Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Δευτέρα 31 Ιουλίου 2017

Ο Άγιος Νεομάρτυς ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ο Ναυπλιώτης

Τη Α΄ (1η) του μηνός ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ:  Ο Άγιος Νεομάρτυς ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ο Ναυπλιώτης, ο εν Ναυπλίω μαρτυρήσας εν έτει αχνε΄ (1655), εις λεπτά τεμάχια τμηθείς τελειούται.                                                          

Αναστάσιος ο Άγιος Νεομάρτυς ήτο γέννημα και θρέμμα του Ναυπλίου, ζωγράφος κατά την τέχνην επιτήδειος. Μνηστευθείς δε εκεί εις την πατρίδα του, το Ναύπλιον, την θυγατέρα Χριστιανού τινος επληροφορήθη μετ’ ολίγας ημέρας ότι η κόρη εκείνη δεν διήγε καλώς, όθεν απεσύρθη απ’ αυτής διαλύσας τον αρραβώνα. Οι δε συγγενείς της κόρης κατέφυγαν εις μαγικάς τέχνας δια να την αγαπήση και να την νυμφευθή· όθεν εις ολίγον καιρόν ενήργησαν τα μαγικά και απολέσας ο νέος τας φρένας του, περιεφέρετο ένθεν κακείθεν. Ιδόντες λοιπόν αυτόν οι Αγαρηνοί ούτω παράφρονα τον ετούρκευσαν· ο Θεός όμως τον ελυπήθη και εις ολίγας ημέρας του έδωσε την υγείαν του· ελθών δε εις εαυτόν, και ιδών ότι εφόρει εις την κεφαλήν άσπρο σαρίκι ως Τούρκος, παρευθύς το έρριψε κατά γης και ήρχισε να κραυγάζη με μεγάλην φωνήν, παρρησία, μέσα εις το πλήθος των Τούρκων· «Εγώ Χριστιανός ήμουν, Χριστιανός είμαι και Χριστιανός θα είμαι». Τότε οι Αγαρηνοί, ιδόντες ότι μετεμελήθη, έτρεξαν κατ’ επάνω του με μεγάλην ορμήν, δέροντες δε και σύροντες αυτόν τον έφερον εις τον κριτήν, όστις ηγωνίζετο με τρόπους απατηλούς, πότε κολακεύων αυτόν και πότε απειλών, να τον χωρίση της πίστεως των Χριστιανών· αλλ’ ο Μάρτυς, ως ουδέν ταύτα λογιζόμενος, ίστατο ακλόνητος και έλεγε παρρησία· «Δεν αρνούμαι εγώ τον Κύριόν μου Ιησούν Χριστόν, τον αληθινόν Θεόν, αλλά πιστεύω και προσκυνώ αυτόν ως Ποιητήν και Σωτήρα μου· την ιδικήν σας πίστιν ουδέ ποσώς την χρειάζομαι, αλλά αποστρέφομαι και σας και τον προφήτην σας». Ταύτα ακούσας ο κριτής διέταξε να τον αποκεφαλίσωσι, οι Αγαρηνοί όμως μαινόμενοι δεν συνεμορφώθησαν με την απόφασιν του κριτού, αλλ’ ευθύς μόλις τον έβγαλαν από το κριτήριον ώρμησαν κατ’ επάνω του, ως ποτέ οι Ιουδαίοι εις τον Πρωτομάρτυρα Στέφανον και άλλοι με ξύλα, άλλοι με μαχαίρας, κατατρυπούσαν το σώμα του Μάρτυρος, έως ότου τον κατέκοψαν εις λεπτά τεμάχια. Ούτως ετελειώθη ο ευλογημένος Αναστάσιος και έλαβε του Μαρτυρίου τον στέφανον, τώρα δε αγάλλεται εις τον χορόν των Μαρτύρων εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος. Αμήν.


Κυριακή 30 Ιουλίου 2017

Τη αυτή ημέρα μνήμη των Αγίων Μαρτύρων ΠΕΡΠΕΤΟΥΑΣ και των συν αυτή ΣΑΤΥΡΟΥ, ΡΕΥΚΑΤΟΥ, ΣΑΤΟΡΝΙΛΟΥ, ΣΕΚΟΥΝΔΟΥ και ΦΙΛΙΚΗΤΑΤΗΣ.

Περπέτουα η Αγία Μάρτυς και οι συν αυτή Άγιοι Μάρτυρες, Σάτυρος, Ρευκάτος, Σατορνίλος, Σεκούνδος και Φιλικητάτη, οίτινες ήσαν τότε νεανίσκοι κατηχούμενοι, κατήγοντο εκ τινος πόλεως της Αφρικής, Θουβρίτανα ονομαζομένης, εκρατήθησαν δε ως Χριστιανοί υπό των απίστων και εφέρθησαν προς τον χιλίαρχον. Επειδή δε αυτοί όλοι ωμολόγησαν παρρησία τον Χριστόν, κατά μεν των Αγίων Περπετούας και Φιλικητάτης αφήκαν μίαν αγρίαν δάμαλιν, η οποία ορμήσασα κατ’ αυτών τας εξέσχισεν, οι δε άλλοι τέσσαρες Μάρτυρες εθανατώθησαν δια μαχαιρών υπό του λαού των απίστων και ούτως έλαβον άπαντες τους στεφάνους του Μαρτυρίου. 

Σάββατο 29 Ιουλίου 2017

Ο Όσιος Πατήρ Βενδιμιανός

Τη αυτή ημέρα μνήμη του Οσίου πατρός ημών ΒΕΝΔΙΜΙΑΝΟΥ, του εν τω Βουνώ του Αγίου Αυξεντίου ασκήσαντος.
                                                                                                     

Βενδιμιανός ο Όσιος Πατήρ ημών εγεννήθη εις την Μεγάλην Μυσίαν περί τα μέσα του Ε΄ αιώνος εκ γονέων ευγενών και πλουσίων, εχρημάτισε δε μαθητής του Οσίου Αυξεντίου του εν τω Βουνώ, μετά δε την κοίμησιν του Οσίου Αυξεντίου, ευρών πέτραν εσχισμένην, έκτισεν εντός αυτής μικρόν κελλίον εις το οποίον υπέμεινεν έτη τεσσαράκοντα δύο, ποιήσας μεγάλους αγώνας και νίκας κατά δαιμόνων. Ας ίδωμεν όμως τον πλατύτερον Βίον του καθώς ευρήκαμεν τούτον εις παλαιόν τι σύγραμμα. Το έαρ αγαπώσιν όλα τα πτηνά, αι μέλισσαι, τα αρνία και τα επίλοιπα ζώα εκ φύσεως, διότι το έαρ είναι εις όλα γλυκύτατον· και τα μεν πετεινά του αέρος κελαδούσιν ηδύτατα· αι δε μέλισσαι, εις διαφόρους λειμώνας περιπετώμεναι, επισυνάγουσι της δρόσου το καθαρόν και κατασκευάζουσι το άριστον μέλι, με το οποίον γλυκαίνουσι την γεύσιν ημών. Όχι δε μόνον τα ζώα ανακαινίζονται, αλλά και οι άνθρωποι αναζωογονούνται και χαίρουσιν. Καθώς λοιπόν το έαρ είναι δι’ όλα τα ζώα γλυκύτατον, ούτως είναι και ο Βίος των μοναστών εις τους εναρέτους ηδύτατος, επειδή συζηλώνουν και αυτοί των ομοίων τα ανδραγαθήματα και μιμούμενοι τα πετεινά του αέρος εις το κελάδημα, άδουσι και αυτοί ψαλμικώς τα των Πατέρων παλαίσματα· ομοίως μιμούνται και τας μελίσσας εις την εργασίαν, απανθιζόμενοι και συνάγοντες τας δρόσους της ασκήσεως και τρεφόμενοι με τα διδάγματα των Οσίων, ως αρνία πρώϊμα ανακαινίζονται και γίνονται εις το γήϊνον σώμα αντί άνθρωποι, θεοί κατά Χάριν. Εν από τούτους είναι και ο μακέριος ούτος Βενδιμιανός, ο σήμερον εορταζόμενος, του οποίου τον Βίον θέλομεν ιστορήσει ενταύθα με βραχυλογίαν. Ούτος εγεννήθη εις την Μεγάλην Μυσίαν, ως είπομεν, ήτις ήτο και τον παλαιόν καιρόν τιμωμένη από τους Έλληνας, καθώς και τώρα είναι πανταχού σεβομένη δια το πιστόν και φιλόχριστον και την ενάρετον πολιτείαν των πολιτών αυτής, των οποίων η φήμη των καλών έργων έφθασεν έως την Βρετανίαν και Ιταλίαν και έως τας στήλας του Ηρακλέους. Δια να αποδείξη λοιπόν αληθή την καλήν αυτήν φήμην η Μυσία εβλάστησε και τον καλόν τούτον Βενδιμιανόν, όστις τοσούτον επόθησε την ακτημοσύνην από νεότητος, ώστε δεν απέκτησε χρυσόν ή άργυρον ή χαλκόν εις την ζώνην αυτού, αλλά περιεπάτει μονοχίτων, χωρίς άλλο ένδυμα και ανυπόδητος· και ούτε καν σακκούλι δεν εβάσταζε δια να βάζη τον άρτον του, κατά το Δεσποτικόν προς τους Αποστόλους πρόσταγμα· καθώς δε ήτο το σώμα γεγυμνωμένον έξωθεν, ούτως εγύμνωσε και την ψυχήν από όλα τα πάθη και τα γήϊνα φρονήματα· δεν υπελόγιζε ποσώς τιμήν, ουδέ πλούτον· δεν εσυλλογίζετο το υψηλόν του γένους του και την ευγένειαν, ούτε τα πολλά χρήματα και πράγματα, όπου είχον κινητά και ακίνητα· αλλά τα εμίσησεν όλα ως σκύβαλα και μόνον τον Θεόν επόθησεν· επεθύμει δε από μικρός να εύρη τόπον ήσυχον και ατάραχον, να συνομιλή με τον ποθούμενον Χριστόν προσευχόμενος. Δια την αιτίαν ταύτην έφυγεν από την πατρίδα του και επήγεν εις την Κωνσταντινούπολιν, δια να εύρη Μοναχόν τινα ενάρετον και να υποταχθή εις αυτόν. Παρατηρών λοιπόν από λόφον τινά της πόλεως, είδε μακράν απ’ εκεί όρος υψηλόν και υπέρνεφον και ερωτήσας τινάς, πως ωνομάζετο το όρος εκείνο, του είπον ότι το έλεγον Βουνόν του Αυξεντίου. Ούτος δε ο Αυξέντιος ήτο Άγιος άνθρωπος και ησκήτευεν εκεί επάνω χρόνους πολλούς· ήτο δε το όρος εκείνο πολύ τραχύ και κρημνώδες, ανηφορικόν και εστερημένον από όλα τα βρώσιμα· μόνον πέτραι ήσαν εκεί πολλαί και δένδρα υπέρπολλά· και, απλώς ειπείν, εις μεν τα σωματικά ήτο πικρόν πολύ και ανώφελον, εις την ψυχήν όμως σωτηριώδες κατά πολύ και γλυκύτατον· διότι τα κοπιαστικά και πικρά του σώματος δίδουν εις την ψυχήν ηδονήν και απόλαυσιν, καθώς το λέγει ο μακάριος Παύλος· «Όταν ασθενώ εις την σάρκα, τότε είμαι εις την ψυχήν υγιέστατος». Όταν λοιπόν ήκουσεν ο νέος, ότι το όρος εκείνο ήτο στενόχωρον και εστερημένον πάσης σωματικής παρακλήσεως, εχάρη η ψυχή του και ηγαλλίασε, διότι εύρε τόπον κατά τον πόθον του· όθεν έτρεξε προθύμως εις αυτό, καθώς τρέχει προς την πηγήν η διψασμένη έλαφος. Ότε  λοιπόν έφθασεν εις τον Όσιον Αυξέντιον, έπεσεν εις τους πόδας αυτού, δεόμενος μετά δακρύων να τον κουρεύση ευθύς Μοναχόν απόκρυφα, δια να μη το μάθουν οι συγγενείς του και τον εμποδίσωσιν. Ο μέγας Αυξέντιος, βλέπων την υπερβολικήν ζέσιν του νέου, κατενόησε τον διακαή και θερμότατον έρωτα, τον οποίον είχε προς τον Θεόν ο θεόπνευστος. Όθεν δεν ημέλησε ποσώς ούτε παντελώς εδίστασε, γνωρίσας με τον διορατικόν του οφθαλμόν την μέλλουσαν του νέου κατάστασιν, αλλά πρώτον μεν τον εδίδαξε και ικανώς τον κατήχησεν, έπειτα δε τον εκούρευσε Μοναχόν και τόσον επρόκοψεν εις την υπακοήν και τας λοιπάς αρετάς, ώστε έδιδε καθ’ εκάστην τον καρπόν αυτού, ως το εύκαρπον δένδρον, το οποίον είναι φυτευμένον πλησίον του ύδατος. Εις ολίγον καιρόν εκοιμήθη ο μέγας Αυξέντιος, αφήνων τον μακάριον Βενδιμιανόν κληρονόμον της αρετής αυτού και υπογραμμόν της ασκήσεως. Ούτος έκτισε μόνος κελλίον πολλά μικρόν, κάτωθεν της κέλλης του Γέροντος, εις το οποίον έκαμε χρόνους πέντε, έχων τον νουν του προς τα ουράνια υψούμενον πάντοτε και προβλέπων, ως εις καθρέπτην, το των Αγγέλων πολίτευμα και τους οποίους ηγωνίζετο να μιμήται, όσον ηδύνατο, με τον ιδρώτα και αγώνα της πολλής ασκήσεως. Αλλ’ επειδή ο τόπος εκείνος ήτο πολλά βλαβερός και στενόχωρος, εταλαιπωρείτο πολύ ο όσιος και ήτο πολύ αδυνατισμένος από την τραχύτητα του τόπου και από την πολλήν νηστείαν και κακοπάθειαν. Όθεν, μη υποφέρων, ο κοινός Πατήρ και Δεσπότης ημών Ιησούς Χριστός να βλέπη τον δούλον του εις τόσην στενοχωρίαν και κάλωσιν, έτι δε και εις υπέρμετρον άσκησιν, συγκατένευσεν ως ιατρός ευσπλαγχνικώτατος και ήλθεν εμφανώς να επισκεφθή τον φίλον του. Φανείς λοιπόν εις αυτόν, τον επρόσταξε να αναβή εις τον τόπον του μακαρίου Αυξεντίου, να μείνη εκεί έως το τέλος της ζωής του, να κάμνη δε τον αγώνα του Γέροντος και όχι περισσότερον, δια την ασθένειαν της φύσεως. Ταύτα εκέλευσεν ο Δεσπότης ημών δια δύο αιτίας· πρώτον δια να μη απομείνη έρημος ο τόπος του Αυξεντίου επειδή κανείς δεν ευρίσκετο εκεί, και δεύτερον δια να μη ταλαιπωρήται πολύ ο ηγαπημένος του με την κάτω στενοχωρίαν και ξένην διαγωγήν και αποθάνη προώρως. Ανέβη λοιπόν ο Όσιος εις την κορυφήν του όρους και ηγωνίζετο επιμελούμενος την ψαλμωδίαν και ακολουθίαν του. Αλλ’ ο πονηρός και μισόκαλος διάβολος, μη υποφέρων να βλέπη τοιούτον φωστήρα της οικουμένης λαμπρότατον, να φωτίζη όλην την γην με την συμβουλήν και πολιτείαν του, με την οποίαν εξήγαγε πολλούς από την απώλειαν, εσύναξε νύκτα τινά όλους τους υπηρέτας αυτού, δηλαδή τους άλλους δαίμονας, οίτινες μετεμορφώθησαν εις αετούς και γύπας και κόρακας και όταν προσηύχετο ο Όσιος εφώναζαν αυτοί οι κατάρατοι, δια να συγχίζουν την ησυχίαν του και δεν τον άφηναν να προσεύχηται· αλλ’ όμως όσον εξέσχιζον τας θύρας και τους τοίχους με τους όνυχάς των και μεγάλως εφώναζαν, τόσον εκείνος έψαλλε δυνατώτερα και περισσοτέραν ώραν εις πείσμα των, έως ότου τους έκαμνε και έφευγαν, μη δυνάμενοι να λακτίζουν προς κέντρα και να γράφωσι, κατά το ρητόν, εις την θάλασσαν. Αλλ’ ας αφήσωμεν τα περί της ασκήσεως αυτού και υπέρ άνθρωπον διαγωγής και ας είπωμεν ολίγα τινά περί της χάριτος, την οποίαν έλαβε και της διακρίσεως δια της οποίας προεφήτευε τα μέλλοντα, διότι ζημία είναι δια τους φιλαρέτους άνδρας εάν σιωπήσωμεν. Είχε και μαθητάς και συνεργάτας ο Όσιος και κάποτε δεν είχον άρτους παντελώς· όθεν ελυπούντο πολύ και εθλίβοντο μη ηξεύροντες πώς να πορευθώσι και εγόγγυζον κατά του Γέροντος, ώσπερ ποτέ οι Ισραηλίται κατελάλουν κατά του Μωϋσέως, οι αχάριστοί. Ο Γέρων, βλέπων τους νέους κλονιζομένους από την πείναν, τους εσυμπόνεσε και λέγει προς τον υποτακτικόν αυτού ο μακάριος· «Κατέβα από το όρος να προϋπαντήσης τον άνθρωπον, όπου μας φέρνει άρτους να φάγωμεν προς αυτάρκειαν». Τότε ο αδελφός ελησμόνησεν από την χαράν την πολλήν πείνα του και κατελθών δρομαίος εύρεν (ω του θαύματος!) άνθρωπον, όστις εβαστούσε πολλούς άρτους, τον οποίον ωδήγησεν εις το Μοναστήριον και έφερε προς τον Όσιον και εξήγαγε τους άρτους διαμοιράσας εξ αυτών εις όλους τους πεινώντας. Ο Γέρων έλεγε· «Λάβετε φάγετε, και τον Δεσπότην ευχαριστήσατε, όπου μας τρέφει τους αχαρίστους ως ανεξίκακος»· οι δε έφαγον και προσεκύνησαν τον διδάσκαλον. Αλλά ας είπωμεν και δεύτερον θαυμάσιον όμοιον του προτέρου θαύματος. Καιρόν τινα δεν είχεν η Εκκλησία τελείως έλαιον· όθεν αφήκεν ο εκκλησιάρχης ερρυπωμένα και άπλυτα τα κανδήλια· ερωτήσας δε αυτόν ο Όσιος διατί δεν επεμελείτο την υπηρεσίαν του, να πλύνη τα αγγεία ως έπρεπεν, επειδή ήτο η ημέρα Σάββατον, απεκρίθη, ότι επειδή δεν είχον ποσώς έλαιον, δεν υπήρχεν ανάγκη να πλύνωσι τας κανδήλας ματαίως. Του λέγει ο Όσιος· «Συ κάμε επιμελώς την υπηρεσίαν σου και ο Κύριος μας χαρίζει τα χρειαζόμενα». Ούτως είπε και βλέπων, ότι δεν είχον προθυμίαν οι διακονούντες να κάμουν το προστασσόμενον, ωνείδισε την οκνηρίαν και ανοησίαν των και την προς τον Δεσπότην απιστίαν των· οι δε ητοίμασαν τας λαμπάδας και ηυτρέπισαν πάντα ως έπρεπε και τότε είπον προς αυτόν· «Ιδού, Πάτερ, το πυρ και αι κανδήλαι έτοιμοι, αλλά που είναι το έλαιον»; Ο δε απεκρίνατο λέγων· «Ο Κύριος θέλει μας πέμψει έλαιον ως πολυέλεος», και με τον λόγον το έργον εγένετο και ήλθε την ώραν εκείνην εις άγνωστος άνθρωπος, τον οποίον άλλην φοράν δεν είχον ίδει, με την σύζυγόν του και τα τέκνα του να τους ευλογήση ο Άγιος, έφερον δε μεθ’ εαυτών ζώον φορτωμένον με έλαιον. Ευλογήσας λοιπόν αυτούς ο μακάριος και διδάξας αυτούς προς ψυχικήν ωφέλειαν, εις ειρήνην απέλυσε· τους δε μαθητάς του επαίδευσε, να μη φροντίζουν πλέον αυτοί δια τα χρειαζόμενα πράγματα, αλλά να έχουν εις τον Θεόν τας ελπίδας των. Όχι δε μόνον της προφητείας το χάρισμα είχεν ο Όσιος, αλλά και τους αρρώστους όλους ιάτρευε χαριστικώς και μάλιστα τους υδρωπικούς και όσους είχον σπλήνα ευσπλαγχνίζετο και τους εθεράπευε ταχιστα και απλώς ετέλεσε τόσα θαυμάσια όπου είναι αδύνατον να τα γράφω πληρέστατα. Και απ’ αυτά τα ολίγα όπου είπομεν, ας εννοήση ο καθείς και τα επίλοιπα· ημείς δε ας έλθωμεν εις την μακαρίαν αυτού μετάστασιν, να δώσωμεν και τέλος της διηγήσεως. Επειδή από την γην ήτο γεννημένος ως άνθρωπος, ανάγκη ήτο να αποδώση το οφειλόμενον κατά το «Γη ει και εις γην απελεύση» (Γεν. γ: 19). Λοιπόν ασθενήσας ολίγας ημέρας, ενουθέτησεν ικανώς τους μαθητάς και τους εστερέωσε με το θεμέλιον της πίστεως· διότι εκτός των άλλων αρετών, είχε και τον λόγον της σοφίας από την Χάριν του Παναγίου Πνεύματος και διδάξας αυτούς να έχουν την αγάπην εις αλλήλους και μάλιστα την ελεημοσύνην προς τους απόρους και πένητας, εκλείσθη μέσα εις το κελλίον του, σφαλίσας και το παράθυρον. Οι δε μαθηταί αυτού, οίτινες ήσαν τότε πολλοί, συνηγμάνοι προς ζήλον αυτού και μίμησιν, εδίσταζον βλέποντες το ασύνηθες του πράγματος, ότι άλλην φοράν δεν το έκαμε να εγκλεισθή τόσας ημέρας, αλλ’ έμενε μετ’ αυτών διδάσκων αυτούς τα θεία προστάγματα. Τινές λοιπόν εδοκίμαζον να αφαιρέσουν τας σανίδας, δια να ίδωσι τι έγινεν ο διδάσκαλος, οι δε επίλοιποι δεν άφηναν, μήπως και εσχόλαζεν εις θεωρίαν ή προσευχήν και τον εμποδίσωσιν. Όταν όμως εβράδυνεν ακόμη περισσότερον, τον εκάλουν με μικράν φωνήν τα τέκνα του, λέγοντα· «Διατί, Πάτερ, δεν μας δείχνεις το φαιδρόν σου πρόσωπον να μας ειπής κατά το σύνηθες τα μελίρρυτα λόγια; Δεν ηξεύρεις ότι με την ωραιότητα του προσώπου σου και με το κάλλος των λόγων σου, κατά τον Δαυϊδ, περιζωννύμεθα δύναμιν και είμεθα δεδεμένοι εις την πατρικήν αγάπην σου περισσότερον, παρά ο κισσός εις το δένδρον; Δεν ηξεύρεις πως μένομεν εσκοτισμένοι, όταν δεν βλέπωμεν σε, τον οφθαλμόν μας τον φαεινότατον; Άνοιξον εις ημάς την θύραν του ελέους σου· λάλησον εις τα ώτα μας· στερέωσον εις την πέτραν τους πόδας μας και κατεύθυνον τα διαβήματα των ηγαπημένων τέκνων σου». Αυτά και άλλα όμοια λέγοντες έχυναν άμετρα δάκρυα, αλλ’ η σιωπή του εσκανδάλισεν αυτούς ακόμη περισσότερον και εθρήνουν απαρηγόρητα, φοβούμενοι μήπως και ετελεύτησεν· όθεν ηναγκάσθησαν να ανοίξωσι το παράθυρον και εισελθόντες εις το σπήλαιον εύρον αυτόν (ω φρικτής οράσεως) γονατιστόν και νεκρόν ως προσευχόμενον. Έκαμε δε τεσσαράκοντα δύο χρόνους εις εκείνο το άνω σπήλαιον. Αφ’ ου λοιπόν έκλαυσαν ικανώς, ητοίμασαν τα εντάφια και του έκαμαν το μνημείον εις τον τόπον αυτόν, εις τον οποίον τους θαυμαστούς αγώνας ετέλεσε και ως φίλεργος του Χριστού μέλισσα εσύναξεν επιμελώς το μέλι της ασκήσεως· ήλθον δε και ολίγοι Μοναχοί εις την κοίμησιν αυτού από τα περίχωρα, διότι ήτο υπερβολική χιών πανταχού και μάλιστα εις τας κορυφάς των ορέων, επειδή ήτο η πρώτη Φεβρουαρίου και δι’ αυτό δεν συνήχθησαν πολλοί εις τον ενταφιασμόν αυτού· πλην, όσοι ευρέθησαν, ετέλεσαν όσα έπρεπεν επιμελώς και τον ενεταφίασαν εντίμως και ευλαβώς ως έπρεπεν, εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, εις τους αιώνας. Αμήν.

Παρασκευή 28 Ιουλίου 2017

Ο Όσιος Πέτρος

Τη αυτή ημέρα μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΠΕΤΡΟΥ του εν Γαλατία.                                

Πέτρος ο Όσιος Πατήρ ημών κατήγετο εκ της Γαλατίας της τουρκιστί καλουμένης Γελάς. Επτά δε μόνον έτη ανατραφείς πλησίον των γονέων του, όλον το επίλοιπον διάστημα της ζωής αυτού διήνυσεν εις τους αγώνας της μοναχικής πολιτείας και ασκήσεως. Και πρώτον μεν ησκήτευσεν εις την Γαλατίαν, την πατρίδα του, έπειτα δε επήγεν εις την Παλαιστίνην· αφ’ ου δε απήλαυσεν εκεί όσα επόθει, απήλθεν εις την Αντιόχειαν. Βλέπων δε την φιλόθεον και φιλόχριστον γνώμην των Αντιοχέων, προέκρινε κάλλιον να κατοικήση εκεί εις την ξένην γην, παρά εις την πατρίδα του· όθεν ευρών τάφον εισήλθεν εις αυτόν και εκεί διήνυσεν όλον τον καιρόν της ζωής του, τρώγων άρτον μόνον και τούτον όχι καθ’ εκάστην, αλλά ανά δύο ημέρας, πίνων και ύδωρ μόνον. Μετά ταύτα προσήλθεν εις αυτόν εις δαιμονιζόμενος, Δανιήλ ονομαζόμενος, ο δε Όσιος προσευχηθείς ηλευθέρωσεν αυτόν από την ενέργειαν του δαίμονος· ελευθερωθείς δε ο άνθρωπος έμεινεν εις το εξής με τον Όσιον και υπηρέτει αυτόν, προσφέρων την υπηρεσίαν ως μισθόν της ιατρείας, την οποίαν έλαβεν. Ούτος ο Όσιος ιάτρευσε και την ευλαβεστάτην μητέρα του μακαρίου Θεοδωρήτου Επισκόπου Κύρου, όστις συνέγραψε και τον Βίον αυτού, αύτη είχε πάθος τι εις τον οφθαλμόν, το οποίον εφάνη ανώτερον πάσης επιστήμης των ιατρών και ουδείς ηδύνατο να τον ιατρεύση· ο δε Όσιος ούτος το ιάτρευσε δια μόνης της προσευχής του, επιθέσας την χείρα του επί του οφθαλμού της και τον τύπον ποιήσας του Τιμίου Σταυρού. Άλλοτε δε πάλιν ιάτρευσε τον δούλον της αυτής μητρός του Θεοδωρήτου, ο οποίος ηνωχλείτο από δαιμόνιον, προστάξας πρότερον τον δαίμονα να είπη δια ποίαν αιτίαν έλαβεν εξουσίαν κατά του ανθρώπου, το οποίον και εποίησεν ο δαίμων, αναγκασθείς υπό του φόβου να είπη την αλήθειαν. Ομοίως και άλλον δαιμονιζόμενον ιάτρευσε· και τον στρατηγόν της πόλεως, όστις ηθέλησε να βιάση παρθένον μονάζουσαν, ημπόδισεν ο Όσιος από το κίνημα τούτο, τυφλώσας τους οφθαλμούς του· αλλά και την προρρηθείσαν μητέρα του Θεοδωρήτου, ήτις ησθένησεν, όταν εγέννησε τον Θεοδώρητον και εκινδύνευσε να αποθάνη, ηλευθέρωσεν αυτήν από του θανάτου και άλλα μύρια θαύματα εποίησεν ο μακάριος. Τούτου του Οσίου και μόνη η προσέγγισις και η αφή των ενδυμάτων ενήργει θαύματα, καθώς ποτε τα ενδύματα του Αποστόλου Παύλου και τούτο γίνεται φανερόν εκ του ακολούθου θαύματος. Μοιράσας την ζώνην, την οποίαν εφόρει, εις δύο τεμάχια, (διότι ήτο πλατεία και μακρά, με παχύ και χονδρόν λινάριον πεπλεγμένη), με το ήμισυ μέρος έζωνε την μέσην του, με το άλλο δε ήμισυ έζωνε την διαληφθείσαν μητέρα του Θεοδωρήτου. Η δε μήτηρ του Θεοδωρήτου επιθέσασα ταύτην επί του υιού της Θεοδωρήτου και επί του πατρός του, ευρισκομένων και των δύο εις ασθένειαν, υγίαναν πάραυτα· αλλά και όταν τυχόν ησθένει άλλος τις, μετεχειρίζετο η αυτή ως ιατρικόν την ιδίαν ζώνην του Οσίου και τους ιάτρευε· διο πολλοί εκ των γνωρίμων και φίλων της, τούτο μαθόντες, συνεχώς ελάμβανον την ζώνην εκείνην εις βοήθειαν των ασθενούντων. Με τοιαύτα έργα διαλάμψας ο θαυμάσιος Πέτρος και με τας ακτίνας των θαυμάτων του φωτίσας την Αντιόχειαν, εξήλθεν εκ των αγώνων της παρούσης ζωής και αναμένει εν ουρανοίς τον τέλειον στέφανον, ον μέλλει να αποδώση εις αυτόν ο Κύριος εν εκείνη τη ημέρα, ζήσας έτη πλόκληρα ενενήκοντα εννέα. 

Πέμπτη 27 Ιουλίου 2017

Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΤΡΥΦΩΝΟΣ

Τη Α΄ (1η) του μηνός ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΤΡΥΦΩΝΟΣ                        

Τρύφων ο ενδοξότατος Μάρτυς του Χριστού και της ουρανίου αι θείας τρυφής επώνυμος, εγεννήθη εις την πόλιν της Φρυγίας Λάμψακον. Οι γονείς αυτού ήσαν ευσεβείς, πιστεύοντες εις τον αληθινόν Θεόν, αξιωθέντες ούτω να γεννήσουν τέκνον ευσεβέστατον· μάλιστα δε εκ πρώτης ηλικίας ήτο άξιον τέκνον Θεού, καθότι κατώκει εις την ψυχήν αυτού η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος και ιάτρευε πάσαν ασθένειαν, εξόχως δε είχε πολλήν εξουσίαν κατά των δαιμόνων, οίτινες, μόνον το όνομά του εάν ήκουον, έφευγον. Εις πίστωσιν δε των πολλών θαυμάτων, τα οποία ετέλεσε, να γράψωμεν ένα δια να εννοήσητε, από το άκρον του κρασπέδου, το ιμάτιον.  Μετά τον θάνατον του Αυγούστου Καίσαρος χρόνους σκδ΄ (224) εβασίλευσεν εις την Ρώμην ο Γορδιανός, όστις ήτο Έλλην, δεν ήτο όμως τόσον σκληρός ως οι πρότερον βασιλεύσαντες, ούτε τους πιστούς εδίωκεν. Ούτος είχε θυγατέρα μονογενή ωραίαν και πάγκαλον, γραμματισμένην και φρόνιμον και εκ τούτου πολλοί της πόλεως άρχοντες εποθούσαν να λάβουν αυτήν σύζυγον· δι’ αυτό την έκλεισεν ο πατήρ της εις τα ανάκτορα, να μη την βλέπουν οι άνθρωποι. Αλλά δια να γνωρίσουν και εκεί εις την Ρώμην τον θαυμάσιον Τρύφωνα, το θείον φυτόν της του Χριστού Εκκλησίας, ή μάλλον δια να δοξασθή και εκεί ο Δεσπότης Χριστός και να γνωρισθή του Σταυρού η ενέργεια, παρεχώρησεν ο Θεός να δαιμονισθή το κοράσιον και εισελθών ο μισάνθρωπος εις αυτήν την εβασάνιζε πολλά και προσεπάθει να την θανατώση εις το πυρ και εις τα ύδατα, κάμνων εις αυτήν μεγάλην ατιμίαν και καταφρόνησιν. Όθεν οι γονείς της είχον λύπην υπερβολικήν, μη δυνάμενοι δε να την θεραπεύσουν με βότανα και ιατρούς, ούτε με άλλην τινά μηχανουργίαν, είχον τόσον πόνον και λύπην εις την καρδίαν, ώστε επεθύμουν δι’ αυτήν τον θάνατον, τον οποίον ενόμιζον μικροτέραν ζημίαν, από την δεινήν εκείνην ασθένειαν· εφώναζε δε και ο δαίμων έσωθεν ομολογών τον διώκτην αυτού και έλεγεν· «Εάν δεν έλθη ο Τρύφων δεν εξέρχομαι, διότι μόνον αυτός έχει δύναμιν να με διώξη από το οικητήριόν μου τούτο». Παρ’ ευθύς τότε ο βασιλεύς έστειλεν ανθρώπους να ερευνήσουν επιμελέστατα εις πάσαν πόλιν και χώραν, ίνα εύρωσι τον ποθούμενον, υποσχόμενος χρυσίον αναρίθμητον και άλλα βασιλικά χαρίσματα εις εκείνον, όστις ήθελεν εύρει και φέρει αυτόν. Από τους πολλούς δε απεσταλμένους στρατιώτας και άρχοντας απήλθον τινές αναζητούντες αυτόν εις την πόλιν Λάμψακον, εις την οποίαν ευρίσκετο τότε, βόσκων χήνας, ο τοσούτον εις την αρετήν περιβόητος Άγιος, όστις, βλέπων τους βασιλικούς ανθρώπους, εγνώρισεν από Πνεύμα Άγιον την υπόθεσιν και πλησιάσας είπε προς αυτούς χωρίς εκείνοι να τον ερωτήσωσιν· «Εγώ είμαι ο Τρύφων, τον οποίον ζητείτε». Όθεν λαβόντες αυτόν αγαλλόμενοι τον επήγαν εις τον έπαρχον Πομπηιανόν, αναβιβάσαντες δε αυτόν εις ίππον βασιλικόν τον επήραν εντίμως τρέχοντες προς την Ρώμην· ήτο δε τότε ο Άγιος ετών δεκαεπτά. Όταν επλησίαζαν εις τα όρια της περιφήμου Ρώμης, τρεις ημέρας πριν να φθάσωσιν εις την πόλιν, εγνώρισεν ο μυσαρός δαίμων τον ερχομόν του Τρύφωνος και εβασάνισε την κόρην περισσότερον· έπειτα έδειχνεν ότι ωδύρετο, λέγων: «Ουαί μοι, δεν με αφήνει πλέον ο Τρύφων να κατοικώ εδώ εις το οικητήριον τούτο, αλλά με εκδιώκει απ’ αυτού· άλλαι τρεις ημέραι μόνον υπολείπονται και έρχεται ο Τρύφων, όστις έχει εξουσίαν κατεπάνω μας». Ταύτα λέγων κατεσπάραξε την κόρην και έπειτα έφυγε, διότι δεν ηδύνατο να αντικρύση καν κατά πρόσωπον τον Άγιον Τρύφωνα. Την τρίτην ημέραν έφθασεν ο Άγιος, ο δε βασιλεύς τον υπεδέχθη ασμένως και πολλά τον ετίμησεν ως θεραπευτήν της θυγατρός του. Δια να βεβαιωθή όμως καλλίτερον την αλήθειαν, παρεκάλεσε τον Άγιον να του δείξη οφθαλμοφανώς τον δαίμονα δια να τον ερωτήση, διατί εισήλθεν εις την κόρην και δι’ άλλα τινά ζητήματα. Τότε ο Άγιος ενήστευσεν έξ ημέρας και προσηύχετο εις τον Θεόν να του δώση εις τούτο βοήθειαν· κατά δε την εβδόμην ημέραν είδεν οπτασίαν θαυμασίαν το μεσονύκτιον, του έδωκε δε ο Θεός και εξουσίαν πλουσίαν κατά δαιμόνων, υπέρ την προτέραν. To πρωϊ, όταν εξημέρωσε, συνήχθησαν όλοι οι κάτοικοι της πόλεως εις το θέατρον καθώς και ο βασιλεύς με τους δορυφόρους και πάντας τους μεγιστάνας και άρχοντας, επιθυμούντες να ίδωσι τοιούτον εξαίσιον θαυματούργημα· ο δε θείος Τρύφων, έμπλεως από Πνεύμα Άγιον, έχων πίστιν εις τον Θεόν, εκάλεσε τον δαίμονα, ωσάν να τον έβλεπε με τους οφθαλμούς της ψυχής παριστάμενον και του λέγει· «Εις το όνομα του Ιησού Χριστού σε προστάσσω να φανής εδώ έμπροσθέν μας, να ίδωμεν όλοι την ασχημοσύνην και ασθένειάν σου». Τότε παρευθύς εφάνη κύων μαύρος και άσχημος, του οποίου οι οφθαλμοί ήσαν ως πυρ και φλόγα, έκλινε δε την κεφαλήν προς την γην. Τότε του λέγει ο Άγιος· «Ειπέ μας, κατάρατε, τις σε προσέταξε να εισέλθης εις την κόρην ταύτην και πως τολμάς και δύνασαι, αδύνατε, ζοφωδέστατε και άτιμε, να ατιμάζης το τίμιον πλάσμα του Θεού και να βασανίζης τους ανθρώπους, μισάνθρωπε»; Τότε ο δαίμων, ως να τον επλήγωσαν ως βέλη οι λόγοι του Τρύφωνος, απεκρίθη με δυσκολίαν, λέγων· «Ο πατήρ μου, όστις είναι πάντων των κακών αίτιος και λέγεται Σατανάς, με έστειλε να την βασανίσω». Του λέγει πάλιν ο Άγιος· «Και ποίαν εξουσίαν έχετε σεις, αρχηγοί και ευρεταί της κακίας, εις τα πλάσματα του Θεού»; Τότε ο εις σχήμα κυνός φαινόμενος δαίμων, αν και είναι φιλοψευδής εκ φύσεως και δεν θέλει ποτέ να είπη την αλήθειαν, όμως χωρίς να θέλη (υπό της θείας δυνάμεως βιαζόμενος) ωμολόγησεν, έμπροσθεν πάντων, εκείνα τα οποία ήθελε να κρύπτη και να τα φυλάττη απόρρητα, λέγων· «Ημείς δεν έχομεν καμμίαν εξουσίαν να τυραννώμεν τους Χριστιανούς, οι οποίοι πιστεύουσιν εις τον Παντοκράτορα Θεόν και τον Χριστόν τον Υιόν Αυτού, τον οποίον ο Πέτρος και ο Παύλος εδώ εις την πόλιν ταύτην λαμπρώς εκήρυξαν, μάλιστα βλέποντες τους πιστούς αυτούς από μακράν φεύγομεν· μόνον δε εκείνους τους οποίους ευρίσκομεν να αγαπώσι τα έργα μας, αυτούς έχομεν εξουσίαν να βασανίζωμεν, δηλαδή ειδωλολάτρας, βλασφήμους, μοιχούς, φονείς, φαρμακείς και υπερηφάνους και άλλους ομοίους τούτων, οίτινες χωρίζονται και αλλοτριώνονται από τον Θεόν με τοιαύτα ανομήματα, έρχονται δε προς ημάς με την ιδικήν των προαίρεσιν. Εκείνους μόνον πειράζομεν, επειδή πράττουσιν όσα μας αρέσκουσι, καταφρονούντες τα θεία προστάγματα». Ταύτα οι περιεστώτες ακούοντες, εθαύμασαν και συγχρόνως εφοβήθησαν, πολλοί δε απ’ εκείνους επίστευσαν εις τον Χριστόν, οι δε πιστοί εστερεώθησαν εις την πίστιν καλλίτερον, ακούοντες την αληθή μαρτυρίαν του δαίμονος, ο οποίος επιτιμηθείς από τον Άγιον έγινεν άφαντος. Ταύτα ιδών και ακούσας ο βασιλεύς εθαύμασε τον Τρύφωνα, και τον ετίμησε περισσώς ως έπρεπε και πολλάς δωρεάς του εχάρισεν, έπειτα προσέταξε τον έπαρχον Πομπηιανόν και άλλους άρχοντας να τον συνοδεύσουν έως εις τον τόπον του. Πορευόμενος δε ο Άγιος, διεμοίρασε καθ’ οδόν εις τους πτωχούς όλα τα αργύρια, τα οποία του εχάρισεν ο βασιλεύς και δεν ηθέλησε να κρατήση ουδόλως δωρεάν από ασεβή. Φθάσας δε εις την οικίαν του, έκαμνε τα πρότερα θεραπεύων τους ασθενείς και οδηγών τους πεπλανημένους προς την αλήθειαν. Μετά τον θάνατον του Γορδιανού, εβασίλευσεν ο ευσεβής Φίλιππος, ολίγον καιρόν όμως έζησεν, διότι πολεμών με τους Τρωγλοδύτας τον εφόνευσαν. Τότε έλαβε την βασιλείαν ο δυσσεβής και άδικος Δέκιος, άνθρωπος ωμός και άσπλαγχνος, εις φόνους και αίματα ευφραινόμενος, έχων πολλήν ζέσιν εις τα μιαρά είδωλα και μίσος άμετρον κατά των Χριστιανών ο άχρηστος· όθεν δεν εμερίμνα και τόσον να πολεμή τους εχθρούς του, όσον εφρόντιζε να διώκη τους ευσεβείς, ο ασεβέστατος, είχε δε τούτο δια μεγάλην δόξαν αυτού και εύκλειαν· όθεν ητοίμαζε τροχούς, ξίφη, ονύχια σιδηρά και άλλα διάφορα κολαστήρια. Ήτο λοιπόν εις όλην την οκουμένην σκότος και πόλεμος και πολλοί μη υποφέροντες τα πάνδεινα παιδευτήρια, προσεκύνουν (φευ!) οι λογικοί τα άλογα και αναίσθητα κτίσματα, οι δε στερεοί και καλόγνωμοι έμενον αήττητοι έως τέλους, φυλάττοντες την πίστιν των απαρασάλευτον και υπομένοντες ανδρείως όλα τα φρικτά κολαστήρια και δια του προσκαίρου θανάτου απήρχοντο εις ζωήν την αιώνιον. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, και του διωγμού πληθυνομένου, ανήγγειλάν τινες μισόχριστοι προς τον έπαρχον της Ανατολής, Ακυλίνον ονόματι, ότι άνθρωπός τις από την Λάμψακον γνωστικός και λόγιος, ιατρός το επιτήδευμα, καταφρονεί τους βασιλείς και εμπαίζει τους μεγάλους θεούς προσκυνών τον Χριστόν, τον οποίον ομολογεί ως μόνον Θεόν και πολλοί υπ’ αυτού ηπατήθησαν και ησέβησαν. Ευθύς λοιπόν έστειλεν ο Ακυλίνος γράμματα απειλητικά, να ερευνήσουν πανταχού επιμελώς, να τον εύρουν και να τον αποστείλουν εις αυτόν τάχιστα. Δεν ήτο δυνατόν λοιπόν να κρυφθή ο λαμπρός λύχνος της πίστεως και το πολύτιμον και χρήσιμον μύρον, το οποίον από την ευωδίαν αυτού φανερώνεται· μάλιστα και μόνος του ο Άγιος, ακούσας ότι τον εζήτουν οι διώκται της πίστεώς μας, δεν έφυγε να κρυφθή εις τα δάση και σπήλαια, αλλ’ ωπλίσθη με προσευχάς και δεήσεις και ούτω φαιδρός παρρησιάζεται προς τους ζητούντας, οίτινες έφερον αυτόν χαίροντες εις τον έπαρχον ευρισκόμενον τότε εις την Νίκαιαν. Παραστήσαντες λοιπόν τον Άγιον εις το κριτήριον, τον ηρώτησεν ο έπαρχος να είπη το όνομα, την πίστιν, την τύχην (ήτοι ποίας καταστάσεως άνθρωπος ετύγχανε) και την πατρίδα του, ο δε Άγιος είπε προς αυτόν· «Τρύφων καλούμαι και είμαι από την Λάμψακον· τύχην ημείς δεν ομολογούμεν, διότι δεν υπάρχει, αλλά πιστεύομεν ότι όλα έγιναν ευτάκτως από τον Παντοδύναμον Θεόν, όστις κυβερνά όλον τον κόσμον με την σοφίαν του και όχι από την τύχην· είμαι δε την κατάστασιν ελεύθερος (και όχι δούλος), μόνον εις τον Δεσπότην μου Χριστόν εδουλώθην, όστις είναι ο στέφανός μου, η δόξα μου και το καύχημά μου». Του λέγει ο έπαρχος· «Ο βασιλεύς επρόσταξεν, ότι όστις δεν σέβεται τους θεούς, να λαμβάνη βίαιον θάνατον· λοιπόν υπάκουσόν μου· άφες την πλάνην αυτήν, να μη λάβης πυρ και πληγάς και άλλα φρικτά κολαστήρια». Λέγει ο Άγιος· «Είθε να με ηξίωνεν ο Δεσπότης μου Χριστός, ο αληθής και μόνος Θεός, να βασανισθώ δια την αγάπην του, να λάβω επώδυνον θάνατον». Λέγει πάλιν ο έπαρχος· «Παρακαλώ σε, Τρύφων, θυσίασον εις τους θεούς, διότι βλέπω πως είσαι εις την φρόνησιν τέλειος και δεν θέλω να αποθάνης ασκόπως και ματαίως». Του λέγει ο Άγιος· «Τότε μάλλον θα είμαι τέλειος, εάν φυλάξω την ομολογίαν τελείαν προς τον Δεσπότην μου Χριστόν, να γίνω προς αυτόν θυσία άμωμος, καθώς έπαθε και Αυτός δι’ εμέ». Εις τας απειλάς ταύτας του επάρχου, ότι θα τον βάλη εις πυρ και έτερα κολαστήρια, απήντησεν ο Άγιος· «Συ με φοβερίζεις με πυρ, το οποίον σβύνεται γρήγορα και τάχιστα αφανίζεται, εγώ όμως σου προαναγγέλλω το πυρ εκείνο το άσβεστον της αιωνίου κολάσεως, εις το οποίον θέλεις κατακριθή να καίεσαι ατελεύτητα και να οδύρεσαι ανωφέλευτα, επειδή αφήκες τον αληθή Θεόν και προσκυνείς αναίσθητα ξόανα. Μη χάνης λοιπόν τον καιρόν σου ασκόπως με απειλάς πυρός και ετέρων προσκαίρων κολαστηρίων, διότι οι δούλοι του Θεού δεν φοβούνται ποσώς τούτο το πυρ, αλλά εκείνο το άσβεστον και αιώνιον. Πράξε λοιπόν όπως ορίζεις, διότι εγώ δεν αρνούμαι τον αληθή Θεόν, αν μου δώσης και μύρια κολαστήρια». Τότε προστάσσει ο τύραννος να κρεμάσωσι τον Άγιον εις το ξύλον, να τον σπαθίζουσιν. Εκείνος δε εξεδύθη ευθύς μόνος, δια να δείξη της ψυχής το πρόθυμον· εκαρτέρει δε σπαθιζόμενος ώρας τρεις, ωσάν να έπασχεν άλλος, χωρίς να εκβάλη ουδεμίαν φωνήν, ο δε έπαρχος έλεγε· «Μετανόησον, Τρύφων, από ταύτην την υπερηφάνειάν σου· προσκύνησον τους θεούς, διότι εκείνος όστις εναντιούται εις τα βασιλικά προστάγματα λαμβάνει θάνατον επώδυνον». Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Όστις δεν φυλάξη το σωτήριον του Θεού θέλημα, μέλλει να κατακριθή εις θάνατον αθάνατον, διότι αυτός είναι μόνος Βασιλεύς ουράνιος και όστις τον αρνηθή, ζημιούται ζωήν αιώνιον». Λέγει ο έπαρχος· «Άλλος δεν είναι ουράνιος, ειμή ο μέγας Ζεύς, ο υιός του Κρόνου και της Ρέας· ούτος είναι πατήρ των ανθρώπων και των άλλων θεών και όστις απειθήση εις αυτόν είναι αδύνατον να ζήση· λοιπόν και συ υποτάξου εις αυτόν, δια να αξιωθής να έχης ζωήν γλυκυτάτην πάντοτε». Εις τους λόγους τούτους του τυράννου απεκρίθη ο Άγιος· «Όμοιοι αυτού να γίνουν όσοι πιστεύουσιν αυτόν και δια θεόν τον νομίζουσι, διότι, καθώς ομολογούσι τα βιβλία σας, αυτός ήτο γόης και μάντις μιαρώτατος, και δεν αφήκε καμμίαν ανομίαν και είδος κακίας άπρακτον ο πάντολμος. Όταν δε απέθανε του έστησαν χρυσά και αργυρά είδωλα όσοι εποθούσαν τα σιχαμερά και πάσης αισχύνης πεπληρωμένα έργα του, ονομάζοντες αυτόν και θεόν δια να δικαιολογήσουν με τούτον τον τρόπον τας αισχρουργίας και ασελγείας του. Ούτως έπραξαν και δια τους άλλους ψευδωνύμους θεούς σας, εις την πλάνην δε ταύτην ακολουθούντες και σεις, ανοήτως, σέβεσθε ύλην κωφήν και άψυχον, καταφρονούντες τον αληθή και ζώντα Θεόν, όστις τον ουρανόν εστερέωσε, την γην εθεμελίωσεν επί των υδάτων και πάσαν την οικουμένην εποίησε· μετά δε ταύτα έπλασε και ανέπλασε τον άνθρωπον, ως φιλάνθρωπος. Διότι βλέπων ότι τον επλάνησεν ο δαίμων και τον εξώρισεν ως φθονερός από τον Παράδεισον, κατεδέχθη να γίνη άνθρωπος και εσταυρώθη και ετάφη εκουσίως και αναστάς εκ νεκρών, ανήλθεν εις τους ουρανούς, ένθα υμνείται υπό Αγίων Αγγέλων, όταν δε έλθη το πλήρωμα του χρόνου, το οποίον αυτός μόνος γνωρίζει, τότε θέλει έλθει και πάλιν εξ ουρανού με άρρητον δύναμιν και δόξαν θεοπρεπώς, ίνα κρίνη την οικουμένην άπασαν και αποδώση εις έκαστον κατά τας πράξεις του. Αυτός είναι Θεός θεών, Βασιλεύς απάντων των βασιλέων και Κριτής ζώντων και νεκρών δικαιότατος. Αυτά δε όπου προσκυνείτε σεις δια θεούς είναι άψυχα ξόανα, έργα χειρών ανθρώπων και πονηρών δαιμόνων ευρήματα και σας οδηγούν εις απώλειαν». Ταύτα ακούσας εθυμώθη ο έπαρχος και προστάσσει να καταβιβάσουν τον Άγιον από το ξύλον και να τον σύρουν δεδεμένον εις το κυνήγιον όπου θα επήγαινε. Τούτου γενομένου είχε πολλήν οδύνην ο Άγιος, διότι επεριπάτει ανυπόδητος και οι πόδες του ήσαν ξεσχισμένοι από την προτέραν βάσανον, τότε δε πάλιν κατεξεσχίζοντο από τα ξύλα και τας πέτρας εν μέσω χειμώνος, πολλάκις δε τον κατεπάτουν και οι ίπποι και έπιπτον καθ’ οδόν αι σάρκες του. Όθεν ησθάνετο πόνον υπερβολικόν, αλλ’ υπέμεινεν όλα ταύτα τα λυπηρά, αποβλέπων εις την μέλλουσαν ανταπόδοσιν, έψαλλε δε λέγων· «Κατάρτισαι, Κύριε, τα διαβήματά μου» (Ψαλμ. ιστ: 5) και άλλα ρητά της Αγίας Γραφής παρόμοια. Έπειτα πάλιν, μιμούμενος τον Πρωτομάρτυρα Στέφανον και αυτόν τον Χριστόν ο χριστομίμητος, έλεγε· Κύριε, συγχώρησε το αμάρτημά των». Κατά δε το εσπέρας, όταν επέστρεψεν από το κυνήγιον ο Ακυλίνος, εφρόντιζε να κυνηγήση μάλλον τον Άγιον και του λέγει· «Εσωφρινίσθης καν τώρα, να προσκυνήσης τους θεούς, άθλιε, ή μένεις εις την προτέραν μανίαν σου»; Ο δε Άγιος απεκρίνατο· «Συ μάλιστα είσαι γεμάτος μανίαν και αγνωσίαν, ανόητε, δι’ αυτό δεν θέλεις να εννοήσης τον αληθή Θεόν· εγώ όμως έχω γνώσιν, διότι κρατώ την αλήθειαν». Τότε ο άρχων, μη έχων λόγον να αποκριθή κατά της αληθείας ο μάταιος, επρόσταξε να φυλακίσουν τον Άγιον έως άλλην εξέτασιν· μετά τινας δε ημέρας, θέλων να υπάγη εις την Νίκαιαν, επρόσταξε να φέρουν και τον Μάρτυρα δεδεμένον. Όταν δε επλησίαζαν εις την πόλιν, τον ηρώτησεν ο τύραννος· «Μήπως σε εδίδαξε, Τρύφων, το μάκρος του καιρού, να υπακούσης εις τους βασιλείς, να προσκυνήσης τους σωτήρας θεούς, ή ακόμη είσαι απειθής και φιλόνεικος»; Απεκρίθη ο Άγιος· «Ο Κύριος και Θεός μου Ιησούς Χριστός, τον οποίον λατρεύω με καθαράν διάνοιαν, με ενουθέτησε να φυλάττω την ομολογίαν του αμετάθετον· όθεν αυτόν μόνον γνωρίζω Βασιλέα και Θεόν αψευδέστατον, τας δε βασάνους, τας οποίας υφίσταμαι υπό σου και τας εντολάς του βασιλέως σου καταφρονώ και τους θεούς σου μυκτηρίζω ως αξίους γέλωτος». Εις ταύτα οργισθείς ο θεόργιστος επρόσταξε να καρφώσουν εις τους πόδας του Μάρτυρος ήλους και έτερα σίδηρα και δέροντες τον ετραβούσαν εις το μέσον της πόλεως. Εκ τούτου έλαβε πολλήν οδύνην και πόνον ανείκαστον ο καρτερόψυχος και έτρεχαν μεν εις την γην τα αίματα, αλλά ο πόθος του Χριστού τον έκαμνε να μη υπολογίζη της σαρκός την κόλασιν και να νομίζη των αλγεινών τας νιφάδας ως ψεκάδας δρόσου και αναψυχήν της ψυχής ο αήττητος. Θαυμάζων λοιπόν την καρτερίαν αυτού ο τύραννος, έλεγεν· «Έως πότε δεν θα αισθάνεσαι, Τρύφων, την δριμύτητα των κολάσεως»; Ο δε Άγιος αντιστρέφων τους λόγους έλεγεν· «Έως πότε συ δεν θα εννοής την αήττητον δύναμιν του Χριστού, όστις κατοικεί εις εμέ, αλλά πειράζεις το Πνεύμα το Άγιον»; Τότε πάλιν οργισθείς ο άρχων επρόσταξε να εξαρθρώσωσι τους αγκώνας του, να τον δέρωσι με ράβδους και να τον κατακαίωσι με λαμπάδας πυρός. Τούτων ούτω γενομένων, καθώς εβασάνιζαν οι δήμιοι με πολλήν σφοδρότητα και ασπλαγχνίαν τον Άγιον, ήλθεν από τους ουρανούς προς αυτόν εξαίφνης θεά επιφάνεια εξαστράπτουσα και εφαίνετο φερόμενος προς αυτόν στέφανος ανθισμένος και εστολισμένος δια λίθων πολυτίμων. Ταύτα βλέποντες οι στρατιώται, οίτινες τον εβασάνιζαν, έπεσον κατά γης όλοι έντρομοι, ο δε Άγιος ενεπλήσθη θάρρους και αγαλλιάσεως υπό της θείας εκείνης Χάριτος, την οποίαν έβλεπε, και εδόξαζε τον Κύριον λέγων· «Ευχαριστώ σοι, Δέσποτα, ότι δεν με εγκατέλιπες εις τας χείρας των εχθρών μου, αλλά την ημέραν του πολέμου με περιεσκέπασες και η δεξιά σου με εβοήθησεν· αλλά και τώρα σε παρακαλώ, Δέσποτα, παραστάσου έως τέλους να με ενδυναμώνης να τελειώσω καλώς τον αγώνα της ομολογίας σου, δια να αξιωθώ να χαρώ τον στέφανον της δικαιοσύνης μετά των φίλων σου, οίτινες ηγάπησαν το Πανάγιόν σου Όνομα· ότι συ μόνος είσαι δοξασμένος εις τους αιώνας. Αμήν». Ταύτα βλέπων ο μιαρός τύραννος εδοκίμαζε πάλιν με κολακείας να νικήση τον αήττητον, λέγων προς αυτόν· «Προσκύνησον τον μεγάλον Δία και την εικόνα του Καίσαρος και θα σου δώσω πολλήν τιμήν και χαρίσματα άπειρα». Ο δε Μάρτυς μειδιάσας, είπεν· «Εάν αυτόν τον βασιλέα σου κατεφρόνησα και τα προστάγματά του περιεγέλασα, πώς να προσκυνήσω την άψυχον εικόνα του; Δια δε τον Δία και τους άλλους ψευδοθεούς σας ερώτησον τους σοφούς σας, οίτινες εδοκίμασαν να σκεπάσουν με τας μυθολογίας τας αισχράς πράξεις και ατοπίας των, ονομάζοντες τον αέρα Ήραν και την γην Δήμητραν, Ποσειδώνα την θάλασσαν και Απόλλωνα τον ήλιον, ομοίως και τους άλλους, αλληγορούντες τον Ερμήν εις τον λόγον, εις τον θυμόν τον Άρην και εις την πορνείαν την Αφροδίτην και άλλα παρόμοια μυθολογούντες φλυαρήματα· αλλά εγώ ηξεύρω από τας ιστορίας, τας κακουργίας αυτών των θεών σας και εξόχως του πρώτου, τον οποίον λέγετε μεγαλύτερον· αυτός ήτο μοιχός, ο Ζεύς δηλαδή ο ασελγής και παράνομος, όστις εφόνευσε τον πατέρα του, αλλά και οι επίλοιποι θεοί σας ασεβείς είναι και παμμίαροι, τούτων δε τας πράξεις μιμείσθε και σεις οι πονηροί και κακότροποι· και δεν φθάνει ότι απηρνήθητε σεις τον αληθή Θεόν οι ανόητοι, αλλά αναγκάζετε και ημάς να επικοινωνήσωμεν μαζί σας εις τόσην σκολιάν τυφλότητα, αφού λέγετε το σκότος φως και το φως σκότς, το πικρόν γλυκύ, και το γλυκύ πικρόν, καθώς ο Ησαϊας ο μεγαλόφωνος λέγει (Ησαϊα ε: 20)· αλλά ματαίως οδυνάσθε· διότι προτιμώμεν να αποθάνωμεν μάλλον ή να αφήσωμεν την ευσέβειαν». Εις ταύτα εθαύμασε και εθύμωσεν ο τύραννος· θαύμα μεν είχε, ότι εγνώριζεν ο Άγιος τας ιστορίας των αθέων θεών· και θυμόν, διότι τους εχλεύαζε. Προστάσσει λοιπόν να τον σπαθίσωσι σκληρότερον. Αλλ’ εις μάτην εκοπίαζε· διότι όλας τας βασάνους ενόμιζεν ο μακάριος Τρύφων τρυφάς και ηδονάς από τον ένθεον έρωτα. Όθεν γνωρίσας ο δείλαιος το αήττητον του Μάρτυρος, εβαρύνθη η δορκάς να πολεμή με τον λέοντα και δίδει κατ’ αυτού την τελευταίαν απόφασιν, να τον αποκεφαλίσωσιν έξω της πόλεως. Όταν λοιπόν τον επήγαν εις τον τόπον της καταδίκης οι δήμιοι, ύψωσε προς ουρανόν κατ’ ανατολάς τας χείρας και τους οφθαλμούς, ταύτα λέγων· «Δέσποτα Κύριε, Θεέ θεών, Βασιλεύ βασιλέων, Άγιε Αγίων, ευχαριστώ σοι, ότι με ηξίωσας νατελειώσω τον αγώνα τούτον αναμάρτητα· παρακαλώ σε να μη με εμποδίση ο πονηρός και επίβουλος και με καταβυθίση εις τον βυθόν της απωλείας· αλλά ας πάρουν την ψυχήν μου Άγιοί σου Άγγελοι, να την φέρουν εις τα αγαπητά και ποθητά σκηνώματά σου. Όσοι δε ενθυμούνται εμέ τον ανάξιον δούλον σου, και προσφέρουν εις σε θυσίας δεκτάς, πρόσχες αυτών εξ ουρανού αγίου σου και δος εις αυτούς αφθάρτους ευεργεσίας και πλουσίαν αντάμειψιν· ότι συ είσαι μόνος αγαθός και των αγαθών παροχεύς και δοτήρ πλουσιώτατος». Ταύτα ο Αθλοφόρος ευξάμενος και προσκυνήσας τον Θεόν, παρέδωκεν εις αυτόν την ψυχήν ο μακάριος, προτού να τον αποκεφαλίση ο δήμιος, δια να μη φανή ότι τον εθανάτωσεν ο τύραννος, αλλά ετελειώθη με θείον νεύμα και βούλησιν. Τότε όσοι πιστοί ήσαν εκεί εις την Νίκαιαν ετύλιξαν οσίως και ευλαβώς εις σινδόνα καθαράν με αρώματα το τίμιον λείψανον και εβούλοντο να το ενταφιάσωσιν εκεί, δια να το έχωσιν ως θησαυρόν πολύτιμον και ασφαλές φυλακτήριον· αλλ’ ο Άγιος εφάνη εις το όραμά των και τους είπε να το υπάγουν εις την Λάμψακον· όθεν έκαμαν καθώς τους επρόσταξεν εκείνος και τον ενεταφίασαν εκεί, εις τον τόπον δε αυτόν έγιναν πολλά θαυμάσια, εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος. Αμήν.

Τετάρτη 26 Ιουλίου 2017

Ανακομιδή του λειψάνου του Αποστόλου ΦΙΛΙΠΠΟΥ

Τη ΛΑ΄ (31η) του αυτού μηνός Ιουλίου, εορτάζομεν την Ανακομιδήν του λειψάνου του Αγίου, ενδόξου και πανευφήμου Αποστόλου ΦΙΛΙΠΠΟΥ, ενός της πρώτης χορείας των Δώδεκα, ήτοι την κατάθεσιν του αγίου Σκήνους αυτού εν τη νήσω Κύπρω.                                                                            

Φίλιππος ο Απόστολος ήτο από Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας, συμπολίτης Ανδρέου και Πέτρου, κηρύξας τον Χριστόν εν τη Ασία, τη Ιεραπόλει, και εις τας πόλεις της Μυσίας και Λυδίας ομού με την αδελφήν αυτού Μαριάμνην και Βαρθολομαίον τον Απόστολον και πολλούς πειρασμούς και θλίψεις υπό των απίστων υπομείνας, μαστιγούμενος, εγκλειόμενος, λιθαζόμενος, είτα τους αστραγάλους τρυπηθείς, και επί της πλατείας συρθείς, και επί του ξύλου σταυρωθείς, υπό των Ελλήνων ετελειώθη. Τούτου το άγιον λείψανον συσταλέν εν Ιεραπόλει, εις την οποίαν και ετελειώθη, υπό του Βαρθολομαίου και της Μαριάμνης, μετεκομίσθη μετά χρόνους ικανούς εις την νήσον Κύπρον εις τι κατά την Πάφον χωρίον, Αρσινόην λεόμενον, κοινότερον δε Άρσος παρά των εγχωρίων καλούμενον, εις το οποίον έχει οικοδομηθή Ναός επ’ ονόματι του Αποστόλου Φιλίππου μέγιστος και ωραιότατος, ως και μέχρι τούδε σωζόμενος καθοράται. Εις τον Ναόν αυτόν κατέθεσαν το άγιον αυτού λείψανον μετά της αγίας αυτού Κάρας, κεκοσμημένης ούσης δι’ αργύρου, και δια σφραγίδων βασιλικών επιβεβαιωμένης, όπερ και μέχρι της σήμερον εύρηται εις τον ίδιον Ναόν μετά πολλής της ευλαβείας παρά των ευσεβών φυλαττόμενον, θαύματα άπειρα επιτελούν εις δόξαν Θεού. 

Τρίτη 25 Ιουλίου 2017

Η ανάμνησις των Εγκαινίων του σεβασμίου οίκου της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών ΘΕΟΤΟΚΟΥ του εν ΒΛΑΧΕΡΝΑΙΣ, ένθα απόκειται η ΑΓΙΑ ΣΟΡΟΣ και προεόρτια του ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ,

Τη ΛΑ΄ (31η) του αυτού μηνός Ιουλίου. Η ανάμνησις των Εγκαινίων του σεβασμίου οίκου της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών ΘΕΟΤΟΚΟΥ του εν ΒΛΑΧΕΡΝΑΙΣ, ένθα απόκειται η ΑΓΙΑ ΣΟΡΟΣ και προεόρτια του ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ, ήτοι η από του βασιλικού παλατίου εξέλευσις του Τιμίου Σταυρού εις την Πόλιν.                                                                                                                                                                
Κατά την ημέραν ταύτην επεκράτει συνήθεια να εκφέρηται εκ του παλατίου του βασιλέως το τίμιον ξύλον του Σταυρού, και να προπέμπηται πλησίον της μεγάλης Εκκλησίας· προϋπήντα δε αυτό ο δεύτερος ιερεύς εκ των Κηρουλαρίων, όστις βαστάζων θυμιατόν και θυμιών, πρώτον έφερεν αυτό εις τον μικρόν βαπτιστήρα, όπου εγίνετο αγιασμός εν τω αργυρώ εξαντλητηρίω, έπειτα δε εισήγαγεν αυτό εις το άγιον Βήμα της Μεγάλης Εκκλησίας, της Αγίας Σοφίας. Εκ δε του αγίου Βήματος εξήγον τον Σταυρόν, και περιέφερον εις όλην την Κωνσταντινούπολιν μέχρι της δεκάτης τετάρτης Αυγούστου, ότε προεπέμπετο πάλιν εις το παλάτιον, και απετίθετο εις τον τόπον αυτού υπό των Διαιταρίων και του μεγάλου Παππία. Αύτη δε η εξέλευσις και περίοδος των τιμίων ξύλων του Σταυρού εγίνετο, διότι εις τας πρώτας δεκαπέντε ημέρας του Αυγούστου επιπολάζουσι συνήθως ασθένειαι περισσότεραι ή κατά τους άλλους μήνας· όθεν ο Τίμιος Σταυρός του Κυρίου, περιφερόμενος εις την Πόλιν, ηγίαζε τον αέρα δια της παρουσίας του, και τας οικίας και τας αγυιάς και τας πλατείας, υγείαν παρέχων εις όλους εκείνους, πλησίον των οποίων διήρχετο ή τους οποίους προσήγγιζεν.