Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Σάββατο 29 Αυγούστου 2015

Η ΚΟΡΗ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ --- του αειμνήστου Ανδρέου Θεοδώρου Καθ. Πανεπιστημίου Αθηνών

Το μεγαλείον της Παρθένου είναι αρρήκτως συνδεδεμένον προς το άρρητον μεγαλείον του θείου Χριστολογικού μυστηρίου. Το θαύμα της συνέχεται στενώτατα προς το άπειρον θαύμα της επί γης αρρήτου επιδημίας του Λόγου του Θεού. Εκτός του μυστηρίου του Υιού της, το μυστήριον της Παρθένου μένει μετέωρον, ουδέν απολύτως ουσιαστικόν νόημα ενέχον. Εν τω Υιώ καταξιούται η Μήτηρ. Η θεία αυτής Μητρότης συνέχεται αδιαστάτως μετά του μυστηρίου του απειράνδρου Τόκου της. Το αξίωμα της Θεοτόκου αποκενούται, αν και προς ώραν έστω αποχωρισθή του μυστηρίου της εν Χριστώ οικονομίας. Το δόγμα της Θεοτόκου εισάγει την Χριστολογίαν, συμπλέκεται και συνυφαίνεται μετά της Χριστολογίας. Τας δύο ταύτας αλληλενδέτους του δόγματος στιγμάς ουδείς δύναται ν΄ αποχωρίση, άνευ ουσιαστικής ρήξεως συνόλου του χριστολογικού θαύματος. Η ορθόδοξος θεολογία το αξίωμα της Παρθένου βλέπει πάντοτε εκ της οπτικής γωνίας του Χριστολογικού δόγματος. Βλέπει την Θεοτόκον ως την εισιτήριον θύραν την εισάγουσαν εις το πεδίον της εν μυστηρίω αφράστου οικονομίας του Λόγου. Ασφαλώς δεν γνωρίζομεν τι θα συνέβαινεν, αν δεν ανεδεικνύετο εν τω κόσμω ο άνθρωπος, δια του οποίου θα καθίστατο δυνατή η εν τη σκηνή του κόσμου τούτου είσοδος του απείρου Λόγου της ζωής. Γνωρίζομεν όμως βεβαίως ότι η παρουσία της Πανάγνου ήτο συνθήκη απαραίτητος, όρος sine qua non, της επί γης ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού. Εκ της επόψεως ταύτης μελετωμένης της υψίστης περιωπής της Παρθένου, κατανοούμεν και την κεντρικωτάτην  θέσιν αυτής εν τε τη ορθοδόξω σωτηριολογία και τη εκκλησιολογία. Ιδία εν τη ευσεβεία και τη λατρεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας – όλως δ΄ ιδιαιτέρως εν τω Ακαθίστω  Ύμνω – η Θεοτόκος Μαρία προσαγορεύεται ως ιλασμός και σωτηρία των ανθρώπων. Οι επιπολαίως κρίνοντες τα πράγματα θα εύρουν ασφαλώς εις τας εν λόγω εκφράσεις παρακεκινδυνευμένας εξάρσεις ή και κακοδοξίαν σωτηριολογικήν. Το πράγμα όμως δεν έχει ούτως. Εις μόνον σώζει τον κόσμον εκ της αμαρτίας και λυτρούται τον άνθρωπον εκ του κράτους του αιωνίου πνευματικού θανάτου: Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Η Μήτηρ αυτού ουδεμίαν ουσιαστικήν και πραγματικήν θέσιν κατέχει εν τω μυστηρίω της σωτηρίας των ανθρώπων. Η συνεργία αυτής περιορίζεται αποκλειστικώς και μόνον εις την υπ΄ αυτής παροχήν της δυνατότητος ενανθρωπήσεως του Υιού του Θεού. Είναι η Μήτηρ του Λυτρωτού. Δι΄ αυτής εισήλθεν εις τον κόσμον ο Σωτήρ του κόσμου. Το αξίωμα τούτο ασφαλώς είναι μέγα, δεν είναι όμως αξίωμα ουσία λυτρωτικόν. Άλλωστε και αυτή αύτη η Θεοτόκος εσώθη δια του λυτρωτικού έργου του Υιού της. Πως ήτο λοιπόν, δυνατόν η σωθείσα να παράσχη και πόρρωθεν έστω σωτηρίαν; Αι φράσεις έχουσαι προφανώς ανάχρωσιν ηθικήν, δέον όπως μελετηθώσιν επί του πεδίου της σωτηρίου οικονομίας της χάριτος και δη και εν τω μυστηριακώ χώρω της Εκκλησίας. Η Μήτηρ του Θεού έχει χάριν και μητρικήν παρρησίαν προς τον άχραντον Τόκον της. Δούσα την ζωήν εις την πηγήν της Ζωής είναι αρρήκτως συνδεδεμένη μετά της γεννητρίας της ζωής. Ζήσασα εν τω αδύτω της καρδίας αυτής όλας τας περιπετείας του παναχράντου Τόκου της μέχρι και αυτής της εις ουρανούς αναλήψεως αυτού, δεν ήτο δυνατόν να παραμείνη απαθής προς την χριστοειδή σάρκα του, προς το μυστικόν και άχραντον Σώμα του. Μήτηρ φυσική του Υιού, είναι και μήτηρ πνευματική της Εκκλησίας. Η Μήτηρ αγαπώσα τον Υιόν, αγαπά εν ίσω μέτρω και την Εκκλησίαν του. Εις την σωτηρίαν των πιστών παρεμβαίνει εμμέσως και δη και μόνον δια της πρεσβείας και των δεήσεων αυτής. Ισχύει δε πολύ δέησις Μητρός προς ευμένειαν Δεσπότου. Ομοίως η Παρθένος, λόγω του υψίστου αξιώματος αυτής ως Μητρός του Θεού, δύναται να χορηγήση την σωτήριον χάριν του Υιού της. Ασφαλώς η διδασκαλία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας ότι πάσα χάρις διαβιβάζεται υπό του Κυρίου εις την Εκκλησίαν δια μέσου  της Θεοτόκου, είναι υπερβολική. Ουχ ήττον όμως η Παρθένος Μαρία, η κεχαριτωμένη Νύμφη της Βασιλείας, είναι πράγματι χορηγός της σωτηρίου Χάριτος του Υιού της. Η σωτήριος χάρις δεν προέρχεται ουσία εκ της Παρθένου· είναι απόρροια της ηδίστης βουλής του Θεού της συνιστώσης την σωτήριον οικονομίαν του Λόγου. Η Χάρις προέρχεται εκ της καρδίας του χριστολογικού μυστηρίου, ιδία εκ της λυτρωτικής θυσίας του Χριστού. Η Θεοτόκος, ως συνεχομένη αρρήκτως μετά του αυτού χριστολογικού μυστηρίου, είναι ευδοκία Υιού οικονόμος της σωτηρίου χάριτος αυτού. Είναι διάκονος του λυτρωτικού μυστηρίου εν τε τη συστάσει αυτού και τη σωτηρίω οικονομία της χάριτός του. Ο Υιός ευδοκεί εν τοις αγίοις αυτού, όλως δ΄ ιδιατέρως εν τη παναγία αυτού Μητρί. Επομένως η Θεοτόκος κατέχει κεντρικήν θέσιν εν τη σωτηρίω οικονομία της χάριτος. Δεν είναι πρώτη και κυρία πηγή της σωτηρίας· τούτο ανήκει αποκλειστικώς εις τον Κύριον ημών. Είναι απλή διάκονος της χάριτος, απλή οικονόμος του μυστηρίου της σωτηρίας εν ονόματι πάντοτε του Υιού της, διότι επαναλαμβάνομεν, η χάρις ανίσχει μόνον από της τριαδικής βουλής και ενεργείας και δραστηριοποιείται εν τη σωτηριώδει οικονομία του ενσάρκου Λόγου του Θεού. Επομένως όταν λέγωμεν: «Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς», η δέησις ουδέν το αντορθόδοξον ή απηχές εμπερικλείει, εξαίρουσα την ενάργειαν τούτο μεν της δραστικωτάτης πρεσβείας και των δεήσεων της Θεομήτορος, τούτο δε την εν ονόματι του Υιού της σωτήριον διακονίαν αυτής εν τη οικονομία της χάριτος. Ούτω δε δεν κατανοούμεν και τον φόβον τινών, οίτινες δια να περισώσουν δήθεν το δόγμα της πίστεως αντικαθιστούν το «σώσον» δια του «πρέσβευε» υπέρ ημών. Αμφότεραι αι προστακτικαί εκφέρουν την αυτήν της πίστεως αλήθειαν. Η περί αιρέσεως καχυποψία δεν ευρίσκεται εν τη δεήσει της Εκκλησίας, αλλ΄ εν τω νω των αστηρίκτων την πίστιν πνευμάτων των αδαώς εχόντων ως προς την βαθυτέραν ουσίαν της πίστεως και της ευσεβείας της Εκκλησίας. Υπό την έννοιαν ταύτην, τέλος, πρέπει να νοηθή και η προς Θεόν μεσιτεία της Παρθένου. Η Θεοτόκος είναι όντως προς Θεόν μεσίτρια των ανθρώπων. Η μεσιτεία αύτη, πλην του εξαιρέτου βαθμού αυτής, δεν διαφέρει της λοιπής προς Θεόν μεσιτείας των Αγίων. Δεν είναι μεσιτεία Δευτέρα και δη και παράλληλος προς την μοναδικήν και εξαίρετον μεσιτείαν του Κυρίου, διότι «εις και μεσίτης Θεού και ανθρώπων, άνθρωπος Χριστός»1. Η μεσιτεία της είναι μεσιτεία δεήσεως και πρεσβείας, απότοκος της μητρικής χάριτος και παρρησίας της Υπερευλογημένης. Η Μήτηρ μεσιτεύει παρά τω Υιώ δια την σωτηρίαν του σώματος της Εκκλησίας του, της σωτηρίας των πιστών των εν ταπεινώσει καταφευγόντων εις την κραταιάν σκέπην και προστασίαν της. Η Δέσποινα της Εκκλησίας, η πνευματική Μήτηρ του σώματος των πιστευόντων, είναι εν ταυτώ και πρέσβειρα αυτών παρά τω αρχηγώ της Εκκλησίας. Η εν πρεσβείαις μεσιτεία αυτής είναι απότοκος της υψηλής της περιωπής εν τω χριστολογικώ καθόλου θαύματι. Δεν είναι μεσιτεία θυτήριος και λυτρωτική, αλλά μεσιτεία δεήσεως και ικεσίας υπέρ της επί γης στρατευομένης Εκκλησίας του υπερφυούς Τόκου της. Ούτω δε μελετωμένη η μεσιτεία της Παρθένου εντάσσεται άριστα εν τη περί μεσιτείας των Αγίων γενική διδασκαλία της ορθοδόξου πίστεως. Μεθ΄ όσα μέχρι τούδε είπομεν, κατανοούνται πλήρως και οι ποικίλοι χαρακτηρισμοί, τους οποίους η ευσεβούσα καρδία της Ορθοδοξίας αποδίδει εις την υπέραγνον Μητέρα του Θεού, ως σκέπη, προστασία, καταφυγή, τείχος, οχύρωμα, λιμήν, βοήθεια κλπ. Δια τούτων απάντων εκφράζεται η βαθυτάτη πίστις της Ορθοδοξίας εις το άμεσον ενδιαφέρον της Παρθένου υπέρ της επί γης στρατευομένης Εκκλησίας του Υιού της, και η σωτήριος παρέμβασις αυτής υπέρ των πολυειδώς δεινοπαθούντων εν τω αγώνι αυτών κατά του διαβόλου και της αμαρτίας μελών της Εκκλησίας του Υιού της. Η πεποίθησις αύτη είναι βαθύτατα ερριζωμένη εν τη συνειδήσει της Ορθοδοξίας, καλύπτουσα ασφυκτικώς ολόκληρον την ευσέβειαν και την λατρεία αυτής 2. Η Θεοτόκος είναι η στοργική Μήτηρ της Εκκλησίας, η αγωνιζομένη παρά τω Υιώ της υπέρ της σωτηρίας και αποκαταστάσεως αυτής. Είναι η κραταιά και απροσμάχητος πρόσβασις της Ορθοδοξίας εις το κράτος του θείου ελέους και των οικτιρμών του ουρανίου Δομήτορος αυτής. Η αγάπη της Παρθένου αναλυομένη εν τη αγάπη του Υιού της διαφλέγει τα θεμέλια της Εκκλησίας, πυρπολεί την θεοχώρητον σάρκα της, αναχωνεύει αυτήν εν τω κρατήρι της χάριτος του θείου χριστολογικού μυστηρίου. Η Θεοτόκος Μαρία είναι τοσούτον συνδεδεμένη μετά της Ορθοδοξίας, ώστε δεν θα ήτο υπερβολή να ελέγομεν, ότι οιαδήποτε παραχάραξις του δόγματος Εκείνης θα επέφερε αυτόχρημα κατάρρευσιν συνόλου του πνευματικού οικοδομήματος της τελευταίας ταύτης. Tέλος το υπερφυές αξίωμα της Παρθένου ενέχει και μεγίστην εσχατολογικήν σημασίαν. Ως φυσική θυγάτηρ του Αδάμ η Παναγία υπέκυψεν εις τον θάνατον, καθολικόν της φύσεως νόμον, ρυέντα από της αμαρτίας του Αδάμ. Ενώ δε τους φυσικούς νόμους υπερέβη εν τω αχράντω τόκω αυτής, ως προς τον θάνατον τας πατρικάς ευθύνας υπέρχεται. Κι΄ η μεν αγία αυτής ψυχή αποχωρίζεται δια του θανάτου του ακηράτου σώματος αυτής, όπερ και νομίμω ταφή παραδίδεται. Το πανακήρατον σώμα της Πανάγνου, το εκ γης συντεθέν, παλινοστεί και αύθις προς γην, ίνα, εν τάφω αποκείμενον, αποτινάξη την θνητότητα και ενδυθή την αφθαρσίαν. Ως γνωστόν όμως, η φυσική νέκρωσις και ο θάνατος, ως το κατ΄ εξοχήν κέντρον και το οψώνιον της αμαρτίας, κατεπόθησαν οριστικώς δια της ζωηφόρου εκ νεκρών Αναστάσεως του ανάρχου Λόγου της ζωής. Δια της Αναστάσεως του Κυρίου κατεπόθη εις τέλος ο Άδης, εσυλήθη το Κράτος της φθοράς, απεγυμνώθη το ειδεχθές βασίλειον του θανάτου. Αν όμως ο θάνατος κατεπόθη γενικώς δι΄ όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους, τούτο ισχύει κατ΄ εξοχήν δια το λελυτρωμένον σώμα των Αγίων του, των οποίων ο θάνατος αποτελεί καλλίστην εκδημίαν, ήτις την προς Θεόν ενδημίαν χαρίζεται. Υπέρ πάντα όμως άλλον, ο θάνατος της ζωαρχικωτάτης Μητρός του Θεού υπερβαίνει πάσαν έννοιαν θανάτου, είναι θάνατος ζωηφόρος, αρχή δευτέρας αιωνίας υπάρξεως, ενδημία προς Θεόν, κοίμησις, θεία μετάστασις. Η Υπεραγία Θεοτόκος, η πλατυτέρα των ουρανών και ο απαστράπτων χερουβικός θρόνος, η αξιόθεος Μήτηρ του Βασιλέως και η κεχαριτωμένη Κόρη της Βασιλείας, έχει τι το περισσόν εν αναφορά προς όλους τους άλλους Αγίους. Ενώ δηλαδή δια του θανάτου αι ψυχαί των Αγίων, αποχωριζόμεναι των οικείων σωμάτων, ίπτανται εις τα φωτεινά σκηνώματα του ουρανού (εν τη μέση καταστάσει των ψυχών) προγευόμεναι της θείας μακαριότητος των ουρανών και μεσιτεύουσαι παρά τω Κυρίω υπέρ των επί γης στρατευομένων αδελφών αυτών, τα δε σώματά των φθείρονται εν τω τάφω άχρι της κοινής αναστάσεως, ότε ένδοξα και αφθαρτοποιημένα θα ενωθούν και πάλιν μετά των οικείων ψυχών, ο θάνατος της Υπερευλογημένης Μητρός του Θεού, σημαίνει καθολικήν μετάστασιν αυτής εις τους ουρανούς. Η πίστις εις την Μετάστασιν της Θεοτόκου αποτελεί παράδοσιν βαθύτατα ερριζωμένην εν τη συνειδήσει της Ορθοδοξίας. Σημαίνει δ΄ η Μετάστασις δύο τινα· ένθεν μεν την ανάστασιν του σώματος της Παρθένου και την συνέσωσιν αυτού μετά της οικείας ψυχής, μεθ΄ ο η πανάχραντος Μήτηρ ανελήφθη τελειωτικώς εις τους ουρανούς, εισδύσασα εις την άφθιτον δόξαν της Βασιλείας· ένθεν δε την αφαρπαγήν του σώματος της Απειρογάμου εκ του μνημείου της φθοράς εις τους ουρανούς. Πιθανωτέρα φαίνεται η πρώτη εκδοχή. Η ανάστασις της Παρθένου, ακολουθούσα εις την ζωοφόρον Ανάστασιν του Χριστού, πρόκειται ως φωτοειδής και λαμπροτάτη απαρχή της δια της Αναστάσεως του Κυρίου εγκαθιδρυθείσης αφθαρσίας και θεώσεως της φύσεως. Προ της καθολικής αναστάσεως, η ανάστασις της Παρθένου, προοιμιάζουσα την επί τω τέλει των αιώνων γενικήν εκείνην ανάστασιν, πληροί τα φωτοειδή σκηνώματα της Βασιλείας. Η γη ενυπάρχει εις τον ουρανόν, ο χρόνος μεταπτίπτει εις την αιωνιότητα, η αφθαρσία πληροί το κτιστόν και πεπερασμένον. Η εσχατολογία βιούται εν προλήψει εν τη θεοχωρήτω υποστάσει της Ευλογημένης. Η Μετάστασις της Παρθένου αποτελεί ειδικόν προνόμιον αυτής, οφειλόμενον εις το άφθιτον χριστολογικόν μεγαλείον της. Ωραιότατα περιγράφει τούτο ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός: «Ταύτην δε την αληθώς παμμακάριστον, τω του Θεού λόγω την ακοήν υποκλίνασαν και της ενεργείας πλησθείσαν του Πνεύματος και δι΄ αρχαγγέλου την πατρικήν ευδοκίαν εγκυμονήσασαν και ηδονής πάρεξ και συναφείας (ανδρός) συνειληφυίαν του Θεού Λόγου την πάντα πληρούσαν υπόστασιν, και προσφυώς ωδίνων άνευ γεννήσασαν, και όλην Θεώ ενωθείσαν, πως καταπίη ο θάνατος; Πως ο άδης εισδέξεται; Πως διαφθορά του ζωοδόχου κατατολμήσειε σώματος; Αλλότρια ταύτα, και πάντη ξένα της θεοφόρου ψυχής τε και σώματος» 3. Ως ήδη ετονίσθη, η Μετάστασις της Θεοτόκου αποτελεί πίστιν βαθύτατα ερριζωμένην εν τη ορθοδόξω παραδόσει, βιουμένην δε εν τη λατρεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας. Η Μετάστασις της Παρθένου εορτάζεται εν συναφεία και εν συνεχεία προς την Κοίμησιν αυτής. Η Κοίμησις οδηγεί εις την μετάστασιν της Μητρός της Ζωής. Ο τάφος δεν δύναται να κρατήση εις την σκοτεινότητα αυτού το πανακήρατον σώμα της Πανάγνου. Κοίμησις και μετάστασις συνθέτουν την αλήθειαν του Χριστολογικού θαύματος της Παρθένου. Η κοίμησις μεν ως όφλημα του καθολικού νόμου της φύσεως, ως ανάδειξις της ιστορικής συνεχείας και πραγματικότητος της Απειρογάμου. Η μετάστασις δε ως σημείον του αφθάρτου θαύματος, ως κατακλείς των χαρίτων της Απειρογάμου. Φύσις και υπέρφυσις, αθανασία και θάνατος, φθορά (ουχί διαφθορά) και αφθαρσία, φως φυσικόν και φως επουράνιον, το διάδημα της δόξης επί της τετελειωμένης φύσεως, σφραγίζουν την θεοχώρητον υπόστασιν της Παρθένου, επί της οποίας ο Υιός εγκολάπτει ανεξιτήλως την σωτήριον σφραγίδα του. Ενώ όμως, η πίστις εις την Μετάστασιν της Θεοτόκου γίνεται αποδεκτή εις το μέγιστον μέρος της Ορθοδοξίας (Σλαβικήν Ορθοδοξίαν) εν τη ορθοδόξω ελλαδική θεολογία παρατηρούνται σχετικώς διχογνωμίαι. Ελλείψει μαρτυριών περί της Μεταστάσεως της Παρθένου εν τη αρχαία αποστολική και εκκλησιαστική παραδόσει, αύτη καθίσταται ύποπτος ή και απορρίπτεται υπό πλειάδος ελλήνων ορθοδόξων θεολόγων. Δεν είναι του παρόντος βεβαίως να υπεισέλθωμεν εις λεπτομερή εξέτασιν των αμφιλογιών και αντιρρήσεων. Εκείνο το οποίον εκπλήσσει ημάς εν προκειμένω είναι η διάστασις της θεολογίας (θεολόγων μάλλον) προς την λατρείαν και την ευσέβειαν της Εκκλησίας. Δηλαδή ο Χριστιανός ως πιστός μεν θα εορτάζη την Κοίμησιν – Μετάστασιν της Θεοτόκου, ως θεολόγος δε ο αυτός θα έχη ενδεχομένως αντιρρήσεις και επιφυλάξεις! Είναι δε ενδεχόμενον η διάστασις αύτη να οδηγήση και εις κρίσιν συνειδήσεως, εις την ιδέαν ότι η Εκκλησία πανηγυρίζουσα την μεγίστην θεομητορικήν εορτήν αυτής κατά βάθος δογματικώς πλανάται! Βεβαίως δεν δυνάμεθα να παραθεωρήσωμεν την εκ της πολιάς αρχαιότητος έλλειψιν επαρκών μαρτυριών ως προς το υπό συζήτησιν θέμα· αλλ΄ ούτε και δυνάμεθα να παραβλέψωμεν πλήθος άλλων, μεταγενεστέρων έστω, μαρτυριών εκ της Πατερικής γραμματείας, σχετικών προς το περιμάχητον θέμα. Ούτε είναι κατά πάντα ορθόν να χωρίζωμεν τους Πατέρας εις αρχαίους και μη, πρωτεύοντας και επουσιώδεις, αντιστοίχως δε να διακρίνωμεν και την ορθόδοξον παράδοσιν! Η μαρτυρία τουλάχιστον Ιωάννου του Δαμασκηνού δέον οπωσδήποτε να καθιστά ημάς προσεκτικωτέρους. Ομοίως και το επιχείρημα ότι πολλά εν τοις ύμνοις, «ποιητική αδεία» λεγόμενα, δεν δύνανται να στηρίξουν το ορθόδοξον δόγμα, συνεπώς δε ούτε και την Μετάστασιν της Θεοτόκου, δεν νομίζομεν ότι είναι πάντοτε ισχυρόν, ιδία εις περιπτώσεις ένθα οι ύμνοι εκφράζουν βαθυτάτην λατρευτικήν και δογματικήν παράδοσιν της Εκκλησίας, ως τούτο συμβαἰνει εν προκειμένω. Το να χαρακτηρίζωμεν δε τους ύμνους άλλοτε μεν ως στηρίζοντας το ορθόδοξον δόγμα, άλλοτε δε ως μη στηρίζοντας αυτό, ασφαλώς δεν είναι πράγμα σοβαρόν. Τούτο βεβαίως δεν σημαίνει ότι εις τους ύμνους δεν έχομεν δογματικάς ασαφείας και κενά. Το να μεταποιώμεν όμως αυτούς εις Προκρούστειον κλίνην, δια να καλύπτωμεν δι΄ αυτών τας ιδικάς μας εκάστοτε προτιμήσεις, τούτο ασφαλώς δεν είναι επιτρεπτόν. Το θεολογικόν αισθητήριον εν προκειμένω πρέπει να είναι νηφάλιον, να εξετάζη δε τα πράγματα εν τω γενικωτέρω πλαισίω της ορθοδόξου ευσεβείας και παραδόσεως. Προσωπικώς δεν νομίζομεν, ότι η πίστις εις την Μετάστασιν της Θεοτόκου απάδει προς το ορθόδοξον δόγμα. Ούτως αν λάβωμεν την μετάστασιν εν τη εννοία της μεταθέσεως του σεπτού σκήνους της Θεομήτορος, ουδέν το άπορον, τοσούτω μάλλον όσω ολικαί μεταθέσεις δικαίων (σώματος και ψυχής άνευ μεσολαβήσεως του θανάτου) μνημονεύονται ήδη εν τη Π. Διαθήκη (Ενώχ, Ηλία), ως τις αμοιβή δια την δικαιοσύνην και θεάρεστον βιοτήν αυτών. Αν δε νοήσωμεν ταύτην ως ζωηφόρον εκ νεκρών εξανάστασιν της Παρθένου (κατά το πρότυπον του Υιού της), πάλιν ουδέν το άπορον, πρώτον διότι η εκ νεκρών εξανάστασις θα είναι ο, δυνάμει του σωτηρίου έργου του Χριστού, καθολικός κλήρος πάντων ανεξαιρέτως των τεθνεώτων άμα τη Δευτέρα επί γης επιφανεία του Κυρίου4, δεύτερον δε οι ζώντες κατά την φοβεράν εκείνην ημέραν ουδόλως καν θα αποθάνουν, αλλά μεταλλαγέντες δια της δυνάμεως του Παναγίου Πνεύματος θα απαντήσουν εις τον αέρα τον Κύριον5 και μετά την κρίσιν θα εισέλθουν εις την χαράν και την λαμπρότητα του ουρανού.Το γεγονός επομένως της μεταστάσεως καθ΄ εαυτό ουδεμίαν δυσχέρειαν δογματικήν παρουσιάζει. Μόνον εξ επόψεως χρονικής η ιδέα της μεταστάσεως δημιουργεί πως δυσκολίας. Ούτω δια της Μεταστάσεως η Παρθένος, υπερβαίνουσα την μέσην κατάστασιν των ψυχών, εις ην αύται εισέρχονται μετά θάνατον, φαίνεται οιονεί αποκοπτομένη του κοινού σώματος των πιστευόντων και αποχωριζομένη της Εκκλησίας. Αλλά και η δυσκολία αύτη δεν νομίζομεν, ότι είναι ανυπέρβλητος. Δια της Μεταστάσεως όχι μόνον δεν χωρίζεται της Εκκλησίας η Θεοτόκος, αλλά τουναντίον εν αυτή, ως τη κυριωτάτη εκπροσώπω αυτής, η Εκκλησία εκτείνεται πλήρως εν τη Βασιλεία των ουρανών, φαιδρύνεται και αναλάμπει εν τη πληρεστάτη δόξη της μυστικής και αοράτου αυτής κεφαλής, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Η Μετάστασις ου μόνον δεν καταπατεί το περί μέσης καταστάσεως των ψυχών δόγμα της Εκκλησίας, αλλά τουναντίον ενδυναμοί και εξαίρει αυτό, προβάλλουσα ανάγλυφον την πλήρη μακαριότητα και δόξαν και την οριστικήν τελείωσιν εις ην αποβλέπουν αι εν τη μέση καταστάσει ευρισκόμεναι ψυχαί των δικαίων και αγίων. Ασφαλώς δε το γεγονός τούτο – εκ του οποίου δέον να απαλειφθή παντελώς πάσα έννοια τοπικού και πνευματικού αποχωρισμού – θα πληροί τας ψυχάς των δικαίων αφάτου αγαλλιάσεως και χαράς και θα επιτείνη επί μάλλον τον αίνον και την δοξολογίαν του Θεανθρώπου Λυτρωτού, όστις δια του σωτηρίου έργου αυτού και της απείρου χάριτός του τοιαύτης τιμής ηξίωσε την παναγίαν Μητέρα αυτού και συν αυτή ολόκληρον το σώμα των δεδικαιωμένων! Και πάλιν επαναλαμβάνομεν, το προνόμιον τούτο της Παρθένου οφείλεται εις την περίοπτον θέσιν αυτής εν τω όλω σωτηρίω έργω του Υιού της. Εφ΄ όσον εν τη ανθρωπίνη φύσει του Χριστού ρέει το άγιον αίμα της Παρθένου, εφ΄ όσον εξ αυτής ελήφθη το άφθορον σώμα του Χριστού, το αείποτε συνηνωμένον μετά της απείρου Θεότητος του Λόγου, το σώμα το τεθεωμένον και ένδοξον, το αδιστάκτως εισελθόν εις το κράτος της μακαρίας δόξης της Τριάδος, τι το παράδοξον, αν και η Μήτηρ, η δούσα το σώμα τούτο, η Μήτηρ η ευκλεής και πάνσεπτος, υψώθη κατά χάριν ήδη από του παρόντος αιώνος εις την άπειρον λαμπρότητα και δόξαν του Υιού της; Τι το παράδοξον, αν ο Υιός εκάλεσε παρ΄ εαυτώ μετά θάνατον την υπόστασιν της κυησάσης αυτόν Μητρός; Μήπως η κλήσις αύτη, ως έγχρονος πρόληψις του εσχατολογικού κλήρου πάντων των δεδικαιωμένων, δεν είναι έργον της σωστικής και αγιαστικής δυνάμεως του Δεσπότου; Η εξαίρεσις αύτη της Παρθένου, οφειλομένη ασφαλώς εις την εξαίρετον θέσιν αυτής εν τη σωτηρίω οικονομία του Λόγου, ου μόνον δεν καταργεί τον κανόνα (μερικής κρίσεως και ανταποδόσεως), αλλ΄ επί μάλλον στερεοί και εξαίρει αυτόν. Διότι πρόκειται περί εξαιρέσεως αφορώσης αποκλειστικώς και μόνον εις την Μητέρα του παναγίου Λόγου του Θεού! Και ταύτα μεν εν γενικαίς γραμμαίς τα πορίσματα του μετά χείρας μελετήματος ημών. Το δόγμα της Θεοτόκου συνέχει και πληροί σύνολον την ζωήν και την υπόστασιν της Ορθοδοξίας. Προς την μορφήν της σεπτής Θεομήτορος ανέρχεται αύτη δια του δόγματος και της πίστεως αυτής, δια της μυστηριακής της διαισθήσεως, της λατρείας και της πνευματικότητος αυτής. Προ των φωτοειδών πυλώνων της Παρθένου κρούει αύτη την Πύλην της Βασιλείας. Εν τη χάριτι αυτής πληρούται χαρίτων και θείων δωρεών και ευλογιών. Εν τω θαύματι της Παρθένου βλέπει το θαύμα της ενσάρκου οικονομίας του Θεού, βλέπει το ιδικόν της θαύμα, την θείαν μεταμόρφωσιν και θέωσιν αυτής. Εν τη Μητρί του Θεού βλέπει την ιδικήν της Μητέρα, την χαράν και παρρησίαν αυτής, το καύχημα και το αγλάϊσμά της. Βλέπει την κραταιάν προστασίαν και την ακοίμητον βοήθειαν αυτής. Βλέπει την Δέσποιναν της Βασιλείας και την σεμνήν Οικονόμον της σωτηρίου Χάριτος του Χριστού. Δια τούτο η Ορθοδοξία μεγάλως τιμά την Μητέρα της, διότι μεγάλως τιμά τον Σωτήρα και πλαστουργόν της. Γεραίρει και ανυμνεί την Προστάτιν της, διότι γεραίρει και ανυμνεί τον ανερμήνευτον Τόκον της. Το δόγμα της Θεομήτορος διαφυλάττει και σκέπει ως κόρην οφθαλμού, διότι εν τω δόγματι τούτω συνοψίζεται η θεοϋπόστατος πνευματικότης και πίστις της. Οιαδήποτε παραχάραξις του δόγματος τούτου συνεπιφέρει παραχάραξιν συνόλου του δογματικού συστήματος αυτής, ιδία της χριστολογίας και σωτηρολογίας της. Η Ορθοδοξία βιοί εν μυστηρίω την Θεοτόκον της, ζη εν τω αδύτω της καρδίας της το άφραστον θαύμα και τα ανεξιχνίαστα μεγαλεία της. Η δόξα της την επισκιάζει, η χάρις της την συνέχει, το μεγαλείον της την συμπνίγει, το θαύμα της την αναφλέγει. Η Θεοτόκος ευλογεί και αγιάζει την Ορθοδοξίαν, διότι η Ορθοδοξία είναι η αμόλυντος και απαράφθορος σάρξ του ανεκφράστου Τόκου της!

Ανδρέας Θεοδώρου




1. Α΄ Τιμ. 2, 5.
2. Αυτήν την έννοιαν έχει και ο Παρακλητικός Κανών ο ψαλλόμενος υπό της Εκκλησίας προς την Θεοτόκον κατά την περίοδον του Δεκαπενταυγούστου.
3. Εγκώμιον δεύτερον εις την Κοίμησιν (MPG 96,  728).
4. «Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών» (Ιερόν Σύμβολον της Πίστεως).

5.  1, Κορ. 15,  51.  1 Θεσ. 4,  13-17.

Παρασκευή 28 Αυγούστου 2015

ΜΙΑ ΠΟΛΥΤΙΜΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ

Ουδέποτε άλλοτε υπήρξε τόση σύγχυσις περί Ορθοδοξίας εις τον Ελληνικόν χώρον, όση υπάρχει σήμερον. Ζώμεν εις μίαν χώραν φωτός απλέτου, φωτός υπερφυσικού, όπου ανέτειλεν με τον Χριστιανισμόν και το αγνοούμεν. Επειδή δεν απεκτήσαμεν αίσθησιν δια την γεύσιν των πνευματικών ουσιών, αρνούμεθα να δεχθώμεν και την ύπαρξίν των και την υπεροχήν των. Πολλοί, όταν αναφέρουν την Ελλάδα, εννοούν ένα προχριστιανικόν φως της Αριστοτελικής ή Πλατωνικής φιλοσοφίας ή τους Πυθαγορίους ή την Στοάν και ένα καθαρόν φυσικόν και ακτινοβόλον φως, με το οποίον είναι προικισμένη η μεσημβρινή Πατρίς μας, όπου φωτίζει τα μαρμάρινα μνημεία μας και τας απαραμίλλους φυσικάς καλλονάς της. Ούτε καν υποψία, ότι έχομεν τον κατά παράδοσιν πάμφωτον Ορθόδοξον Χριστιανισμόν, τον οποίον επεξειργάσθη εις όλας του τας μορφάς, ως αλήθειαν, ως κάλλος, ως δόγμα, ως πνευματικότητα, ως υπερούσιον λειτουργικήν ζωήν και ως ρυθμόν τέχνης, η χορεία των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας κατ’ ιδίαν και εν Ιεραίς Συνόδοις τη συνεργεία του Αγίου Πνεύματος. Και διατί αυτή η τραγική άγνοια των θείων θησαυρών μας; Διότι δεν εζήσαμεν πνευματικώς, δεν επιστεύσαμεν εις τον Χριστόν, όστις μας εφανέρωσε την Αλήθειαν, δεν εφηρμόσαμεν τας θείας Του εντολάς. Και έτσι, δεν άνοιξαν τα μάτια μας δια να ίδωμεν το Άγιον εκείνο και υπερφυσικόν φως, το οποίον περιέλαμψεν όσους επίστευσαν τον Χριστόν και ηγάπησαν την δόξαν και την αγάπην Του. Και εντεύθεν κατατριβόμεθα με μικροχαρή υποκατάστατα, ομιλώμεν με ενθουσιασμόν δια την κλασσικήν φιλοσοφίαν και την τέχνην, δια τον ψευδοπολιτισμόν μας, αλλά περί Ορθοδοξίας ούτε λόγος, επειδή δεν εζήσαμεν εν Χριστώ, δεν ησθάνθημεν την πνευματικήν λύτρωσιν και άπειρον ευδαιμονίαν της εν Χριστώ ζωής. Δια τούτο έχομεν περιέλθη εις αγωνίας και προβληματισμούς και άγχη και απελπιστικόν αδιέξοδον. Από το οποίον δεν θα εξέλθωμεν, εάν δεν προσέλθωμεν εν κλαυθμώ και ταπεινώσει και απλότητι ψυχής προς τον λυτρωτήν του κόσμου Χριστόν. Όχι τον Χριστόν των Λατίνων, που τον απεγύμνωσαν από την υπερβατικότητά του και τον κατέστησαν ένα ψυχρόν ηθικολόγον, ούτε τον Χριστόν των Προτεσταντών, οίτινες τον κατεκρεούργησαν εις τετρακόσια τεμάχια και κάθε αίρεσις τον παρουσιάζει εις τα μέτρα της. Αλλά τον Χριστόν, τον Ορθοδόξως ερμηνευθέντα και βιωθέντα επί δύο χιλιάδες έτη υπό της Εκκλησίας, εκ της οποίας απεκόπησαν και Λατίνοι και Προτεστάνται και ήδη πλανώνται εις το βαθύ σκότος της εγωπαθείας των. Τα ανωτέρω έγραψα ως μικράν εισαγωγήν εις την μικράν ιστορίαν, τόσον όμως περιεκτικήν και τόσον διδακτικήν δι’ ημάς, που ομιλώμεν περί ενώσεως των Εκκλησιών, την οποίαν εκθέτω αμέσως. Γνωστός μου φιλόλογος Γερμανός μοι εδιηγήθη τα εξής: Ευρισκόμην, λέγει, μεταξύ των στρατιωτών της Χιτλερικής εκστρατείας εις Ρωσίαν. Προ της καταρρεύσεως του γερμανικού μετώπου, ανεπαυόμην, μετά από μίαν μάχην, με άλλους συναδέλφους μου, εις ένα σπίτι ρωσικού χωριού. Ένα βράδυ οι συνάδελφοί μου ήρχισαν ένα θορυβώδες τραγούδι. Αίφνης, εμφανίζεται μία νεαρά ρωσίς, εις το σπίτι της οποίας εστεγαζόμεθα, και αφού μας έρριψεν αυστηρόν βλέμμα, έδειξε με τον δάκτυλόν της το εικονοστάσιον και την κανδήλαν που ήτο αναμμένη, ωσάν να μας έλεγε πόσον άτοπον είναι να τραγωδούμεν ενώπιον των ιερών εικόνων… Υπήρξε τόση η κατάπληξίς μου και ο σεβασμός μου δια την ορθόδοξον αυτήν νέαν, με το σταθερόν και ανδρείον φρόνημά της και δια την αδιαφορίαν της, ότι ωμίλει εις τους νικητάς της πατρίδος της, ώστε, μόλις ετελείωσεν ο φρικαλέος εκείνος πόλεμος, εζήτησα αμέσως να πληροφορηθώ τι πιστεύουν οι Ορθόδοξοι και ποίας διαφοράς έχομεν ημείς οι Προτεστάνται με αυτούς. Κατέφυγα εις ένα Ορθόδοξον ιερέα μιάς Κοινότητος εν Γερμανία και τον ερώτησα να με διαφωτίση. Εκείνος, ύστερα από πολλήν σκέψιν, μου απήντησεν ότι … δεν έχομεν διαφοράς σοβαράς και ότι αμφότερα τα δόγματα αντλούν από μίας πηγής!... Παρά την απροσδόκητον αυτήν απάντησιν του ιερέως, ήρχισα να μελετώ βιβλία Ορθόδοξα. Εκεί ανεκάλυψα, όχι απλώς διαφοράς, αλλά χάσματα κυριολεκτικώς. Έβλεπα ότι η Ορθοδοξία ήτο εκθαμβωτικόν φως και ο Προτεσταντισμός βαθύτατον έρεβος. Ότι η Ορθοδοξία, απετέλει αδιάκοπον συνέχειαν της Αποστολικής Διδαχής και ότι ο Προτεσταντισμός ήτο ένα σύνολον ερμηνευτικών πλανών, η αρχή των οποίων υπήρξεν εις την Ρώμην ως Ορθολογισμός. Και ακόμη διεπίστωσα, ότι τόσον ο Παπισμός, όσον και ο Προτεσταντισμός, (περισσότερον ο δεύτερος) δεν λυτρώνουν, δεν ζωοποιούν, δεν ειρηνεύουν την ψυχήν, εν αντιθέσει με την Ορθοδοξίαν, η οποία πρώτον καθαίρει την ψυχήν από των παθών, κατόπιν την φωτίζει και τελευταίον την ενώνει με τον Χριστόν. Αργότερα εδιάβασα την Υμνολογίαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας, την «Φιλοκαλίαν» και τους Ασκητικούς Πατέρας και εκολύμβησα εις άπειρον αγαλλίασιν. Η ορθοδοξία είναι έργον Θεού. Ο Ρωμαιοκαθολισμός ήτο έργον Θεού και έγινεν και ανθρώπινον. Ο Προτεσταντισμός από Θεανθρώπινον κλάδον αποκοπείς, εφυλλορρόησεν από σατανικούς ανέμους και τώρα κείται εις φύλλα εξηραμένα, έκαστον των οποίων αντιπροσωπεύει και μίαν Ομολογίαν!...                                                                                                                                                                                                                                  
…Προ πολλών ετών εζήτησα να εισέλθω στους κόλπους της Ορθοδόξου Ελληνικής Εκκλησίας. Εκατηχήθην—διότι ουσιαστικώς εγνώριζα την αλήθειαν της Ορθοδοξίας—και εβαπτίσθην δι’ ύδατος και πνεύματος. Και έγινα ένα μέλος του μυστικού Σώματος του Χριστού. Και τώρα, σεσωσμένος τη Χάριτι του Θεού, πληροφορημένος εις την καρδίαν μου «εν Χάριτι», ζω αποξενωμένος από τους ονειδίζοντάς με συγγενείς, αλλά «συμπολίτης των αγίων και οικείος του Θεού», πτωχός καθηγητής εν Ελλάδι, αλλά πλουτίσας εν Χριστώ δύναμαι ευγνωμόνως να αναπέμπω τας προσευχάς μου και να λέγω, μαζύ με τον άγιον Πατέρα μας Συμεών τον Νέον Θεολόγον, προς τον Σωτήρα μου Ιησούν: «Απολαύω της αγάπης σου και της ωραιότητός σου και είμαι πλήρης ευδαιμονίας και θείας γλυκύτητος. Το πρόσωπόν μου λάμπει όπως το πρόσωπον του Ηγαπημένου μου. Όταν βυθίζομαι εις το φως σου, τότε γίνομαι ένα φως όμοιον με το ιδικόν σου. Και τότε αισθάνομαι τον εαυτόν μου πλουσιώτερον από όλους τους πλουσίους, ωραιότερον από όλους τους ωραίους και δυνατώτερον από όλους τους αυτοκράτορας». Και τελειώνω την προσευχήν μου με την αίτησιν, να με αξιώση ώστε να γίνω Μοναχός της Ορθοδόξου αγίας Εκκλησίας μας, δια να αρχίσω από εδώ να αισθάνομαι την μακαριότητα της αιωνίου βιοτής… «Κύριε, συ που μου έδωσες το αιτείν, δος μου και το αιτούμενον, Αμήν». Έτσι ετελείωσεν ο Ιωάννης Γιόρνταν την αφήγησίν του.

Αθωνικά άνθη







Πέμπτη 27 Αυγούστου 2015

Κινδυνεύομε, ως Εκκλησία και ως Έθνος.

Οι κολυμβήθρες εστέγνωσαν δια το μη υπάρχειν βρέφη προς βάπτισι και η Ραχήλ, η αγία μας Εκκλησία, κλαίει απαρηγόρητα δια τα τέκνα Της τα αποβαλλόμενα και φονευόμενα υπό αναλγήτων μητέρων και κακούργων ιατρών. Τριάκοντα επτά περίπου χιλιάδες αθώων ψυχών φονεύονται κατά μήνα και ο εθνικός μας στρατός κατ΄ έτος ελαττώνεται, ενώ οι κύκλω ημών εχθροί υπερπληθύνονται. Οι δε Κληρικοί μας συζητούν περί ανέμων και υδάτων, περί ιερωσύνης γυναικών και στρατεύσεως αυτών… Ταλαίπωρε αιωνία Ελλάς, που πηγαίνεις; Με τρία εκατομμύρια μουσουλμάνων στα αγιοτόκα εδάφη σου, Ιέρειες ετοιμάζονται δια την Εκκλησία σου και γυναίκες δια την φύλαξι των συνόρων και της ακεραιότητός σου!!!

Τρίτη 25 Αυγούστου 2015

Χαίρει ο ουρανός ότι υποδέχεται την Θεοτόκον

«Δεύτε άπαντα τα πέρατα της γης, την Σεπτήν μετάστασιν της Θεομήτορος μακαρίσωμεν... Η γαρ των Ουρανών υψηλοτέρα και των Χερουβείμ ενδοξοτέρα και πάσης κτίσεως τιμιωτέρα, σήμερον την Παναγίαν παρατίθεται ψυχήν και πληρούνται τα σύμπαντα χαράς» (Τροπάριον β' Λιτής της εορτής).



Χαίρει ο ουρανός ότι υποδέχεται την Θεοτόκον, την αειπάρθενον, την μητέρα του φωτός. Χαίρει, γιατί υποδέχεται την θεοχώρητο κόρη και αγνή Θεοτόκο, το κλέος των προφητών, την θυγατέρα του Δαυΐδ. Χαίρει, όταν βλέπη να ανεβαίνη από την γη που είναι έρημος από αρετή και ωραιότητα Εκείνη που ανέτρεψε την κατάρα και την μετέτρεψε σε ευλογία. Χαίρει ο ουρανός, γιατί τιμάται υποδεχόμενος την πάντων Βασίλισσα «εν ιματισμώ διαχρύσω περιβεβλημένη» και παρισταμένη στα δεξιά του Σωτήρος. 
Χαίρει βλέπων «την βάτον την φλεγομένην και μη καιομένην», «την λαβίδα των μυστικών την τον άνθρακα Χριστό συλλαβούσα εν γαστρί» να μετακομίζη εις την άνω Ιερουσαλήμ για ατελεύτητο κατάπαυση. Χαίρει ο ουρανός, γιατί μετέστη προς την ζωήν «η κλίμαξ δι ἧς κατέβη ο Θεός», «η της αμαρτίας αναιρούσα τον ρύπον», «η των ειδώλων ελέγξασα τον δόλον», η Θεοτόκος. Χαίρει και αγάλλεται και σκιρτά βλέπων στον ουρανό τον έμψυχο ναό του Θεού, την τον θείον μαργαρίτην προαγαγούσα, Εκείνη δια της οποίας ελύθη η κατάρα, Εκείνη που Χριστόν προαγαγούσα έγινε αιτία χαράς και έκτοτε αντεισάγεται στον κόσμο αντί της καταδίκης η χάρις, αντί της απωλείας η σωτηρία, αντί του σκότους το φως, αντί του παροδικού το αιώνιον, αντί της αδικίας η δικαιοσύνη, αντί νυκτός η ημέρα, αντί του Βελίαρ ο Χριστός, την Θεομήτορα. Σήμερα, αδελφοί μου, το ηγιασμένον σκήνωμα του Υψίστου έλαβε επίγειο τέλος, ένδοξο και ευκλεές. Σήμερα, γιορτάζουμε την Κοίμηση Εκείνης, η οποία εις τον ανενδεή Θεό σώμα και σάρκα εχάρισε. Γιορτάζουμε την Κοίμηση Εκείνης, που έδωσε ένδυμα εις τον αναβαλλόμενον το φως ως ιμάτιον. Σήμερα, γιορτάζουμε την εορτή Εκείνης, που αποτελεί το παλάτιον και τον θρόνον του Βασιλέως, Εκείνης που είναι η αιτία της θεώσεως όλων, Εκείνης που εισήγαγε στον κόσμο και στην οικουμένη τον Χριστό προς σωτηρία των ψυχών ημών. Άνθρωποι σκιρτήσατε, λογικές φύσεις αλαλάξατε, πάσα η γη, τω Κυρίω υψώσατε φωνήν αινέσεως, ότι εκοιμήθη η μήτηρ της ζωής και τον «κόσμον ου κατέλιπεν». Ο ουρανός άνωθεν ευφραίνεται, η γη αγάλλεται, η θάλασσα του κόσμου αναταράσσεται. Απόστολοι εκ περάτων συναθροίζονται κηδεύσαι θεοπρεπώς την μεγάλη Μητέρα από την οποία ο Βασιλεύς της δόξης περιεβλήθη της σαρκός την πορφύρα και εκήρυξε την άφεση στους αιχμαλώτους της αμαρτίας και τους αποδήμους της θείας χάριτος. Πανηγυρίσατε φιλέορτοι και φιλόθεοι και θεόφιλοι. Η αμνάς η τεκούσα τον πάντων αγίων αγιώτατον Λόγον, η αμνάς η ελπίς πάντων ημών, προς τον Μεγάλο Ποιμένα, τον Δεσπότην Χριστό σήμερα ανυψώνεται από γης εις τα άνω, πρεσβευτικό υπέρ ημών εξανοίγουσα στόμα. Πανηγυρίσατε άνθρωποι ότι ο τάφος δεν μπόρεσε να κρατήση στους κόλπους του την μητέρα της ζωής ότι «ουχ είχε κατέχειν εις τέλος γη και τάφος και θάνατος, ζωαρχικόν σώμα και θεοδόχον»! Χαρήτε αδέλφια χαρά μεγάλη «παρθενεύει γαρ τόκος και ζωήν προμνηστεύεται θάνατος» «νενίκηνται γαρ της φύσεως οι όροι» στην Μητέρα του Θεού. Άσατε, άνθρωποι, τω Κυρίω «άσμα καινόν», αφού εν τη κοιμήσει της Θεοτόκου ο θάνατος δεν είναι πρόξενος λύπης αλλά χαράς. «Ζωής γαρ αϊδίου και κρείττονος ο θάνατος αυτής γέγονε». Είπωμεν πάντες οι ευλαβείς εορταστές και προσκυνητές της Παναγίας μας. «Πανύμνητε Μήτερ, Εσύ που μας προσέφερες το «σεσιγημένον» μυστήριον και το «σιωπόμενον δόγμα» εν τη Σεπτή Κοιμήσει Σου. Συ κόρη αμίαντε, παρθένε, αμόλυντε, άφθορε, πάγκαλε νεάνις. Συ γυναικών αγλάισμα, θυγατέρων καλλώπισμα. Συ εσφραγισμένη τη παρθενία, Συ του Νώε η Κιβωτός και του Ιωσήφ η σωφροσύνη. Συ η ράβδος του Ααρών η βλαστήσασα, Συ η θυγάτηρ του Δαυΐδ, Συ η υπάρχουσα των προφητών η διόπτρα. Δεόμεθά Σου σήμερον. Δέξου τις προσευχές όλων μας, κλήρου και λαού ως λαμπάδα αναμμένη προ της θαυματουργού εικόνος Σου, ως προσκύνηση και από πάσης ρύσαι συμφοράς άπαντας. Σε γαρ μόνην ασφαλή και βεβαίαν άγκυραν έχομεν. Δεόμεθά Σου Θεοτόκε. Φρούρει, φύλαττε και σώζε τον κόσμον. Δίδου εις αυτόν θεογνωσίαν, στήριξε την Εκκλησία, φύλαττε την πατρίδα ημών, σε ειρήνη μετάβαλε κάθε επιβουλή, καθότι ο εκ Σου τεχθείς Ιησούς ο Θεός ημών, Θεός και Βασιλεύς υπάρχει. Ειρηνοδότης και ειρηνοφόρος και «άνδρα αιμάτων και δόλιον βλελύσσεται». Αδελφοί μου, εορταστές και προσκυνητές της Παναγίας μας. Η κεχαριτωμένη έστω εις πάντας Υμάς σκέπη, ευλογία και χάρις, χαρά και χαρίτωσις. Αμήν.

Κυριακή 23 Αυγούστου 2015

ΙΒ ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΑΤΘΑΙΟΥ --- Πατέρας Ευθύμιος Μπαρδάκας


Η «Αγαθή Μερίδα» --- του αειμνήστου Στεργίου Σάκκου Ομ. Καθηγητού Α.Π.Θ. Σχόλιον εις ένα παρεξηγημένον χωρίον

Φιλοξενούμενος ο Κύριος στη Βηθανία, ένα προάστειο των Ιεροσολύμων, στο γνωστό και φιλικό σπίτι των αδελφών Μάρθας, Μαρίας και Λαζάρου – ο πατέρας της οικογένειας, Σίμων ο λεπρός (βλ. Ματθ. 26: 6· Μρ 14: 3), είχε πεθάνει – αξιοποιεί την ευκαιρία για να διδάξει τους παρευρισκομένους. Η Μάρθα ως οικοδέσποινα καταγίνεται με την περιποίηση του φιλοξενουμένου, ενώ η μικρότερη αδελφή της Μαρία καθισμένη κοντά στα πόδια του Ιησού, ακούει με προσοχή τη διδασκαλία Του (Λουκ. 10: 39). Αυτό ενόχλησε την Μάρθα, η οποίαπεριεσπάτο περί πολλήν διακονίαν, καταγινόταν υπερβολικά με την φροντίδα της φιλοξενίας. Πιθανόν ετοίμαζε πλούσιο τραπέζι με πολλά φαγητά, που μάλιστα απαιτούσαν ιδιαίτερο κόπο και χρόνο για την προετοιμασία. Επειδή, όμως δεν μπορούσε να τα προλάβει όλα μόνη της, έρχεται στον Κύριο, που δίδασκε και κάνει τα παράπονά της· «Κύριε, δεν σε μέλει που η αδελφή μου με άφησε μόνη να διακονώ; Πες της, σε παρακαλώ, να με βοηθήσει». Αξίζει να προσέξουμε ότι η Μάρθα δεν απευθύνεται στην αδελφή της αλλά στον Κύριο. Στο παράπονο τής Μάρθας ο Κύριος απαντά: «Μάρθα Μάρθα, μεριμνάς και τυρβάζη περί πολλά· ενός δε εστι χρεία· Μαρία δε την αγαθήν μερίδα εξελέξατο, ήτις ουκ αφαιρεθήσεται απ΄ αυτής» (Λουκ. 10: 41-42).                                                                                             

Αυτά ακριβώς τα λόγια του Κυρίου, που περιέχονται στο ευαγγελικό ανάγνωσμα των Παρακλήσεων της Παναγίας, έχουν παρεξηγηθεί από πολλούς και ερμηνεύθηκαν ως εξής: «Ταλαίπωρη Μάρθα, βυθίστηκες στις πολλές μέριμνες του κόσμου. Ένα μόνο σου χρειάζεται· να εγκαταλείψεις τα κοσμικά και να στραφείς προς τα πνευματικά, όπως η Μαρία. Από τις δύο ασχολίες η αγαθή είναι αυτή την οποία διάλεξε η Μαρία». Επίσης, η διαμαρτυρία της Μάρθας θεωρήθηκε ως εκδήλωση ζηλοτυπίας προς την αδελφή της. Με τις ερμηνείες αυτές αδικείται η αλήθεια και υποτιμάται το πρόσωπο της Μάρθας, διότι τάχα ασχολείται μόνο με την ύλη και δεν έχει ανώτερες πνευματικές πτήσεις όπως η Μαρία. Εντούτοις, ο διάλογος της Μάρθας με τον Ιησού Χριστό, όπως τον διασώζει ο ευαγγελιστής Ιωάννης (βλ. Ιω 11, 21-28), αποκαλύπτει το θείο φωτισμό και το πνευματικό μεγαλείο της ανδρείας αυτής γυναίκας.                                                                                             
Η απάντηση του Κυρίου, όπως φαίνεται κι από την επανάληψη του ονόματος της Μάρθας, Μάρθα Μάρθα, μεριμνάς και τυρβάζη περί πολλά, ήταν μία ελαφρά επίπληξη, που φανέρωνε ταυτόχρονα όλη τη συμπάθεια και την εύνοιά του. Το ρήμα «μεριμνώ» υποδηλώνει εσωτερική ανησυχία, ενώ το «τυρβάζομαι» αναφέρεται σε εξωτερικές εκδηλώσεις ταραχής. Ο Κύριος θέλει να καθησυχάσει τη Μάρθα. Την βλέπει να καταπιάνεται με πολλά, και τη συμβουλεύει· ενός δε εστι χρεία, είναι, δηλαδή, αρκετό ένα φαγητό.                                                                                  
Ο Ιησούς προτιμά να τρέφει αυτούς, που τον φιλοξενούν με την διδασκαλία Του παρά να απολαμβάνει τα πολλά τους εδέσματα. Δεν θέλει να στερείται ούτε η Μάρθα ούτε η Μαρία τηναγαθήν μερίδα, τη θεία διδασκαλία Του, που είναι η τροφή της ψυχής, ανώτερη από οποιαδήποτε άλλη τροφή και προσφορά.                                         
Οπωσδήποτε, όπως σημειώνει ο άγιος Μακάριος, ο Κύριος δεν αποποιείται, δεν απορρίπτει το έργο της διακονίας. Απλώς μιλά «ως το μείζον του ελάττονος προτιθείς». Δίδει την πρώτη θέση στη διδαχή και τη δεύτερη στη διακονία του φαγητού. Με την ίδια νοοτροπία οι απόστολοι, όταν δημιουργήθηκε πρόβλημα στην πρώτη εκκλησία, ανέθεσαν στους διακόνους τη διακονία των τραπεζών, για να έχουν οι ίδιοι την άνεση να διακονούν απερίσπαστα το κήρυγμα του θείου λόγου (Πράξ. 6: 1-6). Εξάλλου, στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν τίθεται θέμα συγκρίσεως μεταξύ ακροάσεως του θείου λόγου και διακονίας. Ο Κύριος τονίζει την αξία του πρώτου, διότι αυτό θα κινητοποιήσει για το δεύτερο, τη διακονία.                      
Όπως καθαρά φαίνεται στις σχετικές ευαγγελικές διηγήσεις, η Μάρθα δεν υστερεί πνευματικά έναντι της Μαρίας. Λαχταρούσε κι αυτή να ακούσει τον Διδάσκαλο. Υπερνικά, ωστόσο, την προσωπική της επιθυμία και ευχαρίστηση, μεριμνώντας για την εξυπηρέτηση των άλλων. Ως μεγαλύτερη και ωριμότερη θυσιάζεται, για να εκφράσει την αγάπη και τη στοργή της στους κουρασμένους επισκέπτες. Φιλότιμα μάλιστα, καταπιάνεται με πολλές φροντίδες και δουλιές, ώστε να τους περιποιηθεί πλούσια και να τους ευχαριστήσει με πολλά και αξιόλογα φαγητά. Με τη συμπεριφορά της μιμείται τον Κύριο, που, ενώ έφθασε στο σπίτι της κατάκοπος από την οδοιπορία, δεν σκέπτεται τη δική του ανάπαυση, δεν ενδιαφέρεται για το φαγητό, αλλά διδάσκει για να ωφελήσει τους ακροατές. Η Μαρία, η οποία ήταν και μικρότερη, κάθησε αμέριμνη και απολάμβανε τη διδασκαλία του Κυρίου. Η Μάρθα προχώρησε στην εφαρμογή, στη θυσία.                                                                                      
Η αγαθή μερίδα, λοιπόν, στην οποία αναφέρεται ο Κύριος είναι η ίδια η διδαχή του. Η Μαρία την απολαμβάνει, η Μάρθα τη στερείται, όχι από αδιαφορία ή άλλη αιτία, αλλά από τον πόθο τής προσφοράς. Δηλαδή εφαρμόζει ήδη τη διδασκαλία του Κυρίου, ακολουθώντας το δικό του παράδειγμα, που «ουκ ήλθε διακονηθήναι αλλά διακονήσαι» (Ματθ. 20: 28).