Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Τετάρτη 6 Αυγούστου 2014

Ἐγκώμιον στὴ Κοίμηση τῆς Θεοτόκου -- αγίου Ἰωάννου του Δαμασκηνού

Τί εἶναι αὐτό τό μυστήριο τό μέγα, πού συντελεῖται γύρω ἀπό τό πρόσωπό Σου, ἱερή Μητέρα καί Παρθένε; «Εὐλογημένη σύ ἐν γυναιξί καί εὐλογημένος ὁ καρπός τῆς κοιλίας σου». Ὅσο ὑπάρχουν ἄνθρωποι θά σέ μακαρίζουν, γιατί μονάχα Σύ εἶσαι ἄξια γιά μακαρισμό!


Καί νά πού ὅλες οἱ γενιές Σέ μακαρίζουν. Ἐσένα εἶδαν οἱ θυγατέρες τῆς Ἱερουσαλήμ, δηλαδή τῆς Ἐκκλησίας, καί Σέ μακάρισαν οἱ βασίλισσες, δηλαδή οἱ ψυχές τῶν δικαίων, καί θά Σέ ὑμνοῦν αἰώνια. Γιατί Σύ εἶσαι ὁ θρόνος ὁ βασιλικός, στόν ὁποῖον παραστέκονται Ἄγγελοι κοιτάζοντας τόν Βασιλέα καί Δημιουργό νά κάθεται ἐπάνω του. Σύ ἔγινες Ἐδέμ νοητή, πιό ἱερή καί πιό θεϊκή ἀπό τήν παλιά. Γιατί σ' ἐκείνη τήν Ἐδέμ ἔμεινε ὁ Ἀδάμ ὁ γήϊνος, ἐνῶ σ' Ἐσένα ὁ Κύριος τοῦ οὐρανοῦ. Ἐσένα προεικόνισε ἡ κιβωτός, γιατί Σύ γέννησες τόν Χριστό, τή σωτηρία τοῦ κόσμου, πού καταπόντισε τήν ἁμαρτία καί κατασίγασε τά κύματά της.



Ἐσένα προεικόνισε ἡ βάτος. Ἐσένα εἶχαν ἐπιγράψει προφητικῶς οἱ θεοχάρακτες πλάκες. Ἐσένα προζωγράφισε ἡ κιβωτός τοῦ Νόμου κι Ἐσένα εἶχαν φανερά προτυπώσει ἡ στάμνα ἡ χρυσή καί ἡ λυχνία καί ἡ τράπεζα καί ἡ ράβδος τοῦ Ἀαρών πού 'χε βλαστήσει. Ἀπό Σένα προῆλθε ἡ φλόγα τῆς Θεότητος, τό μέτρο καί ὁ Λόγος τοῦ Πατρός, τό γλυκύτατο καί οὐράνιο μάννα, τό ὄνομα τό ἀπερίγραπτο καί πάνω ἀπ' ὅλα τά ὀνόματα, τό Φῶς τό αἰώνιο καί ἀπρόσιτο, ὁ Άρτος τῆς ζωῆς ὁ οὐράνιος, ὁ Καρπός πού δέν γεωργήθηκε, ἀλλά βλάστησε ἀπό Σένα μέ σῶμα ἀνθρώπινο.

Ἐσένα δέν προμηνοῦσε τό καμίνι πού ἔβγαζε φωτιά καί ταυτόχρονα δρόσιζε ἀλλά καί ἔκαιγε κι ἦταν ἀντίτυπο τῆς θείας φωτιᾶς πού μέσα Σου κατοίκησε; Παρά λίγο ὅμως θά ξεχνοῦσα τή σκάλα τοῦ Ἰακώβ. Τί δηλαδή; Δέν εἶναι φανερό σέ ὅλους ὅτι Ἐσένα προεικόνιζε κι ἦταν προτύπωσή Σου; Ὅπως ὁ Ἰακώβ εἶχε δεῖ τίς ἄκρες τῆς σκάλας νά ἑνώνουν τόν οὐρανό μέ τή γῆ καί νά ἀνεβοκατεβαίνουν σ' αὐτήν ἄγγελοι, ἔτσι κι Ἐσύ ἕνωσες αὐτά πού ἦσαν πρίν χωρισμένα, ἀφοῦ μπῆκες στή μέση Θεοῦ καί ἀνθρώπων κι ἔγινες σκάλα, γιά νά κατεβεῖ σ' ἐμᾶς ὁ Θεός, πού πῆρε τό ἀδύναμο προζύμι μας καί τό ἕνωσε μέ τόν ἑαυτό Του κι ἔκανε τόν ἀνθρώπινο νοῦ νά βλέπει τόν Θεό.

Ποῦ θά ἀποδώσουμε ἀκόμη τά κηρύγματα τῶν Προφητῶν; Σ' Ἐσένα, ἄν θέλουμε νά δείξουμε ὅτι εἶναι ἀληθινά! Γιατί, ποιό εἶναι τό Δαυϊτικό μαλλί τοῦ προβάτου πού πάνω του ἔπεσε σάν βροχή ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι συνάναρχος μέ τόν Πατέρα; Δέν εἶσαι Σύ ὁλοφάνερα; Ποιά εἶναι ἐπίσης ἡ παρθένος πού ὁ Ἠσαΐας προορατικῶς προφήτευσε ὅτι θά συλλάβει καί θά γεννήσει Υἱόν, δηλ. τόν Θεό πού εἶναι μαζί μας; Καί ποιό εἶναι τό βουνό τοῦ Δανιήλ, ἀπό τό ὁποῖο κόπηκε πέτρα, ἀγκωνάρι, χωρίς νά ὑποκύψει σέ ἀνθρώπινο ἐργαλεῖο; Ἄς ἔρθει ὁ Ἱεζεκιήλ ὁ θεϊκότατος κι ἄς δείξει τήν κλειστή πύλη πού πέρασε ἀπό μέσα της μόνο ὁ Κύριος καί παραμένει κλειστή.

Ἐσένα, λοιπόν, κηρύττουν οἱ Προφῆτες. Ἐσένα διακονοῦν οἱ Ἄγγελοι καί ὑπηρετοῦν οἱ Ἀπόστολοι. Ἐσένα σήμερα, καθώς ἀναχωροῦσες πρός τόν Υἱό Σου, περιτριγύριζαν ψυχές Δικαίων καί Πατριαρχῶν καί τό ἄπειρο πλῆθος τῶν θεοφόρων Πατέρων, πού συγκεντρώθηκαν ἀπό τά πέρατα τῆς γῆς, σάν μέσα σέ σύννεφο, ψάλλοντας ὕμνους ἱερούς σ' Ἐσένα, τήν πηγή τοῦ ζωαρχικοῦ σώματος τοῦ Κυρίου, πλημμυρισμένοι ἀπό τά θεία συναισθήματα.

Ὦ, πῶς ἡ πηγή τῆς ζωῆς μεταφέρεται πρός τήν ζωή διά μέσου τοῦ θανάτου! Πῶς νά ὀνομάσουμε τό μυστήριο τοῦτο πού σχετίζεται μ' Ἐσένα; Θάνατο; Μά, ἄν καί ἡ πανίερη και μακαρία ψυχή Σου χωρίζεται ἀπό τό ἀμίαντο σῶμα Σου καί αὐτό τό σῶμα Σου παραδίδεται στήν ταφή, ὅμως δέν παραμένει στό θάνατο κι οὔτε διαλύεται ἀπό τή φθορά. Ὅπως ὁ ἥλιος, ὁ ὁλόλαμπρος καί πάντα φωτεινός, ὅταν σκεπαστεῖ γιά λίγο ἀπό τό σῶμα τῆς σελήνης, φαίνεται σάν νά χάνεται καί τό σκοτάδι νά παίρνει τή θέση τῆς λάμψης του, μά αὐτός δέν χάνει τό φῶς του, ἀλλά ἔχει μέσα του τήν πηγή τοῦ φωτός. Ἔτσι κι Ἐσύ, ἄν καί καλύπτεσαι σωματικά ἀπό τόν θάνατο γιά κάποιο χρονικό διάστημα, ἐντούτοις ἀναβλύζεις πλούσια, καθαρά κι ἀτελείωτα τά νάματα τοῦ θείου φωτός καί τῆς ἀθάνατης ζωῆς, ποταμούς χάριτος καί πηγές ἰαμάτων.

Ἐσύ ἄνθισες σάν δένδρο γλυκύτατο κι εἶναι ὁ καρπός Σου εὐλογία στό στόμα τῶν πιστῶν! Γι' αὐτό καί δέν θά ὀνομάσω θάνατο τήν ἱερή μετάστασή Σου, ἀλλά κοίμηση ἤ ἀποδημία ἤ ἐνδημία, γιά νά ἐκφρασθῶ καλύτερα, ἀφοῦ, φεύγοντας ἀπό τήν κατοικία τοῦ σώματος, πηγαίνεις νά κατοικήσεις στά καλύτερα, στά δεξιά τοῦ θρόνου τοῦ Υἱοῦ Σου.

Ἄγγελοι μαζί μέ Ἀρχαγγέλους Σέ μεταφέρουν ἀπό τή γῆ στούς οὐρανούς. Καθώς περνᾶς εὐλογεῖται ὁ ἀέρας καί ὁ αἰθέρας καθαγιάζεται. Χαίροντας ὑποδέχεται ὁ οὐρανός τήν ψυχή Σου. Σέ προϋπαντοῦν οἱ οὐράνιες δυνάμεις μέ ὕμνους ἱερούς καί τελετή χαρμόσυνη: «τίς αὕτη ἡ ἀναβαίνουσα λελευκανθισμένη, ἐγκύπτουσα ὡσεί ὄρθρος;». Εἶσαι ὡραία, λένε οἱ οὐράνιες δυνάμεις, σάν τό φεγγάρι, κι ὅλα τά Χερουβείμ ἐκπλήσσονται καί τά Σεραφείμ Σέ δοξάζουν, Ἐσένα πού δέν ἀνέβηκες μονάχα ὡς τόν οὐρανό, σάν τόν προφήτη Ἠλία, οὔτε μονάχα μέχρι τόν τρίτο οὐρανό, σάν τόν ἀπόστολο Παῦλο, ἀλλά ἔφτασες μέχρις αὐτόν τόν θρόνο τοῦ Υἱοῦ Σου καί στέκεις κοντά Του μέ πολλή κι ἀνείπωτη παρρησία.

Ἔγινες λοιπόν εὐλογία γιά ὅλον τόν κόσμο, ἁγιασμός γιά τό σύμπαν, ἄνεση γιά τούς κουρασμένους, παρηγοριά γιά τούς πενθοῦντες, θεραπεία γιά τούς ἀρρώστους, λιμάνι γιά τούς θαλασσοδαρμένους, συγχώρηση γιά τούς ἁμαρτωλούς, παρηγοριά γιά τούς λυπημένους, πρόθυμη βοήθεια γιά ὅλους πού σέ ἐπικαλοῦνται, ἀρχή καί μέση καί τέλος ὅλων τῶν ἀγαθῶν πού ξεπερνοῦν τόν νοῦν μας.

Πῶς ὑποδέχθηκε ὁ οὐρανός Αὐτήν πού ἔγινε πλατύτερη ἀπ' αὐτόν; Καί πῶς ὁ τάφος δέχθηκε Αὐτήν πού δέχθηκε μέσα Της τόν Θεό; Ὦ, μνῆμα ἱερό καί θαυμαστό καί σεβάσμιο καί προσκυνητό, πού καί τώρα τό περιποιοῦνται Ἄγγελοι, παρευρισκόμενοι μέ πολύν σεβασμό καί φόβο, καί ἄνθρωποι πού ἔρχονται σ' αὐτό μέ πίστη, τιμώντας το, προσκυνώντας το, φιλώντας το μέ μάτια καί χείλια καί μέ πόθο ψυχῆς, ἀντλώντας πλοῦτο ἀγαθῶν.

Ἐμπρός, λοιπόν, ἄς ταξιδέψουμε νοερά μακριά ἀπ' τή ζωή αὐτή μαζί μέ τήν Παρθένο πού φεύγει ἀπ' τή γῆ αὐτή. Ἐλᾶτε ὅλοι μέ πόθο καρδιακό, ἄς κατεβοῦμε στόν τάφο μαζί μέ τήν Παρθένο πού κατέρχεται σ' αὐτόν. Ἄς παρασταθοῦμε ὁλόγυρα στό ἱερότατο κρεβάτι Της. Ἄς ψάλλουμε ὕμνους ἱερούς, τέτοια περίπου λέγοντας μελωδικά ᾅσματα: «Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετά Σοῦ. Χαῖρε Αμνάς πού γέννησες τόν Ἀμνό τοῦ Θεοῦ. Χαῖρε Σύ πού εἶσαι πάνω ἀπό τίς ἀγγελικές δυνάμεις. 
Χαῖρε ἡ δούλη καί Μητέρα τοῦ Θεοῦ.
Ἀμήν

Τρίτη 5 Αυγούστου 2014

Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΕΝΟΣ ΛΑΟΥ.

Ο Ελληνικός λαός είναι ένας λαός τραγικός. Ο μακραίων βίος του χαρακτηρίζεται απ’ όλα εκείνα τα στοιχεία, που συνθέτουν τας αρχαίας τραγωδίας, τα στοιχεία της αμαρτίας και της καθάρσεως, τον έλεον και την δικαίωσιν. Εγκαυχώμενοι συνήθως δια την προσφοράν μας εις τον κόσμον, λησμονούμεν τας κακίας μας. ναρκισσευόμενοι δια την πνευματικήν ακτινοβολίαν μας, παραβλέπομεν τα ελαττώματά μας. Η ιστορία μας είναι ιστορία εναλλασσομένου μεγαλείου και αθλιότητος, εξάρσεων και καταπτώσεων. Και όσον μεν ευρισκόμεθα εις την περίοδον της λατρείας των ειδώλων, ερμηνεύαμεν τας εθνικάς μας συμφοράς δια της ειμαρμένης. Όταν δε ελάβαμεν τον Χριστιανισμόν, εμάθαμεν ότι αι συμφοραί του λαού μας ήσαν παιδαγωγικαί μάστιγες προς το συμφέρον μας, παραχωρούμεναι υπό του Θεού μας, του Θεού της αγάπης. Εν τούτοις θέλομεν να το αγνοώμεν, διότι περιεπέσαμεν εις απιστίαν της Θείας Προνοίας. Και θέλομεν να ερμηνεύωμεν την ιστορίαν μας «ιστορικώς». Την εκδεχόμεθα ως μίαν σειράν εσωτερικώς αλληλενδέτων γεγονότων. Αυτός, όμως, ο τρόπος ερμηνείας είναι ο κλασσικός τρόπος της αθέου κριτικής, που δεν βλέπει τίποτε άλλο από ορατάς αιτιώδεις σχέσεις γεγονότων.

Όμως ο πιστός Κυρίου, ο Χριστιανός, πίσω από τα γεγονότα βλέπει πάντοτε την λειτουργίαν ενός πνευματικού νόμου, διεπομένου υπό της δικαιοσύνης και του ελέους του Θεού. Η ραγδαία εξέλιξις των εγκοσμίων πραγμάτων, αι καταπλήσσουσαι τον νουν εφευρέσεις, τα κολοσσιαία επιτεύγματα του μηχανικού πολιτισμού, έχουν προκαλέσει τοιούτον θάμβος και έκστασιν εις τας ψυχάς των Χριστιανών, ώστε να βλέπουν μόνον «γεγονότα» και να πιστεύουν μόνον εις την αξίαν των «γεγονότων». Έτσι έχει δημιουργηθή μία σχεδόν ψυχολογία θαυμασμού ενώπιον των γεγονότων. Αι αισθήσεις είναι ισχυρότατα όργανα επαφής με τον κόσμον. Ενώπιον λοιπόν αυτής της «πλησμονής» των γεγονότων, η ενέργεια της πίστεως ατονεί, ώστε να μη βλέπωμεν τα υπερκόσμια και να μη δυνάμεθα να παρακολουθήσωμεν τα εγκόσμια πράγματα υπό το φως της πίστεως. Μας παρασύρει η αίσθησις των γεγονότων και αδυνατούμεν να παρακολουθήσωμεν τον μυστικώς λειτουργούντα πνευματικόν νόμον, όστις προσδιορίζει τα ανθρώπινα πράγματα. Πίσω από την φρίκην των συμφορών δεν ημπορούμεν να «διίδωμεν» το έλεος του Θεού και την δικαιοσύνην του. Κι έτσι, ο τρόπος αυτός κρίσεως των ρεόντων ανθρωπίνων πραγμάτων ουδόλως διαφέρει από τον τρόπον κρίσεως των αθέων, που βλέπουν «διαλεκτικώς» την εξέλιξιν της ανθρώπινης ιστορίας. Και εντεύθεν διακόπτομεν τον δεσμόν με τον Θεόν της Παλαιάς Διαθήκης, που ερρύθμιζε και αυτάς ακόμη τας λεπτομερείας της ζωής του περιουσίου λαού του. Και ρίπτομεν εις φοβεράν υπεύθυνον λήθην τον πνευματικόν νόμον της Καινής Διαθήκης, κατά τον οποίον: «ει η ημών αδικία Θεού δικαιοσύνην συνίστησι, τι ερούμεν; μη άδικος ο Θεός ο επιφέρων την οργήν»; Δια τούτο και απορούμεν πως η Χριστιανική Ελλάς υφίσταται τόσας συμφοράς. Τριάκοντα χρόνια προ της πτώσεως του Βυζαντίου, ο μέγας μοναχός της Μονής του Στουδίου Ιωσήφ ο Βρυέννιος, εκήρυττεν εις το παλάτι και εις τον κόσμον ότι η υποδούλωσις εις τους Τούρκους είναι αναπόφευκτος δια τον αμαρτωλόν βίον των Βυζαντινών, από του Βασιλέως και του Πατριάρχου μέχρι του τελευταίου πολίτου και του εσχάτου Μοναχού. Και το Βυζάντιον έπεσε και υπεδουλώθη 400 χρόνια. Και αι οιμωγαί υψώθησαν μέχρις ουρανού… Έδωκεν ο Θεός και ηλευθερώθημεν. Αλλά πάλιν η αμαρτία κατέκλυσεν παν το Ελληνικόν. Και την ώραν, που τραγικοί υπνοβάται ημείς, ενομίσαμεν ότι γίνεται πραγματικότης το μεγαλειώδες εκείνο όνειρον του επαναπατρισμού μας, την ώραν εκείνην παρεσκευάσαμεν την τραγικωτέραν συμφοράν της νεωτέρας ιστορίας μας, καταστρέφοντες φρικτώς τρία και πλέον εκατομμύρια Ελλήνων της Μικράς Ασίας. Αλλά τα δεινά δεν ετελείωσαν. Από συμφοράς εθνικής εις συμφοράν, εφθάσαμεν σήμερον εις το απελπιστικώτερον αδιέξοδον, που εγνώρισε ποτέ ο Ελληνισμός, και κατηντήσαμεν «ονειδισμός και χλευασμός τοις κύκλω ημών». Και διατί όλα αυτά; Διατί αι συνεχιζόμεναι συμφοραί του Έθνους; Δια να συνέλθωμεν από την αμαρτωλόν νάρκην, άρχοντες και αρχόμενοι, Βασιλείς και λαός, Επίσκοποι και Μοναχοί. Διότι η αμαρτία επλεόνασεν. Η αποστασία από τον Θεόν καθίσταται γενική. Οι Βασιλείς δεν σέβονται τους Ιερούς Κανόνας της Εκκλησίας. Ο ιερός Κλήρος από των Επισκόπων μέχρι των ιερέων, δεν δίδουν καλόν παράδειγμα, εξαιρέσει ολίγων. Οι πρωθυπουργοί μας, τον βλάσφημον των θείων και μασσώνον, διαδέχεται έτερος επηρμένος ειδωλολάτρης, νοσταλγός των θεών του Ολύμπου, φιλοδοξών ως άλλος Ιουλιανός να καταργήση την θρησκευτικήν διδασκαλίαν από τα σχολεία. Οι Ιεράρχαι μας ερωτοτροπούν με τους αιρετικούς από μίαν κακώς εννοουμένην αγάπην και από την φενάκην ότι θα μας βοηθήσουν οι Παπικοί. Ολόκληρος η Ελλάς φλέγεται από την αμαρτίαν, την αθεϊαν, τον μασσωνισμόν, τας αιρέσεις. Πως λοιπόν αυτός ο δυστυχής λαός θα ίδη ειρήνην και ευτυχίαν; Και πώς να μη έρχεται η οργή του Θεού; Εάν θα ημπορούσαμεν να ίδωμεν με πνευματικά μάτια τους εξωτερικώς λαμπρούς φαινομένους Χριστιανούς μας, δεν θα εβλέπαμεν ειμή αθλίους, ρακενδύτους και καταπληγωμένας ψυχάς από την αμαρτίαν, την απιστίαν και τας αιρέσεις. Θα εβλέπαμεν ανθρώπους δίχως πνεύμα. Και ο πρώτος δι’ ύδατος κατακλυσμός εγένετο με το αιτιολογικόν: «δια το είναι αυτούς σάρκας». Ας φοβηθώμεν τον δεύτερον κατακλυσμόν, τον δια πυρός, ως λέγει ο Απόστολος Πέτρος, κατά τον οποίον «ουρανοί πυρούμενοι λυθήσονται και στοιχεία καυσούμενα τήκεται!». Μία οδός εξόδου μας απομένει: Η επιστροφή. Η επιστροφή εις τον Θεόν. Ας συνέλθωμεν. Ας βάλωμεν αρχήν μετανοίας. Ας δώση το παράδειγμα πρώτος ο Βασιλεύς, δια να ακολουθήση ο λαός του. Ας μιμηθή τους ευσεβείς αυτοκράτορας του Βυζαντίου, που χάρις εις την θεοσέβειάν των εκράτησαν εν δόξη μίαν πολυάνθρωπον Αυτοκρατορίαν χίλια έτη. Ας ακούη την φωνήν του Θεού, δια να έχη την ευλογίαν του. Επίσης, οι Εκκλησιαστικοί ηγέται μας και Ποιμένες ας δείξουν περισσότερον σεβασμόν εις τους Ιερούς Κανόνας της Εκκλησίας, ας μιμηθούν τους αγίους Πατέρας εις την αγιότητα του βίου και την εμμονήν εις τα δόγματα. Αι ενωτικαί τάσεις με προσχήματα και διαλόγους και πλαδαρές αγάπες είναι τεχνάσματα του σατανά. Να προσέξουν, διότι ο ευσεβής λαός δεν ανέχεται νόθευσιν της πίστεώς του. Η ιστορία ας γίνη οδηγός εις τας κρίσεις μας. Ωσαύτως, ο τραγικός λαός μας να μη στηρίζεται «επ’ άρχοντας, επί υιούς ανθρώπων, οις ουκ έστι σωτηρία», αλλ’ ας ελπίζη μόνον εις τον Θεόν και εις αυτόν να στραφή εν μετανοία. Διότι «οι μακρύνοντες από του Θεού απολούνται». Ο Θεός είναι ο καλύτερος φίλος και ο πιστότερος και ισχυρότερος σύμμαχος και από τους Αγγλοαμερικάνους και από τα ποικίλης αποχρώσεις μπλοκ του σατανά.

Δευτέρα 4 Αυγούστου 2014

π. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός:

Από τα τέλη της Τουρκοκρατίας άνοιξαν  όλες οι κερκόπορτές μας από τους δυτικόπληκτους –ευρωπαϊστές μας –κατά Ζουράρη ευρωλιγούρηδες-   και μετακενώνονται συνεχώς αυτούσια στοιχεία του ευρωπαϊκού χώρου, γεννήματα μιας διαφορετικής διαχρονικής πολιτιστικής διαδικασίας, που νοθεύουν την ελληνορθόδοξη πολιτιστική παράδοση και τελικά την αναιρούν, υποκαθιστώντας τα συστατικά της. Και αυτό λόγω της καλλιεργούμενης, κυρίως στο χώρο της εκπαίδευσης, ευρωμανίας, συνέπεια της οποίας είναι και η από το 1833 αρξαμένη ευρωπαϊκή/φραγκική κατοχή στη χώρα μας, την κορύφωση της οποίας ζούμε σήμερα ως Έθνος. Λόγω της οικονομικής καταρράκωσης η κατοχή γίνεται σήμερα περισσότερο αισθητή. 

Κυριακή 3 Αυγούστου 2014

Αθωνικά άνθη -- ΠΡΟΟΙΜΙΟΝ ΣΤΗΝ «ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΝ»

Ξένος μέσα σε ξένους περισσότερον από άλλην φοράν, είχα την αίσθησιν της ξενητείας στην καρδίαν μου, μίαν ξενητείαν που αποτελεί την βασικήν προϋπόθεσιν του Μοναχικού βίου και την κλίμακα της αναβάσεως προς τα ξένα και υπερκόσμια θέματα…                                                                                                          

Επάνω εις την κορυφήν ενός όρους υψηλού, ένας κοινός άνθρωπος αισθάνεται την διαφοράν ως διαφοράν ύψους. Ένας Χριστιανός του κόσμου υμνεί τον Θεόν δια της εποψίας της κτίσεως. Αλλ’ ένας Μοναχός, ούτε ύψος αισθάνεται, ούτε εποπτεύει την αναπεπταμένην δημιουργίαν του «παντεχνήμονος» Λόγου. Εισέρχεται με «γυμνόν»τον νουν εις την περιοχήν της πνευματικής θεωρίας, όπως λέγει ο θείος Πατήρ των Μοναχών Μ. Βασίλειος: «ο νους που έχει ανακραθή με την θεότητα του Αγίου Πνεύματος, έχει καταστή εποπτικός των μεγάλων θεωρημάτων και καθορά τα θεία κάλη τόσον, όσον η χάρις επιτρέπει».                   
Ο Μ. Βασίλειος είχε λάβει πείραν του ακτίστου φωτός, όπως αποκαλύπτει ο άγιος επίσης αδελφός του Γρηγόριος Νύσσης· «Ήτο νύκτα, λέγει, και ενώ προσηύχετο ο Μ. Βασίλειος, αίφνης τον περιέλαμψε φως μέσα στο κελλίον του, ένα φως άϋλον που κατεφώτιζεν όλον τον οίκον»…                                                                                            
Επάνω εις το όρος της Μεταμορφώσεως, η αναβάσα τα όρη της αρετής ψυχή, μεταμορφούται και αυτή. Δεν θέλει να σκέπτεται τίποτε γήϊνον, διότι έχει μεταθέσει «το πολίτευμα εν ουρανοίς». Ω πόσον επιθυμεί και πως διαφλέγεται από τον πόθον να μην επιστρέψη ποτέ εις τους όρους της γηϊνης ζωής, όπως συμβαίνει με τους καθαρούς τη καρδία, που αδιαλείπτως βλέπουν τον Θεόν, όπως σημειώνει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος: «Η χώρα η νοητή, εκείνου που είναι καθαρός εις την ψυχήν, ευρίσκεται μέσα του. Και ο ήλιος που λάμπει εις αυτόν, είναι το φως της Αγίας Τριάδος. Και ο αέρας που αναπνέουν οι οικήτορες της χώρας αυτής, είναι το παράκλητον Πνεύμα. Οι δε γείτονες αυτού είναι αι άγιαι και ασώματοι φύσεις των Αγγέλων. Και η ζωή και η χαρά και η ευφροσύνη των, είναι ο Χριστός, το φως εκ του φωτός του Πατρός. Αυτός ευφραίνεται αδιαλείπτως από την θέαν της μεταμορφωμένης ψυχής του και θαυμάζει το κάλλος του, που λάμπει απείρως τηλαυγέστερα από την λαμπρότητα του ήλιου. Αυτή είναι η Ιερουσαλήμ και η βασιλεία του Θεού, που είναι εντός μας κρυμμένη κατά τον λόγον του Κυρίου. Αυτή η χώρα της ψυχής μας είναι η νεφέλη της θείας δόξης, εντός της οποίας μόνοι οι καθαροί τη καρδία θα εισέλθουν, δια να ίδουν το πρόσωπον του Κυρίου των και θα καταυγασθή ο νους των δια του θεϊκού φωτός Του…». 
                               
Εκεί όπως εκάθησα να ξεκουρασθώ εις τον τραχύν βράχον, είδον τρεις Μοναχούς νέους και μέσης ηλικίας, οι οποίοι ήσαν προσηλωμένοι εις την ακρόασιν των «Ύμνων θείων ερώτων» του αγίου πατρός μας Συμεών του Ν. Θεολόγου, που εδιάβαζε με μέθεξιν ψυχής ένας από τους Μοναχούς. Επλησίασα πιο πολύ, δια να ευρεθώ ενώπιον του ωραιοτέρου θεάματος, του κάλλους του πνευματικού, των πνευματικών δακρύων, από οσίας ψυχάς νέων, που ζούσαν έξω κόσμου και των του κόσμου και μετείχον από εδώ της αλήκτου και θείας ευφροσύνης, από την μετουσίωσιν των θείων ερώτων των προς το υπέρκαλλον Κάλλος του σαρκωθέντος Λόγου, που είναι «των εφετών το ακρότατον».                                         
Αποδίδω ελευθέρως το υπέροχον αυτό κείμενον από τους «Ύμνους θείων ερώτων», που ηλλοίωνε θείως τους ιερούς εκείνους Μοναχούς: «Αξίωσέ με, Λόγε, να βλέπω το πρόσωπόν Σου και να απολαμβάνω του απορρήτου κάλλους Σου. Να κατανοώ και να εντρυφώ εις την ανέκφραστον και φρικτήν θέαν Σου, όχι εις την ουσίαν, αλλά εις τας ενεργείας της ουσίας Σου. Διότι Συ είσαι επάνω από την φύσιν και επάνω από κάθε ουσίαν ο Κύριος και ο Θεός μου. Η δε αυγή της θείας Σου δόξης είναι φως απλούν και οράται από ημάς ως φως γλυκύ, ως φως αποκαλύπτεται, ως φως ενούται ολόκληρον, ως νομίζω εις ολοκλήρους τους δούλους Σου. Το φως Σου φαίνεται πνευματικώς έξωθεν και αίφνης ευρίσκεται εντός μας, που αναβλύζει ως ύδωρ και ως πυρ φλέγον από την καρδίαν εκείνην που θα εγγίση…                                                                                                                     
Και πάλιν με φωτίζει το φως, πάλιν οράται καθαρά, πάλιν ανοίγει ουρανούς, πάλιν σχίζει την νύκτα, πάλιν διέρχεται πανταχού, πάλιν φαίνεται μόνον. Πάλιν με αποξενώνει απ’ όλα τα ορώμενα. Πάλιν το φως με απομονώνει απ’ όλα τα αισθητά, όπως ο Θεός, που είναι υπεράνω όλων των ουρανών, μένει μόνος και ποτέ κανένας άνθρωπος δεν τον είδε. Αυτός, λοιπόν, χωρίς να ανοίγη τους ουρανούς, δια να περάση, χωρίς να σχίζη την νύκτα, ή τον αέρα και ν’ ανοίγη την στέγην μου, αιφνιδίως ενώνεται μαζύ με εμένα τον άθλιον ολόκληρος μέσα εις το Κελλίον μου, μέσα εις τον νουν μου. Και, όπως είμαι περιβαλλόμενος απ’ όλα τα αισθητά, αισθάνομαι τον εαυτόν μου, ότι είμαι έξω απ’ όλα.                                              
Δεν γνωρίζω εάν εις αυτό που μου συμβαίνει, ευρίσκομαι στ’ αλήθεια με το σώμα ή χωρίς το σώμα μου, πλέων μέσα εις το φως, το ασύνθετον, που από την θέαν του γίνομαι απλούς και άκακος. Πάντως, αυτά είναι παράδοξα θαύματα, Χριστέ μου, έργα της δυνάμεως και φιλανθρωπίας Σου, που κάνεις εις ημάς τους αναξίους…».                                                                                                                                     
Και ύστερα εδιάβαζαν οι Μοναχοί με κατάνυξιν από τους «Ύμνους των θείων ερώτων», τις ερωτικότατες στροφές προς τον Χριστόν του «τετρωμένου αγάπης» Οσίου Πατρός μας Συμεών, τους οποίους αποδίδω ελευθέρως. Θεέ μου, πως ηλλοιούτο το ωχρόν πρόσωπόν των! Ωσάν να «έπασχον τα θεία», όπως λέγει ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και εφηρμόζετο εις αυτούς το τροπάριον της «Μεταμορφώσεως»: «Έθελξάς πόθω με Χριστέ και ηλλοίωσας τω θείω σου έρωτι…». Αλλά ποία ψυχή, έχουσα το Άγιον Πνεύμα της υιοθεσίας και την αγάπην του Χριστού, ήτις «εκκέχυται εν ταις καρδίαις ημών», δια του Αγίου Βαπτίσματος, δεν αλλοιούται θείω έρωτι από τας κατωτέρω εμπειρίας ενός Αγίου;                                
«…Τόσον περισσότερον πληγώνομαι από την αγάπην εκείνου, όσον δεν τον βλέπω και λειώνει ο νους μου. Φλέγομαι εις τον νουν και την καρδίαν μου και περιπατώ στενάζων και κατακαίομαι ζητών εδώ κι’ εκεί τον εραστήν της ψυχής μου και πουθενά δεν τον ευρίσκω.                                                                                 
Όταν δε αρχίσω να κλαίω, ως απηλπισμένος, τότε μου φανερώνεται και με βλέπει αυτός που βλέπει τα πάντα. Εγώ δε θαυμάζω και καταπλήττομαι από την ωραιότητα του κάλλους Του και πως άνοιξε τους ουρανούς και έσκυψε σε μένα ο κτίστης και μου απεκάλυψε την ανέκφραστον και υπερφυσικήν δόξαν του. Και σκεπτόμενος, πως τάχα ημπορεί κανείς να φθάση πλησιέστερα εις Εκείνον; Ή πώς να ανέλθη εις το άπειρον ύψος του; Αυτός εξαίφνης ευρίσκεται μέσα μου και απαστράπτει εις την ταλαίπωρον καρδίαν μου. Απ’ όλα τα μέρη με περιλάμπει με την αθάνατον αστραπήν του και με τας ακτίνας του καταφωτίζει όλα μου τα μέλη και ολόκληρος με αγκαλιάζει ολόκληρον και με καταφιλεί και μου παραδίδεται όλος εις εμένα τον ανάξιον.                                                                                                   
Και εγώ γεμίζω από την αγάπην Του και το κάλλος Του και χορταίνω από ηδονήν και από θείον γλυκασμόν. Εισέρχομαι εις το φως Του και μετέχω της δόξης Του. Και τότε λάμπει το πρόσωπόν μου, όπως και του ηγαπημένου μου και όλα μου τα μέλη γίνονται φωτοφόρα. Γίνομαι ωραιότερος απ’ όλους τους ωραίους, πλουσιώτερος απ’ όλους τους πλούσιους, δυνατώτερος απ’ όλους τους δυνατούς, μεγαλύτερος απ’ όλους τους βασιλείς, πολυτιμώτερος απ’ όλην την ορατήν κτίσιν και απ’ όσα υπάρχουν εις τον ουρανόν, διότι έχω μαζί μου τον Κτίστην όλης της δημιουργίας».                                                                                             
Αλλ’ ας δώσωμεν τον λόγον και εις τον έτερον γλυκύτατον άγιον Πατέρα μας Νικόδημον τον Αγιορείτην, σχολιάζοντα την θείαν Μεταμόρφωσιν του Χριστού μας. Ως γνωστόν, ο θείος Πατήρ, έχει ερμηνεύσει όλους τους Δεσποτικούς και Θεομητορικούς Κανόνας, με τόσον θεολογικόν βάθος και τόσον απλανή πνευματικήν αίσθησιν, ώστε το ογκώδες βιβλίον του, που περιλαμβάνει το σπουδαίον αυτό ερμηνευτικόν έργον του, να αποβαίνη πηγή πολυειδούς δογματικής θεολογίας, δηλαδή το «Εορτοδρόμιόν» του, εις το οποίον εκένωσεν, όχι μόνον το απέραντον πέλαγος της πολυμαθείας του, αλλά και αυτήν την αγίαν ψυχήν του. Γι’ αυτό, πολλάκις, όταν υψηγορεί εις τον πάμφωτον χώρον της θεολογίας, «πάσχων τα θεία», επαναλαμβάνει: «το λέγω, και έσωθεν σκιρτά η καρδία μου, αγαλλιάται το πνεύμα μου, και ευφραίνεται η ψυχή μου». Λέγει λοιπόν, ο θείος Πατήρ· «…Ω ηλιοστάλακτε Ιησού, Συ δεν ενήργησας το θαύμα της Μεταμορφώσεώς Σου ματαίως και χωρίς καμμίαν εύλογον αφορμήν, ουδέ απλώς και  ως έτυχεν επαράστησας κύκλω Σου εις το Θαβώριον Όρος τον Μωϋσήν και Ηλίαν και τους τρεις εκλεκτούς Αποστόλους, αλλ’ ίνα δείξης φανερά την μεταμόρφωσίν Σου, ένα προοίμιον της μελλούσης και ενδόξου παρουσίας Σου· καθώς γαρ εν τη Μεταμορφώσει ήσουν Θεός κατά φύσιν μέσω των κατά χάριν θεών, των Προφητών, δηλαδή και Αποστόλων, ούτω και εν τη μελλούση δόξη Σου εν μέσω των Αγγέλων και των ανθρώπων καθεζόμενος, θέλεις διακρίνει τους κατά χάριν όντας θεούς, και διαμοιράσει εις αυτούς τας αξίας της μακαριότητος…».  

Σάββατο 2 Αυγούστου 2014

Αλέξ. Παπαδιαμάντης ---- ΡΕΜΒΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΥ



 Ἀνάμεσα εἰς συντρίμματα καὶ ἐρείπια, λείψανα παλαιᾶς κατοικίας ἀνθρώπων ἐν μέσῳ ἀγριοσυκῶν, μορεῶν μὲ ἐρυθροὺς καρπούς, εἰς ἔρημον τόπον, ἀπόκρημνον ἀκτὴν πρὸς μίαν παραλίαν βορειοδυτικὴν τῆς νήσου, ὅπου τὴν νύκτα ἑπόμενον ἦτο νὰ βγαίνουν καὶ πολλὰ φαντάσματα, εἴδωλα ψυχῶν κουρασμένων, σκιαὶ ἐπιστρέφουσαι, καθὼς λέγουν, ἀπὸ τὸν ἀσφοδελὸν λειμῶνα, ἀφήνουσαι κενὰς οἰμωγὰς εἰς τὴν ἐρημίαν, θρηνοῦσαι τὸ πάλαι ποτὲ πρόσκαιρον σκήνωμά των εἰς τὸν ἐπάνω κόσμον ― ἐκεῖ ανάμεσα ἐσώζετο ἀκόμη ὁ ναΐσκος τῆς Παναγίας τῆς Πρέκλας. Δὲν ὑπῆρχε πλέον οἰκία ὀρθή, δὲν ὑπῆρχε στέγη καὶ ἄσυλον, εἰς ὅλον τὸ ὀροπέδιον ἐκεῖνο, παρὰ τὴν ἀπορρῶγα ἀκτήν. Μόνος ὁ μικρὸς ναΐσκος ὑπῆρχε, καὶ εἰς τὸ προαύλιον τοῦ ναΐσκου ὁ Φραγκούλης Κ. Φραγκούλας εἶχε κτίσει μικρὸν ὑπόστεγον, καλύβην μᾶλλον ἢ οἰκίαν, λαβὼν τὴν ξυλείαν, ὅσην ἠδυνήθη νὰ εὕρῃ, καί τινας λίθους ἀπὸ τὰ τόσα τριγύρω ἐρείπια, διὰ νὰ στεγάζεται προχείρως ἐκεῖ καὶ καπνίζῃ ἀκατακρίτως τὸ τσιμπούκι του, μὲ τὸν ἠλέκτρινον μαμέν*, ἔξω τοῦ ναοῦ, ὁ φιλέρημος γέρων.

Ὁ ναΐσκος ἦτο ἰδιόκτητος· πρᾶγμα σπάνιον εἰς τὸν τόπον, λείψανον παλαιοῦ θεσμοῦ· ἦτον κτῆμα αὐτοῦ τοῦ γέροντος Φραγκούλα.
Ὁ ἀξιότιμος πρεσβύτης, φέρων ὅλα τὰ ἐξωτερικὰ γνωρίσματα προεστοῦ, ὡραῖον φέσι τοῦ Τουνεζίου, ἐπανωβράκι* τσόχινον, μὲ ζώνην πλατεῖαν κεντητήν, μακρὰν τσιμπούκαν μὲ ἠλέκτρινον μαμέν, καὶ κρατῶν μὲ τὴν ἀριστερὰν ἠλέκτρινον μακρὸν κομβολόγιον, δὲν ἦτο καὶ πολὺ γέρων, ὣς πενηνταπέντε χρόνων ἄνθρωπος. Κατήγετο ἀπὸ τὴν ἀρχαιοτέραν καὶ πλέον γνησίως αὐτόχθονα οἰκογένειαν τοῦ τόπου. Ἦτον ἐκ νεαρᾶς ἡλικίας εὐσταλής, ὑψηλός, λεπτὸς τὴν μέσην, μελαχροινός, μὲ ἁδροὺς χαρακτῆρας τοῦ προσώπου, δασείας ὀφρῦς, ὀφθαλμοὺς μεγάλους, ὀγκώδη ρῖνα, χονδρὰ χείλη προέχοντα. Ἠγάπα πολὺ τὰ μουσικά, τά τε ἐκκλησιαστικὰ καὶ τὰ ἐξωτερικά, ὑπῆρξε δὲ μὲ τὴν χονδρὴν ἀλλὰ παθητικὴν φωνήν του ψάλτης καὶ τραγουδιστὴς εἰς τὸν καιρόν του μέχρι γήρατος.
Τὴν Σινιώραν, ὡραίαν νέαν, λεπτοφυῆ, λευκοτάτην, τὴν εἶχε νυμφευθῆ ἀπὸ ἔρωτα. Ἤδη εἶχε συζήσει μαζί της ὑπὲρ τὰ εἴκοσι πέντε ἔτη, καὶ εἶχεν ἀποκτήσει τέσσαρας υἱοὺς καὶ τρεῖς θυγατέρας. Ἀλλὰ τώρα, εἰς τὸν οὐδὸν τοῦ γήρατος, δὲν συνέζη πλέον μαζί της.
Εἶχε χωρίσει ἅπαξ ἤδη, ἀφοῦ ἐγεννήθησαν τὰ τέσσαρα πρῶτα παιδία, δύο υἱοὶ καὶ δύο θυγατέρες· ὁ πρῶτος οὗτος χωρισμὸς διήρκεσεν ἐπί τινας μῆνας. Εἶτα ἐπῆλθε συνδιαλλαγὴ καὶ συμβίωσις πάλιν. Τότε ἐγεννήθησαν ἄλλα δύο τέκνα, υἱὸς καὶ θυγάτριον. Εἶτα ἐπῆλθε δεύτερος χωρισμός, ὑπὲρ τὸ ἔτος διαρκέσας. Μετὰ τὸν χωρισμόν, δευτέρα συνδιαλλαγη. Τότε ἐγεννήθη ὁ τελευταῖος υἱός. Ἀκολούθως ἐπῆλθε μακρὸς χωρισμὸς μεταξὺ τῶν συζύγων. Ὁ τελευταῖος οὗτος χωρισμός, μετὰ πολλὰς ἀγόνους ἀποπείρας συνδιαλλαγῆς, διήρκει ἤδη ἀπὸ τριῶν ἐτῶν καὶ ἡμίσεος. Δὲν ἦτο πλέον φόβος νὰ γεννηθοῦν ἄλλα τέκνα. Ἡ Σινιώρα ἦτον ὑπερτεσσαρακοντοῦτις ἤδη.
*
* *
Τὴν ἑσπέραν ἐκείνην, τῆς 13 Αὐγούστου τοῦ ἔτους 186… ἐκάθητο μόνος, ὁλομόναχος, ἔξω τοῦ ναΐσκου, εἰς τὸ προαύλιον, ἔμπροσθεν τῆς καλύβης τὴν ὁποίαν εἶχε κτίσει, ἐκάπνιζε τὸ τσιμπούκι του, κ᾿ ἐρρέμβαζεν. Ὁ καπνὸς ἀπὸ τὸν λουλὰν ἀνέθρῳσκε καὶ ἀνέβαινεν εἰς κυανοῦς κύκλους εἰς τὸ κενόν, καὶ οἱ λογισμοὶ τοῦ ἀνθρώπου ἐφαίνοντο νὰ παρακολουθοῦν τοὺς κύκλους τοῦ καπνοῦ, καὶ νὰ χάνωνται μετ᾿ αὐτῶν εἰς τὸ ἀχανές, τὸ ἄπειρον. Τί ἐσκέπτετο;
Βεβαίως, τὴν σύζυγόν του, μὲ τὴν ὁποίαν ἦσαν εἰς διάστασιν, καὶ τὰ τέκνα του, τὰ ὁποῖα σπανίως ἔβλεπεν. Ἐσχάτως τοῦ εἶχον παρουσιασθῆ, πρώτην φορὰν εἰς τὴν ζωήν του, καὶ οἰκονομικαὶ στενοχωρίαι. Ὁ Φραγκούλας ἦτο μεγαλοκτηματίας. Εἶχε παμπόλλους ἐλαιῶνας, ἀμπέλια ἀρκετά, καὶ χωράφια ἀμέτρητα. Μόνον ἀπὸ τὸν ἀντίσπορον τῶν χωραφίων ἠμποροῦσε νὰ μὴν ἀγοράζῃ ψωμὶ δι᾿ ὅλου τοῦ ἔτους, αὐτὸς καὶ ἡ οἰκογένειά του. Οἱ δὲ ἐλαιῶνες, ὅταν ἐκαρποφόρουν, ἔδιδον ἀρκετὸν εἰσόδημα. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ δὲν εἰργάζετο ποτὲ μόνος του, τὰ ἔξοδα «τὸν ἔτρωγαν»! Εἶτα αὐξανομένης τῆς οἰκογενείας, συνηυξάνοντο καὶ αἱ ἀνάγκαι. Καὶ ὅσον ηὔξανον τὰ ἔξοδα, τόσον τὰ ἔσοδα ἠλαττοῦντο. Ἦλθαν «δυστυχισμένες χρονιές», ἀφορίαι, συμφοραί, θεομηνίαι. Εἶτα, διὰ πρώτην φοράν, ἔλαβεν ἀνάγκην μικρῶν δανείων. Δὲν ἐφαντάζετο ποτὲ ὅτι μία μικρὰ κάμπη ἀρκεῖ διὰ νὰ καταστρέψῃ ὁλόκληρον φυτείαν. Ἀπηυθύνθη εἰς ἕνα τοκογλύφον τοῦ τόπου.
Οἱ τοιοῦτοι ἦσαν ἄνθρωποι «φερτοί», ἀπ᾿ ἔξω, καὶ ὅταν κατέφυγον εἰς τὸν τόπον, ἐν ὥρᾳ συμφορᾶς καὶ ἀνεμοζάλης, κατὰ τὴν Μεγάλην Ἐπανάστασιν ἢ κατὰ τὰ ἄλλα κινήματα τὰ πρὸ αὐτῆς, ἀρχομένης τῆς ἑκατονταετηρίδος, κανεὶς δὲν ἔδωκε προσοχὴν καὶ σημασίαν εἰς αὐτούς.
Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ οἱ ἐντόπιοι εἶχον ἀποκλειστικὴν προσήλωσιν εἰς τὰ κτήματα, οὗτοι, οἱ ἐπήλυδες, ὡς πράττουσιν ὅλοι οἱ φύσει καὶ θέσει Ἑβραῖοι, ἔδωκαν ὅλην τὴν σημασίαν καὶ τὴν προσοχήν των εἰς τὰ χρήματα. Ἤνοιξαν ἐργαστήρια, μαγαζεῖα, κ᾿ ἐμπορεύοντο, κ᾿ ἐχρηματίζοντο. Εἶτα ἦλθεν ὥρα, ὅπως καὶ τώρα καὶ πάντοτε συμβαίνει, ὁπότε οἱ ἐντόπιοι ἔλαβον ἀνάγκην τῶν χρημάτων, καὶ τότε ἤρχισαν νὰ ὑποθηκεύουν τὰ κτήματα. Ἑωσότου παρῆλθε μία γενεά, ἢ μία καὶ ἡμίσεια, καὶ τὰ χρήματα ἐπέστρεψαν εἰς τοὺς δανειστάς, συμπαραλαβόντα μεθ᾿ ἑαυτῶν καὶ τὰ κτήματα.
Ἕως τότε δὲν εἶχε συλλογισθῆ τοιαῦτα πράγματα ὁ Φραγκούλης Φραγκούλας, οὔτε τὸν ἔμελε ποτέ του περὶ χρημάτων. Ἀλλ᾿ ἐπ᾿ ἐσχάτων, εἶχε λάβει ἀνάγκην καὶ δευτέρου καὶ τρίτου δανείου, καὶ οἱ δανεισταὶ προθύμως τοῦ ἔδιδαν, ἀλλ᾿ ἀπῄτουν νὰ τοὺς καθιστᾷ ὑπέγγυα τὰ καλύτερα κτήματα, ἐκ τῶν ὁποίων ἕκαστον εἶχε, κατ᾿ αὐτὸν ἐκτιμητήν, δεκαπλασίαν ἀξίαν τοῦ ποσοῦ τοῦ δανειζομένου. Πλὴν φεῦ! αὐτὸς δὲν ἦτο ὁ μόνος καημός του…
Ὁ Φραγκούλης Φραγκούλας δὲν ἐφόρει πλέον τὸ ὡραῖόν του μαῦρον φέσι, τὸ τουνεζιάνικον· ἔφερεν οἰκιακὸν μαῦρον σκοῦφον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς. Ἀλλ᾿ εὑρίσκετο σήμερον εἰς τὴν ἐξοχήν. Ἐὰν τὸν συνηντῶμεν τὴν προτεραίαν εἰς τὴν ἀγοράν, κάτω εἰς τὴν πολίχνην, θὰ ἐβλέπομεν ὅτι εἶχε βάψει μαῦρον τὸ φέσι του… Εἶχε πρόσφατον πένθος.
*
* *
«Ἄχ! Τό ᾽χασα, τὸ καημένο μ᾿, τὸ εὐάγωγο, τό ᾽χασα!»
Ὁ γερο-Φραγκούλης ἐστέναξε, καὶ εἶχε δίκαιον νὰ στενάξῃ. Τὸ καλύτερον κοράσιόν του, τὸ τρίτον, τὸ μικρότερον, δεκατετραετὲς μόλις τὴν ἡλικίαν ―τὸ ὁποῖον εἶχε γεννηθῆ κατά τι διάλειμμα ἔρωτος μεταξὺ δύο χωρισμῶν― τοῦ εἶχεν ἀποθάνει πρὸ ὀλίγων μηνῶν…
Καὶ αὐτὸς ἦλθεν εἰς τὴν Παναγίαν, διὰ νὰ κλαύσῃ καὶ νὰ πῇ τὸν πόνον του. Ἦτον κτῆμά του ὁ ναΐσκος τῆς Παναγίας τῆς Πρέκλας. Τὸ ἐκκλησίδιον ἦτον εὐπρεπέστατον, ὡραῖα στολισμένον καὶ εἶχε καλὰς εἰκόνας, καὶ μάλιστα τὴν φερώνυμον, τὴν γλυκεῖαν Παναγίαν τὴν Πρέκλαν, σκαλιστὸν χρυσωμένον τέμπλον, πολυέλεον καὶ μανουάλια ὀρειχάλκινα, κανδήλια ἀργυρᾶ. Ἔφερε πάντοτε ὁ ἰδιοκτήτης μαζί του τὴν βαρεῖαν ὑπερμεγέθη κλεῖδα τῆς δρυΐνης θύρας τῆς στερεᾶς, καὶ δὲν ἔλειπε συχνὰ νὰ ἐπισκέπτεται τὴν Παναγίαν του· ἱερόσυλος εὐτυχῶς κανεὶς ἀκόμη δὲν εἶχεν ἀναφανῆ εἰς τὰ μέρη αὐτά.
Ἦτον ἡ προπαραμονὴ τῆς ἑορτῆς, ὅτε θὰ ἐτελεῖτο πανήγυρις εἰς τὸν ναΐσκον, τιμώμενον ἐπ᾿ ὀνόματι τῆς Κοιμήσεως. Θὰ ἤρχοντο ἀπὸ τὸν τόπον πολλαὶ οἰκογένειαι καὶ ἄτομα, δωδεκάδες τινὲς προσκυνητῶν καὶ πανηγυριστῶν, καὶ ὁ παπα-Νικόλας, ὁ συμπέθερός του. Εἰς τὸν παπα-Νικόλαν ὁ Φραγκούλας ἔδιδε διὰ τὸν κόπον του ἓν τάλληρον, περιπλέον δὲ εἰσέπραττεν ὁ παπὰς διὰ λογαριασμόν του τὰς δεκάρας, ὅσας ἔδιδαν αἱ γυναῖκες «διὰ νὰ γράψουν τὰ ὀνόματα» ἢ τὰ «ψυχοχάρτια».
Ὅλα τ᾿ ἄλλα, προσφοράς, ἀρτοκλασίας, πώλησιν κηρίων, κτλ. τὰ εἰσέπραττεν ὁ Φραγκούλας ὡς εἰσόδημα ἰδικόν του…
Καὶ τώρα τοὺς ἐπερίμενε νὰ ἔλθουν πάλιν… καὶ ἀνελογίζετο πῶς ἄλλοτε, ὅταν ἦτον νέος ἀκόμη, μετὰ τὸν πρῶτον χωρισμὸν ἀπὸ τὴν γυναῖκά του, ἡ πανήγυρις αὐτὴ τῆς Παναγίας τῆς Κοιμήσεως ἔγινεν ἀφορμὴ διὰ νὰ ἐπέλθῃ συνδιαλλαγὴ μετὰ τῆς γυναικός του. Κατόπιν τῆς συνδιαλλαγῆς ἐκείνης ἐγεννήθη ὁ τρίτος υἱός, καὶ τὸ Κουμπώ, τὸ θυγάτριον τὸ ὁποῖον ἐθρήνει τώρα ὁ γερο-Φραγκούλας…
«Τό ᾽χασα τὸ καημένο μου, τὸ εὐάγωγο, τό ᾽χασα!…»
Ὤ, δὲν ἐλυπεῖτο τώρα τόσον πολὺ τὸν ἀπὸ τῆς γυναικός του χωρισμόν ―τὴν ὁποίαν ἄλλως τρυφερῶς ἠγάπα― ὅσον ἐθρήνει τὴν σκληρὰν ἀπώλειαν ἐκείνην τῆς κορασίδος, τὴν ὁποίαν εἰς τὸν ἄλλον κόσμον ἤλπιζε μόνον νὰ ἐπανεύρῃ… Καὶ κατενύσσετο πολὺ ἡ καρδία του κ᾿ ἐθλίβετο… Καὶ ἀνελογίσθη ὅτι τὸ πάλαι ἐδῶ οἱ χριστιανοί, ὅσοι ἦσαν ὡς αὐτὸς τεθλιμμένοι, εἰς τὸν ναΐσκον αὐτὸν τῆς Παναγίας τῆς Πρέκλας, ἤρχοντο τὰς ἡμέρας αὐτὰς νὰ εὕρωσι, διὰ τῆς ἐγκρατείας καὶ τῆς προσευχῆς καὶ τοῦ ἱεροῦ ᾄσματος, ἀναψυχὴν καὶ παραμυθίαν… Τὸν παλαιὸν καιρόν, πρὸ τοῦ Εἰκοσιένα, ὅταν τὸ σήμερον ἔρημον καὶ κατηρειπωμένον χωρίον ἐκατοικεῖτο ἀκόμη, ὅλοι οἱ κάτοικοι καὶ τῶν δύο ἐνοριῶν ἤρχοντο εἰς τὸν ναὸν τῆς Πρέκλας, ὅστις ἦτο ἁπλοῦν παρεκκλήσιον, ν᾿ ἀκούσωσι τὰς ψαλλομένας Παρακλήσεις, καθ᾿ ὅλον τὸν Δεκαπενταύγουστον…
Ἄφησεν εἰς τὴν ἄκρην τὸ τσιμπούκι, τὸ ὁποῖον εἶχε σβήσει ἤδη ἀνεπαισθήτως, ἐν μέσῳ τῆς ἀλλοφροσύνης καὶ τῶν ρεμβασμῶν τοῦ καπνιστοῦ, καὶ ἀκουσίως ἤρχισε νὰ ὑποψάλλῃ.
Ἔλεγε τὸν Μέγαν Παρακλητικὸν κανόνα τὸν εἰς τὴν Παναγίαν, ὅπου διεκτραγῳδοῦνται τὰ παθήματα καὶ τὰ βάσανα μιᾶς ψυχῆς, καὶ τὴν σειρὰν ὅλην τῶν κατανυκτικῶν ὕμνων, ὅπου εἷς βασιλεὺς Ἕλλην, διωγμένος, πολεμημένος, στενοχωρημένος, ἀπὸ Λατίνους καὶ Ἄραβας καὶ τοὺς ἰδικούς του, διεκτραγῳδεῖ πρὸς τὴν Παναγίαν τοὺς ἰδίους πόνους του, καὶ τοὺς διωγμοὺς ὅσους ὑπέφερεν ἀπὸ τὰ στίφη τῶν βαρβάρων, τὰ ὁποῖα ὀνομάζει νέφη.
Εἶτα, κατὰ μικρόν, ἀφοῦ εἶπεν ὅσα τροπάρια ἐνθυμεῖτο ἀπὸ στήθους, ὕψωσεν ἀκουσίως τὴν φωνήν, καὶ ἤρχισε νὰ μέλπῃ τὸ ἀθάνατον ἐκεῖνο:
«Ἀπόστολοι ἐκ περάτων, συναθροισθέντες ἐνθάδε,
Γεθσημανῇ τῷ χωρίῳ, κηδεύσατέ μου τὸ σῶμα.
Καὶ σύ, Υἱὲ καὶ Θεέ μου, παράλαβέ μου τὸ πνεῦμα».
… Καὶ εἶτα προσέτι, παρεκάλει διὰ τοῦ ᾄσματος τὴν Παναγίαν, νὰ εἶναι μεσίτρια πρὸς τὸν Θεόν, «μὴ μοῦ ἐλέγξῃ τὰς πράξεις, ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων…» Ὤ, αὐτὸ εἶχε τὴν δύναμιν καὶ τὸ προνόμιον νὰ κάμνῃ πολλὰ ζεύγη ὀφθαλμῶν νὰ κλαίωσι τὸν παλαιὸν καιρόν, ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἔκλαιον ἀκόμη ἑκούσια δάκρυα ἐκ συναισθήσεως…
Ὁ γερο-Φραγκούλας ἐπίστευε καὶ ἔκλαιεν… Ὤ, ναί, ἦτον ἄνθρωπος ἀσθενής· ἠγάπα καὶ ἡμάρτανε καὶ μετενόει… Ἠγάπα τὴν θρησκείαν, ἠγάπα καὶ τὴν σύζυγον καὶ τὰ τέκνα του, ἐπόθει ἀκόμη τὸν συζυγικὸν βίον, ἐπόθει καὶ τὸν βίον τὸν μοναχικόν. Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον εἶχεν ἀγαπήσει ἐξ ὅλης καρδίας τὴν Σινιωρίτσαν του… καὶ τὴν ἠγάπα ἀκόμη. Ἀλλ᾿ ὅσον τρυφερὸς ἦτο εἰς τὸν ἔρωτα, τόσον εὐεπίφορος εἰς τὸ πεῖσμα, καὶ τόσον γοργὸς εἰς ὀργήν. Ὤ! ἀτέλειαι τῶν ἀνθρώπων.
Τώρα, εἰς τοὺς τελευταίους χρόνους, εἶχε γνωρίσει ἀκόμη καὶ τὴν οἰκονομικὴν στενοχωρίαν, τὸ παράπονον τῆς ξεπεσμένης ἀρχοντιᾶς, τὰς πιέσεις καὶ τὰς ἀπειλὰς τῶν τοκογλύφων. «Τὸ διάφορο, κεφάλι*! τὸ διάφορο, κεφάλι!» Ἐπὶ τέσσαρας ἐνιαυτοὺς ἦτο ἀφορία, αἱ ἐλαῖαι δὲν ἐκαρποφόρησαν· ὁ καρπὸς εἶχε προσβληθῆ ἀπὸ ἄγνωστον ἀσθένειαν, διὰ τὰς ἁμαρτίας τῶν ἰδιοκτητῶν. Εἶχαν κιτρινίσει καὶ μαυρίσει αἱ ἐλαῖαι, καὶ ἦσαν γεμᾶται ἀπὸ βοῦλες, καὶ εἶχαν πέσει ἄκαιρα. Τόσα «ὑποστατικά», τόσα «μούλκια»*, τόσο «βιός», ἀγύριστα* κτήματα, σχεδὸν τσιφλίκια, ἠπειλοῦντο νὰ περιέλθωσιν εἰς χεῖρας τῶν τοκογλύφων. ― Ἐγέννα ἢ ὄχι ἡ γῆ, ἐκαρποφόρουν ἢ ὄχι τὰ δένδρα, ὁ τόκος δὲν ἔπαυε. Τὰ κεφάλαια «ἔτικτον». Ἔπαυσε νὰ τίκτῃ ἡ γόνιμος (ὅπως λέγει ὁ Ἅγ. Βασίλειος), ἀφοῦ τὰ ἄγονα ἤρχισαν κ᾿ ἐξηκολούθουν νὰ τίκτουν…
Ἀνελογίζετο αὐτά, κ᾿ ἔκλαιεν ἡ ψυχή του. Δὲν ἤλπιζε πλέον, οὔτε ηὔχετο σχεδόν, νὰ ἤρχετο ἡ Σινιωρίτσα αὔριον, εἰς τὴν πανήγυριν, ὅπως ἤρχετο τακτικὰ κάθε χρόνον, ἄλλοτε, ὅταν ἦσαν «μονοιασμένοι» ― ὅπως εἶχεν ἔλθει καὶ ἅπαξ, εἰς καιρὸν ὁποὺ εὑρίσκοντο χωρισμένοι, πρὸ δεκαπέντε ἐτῶν… Τώρα μόνον ἡ ψυχὴ τῆς Κούμπως, τῆς ἀθῴας μικρᾶς παρθένου, εἴθε νὰ παρίστατο ἀοράτως εἰς τὴν πανήγυριν, ἀγαλλομένη.
Ὤ! ἄλλοτε, πρὸ δεκαπέντε ἐτῶν, πρὶν γεννηθῇ ἀκόμη ἡ Κούμπω ― ναί, ἡ Παναγία εἶχε δωρήσει τὸ ἁβρὸν ἐκεῖνο ἄνθος εἰς τὸν Φραγκούλην καὶ τὴν Σινιώραν, καὶ ἡ Παναγία πάλιν τὸ εἶχε δρέψει καὶ τὸ εἶχεν ἀναλάβει πλησίον της, πρὶν μολυνθῇ ἐκ τῆς ἐπαφῆς τῶν ματαίων τοῦ κόσμου… Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον εἶχε συμβῆ ὁ πρῶτος χωρισμός, τὸ πρῶτον πεῖσμα, τὸ πρῶτον κάκιωμα μεταξὺ τῶν συζύγων. Καὶ ὁ Φραγκούλης, θυμώδης, ὀξύχολος, δριμύς, εἶχεν ἀναβῆ, ὅπως τώρα, ἀπὸ τὴν πολίχνην τὴν κατοικημένην εἰς τὸ παλαιὸν χωρίον τὸ ἔρημον, τοῦ ὁποίου ἐσώζοντο τότε ἀκόμη ὀλίγισται οἰκίαι, καὶ δὲν ἦτο ἐρείπιον ὅλον, ὅπως σήμερον. Καὶ καθὼς τώρα, εἶχεν ἔλθει δύο ἢ τρεῖς ἡμέρας πρὸ τῆς ἑορτῆς εἰς τὸ παρεκκλήσιον τῆς Πρέκλας, ἐκάθητο δὲ εἰς τὰ πρόθυρα τοῦ ναΐσκου κ᾿ ἐκάπνιζε τὸ μακρὸν τσιμπούκι μὲ τὸ ἠλέκτρινον ἐπιστόμιον. Πλὴν τότε τὸ φέσι του ἦτο κατακόκκινον, καὶ τώρα ἐφόρει μαῦρον σκοῦφον… Καὶ τότε ὁ Φραγκούλης ἦτον σαράντα χρόνων, καὶ τώρα ἦτον πενηνταπέντε… Τότε ἔτρεφε πεῖσμα καὶ χολήν, ἀλλ᾿ εἶχε πολὺ περισσότερον καὶ βαθύτερον συζυγικὸν ἔρωτα, καὶ μόνον νύξιν ἤθελεν· ἦτον ἕτοιμος νὰ συγχωρήσῃ· καὶ ν᾿ ἀγαπήσῃ… Ἀλλὰ τώρα δὲν ἔχει πλέον οὔτε πεῖσμα σχεδὸν οὔτε ὀργήν, ἠγάπα τὴν Σινιώραν, τὴν ἐπόνει, ἀλλ᾿ ἔκλαιε πολὺ περισσότερον διὰ τὸ θυγάτριόν του, τὸ Κουμπώ, «τὸ καημένο, τὸ εὐάγωγο!»
Ἐκείνην τὴν φοράν, ὁ παπα-Νικόλας, ἅμα ἔφθασε τὴν παραμονήν, ἀκολουθούμενος ἀπὸ πλῆθος προσκυνητῶν διὰ τὴν πανήγυριν, ἐστάθη πλησίον τῆς θύρας τοῦ ναοῦ, παρὰ τὴν γωνίαν, καὶ τοῦ εἶπε μυστηριωδῶς:
― Θά ᾽χῃς μουσαφιρλίκια, θαρρῶ.
― Τί τρέχει, παπά; ἠρώτησε μειδιῶν ὁ Φραγκούλας, ὅστις ἐμάντευσε πάραυτα.
― Θὰ σοῦ ἔλθῃ τ᾿ ἀσκέρι… Κοίταξε, Φραγκούλη, φρόνιμα, χωρὶς πείσματα…
Ὁ παπάς, ἀσκέρι λέγων, ἐννοοῦσε προφανῶς τὴν οἰκογένειαν τοῦ Φραγκούλα· ἀλλὰ τάχα μόνον τὰ παιδία τὰ δύο μεγαλύτερα ἐκ τῶν τεσσάρων; ― καθόσον τὰ ἄλλα δύο τὰ μικρά, δὲν θὰ ἠδύναντο νὰ κουβαληθοῦν εἰς διάστημα τριῶν ὡρῶν ὁδοιπορίας χωρὶς τὴν μητέρα των. Ὁ Φραγκούλης ἠθέλησε νὰ βεβαιωθῇ.
― Θά ᾽ρθῃ μαζὶ κ᾿ ἡ μάννα τους;
― Βέβαια… πιστεύω, εἶπεν ὁ παπάς.
*
* *
Τῷ ὄντι, ὅταν ἐβράδιασε καλά, καὶ ἤρχισε νὰ σκοτεινιάζῃ, ἡ κυρα-Σινιώρα ἦλθε, μαζὶ μὲ τὴν γραῖαν μητέρα της, καὶ μὲ τὰ τέσσαρα παιδιά της, ἐν συνοδίᾳ καὶ ἄλλων προσκυνητριῶν, γειτονισσῶν ἢ συγγενῶν της. Ἀπὸ πολλῶν μηνῶν δὲν εἶχεν ἰδεῖ τὸν σύζυγόν της, ὅστις εἶχε κατοικήσει χωριστά, ― εἰς εὐτελὲς δωμάτιον, χάριν ταπεινώσεως, τὸ ὁποῖον ὠνόμαζε «τὸ κελλί του», καὶ ἔζη ἀπὸ μηνῶν ὡς καλόγηρος. Ἐπλησίασε δειλή, κάτω νεύουσα· ὁ Φραγκούλης ἵστατο ἐκεῖ, παραπέρα ἀπὸ τὴν θύραν τῆς ἐκκλησίας, κ᾿ ἔκαμνε πὼς ἔβλεπεν ἀλλοῦ, καὶ πὼς ἐπρόσεχεν εἴς τινα ὁμιλίαν περὶ ἀγροτικῶν ὑποθέσεων, μεταξὺ δύο ἢ τριῶν χωρικῶν.
Ἡ Σινιώρα εἰσῆλθεν εἰς τὸν ναΐσκον, ἐπροσκύνησεν, ἐκόλλησε κηρία, καὶ ἠσπάσθη τὰς εἰκόνας. Εἶτα, μετά τινα ὥραν, ἐξῆλθεν. Ἐπλησίασε συνεσταλμένη, κ᾿ ἐχαιρέτισε τὸν σύζυγόν της. Οὗτος ἔτεινε πρὸς αὐτὴν τὴν χεῖρα, καὶ ἠσπάσθη φιλοστόργως τὰ τέκνα του.
Ἤδη ἐνύκτωνε, καὶ ἐψάλη ὁ Μικρὸς Ἑσπερινός. Ἀκολούθως, μετὰ τὸ λιτὸν σαρακοστιανὸν τὸ ὁποῖον ἔφαγον κατὰ ὁμάδας καθίσαντες οἱ διάφοροι προσκυνηταί, ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ, ἐπὶ τῶν χόρτων καὶ τῶν ἐρειπίων, ὁ Φραγκούλης ἡτοίμασεν ἰδιοχείρως ξύλινον σήμαντρον, πρόχειρον, κατὰ μίμησιν ἐκείνων τὰ ὁποῖα συνηθίζονται εἰς τὰ μοναστήρια, καὶ φέρων τρεῖς γύρους περὶ τὸν ναόν, τὸ ἔκρουσε μόνος του, πρῶτον εἰς τροχαϊκὸν ρυθμόν, «τὸν Ἀδάμ, Ἀδάμ, Ἀδάμ!» εἶτα εἰς ἰαμβικόν, «τὸ τάλαντον! τὸ τάλαντον!»
Εὐθὺς τότε, τὰ δύο παιδία τοῦ Φραγκούλα, καὶ πέντε ἢ ἓξ ἄλλοι μικροὶ μοσχομάγκαι, ἀνερριχήθησαν ἐπάνω εἰς τὴν στέγην τοῦ ναοῦ, ἄνωθεν τῆς θύρας, καὶ ἤρχισαν νὰ βαροῦν τρελά, ἀλύπητα, ἀχόρταστα, τὸν μικρὸν μισορραγισμένον κώδωνα, τὸν κρεμάμενον ἀπὸ δύο διχαλωτῶν ξύλων ἐκεῖ ἐπάνω. Ὕστερον ἀπὸ πολλὰς φωνάς, μαλώματα καὶ ἐπιπλήξεις τοῦ Φραγκούλα, τοῦ μπαρμπα-Δημητροῦ τοῦ ψάλτου, καὶ τοῦ Παναγιώτου τῆς Ἀντωνίτσας (ἑνὸς καλοῦ χωρικοῦ, ὅστις δὲν ἐκουράζετο νὰ τρέχῃ εἰς ὅλα τὰ ἐξωκκλήσια, καὶ νὰ κάμνῃ «κουμάντο», ἑωσοῦ ἐπὶ τέλους ἡ Δημαρχία ἠναγκάσθη νὰ τὸν ἀναγνωρίσῃ ὡς ἰσόβιον ἐπίτροπον ὅλων τῶν ἐξοχικῶν ναῶν), τὰ παιδία μόλις ἔπαυσαν ὀψέποτε νὰ κρούουν τὸν κώδωνα, κ᾿ ἐξεκόλλησαν τέλος ἀπὸ τὴν στέγην τοῦ ναΐσκου. Ὁ παπα-Νικόλας ἔβαλεν εὐλογητόν, καὶ ἤρχισεν ἡ ἀκολουθία τῆς Ἀγρυπνίας.
Ὁ Φραγκούλας ἦτο τόσον εὐδιάθετος ἐκείνην τὴν ἑσπέραν, ὥστε ἀπὸ τοῦ «Ἐλέησόν με ὁ Θεός», τῆς ἀρχῆς τοῦ Ἀποδείπνου, μέχρι τοῦ «Εἴη τὸ ὄνομα», εἰς τὸ τέλος τῆς Λειτουργίας ―ὅπου ἡ παννυχὶς διήρκεσεν ὀκτὼ ὥρας ἄνευ διαλείμματος― ὅλα τὰ ἔψαλε καὶ τὰ ἀπήγγειλε μόνος του ἀπὸ τοῦ δεξιοῦ χοροῦ, μόλις ἐπιτρέπων εἰς τὸν κὺρ Δημητρόν, τὸν κάτοχον τοῦ ἀριστεροῦ χοροῦ, νὰ λέγῃ κι αὐτὸς ἀπὸ κανένα τροπαράκι, διὰ νὰ ξενυστάξῃ. Ἔψαλε τὸ «Θεαρχίῳ νεύματι» καὶ εἰς τοὺς ὀκτὼ ἤχους μοναχός του, προφάσει ὅτι ὁ κὺρ Δημητρὸς «δὲν εὕρισκεν εὔκολα τὸν ἦχον», ἤτοι δὲν ἠδύνατο νὰ μεταβῇ ἀβιάστως καὶ ἄνευ χασμωδίας ἀπὸ ἤχου εἰς ἦχον. Εἰς τὸ τέλος τοῦ Ἑσπερινοῦ, μοναχός του ἐδιάβασε τὸ Συναξάρι, καί, χωρὶς νὰ πάρῃ ἀνασασμόν, μοναχός του πάλιν ἤρχισε τὸν Ἑξάψαλμον. Ἔψαλε Καθίσματα, Πολυελέους, Ἀναβαθμοὺς καὶ προκείμενα, εἶτα ὅλον τὸ «Πεποικιλμένη» ἕως τὸ «Συνέστειλε χορός», καὶ ὅλον τὸ «Ἀνοίξω τὸ στόμα μου» ἕως τὸ «Δέχου παρ᾿ ἡμῶν». Εἶτα ἔψαλεν Αἴνους, Δοξολογίαν, ἐδιάβασεν Ὥρας καὶ Μετάληψιν, πρὸς χάριν ὅλων τῶν ἡτοιμασμένων διὰ τὴν Θείαν Κοινωνίαν, καὶ εἰς τὴν Λειτουργίαν πάλιν ὅλα, Τυπικά, Μακαρισμούς, Τρισάγιον, τὸ Χερουβικόν, τὸ «Αἱ γενεαὶ πᾶσαι», τὸ Κοινωνικόν, κτλ. κτλ.
Ὅλα αὐτὰ τὰ ἐνθυμεῖτο ἀκόμη, ὡς νὰ ἦτον χθές, ὁ γερο-Φραγκούλας, καὶ εἶχον παρέλθει δεκαπέντε ἔτη ἔκτοτε. Ἀκόμη καὶ μικρά τινα φαιδρὰ ἐπεισόδια, τὰ ὁποῖα συνέβησαν εἰς τὴν Λιτήν, μικρὸν πρὸ τοῦ μεσονυκτίου, κατὰ τὴν ἔξοδον τῆς ἱερᾶς εἰκόνος εἰς τὸ ὕπαιθρον. Ἐπειδὴ αἱ γυναῖκες εἶχαν κολλήσει πολλὰ καὶ χονδρὰ κηρία, τὰ πλεῖστα ἔργα αὐτῶν τῶν ἰδίων χειρομάλακτα, τὰ δὲ κηρία συμπλεκόμενα εἰς δέσμας καὶ περιπλοκάδας ἀπὸ τὸν Παναγιώτην τῆς Ἀντωνίτσας, τὸν πρόθυμον εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τῆς ἱερᾶς πανηγύρεως, εἶχαν λαμπαδιάσει, εἰς μίαν στιγμὴν ὀλίγον ἔλειψε νὰ πάρῃ φωτιὰν τὸ φελόνι τοῦ παπᾶ, εἶτα καὶ τὸ γένειόν του. Τότε ὁ Παναγιώτης τῆς Ἀντωνίτσας, μὴ εὑρίσκων ἄλλο προχειρότερον μέσον, ἥρπαζε τὰς ὀγκώδεις δέσμας τῶν φλεγόντων κηρίων, τὰς ἔφερε κάτω εἰς τὸ ἔδαφος, κ᾿ ἐπάτει δυνατὰ μὲ τὰ τσαρούχια του διὰ νὰ τὰ σβήσῃ. Αἱ γυναῖκες δυσφοροῦσαι ἐγόγγυζον, νὰ μὴν πατῇ τὰ κηριά, γιατὶ εἶναι κρῖμα.
Τότε εἷς τῶν παρεστώτων, υἱὸς πλουσίου τοῦ τόπου, ἀπὸ ἐκείνους οἵτινες εἰς τὸ ὕστερον κατέστησαν δανεισταὶ τοῦ Φραγκούλα ―καὶ ὅστις ἐλέγετο ὅτι ἐμελέτα εἰς τὰς ἐκλογὰς νὰ βάλῃ κάλπην ὡς ὑποψήφιος δήμαρχος― ἠκούσθη νὰ λέγῃ ὅτι πρέπει νὰ μάθουν νὰ κάμνουν «οἰκονομία, οἰκονομία στὰ κηριά! ἡ νύχτα μεγαλώνει… ἰσημερία τώρα, κοντεύει… ἔχει νύχτα…»
Ἀλλ᾿ αἱ γυναῖκες, ἐνῷ ἤξευραν, καλύτερα ἀπὸ ἐκεῖνον, ὅλας τὰς οἰκονομίας τοῦ κόσμου, δὲν ἐννοοῦσαν τί θὰ πῇ «οἰκονομία στὰ κηριά», ἀφοῦ ἅπαξ εἶναι ἀγορασμένα καὶ πληρωμένα, καὶ εἶναι μελετημένα καὶ ταμένα ἐξ ἅπαντος νὰ καοῦν, διὰ τὴν χάριν τῆς Παναγίας. Μία ἀπ᾿ αὐτάς, γερόντισσα, ἀνεπόλησε κάτι τι δι᾿ ἕνα θαῦμα, τὸ ὁποῖον εἶχεν ἀκούσει ἀπὸ τὸ συναξάρι τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, ὅπου ὁ Ἅγιος, εἰς τὴν Σαλονίκην, ἐπέπληξεν αὐστηρῶς τὸν νεωκόρον, ἔχοντα τὴν μανίαν νὰ σβήνῃ μισοκαμένα τὰ κηριά ― καὶ ἡ γερόντισσα ἤρχισε νὰ τὸ διηγῆται χθαμαλῇ τῇ φωνῇ εἰς τὴν πλησίον της: «Ἀδελφὲ Ὀνήσιμε, ἄφες νὰ καοῦν τὰ κηρία, ὅσα προσφέρουν οἱ χριστιανοί, καὶ μὴ ἁμαρτάνῃς…»
Τὴν ἰδίαν ὥραν συνέβη καὶ τοῦτο. Ἐνῷ ὁ παπὰς ἀπήγγελλε τὰς μακρὰς αἰτήσεις τῆς Λιτῆς, ἐπισυνάπτων καὶ τὰ ὀνόματα ὅλα, ζωντανὰ καὶ πεθαμένα, ὅσα τοῦ εἶχον ὑπαγορεύσει ἀφ᾿ ἑσπέρας αἱ εὐλαβεῖς προσκυνήτριαι, ὁ Φραγκούλης ἔψαλλε μεγαλοφώνως τὸ τριπλοῦν «Κύριε Ἐλέησον» μὲ τὴν χονδρὴν φωνήν του, καὶ μὲ ὅλον τὸ πάθος τῆς ψαλτικῆς του. Τότε ὁ μπαρμπα-Δημητρός, ὅστις ἐφαίνετο νὰ εἶχε πειραχθῆ ὀλίγον, ἴσως διότι ὁ Φραγκούλας ἐν τῇ ψαλτομανίᾳ του δὲν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ πῇ κ᾿ ἐκεῖνος ἕνα τροπαράκι σωστό (διότι ἅμα ἤρχιζεν ὁ Δημητρὸς τὸ δικό του, ὁ Φραγκούλας, μὲ τὴν γερήν, κεφαλικὴν φωνήν του, ἐκθύμως συνέψαλλε, τοῦ ἥρπαζε τὴν πρωτοφωνίαν, καὶ ὑπέτασσε καὶ ἐκάλυπτε τὴν ἀσθενῆ καὶ τερετίζουσαν φωνὴν ἐκείνου), ἔλαβε τὸ θάρρος νὰ τοῦ κάμῃ παρατήρησιν.
― Πιὸ σιγά, πιὸ ταπεινά, κὺρ Φραγκούλη· σιγανώτερα νὰ τὸ λὲς τὸ Κύριε ἐλέησον, γιατὶ δὲν ἀκούονται τὰ ὀνόματα, καὶ θέλουν οἱ γυναῖκες νὰ τ᾿ ἀκοῦνε.
Εἶχε κάπως δίκαιον, διότι πράγματι αἱ γυναῖκες ἀπῄτουν νὰ λέγωνται ἐκφώνως τὰ ὀνόματα, ὅσα εἶχαν εἰπεῖ εἰς τὸν παπὰν νὰ γράψῃ. Ἐννοοῦσαν νὰ τ᾿ ἀκούῃ κι ὁ Θεὸς κ᾿ ἡ Παναγία κι ὅλος ὁ κόσμος. Ἡ καθεμία ἤθελε ν᾿ ἀκούσῃ «τὰ δικά της τὰ ὀνόματα», καὶ νὰ τ᾿ ἀναγνωρίσῃ, καθὼς ἀπηγγέλλοντο ἀραδιαστά. Ἄλλως θὰ εἶχαν παράπονα κατὰ τοῦ παπᾶ, κι ὁ παπὰς ἂν ἤθελε νὰ φάγῃ κι ἄλλοτε, εἰς τὸ μέλλον, προσφορές, ὤφειλε νὰ τὰ ἔχῃ καλὰ μὲ τὶς ἐνορίτισσες.
Τότε ἡ Ἀργυρή, ἡ πρωτότοκος τοῦ Φραγκούλα, οὖσα τότε δωδεκαέτις, πονηρά, θυμόσοφος κορασίς, καθὼς ἔστεκε πλησίον εἰς τὸν πατέρα της, ἐψήλωσεν ὀλίγον διὰ νὰ φθάσῃ εἰς τὸ οὖς του, καὶ τοῦ λέγει κρυφά:
― Πατέρα, ἄφησε καὶ τὸν μπαρμπα-Δημητρὸ νὰ ψάλῃ «Κύριε ἐλέησον».
Τοῦτο ἦτο ὡς ἔμπνευσις καὶ βοήθημα διὰ τὸν Φραγκούλην. Ἐπειδὴ οὗτος δὲν ἤθελε φανερὰ νὰ ὑπακούσῃ εἰς τὴν σχεδὸν αὐθάδη παραίνεσιν τοῦ Δημητροῦ, καὶ πάλιν δὲν ἤθελε νὰ δείξῃ ὅτι ἐθύμωσεν, ἐστράφη πρὸς τὸν καλὸν γέροντα, καὶ τοῦ λέγει:
― Πέ, Δημητρό, σαράντα φορὲς τὸ «Κύριε ἐλέησον».
Τότε ὁ μπαρμπα-Δημητρός, ὅστις ἂν καὶ εἶχε γηράσει, δὲν εἶχε μάθει ἀκόμη καλὰ τὰ Τυπικά, καὶ δὲν ἤξευρεν ἀκριβῶς πότε κατὰ τὴν Λιτὴν τὸ Κύριε ἐλέησον λέγεται τρὶς καὶ πότε τεσσαρακοντάκις, ἤρχισε πράγματι νὰ τὸ ψάλλῃ σαράντα φορές, ὥστε ὁ παπὰς ἐβιάσθη ν᾿ ἀπαγγείλῃ ραγδαίως καὶ ἀθρόα τὰ τελευταῖα ὀνόματα, καί, διὰ νὰ εἶναι σύμφωνος μὲ τὸν ψάλτην, ἤρχισε πρὸ τῆς ὥρας νὰ λέγῃ: «…ὑπὲρ τοῦ διαφυλαχθῆναι… ἀπὸ λιμοῦ, λοιμοῦ, σεισμοῦ, καταποντισμοῦ, πυρός, μαχαίρας» καὶ τὰ ἑξῆς.
*
* *
Τέλος, μετὰ τὴν λειτουργίαν, ὁ παπάς, ὁ Φραγκούλας καὶ ἡ οἰκογένειά του, καὶ ὀλίγοι φίλοι, ἐκάθισαν κ᾿ ἔφαγαν ὁμοῦ καὶ ηὐφράνθησαν, καὶ τὴν ἑσπέραν ὁ Φραγκούλης ἐπανήρχετο, εἰρηνικῶς καὶ μὲ ἀγάπην, μετὰ τῆς συζύγου καὶ τῶν τέκνων του, ὑπὸ τὴν οἰκιακὴν στέγην.
Πρὶν παρέλθῃ ἔτος, ἐγεννήθη ἡ Κούμπω. Ἡ κόρη αὕτη, πλάσμα χαριτωμένον καὶ συμπαθές, ἀνετρέφετο καὶ ἡλικιοῦτο, ἐγίνετο τὸ χάρμα καὶ ἡ παρηγορία τοῦ πατρός της. Δὲν εἶχε μόνον νοημοσύνην πρώιμον, ἀλλὰ κάτι ἄλλο παράδοξον γνώρισμα, οἱονεὶ χαρακτῆρα φρονίμου γυναικὸς εἰς ἡλικίαν παιδίσκης. Ὕστερον, μετὰ χρόνους, ὅταν ἐπῆλθεν ὁ δεύτερος χωρισμός, ἡ Κούμπω, ὀκταέτις τότε, ἔτρεχε πλησίον τοῦ πατρός της, εἰς τὸ «κελλί του», ὅπου κατῴκει εἰς τὴν ἀνωφερῆ ἐσχατιὰν τῆς πολίχνης, καὶ τὸν ἐγέμιζε περιποιήσεις καὶ τρυφερότητας.
Αὐτὴ μόνη ἐδέχετο προθύμως τοὺς πατρικοὺς χαλινούς, ἐνῷ τὰ ἄλλα τέκνα δὲν ἤρχοντο ποτὲ πλησίον τοῦ πατρός των, καὶ διὰ τοῦτο ἐκεῖνος τὴν ὠνόμαζε «τὸ εὐάγωγο». Καθημερινῶς ἔτρεχε νὰ τὸν εὕρῃ, καὶ δὲν ἔπαυε νὰ τὸν παρακαλῇ:
―Ἔλα, πατέρα, στὸ σπίτι· μὴ μᾶς ἀφήσῃς, λέγ᾿ ἡ μητέρα, ζωνταρφανά*.
Μίαν τῶν ἡμερῶν ἔτρεξε δρομαία, φαιδρά, καὶ πνευστιῶσα τοῦ εἶπε:
― Τά ᾽μαθες, πατέρα;… Θὰ παντρέψουμε τ᾿ Ἀργυρώ μας… Ἔλα στὸ σπίτι, γιατὶ δὲν εἶναι πρέπο, λέγει ἡ μητέρα, νὰ εἶστε χωρισμένοι ἐσεῖς, ποὺ θὰ παντρευτῇ τ᾿ Ἀργυρώ μας… γιὰ νὰ μὴν κακιώση ὁ γαμπρός!…
Τῷ ὄντι ὁ Φραγκούλας ἐπείσθη, κ᾿ ἐφιλιώθη μὲ τὴν σύζυγόν του. Ἠρραβώνισαν τὴν Ἀργυρώ, εἶτα μετ᾿ ὀλίγους μῆνας τὴν ἐστεφάνωσαν… Εἶτα πάλιν ἐπῆλθε τρίτος χωρισμὸς μεταξὺ τοῦ παλαιοῦ ἀνδρογύνου, καὶ μ᾿ ἕνα γεροντόπαιδον μαζί, τὸ ὁποῖον ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον σχεδὸν συγχρόνως μὲ τὸν γάμον τῆς πρωτοτόκου.
Τότε ἡ Κούμπω, ἥτις εἶχε γίνει δεκατριῶν ἐτῶν, δὲν ἔπαυε νὰ τρέχῃ πλησίον τοῦ πατρός της, καὶ νὰ τὸν παρακινῇ ν᾿ ἀγαπήσῃ μὲ τὴν μητέρα.
Μίαν ἡμέραν, θλιβερὰ τοῦ εἶπε:
― Δὲν θὰ μπορῶ πλέον νά ᾽ρχωμαι οὔτε στὸ κελλί σου, πατέρα. Εἶναι κάτι κακὲς γυναῖκες, ἐκεῖ στὸ μαχαλά, στὸ δρόμο ποὺ περνῶ, καὶ τὶς ἄκουσα ποὺ λέγανε, καθὼς περνοῦσα: «Νά τὸ κορίτσι τῆς Φραγκούλαινας, ποὺ τὴν ἔχει ἀπαρατήσει ὁ ἄντρας της…» Δὲν τὸ βαστῶ πλέον, πατέρα…
Τῷ ὄντι παρῆλθον τρεῖς ἡμέραι, καὶ ἡ Κούμπω δὲν ἐφάνη εἰς τὸ κελλὶ τοῦ πατρός της. Τὴν τετάρτην ἡμέραν ἦλθε πολὺ ὠχρὰ καὶ μαραμένη, ἐφαίνετο νὰ πάσχῃ.
― Τί ἔχεις, κορίτσι μου; τῆς εἶπεν ὁ πατήρ της.
―Ἂν δὲν ἔλθῃς, πατέρα, τοῦ ἀπήντησεν ἀποτόμως αἴφνης, μὲ παράπονον καὶ μὲ πνιγμένα δάκρυα, νὰ ξεύρῃς, θὰ πεθάνω ἀπ᾿ τὸν καημό μου!…
―Ἔρχομαι, κορίτσι μου, εἶπεν ὁ Φραγκούλης.
Τῷ ὄντι, τὴν ἄλλην ἡμέραν ἐπῆγεν εἰς τὴν οἰκίαν. Ἀλλ᾿ ἡ νεαρὰ κόρη ἔπεσε πράγματι ἀσθενής, καὶ εἶχε δεινὸν πυρετόν. Ὅταν ὁ πατέρας ἦλθε παρὰ τὴν κλίνην της, καὶ τῆς ἀνήγγειλεν ὅτι ἔκαμεν ἀγάπην μὲ τὴν μητέρα της, διὰ νὰ χαρῇ, ἦτον ἀργὰ πλέον. Ἡ τρυφερὰ παιδίσκη ἐμαράνθη ἐξ ἀγνώστου νόσου, καὶ οὔτε φάρμακον οὔτε νοσηλεία ἴσχυσε νὰ τὴν ἀνακαλέσῃ εἰς τὸν πρόσκαιρον κόσμον. Ἐκοιμήθη χωρὶς ἀγωνίαν καὶ πόνον, ἐξέπνευσεν ὡς πουλί, μὲ τὴν λαλιὰν εἰς τὸ στόμα:
― Πατέρα! πατέρα! στὴν Παναγία νὰ κάμετε μιὰ λειτουργία… μὲ τὴν μητέρα μαζί…
Εἶπε καὶ ἀπέθανε.
Ὁ Φραγκούλης ἔκλαυσεν ἀπαρηγόρητα· ἔκλαυσεν ἀχόρταστα, ὁμοῦ μὲ τὴν σύζυγόν του… Κατόπιν ἀπεσύρθη, κ᾿ ἐξηκολούθησε νὰ κλαίῃ μόνος του, εἰς τὴν ἐρημίαν..
Ὁ τελευταῖος οὗτος χωρισμὸς ἦτον μᾶλλον φιλικὸς καὶ μὲ τὴν συναίνεσιν τῆς Σινιώρας, ἥτις ἔβλεπεν ὅτι ὁ γέρων σύζυγός της ἐπεθύμει μᾶλλον νὰ γίνῃ μοναχός. Ὁ Φραγκούλης ἐνθυμεῖτο τὴν τελευταίαν σύστασιν τῆς Κούμπως, «μὲ τὴν μητέρα μαζί». Μόνον ἓν παροδικὸν πεῖσμα τοῦ εἶχεν ἔλθει. Τοῦ ἐφάνη ὅτι αἱ ἴδιαι ἀδελφαί της, ἡ ὕπανδρος, καὶ ἡ ἄλλη ἡ δευτερότοκος, δὲν τὴν ἐλυπήθησαν ὅσον ἔπρεπε, δὲν τὴν ἐπένθησαν ὅσον τῆς ἤξιζε, τὴν ἀτυχῆ μικράν, τὴν Κούμπω. Ἔκτοτε ἐξηκολούθει νὰ ζῇ ὁλομόναχος πάλιν, τώρα, «ἐπὶ γήραος οὐδῷ». Καὶ ἐνθυμεῖτο τὸν στίχον τοῦ Ψαλτηρίου: «Μὴ ἀπώσῃ με εἰς καιρὸν γήρως… καὶ ἕως γήρως καὶ πρεσβείου μὴ ἐγκαταλίπῃς με».
Καὶ τὴν ἡμέραν αὐτήν, τὴν παραμονὴν τῆς Κοιμήσεως πάλιν, τὸν εὑρίσκομεν νὰ κάθηται εἰς τὸ προαύλιον τοῦ ναΐσκου, καὶ νὰ καπνίζῃ μελαγχολικῶς τὸ τσιμπούκι του, μὲ τὸν ἠλέκτρινον μαμέν… ἀναλογιζόμενος τόσα ἄλλα καὶ τοὺς ὀχληροὺς δανειστάς του, οἱ ὁποῖοι τοῦ εἶχαν πάρει ἐν τῷ μεταξὺ τὸ καλύτερον κτῆμα· ἕνα ὁλόκληρον βουνόν, ἐλαιῶνα, ἄμπελον, ἀγρὸν μὲ ὀπωροφόρα δένδρα, μὲ βρύσιν, μὲ ρέμα καὶ νερόμυλον … καὶ νὰ ἐκχύνῃ τὰ παράπονά του εἰς θρηνώδεις μελῳδίας πρὸς τὴν Παναγίαν.
«Ἐκύκλωσαν αἱ τοῦ βίου με ζάλαι, ὥσπερ μέλισσαι κηρίον, Παρθένε…»
Κ᾿ ἐπόθει ὁλοψύχως τὸν μοναχικὸν βίον, ὀλίγον ἀργά, κ᾿ ἐπεκαλεῖτο μεγάλῃ τῇ φωνῇ τὸν «Γλυκασμὸν τῶν Ἀγγέλων, τῶν θλιβομένων τὴν χαράν», ὅπως ἔλθῃ εἰς αὐτὸν βοηθὸς καὶ σώτειρα·


«ἀντιλαβοῦ μου καὶ ῥῦσαι,
τῶν αἰωνίων βασάνων…»

Παρασκευή 1 Αυγούστου 2014

Αθωνικά άνθη --- ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ

Ο Ιησούς είναι κοινή περιουσία, ως Θεός και άνθρωπος, της Ορθοδοξίας, του Καθολικισμού, του Προτεσταντισμού και όλων των αιρετικών ομάδων των δύο τελευταίων. Αλλά το φως Του, το αϊδιον και άκτιστον, είναι κτήμα και θησαυρός αναφαίρετος μόνον της Ορθοδοξίας. Ο Καθολικισμός το ηρνήθη ως θείαν ενέργειαν, παρούσαν εν τη Εκκλησία, ο Προτεσταντισμός το ηγνόησεν, αι άλλαι αιρετικαί μικροομάδες ουδέποτε το είδον. Η Ορθοδοξία ελλάμπεται εξ αυτού, ανεχωνεύθη μετ’ αυτού, ζη με αυτό. Και εντεύθεν η αβυσσαλέα ειδοποιός διαφορά—συν ταις άλλαις—της παμφώτου αγίας Εκκλησίας μας με τας αιρετιζούσας…


Εάν ανατρέξωμεν εις τα μέσα του δεκάτου τετάρτου αιώνος, θα ίδωμεν το χάσμα, όπερ διήνοιξε το σχίσμα, να ευρύνεται, να γίνεται βαθύτερον και να συνειδητοποιήται μία ιστορική και θεολογική τομή μεταξύ Ανατολής και Δύσεως. Και ούτως η μεν Ανατολική Εκκλησία ευρίσκεται εν μυστική συναφεία και μεθέξει με το άγιον φως της Θεότητος του Ιησού, η δε Δυτική, ως αρνούμενη την κατ’ ενέργειαν άμεσον σχέσιν με τον Θεόν, ενεπλάκη «ταις του βίου πραγματείαις» και εγένετο εις εγκόσμιος οργανισμός, μόλις διακρινόμενος από τον «εν τω πονηρώ κείμενον» κόσμον…

Αλλά πέραν της καταδίκης, εις την οποίαν προέβη συνοδικώς η Ορθόδοξος Εκκλησία των δοξασιών του παπισμού, έχομεν πλέον εις την δύσιν ολόκληρον, την κυριαρχίαν του πεπτωκότος ανθρωπίνου λόγου, της φυσικής γνώσεως, μεθ’ όλων των συνεπειών επί του πνευματικού πεδίου.

Εντεύθεν ητόνησεν η διδασκαλία του Ευαγγελίου και των Πατέρων, ο κύκλος των ασκητικών έργων υπεχώρησεν, η καρδία και αι μεταφυσικαί εφέσεις εξηράνθησαν, και γενικώς, το χριστιανικόν βίωμα αντικατεστάθη από ένα νόθον ανθρωπισμόν μεστόν απιστίας και επάρσεως.

Οι Ευρωπαίοι, εν τω μεταξύ, αφέθησαν αποίμαντοι, απληροφόρητοι, λογοκρατούμενοι, και εις τον διάλογον, τον οποίον ανοίγουν με αυτούς ο Παπισμός και ο Προτεσταντισμός, αναδεικνύονται νικηταί, διότι διεξάγεται, κατά το πλείστον, επί λογικού επιπέδου και όχι δια του λόγου του Θεού, όστις υπερβαίνει τον ανθρώπινον λόγον. Ιδού το αποτέλεσμα!...

Εις τον σύγχρονον κόσμον δεσπόζει μία σύγχυσις ιδεών, εν πλήθος φιλοσοφημάτων, εν είδος πνευματικής διαφθοράς, καθολική σχεδόν άρνησις πάσης παραδόσεως και αυθεντικής διδασκαλίας. Εάν εις αυτά προσθέση τις την εκπληκτικήν άνοδον της μορφωτικής και διανοητικής στάθμης, την αναζήτησιν υψηλών προσανατολισμών, την καλλιέργειαν ενός τεχνητού παραδείσου, ένθα πάσα μορφή καλλιτεχνική προσφέρεται ευκόλως προς ικανοποίησιν της άλλα διψώσης ψυχής, θα αντιληφθή πόσον επιτακτική ανακύπτει η ανάγκη, όπως η Ορθόδοξος Εκκλησία ομιλήση δια το Θαβώριον φως.

Μόνον το δυνάμενον να καταυγάση τας καρδίας άκτιστον φως θα διασκεδάση τα ψυχικά ερέβη και θα διαλύση την πλάνην των γοητευουσών συγχρόνων θεωριών. Μόνον μεγάλαι εμπειρίαι θα πείσουν την σύγχρονον ψυχήν του κόσμου, επαιρομένην και μεθύουσαν από τα άθλια υποκατάστατα του όντως μεγάλου και καλού, όπερ κατέχει η Ορθοδοξία.

Φρονούμεν ότι το αίτιον εις το να μη βλέπωμεν διαφοράς μεταξύ Ορθοδοξίας και των έξω αυτής αιρετικών, είναι η απώλεια της αισθήσεως του καταυγάζοντος την Εκκλησίαν του Χριστού Θαβωρίου φωτός. Όσον απομακρυνόμεθα από την λάμψιν του, τόσον τα κριτήριά μας υποχωρούν. Και κατόπιν διαπορούμεν φυσικώτατα: Έχομεν διαφοράς; Ποίας;
Και όντως αι διαφοραί αίρονται, ημών κατερχομένων. Αλλ’ ο κόσμος, οι λαοί, διψούν δια Θεόν. Διψούν δι’ ελευθερίαν ψυχής υπέρ τα σχήματα και τα εγκόσμια ακάθαρτα ύδατα. Πεινούν δια τον ουράνιον άρτον της Ορθοδοξίας. Τα «κεράτια» της Δύσεως δεν είναι τροφή θεοπλάστων ανθρώπων. Είναι τροφή ζώων έστω λογικών. Αλλ’ ο Χριστιανισμός είναί τι πέραν της λογικής, είναι πίστις. Και η προσπέλασις εις την περιοχήν της πίστεως δεν γίνεται δια της λογικής, αλλά δια της καρδίας.

Και η αγία Ορθοδοξία μας αυτήν την οδόν ηκολούθησε, δι’ αυτής εδημιούργησε μίαν μακράν πνευματικήν παράδοσιν, αρχίζουσαν από την καρδίαν, από την «νοεράν προσευχήν» και τον ασκητισμόν της και καταλήγουσαν που; Εις το Θαβώριον φως, εις την όρασιν των ακτίστων ενεργειών του Θεού.
Και αυτήν την οδόν οφείλομεν να καταδείξωμεν εις τον παραπαίοντα σύγχρονον κόσμον. Αι μεγάλαι απάται του διαβόλου και της διεφθαρμένης καρδίας, δεν αποκαλύπτονται δια του πτωχού και περιωρισμένου ανθρωπίνου λόγου. Αποκαλύπτονται μόνον δι’ εκθαμβωτικών ακτινοβολιών. Αυτοί μόνον φωτίζουν τα σκότη, εισέρχονται εις τας καρδίας και, αφού τας καθάρουν, τας καθιστούν ικανάς να ίδουν το Θαβώριον φως, τον σαρκωθέντα Θεόν.

Ιδού ποίον είναι το επιτακτικόν αίτημα των καιρών μας. Και ιδού πως διαγράφεται η αποστολή της Εκκλησίας μας εις την σύγχρονον ανθρωπότητα…

Πέμπτη 31 Ιουλίου 2014

Ο «Οἰκουμενικὸς» Πατριάρχης:

1ον) διακηρύσσει ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δὲν κατέχει ὁλόκληρον τὴν ἀληθείαν τῆς πίστεως ἀλλὰ τμῆμα της,
2ον) ἐπαναφέρει εἰς τὸ προσκήνιον τὴν βλάσφημον θεωρίαν τοῦ Ἀθηναγόρου περὶ ἐπανιδρύσεως τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας (Ἄρα μᾶς λέγει ὅτι δὲν εἶναι αὐτὴ τὴν ὁποίαν πιστεύομεν καὶ ἀκολουθοῦμεν) σπέρνων τὴν σύγχυσιν εἰς τοὺς πιστοὺς καὶ καταλύων τὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας,
3ον) ἀναγνωρίζει τὸν ἀρχηγὸν τοῦ κρατιδίου τοῦ Βατικανοῦ κανονικὸν ἐπίσκοπον καὶ τὴν «Ἐκκλησίαν» του κανονικὴν καὶ

4ον) υἱοθετεῖ ὅλας τὰς ἀρχὰς τοῦ Ἀθηναγόρου καὶ δι᾽αὐτὸ ἀποδέχεται τὴν διπλωματίαν τῆς ἀγαπολογίας τοῦ Βατικανοῦ εἰς τὴν πορείαν πρὸς τὴν ψευδοένωσιν.