοίδιμος του μαρτυρίου τον στέφανον.

Τρίτη 23 Ιανουαρίου 2018

Τη Θ΄ (9η) του Αυγούστου, η ανάμνηαις της ευρέσεως της αχειροποιήτου και σεβασμίας Εικόνος του Κυρίου εν τοις Καμουλιανοίς.

Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο δίκαιος και μόνος αληθινός Θεός ημών, όστις είναι αόρατος κατά την ουσίαν της Θεότητος, ανίκητος κατά το κράτος και ανεκλάλητος κατά την δύναμιν, αυτός ο κατά φύσιν φιλάνθρωπος και αγαθός, η εικών του Πατρός η απαράλλακτος, ο τη δόσει των χαρισμάτων αμεταμέλητος, ο προ αιώνων αοράτως εκ του Πατρός γεννηθείς και επ’ εσχάτων των ημερών εκ μητρός Παρθένου ασπόρως τεχθείς, αυτός και πάλιν κατεδέχθη να φανή εις Αγίαν Εικόνα δια την αυτού αγαθότητα και άμετρον ευσπλαγχνίαν· και εκεί μεν, εις την κατά Σάρκα Γέννησιν και παρουσίαν του, ωδήγησε τους Μάγους δι’ αστέρος, εδώ δε, εις την δι’ Εικόνος φανέρωσίν του, έφερε τους νηπίους τον νουν εις τελείαν επίγνωσιν. Ω αφράστου φιλανθρωπίας! Ω αμέτρου κηδεμονίας! Ω ανεκδιηγήτου δωρεάς! Ω αρρήτου ανεξικακίας! Ω ακαταλήπτων μυστηρίων!

Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2018

Τη Θ΄ (9η) του Αυγούστου, ο Άγιος Μάρτυς ΑΝΤΩΝΙΝΟΣ ο Αλεξανδρεύς πυρί τελειούται.

Αντώνινος ο Άγιος Μάρτυς ήτο την πατρίδα Αλεξανδρεύς, υπό του άρχοντος δε της Αλεξανδρείας συλληφθείς εκρεμάσθη παρ’ αυτού και εξεσχίσθη· είτα ριφθείς εντός ανημμένης καμίνου παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας του Θεού, παρ’ ου έλαβε τον του μαρτυρίου άφθαρτον στέφανον. Ευρέθη δε το άγιον αυτού λείψανον εν τω μέσω της καμίνου αβλαβές και σώον, χωρίς το πυρ να βλάψη ούτε καν τρίχα της κεφαλής του. 

Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2018

Τη Θ΄ (9η) του Αυγούστου, μνήμη των Δέκα Μαρτύρων, των δια την αγίαν Εικόνα του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, την εν τη Χαλκή Πύλη, αθλησάντων, ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ, ΜΑΡΚΙΑΝΟΥ, ΙΩΑΝΝΟΥ, ΙΑΚΩΒΟΥ, ΑΛΕΞΙΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ, ΠΕΤΡΟΥ, ΛΕΟΝΤΙΟΥ και ΜΑΡΙΑΣ της Πατρικίας.

Ιουλιανός και οι συν αυτώ αθλήσαντες Άγιοι Μάρτυρες ήσαν κατά τους χρόνους του θηριωνύμου Λέοντος του Ισαύρου εν έτει ψιστ΄ (716). Ο αυτοκράτωρ ούτος, αποστρεφόμενος τας αγίας Εικόνας, κατέκαιεν αυτάς δια πυρός· διο και ο τότε Πατριάρχης Άγιος Γερμανός πολλάς θλίψεις και κακοπαθείας εδοκίμασεν υπό του αλιτηρίου τούτου Λέοντος, διότι ήλεγχεν αυτόν ως ασεβή και παράνομον.

Σάββατο 20 Ιανουαρίου 2018

Τη Θ΄ (9η) του Αυγούστου, μνήμη του Αγίου Αποστόλου ΜΑΤΘΙΟΥ.

Ματθίας ο Απόστολος, εις εκ των εβδομήκοντα ων, συγκατηριθμήθη μετά των ένδεκα Αποστόλων αντί Ιούδα του Ισκαριώτου, ως είναι γεγραμμένον εις το πρώτον κεφάλαιον των Πράξεων· κηρύξας δε το Ευαγγέλιον εις την έξω Αιθιοπίαν (την νυν λεγομένην Αβυσσηνίαν), και πολλάς τιμωρίας υπομείνας παρά των Αιθιόπων, εις χείρας Θεού παρέθετο το πνεύμα του. 

Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2018

Τη Η΄ (8η) του Αυγούστου, ο Άγιος Νεομάρτυς ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ο εκ Μακεδονίας ο εν Θεσσαλονίκη μαρτυρήσας εν έτει 1794, βασάνους υποστάς τελειούται.

Αναστάσιος ο Νέος Μάρτυς του Χριστού (Σπάσος βουλγαριστί ονομαζόμενος) ήτο από την επαρχίαν της Στρωμνίτσης της Μακεδονίας, η οποία τον παλαιόν καιρόν ωνομάζετο Τιβεριούπολις, από χωρίον Ραδοβίτσι· ήτο δε νέος, έως ετών είκοσι την ηλικίαν και ωραίος την όψιν. Ελθών δε εις την Θεσσαλονίκην, επήγεν εις ένα οπλοποιόν, όστις ήτο διδάσκαλός του εις την τέχνην, αυτός δε επειδή είχεν ενδύματά τινα τουρκικά, εζήτει τρόπον να τα εκβάλη έξω από την πόλιν της Θεσσαλονίκης χωρίς να πληρώση φόρον. Όθεν παρακινεί ο διδάσκαλος τον μαθητήν του αυτόν να ενδυθή μίαν στολήν από τα ενδύματα εκείνα, και να διέλθη ως Τούρκος, τάχα, από την θύραν της πόλεως· ο νέος αντιστέκεται εις τούτο, λέγων εις αυτόν ότι το πράγμα είναι επικίνδυνον· αλλ’ ο διδάσκαλός του, ενθαρρύνων τον νέον με πολλούς λόγους, τον πείθει και ενδύεται τα τουρκικά ενδύματα ο νέος, ούτω δε πηγαίνει να περάση την θύραν του φρουρίου. Τότε οι άνθρωποι του χαρατζή τον ερωτούν αν έχη χαρτί, και αυτός τους αποκρίνεται ότι είναι Τούρκος· εκείνοι του είπον να κάμη σαλαβάτι (ομολογίαν της μουσουλμανικής πίστεως), δια να βεβαιωθούν πως είναι μουσουλμάνος και να τον αφήσουν· ο δε νέος, το ανέλπιστον τούτο ακούσας, έμεινεν άφωνος, διότι ούτε ήξευρε τι είναι το σαλαβάτι, ούτε ήθελε να κάμη εκείνην την των μουσουλμάνων ομολογίαν.

Πέμπτη 18 Ιανουαρίου 2018

ΛΟΓΟΣ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ -- Εις τον Άγιον Νεομάρτυρα Τριαντάφυλλον.

Μαρτυρικήν εορτήν εορτάζομεν σήμερον, αδελφοί, και πάσα ψυχή ευσεβής και φιλομάρτυς χαίρει πνευματικώς και σκιρτά. Νέου Μάρτυρος μνήμη εν τη Εκκλησία του Χριστού ανέτειλεν υπέρ τας ηλιακάς αυγάς, και πάντα των Ορθοδόξων Χριστιανών τα πληρώματα καταυγάζει ταις μυστικαίς ακτίσι των αγώνων αυτού, και φωτός νοητού πληροί τας καρδίας και τα πρόσωπα ημών, και προς δόξαν και αίνον του αθλοθέτου Χριστού, του δοξαζομένου εν τοις Αγίοις αυτού, διεγείρει πάντας ημάς· διότι δόξα Χριστού ανεδείχθησαν οι Μάρτυρες ως δοξάσαντες το Άγιον αυτού όνομα και υπέρ παν όνομα, η δε αγία αυτών μνήμη χαράς ημίν πνευματικής υπόθεσις, και ευφροσύνης θείας πρόξενος γίνεται, τοις εν πνεύματι και αληθεία εορτάζουσι, κατά την φωνήν: «Εγκωμιαζομένου δικαίου ευφρανθήσονται λαοί». Τούτο βλέπομεν και σήμερον πληρούμενον εν τη πανσέπτω μνήμη και εορτή του νέου του Χριστού αριστέως και καλλινίκου Μάρτυρος, του οποίου τους αγώνας και άθλους γεραίρομεν, και την νίκην και τα έπαθλα θαυμάζομεν, και τον δοξάσαντα και θαυμαστώσαντα τούτον Κύριον δοξάζομεν· «τους δοξάζοντάς με δοξάσω» λέγει Κύριος. Αλλά ποίος ούτος ο νέος του Χριστού αθλοφόρος, ο δοξάσας τον Κύριον, και παρ’ αυτού θαυμαστώς δοξασθείς;

Τετάρτη 17 Ιανουαρίου 2018

Τη Η΄ (8η) του Αυγούστου, μνήμη του Αγίου ενδόξου Νεομάρτυρος ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ του εκ Ζαγοράς μεν της Μαγνησίας καταγομένου, εν Κωνσταντινουπόλει δε μαρτυρήσαντος κατά το έτος αχπ΄ (1680).

Τριαντάφυλλος ο ένδοξος Νεομάρτυς του Χριστού ήτο από την Ζαγοράν της Μαγνησίας, κειμένην πλησίον της πόλεως Βόλου, γεννηθείς περί τα μέσα της ζοφεράς δουλείας της γλυκυτάτης μας πατρίδος, της Ελλάδος, υπό τους Τούρκους, ήτοι περί το έτος αφξγ΄(1663). Ούτος εργαζόμενος ως ναύτης εις τα πλοία όταν ήτο περίπου δεκαεπταετής, συνελήφθη δι’ άγνωστον εις ημάς αιτίαν υπό των Τούρκων, εβιάζετο δε υπ’ αυτών να αρνηθή την πάτριον αυτού αληθή πίστιν του Χριστού και να ασπασθή την μιαράν θρησκείαν των Αγαρηνών.

Τρίτη 16 Ιανουαρίου 2018

Τη Η΄ (8η) του Αυγούστου, μνήμη του Οσίου πατρός ημών ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ Ηγουμένου Ορόβων.

Θεοδόσιος ο Όσιος πατήρ ημών εκ νεαράς ηλικίας έλαβεν επί των ώμων του τον Σταυρόν του Κυρίου, και προέκρινε να κατοική εις τα όρη, τα σπήλαια και τους δρυμώνας· διο τελειωθείς εν ειρήνη προσεφέρθη εις τον Θεόν ως πολύτιμον μύρον, και ως θυμίαμα δεκτόν και ευωδέστατον. 

Δευτέρα 15 Ιανουαρίου 2018

Τη Η΄ (8η) του Αυγούστου, μνήμη του Αγίου ΜΥΡΩΝΟΣ Επισκόπου Κρήτης του θαυματουργού.

Μύρων ο Άγιος Επίσκοπος Κρήτης εγεννήθη εν τινι πόλει της Κρήτης, Αυρακία ονομαζομένη, πλησίον της Κνωσού, στολίζων το γένος του με την κατά Θεόν ευσέβειαν. Ενήλιξ συνεζεύχθη νομίμως και εκαλλιέργει την γην, δια δε της καρποφορίας και εσοδείας των γεννημάτων του ηλέει τους πτωχούς, όσον δε αυτός ηλέει, τόσον και οι καρποί των αγρών του ηύξανον. Η συμπάθεια δε και ευσπλαγχνία, την οποίαν ησθάνετο ο Άγιος υπέρ των πτωχών, ήτο υπέρ άνθρωπον. Λέγουσιν επί παραδείγματι ότι ούτος συνέλαβέ ποτε εις το αλώνιόν του δέκα ανθρώπους κλέπτοντας σίτον και οι οποίοι ως εκ της μεγάλης αυτών πλεονεξίας εγέμισαν τους σάκκους των τόσον, ώστε δεν ηδύναντο ένεκα του βάρους να τους σηκώσωσιν, αλλ’ ούτε ήθελον να αδειάσωσιν εξ αυτών ολίγον σίτον, ίνα δυνηθώσιν ούτως ελευθέρους να τους κινήσωσι. Τούτους λοιπόν συλλαβών επ’ αυτοφώρω ο Άγιος, αντί να δείρη και τιμωρήση αυτούς δια την κλοπήν, απ’ εναντίας τους ελυπήθη ο αοίδιμος, και με τας ιδίας του χείρας εβοήθησεν έκαστον αυτών και εφορτώθησαν τους σάκκους εις τους ώμους των όχι δε μόνον τούτο, αλλά και παρήγγειλεν εις αυτούς να μη φανερώσωσι το τοιούτον εις ουδένα, ίνα μη χάση τον μισθόν της ελεημοσύνης και ανεξικακίας του. Δια τας αρετάς του λοιπόν ταύτας εχειροτονήθη Ιερεύς εις την Εκκλησίαν του Θεού· αφού δε έπαυσεν ο κατά των Χριστιανών διωγμός, ανέβη εις τον θρόνον της Επισκοπής, γενόμενος Αρχιερεύς της Κρήτης. Όθεν πολλάς δυνάμεις και θαύματα εποίησε, διότι εδίωξε δράκοντα ο οποίος έβλαπτε τον τόπον εις τον οποίον ενεφώλευεν, ημπόδισε την ροήν ποταμού, ο οποίος ωνομάζετο Τρίτων, επειδή επλημμύρισεν ότε έμελλεν ο Άγιος να διέλθη δι’ αυτού. Ο ποταμός δε ούτος, αναχαιτισθείσης της ροής του κατά την προσταγήν του Αγίου, δεν έτρεξε πλέον, καθώς πρότερον, αλλ’ έμενεν ούτω στάσιμος μέχρις ου επέστρεψεν ο Άγιος και διήλθε πάλιν δι’ αυτού· αφού δε επανήλθεν ο Άγιος εις τον οίκον του, έστειλε την ράβδον του με ανθρώπους τινάς, οι οποίοι, ταράξαντες το ύδωρ του ποταμού με την ράβδον του Αγίου, έκαμαν τον ποταμόν να επαναλάβη την φυσικήν του ροήν. Ταύτα και άλλα περισσότερα θαύματα ποιήσας ο μακάριος Μύρων, και το επίλοιπον διάστημα της ζωής του διελθών θεοφιλώς και οσίως, και πανηγυρίσας λαμπρώς εις τας εορτάς των Αγίων Μαρτύρων, προς Κύριον εξεδήμησεν, ήδη γέρων εκατοντούτης. 

Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2018

Τη Η΄ (8η) του Αυγούστου, μνήμη του Οσίου πατρός ημών ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ Επισκόπου Κυζίκου του Ομολογητού.

Αιμιλιανός ο Άγιος Επίσκοπος Κυζίκου υπέμεινε πολλάς κακοπαθείας και εξορίας και θλίψεις δια την προσκύνησιν των αγίων Εικόνων υπό του θηριωνύμου Λέοντος (ίσως του Αρμενίου) εν έτει ωιγ΄ (813). Τελειώσας δε την ζωήν του εν μέσω των τοιούτων κακοπαθειών, έλαβε παρά Κυρίου τον της ομολογίας άφθαρτον στέφανον. 

Σάββατο 13 Ιανουαρίου 2018

Τη αυτή ημέρα Ζ΄ (7η) Αυγούστου, μνήμη του Οσίου και θεοφόρου πατρός ημών ΝΙΚΑΝΟΡΟΣ του θαυματουργού, του εν τω του Καλλιστράτου όρει διαλάμψαντος.

Νικάνωρ ο Όσιος και θεοφόρος πατήρ ημών κατήγετο από την περίφημον μεγαλόπολιν Θεσσαλονίκην. Ο πατήρ του ωνομάζετο Ιωάννης, η δε μήτηρ Μαρία, αποτελούντες ευσεβές και ενάρετον ανδρόγυνον, τους οποίους όλη η πόλις εκαλοτύχιζε και επαινούσε, τόσον δια τα υλικά αγαθά, τον πολύν πλούτον και την ευγένειαν, όσον και δια την θεάρεστον πολιτείαν των. Διότι και οι δύο ήσαν παράδειγμα αρετής εις όλους. Αλλ’ όσον ήσαν από το εν μέρος περιφανείς και επαινετοί εις τους ανθρώπους, τόσον ήσαν από το άλλο μέρος περίλυποι, επειδή ήσαν άτεκνοι και δεν είχον κληρονόμον του πλούτου των, ουδέ θα είχον παραμυθίαν εις τα γηρατεία των. Όθεν κάθε ημέραν δεν έπαυον δίδοντες ελεημοσύνας πλουσία χειρί εις τους πένητας, ενήστευον με μεγάλην ταπείνωσιν, προσηύχοντο πολλάς φοράς καθ’ όλην την νύκτα, εις την Εκκλησίαν συχνάκις μετέβαινον και παρεκάλουν τον Θεόν με θερμά δάκρυα να τους δώση κληρονόμον και διάδοχον του πλούτου και του γένους των.

Παρασκευή 12 Ιανουαρίου 2018

Τη Ζ΄ (7η) του αυτού μηνός Αυγούστου, μνήμη του Οσίου και ιαματικού ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ του νέου, του ζήσαντος κατά το έτος ωξβ΄ (862) και εν ειρήνη τελειωθέντος.

Θεοδόσιος ο τρισόλβιος πατήρ ημών είχε πατρίδα τας περιφήμους Αθήνας, κατά το ωξβ΄ (862) έτος από Χριστού γεννηθείς από γονείς ευγενείς και θεοσεβείς. Ανετράφη δε υπ’ αυτών εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου, και εδόθη εις σχολείον, δια να μάθη τα ιερά γράμματα, τα οποία εις ολίγον καιρόν έμαθε, διότι έτυχε δεξιάς φύσεως. Είχε δε ο ευλογημένος πολλήν ευλάβειαν εις τα θεία και έτρεχεν εις τας ιεράς ακολουθίας της Εκκλησίας, ακούων δε τους αγώνας των Αγίων εθαύμαζε την προθυμίαν και καρτεροψυχίαν την οποίαν είχον. Όθεν όπου εύρισκε τους Βίους των Οσίων τους ανεγίγνωσκε με μεγάλην προσοχήν, επόθει δε μεγάλως να τους μιμηθή εις τους αγώνας των και να κατορθώση και αυτός τας αρετάς, τας οποίας κατώρθωσαν εκείνοι, καθώς και έγινε· διότι, αφ’ ου παρήλθεν ολίγος καιρός, οι γονείς του επλήρωσαν το κοινόν χρέος, ευρίσκων δε ευκαιρίαν ο μακάριος Θεοδόσιος, δια να πληρώση τον πόθον του, χωρίς αναβολήν καιρού διεμοίρασεν εις τους πτωχούς όλα τα υπάρχοντα και αρνηθείς τον κόσμον και τα εν κόσμω ανεχώρησεν από την πατρίδα του. Επήγε λοιπόν εις ένα ενάρετον πνευματικόν γέροντα και δοκιμασθείς υπ’ αυτού έλαβε το αγγελικόν σχήμα των Μοναχών, δοθείς όλως διόλου εις τους ασκητικούς αγώνας, τόσον δε επρόκοψεν εις την κατά Χριστόν πολιτείαν, ώστε εις ολίγον καιρόν ήναψεν ο θείος πόθος εις την καρδίαν του και επόθησε να ησυχάση κατά μόνας, δια να συνομιλή μόνος με μόνον τον Θεόν, δια μέσου της νοεράς προσευχής. Όθεν και περιερχόμενος από τόπου εις τόπον και ζητών μέρος ήσυχον, ήλθεν εις Πελοπόννησον· ευρών δε εις τα όρια της επαρχίας του Άργους τόπον ερημικόν και αρμόδιον εις ησυχίαν, έμεινεν εκεί. Παρευθύς ο καλός εκείνος εργάτης επρόσθεσε κόπους επάνω εις τους κόπους και αγώνας επάνω εις τους αγώνας, πολιτευόμενος ζωήν άϋλον σχεδόν και ασώματον· διότι μετεχειρίζετο την περιεκτικήν εγκράτειαν, την εκτεταμένην νηστείαν, τας ολονυκτίους αγρυπνίας, γονυκλισίας, χαμαικοιτίας, το ανένδοτον εις τας προσευχάς, εις τας οποίας εστέκετο ως στύλος ακλόνητος, το πένθος το παντοτεινόν, την υπέρ άνθρωπον ακτημοσύνην, την υψοποιόν ταπείνωσιν, την πραότητα, την καθαρότητα της ψυχής και του σώματος, την πίστιν την ακλινή, την κραταιάν ελπίδα, την κορωνίδα των αρετών αγάπην, και συντόμως ειπείν όλας τας αρετάς· ήτο δε ξένος του κόσμου τούτου και των εν τω κόσμω, και όλως ουράνιος άνθρωπος και επίγειος Άγγελος. Δια τούτο και ηξιώθη να ίδη και θείαν οπτασίαν. Μίαν νύκτα εφάνη εις αυτόν ο θείος Πρόδρομος, και ασπασάμενος αυτόν τον παρεθάρρυνεν εις τους πνευματικούς αγώνας, ειπών εις αυτόν να οικοδομήση Εκκλησίαν εις το όνομά του, υποσχόμενος, ότι θέλει είναι βοηθός του και παντοτεινός συνοδοιπόρος εις όλην του την ζωήν. Ο δε Όσιος, αισθανόμενος τον εαυτόν του όλον πλήρη από πνευματικήν αγαλλίασιν, εδόξασεν εξ όλης ψυχής του τον Θεόν και ηυχαρίστησε τον Τίμιον Πρόδρομον, έλαβε δε θάρρος μεγάλον εις τον προκείμενον εις αυτόν αγώνα της ασκήσεως. Ήρχισε λοιπόν το έργον και θεία βοηθεία ωκοδόμησεν ιερόν Ναόν επ’ ονόματι του Τιμίου Προδρόμου, ο οποίος σώζεται έως την σήμερον, χάριτι θεία, εις εκείνον τον τόπον, αποπνέων πνευματικήν ευωδίαν και γινόμενος αίτιος κατανύξεως εις εκείνους, όσοι πηγαίνουν εις αυτόν μετά πίστεως. Συσταίνων δε το ασκητικόν γυμνάσιον, έκαμνε τον πόλεμον, όχι προς αίμα και σάρκα, ήτοι προς ομοιοπαθείς ανθρώπους, αλλά προς τας αρχάς, προς τας εξουσίας, προς τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, καθώς λέγει ο θείος Παύλος, προς τους πονηρούς δηλαδή δαίμονας· όθεν αν και εγώ δεν πλατύνω τον λόγον δια συντομίαν, όμως είναι εύκολον εις κάθε ένα να καταλάβη τι είδους αγώνας και πολέμους είχεν ο γενναιόφρων Θεοδόσιος, με τοιούτους φοβερούς και κακομηχάνους εχθρούς, και με πόσην κακουχίαν και σκληραγωγίαν εβασάνιζε τον εαυτόν του εις όλην του την ζωήν, δια να υποτάξη το χείρον τω κρείττονι, ήτοι το σώμα εις την ψυχήν, και να δουλώση την σάρκα τω πνεύματι· κατ’ αλήθειαν δε, δεν απέτυχε του σκοπού, αλλά θεία χάριτι και τους δαίμονας ενίκησε, και το σώμα υπέταξε· και γενόμενος όλως πνευματικός, όλως ένθεος, ηξιώθη να λάβη πλουσίως από τον μεγαλόδωρον Θεόν και αρραβώνα των μελλόντων αγαθών, την χάριν των θαυμάτων και ιαμάτων, από τα οποία έλαβε και την επωνυμίαν, και ωνομάζετο θαυματουργός και ιαματικός, διότι η ενάρετος πολιτεία του ηκούσθη εις όλα τα μέρη, και η φήμη των θαυμάτων του διεδόθη πανταχού, επειδή ο Θεός ηθέλησε να φανερώση εις όλους τον δούλον του, και να τον δοξάση, καθώς λέγει ο ίδιος· «ζω εγώ, τους εμέ δοξάζοντας δοξάσω». Όσον δε ο Άγιος απέφευγε τον κόσμον και την δόξαν, τόσον περισσότερον ο Θεός τον εδείκνυε θαυμαστόν και σεβάσμιον· διότι από όλα τα μέρη προσέτρεχον εις αυτόν όσοι εβασανίζοντο από διαφόρους ασθενείας, λαμβάνοντες ταχέως την ιατρείαν. Και άλλοι μεν από εκείνους που ιατρεύοντο, ακούοντες από τον Όσιον και πνευματικήν νουθεσίαν, η οποία ιατρεύει τας ασθενείας της ψυχής, ήτοι τας αμαρτίας (από αυτάς συμβαίνουν τας περισσοτέρας φοράς και αι ασθένειαι του σώματος), επεμελούντο δια να θεραπεύσουν και τας ασθενείας της ψυχής των, λαμβάνοντες διπλήν την ιατρείαν και της ψυχής και του σώματος, και ηυχαρίστουν μεγάλως τον Θεόν· επιστρέφοντες δε εις τους οίκους των, εκήρυττον λαμπρώς την θείαν χάριν και την παρρησίαν όπου είχεν ο Άγιος εις τον Θεόν. Άλλοι δε πάλιν από εκείνους, παρακινούμενοι από τας νουθεσίας του Αγίου, ομού με την σωματικήν ασθένειαν, απέβαλλον και την ηδυπάθειαν της σαρκός, και αρνούμενοι τον κόσμον και τα εν κόσμω εγίνοντο Μοναχοί, μεταχειριζόμενοι δε την πολιτείαν του Οσίου ως πρωτότυπον, περιεπάτουν προθύμως την στενήν και τεθλιμμένην οδόν, υπακούοντες εις τας ψυχωφελείς νουθεσίας του, και μιμούμενοι τας ενθέους αρετάς του· τοιουτοτρόπως, δια μέσου της οδηγίας του Αγίου, συνεστήθη εκεί, με την χάριν του Χριστού, μάνδρα λογικών προβάτων. Αλλ’ ο αρχέκακος και φθονερός διάβολος, ο εχθρός της σωτηρίας ημών, δεν υπέφερε να βλέπη ταύτα. Μεταχειριζόμενος όθεν όργανα της κακίας του υποκριτάς τινας, οι οποίοι εφαίνοντο κατά το σχήμα, ότι είναι ευλαβείς και καλόγνωνοι, κατά την πράξιν όμως φθονεροί και κακότροποι, τους κατέπεισε και μετέβησαν εις τον τότε Αρχιερέα του Άργους (ο οποίος ήτο ο αγιώτατος Πέτρος ο σημειοφόρος, ο εορταζόμενος τη Τρίτη ημέρα του Μαϊου μηνός) και εσυκοφάντησαν τον Όσιον Θεοδόσιον, ότι είναι μάγος και πλάνος και με τας μαγείας του απατά τους ανθρώπους, οίτινες τον έχουν εις ευλάβειαν και γίνεται εις πολλούς αίτιος απωλείας. Ακούσας ο Αρχιερεύς ταύτα και άλλα παρόμοια κατά του Οσίου, και συναρπασθείς από τα απατηλά των φθονερών εκείνων λόγια, απεφάσισε να τον διώξη από την επαρχίαν του· αλλ’ εις τον ίδιον καιρόν έλαβε γράμματα πατριαρχικά από την Κωνσταντινούπολιν, όπου τον προσεκάλουν να υπάγη το ταχύτερον, διότι είχον να κάμουν Σύνοδον δια μίαν εκκλησιαστικήν υπόθεσιν αναγκαίαν, ούτω δε ημποδίσθη τότε η εξορία του Οσίου κατά θείαν οικονομίαν, επειδή ο θείος Πέτρος εκίνησε παρευθύς δια την Κωνσταντινούπολιν· είχεν όμως απόφασιν, ευθύς ως επιστρέψη εις την επαρχίαν του, να εξορίση τον Όσιον. Ο Θεός όμως, καθώς τότε τον ημπόδισε δια μέσου των πατριαρχικών γραμμάτων, τοιουτοτρόπως και ύστερον δια μέσου θείας οπτασίας όχι μόνον ημπόδισε τον θείον Πέτρον από την εξορίαν του Οσίου, αλλά και ωκονόμησε να φανερωθή καλλίτερα η αρετή του δούλου του Θεοδοσίου και η προς αυτόν παρρησία του, και να δοξασθή περισσότερον. Διότι πηγαίνων ο μακάριος Πέτρος εις την Κωνσταντινούπολιν, και θεωρών ομού με τον Πατριάρχην και την Ιεράν Σύνοδον την εκκλησιαστικήν εκείνην υπόθεσιν, όταν ητοιμάζετο να επιστρέψη εις την επαρχίαν του, εφάνη εις το όραμά του ο Όσιος Θεοδόσιος και του είπε· «Διατί, Δέσποτα, εκινήθης αδίκως εναντίον μου, και θέλεις να με εξορίσης από την επαρχίαν σου, χωρίς να κάμω κανέν κακόν, ούτε εις την αρχιερωσύνην σου, ούτε εις άλλον τινά; Ήξευρε όμως, ότι, εάν με εξορίσης από την επαρχίαν σου, δεν θέλεις κάμει κανένα κακόν εις εμέ, αλλά η αρχιερωσύνη σου θέλεις περιπέσει εις έγκλημα αμαρτίας, εις δε τους αιτίους της τοιαύτης επιβουλής θέλεις προξενήσει απώλειαν, αλλά και εις εκείνους όπου σώζονται, με την χάριν του Θεού, βλάβην μεγάλην. Όθεν παύσον από το τοιούτον παράνομον επιχείρημα· διότι οι δεινοί εκείνοι συκοφάνται, φθόνω κινούμενοι, είπον κατ’ εμού την ψευδή εκείνην κατηγορίαν· συ όμως μη κινηθής έτσι αδίκως εναντίον μου· διότι και εγώ δούλος είμαι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και αυτόν μόνον λατρεύω, εις αυτόν δε έχω παιδιόθεν όλην την ελπίδα της σωτηρίας μου. Και ει μεν παύσης εις το εξής από ταύτην την άτοπον ορμήν, καλώς έχει· ει δε και δεν παύσης, ο Κύριός μου θέλει κάμει εις σε την εκδίκησιν». Ο δε Αρχιερεύς, ακούσας ταύτα, τον ηρώτησε· «Τις είσαι συ όπου διαφέρεσαι τοιουτοτρόπως με εμέ»; Και εκείνος του είπεν· «Εγώ είμαι ο δούλος του Χριστού Θεοδόσιος, όστις παροικώ εντός των ορίων της επαρχίας σου». Εξυπνήσας ο μακάριος Πέτρος έντρομος, και διαλογιζόμενος εκείνα τα οποία είδεν εις το όραμά του, μετενόησε δια την απόφασιν, την οποίαν έλαβε, να εξορίση τον Όσιον. Ενώ δε διελογίζετο ταύτα, ήλθεν εις αυτόν εις υπηρέτης του Πατριάρχου, και τον προσεκάλεσε να υπάγη εις αυτόν· διότι την ιδίαν ώραν όπου έβλεπεν ο θείος Πέτρος εις το όραμά του ταύτα, εφάνη ο Όσιος Θεοδόσιος και εις το όραμα του Πατριάρχου, και του εφανέρωσεν όλην την υπόθεσιν, ειπών εις αυτόν να παραγγείλη να μη κινήται αδίκως εναντίον του ο Μητροπολίτης, δια να μη παροργίση τον Θεόν και γίνη αίτιος βλάβης εις πολλούς Χριστιανούς. Ερωτήσας δε αυτόν ο Πατριάρχης, ποίος είναι, του είπεν, ότι είναι ο δούλος του Χριστού Θεοδόσιος, όστις ευρίσκεται εις τα όρια της επαρχίας του Άργους. Έξυπνος γενόμενος ο Πατριάρχης προσεκάλεσεν ευθύς τον Πέτρον· ο οποίος πηγαίνων εις τον Πατριάρχην, και ερωτηθείς από αυτόν, εάν ευρίσκεται εις την επαρχίαν του τις, Θεοδόσιος καλούμενος, και εάν έδειξεν εις αυτόν κανέν λυπηρόν, του απεκρίθη· «Ναι, αγιώτατε Δέσποτα, εις την επαρχίαν μου είναι ο δούλος του Θεού Θεοδόσιος». Του διηγήθη τότε λεπτομερώς όλην την υπόθεσιν, λέγων εις αυτόν ακόμη και εκείνα όπου είδε προ ολίγου εις το όραμά του· τότε και ο Πατριάρχης εφανέρωσεν εις τον Πέτρον εκείνα όπου είδε και εκείνος εις το όραμά του· ούτω δε επληροφορήθησαν και οι δύο, ότι είναι Άγιος ο Θεοδόσιος, και ότι έχει μεγάλην παρρησίαν προς τον Θεόν. Όθεν εδόξασαν τον Θεόν τον αξίως δοξάζοντα τους αυτόν δοξάζοντας· έπειτα παρήγγειλε ο Πατριάρχης εις τον θείον Πέτρον, ότι, όταν υπάγη εις την επαρχίαν του, να προσφέρη εκ μέρους του ευλαβώς μετάνοιαν εις τον Άγιον, και να του είπη να πρεσβεύη υπέρ αυτού προς Κύριον. Πάλιν δε την ημέραν όπου επρόκειτο να αναχωρήση από την Κωνσταντινούπολιν ο μακάριος Πέτρος, του παρήγγειλεν εκ δευτέρου ο Πατριάρχης τα ίδια. Όθεν πηγαίνων ο θείος Πέτρος εις την Πελοπόννησον, δεν ηθέλησε να υπάγη εις άλλο μέρος, προ του να υπάγη εις τον Όσιον Θεοδόσιον, και δια να πληρώση την παραγγελίαν του Πατριάρχου,και δια να ζητήση συγχώρησιν από τον Άγιον δια την εξορίαν, την οποίαν εμελέτησε να του επιβάλη εξ απάτης. Ο δε Όσιος προεγνώρισε τον ερχομόν του Αρχιερέως (διότι ηξιώθη να λάβη εκ Θεού προς τοις άλλοις και προορατικόν χάρισμα) και θέτων ανημμένους άνθρακας εις το κουκούλιόν του, και λαμβάνων θυμίαμα εις την χείρα του, εξήλθεν εις προϋπάντησιν του Αρχιερέως, πλησιάσας δε αυτόν, έθεσε το θυμίαμα επάνω εις τους άνθρακας, και εξήλθεν ευωδία άρρητος, το δε κουκούλιον, ω του θαύματος! Δεν εκάη παντελώς, αλλά με αυτό εθυμίαζε τον Αρχιερέα, ο οποίος βλέπων το παράδοξον του θαύματος, και θαυμάσας, ηννόησεν ότι είναι ο Όσιος, καταβαίνων δε ευθύς από τον ίππον έδραμεν εις ασπασμόν του Οσίου, όστις αφίνων  το κουκούλιον από την χείρα του, επρόσπεσεν εις τον Αρχιερέα του Θεού και τον υπεδέχθη ευλαβώς. Τότε ο θείος Πέτρος, δοξάζων τον Θεόν, εζήτει συγχώρησιν από τον Όσιον δια τα προλαβόντα, και προσφέρων και από μέρους του Πατριάρχου μετάνοιαν εις αυτόν του ανήγγειλεν όσα του παρήγγειλεν ο Πατριάρχης. Ο δε Όσιος, ανταποκρινόμενος εις αυτόν με μεγάλην ταπεινοφροσύνην και δια λόγου και δια σχήματος και δια πράγματος, ήναψε περισσότερον την κατά Θεόν προς αυτόν αγάπην του Αρχιερέως. Όθεν και χωρίς αναβολήν καιρού τον εχειροτόνησε κατά τάξιν Διάκονον, και έπειτα Ιερέα, μολονότι ο Όσιος δια την άκραν του ταπεινοφροσύνην, παρητείτο ευλαβώς από την χειροτονίαν. Από τότε και εις το εξής ο σοφός εκείνος Αρχιερεύς είχε τον Όσιον κανόνα και τύπον αρετής και εις τον εαυτόν του και εις τους ακολούθους του, διότι εγνώρισε πραγματικώς πόσον είναι πιστότεροι οι οφθαλμοί από τα ώτα. Επειδή δε και η φήμη του Οσίου διεδόθη περισσότερον εις τον κόσμον, και διότι εκείνοι όπου εθεραπεύοντο από διαφόρους ασθενείας εκήρυττον πανταχού τας ιατρείας, και διότι ο θείος Πέτρος, και αυτός ακόμη ο οικουμενικός Πατριάρχης, ευφήμιζον λαμπρώς την αγιότητα του Οσίου και την προς Θεόν παρρησίαν του, δια τούτο δεν ήτο κανείς ασθενής, όστις να μη επεκαλείτο μετά πίστεως τον Όσιον εις βοήθειαν, και να μη ελάμβανε ταχέως την θεραπείαν, εις τρόπον ώστε έγινεν ο Όσιος φανερός τοις πάσι και ποθητός. Όθεν αναφανείς εις όλους ετοιμότατος βοηθός εις τας ασθενείας και ανάγκας των, επροξενούσεν εις αυτούς και ψυχικήν σωτηρίαν. Αλλ’ έφθασεν ο Όσιος εις γήρας βαθύ και έπρεπε και αυτός ως άνθρωπος να πληρώση το κοινόν χρέος, και να απολαύση την αντιμισθίαν των πολλών ιδρώτων και αγώνων του. Τρεις ημέρας προ της οσίας τελειώσεώς του, του αποκαλύπτει ο Θεός την μετάστασίν του· όθεν προσκαλέσας τους μαθητάς του, τους έκαμε πολλάς νουθεσίας περί της κατά Θεόν πολιτείας, φανερώσας δε εις αυτούς τον θάνατόν του, τους παρηγόρησε δια τον χωρισμόν του, υποσχόμενος ότι θα είναι πάντοτε ηνωμένος πνευματικώς με αυτούς· εκείνοι δε έκλαιον και ωδύροντο πολλά δια την στέρησιν της αγγελικής του συνομιλίας· αλλ’ επειδή έφθασεν η Τρίτη ημέρα, ασπασάμενος αυτούς, και ευχαριστών και δοξάζων τον Θεόν, ύψωσε τας χείρας του εις Θεόν και λέγων το «Κύριε, εις χείρας σου παρατίθημι το πνεύμα μου» παρέδωκε την μακαρίαν ψυχήν του εις χείρας Θεού, τη εβδόμη του Αυγούστου μηνός. Μαθών ο θείος Πέτρος τον θάνατόν του, συνέδραμεν ομού με όλους τους Κληρικούς και πλήθος πολύ του λαού, ετοιμάσαντες δε όλα τα προς ταφήν αρμόδια, έθαψαν ευλαβώς το τρισόσιον αυτού λείψανον, ολίγον εμπρός από τον Ναόν του Τιμίου Προδρόμου. Όσοι δε ασθενείς προσέτρεχον μετ’ ευλαβείας εις τον τάφον του Οσίου και τον επεκαλούντο μετά πίστεως εις βοήθειαν, κατακλινόμενοι επάνω εις τον τάφον του ηγείροντο εκείθεν υγιείς, δοξάζοντες τον Θεόν και ευχαριστούντες τον Όσιον· όθεν ωκοδόμησαν εκεί θείον Ναόν εις το όνομά του· από τότε δε έως την σήμερον, εκείνος ο θείος Ναός είναι παντοτεινός ποταμός θαυμάτων και ιαμάτων, από τα οποία θέλω διηγηθή ολίγα τινά προς πνευματικήν ευφροσύνην των φιλαρέτων. Αφού παρήλθεν ικανός καιρός, οι δε Μοναχοί οι οποίοι ησύχαζον εκεί ολίγον κατ’ ολίγον ωλιγόστευον, επειδή οι μαθηταί του Οσίου απήλθον προς Κύριον και άλλοι δεν επήγαιναν να κατοικήσουν εκεί, διότι δεν ευρίσκετο εις εκείνον τον τόπον κανέν από τα χρειώδη του σώματος, έμεινεν ο ασκητικός εκείνος τόπος έρημος από Μοναχούς. Όμως οι Χριστιανοί, όσοι εκατοικούσαν εκεί πλησίον, και μάλιστα οι Ναυπλιείς, έχοντες πόθον πνευματικόν πολύν προς τον Όσιον, δεν απέλειπον από του να προστρέχουν εκεί κάθε ημέραν, δια να δοξάζουν τον Κύριον και τον Όσιον αυτού με ύμνους και ψαλμούς και ωδάς πνευματικάς, και να επιτελούν την θείαν ιερουργίαν. Όθεν μίαν φοράν ευλαβείς Χριστιανοί από το Ναύπλιον, παραλαμβάνοντες ένα Ιερέα και όλα τα χρειώδη, εκίνησαν λίαν πρωϊ δια να υπάγουν εις τον Ναόν του Οσίου· προβαίνοντες δε εις τον Ναόν είδον ένα ιεροπρεπή γηραλέον, όστις έστεκεν εις την είσοδον της Εκκλησίας και εκράτει ράβδον εις τας χείρας του, ενόμισαν δε ότι εδιάβαζε την ακολουθίαν των Ωρών και ήθελε να ιερουργήση. Όθεν ελυπήθησαν ότι επρόλαβεν αυτός δια να ιερουργήση και εκείνοι δεν επέτυχαν τον σκοπόν των· πηγαίνοντες δε εκεί, δεν εύρον κανένα και εστοχάσθησαν, ότι ήτο θεία οπτασία, διότι ο Ναός ήτο γεμάτος από ευωδίαν άρρητον· διο και ευχαριστούντες τον Θεόν και τον Όσιον εχάρησαν πολλά· αλλ’ έως να ετοιμασθή ο Ιερεύς, έφθασαν άλλοι Χριστιανοί περισσότεροι από τους πρώτους, οι οποίοι ήθελον να ιερουργήση ο ιδικός των ιερεύς· οι δε πρότερον ελθόντες, κινούμενοι από τον ζήλον του Οσίου, μάλιστα δε θερμανθέντες από την οπτασίαν όπου είδον, ηναντιώθησαν εις αυτούς, θέλοντες να ιερουργήση ο ιδικός των ιερεύς. Διαφερόμενοι όθεν ώραν πολλήν το ένα μέρος και το άλλο, έξω εις τα προαύλια του Ναού, δύο νέοι, ο εις από την μίαν συνοδείαν και ο άλλος από την άλλην, φιλονικούντες δριμύτερα, έσυραν τα ξίφη των, και καταβιβάζοντες αυτά με μεγάλην ορμήν, δια να φονεύση ο εις τον άλλον, θεία βοηθεία και χάριτι του Οσίου, επέταξε μία περιστερά εις το μέσον των δύο ξιφών, ως να την έρριψέ τις επί τούτω και εδέχθη την πληγήν των ξιφών, έπεσε δε εις δύο κομμάτια εν τω μέσω των δύο νέων, χωρίς να βλαβούν τελείως οι νέοι· βλέποντες δε αυτοί το θαύμα και στοχαζόμενοι την επίσκεψιν όπου έκαμεν εις αυτούς ο Όσιος, έρριψαν τα φονικά όπλα κατά γης και εναγκαλισθέντες ο εις τον άλλον ησπάσθησαν μεταξύ των, δοξάσαντες τον Όσιον, όστις τους ελύτρωσε παραδόξως από τον τοιούτον κίνδυνον· ομοίως και οι λοιποί από τα δύο μέρη Ιερείς και λαϊκοί κατενύγησαν και μετά θερμών δακρύων ευχαριστούντες τον Θεόν συνεφώνησαν, και με βουλήν κοινήν, ο μεν εις Ιερεύς ελειτούργησεν εις τον Ναόν του Οσίου, ο δε άλλος εις τον Ναόν του Τιμίου Προδρόμου· ούτω δε με ομόνοιαν και αγάπην και κοινήν προς τον Θεόν ευχαριστίαν επέστρεψαν εις τας κατοικίας των. Το παράδοξον τούτο θαύμα έγινεν εις τους μετέπειτα ως τύπος, και εάν επήγαιναν εις το εξής δύο συνοδείαι με δύο Ιερείς, δεν εφιλονικούσαν πλέον μεταξύ των, αλλά ο εις Ιερεύς ιερουργούσεν εις τον ένα Ναόν, και ο άλλος εις τον άλλον με αγάπην και ομόνοιαν. Ευγενής τις από το Ναύπλιον, Νικόλαος ονόματι, εν μια των ημερών, περί την μεσημβρίαν, στέκων εις το μέσον της οικίας του έξαφνα έγινεν ημίξηρος, και το ήμισυ μέρος της κεφαλής του ομού με τον ένα οφθαλμόν και το ους, με τον ένα ώμον και την χείρα του, και με το ένα πλευρόν και τον πόδα του, έμειναν παντελώς αναίσθητα και ανενέργητα, παρουσιάζων θέαμα ελεεινόν. Όθεν η σύζυγός του, ο αδελφός του και οι άλλοι συγγενείς του, συλλυπούμενοι και συμπονούντες, προσεκάλεσαν τους πλέον εξαιρέτους ιατρούς και εζήτουν βοήθειαν. Όμως με όσα και αν έκαμαν οι ιατροί δεν ηδυνήθησαν να του κάμουν καμμίαν θεραπείαν. Τέλος πάντων, συμβουλευθέντες ευλαβείς και εναρέτους άνδρας, απεφάσισαν να προστρέξουν εις τον ιαματικόν Θεοδόσιον, ετοιμάσαντες δε κράββατον έβαλαν επάνω τον ασθενή και τον έφεραν εις τον Ναόν του Οσίου, ένθα τελέσαντες ολονύκτιον προσευχήν και δοξολογίαν και το πρωϊ την θείαν ιερουργίαν, επεκαλέσθησαν μετά πίστεως τον Όσιον εις βοήθειαν. Μετά δε το δειλινόν, σηκώσαντες αυτόν με τον κράββατον, τον έφεραν κοντά εις το κάστρον του Ναυπλίου και τον άφησαν εκεί, δια να αναπαυθούν ολίγον. Έπειτα, όταν εδοκίμασαν να τον σηκώσουν πάλιν, ευθύς ηγέρθη εκείνος μόνος από τον κράββατον, λέγων· «Άγιε του Θεού Θεοδόσιε, βοήθει μοι», και εστάθη εις τους πόδας του ορθός. Και αμέσως, ω θαύμα! Εγνώρισε τον εαυτόν του όλον υγιά και δεν είχε πλέον κανέν σημείον από το πάθος εκείνο, ούτω δε περιπατών με τους πόδας του εισήλθεν εις το Ναύπλιον, δοξάζων τον Θεόν και τον Όσιον και έμεινεν υγιής έως τέλους, κάμνων πολλάς οδοιπορίας δια ξηράς και δια θαλάσσης εις διαφόρους τόπους, κηρύττων εις όλους το παράδοξον θαύμα, όπου έκαμεν εις αυτόν ο μέγας Θεοδόσιος. Εις ευλαβής Ιερεύς από το Ναύπλιον, Αντώνιος καλούμενος, ησθένησε βαρέως και ήτο κλινήρης πολύν καιρόν. Εκεί δε όπου ήτο κατάκοιτος παρουσίασε φοβεράν πληγήν εις το υπογάστριον, το οποίον επρήσθη πολύ και του επροξένει πόνους σφοδρούς. Από το αθεράπευτον εκείνο πάθος συνεστάλη το ένα πόδι του και έμεινε χωλός. Απελπισθείς από ανθρωπίνην βοήθειαν, κατέφυγεν εις τον Όσιον, μη δυνηθείς δε να υπάγη με τους πόδας του, ωδηγήθη και αυτός φορτωμένος εις τον Ναόν του Οσίου. Αφού δε έγινεν η συνηθισμένη αγρυπνία και η θεία Λειτουργία, ητοιμάσθησαν οι συγγενείς του να τον φορτώσουν πάλιν επάνω εις το ζώον δια να τον επαναφέρουν εις τον οίκον του· αλλ’ ο ασθενής αισθανόμενος κάποιαν δύναμιν και θαρρών εις την χάριν του Οσίου δεν ηθέλησεν, αλλά ήρχισε κατ’ ολίγον να περιπατή, ενδυναμωθείς δε με την προς τον Όσιον πίστιν, επήγε με τους πόδας του έως κοντά εις το Ναύπλιον, όσον δε επεριπάτει, τόσον εδυνάμωνε περισσότερον, έως ότου ησθάνθη τελείαν την υγείαν του και την δύναμιν· όθεν ο προ μικρού ακίνητος επεριπάτησεν ανεμποδίστως το διάστημα των εξ μιλίων και πλέον, όση είναι η απόστασις από τον Ναόν του Οσίου έως το Ναύπλιον και μετέβη με τους πόδας του, δοξάζων και ευλογών τον Θεόν. Και άλλος τις από το Ναύπλιον, ευσεβής και φιλόθεος, Μιχαήλ καλούμενος, εν μια των ημερών, καθήμενος εις την τράπεζαν ομού με την γυναίκα του και τα παιδιά του, εκεί όπου έτρωγον, βλέπει τον οφθαλμόν της γυναικός του όλον κατακόκκινον από μέσα, το δε άνωθεν βλέφαρον πρησμένον, και της λέγει· «Τι έπαθες»; Εκείνη του απεκρίθη· «Δεν ηξεύρω τι μου συνέβη έξαφνα και πάσχω κακώς». Ολίγον δε κατ’ ολίγον επρήσθη ο οφθαλμός και προέβαλεν έξω από την κόγχην, ως μία μεγάλη ρώγα σταφυλής ερυθρά και ημπόδιζε την όρασιν. Όθεν προσκαλέσας τους πλέον εμπείρους ιατρούς, απελπισθείς δε από αυτούς, προσέτρεξεν εις τον Ναόν του ιαματικού Θεοδοσίου, αυτός ομού με την γυναίκα του και άλλους πολλούς Ιερείς και λαϊκούς, τελέσαντες δε ολονύκτιον δέησιν και την θείαν ιερουργίαν, υπέστρεψαν εις την οικίαν των. Την δε νύκτα εκείνην, πίπτοντες εις την κλίνην των δια να κοιμηθούν, ο μεν ανήρ αυτής από την λύπην του και από τον κόπον της οδοιπορίας απεκοιμήθη ευθύς· η δε γυνή στραφείσα εκύτταξε την εικόνα του Οσίου, η οποία ήτο αντίκτυ αυτής, και τον επεκαλέσθη εξ όλης της ψυχής να την θεραπεύση. Ευθύς τότε ο ταχύς εις βοήθειαν και θαυματουργός Θεοδόσιος εφάνη εις αυτήν, ως να εξήλθεν από την εικόνα κρατών ράβδον εις την χείρα του, επλησίασε δε προς αυτήν και σπογγίζων με την άκραν του κουκουλίου του την πληγήν του οφθαλμού της, είπε· «Γύναι, συ μεν ομού με τον άνδρα σου ήλθετε ειςτον Ναόν μου, παρακαλούντες μετά πίστεως να τύχητε βοηθείας. Ιδού λοιπόν ότι ήλθον και εγώ εις τον οίκον σας, δια να σου δώσω την υγείαν». Και τούτο ειπών έγινεν άφαντος. Εκείνη δε παρευθύς ησθάνθη τον οφθαλμόν της ελεύθερον από το πάθος, βάλλουσα δε την χείρα της εις αυτόν και ευρίσκουσα αυτόν τελείως υγιά, εφώναξε τον άνδρα της· και εκείνος έξαφνα ηρώτα αυτήν τι έπαθε. Του είπεν εκείνη, ότι ο μέγας Θεοδόσιος εφάνη τώρα εις εμέ και με ιάτρευσε· πηδήσας δε εκείνος ευθύς από την κλίνην και ανάψας φως, και ιδών το θαύμα όπου έκαμεν ο Άγιος εις την γυναίκα του, έσπευσεν εις τον εφημέριον της εκκλησίας των. Διηγούμενος δε εις αυτόν το θαύμα του Οσίου, του είπε να ανοίξη την εκκλησίαν, προσκαλέσας δε τον πρωθιερέα ομού με άλλους Ιερείς και λαϊκούς, και κομίσας κηρία, έλαιον και θυμιάματα, απέδωκαν εις τον Όσιον ολονύκτιον την ευχαριστίαν. Το πρωϊ, αφ’ ου ετελείωσεν η θεία λειτουργία, επήρε τους συναχθέντας εις την οικίαν του και τους εφίλευσε πλουσιοπάροχα, έδωκε δε και ικανήν ελεημοσύνην εις τους πτωχούς, κηρύττων εις όλους την θαυματουργίαν του Οσίου και δοξάζων τον Θεόν. Άλλος τις, Αλβανός το γένος, πάσχων κακώς από το πάθος της δυσουρίας, επρήσθη και είχε πόνους δεινούς εις την κύστιν. Μεταχειριζόμενος δε διάφορα ιατρικά, δεν έλαβε καμμίαν ωφέλειαν, αλλ’ όσον παρήρχετο ο καιρός, τόσον σφοδροτέρους πόνους ησθάνετο. Όθεν προσέτρεξε και αυτός εις τον Ναόν του Αγίου, παραμείνας δε εκεί τρεις ημέρας και τρεις νύκτας εδέετο του Οσίου μετά θερμών δακρύων, δια να τον θεραπεύση. Κατά δε την τρίτην νύκτα εφάνη εις το όραμά του ο θαυματουργός Θεοδόσιος, και εγγίζων εις το πάθος με την ράβδον του, είπε προς αυτόν·»Έξελθε ταχέως από τον Ναόν μου, δια να ουρήσης». Εξυπνήσας έντρομος ο ασθενής εξήλθε τρέχων από τον Ναόν, και εστάθη ώραν πολλήν ουρών, ούτω δε εξεπρήσθη και οι πόνοι έπαυσαν, επήγε δε εις την κατοικίαν του υγιής, ευχαριστών τον Θεόν και τον Άγιον. Kαι έτερος, καταγόμενος από τα μέρη της Δύσεως, ησθένησεν εις τους πόδας του από πάθος ανίατον, μένων δε ακίνητος πολύν καιρόν ήλθεν εις τον Ναόν του Αγίου και επικαλεσάμενος αυτόν μετά πίστεως έλαβε ταχέως την θεραπείαν, επιστρέψας δε με τους πόδας του εις την κατοικίαν του, κατεσκεύασεν από άργυρον δύο πόδας ίσους εις το μάκρος με τους ιδικούς του και τους αφιέρωσεν εις τον Ναόν του Οσίου προς ευχαριστίαν και ενθύμησιν παντοτεινήν του θαύματος. Και άλλος ευγενής από την Βενετίαν, ερχόμενος εις το Ναύπλιον εξουσιαστής προς καιρόν, κατά την συνήθειαν, έχων γυναίκα στείραν και λυπούμενος πολλά δια την ατεκνίαν, ως ήκουσε τα πολλά και διάφορα θαύματα του Αγίου, επήγε και αυτός ομού με την γυναίκα του εις τον Ναόν του και παρεκάλεσαν τον Άγιον και οι δύο μετά πίστεως, δια να τους δώση τέκνον, υποσχόμενοι να το ονομάσουν Θεοδόσιον· εισακούσας δε την δέησίν των ο Όσιος, τους έδωκε τέκνον και το ωνόμασαν Θεοδόσιον, το οποιον πολιτευόμενον εν μέσω των λοιπών ευγενών της Βενετίας, αυτό μόνον εκαλείτο Θεοδόσιος, εις δόξαν Θεού του ενδοξαζομένου εν τοις Αγίοις αυτού. Αλλά και εις τας ημέρας ημών (λέγει ο συγγραφεύς) ένας ευγενής από το Ναύπλιον, Γεώργιος το όνομα, από τον οίκον των Ποζικίων, ανδρείος πολλά και επιδέξιος εις τους πολέμους, δια τούτο δε φοβερός μεν εις τους εχθρούς, ηγαπημένος δε από την αριστοκρατίαν της Βενετίας και δια τας πολλάς του ανδραγαθίας τιμηθείς με το αξίωμα του στρατηγού, εις τον καιρόν όπου είχον πόλεμον οι Βενετοί με τους λοιπούς βασιλείς της Δύσεως, έλαβε μεγάλην φήμην και δόξαν δια τας θαυμαστάς και μεγάλας νίκας όπου έκαμεν. Ημέραν δε τινά, την ώραν του γεύματος, όταν έπαυσαν από τον πόλεμον και τα δύο στρατεύματα και ησύχαζον μέσα εις τας σκηνάς των, ένας στρατηγός και αυτός από το μέρος των εχθρών, Γερμανός κατά το γένος, μεγαλόσωμος και ανδρείος πολλά, γεμάτος από φθόνον και κακίαν εναντίον του Ποζίκη, οπλισθείς και ιππεύων ένα καλόν ίππον, επήγεν εις τας σκηνάς του στρατεύματος των Βενετών και εφώναζε: «Που είναι ο Γεώργιος Ποζίκης; Ας εξέλθη να πολεμήσωμεν οι δύο». Ως ήκουσε ταύτα ο Γεώργιος, έχων μεγάλην πίστιν εις τον Όσιον Θεοδόσιον, εσηκώθη παρευθύς όρθιος και αφαιρών την περικεφαλαίαν εσφράγισε τον εαυτόν του με το σημείον του Τιμίου Σταυρού τρεις φοράς, ειπών εξ όλης του της ψυχής· «Μεγάλε μου Θεοδόσιε, έλα την ώραν ταύτην από το Ναύπλιον και βοήθησόν με τον δούλον σου». Έπειτα οπλισθείς και αυτός, και ιππεύων τον ίππον του, εξήλθεν εις τον πόλεμον. Όμως ο Γερμανός ησφάλισε την περικεφαλαίαν του και από το μέρος του προσώπου του, ο δε Ποζίκης δεν κατεδέχθη να την κλείση, αλλά την άφησεν ανοικτήν· καθώς λοιπόν ώρμησαν και οι δύο, ο εις εναντίον του άλλου, βλέπων ο Γερμανός το μέτωπον του Ποζίκη γυμνόν, τον εκτύπησεν εκεί με το ακόντιόν του και έσχισε μεν το δέρμα του μετώπου του και επλήγωσεν ολίγον και το κόκκαλον, αλλά δεν τον εσάλευσε παντελώς από εκεί όπου εκάθητο επάνω εις τον ίππον. Όθεν φωνάζων ο Ποζίκης «Ο Θεός του Θεοδοσίου βοήθει μοι», εκτύπησε με το δόρυ του τον Γερμανόν εις το στήθος και ευθύς τον έρριψεν οπίσω από τον ίππον του κατά γης ύπτιον, καταβαίνων δε από τον ίππον του έκοψε την κεφαλήν του, και δένων τους πόδας του εις τον ίππον του τον έδωσεν εις τον δούλον του, δια να τον σύρη κατά γης εμπρός από τας σκηνάς των δύο στρατευμάτων· αυτός δε ιππεύσας πάλιν τον ίππον του και κρατών εις την χείρα του το μέρος όπου απέμεινε από το δόρυ του, το οποίον συνετρίβη εις το στήθος του Γερμανού, και περιτριγυρίζων τας σκηνάς όπου εσύρετο ο εχθρός από τον δούλον του, έκαμε λαμπρώς τον θρίαμβον και την επίδειξιν της νίκης· έπειτα επιστρέψας εις την σκηνήν του έστειλε το μέρος εκείνο του δόρατος που απέμεινε και έκαμε μίαν λαμπάδα άσπρην, ίσην εις το μάκρος, και αγοράζων και άλλα είδη αρμόδια εις ευπρέπειαν του σεβασμίου Ναού του Οσίου Θεοδοσίου τα έστειλεν εις αυτόν μετ’ ευχαριστίας πολλής. Εις τα περίχωρα του Άργους ήτο ένας Αγαρηνός, Βοϊβόδας κατά την γλώσσαν των καλούμενος, κατά τον καιρόν δε του θέρους περιερχόμενος ομού με τους γραμματικούς του όλα τα εσπαρμένα κτήματα τα απεδεκάτιζε και τα έγραφεν. Ερχόμενος εις εν χωρίον, Ζαλέβην ονομαζόμενον, και κάμνων και εκεί το διατεταγμένον, έφθασεν η ώρα του γεύματος· επειδή όμως δεν ήτο εκεί τόπος αρμόδιος δια να φάγη και να αναπαυθή μαζί με τους ανθρώπους του, είδεν από μακράν τον Ναόν του Οσίου Θεοδοσίου και είπεν εις τους γραμματείς του (οι οποίοι ήσαν Χριστιανοί): «Ας υπάγωμεν εις την Εκκλησίαν σας, δια να γευματίσωμεν εκεί και ν’ αναπαυθώμεν έως να παρέλθη το καύμα, και το δειλινόν εξερχόμεθα πάλιν εις το έργον μας». Μεταβάντες δε εκεί και εμβάντες εις τον Ναόν, έβαλαν τράπεζαν και εκάθησαν να φάγουν. Ο δε Αγαρηνός, βλέπων μίαν κανδήλαν ωραίαν, που ήτο κρεμασμένη εμπρός εις την εικόνα του Αγίου, επειδή του ήρεσε, λέγει εις τον δούλον του· «Πάρε το γυαλί εκείνο και πλύνε το καλά και φέρε το εις εμέ, δια να πίνω κρασί με αυτό». Εις δε από τους γραμματείς του, φιλόθεος ων και έχων μεγάλην ευλάβειαν προς τον Όσιον, Γαβράς επικαλούμενος, ζήλω θείω κινούμενος, είπε προς αυτόν· «Μη πάρης τίποτε από τα πράγματα του Οσίου, διανα μη μας εύρη κανέν κακόν». Εκείνος δε είπε· «Και τι δύναται ούτος, ένας καλόγερος αποθαμένος, να κάμη εις εμέ, όπου είμαι ζωντανός και αυθέντης»; Αλλ’ ο Γαβράς του ηναντιώνετο περισσότερον δια να μη το πάρη, ενώ ο Αγαρηνός δικαιολογούμενος, ότι έχει εξουσίαν, επέμενε να το πάρη. Ηγέρθη τότε ο Γαβράς από την τράπεζαν και του λέγει· «Εάν έχης γνώμην να το πάρης, δος εις εμέ άδειαν να υπάγω εις την οικίαν μου και τότε κάμε ό,τι θέλεις· διότι είμαι βέβαιος, ότι δεν θέλει μας αφήσει ο Άγιος να υπάγωμεν με το καλόν εις την οικίαν μας». Όθεν, καθώς είδεν ο Αγαρηνός τον Γαβράν, πως υπερασπίζει με τόσην θερμότητα το κανδήλι του Αγίου, είπεν εις τον δούλον του περιπαικτικώς· «Άφησέ το λοιπόν, δια να μη σκανδαλίσωμεν τον γραμματέα μας». Οπόταν δε ήθελαν να αναχωρήσουν εκείθεν, είπε κρυφίως εις τον δούλον του· «Πάρε το γυαλί εκείνο, χωρίς να σε ιδή τις, και φέρε το εις την οικίαν μου». Ο δε δούλος του έκαμε καθώς τον επρόσταξε. Το βράδυ, πηγαίνων ο Αγαρηνός εις την οικίαν του, εδείπνησε και έπεσε να κοιμηθή. Τότε βλέπει εκείνον τον οποίον έλεγε καλόγερον αποθαμένον, ήτοι τον Όσιον Θεοδόσιον, τον βλέπει ζωντανόν, λαμπρόν και φοβερόν, όπου εστέκετο επάνω του, και εκράτει εις την χείρα του ράβδον, με την οποίαν κατάστηθα τον εκεντούσε και του έλεγε· «Τι σου φαίνεται; Αποθαμένου πράγμα επήρες ή ζωντανού; Ιδού ότι ήλθον εγώ δια να σου δείξω ποίος είσαι συ και η δύναμίς σου, και ποίοι είναι οι δούλοι του Χριστού μου, οι οποίοι, και αφ’ ου αποθάνουν, ζουν με την χάριν του Ιησού Χριστού, και δύνανται να θανατώσουν ελεεινώς σε, όστις νομίζεις ότι ζης, όμως είσαι νεκρός κατά την ψυχήν». Ταύτα δε ειπών προς τον βάρβαρον εκείνον, του έσφιγξε τον λαιμόν, και παρευθύς επρήσθησαν οι οφθαλμοί του, εμελάνιασε το πρόσωπόν του, εκρεμάσθη η γλώσσα του έξω από τα χείλη του και εξέβαλλε φωνάς αγρίας, ως χοίρος σφαζόμενος. Ακούσαντες οι άνθρωποι της οικίας τας φωνάς, έτρεξαν ευθύς εκεί όπου εκοιμάτο, και βλέποντες ότι εκείτετο θέαμα ελεεινόν, τον ερωτούσαν τι έχει και τι έπαθε. Αλλ’ εκείνος δεν ηδύνατο να τους λαλήση άλλο τι, παρά μετά βίας εφώναζε· «Τον Γαβράν, τον Γαβράν». Τρέχοντες οι υπηρέται προσεκάλεσαν αυτόν· και πηγαίνων προς αυτόν ο Γαβράς, τον ηρώτησε τι έπαθε. Τότε εκείνος, μόλις ελθών εις τον εαυτόν του, απεκρίθη· «Το κανδήλι του καλόγερου επήρα, και ήλθε με την ράβδον του να με θανατώση, αλλά πάρε ένα αγγείον γεμάτον έλαιον, και κηρία και το γυαλί, και ύπαγε το ταχύτερον προς αυτόν, και παρεκάλεσέ τον να μη έλθη πλέον εδώ, μηδέ να οργίζεται εναντίον μου και εις το εξής θέλω βοηθεί πάντοτε τον Ναόν του». Ο δε Γαβράς του είπε: «Δεν σου είπα να μη το πάρης δια να μη μας εύρη κανέν κακόν; Πως όμως το επήρες; Ιδού τώρα ότι κινδυνεύεις». Εκείνος είπεν· «Ότι μεν κακώς εποίησα, το έμαθον από εκείνα όπου έπαθον· τώρα δε σε παρακαλώ, πάρε εκείνα όπου σου είπα και συνοδοιπόρους και πήγαινε ταχέως». Λέγει ο Γαβράς: «Πως να υπάγω τώρα όπου είναι νύκτα; Μόνον την αυγήν πηγαίνω». Ο δε Αγαρηνός εταράχθη όλος και εφώναζεν· «Αλλοίμονον εις εμέ! Ταύτην την νύκτα θα έλθη να με θανατώση, μόνον χωρίς άλλο να υπάγης· διότι εγώ ηξεύρω τι έπαθα». Όθεν εκείνος, βλέπων τον υπέρμετρον φόβον, όστις κατέλαβε τον βάρβαρον, έλαβε το έλαιον, τα κηρία και το κανδήλι, και πηγαίνων την ώραν εκείνην τα έβαλεν εις τον Ναόν του Οσίου· ούτω δε ελυτρώθη ο ασεβής και από τον φόβον και από τον κίνδυνον, από τότε δε έβλεπεν από μακράν τον σεβάσμιον εκείνον Ναόν και κάμνων εις αυτόν σχήμα προσκυνήσεως έφευγεν. Ήθελον να τελειώσω τον λόγον μου έως εδώ δια το μήκος, αλλά το χρέος όπου έχω προς τον Άγιον (λέγει ο ιερός  Μαλαξός ο συγγραφεύς της παρούσης Βιογραφίας) με αναγκάζει να διηγηθώ προς τούτοις και τα θαύματα όπου έκαμεν ο θαυματουργός Θεοδόσιος εις εμέ και εις τους συν εμοί. Τέκνον είχα αρσενικόν, Ανδρόνικον ονόματι, το οποίον ησθένησε βαρέως από πάθος του λαιμού, τόσον δε πολλά επρήσθη ο λάρυγξ αυτού, ώστε ολίγον έλειψε να του εμποδίση την αναπνοήν· επειδή δε καμμία θεραπεία δεν ευρέθη δι’ αυτό, η μήτηρ αυτού προσέτρεξε μετά θερμής πίστεως εις την βοήθειαν του Οσίου, λαβούσα δε με ευλάβειαν την εικόνα του, την οποίαν είχομεν εις την κατοικίαν μας, την έβαλεν εις το προσκεφάλαιον του παιδίου, παρακαλούσα δε αυτόν μετά δακρύων, αφιέρωσε το τέκνον της εις την επίσκεψίν του, και μετ’ ολίγην ώραν εξύπνησε το παιδίον και εκάλει την μητέρα του, ακούσασα δε εκείνη την φωνήν του, το ηρώτησε τι έχει. Και ελείνο κλαυθμηρίζον απεκρίθη· «Ήλθεν εις εμέ ένας ιεροπρεπής Μοναχός και με εκτύπησε με το ραβδί του εις τον λαιμόν, και έσχισε το πάθος και με εγέμισεν από πύον». Παρευθύς τότε ανάψαντες φώτα, ω του θαύματος! Ευρέθη το πάθος σχισμένον, ως με ξυράφιον, και τα ενδύματα του παιδίου πλήρη από πύον ανακατωμένον με αίμα, το δε παιδίον, το οποίον ήτο πρωτύτερα άφωνον, ελάλει ανεμποδίστως και υγιώς· και ούτω με την χάριν του Οσίου ηλευθερώθη από την θανατηφόρον εκείνην ασθένειαν. Μίαν φοράν, χρείας τυχούσης, εμβήκα εις ένα πλοίον (λέγει ο αυτός συγγραφεύς) δια να υπάγω εις την Βενετίαν, ενώ δε εταξίδευον εις την θάλασσαν, έγινε μία μεγάλη τρικυμία, όσον δε παρήρχετο η ώρα, τόσον επερίσσευεν, ώστε απηλπίσθημεν όλοι από κάθε ανθρωπίνην βοήθειαν. Όθεν κλαίοντες και οδυρόμενοι επεκαλούμεθα εις βοήθειαν τον Θεόν, την Υπεραγίαν Θεοτόκον και όλους τους Αγίους. Εγώ δε πηγαίνων εις τον τόπον όπου εκοιμώμην, ανέγνωσα κατά μόνας τον Παρακλητικόν κανόνα της Παναγίας. Επικαλούμενος δε τους Αγίους ένα προς ένα, ενεθυμήθην τα άπειρα θαύματα του Οσίου Θεοδοσίου και τον παρεκάλουν μετά θερμής πίστεως και συντετριμμένης καρδίας να προφθάση εις βοήθειάν μας, και να δείξη και εις ημάς το θαύμα του· ούτω δε παρακαλών απεκοιμήθην, και είδον εις το όραμά μου ότι ευρέθην μέσα εις ένα Ναόν ωραιότατον ομού με άλλους πολλούς Ιερείς, και εκάμναμεν δέησιν εις τον Θεόν μετ’ ευλαβείας και κατανύξεως. Εκεί είδον ένα παιδίον ομού με την μητέρα του, και επωλούσαν έλαιον δια τα κανδήλια του Ναού. Ελθών δε το παιδίον εις εμέ, μου έδωκεν ένα αγγείον με έλαιον, και μου είπε· «Βάλε το λάδι τούτο εις το κανδήλι του Οσίου Θεοδοσίου, και η πρεσβεία του θέλει βοηθήσει και σε και τους συντρόφους σου, δια μέσου δε αυτής θέλει παύσει η τρικυμία της θαλάσσης». Εγώ δε εξυπνήσας αίφνης είδον, ω του θαύματος! Ότι η μεγάλη εκείνη τρικυμία της θαλάσσης μετετράπη παρευθύς εις άκραν γαλήνην και δοξάζων τον Θεόν ηυχαρίστουν τον Όσιον, όστις μας ελύτρωσε παραδόξως από τον θανατηφόρον εκείνον κίνδυνον. Και άλλοτε πάλιν η οξυτάτη αντίληψις του Αγίου ελύτρωσεν ανελπίστως τον πρωτότοκον υιόν μου Σταυράκιον από άδικον θάνατον. Ταύτα και άλλα αναρίθμητα παράδοξα θαύματα ενήργει και ενεργεί, θεία χάριτι, ο θαυμαστός ούτος και μέγας Θεοδόσιος, δια τα οποία επωνομάσθη πρεπόντως από όλους τους πιστούς ιαματικός και θαυματουργός, εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, του ενός των όλων Θεού· ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Πέμπτη 11 Ιανουαρίου 2018

Τη Ζ΄ (7η) του αυτού μηνός Αυγούστου, ο Όσιος ΩΡ εν ειρήνη τελειούται.

Ωρ ο Όσιος και θαυμάσιος Πατήρ ημών εχρημάτισεν εις το όρος της Νιτρίας προεστώς χιλίων αδελφών, οι οποίοι επολιτεύοντο ζωήν αγγελικήν. Είχε φθάσει εις ηλικίαν ενενήκοντα ετών, και παρ’ όλα ταύτα ήτο όρθιος, υγιής, λαμπρός εις το πρόσωπον, έχων τας αισθήσεις, την σοφίαν και σύνεσιν ανελλιπή, και μάλιστα πληρέστατα, ως να ηύξανεν ομού με την ηλικίαν η αρετή και η σύνεσις. Είχε δε χωριστήν χάριν Θεού, ώστε τον ηυλαβούντο και οι άπιστοι και οι βάρβαροι. Ούτος ο τρισμακάριος Πατήρ, αφού έκαμεν εις την βαθυτάτην  έρημον μεγάλην άσκησιν και πολλούς αγώνας μόνος, ήλθεν ύστερον εις την εδώθεν έρημον, και επεμελήθη και έγιναν ιερά Μοναστήρια, εις τα οποία έκαμε κόπους υπερβολικούς, φυτεύων με τας ιδίας του χείρας αμπελώνας και κήπους και διάφορα δένδρα, ώστε έγινε και δάσος πυκνότατον. Έλεγον δε οι Πατέρες, ότι πριν να έλθη ο αββάς Ωρ εις εκείνην την έρημον, ουδέν φυτόν εφύετο. Το έργον του ήτο να προσεύχεται συχνά και δια την σωτηρίαν των αδελφών και δια την ειρήνην και ομόνοιαν αυτών, όπως έχωσι μεταξύ των αγάπην αδελφικήν. Ούτος ο θείος ανήρ, όταν ησύχαζε πρότερον εις την έρημον, έτρωγε μόνον βότανα και έπινε νερόν όταν εύρισκε, και όλον του το έργον ήτο η προσευχή. Όταν ήλθεν εις ηλικίαν γηραλέαν, εφάνη προς αυτόν Άγγελος Κυρίου λέγων· «Ο Κύριος σε κατέστησεν Ηγούμενον και Προεστώτα εις πλήθος Μοναχών, έως δέκα χιλιάδας. Έχε λοιπόν βεβαίας ελπίδας, ότι θέλεις τους ποιμάνει εις νομήν σωτήριον. Και ό,τι ζητήσης από τον Θεόν, δεν θα αποτύχης, αλλ’ ούτε από τους μετά σου αδελφούς θέλουν λείψει ποτέ όσα χρειάζονται δια την παρούσαν ζωήν». Ταύτα ακούων ο Όσιος ώρμησεν εις την έρημον εκεί πλησίον, και πρώτον κατώκησε κατά μόνας, κατασκευάσας μικράν καλύβην. Η τροφή του απετελείτο από ωμά λάχανα, και μετελάμβανε κατά πάσαν εβδομάδα. Και πρώτον επειδή είχεν ανάγκην από την έρημον να πηγαίνη ενίοτε εις την χώραν, του εδόθη χάρις παρά Θεού και χωρίς να μάθη γράμματα, εγίνωσκεν όλην την θείαν Γραφήν. Οι δε αδελφοί του έδιδαν βιβλίον, και το ανεγίνωσκεν εν ευκολία, και το εξηγούσεν ορθότατα. Έλαβεν ακόμη και άλλην χάριν παρά Θεού, να διώκη τους δαίμονας από τα πλάσματα του Θεού, και άλλα χαρίσματα ιαμάτων, ώστε εξήλθεν η φήμη του εις διάφορα μέρη, και εσυνάχθησαν εκεί εις την έρημον, όπου κατώκει, έως τρεις χιλιάδες αδελφοί. Όταν δε μετέβημεν ημείς (λέγει ο Επίσκοπος Ηρακλείδης) και μας είδεν ο Όσιος, εχάρη και με τας χείρας του έπλυνε τους πόδας μας. Μετά ταύτα ήρχισε σοφωτάτην και θεολογικωτάτην διδασκαλίαν από την θείαν Γραφήν δια τα ορθόδοξα δόγματα. Έπειτα μας παρεκίνησεν εις προσευχήν και δοξολογίαν Θεού, επειδή τοιαύτη τάξις ετηρείτο εις τους Αγίους Πατέρας. Ότι και εις κάθε καιρόν και κάθε υπόθεσιν, πάντοτε είχον την δοξολογίαν και την προσευχήν οδηγόν εις τον Θεόν· και μετά την πνευματικήν τροφήν, ήτοι την προσευχήν, μας εκάλεσεν εις την σωματικήν, και καθήμενος εις την τράπεζαν, δεν έλειπαν από εκείνο το αγιώτατον στόμα τα ψυχωφελή διηγήματα. Εξήλθε λοιπόν, ως είπομεν, η φήμητου Οσίου εις πολλά μέρη. Όθεν έτρεχον πανταχόθεν οι Μοναχοί· ευθύς δε ως ήρχοντο, εσύναζεν όλους τους αδελφούς, και άλλος έφερε λίθους, άλλος ξύλα, και άλλος νερόν, και την αυτήν ημέραν τους έκτιζε κελλία και εκατοικούσαν εις αυτά αγωνιζόμενοι θεαρέστως. Ήλθέ ποτε προς αυτόν ψευδοκαλόγηρός τις χωρίς ενδύματα, δια να τον ενδύση τάχα ο Όσιος. Όμως αυτός (από την χάριν του Αγίου Πνεύματος, ήτις κατώκει εις αυτόν) εγνώρισε τον δόλον και του λέγει· «Έχεις, αδελφέ, το δείνα εξωτερικόν ένδυμα και τα τάδε εσώρρουχα κεκρυμμένα εις το δείνα μέρος. Φόρεσον αυτά και μη ψεύδεσαι το επάγγελμά σου». Με τούτο το παράδοξον ουδείς ετόλμα να είπη ψεύδος ποτέ εις τον Όσιον. Ήτο δε παράδοξον να βλέπη τις εις τούτον τον Όσιον το πλήθος των αδελφών, τους οποίους επεστάτει, πως εστέκοντο εις την Εκκλησίαν με τόσην ευλάβειαν και ευταξίαν, ώστε εφαίνοντο ως χοροί των Αγγέλων εις τον ουρανόν. Δια τούτον τον Όσιον εμαρτυρούσαν οι αδελφοί όλοι εκ συμφώνου, ότι ήτο μέγας εις την αρετήν· και μάλιστα η Οσία Μελάνη η Ρωμαία, ήτις τον αντάμωσεν εις το όρος, εθαύμασε την αγίαν πολιτείαν του. Έλεγον δε ότι ομού με τα πολλά του μεγάλα κατορθώματα, ούτε ελάλησε ποτέ εις όλην του την ζωήν ψεύδος, ούτε ώμοσεν, ούτε κατηράσθη άνθρωπον, ούτε χωρίς ανάγκην ωμίλησεν. 

Τετάρτη 10 Ιανουαρίου 2018

Την Ζ΄ (7η) του Αυγούστου, μνήμη του Αγίου Οσιομάρτυρος ΔΟΜΕΤΙΟΥ του Πέρσου και των δύο μαθητών αυτού.

Δομέτιος ο εκ Περσίας Όσιος και Μάρτυς έζη κατά τους χρόνους Κωνσταντίνου του Μεγάλου, εν έτει τιη΄ (318). Ούτος κατηχήθη υπό τινος Χριστιανού, Αβάρου ονομαζομένου, διδαχθείς δε την του Χριστού πίστιν εγκατέλειψε συν τη πατρική ασεβεία και παν άλλο συγγενικόν φίλτρον και ούτως απήλθε εις την πόλιν Νίσιβιν, κειμένην εις τα σύνορα τα μεταξύ των τόπων των Ρωμαίων και των τόπων των Περσών. Εκεί λοιπόν εισήλθεν ο Όσιος εις Μοναστήριον, βαπτισθείς δε ενεδύθη το σχήμα των Μοναχών και μετήρχετο πολυειδείς αγώνας και σκληράν άσκησιν. Επειδή όμως, κατά συνεργίαν του πονηρού δαίμονος, εφθόνησαν αυτόν οι εκεί Μοναχοί, δια τούτο ανεχώρησε και μετέβη εις το Μοναστήριον των Αγίων Μαρτύρων Σεργίου και Βάκχου, εις πόλιν λεγομένην του Θεοδοσίου, όπου ηκολούθει την ενάρετον πολιτείαν του Ηγουμένου και Αρχιμανδρίτου Ουρβίλ, ο οποίος λέγεται ότι εις διάστημα εξήκοντα όλων ετών δεν έφαγε φαγητόν μαγειρευμένον, ούτε εκοιμήθη εις κλίνην, ούτε εκάθισεν. Όθεν  υπ’ αυτού ο Δομέτιος ψηφισθείς εχειροτονήθη Διάκονος, αλλά μαθών ότι ο Ηγούμενος εμελέτα να προβιβάση αυτόν εις το αξίωμα του Πρεσβυτέρου ανεχώρησε, και αναβάς επί τινος όρους υπέμεινεν ο αοίδιμος το καύμα του θέρους και το ψύχος του χειμώνος, ως και τας άλλας κακοπαθείας τας προερχομένας εκ των αλλεπαλλήλων μεταβολών της ατμοσφαίρας. Έπειτα εισήλθεν εις τι σπήλαιον, κατεσκευασμένον υπό των ανθρώπων, ένθα διαμείνας εφ’ ικανόν χρόνον, τους μεν προσερχομένους εις αυτόν ευηργέτει με θαύματα και ιατρείας, τας οποίας ενήργει εν τω ονόματι του Κυρίου, τους δε απίστους και Έλληνας εκ της πλάνης των ειδώλων επέστρεφεν εις την πίστιν του Χριστού. Μαθών ταύτα ο Παραβάτης Ιουλιανός, όταν εστράτευσεν εις την Περσίαν, προσέταξε να λιθοβολήσουν τον Άγιον· ελθόντες δε οι μέλλοντες να λιθοβολήσουν αυτόν, τον εύρον ψάλλοντα μετά των δύο Μαθητών του την τρίτην ώραν, δια της πυκνότητος δε των λίθων κατέχωσαν οι μιαροί τον του Χριστού αθλητήν και τους Μαθητάς του, ούτω λαβόντας ομού τους στεφάνους της αθλήσεως. Τελείται δε η αυτών σύναξις και εορτή εις τον άγιον αυτών Ναόν, όστις ευρίσκεται πέραν εις τας Ιουστινιανάς. 

Τρίτη 9 Ιανουαρίου 2018

Ανάμνησις οπτασίας φοβεράς γυναικός τινος ευσεβούς, Σοφιανής καλουμένης, της δια του θείου Αγγελικού σχήματος μετονομασθείσης Σωφρονίας Μοναχής, ην είδε κατ’ Αύγουστον του έτους 1607.

Εις χώραν τινα κειμένην πλησίον της Κωνσταντινουπόλεως και ονομαζομένην Άβυδον, ήτο Χριστιανός τις ορθόδοξος και ευλαβής, ονομαζόμενος Χρήστος. Ούτος είχε γυναίκα ενάρετον και θεοφιλή, θυγατέρα ιερέως τινός, ήτις ήτο φύσεως δεξιάς, σπουδάσασα και μαθούσα παρά του πατρός της τα ιερά γράμματα, ειργάζετο δε τας εντολάς του Θεού προθύμως. Ταύτην ο ιερεύς και πατήρ της, αφ’ ου ήλθεν εις νόμιμον ηλικίαν, την υπάνδρευσε, μη θέλουσαν, μετά του ρηθέντος Χρήστου. Μετά ταύτα ο πατήρ αυτής εγέννησε άλλην θυγατέρα, την οποίαν υπάνδρευσε και αυτήν. Μετ’ ολίγον χρόνον ετελεύτησαν ο πατήρ και η μήτηρ αυτής, αφήσαντες τον οίκον και τα χρήματα της θυγατρός αυτών Σοφιανής, από τα οποία αύτη άλλα μεν εμοίρασεν εις ελεημοσύνας και εις διαφόρους άλλας καλάς εργασίας, τον δε οίκον αφιέρωσεν εις υμνωδίαν Θεού, ποιήσασα αυτόν Ναόν των Τριών Ιεραρχών. Συνάξαντες δε ούτοι ολίγα χρήματα προς αυτάρκειαν της ζωή των, απήλθον μετά του ανδρός της εις την Κωνσταντινούπολιν εις την ενορίαν του Αγίου Νικολάου και κατώκησαν εις ένα οίκον με ενοίκιον. Μετ’ ολίγον η Σοφιανή ησθένησε βαρέως, παραμείνασα επί είκοσιν ημερονύκτια εις την κλίνην της, χωρίς να δύναται να εγείρη ούτε την κεφαλήν της, ητόνησαν δε τα μέλη της όλα και σχεδόν επλησίασεν εις τον θάνατον. Εις δε τας τρεις του Αυγούστου προς την εσπέραν, βασιλεύοντος του ηλίου, εζήτησε να την βοηθήσουν δια να ανακαθήση ολίγον και να παρηγορηθή. Ευθύς όμως ως ανεκάθισεν εις την στρωμνήν της και ενώ συνωμιλούσεν, απλώσασα αιφνιδίως τας χείρας προς τον ουρανόν ελιποθύμησε και εφάνη ότι εξέπνευσε ως νεκρά, αι δε παριστάμεναι γυναίκες, ιδούσαι το αιφνίδιον του θανάτου, εθρήνουν απαρηγόρητοι κατά την συνήθειαν. Οι γείτονες ακούοντες τους θρήνους συνέτρεχον και ο οίκος επληρώθη από του προσελθόντος πλήθους, ο δε ταλαίπωρος ανήρ της αφ’ ενός μεν είχεν θλίψιν απαρηγόρητον, αφ’ ετέρου δε εφρόντιζε δια τα προς ταφήν αρμόδια, απέστειλε δε και ταχυδρόμον δια να φέρουν την αδελφήν της από το χωρίον όπου ευρίσκετο. Γυμνώσαντες λοιπόν αυτήν δια να πλύνουν το σώμα της, είδον εν μέρος του σώματος κάτωθεν του αριστερού αυτής μαστού να αναπνέη και το αίμα ήτο ολίγον θερμόν, η δε θερμότης ανήρχετο εις τον λάρυγγα. Αφήκαν όθεν αυτήν ασαβάνωτον, έως ου έλθη η αδελφή της. Εις την κατάστασιν ταύτην ευρίσκετο η γυνή επί τρία συνεχή ημερονύκτια, την δε έκτην Αυγούστου, εορτήν της Μεταμορφώσεως, περί ώραν δευτέραν της ημέρας, ήλθε και η αδελφή της από το χωρίον. Ως δε εισήλθεν εις τον οίκον ήρχισε να θρηνή σφοδρώς, από δε τας φωνάς της συνήχθη πλήθος ανδρών και γυναικών, αύτη δε λαβούσα με τας παλάμας της ύδωρ ψυχρόν ερράντισε το πρόσωπον της Σοφιανής, από δε το ράντισμα του ψυχρού ύδατος αισθανθείσα η νομιζομένη νεκρά ήλθεν εις εαυτήν και ήκουσε την αδελφήν της Άνναν να λέγη· «Η αδελφή μου δεν απέθανε». Συνελθούσα δε ηγέρθη ευθύς από την κλίνην της και καθίσασα είπεν εις την αδελφήν της πεπληρωμένη απελπισίας· «Ω γύναι, άμποτε μην ήθελες έλθει εδώ, διότι περισσοτέραν ζημίαν και θάνατον μου επροξένησες παρά ζωήν πρόσκαιρον, επειδή αι φωναί σου με εξέβαλον από τον φωτεινόν εκείνον Παράδεισον και την δόξαν του Θεού την ανέκφραστον. Σου έπρεπεν, αθλία, όταν με είδες νεκράν, να χαίρεσαι περισσότερον και να ευχαριστής τον Θεόν παρά τώρα όπου με βλέπεις πως ανέζησα». Ταύτα και άλλα παρόμοια έλεγεν η Σοφιανή προς την αδελφήν της, οι δε εκεί παρευρισκόμενοι μεγάλως θαυμάζοντες την παρεκάλουν να τους διηγηθή τα όσα είδε και ήκουσε μυστήρια του Παραδείσου· η δε Σοφιανή είπε προς αυτούς· «Αφήσατέ με ολίγον, αδελφοί, να έλθω εις αίσθησιν και να ενθυμηθώ όσα είδον και ήκουσα, και τότε θέλω σας τα διηγηθή, πλην πρέπει πρώτον να μου φέρετε πνευματικόν ενάρετον, εις τον οποίον να τα εξομολογηθώ· αν δε εκείνος το κρίνη εύλογον, τότε θέλετε τα μάθει και σεις». Προσκληθείς όθεν ο ελλογιμώτατος ιερομόναχος και πνευματικός Κύριος Ιερόθεος, τουπίκλην Κουκουζέλης, ανήρ Κύπριος και Προηγούμενος της εν Κύπρω Μονής Σταυρονικήτα, προερχόμενος εκ του αγιωνύμου όρους του Άθωνος, ευλαβής και θεοφοβούμενος, ήλθε δια πατριαρχικής προσταγής να γράψη όσα ακούση επακριβώς, δια να κηρυχθώσι μετέπειτα εις άπαντα τον λαόν, εις δόξαν και φόβον του Θεού. Πορευθείς ο πνευματικός εις τον οίκον της Σοφιανής εκάθισε και ήρχισε να την ερωτά περί της ασθενείας της, ως και περί του τι έπαθε και τι είδεν εις την οπτασίαν της. Τότε ήρχισεν εκείνη με δάκρυα να διηγήται και να λέγη ταύτα. «Εγώ η δούλη σου, άγιε Πνευματικέ, καθώς εζήτησα, ηγέρθην και ανεκάθισα εις την κλίνην μου στηριζομένη από τας γυναίκας, αίτινες με εκράτουν, είχε δε η καρδία μου λιποθυμίαν και φλόγα μεγάλην. Τότε είδον εις σχήμα ευνούχου βασιλικού έναν νεανίαν ευπρόσωπον, το δε είδος του προσώπου του ήστραπτεν από διαφόρους λάμψεις φωτός και χάριτος και το σώμα του ήτο κατεστολισμένον με ποικίλας όψεις, εξήρχοντο δε εξ αυτού ακτίνες φωτός. Το εσωτερικόν του ένδυμα ήτο ερυθροπόρφυρον και το εξωτερικόν ήτο χιτών λαμπρός, έχων επ’ αυτού υφασμένα κρίνα και άνθη διάφορα, εφαίνετο δε ως αστραπή φωτός. Εις τας χείρας του εκράτει δοχείον χρυσούν καθαρόν και διαυγές ως ήλεκτρον, πλήρες ύδατος καθαρού και ψυχροτάτου και λέγει μοι· «Σοφιανή, γνωρίζω ότι έχεις μεγάλην δίψαν και η καρδία σου φλέγεται από την ασθένειαν· αν όμως δυνηθής να πίης από το ζωοπάροχον τούτο ύδωρ, όπερ κρατώ, θέλεις υγιάνει ψυχή τε και σώματι, θα έχης δε και χαράν παντοτεινήν». Ευθύς ως ήκουσα ταύτα εσκίρτησεν η ψυχή μου και πλέον περί του κόσμου τούτου δεν εφρόντιζα, αλλ’ έβλεπον προς τον φαινόμενον. Τότε έτεινεν εκείνος το δοχείον δια να μου το δώση, απλώσασα δε εγώ τας χείρας μου δια να το λάβω, δεν γνωρίζω πως, ηρπάγην από την παρούσαν ζωήν και έλειπον τρία ημερονύκτια από το σώμα μου, η δε ψυχή μου ηκολούθησεν αυτόν, μου εφαίνετο δε ότι ανηρχόμεθα εις τον ουρανόν. Διήλθομεν ούτως επτά σφαιροειδείς κύκλους, οίτινες λέγουν ότι είναι αι επτά βαθμίδες του ουρανού, εν μέσω δε αέρος πεπηγμένου ήτο σκότος βαθύ και θόρυβος μέγας· αφού δε ανήλθομεν άνωθεν αυτών εφθάσαμεν εις τόπον φωτεινόν, πανευώδη και πάντερπνον, προ  του οποίου ευρίσκοντο δύο πύλαι υψηλαί και πανθαύμαστοι. Εκ τούτων η μεν μία, η δεξιά, ήτο κατεσκευασμένη από χρυσόν καθαρόν και λίθους πολυτίμους και μαργαρίτας, εις τρόπον ώστε γλώσσα ανθρώπου να μη δύναται να διηγηθή την ωραιότητά της, η δε ετέρα, η αριστερά, ομοία εις το ύψος και πλάτος της πρώτης, ήτο κατασκευασμένη από χαλκόν και σίδηρον ανημμένους ως άνθρακες φλογεροί. Πέριξ τούτων ίσταντο πλήθος γιγάντων φρικωδεστάτων ωπλισμένων, φυλαττόντων τας πύλας ασφαλώς, εγώ δε από τον πολύν μου φόβον έμεινα άφωνος. Λέγει μοι δε ο οδηγός μου· «Βλέπεις, ω γύναι, αυτάς τας πύλας; Αύταί εισιν αι πύλαι της δικαιοσύνης, περί ων ακούεις από την γραφήν· και η μεν χρυσή είναι της Βασιλείας των ουρανών, η δε σιδηρά είναι της κολάσεως των αμαρτωλών». Αφήσαντες τας πύλας εκείνας ανήλθομεν υψηλότερον, εις τόπον πλέον φωτεινόν, εις τον οποίον ίσταντο πλήθη άπειρα λευκοφόρων ανδρών, των οποίων η στάσις δεν ήτο όλων ομοία, αλλά άλλων ήτο υψηλοτέρα, εξ ων μόνον ψαλμωδίαι ηκούοντο και άσματα μυριοπληθή και άλλων ήτο κατωτέρα. Άλλοι παλιν ίσταντο εκεί όπου ήμην και εγώ βλέπουσα. Τότε ο οδηγός μου με έστησεν εν μέσω των Αγγέλων και λέγει μοι· «Σοφιανή, εδώ κύψον και προσκύνησον». Παρευθύς δε εγώ έκλινα τα γόνατά μου και προσεκύνησα με φόβον πολύν, ποίον όμως προσεκύνησα δεν είδον· και πάλιν με ήγειρεν ο οδηγός μου Άγγελος λέγων μοι· «Στήθι εδώ και πρόσεχε καλώς δια να πληροφορηθής τα τεράστια της δευτέρας παρουσίας του Κυρίου». Ευθύς δε με τον λόγον είδον θρόνον πύρινον, λαμπρόν, βασιλικόν, κάτωθεν δε του θρόνου ήτο χειρ ανθρώπου κρατούσα ζυγαριάν, ήτις δεν έκλινεν εδώ και εκεί. Πέριξ του φοβερού θρόνου εκείνου ίσταντο Άγγελοι αναρίθμητοι, εξ ων άλλοι ανήρχοντο και άλλοι κατήρχοντο από τον δρόμον από τον οποίον ήλθον και εγώ, έφερον δε ούτοι ψυχάς ανθρώπων πολλών ανδρών, γυναικών και παιδίων, και ως τας έφερον έλεγον προς αυτούς· «Προσκυνήσατε». Ευθύς δε έπιπτον ούτοι και προσεκύνουν καθώς εποίησα και εγώ. Έμπροσθεν δε του φοβερού θρόνου του δικαστού και υπαράνω αυτού εκάθητο υψηλά ο Δεσπότης Χριστός εν μέσω των φωτεινών νεφελών, έχων ένδυμα γαλαζοπόρφυρον· από δε την φοβεράν υψηλήν λάμψιν, δεν ηδυνήθην να ίδω το φοβερόν του πρόσωπον. Οι Άγιοι Άγγελοι, οι υπεράνω ιστάμενοι, έψαλλον ασιγήτοις στόμασι το «Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης ο ουρανός και η γη της δόξης σου», έτεροι δε χοροί έψαλλον· «Άγιος, Άγιος, Άγιος, Κύριος ο ων και προών και φανείς ως άνθρωπος Θεός, ελέησον το πλάσμα σου». Εκείνοι δε οίτινες ήσαν μεθ’ ημών, οι μεν έλεγον· «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία»· οι δε έτεροι έψαλλον· «Αλληλούϊα, Αλληλούϊα, Αλληλούϊα»· και άλλοι πάλιν έλεγον· «Αμήν, Αμήν, Αμήν»· και ουδέποτε έπαυεν η δοξολογία των. Δεξιόθεν  του Δεσπότου Χριστού μου εφαίνετο, ότι ίστατο η Υπεραγία Θεοτόκος, αριστερά δε ο Τίμιος Πρόδρομος, καθώς τους εικονίζουν οι ζωγράφοι. Και οι μεν Άγγελοι, όταν ετελείωνον την δοξολογίαν των, κλίνοντες τας κεφαλάς αυτών προσεκύνουν τον Κύριον, ο δε Κύριος άνωθεν, υψών τας αχράντους χείρας του, ηυλόγει αυτούς. Έρρεον δε από τους Δεσποτικούς δακτύλους Αυτού, εκ μεν της δεξιάς χειρός λίθοι πολύτιμοι και μαργαρίται ποταμηδόν κατερχόμενοι εις την γην, από δε της αριστεράς κόμβοι πύρινοι φλογοειδείς. Βλέπουσα εγώ τα τοιαύτα έφριττον και από τον πολύν φόβον έτρεμον ως κάλαμος και ήθελον να ερωτήσω τον οδηγόν μου τι ήτο το φοβερόν τούτο μυστήριον του Δεσπότου, αυτός δε προφθάνει την ερώτησιν και λέγει· «Βλέπεις, Σοφιανή, τους μαργαρίτας και τους πολυτίμους λίθους, οίτινες ρέουσιν εκ της δεξιάς του Δεσπότου και κατέρχονται εις την γην; Ούτοι είναι το άφατον έλεος, η άπειρος ευσπλαγχνία και η ανυπέρβλητος αγάπη, την οποίαν έχει προς το γένος των ανθρώπων, των Ορθοδόξων Χριστιανών, δια τούτο δε πέμπει τας ευλογίας του και δωρεάς εις τους οίκους των αγαθών Ορθοδόξων Χριστιανών, τους φυλάττοντας απαρασάλευτον την πίστιν προς Αυτόν· και όσοι εξομολογούνται καθαρά τας αμαρτίας αυτών και απάχουν από τα θελήματα του διαβόλου και φυλάττουν τας εντολάς Του, τους ευλογεί και τους λυτρώνει από κάθε κακόν. Οι ελεήμονες και οι αγαπώντες τον πλησίον των, τοιαύτας ευλογίας απολαμβάνουν ζώντες, μετά θάνατον δε κληρονομούσι την ενταύθα διαμονήν και μακαριότητα. Οι δε φλογοειδείς κόμβοι της αριστεράς του χειρός σημαίνουν τον θυμόν, την οργήν και την αγανάκτησιν Αυτού, αίτινες κατέρχονται εις τους οίκους των αμαρτωλών και των αδικούντων τους πλησίον των, δι’ ο και κατακαίονται ψυχή τε και σώματι, αφανίζονται οι οίκοι αυτών και εξολοθρεύονται από το πρόσωπον της γης· όχι δε μόνον ότι στερούνται την πρόσκαιρον ζωήν, αλλά και παραπέμπονται εις το αιώνιον πυρ δια να κολάζωνται αιωνίως με τους ακαθάρτους δαίμονας». Αριστερά του θρόνου και της ζυγαριάς, περί ης προείπομεν, διεκρίνετο χάσμα μέγα, εκ του οποίου ανεδίδετο δυσωδία αφόρητος· ομού δε με την δυσώδη και θειαφώδη αύραν του καπνού, ηκούετο βοή μεγάλη, φανερούσα την οδύνην αναριθμήτων ανθρώπων, οίτινες εφώναζον το ουαί! Και το οίμοι! Το δε χάσμα τούτο διένευε προς την αριστεράν χείρα του Δεσπότου Χριστού, αναπέμπον φλόγα πυρός. Οι δε Άγγελοι έφερον τας ψυχάς των ανθρώπων από την γην και αφ’ ου προσεκύνουν τας ωδήγουν εις εξέτασιν, παρευθύς δε τότε βίβλοι ηνοίγοντο και ηρευνώντο τα έργα αυτών, είτε δικαίως είτε αδίκως επολιτεύθησαν· και τας μεν καλάς πράξεις αυτών έθεταν εις την δεξιάν πλάστιγγα της ζυγαριάς, τας δε κακάς εις την αριστεράν. Πολλών δε ψυχών αι πράξεις εφαίνοντο παρρησία άνευ τινός εξετάσεως, επειδή ήσαν αναγεγραμμέναι επί των ενδυμάτων αυτών, τόσον αι καλαί όσον και αι κακαί. Τότε δια μεν τας ψυχάς, αίτινες εκρίνοντο δίκαιαι από την ζυγαριάν και από τας βίβλους, ένευεν ο Δεσπότης με την αγίαν του δεξιάν  και τας ωδήγουν οι Άγιοι Άγγελοι εις τον τόπον εκείνον εις τον οποίον ευρίσκοντο αι θαυμασταί πύλαι και τας έθετον έμπροσθεν της χρυσής πύλης. Δια δε πάλιν τας ψυχάς, αίτινες εκρίνοντο αμαρτωλαί, ένευε με την αριστεράν του χείρα, και ευθύς τας έρριπτον οι Άγγελοι εις εκείνο το χάος. Οι δε Άγιοι Άγγελοι έχαιρον μεν και ηυφραίνοντο δια τας σεσωσμένας ψυχάς, ελυπούντο δε και εσκυθρώπαζον δια τας κολαζομένας. Μεταξύ τούτων έφεραν και μίαν ψυχήν, ήτις, αφού προσεκύνησε, παρέστη εις εξέτασιν, επλεόναζον δε αι αμαρτίαι της από τας δικαιοσύνας, έμελλε δε να νεύση η αριστερά χειρ του Κυρίου δια να ριφθή εις το χάος. Τότε όμως ενεφανίσθη η Κυρία Θεοτόκος και ο Τίμιος Πρόδρομος και επρέσβευον υπέρ αυτής προς τον Κύριον λέγοντες· «Οι οικτιρμοί Σου, μακρόθυμε, νικούν την οργήν Σου· αν και αμαρτωλός τυγχάνει η ψυχή αύτη, όμως εφύλαξε την εις Σε πίστιν βεβαίαν, δια τούτο δεόμεθά Σου συγχώρησον αυτήν». Ενώ δε ούτοι εμεσίτευον, ήλθον και οι Άγγελοι φέροντες τας ελεημοσύνας, τας λειτουργίας, τα κηρία, το έλαιον, τας προσφοράς και τα μνημόσυνα, τα οποία τελούνται συνήθως δια τους νεκρούς. Προσέτι ανήλθον οι προσευχαί των ιερέων, οίτινες ελειτουργούσαν δια την ψυχήν εκείνην και αι αγαθοεργίαι των γονέων και συγγενών αυτής, αίτινες ετελέσθησαν δι’ αυτήν, και παρέστησαν πέριξ της ψυχής. Επί πλέον ηκούσθησαν αι δεήσεις των πτωχών, οίτινες έλαβον ελεημοσύνην, λέγουσαι· «Ο Θεός συγχωρήσοι σοι». Τότε ηκούσθη η φωνή του Δεσπότου λέγουσα· «Ιδού δια την δέησιν των Ιερέων μου και των αδελφών μου των πτωχών, δίδω συγχώρησιν εις αυτήν». Ενώ δε έμελλε να νεύση η δεξιά χειρ δια να την υπάγουν οι Άγγελοι με τους δικαίους, έφθασαν εκεί και οι οδυρμοί, αι φωναί, οι κλαυθμοί, τα μοιρολογήματα, αι αγανακτήσεις των γονέων της και αι βλασφημίαι κατά του Θεού, τας οποίας από την λύπην των ανεπιγνώτως λέγουσιν εις τους αποθνήσκοντας, με τας οποίας εκδηλούν την απιστίαν των προς το ενδέκατον άρθρον της πίστεως, το: «Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών» απελπιζόμενοι δια τον νεκρόν και ούτω αθετούντες την ανάστασιν. Ως δε ηκούσθησαν αύται, οργισθείς μεγάλως ο Κύριος είπεν· «Επειδή δεν ηρκέσθησαν εις τας δεήσεις των Ιερέων μου, όπως η Εκκλησία παρέλαβεν, αλλά αντιμάχονται κατ’ εμού, άρατε αυτήν και απορρίψατέ την εις το σκότος το εξώτερον». Παρευθύς τότε οι Άγγελοι μεγάλως λυπηθέντες έρριψαν αυτήν εις το αχανές εκείνο βάραθρον της κολάσεως. Τότε ετόλμησα και εγώ η ταλαίπωρος να ερωτήσω μυστικώς τον οδηγόν μου λέγουσα· «Διατί, κύριέ μου, λυπούνται τόσον οι Άγγελοι, όταν ρίπτεται ψυχή τις εις εκείνο το βάραθρον»; Αποκριθείς δε εκείνος λέγει μοι· «Αυτό το χάος είναι εκείνο το οποίον χωρίζει τους δικαίους από τους αμαρτωλούς και βυθίζει όσους πέσουν εις τον αφεγγή τόπον του Άδου, εις τον οποίον κολάζονται αιωνίως· εάν δε έχωμεν όλοι οι Άγγελοι χαράν δια τους σεσωσμένους, πολύ περισσότερον θλιβόμεθα δια τους κολαζομένους». Ενώ μοι έλεγε ταύτα ο Άγγελος, ακούω αίφνης θόρυβον μέγαν, διότι ήρχοντο Άγγελοι φέροντες ψυχήν με ψαλμωδίας, θυμιάματα, λαμπάδας και φωτοχυσίας και την συνώδευον με άπειρον λαμπαδηφορίαν, ήρχετο δε αύτη με μεγάλην χαράν και παρρησίαν, αι δε ψυχαί των δικαίων ήλθον εις απάντησίν της. Είχε δε η μακαρία εκείνη ψυχή το ένδυμά της λευκόν και καθαρόν ως τον ήλιον και δεν έφερεν επ’ αυτού ουδένα ρύπον ή σημείον αμαρτίας, όπως είχον αι άλλαι ψυχαί. Το ένδυμα τούτο υπολαμβάνω ότι ήτο η στολή του αγίου Βαπτίσματος, όπερ εφύλαξεν αμόλυντον και δια τον λόγον αυτόν έλαμπεν· όμως δεν ηδυνήθην να γνωρίσω από ποίον τάγμα ήτο. Ήλθεν όθεν η ψυχή αύτη και προσεκύνησεν όπως και αι άλλαι ψυχαί, άπαντες δε οι Άγγελοι εβόησαν τότε μεγαλοφώνως λέγοντες· «Ευχαριστούμεν Σοι, Παντοκράτορ Δέσποτα, ότι είδομεν ψυχήν δικαίου καθαράν και αρρύπωτον από αμαρτίας». Ηκούσθη δε πάλιν φωνή βροντώδης εκ του Δεσπότου λέγουσα· «Λάβετε αυτήν και αναπαύσατε μετά των Αγίων». Είτα δεικνύων εμέ με την αγίαν του χείρα είπεν· «Οδηγήσατε και την Σοφιανήν αυτήν εις τας κατοικίας και τας μονάς των Αγίων μου, δια να ίδη αυτάς· επειδή δε την αναζητούν εις τον κόσμον, επιστρέψατε αυτήν εις το σώμα της δια να σωθούν και άλλοι εξ αυτής με την διήγησιν της οράσεώς της ταύτης· αν δε αγωνισθή δια να αποκτήση και άλλας αρετάς, και ευδοκιμήση τελείως, τότε θέλει αξιωθή μετά τρεις χρόνους μεγαλυτέρας τιμής». Με τον λόγον τούτον του Δεσπότου με ήρπασεν ευθύς ο Άγγελος και ηκολουθήσαμεν την δικαίαν εκείνην ψυχήν, ενωθέντες με τας ψυχάς των λοιπών σεσωσμένων, έμπροσθεν της χρυσής εκείνης πύλης του Παραδείσου. Θεωρούσα το αμήχανον εκείνο κάλλος, βλέπω εξαίφνης την Κυρίαν Θεοτόκον με δόξαν ανέκφραστον, έχουσαν μεθ’ εαυτής ιεροπρεπή τινα άνδρα, όστις καθώς υπονοώ από τας αγίας εικόνας θα ήτο ο Απόστολος Πέτρος, κρατούνα εις τας χείρας του κλείδας, με τας οποίας ήνοιξε την θαυμαστήν πύλην, εισήλθε δε πρώτη η Κυρία Θεοτόκος, είτα ο θείος Πέτρος και κατόπιν οι Άγγελοι με την δικαίαν εκείνην ψυχήν και τας υπολοίπους τοιαύτας. Μετά τούτους εισήλθον και εγώ βαδίδουσα ταχέως δια να φθάσω την Υπεραγίαν Θεοτόκον· είχε δε τοσούτον άπειρον φως, τοιαύτην ευωδίαν και τοσαύτην χαράν ανεκλάλητον ο τόπος εκείνος, ώστε εθαύμαζα και εχαιρόμην· έβλεπα δε το έδαφος εκείνο, ότι δεν ωμοίαζε τελείως με γην στερεάν ως την ιδικήν μας, ήτις έχει ανήφορον, κατήφορον, πέτρας, ποταμούς και όσα ενταύθα βλέπομεν· αλλά η γη εκείνη ήτο ως βαμβάκιον καθαρόν λευκόν, ή ύφασμα χρυσούν συνυφασμένον ποικίλως και πεποικιλμένον με λίθους πολυτίμους και μαργαρίτας. Είδον εισέτι δένδρα υψηλά, ευώδη, κατάφορτα από άνθη και καρπούς ωραιοτάτους, άτινα ωμοίαζον με ρόδα και κρίνα. Κάτωθεν δε των δένδρων εφαίνοντο ότι ήσαν στρωμναί χρυσοπόρφυροι, επ’ αυτών δε ήσαν άνδρες, γυναίκες και παιδιά, μεταξύ των οποίων εγνώρισα και πολλούς, τόσον από την χώραν μου Άβυδον όσον και από την πόλιν ταύτην, οίτινες είχον αποθάνει προ πολλού. Εκεί είδον τον πατέρα μου Ιερέα Ιωάννην και την μητέρα μου Αναστασίαν, ως και μίαν αδελφήν μου, ήτις είχεν αποθάνει προγενεστέρως, πλην όμως δεν ηδυνήθην να πλησιάσω και να τους ομιλήσω. Αι κατοικίαι δε όλων δεν ήσαν όμοιαι, όπως δεν ήσαν όμοια τα έργα αυτών. Βαδίζουσα λοιπόν με βίαν προς τα εμπρός είδον και τους Αγίους, οίτινες ήσαν εις τόπον υψηλόν και κατά πολύ περισσότερον φωτεινόν από τον κάτω, επεριπάτουν δε άπαντες λευκοφορεμένοι και ενδεδυμένοι με φως άπειρον. Ενώ δε διηρωτώμην καθ’ εαυτήν, ποίοι να ήσαν άραγε εκείνοι, στραφείσα η Δέσποινα Θεοτόκος μοι είπε· «Σοφιανή, βλέπεις τας αναπαύσεις των Αγίων»; Εγώ δε ως ήκουσα την φωνήν της Θεοτόκου, πεσούσα ευθύς προσεκύνησα και ως ηγέρθην λέγει μοι η Θεοτόκος· «Βάδιζε ταχέως δια να προφθάσης να ίδης τον δίκαιον Αβραάμ, διότι δεν θέλεις τον ιδεί καθώς ποθείς». Τρέχουσα όθεν εγώ είδον μακρόθεν τον Αβραάμ καθήμενον επί θρόνου χρυσού ωραιοτάτου, πέριξ δε τούτου ίσταντο ψυχαί αναρίθμητοι με πολλήν ευφροσύνην και χαράν. Ενώ δε έσπευδον δια να τον απολαύσω, με είδεν εκείνος και μου ένευσε να πλησιάσω προς αυτόν· λαβούσα όθεν περισσότερον θάρρος έτρεχον δια να τον φθάσω, ότε ήκουσα τας ατάκτους φωνάς της αδελφής μου, από δε την ψυχρότητα του ύδατος, με το οποίον με ερράντισεν, ήλθον εις εαυτήν και ησθάνθην μέγα βάρος και ψυχρότητα εις το σώμα μου, τόσον ώστε ενόμιζον ότι ευρισκόμην εις πάγον· ολίγον όμως κατ’ ολίγον ήρχισε να εμψυχώνεται το σώμα μου έως ότου συνήλθον τελείως». Αφού ήκουσε ταύτα μετά προσοχής ο πνευματικός, της λέγει· «Είδες άλλο τίποτε μυστήριον, τέκνον μου; Είδες τελώνια δαιμόνων ή κολάσεις αμαρτωλών καθώς και άλλοι πολλοί είδον»; Η δε Σοφιανή απεκρίθη· «Δεν είδα τίποτε περισσότερον, πάτερ μου, εκτός εκείνων τα οποία είπον». Λέγει πάλιν ο πνευματικός· «Γνωρίζεις κανέν αγαθόν έργον, το οποίον να έπραξες εις την ζωήν σου»; Απεκρίθη η Σοφιανή· «Τι καλόν ζητείς από εμέ την αμαρτωλήν, πάτερ μου; Πλην επειδή με αναγκάζεις θα σου ειπώ εκείνο, το οποίον γνωρίζω. Προ τριών ετών, εκεί όπου εκαθήμην και έγνεθα εις τον πατρικόν μου οίκον, μίαν ημέραν περί την μεσημβρίαν ήκουσα βοήν μεγάλην και ταραχήν ως να εσείετο ο οίκος μας, μου εφάνη δε ότι εσυννέφιασεν ο ουρανός αιφνιδίως και τότε βλέπω οφθαλμοφανώς τρεις ιεροπρεπείς άνδρας με αρχιερατικάς στολάς, τους οποίους από τας αγίας εικόνας εγνώρισα ότι ήσαν οι Τρεις Μεγάλοι Ιεράρχαι Βασίλειος, Γρηγόριος και Ιωάννης ο Χρυσόστομος». Παρευθύς τότε εγερθείσα έκαμα τον σταυρόν μου και τους προσεκύνησα με φόβον μέγαν, μου λέγουσι δε εκείνοι· «Μη φοβείσαι, Σοφιανή, ημείς είμεθα οι τρεις Ιεράρχαι και θέλομεν να αφιερώσης εις τον Θεόν τον οίκον σου τούτον δια να γίνη Εκκλησία εις το όνομα μας, ημείς δε θα πρεσβεύωμεν υπέρ της σωτηρίας σου». Τολμήσασα δε εγώ λέγω· «Δεσπόται μου Άγιοι! Είναι ο οίκος ούτος άξιος δια δοξολογίαν Θεού και κατοικίαν ιδικήν σας, αφού μάλιστα είμεθα πτωχοί και δεν έχομεν τον τρόπον να τον κάμωμεν Εκκλησίαν ως ορίζετε; Εκτός δε τούτου, δεν γνωρίζω και την θέλησιν του ανδρός μου, αν συμφωνή, είναι δε και πολύ δύσκολον να λάβωμεν άδειαν βασιλικήν». Εκείνοι δε μου είπον· «Μη στενοχωρείσαι, διότι είναι ακάθερτος και κοπρώδης ούτε να φοβήσαι δια την βασιλικήν άδειαν, μόνον φρόντισε συ να μας τον αφιερώσης και ημείς όλα αυτά θα τα τακτοποιήσωμεν. Διότι και κατά την παλαιάν εποχήν ο αχυρών αυτός ήτο Ναός ιδικός μας. Αν όμως αμελήσης και δεν κάμης, καθώς σου λέγομεν, θέλομεν δεηθή του Παντοκράτορος Θεού να σου αφαιρέση την ζωήν ως παρηκόου». Ταύτα ειπόντες οι Άγιοι εγένοντο άφαντοι, όταν δε συνήλθον ήλθε και ο ανήρ μου, εις τον οποίον ανήγγειλα πάντα τα γενόμενα. Μετά τρεις ημέρας, αφ’ ου είπομεν το απόδειπνον και την μικράν προσευχήν μας, εφάνησαν πάλιν οι Άγιοι με σεισμόν και λέγουσι μεγαλοφώνως· «Σοφιανή, διατί δεν έκαμες εκείνο το οποίον σου ωρίσαμεν και μέλλεις να αποθάνης με αιφνίδιον θάνατον»; Λέγω τότε του ανδρός μου· «Ακούεις τι προστάζουσιν οι Άγιοι»; Αυτός δε αποκριθείς είπε· «Δεσπόται μου Άγιοι, η Σοφιανή μου τα είπεν όλα, αλλ’ επειδή είμεθα πτωχοί και δεν έχομεν τον τρόπον, φοβούμεθα δε και την βασιλείαν, δια τούτο εσιώπησα. Όμως, επειδή ορίζετε, να τον αφιερώσω εις τον Θεόν και εις την αγιωσύνην σας, από δε την σήμερον ας είναι ιδικός σας». Οι δε Άγιοι είπον· «Αύριον το πρωϊ σκάψον εντός του αχυρώνος και θέλεις εύρει μάρμαρα και σταυρούς, ως και την αγίαν Τράπεζαν και τότε θα πεισθής εις τους λόγους μας· ύπαγε δε και εις τον σουλτάνον και ζήτησον άδειαν, ημείς δε τον καταπείθομεν να σου δώση αυτήν». Ταύτα ειπόντες οι Άγιοι ανεχώρησαν· καθ’ όλην δε την νύκτα εκείνην ηγρυπνήσαμεν δοξολογούντες τον Θεόν, την δε πρωϊαν ανέφερεν ο ανήρ μου εις τους Γέροντας του χωρίου άπαντα τα λαληθέντα από τους Αγίους, οι δε φιλόθεοι εκείνοι γέροντες της Αβύδου, ακούσαντες ταύτα, ήρπασαν ευθύς άλλοι μεν σκαπάνας, άλλοι δε πτυάρια και απήλθον εις τον αχυρώνα και ω του θαύματος! Ευθύς ως ήρχισαν να σκάπτουν, εφάνη η αγία Τράπεζα εξ ωραιοτάτου λευκού μαρμάρου, όπως επίσης και άλλα μάρμαρα και σημεία εκκλησιαστικά, τα οποία ήσαν εκεί κατακεχωσμένα. Εγνώρισαν όθεν ότι ήτο εκεί παλαιόθεν Εκκλησία, αφού δε εκαθάρισαν τον τόπον, μετέβησάν τινες με τον άνδρα μου εις το Διβάνιον του βασιλέως και εζήτησαν άδειαν δι’ ανακαινισμόν Εκκλησίας, ούτω δε Θεού συνεργεία και βοηθεία των Αγίων εδόθη η άδεια δια να γίνη Εκκλησία των Χριστιανών. Πωλήσαντες τότε μίαν άμπελον, ένα λιβάδιον ως και έτερά τινα πράγματα, τα οποία είχομεν, τα εδαπανήσαμεν εις οικοδομήν Ναού, ιστορήσαμεν αγίας εικόνας, ηγοράσαμεν σκεύη ιερά, βιβλία εκκλησιαστικά και όλα εν γένει όσα απαιτούνται δια μίαν Εκκλησίαν και εζητήσαμεν άδειαν πατριαρχικήν· ήλθεν όθεν ο Άγιος Κίτρων, όστις ενεκαινίασεν τον Ναόν ως έπρεπε και με την χάριν του Θεού λειτουργείται έως την σήμερον, ημείς δε ανεχωρήσαμεν από την χώραν μας και ήλθομεν εδώ εις την Κωνσταντινούπολιν. Πλην παρακαλώ σε, Άγιε πνευματικέ, όπως πείσης τον άνδρα μου και μου επιτρέψη να γίνω Μοναχή δια να κλαύσω τας αμαρτίας μου κατά τα τρία αυτά έτη, τα οποία μέλλω να ζήσω ακόμη, καθώς ήκουσα τον Δεσπότην Χριστόν να μου λέγη. Ο δε πνευματικός, ως ήκουσεν αυτά από την Σοφιανήν, λέγει προς τον άνδρα της· «Ακούεις, ω άνθρωπε, τα φοβερά και παράδοξα πράγματα, τα οποία εφανέρωσεν ο Θεός εις την σύζυγόν σου; Λοιπόν μη την εμποδίσης εις αυτό που σε παρακαλεί, αλλ’ επίτρεψον εις αυτήν να μονάση, διότι είναι τούτο καλόν και δια σε, διότι μετά τρεις χρόνους αποθνήσκει πάλιν. Σε παρακαλώ όθεν και εγώ να της το επιτρέψης». Ο δε Χρήστος, ακούσας την καλήν συμβουλήν, υπεσχέθη ότι μετά δύο έτη θα μεταβή με την Σοφιανήν εις τα Ιεροσόλυμα και θα μονάσουν εκεί αμφότεροι.                    
Ούτω και εγένετο· πωλήσαντες κατά την υπόσχεσιν τα υπάρχοντά των, απήλθον εις την αγίαν πόλιν, προσεκύνησαν τους αγίους Τόπους, εξωμολογήθησαν τα συμβάντα εις αυτούς εις τον αγιώτατον Πατριάρχην Σωφρόνιον και κοινωνήσαντες των Αχράντων Μυστηρίων από τας αγίας του χείρας επλήρωσαν την επιθυμίαν των, καθώς επόθουν, γενόμενοι Μοναχοί. Η Σοφιανή λαβούσα το άγιον σχήμα μετωνομάσθη Σωφρονία Μοναχή, ησυχάσασα εις εν των Μοναστηρίων της Αγίας Πόλεως. Ότε δε μετ’ ολίγον συνεπληρώθη το τρίτον έτος από την ημέραν όπου είδε την οπτασίαν, ασθενήσασα ολίγον εκοιμήθη εν Κυρίω, κληρονομήσασα τον φωτεινόν εκείνον Παράδεισον με περισσοτέραν δόξαν παρά το πρότερον· το δε τίμιόν της λείψανον ενεταφιάσθη εντίμως και ευλαβώς ως έπρεπεν εις την ταφήν των ξένων. Ο ανήρ αυτής Χρήστος απήλθεν ίνα προσκυνήση εις το Σίναιον Όρος, ένθα καρείς μετωνομάσθη Χαρίτων Μοναχός, ευφράνας δε εν τοις θεαρέστοις έργοις τον Θεόν απήλθε προς Κύριον. Η οπτασία αύτη έλαβε χώραν κατά το σωτήριον έτος 1607 από γεννήσεως Χριστού, έγραψε δε ταύτην ο πνευματικός αφ’ ου διεπίστωσε την ακρίβειαν των γεγονότων προς ωφέλειαν των αναγινωσκόντων. Όθεν άπαντες οι ακούοντες ταύτα ας παραδειγματισθούν και ας διορθώσουν την πολιτείαν αυτών, ίνα αξιωθώσι να κατοικήσωσι μετά της Σοφιανής εις τον φωτεινόν εκείνον και πάντερπνον Παράδεισον, μετά πάντων των δικαίων και Αγίων. Εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, του ενός Θεού, ω πρέπει δόξα, τιμή και κράτος πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. 

Δευτέρα 8 Ιανουαρίου 2018

ΛΟΓΟΣ Γ΄ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ Εις την Μεταμόρφωσιν του Σωτήρος.

«Παραλαμβάνει ο Ιησούς τον Πέτρον και Ιάκωβον και Ιωάννην τον αδελφόν αυτού και αναφέρει αυτούς εις όρος υψηλόν κατ’ ιδίαν· και μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών». (Ματθ. ιζ, 1 – 2)                                      


Όταν εκείνος ο γαληνότατος οφθαλμός του ουρανού, ο πατήρ των αστέρων και της οικουμένης όλης ο αειλαμπέστατος λύχνος, ο αισθητός, λέγω, και λαμπρότατος ήλιος, με τας χρυσοειδείς και πορφυροχρώμους ακτίνας του στολίζη την κυκλοτερή αυτού και χαριεστάτην ουσίαν, ευθύς ζωγραφίζει με τας παγχρύσους ανταυγείας του εις το πρόσωπον της οικουμένης πανευφρόσυνον αγαλλίασιν και υπερβολικήν χαράν· διότι με το εξαστράπτον αυτού φως και τας αγλαοπυρσεύτους ακτίνάς του κλαμνει να κρύπτεται με την παρουσίαν του το ζοφωμένον σκότος της νυκτός, και ανατέλλει το χαριέστατον φως της ημέρας· σβένει τους ανημμένους άνθρακας των λοιπών αστέρων του ουρανού με την ανυπέρβλητον λάμψιν του, και μόνος αναδείκνυται βασιλεύς με την φεγγοβόλον αλουργίδα του, στολίζει τα φυτά όλα με πρασινοποικιλόχρουν μορφήν, και χαρίζει επί τας κορυφάς των δένδρων ανθοποικιλόμορφον στέφανον· καθαρίζει τα δάκρυα από τους οφθαλμούς των τρυφερωτάτων βλασταρίων, τα οποία έσταξεν η κρυσταλλώδης αυγή της νυκτός, και ευθύς ενθερμαίνει τα σπλάγχα των, ίνα δώσωσι γλυκυτάτους και ωρίμους καρπούς, εις τροφήν και αγαλλίασιν των ανθρώπων· διώκει με τας αστραπάς των ακτίνων του όλα τα άγρια θηρία, έως ότου να τα αποκρύψη μέσα εις τα σκότη της ερημίας· εγείρει τα ωδικά των ορνέων εις μουσικόλαλον φωνήν, δια να αναστήσουν τα λογικά ζώα από την στρωμνήν· λάμπει παρευθύς με την αργυροχρυσοσύνθετον εικόνα του προσώπου του, δια να διώξη από αυτά κάθε αμέλειαν και οκνηρίαν, δια να εγείρη τους ανθρώπους και να τους αποδείξη προθυμοτέρους εις την εργασίαν. Το ψάλλει μεγαλοφώνως η πολύφθογγος λύρα του Δαβίδ· «Ανέτειλεν ο ήλιος και συνήχθησαν, και εις τας μάνδρας αυτών κοιτασθήσονται· εξελεύσεται άνθρωπος επί το έργον αυτού και επί την εργασίαν αυτού έως εσπέρας». Αν όμως προξενή τόσην αγαλλίασιν και χαράν εις το πρόσωπον της οικουμένης το λαμπρότατον φως του ηλίου, πολύ περισσότερον μάλιστα και ασύγκριτον προξενεί σήμερον εις τον σύμπαντα κόσμον το παμπόθητον και ανέσπερον φως του μεταμορφουμένου Ιησού, του μυστικού Ηλίου, όστις λάμπει από το Θαβώριον όρος. Αν ο ήλιος, όστις είναι κτίσμα και ποίημα του μεγάλου φωστήρος Θεού, παρέχη τόσην ευφροσύνην και χαράν εις όλον το υπ’ αυτού πλασθέν ενδιαίτημα, πόσην χαράν νομίζετε ότι παρέχει σήμερον ο Υιός του Θεού εις όλην την κτίσιν; Εκρύβη μάλιστα ο ήλιος όταν απήστραψαν αι ακτίνες της Θεότητος επάνω εις το Θαβώριον όρος· διότι, αν ο ήλιος με την παρουσίαν του κρύπτη τους άλλους πλανήτας του ουρανού, μη δυναμένους αντοφθαλμήσαι εις το πρόσωπον αυτού, πόσον μάλλον αυτός δεν θα εκρύπτετο όταν είδε μεταμορφούμενον τον Ιησούν μου; Το ψάλλει χαρμοσύνως η Εκκλησία· «υπεκρύβη ακτίσι θεότητος αισθητός ήλιος, ως εν όρει Θαβωρίω είδέ σε μεταμορφούμενον, Ιησού μου». Αυτός λοιπόν όστις είναι ο παντέφορος οφθαλμός του παντός, ο δημιουργός της ορατής και αοράτου φύσεως, η ανεξάντλητος πηγή του φωτός, ο κτίστης του ηλίου και των αστέρων, δεν χαρίζει σήμερον ασύγκριτον ευφροσύνην και χαράν εις όλην την δημιουργίαν του; Σήμερον, ότε αμφιέννυται με τας πυρφόρους λάμψεις της θείας του δόξης, με τας χρυσοειδείς ακτίνας της θείας του μορφής, και με το ανεκλάλητον φως της παντοδυναμίας του, δεν κρύπτει το εζοφωμένον σκότος των απίστων αιρετικών, και ανατέλλει το αγλαότατον φως της ορθοδόξου πίστεως; Δεν σβένει τους πεπυρωμένους άνθρακας των πολυθέων ειδώλων με την λάμψιν της Μεταμορφώσεώς του, και μόνος αναδείκνυται Βασιλεύς του ουρανού και της γης με τας χρυσολαμπροπολυφώτους αστραπάς των ιματίων του, κάμνων να τον προσκυνή όλον το πλάσμα του, ένα Θεόν κατά την ουσίαν, και τρεις κατά τας υποστάσεις; Δεν καταδιώκει με τας φλόγας, αι οποίαι αστράπτουν από την θείαν του μορφήν, όλα τα άγρια θηρία, τους απίστους, όσα δεν τον πιστεύουν ως Θεόν αληθινόν, έως ότου τους κλείση μέσα εις τα βαθύτατα σπήλαια της κολάσεως; Και δεν εγείρει τα ωδικά των ορνέων, τους πολυφθόγγους ρήτορας και διδασκάλους με την σάλπιγγα το Ευαγγελίου του, δια να αναστήσουν τα λογικά ζώα, τους ανθρώπους, από τον ύπνον της αμαρτίας, δια να ίδωσι τον μεταμορφωθέντα Ιησούν με τους νοητούς οφθαλμούς της ψυχής, και να τον δοξολογούν ως Θεόν αληθινόν, ένα τη υποστάσει και δύο ταις φύσεσι και ενεργείαις; Ω ανεκλάλητος δόξα της σημερινής μας εορτής! Ω πάντερπνος ευφροσύνη, ήτις χαρίζεται εις τους ανθρώπους από τον μεταμορφούμενον Χριστόν! Ω αγλαότατον φως του μυστικού Ηλίου, του Θεού, το οποίον επιποθούντες και οι Απόστολοι να ίδωσιν, έλεγον εις αυτόν· «Κύριε, καλόν εστιν ημάς ώδε είναι». Αυτήν την υπερβάλλουσαν δόξαν και χαράν, την οποίαν απηλαύσαμεν, ακροαταί, από την Μεταμόρφωσιν του Χριστού, έρχομαι σήμερον να αποδείξω πόσον είναι μεγάλη και υψηλή, και δια τούτο, όποιος δεν την πιστεύει, είναι ασεβής και παράνομος. Πρώτον όμως παρακαλώ εσέ τον μυστικόν Ήλιον της δικαιοσύνης, τον ακτινοβολούντα τοις Μαθηταίς την θείαν σου δόξαν, το ανέσπερον φως του αναιτίου φωτός, το απαύγασμα του συναϊδίου Πατρός, όπως αναβιβάσης και ημάς από τας περιπλοκάς των γηϊνων φροντίδων επάνω εις το όρος της Μεταμορφώσεώς σου, δια να λαμπρυνθώμεν με την δόξαν της θεϊκής σου μορφής, δια να φωταγωγηθώμεν με την αίγλην του θείου σου χαρακτήρος, και να οδηγηθώμεν εις τας εντολάς Σου του Θεού και Σωτήρος· έγειρον και ημάς από τας του κόσμου ιδέας εις την του προανάρχου σου Πατρός, και συναϊδίου Σου του μεταμορφωθέντος Υιού, και του παναγίου και τελεταρχικού Πνεύματος, της μακαρίας και αδιαιρέτου Τριάδος, του ενός και μόνου Θεού θεωρίαν· ναι, ω Υιέ και Λόγε του Θεού, λάμψον και ημίν τοις αμαρτωλοίς το φως σου το αϊδιον, και χύσον εις την αμαρτωλήν μου ψυχήν μίαν ακτίνα της θείας σου ελλάμψεως, δια να ανοίξω το ρυπαρόν στόμα μου εν αινέσει του τιμίου σου ονόματος· εξαπόστειλον το πανάγιόν σου Πνεύμα, την πηγήν της σοφίας και της χάριτος, όπως χαρίση μοι λόγον σοφίας, λόγον γνώσεως, λόγον πίστεως και λόγον θεολογίας, δια να κηρύξω σήμερον εις τους ακροατάς μου την άμετρον δόξαν και χαράν, την οποίαν απηλαύσαμεν από την θείαν σου Μεταμόρφωσιν· ιδού γαρ θαρρών σοι προσέρχομαι τω ειπόντι· «ο αιτών λαμβάνει, και ο ζητών ευρίσκει, και τω κρούοντι ανοιγήσεται»· άνοιξον και ημίν την θύραν του ελέους σου. Πρώτη, ανείκαστος και υπερβάλλουσα δόξα, την οποίαν προξενεί σήμερον εις τους ευσεβείς Χριστιανούς η Μεταμόρφωσις του Χριστού, είναι το να πιστεύωμεν αυτό το μυστήριον της ομοουσίου και αδιαιρέτου και μακαρίας Τριάδος, ως εμφαίνει τηλαυγώς ημίν πάσι τοις ορθοδόκοις, αυτήν την Αγίαν Τριάδα. Πατέρα, «Ούτός εστιν ο Υιός μου ο αγαπητός· αυτού ακούετε». Υιόν, αυτόν τον μεταμορφούμενον Λόγον του Θεού· Πνεύμα, «και ιδού νεφέλη φωτεινή επεσκίασεν αυτούς». Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, τον ένα και μόνον Θεόν, καθώς μας διδάσκει και ο θεολόγος Ιωάννης εις την καθολικήν του επιστολήν (κεφ. ε:7) «Τρεις εισιν οι μαρτυρούντες εν τω ουρανώ, ο Πατήρ, ο Λόγος και το Άγιον Πνεύμα· και ούτοι οι τρεις εν εισι»· τοιαύτην δόξαν απηλαύσαμεν σήμερον οι Ορθόδοξοι από την Μεταμόρφωσιν του Χριστού· διότι μας φωτίζει με το θείον του φως, ίνα πιστεύωμεν και ομολογώμεν αυτήν την Αγίαν Τριάδα, μίαν παντελείαν αρχήν, μίαν υπερτελεστάτην ουσίαν, μίαν δύναμιν, μίαν θέλησιν, μίαν ενέργειαν, μίαν εξουσίαν, μίαν κυριότητα, μίαν Βασιλείαν, εις τρεις τελείας υποστάσεις γνωριζομένην και προσκυνουμένην με μίαν προσκύνησιν, πιστευομένην και λατρευομένην υπό πάσης λογικής κτίσεως, ασυγχύτως ηνωμένην, και αδιστάκτως διαιρουμένην· το οποίον και φαίνεται μυστήριον των μυστηρίων, ακατανόητον και ανερμήνευτον βάθος της πίστεως. Τοιαύτην δόξαν απηλαύσαμεν οι Ορθόδοξοι από την Μεταμόρφωσιν του Χριστού, διότι μας λαμπρύνει την διάνοιαν ο ακτινολαμπροπολύφωτος ούτος ήλιος με το θείον του φως, το οποίον φέγγει από την κορυφήν του Θαβωρίου όρους, ίνα καταλαμβάνωμεν αυτήν την Αγίαν Τριάδα, άναρχον, ατελεύτητον, αιώνιον, αϊδιον, άκτιστον, άτρεπτον, αναλλοίωτον, απλήν, ασύνθετον, ασώματον, αόρατον, αναφή, απερίγραπτον, άπειρον, απειροδύναμον, απερινόητον, ακατάληπτον, αγέννητον, άρρευστον, απαθή και αθάνατον. Τοιαύτην δόξαν απηλαύσαμεν οι Ορθόδοξοι από την Μεταμόρφωσιν του Χριστού, διότι φωταγωγεί τας ψυχάς μας με το άκτιστον και ανέσπερον φως, όπερ αστράπτει από τον σεβάσμιον χαρακτήρα του προσώπου του, ίνα κηρύττωμεν αυτήν την Αγίαν Τριάδα, πηγήν πάσης αγαθότητος και δικαιοσύνης, φως νοερόν, απρόσιτον παντοδυναμίαν, πάντων κτισμάτων ορατών τε και αοράτων ποιητικήν, πάντων συνεκτικήν και συντηρητικήν, πάντων προνοητικήν, πάντων κρατούσαν και άρχουσαν και βασιλεύουσαν με ατελεύτητον και αθάνατον Βασιλείαν, πάντα πληρούσαν και υπ’ ουδενός περιεχομένην, αλλά μάλλον αυτήν περιέχουσαν τα σύμπαντα, και συνέχουσαν και προέχουσαν πάντων των αϋλων και υλικών ουσιών. Τοιαύτην δόξαν απηλαύσαμεν οι Ορθόδοξοι από την Μεταμόρφωσιν του Χριστού, διότι μας αυγάζει τον νουν με το απρόσιτον φως ο μεταμορφούμενος Ιησούς, ίνα πιστεύωμεν εις ένα Θεόν, Πατέρα παντοκράτορα, ποιητήν ουρανού και γης, ορατών τε πάντων και αοράτων, αρχήν και αιτίαν πάντων των όντων, αναίτιον, αγέννητον, Πατέρα άναρχον και προαιώνιον του μονογενούς Υιού αυτού του μεταμορφουμένου, Κυρίου δε και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, και προβολέα του Αγίου Πνεύματος. Τοιαύτην δόξαν απηλαύσαμεν οι Ορθόδοξοι από την Μευαμόρφωσιν του Χριστού, διότι μας λαμπαδουχεί με το άπλετον φως ο αυγαζόμενος θείος Λόγος, ίνα πιστεύωμεν και εις ένα Υιόν του Θεού, τον μονογενή, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, τον εκ του Πατρός γεννηθέντα προ πάντων των αιώνων, φως εκ φωτός, Θεόν αληθινόν εκ Θεού αληθινού γεννηθέντα, ου ποιηθέντα, ομοούσιον τω Πατρί, δι’ ου τα πάντα εγένετο· τον Υιόν του Θεού προ των αιώνων, και Υιόν της Παρθένου επ’ εσχάτων των χρόνων, των απαθώς και αρρεύστως δι’ ημάς σαρκωθέντα, ευδοκία του Πατρός, και συνεργεία του Αγίου Πνεύματος· το συναϊδιον απαύγασμα της θείας δόξης, τον χαρακτήρα του ουρανίου Πατρός, την ζώσαν σοφίαν και δύναμιν, τον ενυπόστατον Λόγον τον φέροντα μίαν την υπόστασιν και δύο τας φύσεις και ενεργείας, τον απαθή μεν τη θεότητι, παθητόν δε τη ανθρωπότητι. Τοιαύτην δόξαν απηλαύσαμεν οι Ορθόδοξοι από την Μεταμόρφωσιν του Χριστού, διότι μας ζωγραφίζει εις τας ψυχάς και καρδίας με το σημερινόν φως, όπερ απαστράπτει εν τω Θαβωρίω ο γλυκύς Ιησούς, ίνα πιστεύωμεν και εις εν Άγιον Πνεύμα, το κύριον, το ζωοποιόν, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον, και εν Υιώ αναπαυόμενον, το λαλήσαν δια των Προφητών, τω Πατρί και Υιώ συμπροσκυνούμενον και συνδοξαζόμενον, ως ομοούσιον τε και συναϊδιον· το του Θεού Πνεύμα, το ευθές, το ηγεμονικόν, την πηγήν της σοφίας και της ζωής και του αγιασμού· Θεόν συν Πατρί και Υιώ υπάρχον και προσαγορευόμενον, άκτιστον, πλήρες, δημιουργόν, παντοκρατορικόν, παντουργόν, παντοδύναμον, απειροδύναμον, δεσπόζον πάσης της κτίσεως, ου δεσποζόμενον· θεούν, ου θεούμενον· μετέχον, ου μετεχόμενον· αγιάζον, ουχ αγιαζόμενον· παράκλητον, ως τας παρακλήσεις των όλων δεχόμενον· ενυπόστατον, κατά πάντα όμοιον Θεόν τω Πατρί και τω Υιώ τη φύσει και τη ουσία, αλλ’ τη υποστάσει. Πατήρ γαρ αγέννητος, Υιός δε γεννητός, Πνεύμα δε το Άγιον εκ μόνου του Πατρός εκπορευτόν. Τοιαύτη είναι η δόξα και η χαρά, χαροποιοί μου αδελφοί, την οποίαν απηλαύσαμεν από την Μεταμόρφωσιν του Χριστού, τοιούτον το μεγαλώτατον φως της Μεταμορφώσεως του Χριστού εφωταγώγησε τας ψυχάς μας, ώστε εγνωρίσαμεν το μυστήριον της Αγίας Τριάδος, ίνα προσκυνώμεν Πατέρα αγέννητον, Υιόν γεννητόν, και Πνεύμα Άγιον εκπορευτόν εκ του Πατρός, ένα και μόνον Θεόν του παντός εν τρισίν προσώποις. Και λοιπόν, αν απηλαύσαμεν τοιαύτην δόξαν της θεογνωσίας, αν εδιδάχθημεν τοιαύτα μυστήρια της πίστεως, ώστε ανέβημεν με τον νουν επάνω εις την δόξαν της μακαρίας Τριάδος, καθώς ηκούσαμεν, ημπορούμεν τάχα να είπωμεν ότι ελαμπρύναμεν την ψυχήν μας από κανένα άλλο φως, παρά από την Μεταμόρφωσιν του Χριστού; Εδιδάχθημεν τάχα τοιαύτην διδασκαλίαν, τοιαύτην μύησιν της Αγίας και Ομοουσίου Τριάδος από άλλον τινά παρά από εκείνον τον πάμφωτον Ήλιον, όστις εξαπλώνει τας ακτίνας του σήμερον επάνω εις το Θαβώριον όρος, και φωταγωγεί όλον τον κυκλοτετραπέρατον κόσμον; Ειπέ μοι· αν ο Ιησούς Χριστός, όστις μεταμορφώνεται σήμερον και δεικνύει την δόξαν της θείας αυτού μορφής έμπροσθεν των Αγίων του Μαθητών, έμπροσθεν των Αγίων του Προφητών, δεν ήθελε σαρκωθή δια την σωτηρίαν μας, και να λάμψη την δόξαν του εις το Θαβώριον όρος, εφωταγωγούσαμεν τάχα ημείς την ψυχήν μας με τοιούτον τιμαλφέστατον φως της Αγίας Τριάδος; Ελαμβάνομεν τοιαύτην δόξαν, τοιαύτην χαράν όσην έχομεν τώρα, καθώς εκείνην την οποίαν είχον και οι Απόστολοι σήμερον; Όχι βέβαια· ουδείς αντερεί μου τον λόγον· έχω μάρτυρα αληθέστατον τον θεολογικώτατον Κοσμάν εν τη έκτη ωδή της σημερινής εορτής, όστις λέγει· «Λαμπηδόνος πλέον, ηλίου φως τρανότερον, εν Θαβώρ εκλάμψαν· ο Χριστός ημάς εφώτισεν». Ο Χριστός λοιπόν, όστις μεταμορφώνεται σήμερον, πλέον από τας λαμπηδόνας του ηλίου μας εφώτισε με το ίδιον φως, όπερ έδειξεν εις τους Αγίους του Μαθητάς, ίνα έλθωμεν εις τοιαύτην δόξαν της ακαταλήπτου Τριάδος, και όχι άλλος τις· εις τοιαύτην δόξαν ανεβιβάσθημεν, Χριστιανοί, με την λάμψιν του μεταμορφουμένου Ιησού, ώστε εγείναμεν, από εκεί όπου είμεθα πρώτον άνθρωποι θνητοί, ύστερον κατά χάριν θεοί αθάνατοι. Και ακούσατε πάλιν την αυτήν θεολόγον γλώτταν χαρμοσύνως βοώσαν· «Εν τη απροσίτω δόξη κατ’ όρος εκφανθέν απορρήτως Θαβώρ, το άσχετον και άδυτον φως, του Πατρός το απαύγασμα, το την κτίσιν φαιδρύναν, τους ανθρώπους εθέωσε μέλποντας». Ω λοιπόν αγία ημέρα της Μεταμορφώσεως του Χριστού μας, και πως να σε ονομάσωμεν, όταν μας εχάρισες την απέραντον δόξαν της θεώσεώς μας; Ω χαρμόσυνον τούτο φως, όπερ λάμπεις από το Θαβώριον, πως να σε εγκωμιάσωμεν; Διατί εφώτισας τας ψυχάς μας, ίνα γνωρίσωμεν το μυστήριον της Αγίας Τριάδος. Ω λαμπρότατε Ήλιε της δικαιοσύνης, ποίαν ευχαριστίαν να σου προσφέρωμεν οι αμαρτωλοί, διότι ήστραψας σήμερον τόσον υπερβολικήν χαράν εις τας τεθλιμμένας καρδίας μας; Ποίαν δόξαν να σου προσφέρωμεν σήμερον, λαμπρότατε Χριστέ, διότι μας έκαμες κατά χάριν από ανθρώπους θεούς, από θνητούς αθανάτους, από αιχμαλώτους αυθέντας και από δούλους βασιλείς; Ποίαν δόξαν, ποίαν προσκύνησιν, ποίαν λατρείαν να σου δώσωμεν σήμερον, γλυκύτατε Ιησού, διότι μας έκαμες από απίστους πιστούς, από ασεβείς ορθοδόξους, από αδόξους δεδοξασμένους και από αμαθείς σοφούς; Αγλαώτατε Ήλιε, όστις φέγγεις το χαρμόσυνον φως πάσι τοις ορθοδόξοις, ποίαν δοξολογίαν και ύμνον να σου προσφέρωμεν οι δούλοι σου, διότι μας ήγειρας από τα γήϊνα εις τα ουράνια, από το σκότος της ασεβείας εις το φως της ορθοδοξίας, από την πολυθεϊαν εις την τρισυπόστατον Θεότητα και από την κόλασιν εις την Βασιλείαν σου; Ημείς δεν ηξεύρομεν ποίον ύμνον να σου προσφέρωμεν, διότι βλέπομεν ταύτη τη ώρα Μωϋσήν και Ηλίαν, των προφητών τους ακρέμονας, να σε προσκυνώσι με φόβον και τρόμον· δεν ηξεύρομεν ποίαν δόξαν να σου δώσωμεν, διότι βλέπομεν Πέτρον και Ιωάννην και Ιάκωβον, των Μαθητών τους προκρίτους, πίπτοντες έως εδάφους της γης, να προσκυνώσι την δόξαν της Βασιλείας σου· όθεν φοβούμενοι πλέον ημείς δια την αναξιότητά μας, δια τα πλήθη των αμαρτιών μας, να εγγίσωμεν πλησίον, να προσφέρωμεν λατρείας και δεήσεις, αφήνομεν προς ώραν την προσκύνησιν, και αρχόμεθα πάλιν δια να ίδωμεν τους τύπους και τα παραδείγματα δια των οποίων μας εζωγράφησας, με την ανερμήνευτον σοφίαν σου, την μακαρίαν Τριάδα. Αυτήν την μακαρίαν και ζωοποιόν και αδιαίρετον Τριάδα, θέλων να μας εντυπώση σαφέστερον ο μεταμορφούμενος θείος Λόγος δια να έλθωμεν εις την δόξαν της τοιαύτης ακαταλήπτου θεωρίας πλέον εμφαντικώτερον, την εζωγράφησεν εις πολλούς τόπους της δημιουργίας του· όμως εμείς, δια να μη πνιγώμεν εις το πέλαγος των παραδειγμάτων, δύο ή τρία μόνον θέλομεν σας παραστήσει δια περισσοτέραν κατάληψιν της δόξης την οποίαν απηλαύσαμεν από την θείαν του Μεταμόρφωσιν, και τα άλλα θα τα αφήσωμεν εις τους πλέον θεοσόφους διδασκάλους και θεολόγους της Εκκλησίας μας να τα θεολογήσωσι. Πρώτον λοιπόν της Αγίας Τριάδος παράδειγμα έχομεν την φύσιν των αϋλων Αγγέλων· διότι είναι εννέα τάγματα (κατά τον ιερομύστην Διονύσιον) και εις τρεις τάξεις διηρημένα. Αναγκαίως κάθε μία τάξις, έχουσα τρεις χορούς, μας φανερώνει τον τύπον της μακαρίας Τριάδος· πάλιν κάθε ένας από αυτούς τους Αγίους Αγγέλους εντυποί την Αγίαν Τριάδα· διότι ως νοερόν πράγμα μας κηρύττει τον άναρχον Νουν και υπερούσιον Πατέρα· πάλιν ως λογικός και σοφός μας φανερώνει τον ενυπόστατον Λόγον και την ζωντανήν σοφίαν, ήτις ευρίσκεται εις τον μεγάλον Νουν, τον Πατέρα· έχων πάλιν ο Άγγελος την ζωήν, και διάφορα χαρίσματα φωτισμού, μας φανερώνει την ενυπόστατον δύναμιν, το Πανάγιον Πνεύμα, την ζωοποιόν και αγιαστικήν, την βρύσιν όλων των χαρισμάτων. Καθώς λοιπόν, ακροατά, λέγεις τον Άγγελον, ότι είναι ένας και μόνος κατά την ουσίαν, αλλ’ έχει τρία πρόσωπα κατά τας υποστάσεις, Νουν, Λόγον και ζωήν, έτσι λέγεις και τον Θεόν ότι είναι και μόνος κατά την ουσίαν, αλλ’ έχει τρία πρόσωπα κατά τας υποστάσεις. Νουν, Λόγον και Πνεύμα· ον τρόπον λοιπόν δεν ημπορείς να ονομάσης τον Άγγελον τρεις Αγγέλους, μολονότι έχει τρία πρόσωπα, αλλ’ ένα μόνον, ούτω και τον Θεόν, δεν ημπορείς να τον ονομάσης τρεις Θεούς, διότι έχει τρία πρόσωπα, αλλ’ ένα και μόνον· και πάλιν, καθώς ονομάζεις ένα Άγγελον, αλλά δεν αρνείσαι τα τρία πρόσωπα τα οποία έχει, ούτω ονομάζεις και ένα Θεόν, αλλά δεν αρνείσαι τα τρία πρόσωπα, τα οποία είπομεν ότι έχει. Τέτοιας λογής είναι η Αγία Τριάς εις την οποίαν πιστεύεις, Χριστιανέ, Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα, εις Θεός αληθινός, αύτη είναι η υπερθαύμαστος δόξα, την οποίαν έλαβες από τον μεταμορφούμενον Χριστόν, να γνωρίζης με το παράδειγμα των Αγίων Αγγέλων τον ακατάληπτον Θεόν. Δεύτερον παράδειγμα της Αγίας Τριάδος είσαι συ, Χριστιανέ, όστις επλάσθης από τον Θεόν κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν αυτού· διότι, καθώς συ είσαι και λέγεσαι ένας άνθρωπος κατά την ουσίαν και φύσιν, αλλά έχεις Νουν, Λόγον και Πνοήν, τοιουτοτρόπως και ο Θεός είναι ένας και μόνος κατά την θείαν του φύσιν, αλλά έχει Νουν, Λόγον και Πνεύμα· ο Νους λοιπόν της ψυχής σου, όστις δεν εγεννήθη από άλλον, σημειοί τον αγέννητον Πατέρα· ο Λόγος πάλιν της ψυχής σου, όστις γεννάται από αυτήν, σημαίνει τον Υιόν και Λόγον του Πατρός, όστις γεννάται από αυτόν· πάλιν η Πνοή, ήτις εκπορεύεται από την ψυχήν σου, σημαίνει το Πανάγιον Πνεύμα, όπερ εκπορεύεται από τον Πατέρα. Πηγή και αρχή και ρίζα μόνη η ψυχή του λόγου και της πνοής σου, πηγή τον αυτόν τρόπον και αρχή και ρίζα του Λόγου και Αγίου Πνεύματος, ο Πατήρ· και πάλιν λέγω, ψυχή και λόγος και πνοή, εν και ου πολλά κατά την ουσίαν και φύσιν, διότι δεν χωρίζεται το ένα από το άλλο, αλλ’ όπου είναι, λόγου χάριν, η ψυχή, είναι και ο λόγος και η πνοή, κατά τον ίδιον τρόπον, Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα, εν και ου πολλά κατά την ουσίαν και φύσιν, διότι δεν χωρίζεται ούτε ο Πατήρ από τον Υιόν και το Πνεύμα, ούτε ο Υιός από τον Πατέρα και το Πνεύμα, ούτε πάλιν το Πνεύμα από τον Πατέρα και από τον Υιόν. Τώρα ημπορώ εγώ, Χριστιανέ μου, μολονότι έχεις νουν, λόγον και πνοήν, τρία πρόσωπα, να σε ονομάσω τρεις ανθρώπους; Ή μολονότι είσαι ένας άνθρωπος, ημπορώ να είπω ότι δεν έχεις τρία πρόσωπα, νουν, λόγον και πνοήν; Όχι βέβαια· αλλά σε λέγω ένα άνθρωπον, όστις έχεις τρία πρόσωπα, νουν, λόγον και πνοήν· έτσι λέγω και τον Θεόν ένα και μόνον, αλλά έχει τρία πρόσωπα, Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα· και ούτε διότι έχει τρία πρόσωπα, τον ονομάζω τρεις Θεούς, ούτε με το να λέγω ένα μόνον Θεόν, αρνούμαι τα τρία πρόσωπα. Αν λοιπόν, Χριστιανέ, και η ψυχή σου, ήτις εκτίσθη από τον Θεόν, είναι μία και τριμερής, πολλώ μάλλον ο κτίστης και Θεός είναι ένας και τρισυπόστατος· αυτή είναι πάλιν η δόξα, την οποίαν έλαβες από τον μεταμορφούμενον Χριστόν, να γνωρίζης με το παράδειγμα της ψυχής σου τον τρισυπόστατον Θεόν όστις σε έπλασε. Τρίτον παράδειγμα της Αγίας Τριάδος είναι ο αισθητός ήλιος με τον οποίον ο νοητός Ήλιος της δικαιοσύνης εφωταγώγησε τον ουρανόν· διότι, καθώς αυτός ο ήλιος είναι ένας κατά την ουσίαν, όμως έχει τρία πρόσωπα, δίσκον, ακτίνα και φως, κατά τον ίδιον τρόπον και ο Θεός είναι ένας κατά την φύσιν, αλλά είναι τρισυπόστατος· λοιπόν τύπον του Πατρός, Χριστιανέ, γνώριζε τον δίσκον του ηλίου, την δε ακτίνα τύπον του Υιού, το δε φως τύπον του Αγίου Πνεύματος· και καθώς εις τον ήλιον δεν ήθελες ειπή ποτέ τρεις ηλίους, διότι έχει τρία πρόσωπα, τοιουτοτρόπως και επί Θεού δεν ημπορείς να είπης τρεις Θεούς, διότι έχει τρεις υποστάσεις· και πάλιν, καθώς από τον ήλιον είναι αχώριστος ο δίσκος και η ακτίς και το φως, όθεν και τα τρία εις λέγεται ήλιος, κατά τον ίδιον τρόπον και εις τον Θεόν, εις Θεός η Αγία Τριάς, διότι δεν χωρίζονται μεταξύ των τα τρία πρόσωπα. Πάλιν, καθώς ο ηλιακός δίσκος γεννά την ακτίνα και εκπορεύει το φως, κατά τον ίδιον τρόπον και ο Πατήρ γεννά τον Υιόν, και εκπορεύει το Άγιον Πνεύμα. Πάλιν, καθώς η ακτίς του ηλίου καταβαίνει από τον ουρανόν εις την γην, αλλά από τον ηλιακόν δίσκον δεν χωρίζεται, επειδή όλη είναι και εις τον δίσκον και εις την γην, κατά τον όμοιον τρόπον και ο Υιός του Θεού, γενόμενος άνθρωπος, δεν εχωρίσθη από το Πνεύμα, αλλά ολόκληρος ήτο και εις τον Πατέρα και εις το Πνεύμα, και εις την γην, και εις τον Άδην, και εις τον Παράδεισον, και πανταχού ως Θεός· όθεν ψάλλει η Εκκλησία μας· «Εν τάφω σωματικώς, εν Άδη δε μετά ψυχής ως Θεός, εν Παραδείσω δε μετά ληστού, και εν θρόνω υπήρχες, Χριστέ, μετά Πατρός και Πνεύματος, πάντα πληρών ο απερίγραπτος». Πάλιν, καθώς καταβαίνει από τον δίσκον το φως του ηλίου επάνω εις την γην, και λάμπει εις όλον τον κόσμον, ζωογονούν και ζώα και ανθρώπους και φυτά, αλλά από τον ήλιον είναι αχώριστον, έτσι και το Πανάγιον Πνεύμα καταβαίνει από τον ουρανόν εις την γην, και φωτίζει όλους τους ευσεβείς, εξαπλώνον και διαμοιράζον τα χαρίσματα εις βασιλείς, Αρχιερείς, Ιερείς, Προφήτας, Διδασκάλους, Θεολόγους, Αποστόλους, πάντα δε ταύτα ενεργεί το εν και το αυτό Πνεύμα, αλλά ολόκληρον είναι και εις τον Πατέρα, και εις τον Υιόν, και εις την γην, και απανταχού ως Θεός· όθεν πάλιν χαρμοσύνως η Εκκλησία ψάλλει· «Βασιλεύ ουράνιε, παράκλητε, το Πνεύμα της αληθείας, ο πανταχού παρών, και τα πάντα πληρών, ο θησαυρός των αγαθών, και ζωής χορηγός». Αυτό είναι το μυστήριον της Αγίας Τριάδος, με το οποίον εφωτίσθημεν από την λάμψιν του μεταμορφουμένου Ιησού· αυτή είναι η μεγαλωτάτη δόξα και χαρά, την οποίαν απηλαύσαμεν από την δόξαν της σημερινής εορτής, ακροαταί, διότι μας ανεβίβασεν έως τον ουρανόν, ίνα θεωρήσωμεν το μυστήριον της Αγίας Τριάδος με το παράδειγμα του ηλίου. Αλλά ποίος είναι εκείνος, ευσεβέστατοι ακροαταί μου, όστις αμφιβάλλει, ότι εδιδάχθημεν τοιαύτην διδασκαλίαν περί της Αγίας Τριάδος από τον μεταμορφούμενον Χριστόν; Ότι ελάβομεν τοιαύτην δόξαν της πίστεως, ως και οι Απόστολοι, από τον μεταμορφούμενον Χριστόν; Ο Χριστός δεν λέγει, «ο εωρακός εμέ, εώρακε τον Πατέρα; Και ει εγνώκειτέ με, εγνώκειτε αν τον αποστείλαντά με; Και ο αθετών εμέ, αθετεί τον αποστείλαντά με»; Πως λοιπόν να μη πιστεύωμεν, ότι εδιδάχθημεν τοιαύτην πίστιν από τον μεταμορφούμενον Χριστόν; «έθελξας ημάς (λέγει και ο Άγιος Μητροφάνης εις τα Τριαδικά του) εις αγάπην σην πολυέλεε, Λόγε του Θεού, δι’ ημάς σωματωθείς ατρέπτως, και τρίφωτον την μίαν Θεότητα μυσταγωγήσας, όθεν σε δοξάζομεν». Εμυσταγωγήθημεν όντως την Αγίαν Τριάδα από τον Υιόν του Θεού, όστις μεταμορφώνεται σήμερον, και διότι εγνωρίσαμεν τον Πατέρα δια του Υιού και διότι εγνωρίσαμεν το Πνεύμα το Άγιον πάλιν δια του Υιού. Λοιπόν, Χριστιανοί, αν ημείς εφωτίσθημεν τόσον από την Μεταμόρφωσιν του Ιησού, αν απηλαύσαμεν τοιαύτην δόξαν της μακαρίας Τριάδος, αν εμισήσαμεν την ασέβειαν, προστρέχοντες όλη ψυχή εις την ευσέβειαν, δεν πρέπει να αγαλλώμεθα; Δεν πρέπει να σκιρτώμεν, διότι εδιδάχθημεν τοιαύτην Αγίαν Ορθοδοξίαν; Διότι επιστεύσαμεν τοιαύτην Αγίαν Τριάδα, Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, τον ένα και μόνον Θεόν, εις του οποίου το όνομα εβαπτίσθημεν και ηγιάσθημεν; Εις του οποίου το Ευαγγέλιον πιστεύομεν; Του οποίου το σώμα και το αίμα μεταλαμβάνομεν; Εις του οποίου την βασιλείαν ελπίζομεν να σωθώμεν; Βέβαια· δια τούτο, χαίρετε, χαίρετε, ευσεβέστατοι Χριστιανοί, χαίρετε διότι ηξιώθητε τοιαύτης δόξης, να γνωρίσητε την μακαρίαν και ζωοποιόν Τριάδα· χαίρετε, διότι πιστεύετε την σάρκωσιν του Χριστού, και την θείαν του Μεταμόρφωσιν, και δια τούτο θα σας φωταγωγήση και εις την Βασιλείαν του με το φως όπερ αστράπτει ενώπιον των Μαθητών του· χαίρετε, διότι ομολογείτε τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, γεννηθέντα εκ της Αγίας Θεοτόκου δια την σωτηρίαν μας, και δια τούτο είσθε από τον Θεόν, και εις τον Θεόν θέλετε υπάγει· το ευαγγελίζει ο Θεολόγος Ιωάννης· «Παν πνεύμα, ο ομολογεί Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα, εκ του Θεού εστι· και παν πνεύμα, ο μη ομολογεί Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα, εκ του Θεού ουκ έστι». Αλλά ποία πνεύματα είναι αυτά, τα οποία δεν πιστεύουν τον Υιόν του Θεού εν σαρκί εληλυθότα, Χριστιανοί; Ποίοι δεν πιστεύουν ότι εγεννήθη, ότι μετεμορφώθη, αλλά μόνον κατά φαντασίαν τοιαύτα μυστήρια ασυνέτως ομολογούσιν; Οι άθλιοι Εβραίοι, οι τρισάθλιοι Αγαρηνοί, οι τετυφλωμένοι Αρμένιοι, οι ασεβείς εκείνοι, οίτινες λέγουν το σημερινόν Φως του Χριστού φάντασμα, και όχι θείον και αληθινόν Φως, και έτερα διάφορα έθνη, τα οποία διαφόρως βλασφημούσιν εις την Αγίαν Τριάδα, και εις την σάρκωσιν του Χριστού· αυτοί οι οποίοι αρνούνται τα μυστήρια, οι οποίοι δεν πιστεύουν Θεόν αληθινόν, αλλά πιστεύουν εις τον Αντίχριστον· αυτοί λοιπόν είναι άπιστοι, αυτοί ασεβείς, αυτοί αιρετικοί, αυτοί λατρευταί του δοαβόλου, και δια τούτο θέλουν γίνει και κληρονόμοι του εις την αιώνιον κόλασιν. Διότι όστις δεν πιστεύει την Σάρκωσιν του Χριστού, την θείαν του Μεταμόρφωσιν, και όλα τα θεία αυτού Πάθη, ούτε τον ουράνιον αυτού Πατέρα πιστεύει, ούτε και γνωρίζει ποίον Θεόν λατρεύει· το λέγει και τούτο εις το πέμπτον κεφάλαιον ο Θεολόγος Ιωάννης· «Ίνα πάντες τιμώσι τον Υιόν, καθώς τιμώσι τον Πατέρα. Ο μη τιμών τον Υιόν, ου τιμά τον Πατέρα τον πέμψαντα αυτόν». (Ιωάν. Ε΄ ,  23). Ο δε θείος Παύλος λέγει δια τους τοιούτους· «Ει τις ου φιλεί τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, ήτω ανάθεμα· μαράν αθά». (Α΄ Κορ. ιστ: 22). Αλλ’ ω ευσεβέστατοι Χριστιανοί, όσοι εφωταγωγήθητε σήμερον από την Μεταμόρφωσιν του Κυρίου μου, και εδιδάχθητε την δόξαν της Ορθοδοξίας, όσοι ελάβετε αυτόν τον Υιόν του Θεού, και πιστεύετε την θείαν του Σάρκωσιν και την θείαν αυτού Μεταμόρφωσιν, και δια τούτο σας έδωκεν εξουσίαν να γίνετε τέκνα Θεού, καθώς σας φανερώνει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, πιστεύετε και λατρεύετε αυτόν τον μεταμορφούμενον θείον Λόγον, δια να σας αξιώση να ίδητε την αστραπηφόρον μορφήν του εις την Βασιλείαν του, καθώς την είδον και σήμερον οι Απόστολοι επί το Θαβώριον όρος· όσοι εβαπτίσθητε και ηγιάσθητε με το θείον του Βάπτισμα, όσοι εθρέψατε και εποτίσατε την ψυχήν σας με το άχραντον Σώμα και Αίμα του, όσοι εδιδάχθητε το μυστήριον της Αγίας Τριάδος με το παράδειγμα των Αγίων Αγγέλων, με την λογικήν σας ψυχήν, και με τον λαμπρότατον ήλιον του ουρανού, πιστεύετε και προσκυνείτε αυτόν τον τρισυπόστατον Θεόν, δια να σας αξιώση να απολαύσητε και την Βασιλείαν του. Αμήν.