Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Κυριακή 3 Μαΐου 2015

Ενέργεια της Χάριτος και ενέργεια του Πονηρού.

Του αγίου Διαδόχου, Επισκόπου Φωτικής.


Όπως όταν ένας άνθρωπος σε χειμώνα καιρό στέκεται έξω στην ύπαιθρο και βλέπει ολότελα προς την ανατολή κατά την αρχή της ημέρας η μπροστινή πλευρά του σώματός του θερμαίνεται σιγά-σιγά ολόκληρη από τον ήλιο, ενώ η οπίσθια πλευρά του μένει ολόκληρη δίχως θερμότητα, διότι ο ήλιος δεν πέφτει πάνω του κατακέφαλα. Έτσι και αυτοί που βρίσκονται στην αρχή της πνευματικής ενεργείας. Περιθάλπονται βέβαια μερικώς κάποτε-κάποτε από την αγία Χάρη του Θεού στην καρδιά, γι΄ αυτό και ο νους τους αρχίζει να καρποφορεί πνευματικά. Μένουν όμως φανερά μέρη της καρδιάς, που φρονούν ακόμα σαρκικά για το ότι δεν καταυγασθήκανε από το άγιο φως της Χάριτος όλα τα μέλη της καρδιάς με βαθειά αίσθηση. Αυτό ακριβώς το πράγμα, επειδή δεν το κατάλαβαν μερικοί νόμισαν ότι μέσα τους κλείνουν δυό υποστάσεις, σαν η μια να αντικαθιστά την άλλη μέσα στο νου των αγωνιστών. Έτσι λοιπόν συμβαίνει την ίδια στιγμή η ψυχή να εννοεί και καλά και όχι καλά. Καθώς ακριβώς ο άνθρωπος του παραδείγματος που αναφέραμε με το ίδιο ερέθισμα και κρυώνει και ζεσταίνεται. Αφού ο νους μας ξεγλύστρησε στη διπλή, γνώση, από τότε έχει ανάγκη, κι αν δεν το θέλει, στην ίδια στιγμή και καλά και φαύλα να φέρνει πάνω του διανοήματα. Τούτο συμβαίνει μάλιστα σ΄ εκείνους που έφτασαν σε λεπτοτάτη διάκρισι. Διότι μόλις σπεύδει πάντοτε το καλό να εννοεί, αμέσως θυμάται και το κακό. Επειδή η ανθρώπινη μνήμη από την παρακοή του Αδάμ έχει σχισθεί σε διπλή έννοια. Αν λοιπόν αρχίσουμε να εφαρμόζουμε με θερμό ζήλο τις εντολές του Θεού η Χάρη φωτίζει με κάποια βαθειά αίσθηση όλα τα αισθητήριά μας. Και από την μια πλευρά σαν να κατακαίει τις δικές μας ενθυμήσεις, από την άλλη γλυκαίνει την καρδιά μας με κάποια ειρήνη μιας ανένδοτης φιλίας. Μας κάνει τέλος να σκεφτόμαστε πνευματικά και όχι πια κατά σάρκα. Τούτο συμβαίνει συνεχώς σ΄ αυτούς που πλησιάζουν στην τελειότητα, οι οποίοι έχουν άπαυστη την μνήμη του Κυρίου στην καρδιά τους.
(Φιλοκαλία  τ. Α΄ 203 πη΄ ).

Παρασκευή 1 Μαΐου 2015

ΠΕΡΙ ΜΑΡΘΑΣ ΚΑΙ ΜΑΡΙΑΣ --- Aθωνικά άνθη

Συνεζητήθη τελευταίος μεταξύ θεολόγων και θεολογούντων το ζήτημα της Μάρθας και της Μαρίας, δηλαδή της πρακτικής και θεωρητικής ζωής. Ποία είναι πλέον ευάρεστος εις τον Θεόν. Είναι γνωστή η ευαγγελική ιστορία. Όταν ο Κύριος Ιησούς περιήρχετο τας κώμας διδάσκων, εισήλθεν εις το εν Βηθανία σπίτι του Λαζάρου. Αι αδελφαί υπεδέχθησαν τον θείον Διδάσκαλον με χαράν. Και η μεν Μάρθα μετουσίωσε τον ενθουσιασμόν της, εις την φροντίδα της τιμητικωτέρας και πλουσιωτέρας φιλοξενίας· η δε Μαρία, έκθαμβος από την ακτινοβολίαν του την θείαν, «καθίσασα παρά τους πόδας του Ιησού ήκουε των λόγων αυτού».                                                                                                                                     

Η Μάρθα «περισπωμένη περί πολλήν διακονίαν» απετάθη προς τον Κύριον· «Κύριε, ου μέλει σοι ότι η αδελφή μου μόνην με κατέλιπε διακονείν;» Σύστησέ της να με βοηθήση. Τότε ο Κύριος απεκρίθη το μνημειώδες: «Μάρθα, Μάρθα, μεριμνάς και τυρβάζη περί πολλά· ενός δε εστι χρεία. Μαρία δε την αγαθήν μερίδα εξελέξατο, ήτις ουκ αφαιρεθήσεται απ’ αυτής…» (Λουκ. ι: 41-42).                                                                                                              
Εκ της ιστορίας αυτής, πολλοί συνάγουν μονομερές συμπέρασμα. Ότι η Μάρθα κατεδικάσθη· ότι η διακονία της απερρίφθη ολοσχερώς. Εν τούτοις δεν είναι αληθές αυτό. Διότι αν δεν υπήρχεν η Μάρθα να διακονήση δεν θα ημπορούσε να καθήση η Μαρία, ακούουσα των λόγων του Κυρίου. «Δια γαρ της Μάρθας εμακαρίσθη η Μαρία», λέγει ο Αββάς Ησαΐας. Ο Κύριος αξιολόγησε το έργον των δύο αδελφών και προεκρίθη το της Μαρίας. Τούτο δεν σημαίνει όμως ότι απερρίφθη η διακονούσα Μάρθα. Δι’ εκείνην την ώραν, συγκριτικώς, η στάσις της Μαρίας έναντι του έργου της Μάρθας, ήτο ασφαλώς η πλέον θεάρεστος.
                                                                                                         
Η Μαρία αποτελεί την έκφρασιν της θεωρητικής ζωής. Η Μάρθα αντιπροσωπεύει την πρακτικήν. Τι είναι ακριβώς «θεωρία» και τι «πράξις» δεν είναι εύκολον να αποδοθή εις ορισμούς. Πολλάκις εις την θεωρητικήν υπάρχει η πρακτική, όπως και εις την πρακτικήν η θεωρητική. Αναχωρεί κανείς από την πράξιν και φθάνει εις την θεωρίαν. Και όταν τελειωθή εν τη πράξει και θεωρία τότε συνδυάζει και τας δύο.                                                                                          
Η διάκρισις της πράξεως από την θεωρίαν εγένετο από τους Νηπτικούς και Ασκητικούς Πατέρας, προς βίωσιν υπό των Μοναχών. Διότι περί των κοσμικών δεν γίνεται λόγος, ως «εμπλεγμένων ταις του βίου πραγματείαις». Να γίνωμεν σαφέστεροι. «Πράξις» εν τη χριστιανική ζωή λέγεται η εργασία των εντολών του Χριστού. Αι εντολαί διακρίνονται εις πρακτικάς και θεολογικάς. Θεολογικαί είναι η πίστις, η ελπίς και η αγάπη. Δηλαδή πίστις τελεία προς τον Θεόν, ελπίς ακλόνητος και αγάπη απόλυτος. Αι εντολαί εδόθησαν δια την κάθαρσιν της ψυχής από των παθών της. Όταν διαλυθή το νέφος των παθών, τότε η ψυχή, αποβάλλουσα την τυφλότητά της, αρχίζει να θεωρή τα θεία πράγματα. Έτσι γίνεται «θεωρητική». Ακολουθεί η θεία έλλαμψις υπό του Παναγίου Πνεύματος και πραγματοποιείται η μυστική και υπερφυής ένωσις μετά του ηγαπημένου Χριστού εν έρωτι θείω. Ο άνθρωπος γίνεται τέλειος, επανέρχεται εις την πρώτην μακαρίαν κατάστασιν του απτώτου Αδάμ, αποκτά το «αρχαίον απλούν», θεούται.                                                                                                       
Ο μακαρισμός της Μαρίας υπό του Κυρίου, εν συναφεία και με άλλα χωρία του ιερού Ευαγγελίου, ήνοιξε νέαν οδόν ζωής. Της ζωής προς την έρημον. Διότι ζωή θεωρητική, ωσάν της Μαρίας, καθημένης παρά τους πόδας του Ιησού, δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθή εις την πολυθόρυβον, πολυμέριμνον, προκλητικόν και διαχυτικόν της εσωτερικής ενότητος κόσμον. Όλοι οι άγιοι πατέρες αυτό διδάσκουν. Όσοι δεν πλανώνται, το πιστοποιούν ανά πάσαν στιγμήν.                                                                                       
Ο σκοπός της αναχωρήσεως από τον κόσμον είναι η κάθαρσις από των παθών. Η έρημος είναι επινόησις της πνευματικής πείρας των πνευματοφόρων Πατέρων. Και ο Μοναχισμός αποτελεί την κωδικοποίησιν αυτής της πείρας. Αλλά η Έρημος δεν δωροφορεί αμέσως την κάθαρσιν και την θεωρίαν. Ζητεί αγώνας. Ζητεί και εκεί την εκπλήρωσιν των εντολών. Ο «αναχωρών» εντάσσεται ή εις την υπακοήν ενός Γέροντος—«παιδευτού» ή  εις μικράν αδελφότητα 2-4 αδελφών ή εις Κοινόβιον. Εις όλας αυτάς τας περιπτώσεις εκτελούνται αι εντολαί. Όχι όμως όλαι. Αναστέλλονται ωρισμέναι λόγω του περιβάλλοντος. Ούτε σωματική ελεημοσύνη ημπορεί να γίνη, ούτε επίσκεψις εις φυλακάς, ούτε εις νοσοκομεία κ.λ.π. Η αγάπη ασκείται πνευματικώς, δια προσευχής. Εις την περίπτωσιν αυτήν εις ποίαν κατηγορίαν ανήκει ο Μοναχός; Εξαρτάται από αυτόν. Ημπορεί να είναι και πρακτικός και θεωρητικός. Όταν προκόψη εις τους πνευματικούς αγώνας και φθάση εις σχετικήν απάθειαν, δύναται να ζήση κατά μόνας. Η τελεία Ησυχία οδηγεί εις την τελείαν κάθαρσιν, την θεωρίαν και θεοπτίαν. Τότε ο Μοναχός έχει την Μαρίαν διακονήσας όμως ως η Μάρθα. Είναι πλέον θέμα Θεού και ειδικών χαρισμάτων, εάν κληθή να υπηρετήση τους αδελφούς του εν τω κόσμω. Άλλως παραμένει εις την Έρημον μέχρι τέλους, αν και έγινε τέλειος και δεν φοβείται πτώσιν.
Ο χριστιανός όμως του κόσμου διακονεί, ως η Μάρθα. Ίσως όχι τόσον ψεκτώς όσον αυτή. Έτσι λοιπόν εργαζόμενος είναι «πρακτικός». Υπάρχουν σαφείς εντολαί δια την διακονίαν του πλησίον. Ο Κύριος αποδέχεται την διακονίαν προς τους «αδελφούς του» ως εις αυτόν γενομένην. Ο Απόστολος Παύλος εξαίρει την πίστιν «δι’ αγάπης ενεργουμένην». Ο δε αδελφόθεος Ιάκωβος την πληρότητα της «αμιάντου θρησκείας» ευρίσκει εις την βοήθειαν των ορφανών και χηρών και των πτωχών γενικώς. Η Καινή Διαθήκη ανακεφαλαιώνει όλας τας εντολάς εις την προς τον πλησίον αγάπην. Η κρίσις υπό του Κυρίου θα γίνη με βάσιν την προς τον πλησίον αγάπην. Είπομεν ότι ο Μοναχός είναι άλλο πράγμα. Η διακονία του γίνεται απ’ ευθείας εις τον Θεόν. Όλαι αι εντολαί, αι λεγόμεναι μερικαί, συμπυκνούνται εις τας καθολικάς, της πίστεως, της ελπίδος και της προς Θεόν αγάπης. Τότε η διακονία είναι περιττή. Αν όμως τον «ησυχάζοντα» Μοναχόν επισκεφθή αδελφός, και έχη ανάγκην της βοηθείας του, τότε αφήνει την «ησυχίαν» του και διακονεί τον αδελφόν. Διότι η προσευχή και η θεωρία γίνονται όλες τις ώρες. Η προς τον πλησίον όμως αγάπη δεν ενεργείται πάντοτε.
Πολλοί χριστιανοί εν τω κόσμω, από ένα άκριτον ζήλον, παρεξηγήσαντες την διδασκαλίαν των ασκητικών Πατέρων, θέλουν να ακολουθήσουν την θεωρητικήν ζωήν της Μαρίας. Και έτσι δεν κατορθώνουν ούτε ωσάν την Μαρίαν να ζουν ούτε τας οφειλομένας εντολάς της Μάρθας να κάμνουν. Και φυσικά ζημιούνται. Και όχι μόνον αυτό, αλλά κακίζουν ως ολιγοπίστους και όσους κάμνουν έργον καλόν υπέρ του πλησίον. Και ευρίσκονται προσκρούοντες εις την «δευτέραν και μεγάλην εντολήν». Χαρακτηρίζουν δε ως Προτεσταντικήν ή Καθολικίζουσαν την υπέρ του πλησίον διακονίαν.                           
Και αι τρεις κατηγορίαι πίπτουν ευκόλως υπό τους εξής όρους: Εφ’ όσον η διακονία γίνεται εν συνδυασμώ μετά της πίστεως εις την πρόνοιαν του Θεού και της προσευχής, είναι θεάρεστος. Αι εντολαί «μη μεριμνάτε… τις μεριμνών δύναται προσθήναι…» ή «καταμάθετε τα πετεινά… καταμάθετε τα κρίνα…» αναφέρονται εις πάντα πιστόν μεριμνώντα υπέρ το δέον, δια τον εαυτόν του, εξ ολιγοπιστίας. Δεν έχουν σχέσιν με την εξ αγάπης διακονίαν του πλησίον. Και ενώ, όταν κανείς δρα υπερβολικώς υπέρ εαυτού, καθίσταται αξιοκατάκριτος, διότι «βαρύνεται η καρδία του εν μερίμναις βιωτικαίς», αντιθέτως όσον κανείς διακονεί περισσότερον, τόσον είναι επαινετός, ως διακονών εν κόπω και μόχθω τους αδελφούς του Κυρίου. Μία τοιαύτη έμφροντις εργασία ευρίσκεται εντός του πνεύματος της ευαγγελικής αγάπης, καθαίρει την ψυχήν και έχει πολλήν μισθαποδοσίαν. Όλοι οι άγιοι Πατέρες είχαν μεγάλας μερίμνας υπέρ του πλησίον…                                                   
Ο Καθολικισμός εξ αντιδράσεως προς τον Προτεσταντισμόν, υπερτονίζοντα μόνον την πίστιν, υπερτόνισε την αξίαν των έργων, ότι αυτά δικαιούν τον άνθρωπον. Ημείς οι Ορθόδοξοι εκκλίνομεν και από τους δύο εξ ίσου κινδυνώδεις αυτούς σκοπέλους. Τα έργα ημείς εννοούμεν ως καρπόν πίστεως και αγάπης. Πιστεύομεν δε εις την σωτηρίαν μας, δια του συνδυασμού πίστεως και έργων.                                                                                               
Αλλά ημπορεί να μη έχωμεν αρκετήν αγάπην και θερμήν πίστιν. Άρα δεν πρέπει να εργαζώμεθα το αγαθόν; Θα απαντήσωμεν με το εξής: Οι πιστοί κινούνται εις μίαν κλίμακα πίστεως και αγάπης. Άλλοι κάμνουν το θέλημα του Κυρίου από φόβον δουλικόν, άλλοι με υπολογισμόν ανταμοιβής και άλλοι από αγάπην υιικήν. Όλοι είναι δεκτοί εις τον Θεόν. Αρχίζομεν από τον φόβον της κολάσεως, διαβαίνομεν δια της δελεαστικής υποσχέσεως της βασιλείας των ουρανών και καταλήγομεν εις την αγάπην του Πατρός μας, η οποία «έξω βάλλει τον φόβον». Επομένως είναι μέγα λάθος να εμποδίζωμεν τα εκ φόβου παιδαγωγικά και καθαρτικά της ψυχής έργα, τα και μετά παραλείψεων ακόμη γινόμενα.                                                                             
Πρέπει να αποφεύγωμεν κάθε απολυτότητα από υπερηφάνειαν και άγνοιαν. Και το ελάχιστον το δέχεται ο Κύριος. Όταν η προσευχή μου μολύνεται από ρυπαρούς λογισμούς, δεν θα την αφήσω. Αντιθέτως θα την επιτείνω, δια να την εξαγιάσω. Όταν νηστεύων επαίρωμαι, δεν θα καταργήσω την νηστείαν, αλλά θα βιάσω τον εαυτόν μου να μετριοφρονώ. Όταν ελεώ ή διακονώ και με βασανίζη η κενοδοξία, δεν θα κλείσω την βρύσιν του ελέους, αλλά θα πολεμώ, δια να βλέπω τον εαυτόν μου ως «αχρείον δούλον». Έτσι θα κάμω και δι’ όλας τας οφειλομένας προς τον πλησίον μου ενεργείας, «υποτάσσω παν νόημα εις υπακοήν Χριστού».                      
Δεν πρέπει όμως να μου διαφύγη ποτέ από τον νουν, ότι με τα έργα δεν εξοφλώ τα χρέη μου. Οφείλω ταυτοχρόνως να καλλιεργώ την πίστιν μου και την αγάπην μου προς τον Θεόν και τον πλησίον. Τα έργα αποβλέπουν εις την κάθαρσίν μου και είναι διπλής μορφής. Αναφέρονται και εις τον πλησίον και εις τον αμεσώτερα προς εμέ πλησίον: εις τον εαυτόν μου. Ουδείς «πλησιέστερος» πλησίον από την ψυχήν μου. Έτσι, λοιπόν, ενώ ελεώ, παρηγορώ, διδάσκω, διασώζω άλλους, οφείλω να προσεύχωμαι, να υπομένω τας θλίψεις και τους πειρασμούς εν ευχαριστία, να σωφρονώ και να ταπεινούμαι, αυξάνων την πίστιν μου και την αγάπην μου προς τον Θεόν. Έτσι θα είμαι φωτιζόμενος και φωτίζων, καθαιρόμενος και καθαίρων, αγιαζόμενος και άλλους αγιάζων. Με άλλους λόγους, αν ημπορούμε να εκφρασθώμεν έτσι: Μέσα μας να είμεθα με τον Θεόν και έξω με τους αδελφούς του Χριστού.
Επίσης εξ ίσου παρεξηγείται η Εκκλησία, όταν λαμβάνη ωρισμένα μέτρα, χάριν των ατελεστέρων τέκνων της, που έχουν ανάγκην «γάλακτος» και «λαχάνων». Ημείς δεν πρέπει να τα κρίνωμεν με τα μέτρα της ωριμότητός μας και της θερμής πίστεώς μας. Η ζωή κυλά, μεταμορφούται διαρκώς. Ο Σατανάς αλλάζει μορφάς δια να απατήση ψυχάς; Από κοντά και η Εκκλησία. Ασκεί επιρροήν ο φθείρων κινηματογράφος; Ας τον χρησιμοποιήση και η Εκκλησία προς άμυναν. Ενεφανίσθη το παρακολουθούν την ζωήν των τέκνων της ραδιόφωνον με την συνεχή πρόκλησιν; Ας εκμεταλλευθή και η Εκκλησία τα ηχητικά κύματα, πολεμούσα τον γεώδη έρωτα δια του θείου και πνευματικού. Εκδίδουν τα όργανα του Σατανά εφημερίδες, βιβλία, περιοδικά; Ας ματαιώνωμεν το έργον του με τον ίδιον μέσον και ημείς. Τραγούδια διαβολικά αυτοί; Τραγούδια του Θεού ημείς. Χορούς πορνικούς αυτοί; Χορούς εν Εκκλησίαις ημείς. Εισδύουν στα σπίτια «του αρπάσαι πτωχόν»; Πρώτοι ημείς. Εις το Πανεπιστήμιον αυτοί; Εκεί και ημείς. Παντού να αντιδράσωμεν με τους καλούς χριστιανούς δασκάλους και νέους μας. να κτυπήσωμεν το κακόν, όπου υπάρχει. Εις τα Σχολεία, Εις ΤΑ Νοσοκομεία, εις τας φυλακάς, εις τα κέντρα. Η εποχή μας είναι οργανωτική. Να αναμειχθώμεν παντού, εγκεντρίζοντες τα αγριέλαια εις καλλιέλαια. Και εις την πολιτικήν; Ναι. Όχι να κάμωμεν τον χριστιανισμόν πολιτικήν, αλλά να εκχριστιανίσωμεν την πολιτικήν.
Δεν δυνάμεθα να αδιαφορούμεν, ως μέλη του μυστικού Σώματος του Χριστού, δια τους αδελφούς μας χωρίς να αμαρτάνωμεν. Χρειάζεται όμως προσοχή. Ημείς οφείλομεν να αγωνιζώμεθα κατά το χάρισμα που έχει έκαστος από τον Θεόν. Το αποτέλεσμα θα το δώση ο Θεός, που πλαστουργεί την ιστορίαν του κόσμου κατά ανεξιχνίαστον εις ημάς τρόπον. Ο Θεός «συνεργάζεται» με τον άνθρωπον. Ο άνθρωπος οφείλει να υποτάξη το θέλημά του εις το θέλημα του Θεού. Και θέλημά του είναι η επικράτησις της βασιλείας του επί της γης. Δια τούτο και προσευχόμεθα· «ελθέτω η βασιλεία σου, γενηθήτω το θέλημά σου, ως εν ουρανώ και επί της γης…».                                                                                                            
Ο Θεός δεν έχει ανάγκην των έργων μας, αλλά τα θέλει. Έτσι πληρούται η δικαιοσύνη του. Και δια των έργων—της εργασίας των εντολών—επανερχόμεθα εις το «κατ’ εικόνα». Εάν έχωμεν το χάρισμα της προσευχής περισσότερον των άλλων, δεν πρέπει να εξουδενώνωμεν τον έχοντα ηυξημένον το χάρισμα της διακονίας, και αντιστρόφως. Πρέπει να είμεθα ταπεινοί δια το ελάχιστον έργον που κάμνομεν και να μεμφώμεθα εαυτούς δια τας ακαθάρτους προσευχάς μας. Ουδείς καθαρός από ρύπου. Συ ο κρίνων «πίστιν έχεις; Έχε σεαυτόν κατενώπιον του Θεού».  

Πέμπτη 30 Απριλίου 2015

ΕΞ ΕΣΠΕΡΙΑΣ Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ

 Ανέγνωσα εις τον «Τύπον» τας απαντήσεις εις τα τρία άρθρα του Καθηγητού κ. Αλιβιζάτου. Ησθάνθην ικανοποίησιν και ανακούφισιν, διότι ητοίμαζα απάντησιν. Δυστυχώς δεν είναι η εξαίρεσις ο κ. Καθηγητής φρονών τόσον φιλελεύθερα. Το σύνολον σχεδόν των καθηγητών των δύο δυσμοίρων Θεολογικών Σχολών των Πανεπιστημίων μας έτσι φρονούν. Όλαι αι επί μέρους επιστήμαι έχουν κάποιαν συνέπειαν. Οι θεραπεύοντες τας διαφόρους επιστήμας μεταβαίνουν εις Ευρώπην και Αμερικήν δια την καλυτέραν συγκρότησίν των και καλώς ποιούν. Αλλ’ οι Θεολόγοι μας τι θέλουν εις τα Καθολικά και Προτεσταντικά Πανεπιστήμια; Τι θα μάθουν εις αυτά οι Ορθόδοξοι Καθηγηταί; Ιδού αι συνέπειαι της ασυνεπείας. Συνήθως λέγουν ότι μανθάνουν τας θεολογίας των Προτεσταντών και των Καθολικών ως και τον τρόπον σκέψεως, δια να δύνανται να γνωρίζουν σαφέστερον τας διαφοράς μας. Και εντεύθεν να αγαπούν περισσότερον την Ορθοδοξίαν και να την προστατεύουν. Δυστυχώς, όμως, δεν συμβαίνει αυτό. Ίσως η πρόθεσις να είναι καλή. Και είναι καλή. Αλλά δεν δύναται η πρόθεσις να γίνη πραγματικότης. Διότι εισέρχονται εις κλίματα επικίνδυνα χωρίς τα απαραίτητα μέσα αυτοπροστασίας. Πώς να προστατεύση ένας «καθηγητάκος» 22-25 ετών τον εαυτόν του, από τας ισχυράς επιδράσεις της Ρωμαιοκαθολικής και Προτεσταντικής Θεολογίας, όταν, εστερημένος ορθοδόξων κριτηρίων, ευρίσκεται μέσα εις την γοητεύουσαν ατμόσφαιραν του Δυτικού ρασιοναλισμού; Με ποία μέσα να αντιδράση ενώπιον της θαμβούσης ψευδοσοφίας των Ευρωπαίων το χθεσινόν, κομπλεξικόν δια την καταγωγήν του, χωριατόπουλον, που οιστρηλατημένον από το όνειρον να γίνη μέγας Θεολόγος, με γλώσσες και ευρωπαϊκήν σκέψιν, ρουφά ευχαρίστως ό,τι του σερβίρει η Κίρκη της λογοκρατουμένης Θεολογίας;

Και ενώ η Ευρώπη και η Αμερική θα έπρεπε να χαρακτηρισθούν από τους γνησίους εκπροσώπους της Ορθοδόξου Θεολογίας ως απηγορευμέναι ζώναι, αντιθέτως, με το σύστημα των υποτροφιών εις τα αιρετικά Πανεπιστήμια, στέλλονται εις αυτά «ως πρόβατα επί σφαγήν» τα λυμφατικά φοιτητάκια μας, δια να επιστρέψουν ως άλλοι γενίτσαροι της Εκκλησίας μας, μεστά οιήσεως και κομπορρημοσύνης. Και εν μόνον δεν υποψιάζονται: ότι και θεολόγοι δεν έγιναν, αλλά και τον Χριστόν απώλεσαν. Εντεύθεν τα δεινά της Εκκλησίας. Η σύγκρουσις μεταξύ της παραδοσιακής Ορθοδοξίας και της ασυγκρατήτου διανοητικότητος των άνευ σεβασμού προς την παράδοσιν θεολόγων – επιστημόνων Προτεσταντικής ή Ρωμαιοκαθολικής εκδόσεως – καθίσταται αναπόφευκτος. Και να σκέπτεται κανείς την έκτασιν, που έχει λάβει εις την εποχήν μας το κακόν τούτο! Πως, λοιπόν, να ελπίσωμεν εις την εξάπλωσιν της θείας και αμώμου Ορθοδοξίας εις τον κόσμον; Και πως, με μίαν θεολογίαν άνευ Παραδόσεως, δεν παρασκευάζομεν το έδαφος, δια να εισέλθουν εις τον χώρον της αδιαφθόρου Ορθοδοξίας μας οι «κατεφθαρμένοι τον νουν» αιρετικοί; Η επί των ημερών μας αναταραχή της Εκκλησίας δεν οφείλεται εις την πεπλανημένην αντίληψιν περί Ορθοδοξίας των θεολόγων μας; εάν ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Αθηναγόρας δεν έζη επί έτη πολλά εις Αμερικήν, η οποία επιδρά ολεθρίως και εις τους πλέον ισχυρούς χαρακτήρας, και δεν ενισχύετο από τους θεολόγους του περιβάλλοντος του Φαναρίου και τους Πανεπιστημιακούς ιδικούς μας, θα προέβαινεν εις ενεργείας, αι οποίαι δικαίως εξήγειραν σύμπαντα τον Ορθόδοξον λαόν; Εάν έλεγον οι θεολόγοι μας εις τον Παναγιώτατον ότι η Ορθοδοξία είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, αι δε λεγόμεναι Εκκλησίαι είναι έξω της αληθείας και της σωτηρίας, είναι αιρετικαί μάζαι, θα ετόλμουν τας τόσον ταπεινωτικάς δια την Ορθοδοξίαν ενεργείας, όσον και να επεθύμει να υπηρετήση πολιτικούς σκοπούς προς όφελος των ξένων;
Ο καθηγητής κ. Αλιβιζάτος είναι ο τύπος του δυτικοπλήκτου Θεολόγου. Εσπούδασεν εις Προτεσταντικά Πανεπιστήμια, όπως και οι συνάδελφοί του, οι οποίοι ήλθον εις την Ελλάδα με τίτλους και 2-3 ξένας γλώσσας, προσόντα ικανά δια μίαν έδραν εν ταις Σχολαίς της Θεολογίας των Πανεπιστημίων μας. Και εντεύθεν διδάσκουν τι; Ορθόδοξον Θεολογίαν! Που την έμαθον; Γνώσις είναι η θεολογία; Ή μάλλον: γνώσις μόνον; Δυνάμεθα να χωρίσωμεν την Ορθόδοξον ζωήν από την Ορθόδοξον γνώσιν; Εάν δεν διδαχθώμεν ορθοδόξως και δεν ζήσωμεν ορθοδόξως, πως είναι δυνατόν να γίνωμεν ορθόδοξοι, και μάλιστα διδάσκαλοι της Ορθοδοξίας; Φιλοσοφία είναι η θεολογία; Δεν είναι άνθος της εν Χριστώ ζωής; Δεν είναι μία μαρτυρία συνεχιζομένη, μία μαρτυρία της Αποστολικής και Πατερικής διδασκαλίας; Δεν είναι ζωή; Αν δεν είναι ζωή και είναι φιλοσοφικά σχήματα, τότε προς τι το θεολογείν; Διατί ημείς οι Ορθόδοξοι, που διετηρήσαμεν ανόθευτον την Πατερικήν θεολογίαν, άνευ της οποίας η Ορθοδοξία νοθεύεται, να μη την καλλιεργώμεν, δια να ακτινοβολή ως σωτηριώδης αλήθεια, αλλά να καταφεύγωμεν εις τα αιρετικά Πανεπιστήμια, με αποτέλεσμα να αυξάνωμεν την εν τω κόσμω σύγχυσιν; Αν ημείς δεν κατέχωμεν παμφαή την αλήθειαν, που ευρίσκεται λοιπόν; Που να την αναζητήση ο άνθρωπος; Δεν υποψιάζονται οι εις Δύσιν μεταβαίνοντες πόσον μέγαν κακόν προκαλούν εις εαυτούς, τους γενησομένους μελλοντικώς μαθητάς των και εις όλον τον κόσμον, όταν αφήνουν την αγίαν των Εκκλησίαν, εντός της οποίας μυσταγωγούνται την θεολογίαν, και την αναζητούν εκεί που δεν υπάρχει ειμή σύγχυσις και αμφιβολία και σκότος βαθύ; Και εντεύθεν γίνονται πρόξενοι σχισμάτων και ερίδων εις την Εκκλησίαν, ειρήνην άγουσαν. Και ενώ «περιάγουν ξηράν και θάλασσαν», δια να επιτύχουν την «ένωσιν» των απανταχού χριστιανών «εξ αγάπης», κατορθώνουν ασφαλώς να διαιρούν τους εν Χριστώ αδελφούς εντός του χώρου της Ελληνικής Ορθοδοξίας, εις ενωτικούς και ανθενωτικούς! Πότε, επί τέλους, θα γίνη αντιληπτή αυτή η αντινομία, που υπάρχει εντός της Ορθοδόξου Ελληνικής Εκκλησίας; Πότε η αγία Εκκλησία μας, ως αυτάρκης εν τη αληθεία, θα εκμεταλλευθή τον ίδιον πλούτον; Πότε θα δημιουργήση τας προϋποθέσεις εκείνας, που θα της επιτρέψουν, όπως οι παρουσιαζόμενοι να διδάξουν την ευσέβειαν μη μολύνωνται από το αιρετικόν μίασμα; Πότε θα απαλλαγώμεν από το πλέγμα κατωτερότητος έναντι των Ευρωπαίων; Διατί δεν συνειδητοποιούμεν τους θησαυρούς που μας εχάρισεν ο Θεός, ως αλήθειαν και φως πίστεως και ζωής, αλλά αρχοντοχωριατικώς θεωρούμεν αναγκαίον τον εμβολιασμόν μας με τον ιόν του προτεσταντισμού και του καθολικισμού, των αιρετικών, «οις ουκ έστι σωτηρία»; Εάν εγκαταλείψωμεν την Ορθόδοξον πνευματικήν παράδοσιν, η οποία διήκει εις την ιστορίαν της Εκκλησίας μέχρι των ημερών μας, ως αδιάσπαστος και αλυσιδωτή σπονδύλωσις και συνέχεια Πατερικής θεολογίας, που θα στραφώμεν και πως δεν θα ολισθήσωμεν εις αιρέσεις; Λυπούμαι, διότι είμαι υποχρεωμένος να είπω ότι αι θεολογικαί μας Σχολαί δεν ωφελούν την Εκκλησίαν. Την βλάπτουν πολλάκις. Αν λάβη κανείς υπ’ όψιν ότι οι διάκονοι της Εκκλησίας, είτε δια τον Κλήρον προορίζονται είτε δια να εργασθούν ως λαϊκοί θεολόγοι, πρέπει να διέλθουν απαραιτήτως από τας θεολογικάς  Σχολάς των Πανεπιστημίων μας, εύκολον είναι να αντιληφθή, πως διαμορφούνται από διδασκάλους, οι οποίοι εμορφώθησαν εις προτεσταντικά ή καθολικά Πανεπιστήμια. Είναι θαύμα πως δεν εγίναμεν ακόμη αιρετικοί… Σπάνιον το φαινόμενον Πανεπιστημιακού Καθηγητού, που να διέφυγε τας επιδράσεις των ξένων. Το λάθος, όμως, δεν είναι των θεολογικών μόνον Σχολών. Η Πολιτεία έχει ανάγκην από πεπαιδευμένους Έλληνας. Και βλέπει την θεολογίαν ως ένα κλάδον παιδείας, και αδιαφορεί δια το πώς λειτουργεί. Η Εκκλησία όμως διατί δεν μεριμνά δια την ορθόδοξον συγκρότησιν των φορέων του ευαγγελικού λόγου; Βλέπομεν τους ερχομένους εις το Άγιον Όρος φοιτητάς της θεολογίας, εν πλήρει συγχύσει ιδεών και φρονημάτων ως προς την Ορθοδοξίαν, και αποκαρδιούμεθα δια το μέλλον της αγιωτάτης Εκκλησίας μας. Τους αναπτύσσομεν τας θεμελειώδεις αρχάς της Ορθοδόξου θεολογίας και μας ατενίζουν έκπληκτοι, ως εάν ήκουον ξένην διάλεκτον. Παραδίδω άνευ σχολίων εις τους αναγνώστας το κατωτέρω εκφραστικόν γεγονός. Προ διετίας εδέχθην εις το κελλίον μου εν τη Ιερά Μονή της Μετανοίας μου, δύο Λουθηρανούς θεολόγους, υποτρόφους του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μετά διημέρους συνομιλίας επί θεολογικών θεμάτων μοι είπον: «Πάτερ, έχομεν μακρόν διάστημα παρακολουθούντες Ορθόδοξον Θεολογίαν εις Αθήνας. Σας βεβαιούμεν ότι εδώ εις το κελλίον σας αντελήφθημεν τας μεγάλας διαφοράς μας, ότι τέλος έχομεν διαφοράς. Σας ευχαριστούμεν!». Και ετέρα περίπτωσις, όχι ολιγώτερον σημαντική της πρώτης. Ότε κατά το έτος 1959 εκτελούντο αι πανορθόδοξοι εορταί επί τη 600η επετείω από της Κοιμήσεως του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά εν Θεσσαλονίκη, και μετά τας γενομένας ομιλίας του προγράμματος, με επλησίασεν ο αιδεσιμώτατος πρωτοπρεσβύτερος π. Κωνσ. Ρουζίτσκυ, πρύτανις της Θεολογικής Ακαδημίας της Μόσχας, δια να μου είπη: «πρώτην φοράν, πάτερ, βλέπω λαϊκούς καθηγητάς να ομιλούν περί μοναχισμού. Αυτό δεν το γνωρίζομεν εις την Ρωσίαν…». Θα το είπω και τούτο προς εντροπήν μας. Οι Ρώσοι θεολόγοι εκπροσωπούν σήμερον την Ορθόδοξον θεολογίαν. (Έχομεν, βεβαίως, και τας επαινετάς εξαιρέσεις εις τον κανόνα). Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς δεν ήτο Ρώσος. Είναι Έλλην βυζαντινός θεολόγος, εν τούτοις μόνον οι Ρώσοι μας τον…. επαρουσίασαν!  Εμάθομεν μόνον από τους Ρώσους θεολόγους τι σημαίνει άγιος Γρηγόριος Παλαμάς δια την Ορθόδοξον Θεολογίαν. Και οσάκις οι ιδικοί μας ασχοληθούν, κατά συμβεβηκός, με την θεολογίαν του, τελικώς θα μας είπουν: «δυστυχώς πολλή μελάνη εχύθη δι’ εν θέμα τόσον προσκρούον εις την ημετέραν λογικήν»! Και έχουν ασφαλώς δίκαιον, διότι νομίζουν ότι η θεολογία η Ορθόδοξος είναι μόνον λογική. Εις εμέ όμως αρκεί η μαρτυρία αυτή, δια να επιβεβαιώση του λόγου μου το ασφαλές. Αλλά θα δώσουν φρικτόν λόγον εις τον Θεόν οι θεολόγοι μας δια την σιωπήν των ή την αντορθόδοξον, έστιν ότε, λαλιάν των, επί του συγκλονίζοντος τας συνειδήσεις του ορθόδοξου λαού θέματος της ενώσεως. Είναι λυπηρόν, ότι εκ των εν ενεργεία καθηγητών των Πανεπιστημίων μας μόνον ένας φιλόλογος κατήγγειλε την παρασκευαζομένην προδοσίαν εις βάρος της Ορθοδοξίας. Τι να λέγη, τάχα, ο μέγας Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, βλέπων τον λαόν του επηρεαζόμενον από τους θεολόγους της επαρχίας του και οδηγούμενον προς εκείνους, οι οποίοι τον αφώρισαν; Επί τη ευκαιρία θα παρεκάλουν την δ)νσιν του «Τύπου» να ανεδημοσίευε, χάριν των χιλιάδων αναγνωστών του, την ομιλίαν του π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, που περιελήφθη εις τον πανηγυρικόν τόμον επί ταις εορταίς του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά (Θεσσαλονίκη 1960). Ελπίζω έτσι να μάθουν τι είναι Ορθόδοξος Θεολογία, τα αξιολύπητα εκείνα παιδιά που σπουδάζουν θεολογίαν. Θα μάθουν και από πού αρχίζουν αι διαφοραί μας με τους αιρετικούς. Διότι με τας θεωρίας των καθηγητών των, ότι διαφέρομεν με τους αιρετικούς μόνον κατά τας μεθόδους σκέψεως, ότι ημείς είμεθα συνθετικοί και εκείνοι αναλυτικοί, ότι ημείς αναχωρούμεν εκ των επί μέρους και άλλα τοιαύτα φιλοσοφικά και θεωρητικά κατασκευάσματα, ουδέν έτερον επιτυγχάνεται, ειμή να εγκαθίσταται εις τον νουν των νέων θεολόγων εν ολόκληρον αφηρημένον σύστημα ιδεών, ενώ έχουν ανάγκην μόνον από ένα πτερόν του Αγίου Πνεύματος εις την καρδίαν των!

Τετάρτη 29 Απριλίου 2015

Προσευχή προς την Υπεραγίαν Θεοτόκον του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά

Παρθένε Δέσποινα Θεοτόκε, συ που γέννησες κατά σάρκα το Θεό Λόγο, κάμε δεκτή την εξαγόρευση των πολλών μου αμαρτιών και φέρε τη μετάνοιά μου στο Μονογενή Υιό σου και Θεό μας, για να λυπηθεί την ταλαίπωρη ψυχή μου. Δέσποινα Θεοτόκε ελέησε την πολύπαθη ψυχή μου. Δέσποινα Θεοτόκε, ελέησέ μου την ταπείνωση. Λυπήσου την ασθένειά μου, συ που έχεις μεγάλη παρρησία προς τον Γεννηθέντα από σένα. Μη παραβλέψεις λοιπόν τα δάκρυα της μετανοίας μου. Μη αποδιώξεις τον πόνο της καρδιάς μου. Αλλά με τις μητρικές σου παρακλήσεις απόσπασε για μένα την ευσπλαγχνία του Θεού και αξίωσέ με να ξαναβρώ το αρχαίο προπτωτικό κάλλος.                                                                                                                                            

Στον παρόντα βίο συνοδοιπόρησε και σύμπλευσε μαζί μου. Ενίσχυσέ με στις αγρυπνίες. Παρηγόρησέ με στις θλίψεις. Δώρισέ μου  την θεραπεία των ασθενειών. Σώσε με από τις αδικίες. Αθώωσέ με από τις συκοφαντίες. Ανάδειξέ με ισχυρό απέναντι στους αοράτους εχθρούς μου. Ναι υπεράγαθε, Δέσποινα Θεοτόκε, επάκουσε τη δέησή μου. Κατάσβεσε τις εναντίον μου επαναστάσεις. Καταπράϋνε τον πικρό θυμό μου. Διαπαιδαγώγησε τη γλώσσα μου, για να λέγω πάντα όσα συμφέρουν στην ψυχή μου. Δίδαξε τα μάτια μου να βλέπουν σωστά την αρετή. Τα χέρια μου να κάνουν το καλό, για να τα ανυψώνω επάξια σε στάση προσευχής. Καθάρισε το στόμα μου, για να επικαλούμαι το Πανάγιο όνομα του Θεού. Άνοιξε τα αυτιά μου, για να ακούω, να καταλαβαίνω και να εφαρμόζω τα λόγια των Αγίων Γραφών, που είναι πιο γλυκά κι από το μέλι.                                                                                                        
Δώσε μου καιρό μετανοίας και επιστροφής. Φύλαξέ με από τον ξαφνικό θάνατο και παραστάσου κοντά μου κατά το χωρισμό της ψυχής από το σώμα. Απάλλαξέ με από τη θέα της σκοτεινής όψης των δαιμόνων. Φέρε με σε οικειότητα με τον Θεό και αξίωσέ με να βρεθώ στα δεξιά του Θεού ως κληρονόμος των αιωνίων και αφθάρτων αγαθών. Την εξομολόγησή μου απευθύνω, Δέσποινά μου Θεοτόκε, σε Σένα, που είσαι η μόνη ελπίδα μου μετά το Θεό. Αξίωσέ με να κοινωνώ χωρίς κατάκριση το Πανάγιο και Πανάχραντο Σώμα και Αίμα του Υιού και Θεού σου, για να αξιωθώ να συμμετάσχω και στο γλυκύτατο και Ουράνιο Δείπνο του Παραδείσου.                                                                                                   
Δια των δικών σου πρεσβειών, πανύμνητε και υπερένδοξε Δέσποινα, κάμε να σωθεί κάθε ανθρώπινη ύπαρξη που δοξάζει κι ευλογεί τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, την παναγία και ομοούσιο Αγία Τριάδα και τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων, Αμήν.  

Τρίτη 28 Απριλίου 2015

Η ΝΟΕΡΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗ

«Μη χωρίζετε την καρδίαν υμών από του Θεού… φυλάσσετε αυτήν μετά της μνήμης του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού πάντοτε… ίνα μεγαλυνθή Χριστός εν υμίν…». Άγ. Ιωάννης Χρυσόστομος.

Το θέμα της νοεράς προσευχής κατά τα τελευταία έτη κατέστη επίκαιρον τόσον εις τα ορθόδοξα κλίματα, όσον και εις τον Προτεσταντισμόν και τον Καθολικισμόν, εξ αφορμής των αλλεπαλλήλων εκδόσεων της «Φιλοκαλίας» και των Νηπτικών Πατέρων εις τρεις ευρωπαϊκάς γλώσσας. Η νοερά προσευχή αποτελεί, εις την σημερινήν εποχήν του ψυχικού άγχους, την μόνην καταφυγήν και το κύριον μέσον στροφής προς εαυτούς δια την ανεύρεσιν της απολεσθείσης υπάρξεως, του απολεσθέντος Παραδείσου, της εντός ημών υπαρχούσης Βασιλείας. Κάποτε, σπουδαίοι εκπρόσωποι της Καθολικής Εκκλησίας, εχαρακτήρισαν την νοεράν προσευχήν ως «πνευματικήν ηλιθιότητα» και η επίσημος Καθολική Εκκλησία θεωρεί την νοεράν προσευχήν και τον Ησυχασμόν ως είδος τι αιρέσεως. Σήμερον όμως παρουσιάζεται μία ύφεσις εις τας πεπλανημένας αυτάς αντιλήψεις και ο Δυτικός κόσμος στρέφεται διψαλέως προς την Ανατολήν, η οποία διετήρησε την αγάπην της προς την εσωτερικήν ζωήν. Βεβαίως, ουδέποτε η Δυτική Εκκλησία θα αγαπήση εις ίσον βαθμόν με την Ανατολικήν την εσωτερικήν ζωήν, εάν δεν απαγγιστρωθή από το μονομερές πνεύμα της εξωτερικής δραστηριότητος, το οποίον τείνει να την καταστήση ένα, εστερημένον βιουμένου επερβατισμού, εγκόσμιον οργανισμόν. Αλλ’ ανεξαρτήτως προς την θεολογικήν τοποθέτησιν της Καθολικής Εκκλησίας, ο λαός διψά «το ύδωρ το ζων», το οποίον αναβλύζει όχι από τον νοησιαρχικόν Αριστοτελισμόν της, αλλ’ από την ανθρωπίνην καρδίαν, εις την οποίαν «εκκέχυται η αγάπη του Θεού». Τοιουτοτρόπως εξηγούνται αι τελευταίαι εκδόσεις υπό των Δυτικών των Νηπτικών Πατέρων και το πλήθος των βιβλίων περί του Αγίου Όρους υπό Προτεσταντών και Καθολικών. Και ταύτα μεν περί των ξένων.                                                                
Ημείς δε οι Ορθόδοξοι Έλληνες, οι οποίοι κατέχομεν «τον θησαυρόν τούτον» της πατερικής Θεολογίας, κατά την τελευταίαν πεντηκονταετίαν, έχομεν απομακρυνθή από την παράδοσιν της ορθοδόξου πνευματικότητος, φθάσαντες εις το σημείον να αγνοούμεν και αυτό το βαθύτερον πνεύμα της αγιωτάτης Εκκλησίας μας. Δεν γνωρίζομεν μέχρι ποίου ορίου δικαιολογείται η εγκατάλειψις της εσωτερικής ζωής και της νοεράς προσευχής εις μίαν εποχήν, καθ’ ην είμεθα υποχρεωμένοι να διεξάγωμεν μέγαν αγώνα δια την προσαρμογήν της εκκλησιαστικής δράσεως εις νέας καταστάσεις. Βέβαιον όμως τυγχάνει το γεγονός ότι, ή από ιστορικούς λόγους, ή από την επιθυμίαν μιμήσεως ξένων προτύπων, διεκόψαμεν την συνέχειαν της ορθοδόξου παραδόσεως, υπερτονίσαντες την αξίαν της εξωτερικής δράσεως, μιας ηθικιστικής ζωής, αφού ούτε καν υποπτευόμεθα ότι «εντός ημών εστιν η βασιλεία του Θεού». Εντεύθεν και η ύπαρξις των Μοναστηρίων εκρίθη περιττή και ο Ησυχασμός κάτι ακατάληπτον και η νοερά προσευχή άκαρπος ενασχόλησις, και η αιώνιος ζωή ως δευτερεύον θέμα, δεδομένου ότι η καρδία είναι εσκορπισμένη εις τον κόσμον χάριν «κοινωφελών σκοπών». Το αντορθόδοξον αυτό πνεύμα εξακολουθεί να υφίσταται μεν, αλλά να πνέη ασθενέστερα εις τας ημέρας μας, χάρις εις την έκδοσιν πατερικών βιβλίων, της «Φιλοκαλίας», του «Ευεργετινού», μιας εκδόσεως περί νοεράς προσευχής, και σειράς όλης των πνευματοφόρων έργων του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου υπό της «Αγιορειτικής Βιβλιοθήκης» κ. ά.                         
Συν τούτοις αποτελεί λίαν αξιόλογον συμβολήν εις την αναζωπύρωσιν της στροφής προς την εσωτερικήν ζωήν, της οποίας την καρδίαν αποτελεί η νοερά προσευχή, η απόφασις του παναγιωτάτου Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης, όπως, εξ αφορμής της εξακοσιοστής επετείου από της κοιμήσεως του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, αφιερωθή το τρέχον έτος εις την μνήμην του και λάβουν χώραν εορταί κατά τα μέσα του μηνός Νοεμβρίου, σχετιζόμεναι με την ορθόδοξον πνευματικότητα και τον Μοναχισμόν. Αν λάβωμεν υπ’ όψιν, ότι εκ των εξ υπό συζήτησιν θεμάτων κατά τας συνδιαλέξεις, αι οποίαι θα γίνουν μεταξύ των 150 περίπου ορθοδόξων θεολόγων—της κορυφής της Ορθοδόξου Θεολογίας—τα τρία αφορούν την ιστορίαν και την πνευματικότητα του Μοναχισμού, τότε δικαιούμεθα να υποστηρίζωμεν ότι ήδη ήρχισε να κατανοήται η αξία του παραθεωρουμένου Μοναχισμού μας.     Αι μελέται δε δια το θείον πρόσωπον του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, έχουν να ασκήσουν σημαντικήν επίδρασιν επί της συγχρόνου ζωής, της τόσον αβαθούς πνευματικώς, και ασφαλώς θα καταδείξουν την αστάθμητον αξίαν της νοεράς προσευχής, της οποίας υπήρξεν ακαταγώνιστος υπερασπιστής.
Οι άγιοι Πατέρες, άπαντες συλλήβδην, έκαμνον νοερτάν προσευχήν, κατά το «αδιαλείπτως προσεύχεσθαι» του Αποστόλου Παύλου, και ετόνισαν εις τα αθάνατα αυτών συγγράμματα, ότι άνευ του «αδιαλείπτως προσεύχεσθαι» είναι αδύνατος η κάθαρσις της καρδίας από των παθών και η έλλαμψις του αγίου Πνεύματος, πράγματα τόσον ολίγον πιστεύομεν σήμερον και από θεολόγους και από αθεολογήτους, δια «το είναι ημάς σάρκας», περιβαλλομένους το ευθηνόν ένδυμα της εν εξωτερική λάμψει «μορφώσεως της ευσεβείας».


«Aθωνικά άνθη»

Δευτέρα 27 Απριλίου 2015

Η Πανελλήνιος Ένωσις Ποντίων Αξιωματικών – Αλέξανδρος Υψηλάντης για τον ηρωϊκόν στρατιώτην Κωνσταντίνον Κουκκίδην:

Επιποθούμε να αναπολήσουμε το εντελώς διακριτικό γεγονός, που έλαβε χώρα στο βράχο της Ακρόπολης των Αθηνών, την 27η Απριλίου του 1941, ημέρα κατάληψης των Αθηνών από τους Γερμανούς. Απτόητος και πραγματικά άξιος της πατρίδας, φρουρός της Ελληνικής Σημαίας, ο Κωνσταντίνος Κουκκίδης την υπέστειλε ενώπιον του ειδικού αποσπάσματος των Ναζί, την ασπάσθηκε ευλαβικά και σφίγγοντάς την στα καταφλεγόμενα από αισθήματα αγάπης αλλά και Εθνικού πόνου στήθη του, πραγματοποίησε το άλμα αυτοθυσίας στους βράχους, που συμβολίζουν την ιερότητα της Ελληνίδος Γης και την αναφαίρετη εσωτερική ελευθερία των παλληκαριών της. Ναι, θέλουμε να ξαναδούμε με τα μάτια της ψυχής μας, επί τόπου, αυτόν τον ξεχωριστό Έλληνα Στρατιώτη, που χωρίς άνωθεν προσταγή, στη φωνή της εθνικής του συνείδησης, και μόνο, υπακούοντας επιλέγει μοναδικό είδος θανάτου, που κατέπληξε τον κόσμο και κατέταξε τον ίδιο σε θέση περίοπτη μεταξύ των ηρώων, που έσωσαν την τιμή της πατρίδας και των ιερών συμβόλων της. Ναι, θα εκφράσουμε και πάλι ευλαβικά τον θαυμασμό μας και θα αποδώσουμε την οφειλόμενη τιμή στον ήρωα, ο οποίος κατέδειξε με το δικό του τρόπο την πίστη του Έλληνα στις αξίες της ηθικής και της Εθνικής Ελευθερίας και θα διαπιστώσουμε άλλη μια φορά το πώς και το γιατί του κατορθώματος: Λειτούργησαν αστραπιαία όσα είχαν σταλάξει μέσα του οι Πόντιοι γονείς και δάσκαλοί του, όπως οι ίδιοι τα διδάχτηκαν σε ανάλογες ηρωϊκές πράξεις των πατέρων τους στον αλησμόνητο Πόντο μας!

Κυριακή 26 Απριλίου 2015

«Διέφθειρον τὸν ἀμπελῶνα μου…» εἰς τὴν Βοστώνην!

Συμπροσευχὴ τοῦ Σεβ. Μητρ. Βοστώνης κ. Μεθοδίου καὶ τοῦ Παπικοῦ Καρδιναλίου Σὸν O'Malleyἐπραγματοποιήθη κατὰ τὴν θ. Λειτουργίαν τῆς Ἀναστάσεως! Μάλιστα ὁ δεύτερος «εὐαγγέλισε» τὸ Ὀρθόδοξον ποίμνιον, ἐφόσον φορῶν τὰ ἄμφιά του ἐπίσης ἀνέγνωσε μετὰ τὸν Μητροπολίτην τὴν ἀναστάσιμον εὐαγγελικὴν περικοπήν! Θὰ ἀναρωτηθῆ κανεὶς πῶς συμβαίνει αὐτό; Εἶναι ἁπλῶς ἡ φυσικὴ κατάληξις τῶν πραγμάτων, ὅταν ὁ Μητροπολίτης θεωρεῖ εὐλογημένον τὸν Πάπαν τῆς ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων καὶ ὅταν αἱ ἐκκλησιαστικαὶ ἀκολουθίαι ἐκλαμβάνωνται ὡς τόποι ἀνταλλαγῆς ἐπισκέψεων! Διατὶ ἡ ἄρσις τῶν ἀναθεμάτων θεωρεῖται σωστή ἐνέργεια; Ὁ ποιήσας αὐτὴν εἶναι ἄξιος εὐλογίας; Μήπως νὰ ἀφαιρέσωμεν αὐτὰ καὶ ἀπὸ τὸ Συνοδικὸν τῆς Ὀρθοδοξίας; Ἡ ἄρσις ἔλυσε κάποιο πρόβλημα; Ἰδιαιτέρου σχολιασμοῦ ἀξίζει ἡ δεδηλωμένη εὐφορία διὰ μελλοντικὴν πλήρη ἑνότητα. Ἀπὸ ποῦ ἐκπηγάζει αὐτὴ ἡ ἐλπίς, ἐφόσον εῖναι γνωστὸν ὅτι εἰς τοὺς διαλόγους συνεχῶς ἀνα- φαίνονται ἐντονώτερα τὰ ζητήματα, τὰ ὁποῖα μᾶς χωρίζουν. Πιθανῶς ὁ διάλογος προχωρεῖ, ἀλλὰ δὲν σημαίνει ὅτι βαδίζομεν πρὸς πλήρη ἑνότητα. Ἴσως βαδίζομεν πρὸς πλήρη διάστασιν. Ἐκτὸς καὶ ἂν κάποιοι ἀγωνίζωνται νὰ προκαλέσουν μίαde facto κατάστασιν προκειμένου νὰ μᾶς φέρουν πρὸ τετελεσμένων. Ἀλλὰ αὐτὸ τοὺς προειδοποιοῦμεν ὅτι ἀποτελεῖ «ὄνειρον θερινῆς νυκτός». Εἶναι ἀπορίας ἄξιον πῶς ἀπὸ τὴν ἄλλην οὐδεὶς συνειδητοποιεῖ τὴν ἱερότητα καὶ τὴν σημασίαν τῶν ἀκολουθιῶν, ὥστε νὰ συμμετέχουν εἰς αὐτὰς ἄλλοτε Παπικοὶ καὶ ἄλλοτε Διαμαρτυρόμενοι! Οἱ χριστιανοὶ τῆς Βοστώνης γιατί δὲν ἀντιδροῦν; Ὅπως ἀνέγραψε τὸ aktines.blogspot.gr τῆς 14ης Ἀπριλίου ἐ.ἔ.: «Τὴ Μεγάλη Τρίτη τῶν Καθολικῶν (31 Μαρτίου 2015) ὁ Ὀρθόδοξος Μητροπολίτης Βοστώνης Μεθόδιος παρευρέθηκε στὸ Ρωμαιοκαθολικὸ καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ μαζὶ μὲ τὸν καρδινάλιο ΣὸνO'Malley γιὰ τὴν τελετὴ τοῦ Χρίσματος. Στὴν τελετὴ οἱ Παπικοὶ εὐλογοῦν τὰ ἔλαια, ποὺ θὰ χρησιμοποιηθοῦν ἀπὸ ὅλες τὶς ἐνορίες τους σὲ βαπτίσεις, Χειροτονίες, Εὐχέλαιο κ.α. Ὁ Μητροπολίτης Μεθόδιος στὴν ὁμιλία του ἀνέφερε ὅτι «γιορτάζουμε τὸ 50 ἔτος ποὺ ὁ εὐλογημένος Πάπας Παῦλος Ι, συναντήθηκε μὲ τὸν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα καὶ τὴν ἄρση τῶν ἀμοιβαίων ἀφορισμῶν ποὺ εἶχαν τεθεῖ σὲ ἰσχὺ γιὰ σχεδὸν 1.000 χρόνια. Ἀπὸ τότε, οἱ δύο Ἐκκλησίες μας ἔχουν ἔρθει ὅλο καὶ πιὸ κοντὰ καὶ ἔχουμε μεγάλη ἐλπίδα γιὰ τὴν πλήρη ἑνότητα ὅσο προχωρᾶμε». Τὴ Μεγάλη Τρίτη, λοιπόν, ὁ Ὀρθόδοξος Μητροπολίτης Βοστώνης Μεθόδιος θεώρησε καλὸ νὰ παρευρεθεῖ στὸ Ρω- μαιοκαθολικὸ καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ μαζὶ μὲ τὸν καρδινάλιο Σὸν O'Malley. Ἀνταπόδοση τῆς ἐπισκέψεως ὑπῆρξε ἡ παρουσία τοῦ Ρωμαιοκαθολικοῦ Ἀρχιεπισκόπου Βοστώνης, καρδιναλίου Σὸν O'Malley, στὸν Ὀρθόδοξο καθεδρικὸ Ναὸ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Βοστώνης στὴν Ἀκολουθία τῆς Ἀναστάσεως. Ὁ καρδινάλιος O'Malley μάλιστα συμμετεῖχε κατὰ τρόπο λειτουργικὸ στὴν Ἀκολουθία τῆς Ἀναστάσεως, καθότι ἀνέγνωσε τὸ ἑωθινὸ εὐαγγέλιο τῆς Ἀναστάσεως στὴν ἀγγλικὴ γλώσσα ἀμέσως μετὰ ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Βοστώνης Μεθόδιο, ὁ ὁποῖος προέστη τῆς Ἱερῆς Ἀκολουθίας».