Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013

Ο ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ

--Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία…                                                                                
Όλη η γειτονιά αντηχούσε απ΄ τα χαρμόσυνα κάλαντα, που τραγουδούσαν τα παιδάκια την παραμονή της πρωτοχρονιάς. Και το βράδυ, μαζεμένη γύρω στο τζάκι η οικογένεια του παπα-Θύμιου, καμάρωνε τα δώρα, που χάρισε ο ένας στον άλλο, και περίμενε την ώρα της βασιλόπιτας. Ο Γιώργος, μαθητής της πέμπτης του δημοτικού σχολείου, επάνω κάτω έντεκα χρονών, κρατούσε στα χέρια του ένα χρυσοδεμένο βιβλίο και στριφογύριζε απ΄ όλες τις μεριές και ξεφύλλιζε τις εικόνες του. Και η Μαρία, ένα χρόνο μικρότερη, κρατούσε και χάϊδευε και καμάρωνε μια πανώρια κούκλα. Και πάλι αντήχησαν στη γειτονιά οι χαρούμενες φωνές των παιδιών:                                         
--Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία…                                                                             
--Που είναι η Καισαρεία, μπαμπά; Ρώτησε η Μαρία.                                                                   
–Είναι πέρα στην Ανατολή, παιδί μου. Μα τη λένε Καισάρεια και όχι Καισαρεία.               
 –Και γιατί τα παιδιά τη λένε έτσι;                                                                                                       
--Γιατί έτσι ταιριάζει καλύτερα στο τραγούδι τους.                                                                 
Μήπως θέλετε να σας πω την ιστορία του Άϊ-Βασίλη; Έτσι θα περάση και η ώρα, όσο να κόψωμε τη βασιλόπιτα. Χαρούμενα τα παιδιά τριγύρισαν τον παπα-Θύμιο. Η παπαδιά έριξε κι άλλα ξύλα στη φωτιά, έδωσε σ΄ όλους από έναν κουραμπιέ κι ο παπάς άρχισε την ιστορία.                                                                                                                 
–Όπως σας είπα και πρωτύτερα, η Καισάρεια είναι βαθιά στην Ανατολή, σε μια χώρα, που τη λένε Καππαδοκία. Εκεί γεννήθηκε ο Άϊ-Βασίλης τριακόσια τριάντα χρόνια ύστερα απ΄ την γέννηση του Χριστού. Οι γονείς του, όπως οι περισσότεροι πατριώτες του, ήταν ειδωλολάτρες. Η μητέρα του, η Εμμέλεια, ήταν μια σπάνια γυναίκα κι έδωσε στο παιδί της πολύ καλή ανατροφή. Πόσα χρωστούμε όλοι οι Χριστιανοί στην καλή αυτή μητέρα! Όταν μεγάλωσε ο Βασίλειος, πήγε στην Αθήνα να σπουδάση κι εκεί γνωρίστηκε με τον Άγιο Γρηγόριο. Έγινε στην αρχή δικηγόρος. Στην πατρίδα του ήταν δάσκαλος μερικά χρόνια. Αλλά ούτε το ένα ούτε το άλλο επάγγελμα του γέμιζε την ψυχή. Με το δυνατό του μυαλό είδε, πως η νέα θρησκεία του Χριστού ήταν καλύτερη απ΄ την παλιά. Έβλεπε κάθε μέρα να κυνηγούν τους Χριστιανούς και να τους βασανίζουν. Ο αυτοκράτωρ ήταν κι αυτός ειδωλολάτρης και δεν ήθελε να πληθαίνουν οι Χριστιανοί. Η ψυχή του Βασιλείου δεν μπορούσε να υποφέρη τις αδικίες αυτές. Σε ηλικία 27 χρονών έγινε Χριστιανός, μοίρασε όλη την περιουσία του στους φτωχούς και ξεκίνησε να γνωρίση κι άλλους τόπους, να γνωρίση κι άλλους Χριστιανούς, ν΄ αγωνιστή κι αυτός για την θρησκεία του Χριστού. Θέλοντας να ιδή με τα μάτια του τα μέρη, που γεννήθηκε κι έζησε ο Χριστός, ταξίδεψε στην Αίγυπτο, στην Παλαιστίνη, στη Συρία, στη Μεσοποταμία. Στην Αίγυπτο γνώρισε και τον Άγιο Αντώνιο. Βλέπω στα μάτια σας, παιδιά μου, ν΄ αναγαλλιάζη η ψυχή σας ακούοντας τα ταξίδια αυτά, σα να τα ζηλεύετε. Μα λέτε, πως ήταν ευχάριστα τα ταξίδια αυτά; Εκείνον τον καιρό ούτε σιδηρόδρομοι υπήρχαν, ούτε ατμόπλοια, ούτε αυτοκίνητα. Μην ξεχνάτε, πως ούτε χρήματα είχε πια π Βασίλειος. Μην ξεχνάτε και πόσο κυνηγούσανε παντού τους Χριστιανούς και θα καταλάβετε πόσο βασανισμένο ήταν αυτό το μεγάλο ταξίδι του Βασιλείου. Σ΄ ένα άλλο του ταξίδι στον Πόντο, που είχε κι ένα πατρικό του κτήμα, αποφάσισε να ζήση κάμποσο καιρό στην ερημιά, μόνος του σαν καλόγερος. Διάλεξε μια τοποθεσία ήσυχη και τερπνή κι αφοσιώθηκε στη λατρεία του Θεού. Ακούστε, πως περιγράφει ο ίδιος, σ΄ ένα γράμμα στο φίλο του Γρηγόριο, τον τόπο, που διάλεξε να ζήση:                                                                                                                                                        --«Αφού απελπίστηκα πια, ότι θα μ΄ ακολουθήσης, ζήτησα καταφύγιο εδώ, στον Πόντο. Και ο Θεός μ΄ οδήγησε σ΄ έναν τόπο, που μ΄ ευχαριστεί πάρα πολύ. Θυμάσαι καμιά φορά, που παίζοντας πλάθαμε με τη φαντασία μας όμορφες τοποθεσίες; Τέτοιο είναι και το μέρος, που ζω σήμερα. Είναι ένα ψηλό βουνό σκεπασμένο από πυκνό δάσος. Εδώ κι εκεί τρέχουν κρύα και κατακάθαρα νερά. Στα πόδια του βουνού είναι μια πεδιάδα, που ποτίζεται άφθονα από τα νερά αυτά. Στην πεδιάδα αυτή μόνα τους έχουν φυτρώσει όλων των λογιών τα δέντρα και τόσο πυκνά, που καμιά φορά δυσκολεύεται κανένας να περάση. Μπροστά στην τοποθεσία αυτή δεν είναι τίποτε το νησί της Καλυψώς, που τόσο θαύμασε την ομορφιά του ο Όμηρος».                            
Πολλοί φίλοι του πηγαίνανε να τον ιδούν στην ερημική ζωή του• πήγε κι ο Γρηγόριος, μα πολύ λίγο έμεινε μαζί του, γιατί δεν του άρεσε η ζωή της ερημιάς.                                
Αλλά κι ο Βασίλειος αναγκάστηκε ν΄ αφήση τη μοναχική ζωή. Οι διωγμοί των Χριστιανών εξακολουθούσαν αγριώτεροι και η εξάπλωση της νέας θρησκείας του Χριστού κινδύνευε να σταματήση. Ο αυτοκράτορας Ιουλιανός προστάτευε με φανατισμό την ειδωλολατρεία.                                                                                                         
Γύρισε στην πατρίδα του ο Βασίλειος; Και χειροτονήθηκε παπάς, τον ίδιο σχεδόν καιρό με το Γρηγόριο. Με τη ρητορική του δύναμη έδωσε θάρρος στους κατατρεγμένους Χριστιανούς και με την απλή και φιλάνθρωπη ζωή του έδωσε το καλύτερο παράδειγμα του αληθινού Χριστιανού. Και όταν ένας μεγάλος λιμός ξαπλώθηκε σ΄ όλη την Καππαδοκία και τον Πόντο, ο Βασίλειος τρέχοντας παντού, μάζευε βοηθήματα από τους πλουσίους και μοίραζε στους φτωχούς και παρηγορούσε τους δυστυχισμένους, θυσιάζοντας και τη λίγη περιουσία, που του είχε απομείνει. Σε ηλικία σαράντα χρονών, ο Βασίλειος έγινε Επίσκοπος Καππαδοκίας κι έμεινε πάντα ο πατέρας του λαού κι ο φίλος των δυστυχισμένων. Φορώντας πάντα το ίδιο ράσο και τρώγοντας μόνο ψωμί και χόρτα, εξοικονομούσε ό,τι χρειαζόταν για τους φτωχούς κι έχτισε στην Καισάρεια μεγάλο νοσοκομείο και πτωχοκομείο. Κι έτσι όλος ο βίος του ήταν ένα πολύτιμο στήριγμα της χριστιανοσύνης.                                                                            
Ο νέος αυτοκράτορας Ουάλης—εχθρός κι αυτός του Χριστιανισμού—έστειλε στην Καισάρεια έναν αξιωματικό, το Μόδεστο, για να φοβίση το Βασίλειο και να τον αναγκάση να πάψη το κήρυγμά του και τις φιλανθρωπίες του. Ατάραχος έμεινε ο Βασίλειος στις φοβέρες του αξιωματικού.                                                                                        
–Πως, του λέει αυτός, δεν φοβάσαι τη δύναμή μου;                                                                   
--Και γιατί να τη φοβηθώ; Απάντησε ο Βασίλειος. Τι μπορείς να κάμης;                               
--Τι μπορώ να σου κάμω; Όλα είναι στην εξουσία μου. Μπορώ να δημέψω την περιουσία σου, μπορώ να σ΄ εξορίσω, μπορώ να σε βασανίσω ακόμη και να σε θανατώσω.                                                                                                                                             
–Με τίποτε άλλο να με φοβερίσης, γιατί αυτά δεν τα φοβούμαι. Τη δήμευση δεν τη φοβούμαι, γιατί δεν έχω τίποτε άλλο από δυο τριμμένα ράσα και λίγα βιβλία. Την εξορία δεν τη φοβούμαι, γιατί όλη τη γη τη θεωρώ πατρίδα μουθ. Τα βάσανα δεν τα φοβούμαι, γιατί το σώμα μου είναι τόσο αδύνατο, ώστε θα νεκρωθή, πριν προφτάσης να το βασανίσης. Και τέλος, δε φοβούμαι το θάνατο, γιατί αυτός θα με φέρη συντομώτερα κοντά στο Θεό.                                                                                                             
 –Ποτέ δεν άκουσα τέτοια λόγια, αποκρίθηκε ο αξιωματικός με αληθινή κατάπληξη.         
 –Γιατί και ποτέ δεν απάντησες αληθινό Επίσκοπο. Εμείς είμαστε ήσυχοι και ταπεινοί, όχι μονάχα μπροστά στο βασιλιά, αλλά και στον τελευταίο άνθρωπο. Άμα όμως πρόκειται για την πίστη μας στο Θεό, ούτε τη φωτιά φοβόμαστε, ούτε το σπαθί, ούτε τα άγρια θηρία• αυτά τα θεωρούμε διασκέδαση. Αυτά ας τα μάθη ο αυτοκράτορας μια για πάντα.                                                                                                                                                       
 –Τέτοιος, εξακολούθησε ο παπα-Θύμιος, ήταν, παιδιά μου, ο σπάνιος αυτός Επίσκοπος. Και με το ασθενικό του σώμα και μέσα σε πολλές κακουχίες αυτός εξακολούθησε να περιοδεύη παντού, να ελεή τους δυστυχισμένους, να παρηγορή τους θλιμμένους, να δίνη θάρρος στους βασανισμένους Χριστιανούς. Κι από τους κόπους και τις στερήσεις πέθανε σε ηλικία πενήντα χρονών, την ημέρα της πρωτοχρονιάς. Όλος ο τόπος έχασε τον πατέρα του και τον προστάτη του. Χιλιάδες απ΄ όλη την επαρχία έτρεξαν στην κηδεία του. Χριστιανοί και Ιουδαίοι και ειδωλολάτρες έκλαψαν μαζί την ημέρα αυτή. Από τον πυκνό συνωστισμό πολλοί βρήκαν το θάνατο κι οι άλλοι τους καλοτύχιζαν, που πέθαναν μαζί με το Βασίλειο.           
–Και τώρα, παιδιά μου, είπε τελειώνοντας ο παπα-Θύμιος, ας ζητήσωμε την ευχή του Άϊ-Βασίλη και ας κόψωμε τη βασιλόπιτα για την καλή χρονιά.

ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ   Ε΄  ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ
ΕΤΟΣ  1946.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου